Οι μύγες της ευρωπαϊκής Αγοράς…
Δημήτρης Νατσιός, δάσκαλος-Κιλκίς
Κάποτε υπήρχε το ηθικό δίλημμα: Να κλέψω ή να μην κλέψω; Από την «μαύρη δεκαετία» του ’80 και εντεύθεν ο Ρωμιός, ο Έλληνας, ο Γραικός-και τα τρία εθνωνύμια καλά και τιμημένα είναι-υποκορίστηκε σε… «γραικύλο της σήμερον, που θα έλεγε και ο Παπαδιαμάντης, το δίλημμα πλέον περιορίστηκε στο εξής: Θα με πιάσουν ή δεν θα με πιάσουν; Κάποιοι «νοσούντες βαρύτατα εξ ελαφρότητος και ρεκλαμομανίας», οι ανόητα αλαζόνες και μεγαλαυχείς, πιάνονται από το δίχτυ το νόμου. Το ζήσαμε. Ένα σύνθημα δονούσε τας ψυχάς των φρουρών της εξουσίας. Τα λίγα βγαίνουν με κόπο, τα πολλά βγαίνουν με… κόλπο. Μπήκαν στο πολιτικό παιχνίδι φτωχοί γιατί ονειρεύονταν πλούτη και μεγαλεία και βγαίνουν (ή διαβαίνουν της φυλακής τα σίδερα), δυο φορές φτωχότεροι: και κατά το όνειρο και κατά τα πλούτη. Και με την υπόληψη τσαλακωμένη, διά βίου. Μάλλον είχε κατά νου τον Αίσωπο ο Ελύτης, όταν έγραφε «σιμά η μέρα όπου το κάλλος θα παραδοθεί στις μύγες της Αγοράς». (Άξιον Εστί, προφητικόν). Σε έναν ωραίο του μύθο με τίτλο «μυίαι», αφηγείται ο Αίσωπός το πάθημα του κακοποιού και ρυπαρού εντόμου, της μύγας. Τον παραθέτω:
«Εν τινι ταμιείω μέλιτος εκχυθέντος μυίαι προσπτάσαι κατήσθιον, διά δε την γλυκύτητα του καρπού ουκ αφίσταντο. Εμπαγέντων δε αυτών των ποδών ως ουκ ηδύναντο αναπτήναι, αποπνιγόμεναι έφασαν: Άθλιαι ημείς, αι (στο μονοτονικό είναι αγνώριστη η αναφορική αντωνυμία «αι». Στολιζόταν με δασεία και οξεία και είχε ταυτότητα. Χωρίς τα τονικά κάλλη της μοιάζει με βέλασμα), διά βραχεία ηδονήν απολλύμεθα». Βρήκαν μέλι χυμένο σε ένα κελάρι οι μύγες, το απολαμβάνουν, αλλά κόλλησαν τα πόδια τους. Καθώς πνίγονταν, φώναζαν. Είμαστε άθλιες, διότι χανόμαστε για μια σύντομη ηδονή. Έτσι είναι.
Το κακό είναι ότι άνθρωποι σαν την προφυλακισμένη ευρωβουλευτή εξευτελίζουν και την χώρα. Δεν καταλαβαίνουν ότι το αξίωμά τους, δεν είναι δικό τους, ανήκει στον λαό που τους το παραχώρησε. Όλα τα δημόσια αξιώματα και ετυμολογικώς παραπέμπουν σε διακονία του λαού. Η λέξη υπουργός, για παράδειγμα, είναι σύνθετη από το υπό+έργον. Δηλώνει την προσφορά υπηρεσίας ή την βοήθεια σε κάποιον. Στον Ηρόδοτο εντοπίζουμε την φράση «χρηστά υπουργέω», παρέχω καλή υπηρεσία, είμαι ωφέλιμος στον λαό. Βουλευτής, από το «βουλεύω», σκέπτομαι, αποφασίζω στην «εκκλησία του δήμου» για το καλό της πόλεως.
Στην πατρίδα ανήκουμε, δεν μας ανήκει. Η ιθαγένεια είναι δάνειο, που όσο το υπηρετείς και το αποπληρώνεις, κάθε στιγμή της ζωής σου, συμβάλλεις στην «τεκνογονία της αρετής». Είναι «ζυγός χρηστός και φορτίον ελαφρόν» η διακονία της πατρίδας. Πού να τα σκεφτούν αυτά οι μύγες της πολιτικής, που αναξιοκρατικώ δικαιώματι και κομματική προωθήσει αναρριχώνται ραγδαίως και ορμούν στο «ταμιείον του μέλιτος»; Ρεζίλι των σκυλιών η πολλά υποσχόμενη πολιτικός, συμπαρασύροντας και κηλιδώνοντας την όποια υπόληψη της πατρίδας. Δεν μας φτάνουν τα εντός της επικρατείας αίσχη τύπου Πάτση, μετακομίζουν και εις τας Ευρώπας «οι λαγοί της φιλοχρηματίας». Τι ακριβώς προσφέρουν οι ευρωβουλευτές; Γύρω στις 30.000 ευρώ τον μήνα παίρνουν, κατά την επίσημη μισθοδοσία. Είναι πολύ περισσότερα. Δικαιούνται «ένα σκασμό» επιδόματα, αποζημιώσεις, διευκολύνσεις και λοιπά καλούδια, με τα οποία ζουν σαν τους λεγόμενους πρίγκιπες της Αγγλίας. Όταν αποχωρούν, λήγει η θητεία τους, λαμβάνει έκαστος, διαβάζουμε σε άρθρο της εφ. «ΕΘΝΟΣ», 5/5/20, ένα επίδομα μετάβασης, «χρυσό αλεξίπτωτο» το λένε, ύψους 210.000 ευρώ. (Αξίζει να διαβαστεί το άρθρο με τίτλο «επάγγελμα ευρωβουλευτής» της προαναφερομένης εφημερίδας). Γι’ αυτό λουφάζουν πειθήνια και δεν ενοχλούν το αφεντικό ούτε υπερασπίζονται τα εθνικά δίκαια, φοβούμενοι μην παρεκκλίνουν πατριωτικώς και δεν τους ξαναβάλει στην επόμενη λίστα του χρυσοφόρου ευρωψηφοδελτίου. Για τόσα χρήματα ποια είναι η εθνική τους υπηρεσία; Τι διαβάζουμε για την κ. Καϊλή; Σακούλες με χρήματα στα σπίτια, μεγάλη ζωή, καταθέσεις ασύλληπτες σε τράπεζες η καλοπληρωμένη με τα δάκρυα του λαού «ευρωβουλεύτρια», καταπώς τις αποκαλεί η γλωσσική προοδομανία.
Να κλείσω με κάτι νόστιμο, γιατί μας έπνιξαν οι αναθυμιάσεις. Μιας και είμαστε στην περίοδο της νηστείας των Χριστουγέννων, να διαφημίσω και μια ιστορική τράπεζα. «Μη ταρασσέσθω υμών η καρδία». Δεν αναφέρομαι στα αδηφάγα καταστήματα που βύθισαν τον κόσμο στην οικονομική φρίκη και είναι θεμελιωμένα με τα δάκρυα και το αίμα του προδομένου λαού μας. Όχι. Αναφέρομαι σε μια επιστολή του πολύ σπουδαίου, λόγιου Κωνσταντίνου Δαπόντε, ο οποίος αργότερα έγινε μοναχός με το όνομα Καισάριος. Έζησε και εκοιμήθη στο Άγιον Όρος. Διαβάζω λίγες εισαγωγικές γραμμές από την επιστολή, που την απέστειλε σε κάποιον Πούρβουλο, το 1760, απαντώντας, μάλλον, σε πρόσκληση για τράπεζα, για γεύμα λίγο πριν από τα Χριστούγεννα.
«Επιθυμίαν επεθύμησα τούτην την εβδομάδα φαγείν μετά της ευγενείας σου· εις το τραπέζι δεν θέλω να είναι άρτος αρπαγής, πρόβατον αδικίας, όρνιθα ασελγείας ούτε δορκάς υπερηφανείας ούτε ορτύκι μνησικακίας ούτε λαγός φιλοχρηματίας, αλλ’ ούτε χοίρος ακαθαρσίας. Θέλω δε και παρακαλώ να είναι άρτος ιδρώτος, φακές ταπεινοφροσύνης, φασούλια σωφροσύνης, ρεβίθια ελεημοσύνης, ιχθύες απλότητος, ελιές ιλαρότητος και λάχανα ευλαβείας…». Τι ωραία λόγια.
Στα «δεν θέλω», στα ανεπιθύμητα εδέσματα του αγιορείτη Καισάριου, περιγράφεται η Ελλάδα της παρακμής, του χρηματιστηρίου, των μνημονίων, της προδοσίας της Μακεδονίας, του ναυαγίου της πάλαι ποτέ εθνικής παιδείας, της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης και λοιπών πτωμάτων τυμπανιαίας αποφοράς. Οι προσκυνημένοι γραικύλοι, οι ανάξιοι να φέρουν το όνομα Έλληνας και Ελληνίδα.
Στα «θέλω» είναι η Ρωμηοσύνη, της νηστείας, του φιλότιμου, του καθαρού μετώπου, της οικογένειας, που γιορτάζει ενωμένη τις χρονιάρες μέρες και δεν «δραπετεύει» στους κατασκότεινους δρυμούς της άθεης Ευρώπης, για να διασκεδάσει την απληστία της και να επισωρεύσει κι άλλα μπάζα στην αχόρταγη ψυχή της, όπως έπραττε η χαριτόβρυτος κ. Εύα. (Τα καλομαθημένα παιδιά μας σήμερα απεχθάνονται τα όσπρια, όμως οι φακές, τα φασούλια και τα ρεβίθια, τα συνοδεύει με αρετές ο ευφυέστατος Καισάριος Δαπόντε. Με την ταπεινοφροσύνη, την σωφροσύνη και την ελεημοσύνη. Και πάντα ο άρτος. Από το ρήμα «αίρω», που σημαίνει σηκώνω ψηλά, ανυψώνομαι, εξού και αέρας. Το πρόσφορο, θυμίζω, το λένε και «ύψωμα»). Στην περίπτωσή της μας έρχεται στο νου η ευθύβολη λαϊκή θυμοσοφία: όπως στρώνει καθένας έτσι κοιμάται…