1. Ἀλλοτρίωση
Ἡ βίαια καὶ ἐπιτυχὴς προσπάθεια αἰώνων εἰσαγωγῆς ἰδεολογίας, ἀλλοτρίωσε καὶ θρησκειοποίησε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια, μὰ ποτὲ δὲν κατάφερε νὰ κατακερματίσει τὴ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία διότι ἐκ φύσεώς Της «καὶ πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Αὐτὸ ποὺ στὴν πραγματικότητα πέτυχαν, ἦταν ὁ κακοήθης νεοπλασματικὸς πολλαπλασιασμὸς ἀντορθόδοξων αἱρετικῶν «ἐθνοφυλετικῶν» παρασυναγωγῶν στὸ ὄνομα ἑνὸς ἀλλοιωμένου καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀνύπαρκτου Χριστοῦ ποὺ δὲν σώζει ἀπὸ τὴν πτώση, κατὰ κανόνα ὑποταγμένων στὶς σκοπιμότητες τοῦ κρατικοῦ ἐθνικισμοῦ. Κλειδὶ στὴν κατανόηση, ἡ πτώση.
Ἡ βίαια καὶ ἐπιτυχὴς προσπάθεια αἰώνων εἰσαγωγῆς ἰδεολογίας, ἀλλοτρίωσε καὶ θρησκειοποίησε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια, μὰ ποτὲ δὲν κατάφερε νὰ κατακερματίσει τὴ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία διότι ἐκ φύσεώς Της «καὶ πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Αὐτὸ ποὺ στὴν πραγματικότητα πέτυχαν, ἦταν ὁ κακοήθης νεοπλασματικὸς πολλαπλασιασμὸς ἀντορθόδοξων αἱρετικῶν «ἐθνοφυλετικῶν» παρασυναγωγῶν στὸ ὄνομα ἑνὸς ἀλλοιωμένου καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀνύπαρκτου Χριστοῦ ποὺ δὲν σώζει ἀπὸ τὴν πτώση, κατὰ κανόνα ὑποταγμένων στὶς σκοπιμότητες τοῦ κρατικοῦ ἐθνικισμοῦ. Κλειδὶ στὴν κατανόηση, ἡ πτώση.
2. Ἑλληνισμός
Στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ἡ θρησκεία ὑπηρετοῦσε περισσότερο τὴ μεταφυσική τους ἀναζήτηση καὶ σχεδὸν καθόλου τὴν ἀτομοκεντρικὴ ψυχολογικὴ ἀνάγκη. Στὴ «σπουδὴ» τοῦ τρόπου τῆς ἀλήθειας σὲ συγκεκριμένο χρονικὸ ὁρίζοντα, συναντῶνται ὁ Ἑλληνισμὸς μὲ τὸν Χριστιανισμὸ ἔτσι ὥστε Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνισμὸς νὰ εἶναι πλέον ἐδῶ καὶ αἰῶνες ἔννοιες ταυτόσημες.
Στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ἡ θρησκεία ὑπηρετοῦσε περισσότερο τὴ μεταφυσική τους ἀναζήτηση καὶ σχεδὸν καθόλου τὴν ἀτομοκεντρικὴ ψυχολογικὴ ἀνάγκη. Στὴ «σπουδὴ» τοῦ τρόπου τῆς ἀλήθειας σὲ συγκεκριμένο χρονικὸ ὁρίζοντα, συναντῶνται ὁ Ἑλληνισμὸς μὲ τὸν Χριστιανισμὸ ἔτσι ὥστε Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνισμὸς νὰ εἶναι πλέον ἐδῶ καὶ αἰῶνες ἔννοιες ταυτόσημες.
3. Ὁλιστικὴ παραφροσύνη
Ἡ διαφαινόμενη ἔνδειξη εἶναι πάντως καὶ στοιχειώδης λογικὴ παραδοχή. Ἡ θρησκεία ὡς ἀτομοκεντρικὸ δογματικὸ πρότυπο δὲν γεννᾷ πολιτισμό. Πολιτισμὸ γεννᾷ ἡ ἀποτυχημένη μετὰ ἀπὸ τὴν πτώση, ἀναζήτηση νοήματος αἰτίας καὶ σκοποῦ, τῆς ὕπαρξης καὶ συνύπαρξης. Ὁ πολιτισμὸς δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀποτυχημένη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ ξαναγυρίσει στὸν Παράδεισο ποὺ ἔχασε μεταβάλλοντας τὴν ὕπαρξή του διὰ τῆς γνώσεως ποὺ ὑποχρεοῦται πλέον νὰ κατακτήσει ἐνῶ τὴν εἶχε, γιὰ νὰ γίνει μόνος του Θεός. Ἡ «μεταφυσικὴ» δίψα ἀναζητᾷ μὲν τὴ μέθη τῆς γνώσης, χαρίζεται ὅμως τελικὰ στὴ σχέση της μὲ τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὸ «Ἐγώ». Στὴ γλῶσσα τῆς κοινῆς μας συνεννόησης, «Θεὸς» σημαίνει καὶ ὅτι ἡ ὕπαρξη τῶν ὄντων καὶ ἡ λογικότητα τοῦ ἀνθρώπου δὲν θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ εἶναι προϊόντα τυφλῆς ἀναγκαιότητας. Οὔτε ἡ ὕπαρξη καὶ ἀλήθεια Του νὰ δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν ὁμαδικὴ σκέψη τῶν κτισμάτων Του, ὡσὰν νὰ δημιουργεῖται ἔτσι διὰ τοῦ χρόνου θεία οὐσία κατανεμημένη εἰς τὰ μέλη του, εἴδωλο δηλαδὴ ἐξαμβλωτικό, κατὰ τὸ κτιστὸ πρότυπο τῆς ψηφῖδας ποὺ γιὰ νὰ σταθεῖ ἀπαιτεῖ τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ ἔργου τῶν ἄλλων σὲ ἕνα συνειδητὸ πλαίσιο καὶ ὁλότητα ἀνθρωπότητας, ἡ ἔννοια τῆς ὁποίας δῆθεν ἀνέκαθεν πάντοτε προϋπῆρχε. Ὁλιστικὴ σχολαστικιστικὴ ἀνοησία τῆς προσέγγισης τοῦ Θείου διὰ τῆς νοημοσύνης. Στὴν Ὀρθόδοξη μοναδικὴ ἀλήθεια, Τριάδα Ὁμοούσιος καὶ Ἀχώριστος ὑποστατικῶν ἀκοινώνητων Προσώπων καθ᾿ ὅλα ἴσων σὲ Μία ἀδιαίρετη ἀκατάληπτη ἑνότητα, μὲ βασικὸ ἐνέργημα τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, ὄχι μεταξύ τους σὰν δῆθεν τρεῖς ἀνεξάρτητες θεότητες ἀλλὰ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ ἀόρατα κτίσματα.
Ἡ διαφαινόμενη ἔνδειξη εἶναι πάντως καὶ στοιχειώδης λογικὴ παραδοχή. Ἡ θρησκεία ὡς ἀτομοκεντρικὸ δογματικὸ πρότυπο δὲν γεννᾷ πολιτισμό. Πολιτισμὸ γεννᾷ ἡ ἀποτυχημένη μετὰ ἀπὸ τὴν πτώση, ἀναζήτηση νοήματος αἰτίας καὶ σκοποῦ, τῆς ὕπαρξης καὶ συνύπαρξης. Ὁ πολιτισμὸς δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀποτυχημένη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ ξαναγυρίσει στὸν Παράδεισο ποὺ ἔχασε μεταβάλλοντας τὴν ὕπαρξή του διὰ τῆς γνώσεως ποὺ ὑποχρεοῦται πλέον νὰ κατακτήσει ἐνῶ τὴν εἶχε, γιὰ νὰ γίνει μόνος του Θεός. Ἡ «μεταφυσικὴ» δίψα ἀναζητᾷ μὲν τὴ μέθη τῆς γνώσης, χαρίζεται ὅμως τελικὰ στὴ σχέση της μὲ τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὸ «Ἐγώ». Στὴ γλῶσσα τῆς κοινῆς μας συνεννόησης, «Θεὸς» σημαίνει καὶ ὅτι ἡ ὕπαρξη τῶν ὄντων καὶ ἡ λογικότητα τοῦ ἀνθρώπου δὲν θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ εἶναι προϊόντα τυφλῆς ἀναγκαιότητας. Οὔτε ἡ ὕπαρξη καὶ ἀλήθεια Του νὰ δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν ὁμαδικὴ σκέψη τῶν κτισμάτων Του, ὡσὰν νὰ δημιουργεῖται ἔτσι διὰ τοῦ χρόνου θεία οὐσία κατανεμημένη εἰς τὰ μέλη του, εἴδωλο δηλαδὴ ἐξαμβλωτικό, κατὰ τὸ κτιστὸ πρότυπο τῆς ψηφῖδας ποὺ γιὰ νὰ σταθεῖ ἀπαιτεῖ τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ ἔργου τῶν ἄλλων σὲ ἕνα συνειδητὸ πλαίσιο καὶ ὁλότητα ἀνθρωπότητας, ἡ ἔννοια τῆς ὁποίας δῆθεν ἀνέκαθεν πάντοτε προϋπῆρχε. Ὁλιστικὴ σχολαστικιστικὴ ἀνοησία τῆς προσέγγισης τοῦ Θείου διὰ τῆς νοημοσύνης. Στὴν Ὀρθόδοξη μοναδικὴ ἀλήθεια, Τριάδα Ὁμοούσιος καὶ Ἀχώριστος ὑποστατικῶν ἀκοινώνητων Προσώπων καθ᾿ ὅλα ἴσων σὲ Μία ἀδιαίρετη ἀκατάληπτη ἑνότητα, μὲ βασικὸ ἐνέργημα τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, ὄχι μεταξύ τους σὰν δῆθεν τρεῖς ἀνεξάρτητες θεότητες ἀλλὰ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ ἀόρατα κτίσματα.
4. Θεάνθρωπος
Τὸ ἂν ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος δὲν εἶναι εἴδηση δημοσιογραφική. Ὑπάρχουν δεδομένα τῆς πραγματικότητoς ποὺ δὲν γνωστοποιοῦνται πάντοτε μὲ πληροφόρηση οὔτε μὲ ἁπλὴ συλλογιστικὴ ἀνάλυση. Στὴν περίπτωση τῆς ἐλεύθερης αὐθυπαρξίας, ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι συμπεριφορὰ ποὺ ἁπλῶς συνοδεύει τὴν ὕπαρξη. Εἶναι θεμελιακὸς τρόπος ὕπαρξης. Τὸ ἄκτιστο αἴτιό της «γεννᾷ» ἀχρόνως τὸν Yιὸ καὶ Λόγο ὁ ὁποῖος ἐνανθρωπίζει μέσα στὸν χρόνο ὡς τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος Ἄνθρωπος, «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενος» καὶ «ἐκπορεύει» τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Δὲν εἶναι κάποια ἀόριστη θεότητα ποὺ τὸ κάνει ἐλεύθερα αὐθύπαρκτο. Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι εἶναι ἡ πατρότητα ἀλλὰ μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου οὐδεμία ὁμοιότης καὶ ἀναλογία ὑπάρχει. Ἡ θεότητα ὑπ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοια θὰ ἦταν ἀναγκαστικὸς προκαθορισμός. Ἡ πατρότητα μὲ τὴν ἀνάλογη ἀνθρώπινη κτιστὴ μεταφορὰ δομῆς, ἐλεύθερη ἐπιλογή. Ὁ ἐλεύθερος Θεὸς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ προϋπάρχει στὸ Μυστήριο τῆς Γεννήσεως ἀπὸ Παρθένο καὶ νὰ εἰσάγεται στὴν ἀνθρώπινη Ἱστορία, καὶ ὡς Θεάνθρωπος.
Τὸ ἂν ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος δὲν εἶναι εἴδηση δημοσιογραφική. Ὑπάρχουν δεδομένα τῆς πραγματικότητoς ποὺ δὲν γνωστοποιοῦνται πάντοτε μὲ πληροφόρηση οὔτε μὲ ἁπλὴ συλλογιστικὴ ἀνάλυση. Στὴν περίπτωση τῆς ἐλεύθερης αὐθυπαρξίας, ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι συμπεριφορὰ ποὺ ἁπλῶς συνοδεύει τὴν ὕπαρξη. Εἶναι θεμελιακὸς τρόπος ὕπαρξης. Τὸ ἄκτιστο αἴτιό της «γεννᾷ» ἀχρόνως τὸν Yιὸ καὶ Λόγο ὁ ὁποῖος ἐνανθρωπίζει μέσα στὸν χρόνο ὡς τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος Ἄνθρωπος, «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενος» καὶ «ἐκπορεύει» τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Δὲν εἶναι κάποια ἀόριστη θεότητα ποὺ τὸ κάνει ἐλεύθερα αὐθύπαρκτο. Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι εἶναι ἡ πατρότητα ἀλλὰ μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου οὐδεμία ὁμοιότης καὶ ἀναλογία ὑπάρχει. Ἡ θεότητα ὑπ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοια θὰ ἦταν ἀναγκαστικὸς προκαθορισμός. Ἡ πατρότητα μὲ τὴν ἀνάλογη ἀνθρώπινη κτιστὴ μεταφορὰ δομῆς, ἐλεύθερη ἐπιλογή. Ὁ ἐλεύθερος Θεὸς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ προϋπάρχει στὸ Μυστήριο τῆς Γεννήσεως ἀπὸ Παρθένο καὶ νὰ εἰσάγεται στὴν ἀνθρώπινη Ἱστορία, καὶ ὡς Θεάνθρωπος.
5. Χριστούγεννα
Tα Χριστούγεννα εἶναι ἀναμφίβολα γιορτή. Ἔκρηξη χαρᾶς μέσα στοὺς αἰῶνες, γιὰ ὅσους στὸ βρέφος τῆς Βηθλεὲμ μποροῦν νὰ βλέπουν τὴν ἐλευθερία τοῦ μανικοῦ Θείου Ἔρωτα νὰ γίνεται νόημα αἰτίας καὶ σκοποῦ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Στὴ φάτνη ψηλαφεῖται ὁ Θεὸς ἐλεύθερα. Ὁ τριαδικὸς τρόπος νὰ χαρίζεται καὶ στὸν ἄνθρωπο τὸ ποθητὸ ἀκρότατο, νὰ ὑπάρχει διότι ἐλεύθερα θέλει νὰ συνεχίζει νὰ ὑπάρχει αὐτεξούσιος ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο καὶ τὸν χρόνο, καὶ νὰ θέλει ἔτσι νὰ ὑπάρχει ἐπειδὴ ἐλεύθερα ἀγαπάει, πρῶτα τὸν δημιουργό του τὸν ὁποῖον πλέον γνωρίζει καὶ συναντᾷ προσωπικά.
Tα Χριστούγεννα εἶναι ἀναμφίβολα γιορτή. Ἔκρηξη χαρᾶς μέσα στοὺς αἰῶνες, γιὰ ὅσους στὸ βρέφος τῆς Βηθλεὲμ μποροῦν νὰ βλέπουν τὴν ἐλευθερία τοῦ μανικοῦ Θείου Ἔρωτα νὰ γίνεται νόημα αἰτίας καὶ σκοποῦ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Στὴ φάτνη ψηλαφεῖται ὁ Θεὸς ἐλεύθερα. Ὁ τριαδικὸς τρόπος νὰ χαρίζεται καὶ στὸν ἄνθρωπο τὸ ποθητὸ ἀκρότατο, νὰ ὑπάρχει διότι ἐλεύθερα θέλει νὰ συνεχίζει νὰ ὑπάρχει αὐτεξούσιος ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο καὶ τὸν χρόνο, καὶ νὰ θέλει ἔτσι νὰ ὑπάρχει ἐπειδὴ ἐλεύθερα ἀγαπάει, πρῶτα τὸν δημιουργό του τὸν ὁποῖον πλέον γνωρίζει καὶ συναντᾷ προσωπικά.
6. Θρησκευτικὸ Δωδεκαήμερο
Γιὰ τὴν κοινωνικὰ θρησκευτικὴ προοπτική, τὸ Δωδεκαήμερο τῶν Χριστουγέννων εἶναι ἀφορμὴ εὐφραντικῶν ψυχολογικῶν ἠθικοδιδακτικῆς ὠφελιμότητας καταστάσεων τοῦ ἀτόμου καὶ ὄχι τοῦ ἀνθρώπου. Συναισθηματικὸς διάκοσμος, ἀσμάτια, εὐχές, δῶρα, γευστικὲς ἡδονές. Ὅλα κουρασμένα ἀπὸ τὸν φόρτο τῆς συνήθειας. Θρησκεία μὲ αὐτή της τὴ μορφὴ δὲν κομίζει ἀπαντήσεις γιὰ νόημα ζωῆς καὶ θανάτου. Μηρυκάζει στερεότυπα καὶ a priori. Στοὺς ἀντίποδες, ἡ Ἐκκλησία. Ὁ «βίος» τοῦ Θείου, μιὰ συναρπαστικὴ διαδοχὴ σημείων ὑπαρκτικῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὴ νομοτέλεια τῆς πτωτικῆς ἀνθρώπινης φύσεως τὰ ὁποῖα μαρτυροῦν τὸν τρόπο τῆς ἐλευθερίας. Τὴν «κένωση» ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια. Τὴ ζωὴ ὡς ἀμετρία αὐθυπέρβασης καὶ αὐτοπροσφορᾶς.
Γιὰ τὴν κοινωνικὰ θρησκευτικὴ προοπτική, τὸ Δωδεκαήμερο τῶν Χριστουγέννων εἶναι ἀφορμὴ εὐφραντικῶν ψυχολογικῶν ἠθικοδιδακτικῆς ὠφελιμότητας καταστάσεων τοῦ ἀτόμου καὶ ὄχι τοῦ ἀνθρώπου. Συναισθηματικὸς διάκοσμος, ἀσμάτια, εὐχές, δῶρα, γευστικὲς ἡδονές. Ὅλα κουρασμένα ἀπὸ τὸν φόρτο τῆς συνήθειας. Θρησκεία μὲ αὐτή της τὴ μορφὴ δὲν κομίζει ἀπαντήσεις γιὰ νόημα ζωῆς καὶ θανάτου. Μηρυκάζει στερεότυπα καὶ a priori. Στοὺς ἀντίποδες, ἡ Ἐκκλησία. Ὁ «βίος» τοῦ Θείου, μιὰ συναρπαστικὴ διαδοχὴ σημείων ὑπαρκτικῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὴ νομοτέλεια τῆς πτωτικῆς ἀνθρώπινης φύσεως τὰ ὁποῖα μαρτυροῦν τὸν τρόπο τῆς ἐλευθερίας. Τὴν «κένωση» ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια. Τὴ ζωὴ ὡς ἀμετρία αὐθυπέρβασης καὶ αὐτοπροσφορᾶς.
7. Χρόνος
Ὁ χρόνος εἶναι πρόσφορος «κλείνοντας» τὸ σωτήριον ἡμερολογιακὸ ἔτος 2022 στὴν ὁριακὴ κατὰ κόσμον κοινωνικὴ ὁλοκλήρωσή του, γιὰ νὰ περάσουν στὸ «μέλλον» διαχρονικὲς ἀναφορὲς σχετικὰ μὲ τὴν πορεία τοῦ χρόνου. Ἡ «ροὴ τοῦ χρόνου» βιώνεται ὡς διαδοχὴ γεγονότων. Ἡ συμπαντικὴ φύση ἀλλὰ καὶ ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου, σπάνια «ἐνεργοῦνται» καὶ πιὸ συχνὰ «γίγνονται». Προσπαθοῦν νὰ γίνουν ἀντιληπτά, ὄντα σὲ συνεχῆ μεταβολή. Ἡ μεταβολὴ αὐτὴ ψευδαισθητικὰ βιώνεται ὡς μετάβαση ἀπὸ ἕνα παλαιὸ «πρότερον» σὲ ἕνα μελλοντικὸ «ὕστερον».
Ὁ χρόνος εἶναι πρόσφορος «κλείνοντας» τὸ σωτήριον ἡμερολογιακὸ ἔτος 2022 στὴν ὁριακὴ κατὰ κόσμον κοινωνικὴ ὁλοκλήρωσή του, γιὰ νὰ περάσουν στὸ «μέλλον» διαχρονικὲς ἀναφορὲς σχετικὰ μὲ τὴν πορεία τοῦ χρόνου. Ἡ «ροὴ τοῦ χρόνου» βιώνεται ὡς διαδοχὴ γεγονότων. Ἡ συμπαντικὴ φύση ἀλλὰ καὶ ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου, σπάνια «ἐνεργοῦνται» καὶ πιὸ συχνὰ «γίγνονται». Προσπαθοῦν νὰ γίνουν ἀντιληπτά, ὄντα σὲ συνεχῆ μεταβολή. Ἡ μεταβολὴ αὐτὴ ψευδαισθητικὰ βιώνεται ὡς μετάβαση ἀπὸ ἕνα παλαιὸ «πρότερον» σὲ ἕνα μελλοντικὸ «ὕστερον».
8. Συνειδητότητα
Μόνο ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται τὴ διαδοχὴ τῶν γεγονότων ὡς «ροὴ τοῦ χρόνου» ἀλλὰ καὶ τὴ συνειδητὴ ὕπαρξη τῶν ὄντων. Νοιάστηκε γιὰ παράδειγμα, ἡ ἀγελάδα γιὰ τὴν ὕπαρξη καὶ τὴ μεταβολὴ τοῦ σύμπαντος κόσμου ἢ τὸ δέντρο γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ γειτονικοῦ του βράχου; Τὸ ἕνα γιὰ τὸ ἄλλο εἶναι οὐσιαστικὰ ἀνύπαρκτα καὶ μόνον ὁ ἄνθρωπος ἔχει συνείδηση χρόνου ἀλλὰ καὶ τῆς ὕπαρξης καὶ ὀντότητος, ὑποκειμενικά, ὡς ἀποτέλεσμα τῶν στενῶν δυνατοτήτων τῶν πέντε αἰσθήσεων. Τὸ μόνο ποὺ τοῦ ἀπομένει εἶναι ἡ ἔμφυτη ἀναζήτηση διὰ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεώς του, τοῦ ὄντος ὑπαρκτοῦ νοήματος, τῆς ἐν πράγμασι οὐσίας.
Μόνο ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται τὴ διαδοχὴ τῶν γεγονότων ὡς «ροὴ τοῦ χρόνου» ἀλλὰ καὶ τὴ συνειδητὴ ὕπαρξη τῶν ὄντων. Νοιάστηκε γιὰ παράδειγμα, ἡ ἀγελάδα γιὰ τὴν ὕπαρξη καὶ τὴ μεταβολὴ τοῦ σύμπαντος κόσμου ἢ τὸ δέντρο γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ γειτονικοῦ του βράχου; Τὸ ἕνα γιὰ τὸ ἄλλο εἶναι οὐσιαστικὰ ἀνύπαρκτα καὶ μόνον ὁ ἄνθρωπος ἔχει συνείδηση χρόνου ἀλλὰ καὶ τῆς ὕπαρξης καὶ ὀντότητος, ὑποκειμενικά, ὡς ἀποτέλεσμα τῶν στενῶν δυνατοτήτων τῶν πέντε αἰσθήσεων. Τὸ μόνο ποὺ τοῦ ἀπομένει εἶναι ἡ ἔμφυτη ἀναζήτηση διὰ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεώς του, τοῦ ὄντος ὑπαρκτοῦ νοήματος, τῆς ἐν πράγμασι οὐσίας.
9. Ἀποκλειστικότητα
Ἡ ἀντίληψη τῆς πραγματικότητας μὲ αἴσθηση χρονικότητος εἶναι λοιπὸν ἀνθρώπινη ἀποκλειστικότητα καὶ Δωρεὰ καὶ μόνο γιὰ αὐτὸν ἡ μεταβολὴ καὶ τὸ γίγνεσθαι ἀνάγονται ἑρμηνευτικὰ σὲ διάβαση ἀπὸ αἰτία σὲ σκοπό. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἡ ἐπιθυμία τῆς ζωῆς μεταφράζεται σὲ αἴτημα ἀγαπητικῆς σχέσης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ σημαῖνον τῆς ἀνταπόκρισης ἀναδύεται Μυστηριακὰ πάντοτε στὸ σημαινόμενο τοῦ τόπου τοῦ ἄλλου, ποὺ ὁρίζει τὴν εἴσοδο στὴ σχέση. Δηλαδὴ στὸν κόσμο τῆς γλώσσας καὶ τοῦ συμβολισμοῦ μακρὰν τοῦ φαντασιακοῦ. Στὴ σπερματικὴ ἐμφάνιση τῆς λογικότητος καὶ στὴ γένεση τοῦ λογικοῦ ὑποκειμένου. Τελικὸς «ὁρισμὸς» τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐλευθερία μὲ τὴν προπτωτική του ἀποκατάσταση, μέσα ἀπὸ τὸ δίλημμα τοῦ Λόγου καὶ τῆς ἀλογίας.
Ἡ ἀντίληψη τῆς πραγματικότητας μὲ αἴσθηση χρονικότητος εἶναι λοιπὸν ἀνθρώπινη ἀποκλειστικότητα καὶ Δωρεὰ καὶ μόνο γιὰ αὐτὸν ἡ μεταβολὴ καὶ τὸ γίγνεσθαι ἀνάγονται ἑρμηνευτικὰ σὲ διάβαση ἀπὸ αἰτία σὲ σκοπό. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἡ ἐπιθυμία τῆς ζωῆς μεταφράζεται σὲ αἴτημα ἀγαπητικῆς σχέσης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ σημαῖνον τῆς ἀνταπόκρισης ἀναδύεται Μυστηριακὰ πάντοτε στὸ σημαινόμενο τοῦ τόπου τοῦ ἄλλου, ποὺ ὁρίζει τὴν εἴσοδο στὴ σχέση. Δηλαδὴ στὸν κόσμο τῆς γλώσσας καὶ τοῦ συμβολισμοῦ μακρὰν τοῦ φαντασιακοῦ. Στὴ σπερματικὴ ἐμφάνιση τῆς λογικότητος καὶ στὴ γένεση τοῦ λογικοῦ ὑποκειμένου. Τελικὸς «ὁρισμὸς» τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐλευθερία μὲ τὴν προπτωτική του ἀποκατάσταση, μέσα ἀπὸ τὸ δίλημμα τοῦ Λόγου καὶ τῆς ἀλογίας.
10. Κρόνος
Τὸν παραστατικότερο «ὁρισμὸ» τοῦ χρόνου προσδίδει ὁ ἑλληνικὸς ἐναργὴς μῦθος ὅπου ὁ Χρόνος εἶναι Κρόνος ποὺ γεννᾷ παιδιὰ καὶ τὰ τρώει. Ἡ εἰκόνα ἀναπαράγει τὴ χρονικὴ διαδοχὴ σὰν πραγματικότητα προσωποποιημένη μεταβάλλοντας θεῖα καὶ ἀδιάκοπα τὸ παρὸν σὲ παρελθὸν καὶ τὴν ὕπαρξη σὲ ἀνυπαρξία μὲ δυναμικὴ ἀνάτασης καὶ ἐπαναφορᾶς. Μέχρι τὴν ἐμφάνιση στὸν ἀρχαῖο κόσμο τοῦ Προμηθεϊκοῦ σχήματος τῆς ἑλληνικῆς ἀνταρσίας καὶ τῆς δωρεᾶς τοῦ φωτὸς ὡς ἐθελόθυτο ἡμιθεϊκὸ ἀπαύγασμα ἀρχοντικῆς ὑπέρβασης τοῦ χρόνου σὲ ἀνύποπτο τόπο.
Τὸν παραστατικότερο «ὁρισμὸ» τοῦ χρόνου προσδίδει ὁ ἑλληνικὸς ἐναργὴς μῦθος ὅπου ὁ Χρόνος εἶναι Κρόνος ποὺ γεννᾷ παιδιὰ καὶ τὰ τρώει. Ἡ εἰκόνα ἀναπαράγει τὴ χρονικὴ διαδοχὴ σὰν πραγματικότητα προσωποποιημένη μεταβάλλοντας θεῖα καὶ ἀδιάκοπα τὸ παρὸν σὲ παρελθὸν καὶ τὴν ὕπαρξη σὲ ἀνυπαρξία μὲ δυναμικὴ ἀνάτασης καὶ ἐπαναφορᾶς. Μέχρι τὴν ἐμφάνιση στὸν ἀρχαῖο κόσμο τοῦ Προμηθεϊκοῦ σχήματος τῆς ἑλληνικῆς ἀνταρσίας καὶ τῆς δωρεᾶς τοῦ φωτὸς ὡς ἐθελόθυτο ἡμιθεϊκὸ ἀπαύγασμα ἀρχοντικῆς ὑπέρβασης τοῦ χρόνου σὲ ἀνύποπτο τόπο.
11. Σήμερον
Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πρακτικὴ ἀλλὰ καὶ μαρτυρία, παρελθόν, παρὸν καὶ μέλλον, σὲ μιὰν ἀδιάσπαστη ἑνότητα βιωματικοῦ χαρακτῆρα, ὅπου τὰ πάντα βρίσκονται νὰ κινοῦνται σὲ ἕνα «αἰώνιο παρόν», «νῦν καὶ ἀεί», πρόγευση Ἀθανασίας, μήνυμα Ἀναστάσιμο καὶ Ἐλπιδοφόρο: «Ἡ Παρθένος Σήμερον τὸν Ὑπερούσιον Τίκτει...», «Σήμερον τῆς Σωτηρίας ἡμῶν τὸ Κεφάλαιον...» κλπ. Ἑπομένως τὸ «νῦν» παραπέμπει ἀπευθείας στὸ «ἀεὶ» ἐνῶ τὸ «παρὸν» νὰ ἐκλαμβάνεται μόνο ὡς νοητὸ ὅριο, ὁριακὴ τομὴ ἀνάμεσα στὸ παρελθὸν καὶ στὸ μέλλον καὶ χρονικὰ ἀδιάστατο, τὸ ὁποῖο παραμένει ἀπρόσιτο ἐμπειρικὰ στὸν ἄνθρωπο, δίχως τὴ δυναμικὴ καὶ διαλεκτικὴ προσέγγιση τοῦ χρόνου καὶ τοῦ τόπου.
Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πρακτικὴ ἀλλὰ καὶ μαρτυρία, παρελθόν, παρὸν καὶ μέλλον, σὲ μιὰν ἀδιάσπαστη ἑνότητα βιωματικοῦ χαρακτῆρα, ὅπου τὰ πάντα βρίσκονται νὰ κινοῦνται σὲ ἕνα «αἰώνιο παρόν», «νῦν καὶ ἀεί», πρόγευση Ἀθανασίας, μήνυμα Ἀναστάσιμο καὶ Ἐλπιδοφόρο: «Ἡ Παρθένος Σήμερον τὸν Ὑπερούσιον Τίκτει...», «Σήμερον τῆς Σωτηρίας ἡμῶν τὸ Κεφάλαιον...» κλπ. Ἑπομένως τὸ «νῦν» παραπέμπει ἀπευθείας στὸ «ἀεὶ» ἐνῶ τὸ «παρὸν» νὰ ἐκλαμβάνεται μόνο ὡς νοητὸ ὅριο, ὁριακὴ τομὴ ἀνάμεσα στὸ παρελθὸν καὶ στὸ μέλλον καὶ χρονικὰ ἀδιάστατο, τὸ ὁποῖο παραμένει ἀπρόσιτο ἐμπειρικὰ στὸν ἄνθρωπο, δίχως τὴ δυναμικὴ καὶ διαλεκτικὴ προσέγγιση τοῦ χρόνου καὶ τοῦ τόπου.
12. Νόημα
Σημεῖο ἀναφορᾶς καὶ λειτουργικὸ ἐναπόθεμα διαμέσου τῶν γενεῶν, ἡ ἱστορικὴ μνήμη. Τὸ παράδοξο ὅμως ἀλλ᾿ ἴσως καὶ ὀξύμωρον βρίσκεται στὴ δυναμικὴ ἡ ὁποία ἐνυπάρχει στὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο, ποὺ βρίσκει τὴν κατ᾿ ἐξοχὴν ἐφαρμογή του στὸν Ἑλληνισμὸ μὲ τὸν οἰκουμενικό του χαρακτῆρα, νὰ διαμορφώνει τίς προϋποθέσεις καὶ ἀναγκαῖες συνθῆκες σὲ ὑπερβάσεις διαχρονικές, ἱκανὲς νὰ μεταβάλλουν τὸ μέλλον τῶν ἀγέννητων καὶ τῶν ἄλλων ποὺ θὰ παραλάβουν καὶ θὰ παραδώσουν, σὲ μιὰν ἀέναη παράδοση τῆς σκυτάλης μέσα στὸν κτιστὸ χρόνο μὲ τὰ μέσα τοῦ κόσμου τούτου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἔτσι ἡ «ροὴ» δείχνει γιὰ πρώτη φορὰ τώρα νὰ ἀποκτᾷ νόημα καὶ ἀξία. Μιὰ ἀνθρώπινη διάσταση ἔξω ἀπὸ τίς κοινωνικὲς φόρμες καὶ ἐπιταγές, μιὰ πορεία καὶ ἕνα πέρασμα πρὸς τοὺς ἄλλους.
Σημεῖο ἀναφορᾶς καὶ λειτουργικὸ ἐναπόθεμα διαμέσου τῶν γενεῶν, ἡ ἱστορικὴ μνήμη. Τὸ παράδοξο ὅμως ἀλλ᾿ ἴσως καὶ ὀξύμωρον βρίσκεται στὴ δυναμικὴ ἡ ὁποία ἐνυπάρχει στὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο, ποὺ βρίσκει τὴν κατ᾿ ἐξοχὴν ἐφαρμογή του στὸν Ἑλληνισμὸ μὲ τὸν οἰκουμενικό του χαρακτῆρα, νὰ διαμορφώνει τίς προϋποθέσεις καὶ ἀναγκαῖες συνθῆκες σὲ ὑπερβάσεις διαχρονικές, ἱκανὲς νὰ μεταβάλλουν τὸ μέλλον τῶν ἀγέννητων καὶ τῶν ἄλλων ποὺ θὰ παραλάβουν καὶ θὰ παραδώσουν, σὲ μιὰν ἀέναη παράδοση τῆς σκυτάλης μέσα στὸν κτιστὸ χρόνο μὲ τὰ μέσα τοῦ κόσμου τούτου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἔτσι ἡ «ροὴ» δείχνει γιὰ πρώτη φορὰ τώρα νὰ ἀποκτᾷ νόημα καὶ ἀξία. Μιὰ ἀνθρώπινη διάσταση ἔξω ἀπὸ τίς κοινωνικὲς φόρμες καὶ ἐπιταγές, μιὰ πορεία καὶ ἕνα πέρασμα πρὸς τοὺς ἄλλους.
13. Διδάσκαλοι
Καθοριστικὸς καταλύτης στὴν πορεία αὐτὴ ποὺ γεννᾷται καὶ ἀναγεννᾷται μέσα στὸν ἀνθρώπινο χρόνο, οἱ πνευματικοὶ διδάσκαλοι καὶ ἡ ὁμάδα σὺν αὐτοῖς, εἴτε λέγεται «κρυφὸ σχολειὸ» εἴτε «ἀποστολὴ» ἀκόμη καὶ σὲ κατεχόμενες μνῆμες καὶ πατρίδες εἴτε διδαχὴ καὶ διδασκαλία. Μιὰ παίδευση τοῦ νοῦ μὲ «νοητικὰ σχήματα» ποὺ μορφοποιοῦνται πάντοτε στὴν ὥρα τους ὡς ὡραῖα ὑποκείμενα τοῦ χρόνου μὲ τὰ ἀντικείμενα τοῦ Λόγου.
Καθοριστικὸς καταλύτης στὴν πορεία αὐτὴ ποὺ γεννᾷται καὶ ἀναγεννᾷται μέσα στὸν ἀνθρώπινο χρόνο, οἱ πνευματικοὶ διδάσκαλοι καὶ ἡ ὁμάδα σὺν αὐτοῖς, εἴτε λέγεται «κρυφὸ σχολειὸ» εἴτε «ἀποστολὴ» ἀκόμη καὶ σὲ κατεχόμενες μνῆμες καὶ πατρίδες εἴτε διδαχὴ καὶ διδασκαλία. Μιὰ παίδευση τοῦ νοῦ μὲ «νοητικὰ σχήματα» ποὺ μορφοποιοῦνται πάντοτε στὴν ὥρα τους ὡς ὡραῖα ὑποκείμενα τοῦ χρόνου μὲ τὰ ἀντικείμενα τοῦ Λόγου.
14. Μνήμη μέλλοντος
Αὐτὸ ποὺ θὰ μένει τελικὰ κάθε φορά, εἶναι ἡ δύναμη γιὰ τὴ βεβαιότητα τῆς ἐλπίδας ποὺ γεννᾷ ἡ ἐπιλογὴ τῆς διδασκαλίας μέσα στὸν χρόνο, συνήθως ἔπειτα ἀπὸ ἀρκετὲς ἀνθρώπινες γενεές, μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ μνήμη καὶ τὴν πολιτισμικὴ ἐπιβίωση πληθυσμιακῶν ὁμάδων, ποὺ ἐπενδύουν μὲ τὰ μέσα τῆς Παιδείας στὸν χρόνο καὶ ὄχι στὸν τόπο, στὸ κλέος καὶ ὄχι στὴ φήμη, στὴν ἀξία καὶ ὄχι στὴ μονότροπη ἀριθμολαγνεία. Ἔτσι, ἡ μνήμη τοῦ μέλλοντος εἶναι μὲ τὸ μέρος τοῦ παρελθόντος. Τὸ παρελθὸν ἀποτελεῖ πάντοτε μέρος τοῦ μέλλοντος. Ἡ τύχη τοῦ παρόντος δὲν ἀποτελεῖ τὸ συνεκτικὸ στοιχεῖο ἄρα δὲν ἔχει καμία ἐλπίδα. Τὸ μέλλον τοῦ μέλλοντος ἐνυπάρχει σὲ ἀνύποπτο χρόνο στὸ παρελθὸν τῶν προηγούμενων, μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ παρὸν ἀποτελεῖ ἀναπαράσταση μιᾶς ἀσήμαντης κενολογίας.
Αὐτὸ ποὺ θὰ μένει τελικὰ κάθε φορά, εἶναι ἡ δύναμη γιὰ τὴ βεβαιότητα τῆς ἐλπίδας ποὺ γεννᾷ ἡ ἐπιλογὴ τῆς διδασκαλίας μέσα στὸν χρόνο, συνήθως ἔπειτα ἀπὸ ἀρκετὲς ἀνθρώπινες γενεές, μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ μνήμη καὶ τὴν πολιτισμικὴ ἐπιβίωση πληθυσμιακῶν ὁμάδων, ποὺ ἐπενδύουν μὲ τὰ μέσα τῆς Παιδείας στὸν χρόνο καὶ ὄχι στὸν τόπο, στὸ κλέος καὶ ὄχι στὴ φήμη, στὴν ἀξία καὶ ὄχι στὴ μονότροπη ἀριθμολαγνεία. Ἔτσι, ἡ μνήμη τοῦ μέλλοντος εἶναι μὲ τὸ μέρος τοῦ παρελθόντος. Τὸ παρελθὸν ἀποτελεῖ πάντοτε μέρος τοῦ μέλλοντος. Ἡ τύχη τοῦ παρόντος δὲν ἀποτελεῖ τὸ συνεκτικὸ στοιχεῖο ἄρα δὲν ἔχει καμία ἐλπίδα. Τὸ μέλλον τοῦ μέλλοντος ἐνυπάρχει σὲ ἀνύποπτο χρόνο στὸ παρελθὸν τῶν προηγούμενων, μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ παρὸν ἀποτελεῖ ἀναπαράσταση μιᾶς ἀσήμαντης κενολογίας.
15. Μωρία
Στὸν «πολιτισμὸ» τῆς νεωτερικῆς ἀτομοκρατίας, ὅλο καὶ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀντιλαμβάνονται τὴν ἐλευθερία ὡς ἐγωτικὸ δικαίωμα ἀρχῶν, ταυτίζοντάς την μὲ τὴ νομικὴ ἐξασφάλιση. Ἀδυνατοῦν νὰ κατανοήσουν πὼς τὸ λογικὸ ὑποκείμενο συγκροτεῖται χάρη σὲ σχέση ἡ ὁποία παραμένει πάντοτε δυνατότητα καὶ ὄχι ἀναγκαιότητα. Τότε, φθάνουν στὴ μωρία νὰ ἀντιμετωπίζουν «πρωτοχρονιάτικα» τὸν χρόνο σὰν μαγικὸ ὑπερβατικὸ συντελεστὴ μετάβασης ἀπὸ τὸ πρότερον στὸν ὕστερο προκαθορισμὸ μιᾶς ἀπροσδιόριστης θείας τύχης, εὐχόμενοι εἰς ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους κάνοντας ἁπλὰ κινήσεις χωρὶς πράξεις, καὶ εἰδωλοποιῶντας τὸν οὐσιαστικὰ σὲ στρεβλὸ προσωποποιημένο νοητικὸ ἀντικατοπτρισμό, νὰ τοὺς φέρει ἀπὸ μόνος του εὐτυχία, ὑγεία καὶ εἰρήνη, αὐτοματικὰ καὶ μὴ ἀναγώγιμα σὲ αἴτημα σχέσεων. Γι᾿ αὐτό, μαζὶ μὲ τὴν ἀτομοκρατία γέννησαν καὶ θεσμοὺς ἱκανοὺς νὰ τὴ χαλιναγωγήσουν. Στὴ Δύση ὅλα αὐτά, μὲ περισσὴ μαεστρία ἀλλὰ καὶ τρανταχτὴ προχειρότητα στὰ ὅρια τῆς γελοιότητος. Μὲ τὴν ἐπισήμανση ὅτι ὅταν ὁμιλοῦμε σήμερα γιὰ «Δύση» δὲν ἀναφερόμαστε σὲ γεωγραφικὸ ὅρο, μιᾶς καὶ ἡ ἀλλοτρίωση ἐπεκτείνεται πλέον στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος, συμπεριλαμβανομένου τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου ἀλλὰ καὶ τῆς Ρωσίας.
Στὸν «πολιτισμὸ» τῆς νεωτερικῆς ἀτομοκρατίας, ὅλο καὶ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀντιλαμβάνονται τὴν ἐλευθερία ὡς ἐγωτικὸ δικαίωμα ἀρχῶν, ταυτίζοντάς την μὲ τὴ νομικὴ ἐξασφάλιση. Ἀδυνατοῦν νὰ κατανοήσουν πὼς τὸ λογικὸ ὑποκείμενο συγκροτεῖται χάρη σὲ σχέση ἡ ὁποία παραμένει πάντοτε δυνατότητα καὶ ὄχι ἀναγκαιότητα. Τότε, φθάνουν στὴ μωρία νὰ ἀντιμετωπίζουν «πρωτοχρονιάτικα» τὸν χρόνο σὰν μαγικὸ ὑπερβατικὸ συντελεστὴ μετάβασης ἀπὸ τὸ πρότερον στὸν ὕστερο προκαθορισμὸ μιᾶς ἀπροσδιόριστης θείας τύχης, εὐχόμενοι εἰς ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους κάνοντας ἁπλὰ κινήσεις χωρὶς πράξεις, καὶ εἰδωλοποιῶντας τὸν οὐσιαστικὰ σὲ στρεβλὸ προσωποποιημένο νοητικὸ ἀντικατοπτρισμό, νὰ τοὺς φέρει ἀπὸ μόνος του εὐτυχία, ὑγεία καὶ εἰρήνη, αὐτοματικὰ καὶ μὴ ἀναγώγιμα σὲ αἴτημα σχέσεων. Γι᾿ αὐτό, μαζὶ μὲ τὴν ἀτομοκρατία γέννησαν καὶ θεσμοὺς ἱκανοὺς νὰ τὴ χαλιναγωγήσουν. Στὴ Δύση ὅλα αὐτά, μὲ περισσὴ μαεστρία ἀλλὰ καὶ τρανταχτὴ προχειρότητα στὰ ὅρια τῆς γελοιότητος. Μὲ τὴν ἐπισήμανση ὅτι ὅταν ὁμιλοῦμε σήμερα γιὰ «Δύση» δὲν ἀναφερόμαστε σὲ γεωγραφικὸ ὅρο, μιᾶς καὶ ἡ ἀλλοτρίωση ἐπεκτείνεται πλέον στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος, συμπεριλαμβανομένου τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου ἀλλὰ καὶ τῆς Ρωσίας.
16. Τελετουργία
«Θὰ ἦταν καλύτερο», λέει ἡ ἀλεποῦ στὸν «Μικρὸ Πρίγκιπα» στὸ ἀριστούργημα τοῦ Antoine de Saint-Exupery, «νὰ ἔρχεσαι πάντοτε κάθε ἡμέρα τὴν ἴδια ὥρα. Ἄν ἔρχεσαι, γιὰ παράδειγμα, στὶς τέσσερις τὸ ἀπόγευμα, θὰ ἀρχίσω ἀπὸ τίς τρεῖς νὰ εἶμαι εὐτυχισμένη. Ὅσο θὰ περνάει ἡ ὥρα, τόσο θὰ νιώθω εὐτυχισμένη. Στὶς τέσσερις πιὰ θὰ πηγαινοέρχομαι καὶ θὰ ἀνησυχῶ. Θὰ ἀνακαλύψω τὸ κόστος τῆς εὐτυχίας. Ἄν ὅμως ἔρχεσαι ὅποτε νά ᾿ναι, ποτὲ δὲν θὰ ξέρω πότε ἀκριβῶς νὰ σοῦ ᾿χω ἀνοίξει τὴν καρδιά μου. Χρειάζεται τελετουργία». Στὴν ἐρώτηση τοῦ πρίγκιπα «τί εἶναι τελετουργία», ἐκείνη ἀπαντᾷ: «Εἶναι κι αὐτὸ κάτι ποὺ ἔχει ξεχαστεῖ. Εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει τὴ μιὰ ἡμέρα νὰ διαφέρει ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τὴν ἄλλη ὥρα ἀπὸ τὴν ἄλλη». Κάποιο ὁρατὸ σημάδι δηλαδὴ ποὺ νὰ φανερώνει τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ ἕνα ἀτομικὸ ἐνέργημα καὶ στὴν ἐπιτέλεση μιᾶς ἀποστολῆς ἢ μιᾶς τιμητικῆς ἀνάθεσης. Τῆς διαφορετικῆς διαφορᾶς, στὴν ὥρα της. Τὸ ὡραῖο δώρημα ὑποκείμενο γιὰ τὸν χρόνο. Ἡ ἀνατροπὴ τοῦ πονηροῦ αἰφνιδιασμοῦ. Ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸν θεσμὸ μὲ τὴν ἐγκατάσταση τῆς ἀξίας.
«Θὰ ἦταν καλύτερο», λέει ἡ ἀλεποῦ στὸν «Μικρὸ Πρίγκιπα» στὸ ἀριστούργημα τοῦ Antoine de Saint-Exupery, «νὰ ἔρχεσαι πάντοτε κάθε ἡμέρα τὴν ἴδια ὥρα. Ἄν ἔρχεσαι, γιὰ παράδειγμα, στὶς τέσσερις τὸ ἀπόγευμα, θὰ ἀρχίσω ἀπὸ τίς τρεῖς νὰ εἶμαι εὐτυχισμένη. Ὅσο θὰ περνάει ἡ ὥρα, τόσο θὰ νιώθω εὐτυχισμένη. Στὶς τέσσερις πιὰ θὰ πηγαινοέρχομαι καὶ θὰ ἀνησυχῶ. Θὰ ἀνακαλύψω τὸ κόστος τῆς εὐτυχίας. Ἄν ὅμως ἔρχεσαι ὅποτε νά ᾿ναι, ποτὲ δὲν θὰ ξέρω πότε ἀκριβῶς νὰ σοῦ ᾿χω ἀνοίξει τὴν καρδιά μου. Χρειάζεται τελετουργία». Στὴν ἐρώτηση τοῦ πρίγκιπα «τί εἶναι τελετουργία», ἐκείνη ἀπαντᾷ: «Εἶναι κι αὐτὸ κάτι ποὺ ἔχει ξεχαστεῖ. Εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει τὴ μιὰ ἡμέρα νὰ διαφέρει ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τὴν ἄλλη ὥρα ἀπὸ τὴν ἄλλη». Κάποιο ὁρατὸ σημάδι δηλαδὴ ποὺ νὰ φανερώνει τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ ἕνα ἀτομικὸ ἐνέργημα καὶ στὴν ἐπιτέλεση μιᾶς ἀποστολῆς ἢ μιᾶς τιμητικῆς ἀνάθεσης. Τῆς διαφορετικῆς διαφορᾶς, στὴν ὥρα της. Τὸ ὡραῖο δώρημα ὑποκείμενο γιὰ τὸν χρόνο. Ἡ ἀνατροπὴ τοῦ πονηροῦ αἰφνιδιασμοῦ. Ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸν θεσμὸ μὲ τὴν ἐγκατάσταση τῆς ἀξίας.
17. Θέωση
Ὁ κόσμος τελεολογικὰ εἶναι τὸ γίγνεσθαι μιᾶς ἐλευθερίας καὶ ὄχι ἡ τυφλὴ διαδικασία μιᾶς ἄλογης ἢ ἔλλογης θεσμικῆς ἀναγκαιότητας. Ὁ Ἄκτιστος Αἴτιος τοῦ ὑπαρκτοῦ, καλεῖ τὰ ἀνθρώπινα ὄντα ἐκ τοῦ μὴ ὄντος πρὸς τὴν «περιπέτεια» τῆς ζωῆς μὲ τὸν συνάνθρωπο δι᾿ Αὐτοῦ, καὶ τῆς ἕνωσης μὲ Τὸν ἴδιο, πέρα ἀπό τὸν νοῦ, μὲ τὴν φωτισμένη ἀπὸ Φῶς Ἱλαρὸν καρδιά. Ἀρκεῖ αὐτὴ ἑκούσια καὶ νηπτικὰ νὰ ἔχει προηγουμένως καθαρθεῖ. Τότε, δύναται νὰ ἀνοίξει καὶ ὁ ὑπέρλογος ἀδιαίρετος δοξασμός - θέωση κατὰ Χάριν σώματος καὶ ψυχῆς εἰς τὸ «αἰώνιο παρόν», ὅπως μᾶς ἔχει κληροδοτήσει ἡ Ἱερὰ Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων, κυρίως ἀπὸ τὸ λησμονημένο ἀπολεσθὲν Ρωμαϊκὸ Εὐρωπαϊκὸ παρελθόν. Ὁ χρόνος ὡς κτίσμα ἐσχατολογικὰ ὑπὸ κατάργηση, τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει εἶναι νὰ μετράει ὑποκειμενικὰ τὴ δυναμικὴ τῆς ἀνταπόκρισης καὶ μάλιστα μὲ τρόπο ψευδαισθητικὸ μέσα στὸν ἀνθρώπινο ἐγκέφαλο.
Ὁ κόσμος τελεολογικὰ εἶναι τὸ γίγνεσθαι μιᾶς ἐλευθερίας καὶ ὄχι ἡ τυφλὴ διαδικασία μιᾶς ἄλογης ἢ ἔλλογης θεσμικῆς ἀναγκαιότητας. Ὁ Ἄκτιστος Αἴτιος τοῦ ὑπαρκτοῦ, καλεῖ τὰ ἀνθρώπινα ὄντα ἐκ τοῦ μὴ ὄντος πρὸς τὴν «περιπέτεια» τῆς ζωῆς μὲ τὸν συνάνθρωπο δι᾿ Αὐτοῦ, καὶ τῆς ἕνωσης μὲ Τὸν ἴδιο, πέρα ἀπό τὸν νοῦ, μὲ τὴν φωτισμένη ἀπὸ Φῶς Ἱλαρὸν καρδιά. Ἀρκεῖ αὐτὴ ἑκούσια καὶ νηπτικὰ νὰ ἔχει προηγουμένως καθαρθεῖ. Τότε, δύναται νὰ ἀνοίξει καὶ ὁ ὑπέρλογος ἀδιαίρετος δοξασμός - θέωση κατὰ Χάριν σώματος καὶ ψυχῆς εἰς τὸ «αἰώνιο παρόν», ὅπως μᾶς ἔχει κληροδοτήσει ἡ Ἱερὰ Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων, κυρίως ἀπὸ τὸ λησμονημένο ἀπολεσθὲν Ρωμαϊκὸ Εὐρωπαϊκὸ παρελθόν. Ὁ χρόνος ὡς κτίσμα ἐσχατολογικὰ ὑπὸ κατάργηση, τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει εἶναι νὰ μετράει ὑποκειμενικὰ τὴ δυναμικὴ τῆς ἀνταπόκρισης καὶ μάλιστα μὲ τρόπο ψευδαισθητικὸ μέσα στὸν ἀνθρώπινο ἐγκέφαλο.
18. Ἀστοχία
Ἡ ἄρνηση, δηλώνεται πάντοτε ὡς δαιμονικὴ ἀποτυχία τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεῖο καὶ κατ᾿ ἐπέκταση μὲ τὸν συνάνθρωπο, ὡς ἀστοχία, δηλαδὴ ἁμαρτία. Πτωτικὴ ἰδιοτέλεια τοῦ κτιστοῦ. Φθορὰ καὶ θάνατος. Ἡ κατάφαση γιὰ τὸν καθένα ξεχωριστὰ σὲ κοινωνία μὲ τὸ Πᾶν, ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ψευδῆ νομοτελειακὴ χρονικότητα καὶ συναντᾷ ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, τὸν ἀναστημένο ἀπὸ τὸν Σταυρὸ Θεάνθρωπο. Τὴν καθηγιασμένη εἰς τὸ πνευματικὸ καὶ ὑλικὸ ὕδωρ ἐμβαπτισμένη Θεοφάνεια.
Ἡ ἄρνηση, δηλώνεται πάντοτε ὡς δαιμονικὴ ἀποτυχία τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεῖο καὶ κατ᾿ ἐπέκταση μὲ τὸν συνάνθρωπο, ὡς ἀστοχία, δηλαδὴ ἁμαρτία. Πτωτικὴ ἰδιοτέλεια τοῦ κτιστοῦ. Φθορὰ καὶ θάνατος. Ἡ κατάφαση γιὰ τὸν καθένα ξεχωριστὰ σὲ κοινωνία μὲ τὸ Πᾶν, ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ψευδῆ νομοτελειακὴ χρονικότητα καὶ συναντᾷ ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, τὸν ἀναστημένο ἀπὸ τὸν Σταυρὸ Θεάνθρωπο. Τὴν καθηγιασμένη εἰς τὸ πνευματικὸ καὶ ὑλικὸ ὕδωρ ἐμβαπτισμένη Θεοφάνεια.
19. Ἡ διαφορά
Ἡ κατάθεση προτάσεων νοηματοδότησης τοῦ βίου, καὶ τῆς στρατηγικῆς της ὕπαρξης στὰ κτίσματα τοῦ χρόνου καὶ τοῦ τόπου ὡς αἰώνιο παρόν, πρόγευση ἀθανασίας, ἦταν πάντοτε ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ ποὺ ἔδινε ταυτότητα στοὺς Ὀρθόδοξους Ἕλληνες καὶ δι᾿ αὐτῶν σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Γιὰ παράδειγμα, στὰ τετρακόσια ἢ καὶ πεντακόσια χρόνια ὑπὸ Ὀθωμανικὸ ζυγὸ ἡ συνείδηση τῆς διαφορᾶς αὐτῆς διαφυλάχθηκε μοναδικὰ καὶ κατάφερε νὰ τὰ βάλει στὸ περιθώριο τῆς Ἱστορίας μας. Στὰ σύγχρονα Χριστούγεννα, δυσκολεύεται μὰ καὶ πάλι θὰ τὰ καταφέρει. Τὸ «μικρὸ ποίμνιο» βρίσκεται σταθερὰ προσανατολισμένο σὲ αὐτὴ τὴ δύσκολη πορεία καὶ θὰ εἶναι πάντοτε παρόν. Ἡ διαφορὰ ποὺ κάνει τὴ διαφορά. Ἡ μαγιὰ ἀπέναντι στὴ μαγεία.
Ἡ κατάθεση προτάσεων νοηματοδότησης τοῦ βίου, καὶ τῆς στρατηγικῆς της ὕπαρξης στὰ κτίσματα τοῦ χρόνου καὶ τοῦ τόπου ὡς αἰώνιο παρόν, πρόγευση ἀθανασίας, ἦταν πάντοτε ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ ποὺ ἔδινε ταυτότητα στοὺς Ὀρθόδοξους Ἕλληνες καὶ δι᾿ αὐτῶν σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Γιὰ παράδειγμα, στὰ τετρακόσια ἢ καὶ πεντακόσια χρόνια ὑπὸ Ὀθωμανικὸ ζυγὸ ἡ συνείδηση τῆς διαφορᾶς αὐτῆς διαφυλάχθηκε μοναδικὰ καὶ κατάφερε νὰ τὰ βάλει στὸ περιθώριο τῆς Ἱστορίας μας. Στὰ σύγχρονα Χριστούγεννα, δυσκολεύεται μὰ καὶ πάλι θὰ τὰ καταφέρει. Τὸ «μικρὸ ποίμνιο» βρίσκεται σταθερὰ προσανατολισμένο σὲ αὐτὴ τὴ δύσκολη πορεία καὶ θὰ εἶναι πάντοτε παρόν. Ἡ διαφορὰ ποὺ κάνει τὴ διαφορά. Ἡ μαγιὰ ἀπέναντι στὴ μαγεία.
20. Ἀντισυμβατικά
Ἀντὶ εὐχῶν λοιπόν, Χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε! «Χριστὸς γεννᾷται Σήμερον ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει».
Ἀντὶ εὐχῶν λοιπόν, Χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε! «Χριστὸς γεννᾷται Σήμερον ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει».