Παρασκευή 15 Απριλίου 2022

Του Οσίου πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου – ομιλία προ της εξορίας.


Η πρώτη εξορία του ιερού Χρυσοστόμου.

Με πρωταγωνιστή τον επίσκοπο της Αλεξάνδρειας Θεόφιλο, συγκλήθηκε στην τοποθεσία Δρυ, κοντά στη Χαλκηδόνα, σύνοδος (Ιούλιος 403) που κάλεσε τον Ιερό Χρυσόστομο σε απολογία για φανταστικές κατηγορίες. Ο τελευταίος δεν παρουσιάσθηκε στη σύνοδο αυτή, που στο μεταξύ τον καθαίρεσε και τον εξόρισε. Πριν αναχωρήσει για την εξορία ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκφώνησε τις ομιλίες Προ της εξορίας και Ότε απήει εν τη εξορία.

Προ της εξορίας.

Στην ομιλία αυτή εξυμνεί τη δύναμη και το αήττητο της Εκκλησίας και επαινεί τους πιστούς για την αφοσίωσή τους προς αυτόν. Στη συνέχεια μιλάει για τη σκευωρία που πλέχθηκε εναντίον του και παραλληλίζει τον εαυτό του με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, ενώ την αυτοκράτειρα Ευδοξία με την Ηρωδιάδα. Παρατηρεί πως όλα τα παθαίνει εξ αιτίας της αγάπης του για τους πιστούς και πως οι ενέργειες του αποβλέπουν στο να μην εισχωρήσει κανείς στην ποίμνη του, ώστε να μείνει ακέραιο το ποίμνιό του. Το κείμενο λαμβάνεται από την Πατρολογία του Migne (52ος τόμος).

ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΟΜΙΛΙΑ
ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ

Πολλά τα κύματα και χαλεπόν το κλυδώνιον˙ άλλ’ ου δεδοίκαμεν, μη καταποντισθώμεν˙ επί γαρ της πέτρας εστήκαμεν. Μαινέσθω η θάλασσα, πέτραν διαλύσαι ου δύναται˙ εγειρέσθω τα κύματα, του Ιησού το πλοίον καταποντίσαι ουκ ισχύει. Τί δεδοίκαμεν, ειπέ μοι; Τον θάνατον; «Εμοί το ζην Χριστός, και το αποθανείν κέρδος». Άλλ’ εξορίαν, ειπέ μοι; «Του Κυρίου η γη, και το πλήρωμα αυτής». Αλλά χρημάτων δήμευσιν; «Ουδέν εισηνέγκαμεν εις τον κόσμον, δήλο ότι ουδέν εξενεγκείν δυνάμεθα»˙ και τα φοβερά του κόσμου εμοί ευκαταφρόνητα, και τα χρηστά καταγέλαστα. Ου πενίαν δέδοικα, ου πλούτον επιθυμώ˙ ου θάνατον φοβούμαι, ου ζήσαι εύχομαι, ει μη δια την υμετέραν προκοπήν. Διο και τα νυν υπομιμνήσκω, και παρακαλώ την υμετέραν θαρρείν αγάπην. Ουδείς γαρ ημάς αποσπάσαι δυνήσεται˙ ο γαρ ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος χωρίσαι ου δύναται. …

Είναι πολλά τα κύματα και φοβερή η τρικυμία. Αλλά δε φοβόμαστε μήπως καταποντισθούμε, γιατί στεκόμαστε πάνω στην πέτρα. Ας μαίνεται η θάλασσα, δεν μπορεί να διαλύσει την πέτρα˙ ας σηκώνονται τα κύματα, το πλοίο του Ιησού δεν μπορούν να το βυθίσουν. Τί φοβόμαστε; Πες μου. Το θάνατο; «Για μένα ζωή σημαίνει Χριστός και θάνατος σημαίνει κέρδος». Μήπως, πες μου, την εξορία; «Στον Κύριο ανήκει η γη και κάθετι που την γεμίζει». Μήπως δήμευση περιουσίας; «Δε φέραμε τίποτε στον κόσμο και είναι φανερό ότι δεν μπορούμε τίποτε να πάρουμε μαζί μας». και τα φοβερά του κόσμου μου είναι ευκαταφρόνητα και τα ευχάριστα καταγέλαστα. Δε φοβούμαι τη φτώχεια, δεν επιθυμώ τον πλούτο˙ δε φοβούμαι το θάνατο, δεν εύχομαι να ζήσω παρά μόνο για τη δική σας προκοπή. Γι’ αυτό και τα τωρινά σας θυμίζω και παρακαλώ την αγάπη σας να έχει θάρρος. Λοιπόν κανείς δεν μπορεί να με αποχωρήσει από σας, γιατί εκείνο που ο Θεός ένωσε, ο άνθρωπος δεν μπορεί να το χωρίσει. …