Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Τοῦ πρωτομάρτυρος, Δευτ. γ΄ ἑβδ. Πράξ. (Πρξ. ς΄ 8 - ζ΄ 5, 47-60).
Πραξ. 6,8 Στέφανος δὲ πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ.
Πραξ. 6,8 Ο δε Στέφανος, γεμάτος πίστιν και δύναμιν Θεού, έκανε μεταξύ του λαού καταπληκτικά θαύματα και υπερφυσικά έργα, που μαρτυρούσαν την αλήθειαν της πίστεως.
Πραξ. 6,9 ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομένης Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ Ἀλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ Ἀσίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ,
Πραξ. 6,9 Μερικοί δε Εβραίοι από την συναγωγήν, που ελέγετο συναγωγή των Λιβερτίνων, των δούλων δηλαδή που είχαν απελευθερώσει οι Ρωμαίοι, και από την συναγωγήν των Κυρηναίων και Αλεξανδρέων καθώς και των Ιουδαίων της Κιλικίας και της Ασίας, εσηκώθηκαν με φανατισμόν και πείσμα και συζητούσαν με τον Στέφανον.
Πραξ. 6,10 καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει.
Πραξ. 6,10 Αλλά δεν ημπορούσαν να αντισταθούν εις την σοφίαν και στο πνεύμα, με το οποίον ωμιλούσε ο Στέφανος.
Πραξ. 6,11 τότε ὑπέβαλον ἄνδρας λέγοντας ὅτι ἀκηκόαμεν αὐτοῦ λαλοῦντος ῥήματα βλάσφημα εἰς Μωϋσῆν καὶ τὸν Θεόν·
Πραξ. 6,11 Τοτε εδωροδόκησαν και έβαλαν μερικούς άνδρας, οι οποίοι και ήρχισαν να λέγουν ότι ημείς έχομεν ακούσει τον Στέφανον να λέγη βλάσφημα λόγια εναντίον του Μωϋσέως και του Θεού.
Πραξ. 6,12 συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς, καὶ ἐπιστάντες συνήρπασαν αὐτὸν καὶ ἤγαγον εἰς τὸ συνέδριον,
Πραξ. 6,12 Και έφεραν αναταραχήν και εξέγερσιν στον λαόν και τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς εναντίον του Στεφάνου, και όλοι μαζή ώρμησαν έξαφνα και ήρπασαν τον Στέφανον και τον έφεραν στο συνέδριον.
Πραξ. 6,13 ἔστησάν τε μάρτυρας ψευδεῖς λέγοντας· ὁ ἄνθρωπος οὗτος οὐ παύεται ῥήματα βλάσφημα λαλῶν κατὰ τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου καὶ τοῦ νόμου·
Πραξ. 6,13 Και παρουσίασαν ψευδομάρτυρας, οι οποίοι έλεγαν· “ο άνθρωπος αυτός δεν παύει να λέγη βλάσφημα λόγια εναντίον του αγίου τόπου, δηλαδή του ναού, και εναντίον του Νομου.
Πραξ. 6,14 ἀκηκόαμεν γὰρ αὐτοῦ λέγοντος ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς.
Πραξ. 6,14 Διότι ημείς με τα ίδια μας τα αυτιά τον έχομε ακούσει να λέγη ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα καταστρέψη αυτόν τον ιερόν τόπον και θα αλλάξη τα ιερά έθιμα, που μας έχει παραδώσει ο Μωϋσής με τον νόμον του”.
Πραξ. 6,15 καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου.
Πραξ. 6,15 Και όταν όλοι οι δικασταί, που εκάθηντο στο συνέδριον, εγύρισαν τα βλέμματα προς τον Στέφανον, είδαν το πρόσωπόν του ν' ακτινοβολή ωσάν να ήτο πρόσωπον αγγέλου.
Πραξ. 7,1 Εἶπε δὲ ὁ ἀρχιερεύς· εἰ ἄρα ταῦτα οὕτως ἔχει;
Πραξ. 7,1 Είπε δε ο αρχιερεύς· “πες μας, είναι τάχα αληθινά, όσα καταγγέλλουν οι μάρτυρες;”
Πραξ. 7,2 ὁ δὲ ἔφη· ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε. ὁ Θεὸς τῆς δόξης ὤφθη τῷ πατρὶ ἡμῶν Ἀβραὰμ ὄντι ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ, πρὶν ἢ κατοικῆσαι αὐτὸν ἐν Χαῤῥάν,
Πραξ. 7,2 Ο δε Στέφανος είπε· “άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε. Ο Θεός της δόξης παρουσιάσθηκε στον πρόγονον μας, τον Αβραάμ, όταν ήτο εις την Μεσοποταμίαν, πριν ακόμη κατοικήση εις την Χαρράν.
Πραξ. 7,3 καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου, καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἥν ἄν σοι δείξω.
Πραξ. 7,3 Και είπε εις αυτόν· Αναχώρησε από τον τόπον σου και από τους συγγενείς σου και έλα εις περιοχήν, την οποίαν εγώ θα σου δείξω.
Πραξ. 7,4 τότε ἐξελθὼν ἐκ γῆς Χαλδαίων κατῴκησεν ἐν Χαῤῥάν. κἀκεῖθεν μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν πατέρα αὐτοῦ μετῴκησεν αὐτὸν εἰς τὴν γῆν ταύτην εἰς ἣν ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε·
Πραξ. 7,4 Τοτε ο Αβραάμ ανεχώρησε από την χώραν των Χαλδαίων και εγκατεστάθη εις την Χαρράν. Από εκεί, μετά τον θάνατον του πατρός του, τον έβαλε ο Θεός να κατοικήση εις την γην αυτήν, εις την οποίαν και σεις τώρα κατοικείτε.
Πραξ. 7,5 καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός, καὶ ἐπηγγείλατο δοῦναι αὐτῷ εἰς κατάσχεσιν αὐτὴν καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν, οὐκ ὄντος αὐτῷ τέκνου.
Πραξ. 7,5 Και εν τούτοις δεν του έδωκε εις την περιοχήν αυτήν ως κληρονομίαν ούτε ενός βήματος τόπον. Και όμως είχε υποσχεθη ο Θεός να δώση ως ιδιοκτησίαν την χώραν αυτήν, εις αυτόν τον ίδιον και ύστερα από αυτόν στους απογόνους του, καίτοι όταν υπέσχετο αυτά ο Θεός, δεν είχεν ο Αβραάμ τέκνον.
Πραξ. 7,47 Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον.
Πραξ. 7,47 Αλλά ο Σολομών έκτισε ναόν στον Θεόν.
Πραξ. 7,48 ἀλλ᾿ οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, καθὼς ὁ προφήτης λέγει·
Πραξ. 7,48 Ομως ο Υψιστος δεν κατοικεί εις χειροποιήτους ναούς, όπως άλλωστε και ο προφήτης λέγει·
Πραξ. 7,49 ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος, ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου;
Πραξ. 7,49 Ο ουρανός είναι δι' εμέ θρόνος και η γη υποπόδιον των ποδών μου. Ποίον οίκον ημπορείτε να μου οικοδομήσετε, λέγει ο Κυριος, η ποίος θα είναι ο τόπος της μονίμου παραμονής και αναπαύσεώς μου;
Πραξ. 7,50 οὐχὶ ἡ χείρ μου ἐποίησε ταῦτα πάντα;
Πραξ. 7,50 Ολα αυτά, που ημπορείτε σεις οι άνθρωποι να μου τα προσφέρετε, δεν τα έχει κάμει το παντοδύναμον χέρι μου;
Πραξ. 7,51 Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς.
Πραξ. 7,51 Σκληροτράχηλοι, που δεν θέλετε να σκύψετε το κεφάλι σας ενώπιον του Θεού και που έχετε περικόψει από την καρδίαν σας τας κακίας, έχετε βαρειά τ' αυτιά σας, ώστε να μη ακούετε το θέλημα του Θεού· σεις πάντοτε αντιπράττετε και ανθίστασθε στο Πνεύμα το Αγιον, όπως και οι πατέρες σας.
Πραξ. 7,52 τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; καὶ ἀπέκτειναν τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὗ νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς γεγένησθε·
Πραξ. 7,52 Ποίον από τους προφήτας δεν κατεδίωξαν οι πατέρες σας; Αυτοί και εφόνευσαν εκείνους, που προανήγγειλαν, δια την έλευσιν του δικαίου, του οποίου τώρα σεις έχετε γίνει προδόται και φονείς.
Πραξ. 7,53 οἵτινες ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων, καὶ οὐκ ἐφυλάξατε.
Πραξ. 7,53 Σεις οι οποίοι ελάβατε τον νόμον με εντολάς, που ο Θεός σας έδωσε δια μέσου των αγγέλων, και δεν τον εφυλάξατε”.
Πραξ. 7,54 Ἀκούοντες δὲ ταῦτα διεπρίοντο ταῖς καρδίαις αὐτῶν καὶ ἔβρυχον τοὺς ὀδόντας ἐπ᾿ αὐτόν.
Πραξ. 7,54 Ενώ δε ήκουαν αυτά ησθάνοντο τας καρδίας των να σχίζωνται από άγριον θυμόν και έτριζαν τα δόντια των εναντίων του Στεφάνου.
Πραξ. 7,55 ὑπάρχων δὲ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδε δόξαν Θεοῦ καὶ Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ,
Πραξ. 7,55 Αυτός δε, γεμάτος Πνεύμα Αγιον, έστρεψε και προσήλωσε το βλέμμα του στον ουρανόν, είδε την δόξαν και λαμπρότητα του ουρανού και τον Ιησούν να στέκεται εις τα δεξιά του Θεού
Πραξ. 7,56 καὶ εἶπεν· ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα.
Πραξ. 7,56 και είπε· “ιδού, βλέπω ανοιγμένους τους ουρανούς και τον υιόν του ανθρώπου να στέκεται εκ δεξιών του Θεού”.
Πραξ. 7,57 κράξαντες δὲ φωνῇ μεγάλῃ συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν καὶ ὥρμησαν ὁμοθυμαδὸν ἐπ᾿ αὐτόν,
Πραξ. 7,57 Οι σύνεδροι και οι άλλοι Ιουδαίοι, αφού εκραύγασαν με μεγάλην φωνήν, εβούλλωσαν τ' αυτιά των, δια να μη ακούουν τα βλάσφημα τάχα αυτά λόγια του Στεφάνου και ώρμησαν με μια γνώμη όλοι μαζή εναντίον του.
Πραξ. 7,58 καὶ ἐκβαλόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐλιθοβόλουν. καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου,
Πραξ. 7,58 Και αφού τον έβγαλαν έξω από την πόλιν, τον λιθοβολούσαν. Και μάρτυρες της κατηγορίας, οι οποίοι, σύμφωνα με τον νόμον, πρώτοι έπρεπε να ρίψουν λίθον εναντίον του καταδίκου, έβγαλαν και αφήκαν προς φύλαξιν τα ρούχα των κοντά εις τα πόδια ενός νέου, που ελέγετο Σαύλος,
Πραξ. 7,59 καὶ ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον, ἐπικαλούμενον καὶ λέγοντα· Κύριε Ἰησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου.
Πραξ. 7,59 και ελιθοβολούσαν τον Στέφανον, καθ' ον χρόνον εκείνος επεκαλείτο τον Κυριον και έλεγε· “Κυριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου”.
Πραξ. 7,60 θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη. Σαῦλος δὲ ἦν συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ.
Πραξ. 7,60 Αφού δε εγονάτισε, εφώναξε με μεγάλην φωνήν· “Κυριε, μη καταλογίσης εις αυτούς αυτήν την αμαρτίαν”. Και αφού είπε την προσευχήν αυτήν της συγγνώμης, εκοιμήθηκε εν Κυρίω. Ο δε Σαύλος επεδοκίμαζε την θανατικήν εκτέλεσιν του Στεφάνου.
Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Τοῦ πρωτομάρτυρος, Κυρ. ιγ΄ Ματθ. (Μτθ. κα΄ 33-42).
Ματθ. 21,33 Ἄλλην παραβολὴν ἀκούσατε. ἄνθρωπός τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε καὶ ὤρυξεν ἐν αὐτῷ ληνὸν καὶ ᾠκοδόμησε πύργον, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν γεωργοῖς καὶ ἀπεδήμησεν.
Ματθ. 21,33 Ακούστε και άλλην παραβολήν· ένας άνθρωπος οικοδεσπότης εφύτευσε αμπέλι και ύψωσε γύρω από αυτό φράκτην και έσκαψε μέσα εις αυτό πατητήρι και δεξαμένην και έκτισε πύργον, δια να μένουν οι εργάται και οι φύλακες· ενοικίασε αυτό εις γεωργούς και ανεχώρησε εις άλλην χώραν.
Ματθ. 21,34 ὅτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν, ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν τοὺς καρποὺς αὐτοῦ.
Ματθ. 21,34 Οταν δε επλησίασε ο καιρός του τρυγητού, έστειλε τους δούλους του στους γεωργούς, δια να πάρουν τους καρπούς που εδικαιούτο.
Ματθ. 21,35 καὶ λαβόντες οἱ γεωργοὶ τοὺς δούλους αὐτοῦ ὃν μὲν ἔδειραν, ὃν δὲ ἀπέκτειναν, ὃν δὲ ἐλιθοβόλησαν.
Ματθ. 21,35 Οι δε γεωργοί, μοχθηροί και άπληστοι, συνέλαβαν τους δούλους και άλλον μεν έδειραν, άλλον δε εφόνευσαν, άλλον δε ελιθοβόλησαν.
Ματθ. 21,36 πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων, καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως.
Ματθ. 21,36 Παλιν ο οικοδεσπότης έστειλε άλλους δούλους περισσοτέρους από τους πρώτους και έκαμαν εις αυτούς τα ίδια.
Ματθ. 21,37 ὕστερον δὲ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων· ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου.
Ματθ. 21,37 Υστερα δε έστειλε προς αυτούς τον υιόν του λέγων· Οι άνθρωποι αυτοί θα εντραπούν τουλάχιστον το παιδί μου.
Ματθ. 21,38 οἱ δὲ γεωργοὶ ἰδόντες τὸν υἱὸν εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν καὶ κατάσχωμεν τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ.
Ματθ. 21,38 Οι γεωργοί όμως, όταν είδαν τον υιόν, είπαν μεταξύ των· Αυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε, ας τον φονεύσωμεν και ας καταλάβωμεν οριστικά πλέον ημείς την κληρονομίαν του.
Ματθ. 21,39 καὶ λαβόντες αὐτὸν ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος, καὶ ἀπέκτειναν.
Ματθ. 21,39 Και αφού τον συνέλαβαν, τον έβγαλαν έξω από το αμπέλι και εκεί τον εφόνευσαν”.(Κακοί γεωργοί, οι πνευματικοί άρχοντες του Ισραήλ, ασεβείς και αχάριστοι προς τον οικοδεσπότην, εξεμεταλλεύοντο την άμπελον, δηλαδή τον Ιουδαϊκόν λαόν, εκακοποιούσαν και εφόνευον τους προφήτας, που έστελλε ο Θεός, και τέλος θα εφόνευαν με σταυρικόν θάνατον τον υιόν του Θεού, τον Χριστόν, έξω από την Ιερουσαλήμ, δια να μείνουν ανενόχλητοι εκμεταλλευταί της αμπέλου του Θεού).
Ματθ. 21,40 Ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις;
Ματθ. 21,40 Μετά την διήγησιν της παραβολής ηρώτησε τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους του λαού ο Χριστός· “όταν λοιπόν έλθη ο κύριος του αμπελώνος, τι θα κάμη στους γεωργούς εκείνους;”
Ματθ. 21,41 λέγουσιν αὐτῷ· κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν.
Ματθ. 21,41 Και αυτοί του απήντησαν· “τόσον κακοί που υπήρξαν, κακώς θα τους εξολοθρεύση και θα εμπιστευθή εις άλλους γεωργούς τον αμπελώνα, οι οποίοι θα δώσουν εις αυτόν τους καρπούς εις τας καταλλήλους εποχάς”.
Ματθ. 21,42 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· οὐδέποτε ἀνέγνωτε ἐν ταῖς γραφαῖς, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν;
Ματθ. 21,42 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “ουδέποτε λοιπόν εδιαβάσατε εις τας Γραφάς· λίθον, δηλαδή εμέ, τον οποίον απέρριψαν ως ακατάλληλον οι κτίσται, σεις οι οικοδόμοι του λαού, έγινε ακρογωνιαίος λίθος εις την πνευματικήν οικοδομήν του Θεού, δηλαδή εις την Εκκλησίαν, η οποία έγινε παρά του Θεού και είναι αξιοθαύμαστη στους οφθαλμούς μας;