Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός
Ὅσοι δάσκαλοι «ἀπομείναμε πιστοὶ στὴν παράδοση, ὅσοι δὲν ἀρνηθήκαμε τὸ γάλα ποὺ βυζάξαμε, ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, καταπάνω στὴν ψευτιά. Καταπάνω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θέλουνε τὴν Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρὶς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρὶς μυρουδιά». (Κόντογλου).
Ἔχω τὴν εἰκόνα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὴν αἴθουσα. Ἀπὸ τότε ποὺ διορίστηκα, τὴν ἀγόρασα, τὴν κουβαλῶ καὶ τὴν ἀναρτῶ σε κάθε τάξη. Ὅταν ξεκινᾷ ἡ σχολικὴ χρονιά, τὸ πρῶτο μάθημα εἶναι γι᾿ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους τῶν Ρωμιῶν. Γιὰ νὰ κατανοήσουν τὰ παιδιὰ τὴν ἱερότητα καὶ τὴν σοβαρότητα τοῦ ἔργου ποὺ μᾶς περιμένει, τοὺς λέω ὅτι ἐνῶ οἱ ἄλλοι κλάδοι τῶν ἐργαζομένων ἔχουν ἕναν συνήθως ἅγιο προστάτη, ἐμεῖς, δάσκαλοι καὶ μαθητές, ἔχουμε τρεῖς. Καὶ μάλιστα τοὺς πιὸ μορφωμένους ὅλων τῶν ἐποχῶν, πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστόν. Κι ἂς μοῦ συγχωρεθεῖ τὸ πρῶτο πρόσωπο, δὲν περιαυτολογῶ, «ἕν οἶδα ὅτι οὐδὲν εἰμί», στοὺς τοίχους τῆς αἴθουσας ἀναρτῶ καὶ καμμιὰ δεκαριὰ κάδρα ἡρώων του Εἰκοσιένα, τοῦ Παύλου Μελᾶ καὶ τὸ δῶρο ἑνὸς φίλου ζωγράφου, τὴν ζωγραφιὰ τοῦ Ἀλέξανδρου Διάκου, τοῦ πρώτου πεσόντος ἀξιωματικοῦ κατὰ τὴν ἐποποιία τοῦ 1940. Ἡ αἴθουσα δὲν εἶναι προέκταση τοῦ παιδικοῦ δωματίου οὔτε κακέκτυπο τοῦ διαδικτύου. Εἶναι χῶρος μάθησης καὶ κυρίως σύνδεσης μὲ τὸ παρελθόν, ἔνταξης στὸν πολιτισμὸ ποὺ δημιούργησαν ὅσοι προηγήθηκαν. Ὅταν τὸ σχολεῖο καλλιεργεῖ μῖσος ἢ γελοιοποιεῖ τὸ παρελθόν, τὴν μνήμη, αὐτοακυρώνεται. Τὸ πιὸ ἰσχυρὸ ἀμυντήριο ποὺ διαθέτουμε εἶναι ἡ μνήμη μας. Τὸ πιὸ δυνατὸ ὅπλο. Αὐτὸ μᾶς κράτησε στοὺς αἰῶνες, ὅταν τηγανιζόμασταν ἀπὸ ποικίλους ἐπίβουλους καὶ ἐχθρούς. Εἶναι τό «ἐμεῖς» τοῦ πατριδοφύλακα στρατηγοῦ Μακρυγιάννη. Ἀποστολὴ τοῦ σχολείου εἶναι νὰ ὑπερασπίζεται τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀλήθεια. Ἀλήθεια σημαίνει, ἀπὸ τὸ «α» τὸ στερητικὸ καὶ τὴν «λήθη», αὐτὸ ποὺ δὲν ξεχνιέται, τὸ ἀκίβδηλο, τὸ ἀγέραστο.
Ὅταν πλησιάζουν τὰ Χριστούγεννα, διδάσκω στὰ παιδιά, ὄχι τίς μαγαρισιὲς τῶν βιβλίων τύπου «Φρικαντέλλα ἡ μάγισσα ποὺ μισοῦσε τὰ κάλαντα», στὴν Ε' Δημοτικοῦ, ἀλλὰ τὰ καλούδια τῶν τρανῶν λογοτεχνῶν μας.
(Κατὰ τὸ κείμενο, ἡ κακιὰ μάγισσα, ὅταν πῆγαν «κάτι σκουπιδόπαιδα» - ἔτσι ἀκριβῶς τὰ ἀποκαλεῖ- νὰ τῆς ποῦν τὰ κάλαντα, ὀργίστηκε καὶ μὲ τὸ μαγικὸ ραβδί της, τὰ μεταμόρφωσε σὲ βατραχάκια, γατοῦλες, κατσίκια, παπάκια καὶ λοιπὰ ζωντανά. Τέλος πάντων, μὲ τὰ πολλὰ ἠρέμησε ἡ μέγαιρα καὶ ἄκουσε τὰ κάλαντα. Ἐρωτῶ: Ἡ νεοελληνικὴ λογοτεχνία κοσμεῖται ἀπὸ ἀπαράμιλλης ὀμορφιᾶς κείμενα γιὰ τὰ Χριστούγεννα, γραμμένα ἀπὸ ἐπιφανεῖς τοῦ λόγου καὶ τοῦ πνεύματος -Καρκαβίτσας, Μωραϊτίδης, Κόντογλου, Παπαδιαμάντης -αὐτὸ τὸ κουρελούργημα βρῆκαν νὰ βάλουν; Τὰ Χριστούγεννα εἶναι γιορτὴ Ὀρθόδοξη, γιορτὴ ἀρωματισμένη ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ Γένους μας, τί δουλειὰ ἔχουν σκύβαλα γιὰ κακόψυχες μάγισσες στὰ σχολεῖα; Ποῦ νὰ καταλάβουν οἱ βέβηλοι ὅτι ἡ παράδοσή μας εἶναι ἡ βασιλικὴ ὁδὸς γιὰ νὰ ἐπιβιώσουμε στὴν σακάτικη ἐποχή μας; Ἡ παράδοσή μας καὶ τὸ ἐξ αὐτῆς ἀπορρέον ρωμαίικο ἦθος, μᾶς ἔδωσαν ἥρωες τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδας σὰν τὸν Πατροκοσμᾶ καὶ τὸν Μακρυγιάννη, ποὺ ἄκουγαν καὶ διάβαζαν «Χριστοῦ τὴ θεῖα γέννηση νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας», καὶ ὄχι γιὰ μάγισσες ποὺ μισοῦν τὰ κάλαντα).
Ὅταν γίνεται λόγος γιὰ τὸν Ἅγιο Βασίλειο, τοὺς δείχνω τὴν εἰκόνα καὶ τοὺς ἐξηγῶ ποιός ἦταν ὁ οὐρανοφάντωρ ἅγιος. Οὔτε παχύσαρκος οὔτε μέλος τῶν ἑπτὰ νάνων οὔτε κουβαλοῦσε ταγάρι μὲ κινητὰ καὶ λάπτοπ ἢ κοκακόλες. Δὲν φοροῦσε τὰ ροῦχα τῆς κοκκινοσκουφίτσας οὔτε ἔβγαζε ἄναρθρες κραυγὲς σὰν πίθηκος. Αὐτὲς οἱ κρανιοκενεὶς ἀνοησίες εἶναι γιὰ τοὺς Δυτικοὺς ποὺ περιορίζουν καὶ ταυτίζουν τὰ Χριστούγεννα, μὲ τὰ δῶρα τοῦ σαντακλάους κι ἔχουν ἐξορίσει ἀπὸ τὴν ζωή τους τὸ ταπεινὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Ὅταν δὲν σοῦ λείπει τίποτε πῶς νὰ καταλάβεις αὐτὸν ποὺ δὲν εἶχε τίποτε, «ποῦ τὴ κεφαλὴν κλίνῃ». Καὶ ἐκπλήσσονται εὐχάριστα τὰ παιδιά, γιατί βλέπουν ἕναν ἅγιο ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν τηλεοπτικὴ εἰκόνα. Ποὺ ἔκτισε τὴν πιὸ πρωτότυπη πόλη ὅλων τῶν ἐποχῶν, ποὺ τὴν ὀνόμασαν Βασιλειάδα, γιατί φιλοξενοῦσε καὶ περιποιόταν ὅλα τὰ «πάθια καὶ τοὺς καημοὺς τοῦ κόσμου», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης. Ὁ ἅγιος ποὺ ἔλεγε κάτι καταπληκτικό. «Ὥστε τοσούτους ἀδικεῖς ὅσοις παρέχειν ἐδύνασο». Καὶ ἦταν ἀρχοντόπουλο. Τίποτε δὲν κράτησε ἀπὸ τὴν περιουσία του. Μόνο τὸ ράσο του... Καὶ σπούδασε ὅλες τίς ἐπιστῆμες τοῦ καιροῦ του, πανεπιστήμονας, ὁ πιὸ μορφωμένος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του. Καὶ ἦταν Ἕλληνας, δικός μας, καὶ καμαρώνουμε. Καὶ στὸ τέλος ἐρωτῶ: Τί δουλειὰ ἔχουμε ἐμεῖς οἱ Ρωμιοὶ μὲ τὰ χαζοχαρούμενα μηνύματα ποὺ μᾶς σερβίρει ἡ ἀρρωστημένη ἀφθονία τῆς Δύσεως, ποὺ βλέπει τὰ πορτοφόλια τῶν γονέων σας καὶ ὄχι τίς καρδιές σας; Τί θέλετε νὰ σᾶς λέω τὴν ἀλήθεια ἢ ψέματα; Σοφότερα, πολλὲς φορές, τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς μεγάλους, ἐπιλέγουν τὴν ἀλήθεια.
Ἀκούω ἀπὸ συναδέλφους ὅτι κάποιοι γονεῖς διαμαρτύρονται, ὅταν διδάσκουν γιά τὸ ποιός εἶναι ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ δικός μας, ποὺ ἔρχεται, ὄχι ἀπὸ τὸ «Νιοὺ Γιόρκ», ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Καισαρεία. Μὲ «τὰ γράμματα ποὺ διαβάζουνε οἱ ἀγράμματοι κι ἁγιάζουνε» καὶ ὄχι τὸ ξωτικὸ τῆς «κοκακόλας».
Κατ᾿ ἀρχὰς παρατυποῦν οἱ γονεῖς λόγῳ Συντάγματος καὶ τοῦ ἐν ἰσχὺ ἀκόμη ἄρθρου 16, 2 ποὺ προβλέπει «ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης», τῆς Ὀρθόδοξης καὶ ὄχι τῆς φράγκικης.
Ἀκόμη ὑπάρχει τὸ ταλαιπωρημένο μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Στὸ πλαίσιο τοῦ μαθήματος ὀφείλεις νὰ παρουσιάσεις στοὺς μαθητές σου τὸν ἀληθινὸ βίο τοῦ ἀσκητικοῦ καὶ φιλανθρώπου ἁγίου. Ἄλλο τὸ σπίτι καὶ ἄλλο ἡ αἴθουσα. Ἄλλο ὁ γονέας καὶ ἄλλο ὁ δάσκαλος. Ἄς τὸ καταλάβουν αὐτὸ οἱ γονεῖς. Τὸ σπίτι εἶναι τὸ παλάτι μας -«καλὴν ἡμέρα ἄρχοντες»- μὲ τὰ παιδιὰ ἀρχοντόπουλα. Μιὰ ἀνθοδέσμη ἀγάπης καὶ χαρᾶς.
Τὸ σχολεῖο εἶναι τὸ παλάτι τῆς γνώσεως, τῆς μαθητείας, τῆς ὑπακοῆς, τοῦ σεβασμοῦ γιὰ τὴν πνευματικὴ κληρονομιά μας. Εἶναι θεσμὸς συντήρησης καὶ μετάδοσης στοὺς νεότερους τοῦ πολιτισμοῦ τῶν προγόνων. Τὴν ἀλήθεια δηλαδὴ συντηρεῖ. Ἄν αὔριο-μεθαύριο καταργήσουν οἱ ποικιλώνυμοι «δικαιωματιστὲς» τίς εὐχὲς «καλὰ Χριστούγεννα» ἢ «καλὴ Ἀνάσταση», γιατί θίγονται ἀλλόθρησκες μειοψηφίες, θὰ ὑπακούσουμε; Ὄχι. Στὸ σπίτι οἱ γονεῖς εἶναι ἐλεύθεροι νὰ μεταδίδουν στὰ παιδιά τους ὅ,τι πιστεύουν. Στὸ σχολεῖο, κατὰ τὴν συνταγματικὴ ἐπιταγή, μὲ σεβασμὸ στὴν διαφορετικὴ ἀντίληψη, τὴν Πίστη τῶν ἁγίων Πατέρων μας.
Τὸ ἔργο τοῦ δασκάλου σήμερα, ἐν μέσῳ τῆς περιρρέουσας παράνοιας, εἶναι ἱερό. Καὶ μιὰ ἀθώα ψυχὴ νὰ σώσουμε κερδίζουμε πολλὰ ἐλαφρυντικά. Δὲν εἴμαστε λίγοι. Ὑπάρχουν πολλοὶ ἀφανεῖς, ἀληθινοὶ συνάδελφοι, ποὺ ἀγωνίζονται. Εἶναι πολὺ σπουδαῖο, ὅταν θὰ βλαστήσει ὁ καλὸς σπόρος ποὺ ρίχνουμε, νὰ ἔχουμε τὴν συμμαρτυρία τῶν μαθητῶν μας, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ Ἕλληνες δάσκαλοι, ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ μας.
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς
___________________________________Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ«Πᾶνος»
Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός
Ὅσοι δάσκαλοι «ἀπομείναμε πιστοὶ στὴν παράδοση, ὅσοι δὲν ἀρνηθήκαμε τὸ γάλα ποὺ βυζάξαμε, ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, καταπάνω στὴν ψευτιά. Καταπάνω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θέλουνε τὴν Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρὶς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρὶς μυρουδιά». (Κόντογλου).
Ἔχω τὴν εἰκόνα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὴν αἴθουσα. Ἀπὸ τότε ποὺ διορίστηκα, τὴν ἀγόρασα, τὴν κουβαλῶ καὶ τὴν ἀναρτῶ σε κάθε τάξη. Ὅταν ξεκινᾷ ἡ σχολικὴ χρονιά, τὸ πρῶτο μάθημα εἶναι γι᾿ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους τῶν Ρωμιῶν. Γιὰ νὰ κατανοήσουν τὰ παιδιὰ τὴν ἱερότητα καὶ τὴν σοβαρότητα τοῦ ἔργου ποὺ μᾶς περιμένει, τοὺς λέω ὅτι ἐνῶ οἱ ἄλλοι κλάδοι τῶν ἐργαζομένων ἔχουν ἕναν συνήθως ἅγιο προστάτη, ἐμεῖς, δάσκαλοι καὶ μαθητές, ἔχουμε τρεῖς. Καὶ μάλιστα τοὺς πιὸ μορφωμένους ὅλων τῶν ἐποχῶν, πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστόν. Κι ἂς μοῦ συγχωρεθεῖ τὸ πρῶτο πρόσωπο, δὲν περιαυτολογῶ, «ἕν οἶδα ὅτι οὐδὲν εἰμί», στοὺς τοίχους τῆς αἴθουσας ἀναρτῶ καὶ καμμιὰ δεκαριὰ κάδρα ἡρώων του Εἰκοσιένα, τοῦ Παύλου Μελᾶ καὶ τὸ δῶρο ἑνὸς φίλου ζωγράφου, τὴν ζωγραφιὰ τοῦ Ἀλέξανδρου Διάκου, τοῦ πρώτου πεσόντος ἀξιωματικοῦ κατὰ τὴν ἐποποιία τοῦ 1940.
Ἔχω τὴν εἰκόνα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὴν αἴθουσα. Ἀπὸ τότε ποὺ διορίστηκα, τὴν ἀγόρασα, τὴν κουβαλῶ καὶ τὴν ἀναρτῶ σε κάθε τάξη. Ὅταν ξεκινᾷ ἡ σχολικὴ χρονιά, τὸ πρῶτο μάθημα εἶναι γι᾿ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους τῶν Ρωμιῶν. Γιὰ νὰ κατανοήσουν τὰ παιδιὰ τὴν ἱερότητα καὶ τὴν σοβαρότητα τοῦ ἔργου ποὺ μᾶς περιμένει, τοὺς λέω ὅτι ἐνῶ οἱ ἄλλοι κλάδοι τῶν ἐργαζομένων ἔχουν ἕναν συνήθως ἅγιο προστάτη, ἐμεῖς, δάσκαλοι καὶ μαθητές, ἔχουμε τρεῖς. Καὶ μάλιστα τοὺς πιὸ μορφωμένους ὅλων τῶν ἐποχῶν, πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστόν. Κι ἂς μοῦ συγχωρεθεῖ τὸ πρῶτο πρόσωπο, δὲν περιαυτολογῶ, «ἕν οἶδα ὅτι οὐδὲν εἰμί», στοὺς τοίχους τῆς αἴθουσας ἀναρτῶ καὶ καμμιὰ δεκαριὰ κάδρα ἡρώων του Εἰκοσιένα, τοῦ Παύλου Μελᾶ καὶ τὸ δῶρο ἑνὸς φίλου ζωγράφου, τὴν ζωγραφιὰ τοῦ Ἀλέξανδρου Διάκου, τοῦ πρώτου πεσόντος ἀξιωματικοῦ κατὰ τὴν ἐποποιία τοῦ 1940.
Ἡ αἴθουσα δὲν εἶναι προέκταση τοῦ παιδικοῦ δωματίου οὔτε κακέκτυπο τοῦ διαδικτύου. Εἶναι χῶρος μάθησης καὶ κυρίως σύνδεσης μὲ τὸ παρελθόν, ἔνταξης στὸν πολιτισμὸ ποὺ δημιούργησαν ὅσοι προηγήθηκαν. Ὅταν τὸ σχολεῖο καλλιεργεῖ μῖσος ἢ γελοιοποιεῖ τὸ παρελθόν, τὴν μνήμη, αὐτοακυρώνεται. Τὸ πιὸ ἰσχυρὸ ἀμυντήριο ποὺ διαθέτουμε εἶναι ἡ μνήμη μας. Τὸ πιὸ δυνατὸ ὅπλο. Αὐτὸ μᾶς κράτησε στοὺς αἰῶνες, ὅταν τηγανιζόμασταν ἀπὸ ποικίλους ἐπίβουλους καὶ ἐχθρούς. Εἶναι τό «ἐμεῖς» τοῦ πατριδοφύλακα στρατηγοῦ Μακρυγιάννη. Ἀποστολὴ τοῦ σχολείου εἶναι νὰ ὑπερασπίζεται τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀλήθεια. Ἀλήθεια σημαίνει, ἀπὸ τὸ «α» τὸ στερητικὸ καὶ τὴν «λήθη», αὐτὸ ποὺ δὲν ξεχνιέται, τὸ ἀκίβδηλο, τὸ ἀγέραστο.
Ὅταν πλησιάζουν τὰ Χριστούγεννα, διδάσκω στὰ παιδιά, ὄχι τίς μαγαρισιὲς τῶν βιβλίων τύπου «Φρικαντέλλα ἡ μάγισσα ποὺ μισοῦσε τὰ κάλαντα», στὴν Ε' Δημοτικοῦ, ἀλλὰ τὰ καλούδια τῶν τρανῶν λογοτεχνῶν μας.
(Κατὰ τὸ κείμενο, ἡ κακιὰ μάγισσα, ὅταν πῆγαν «κάτι σκουπιδόπαιδα» - ἔτσι ἀκριβῶς τὰ ἀποκαλεῖ- νὰ τῆς ποῦν τὰ κάλαντα, ὀργίστηκε καὶ μὲ τὸ μαγικὸ ραβδί της, τὰ μεταμόρφωσε σὲ βατραχάκια, γατοῦλες, κατσίκια, παπάκια καὶ λοιπὰ ζωντανά. Τέλος πάντων, μὲ τὰ πολλὰ ἠρέμησε ἡ μέγαιρα καὶ ἄκουσε τὰ κάλαντα. Ἐρωτῶ: Ἡ νεοελληνικὴ λογοτεχνία κοσμεῖται ἀπὸ ἀπαράμιλλης ὀμορφιᾶς κείμενα γιὰ τὰ Χριστούγεννα, γραμμένα ἀπὸ ἐπιφανεῖς τοῦ λόγου καὶ τοῦ πνεύματος -Καρκαβίτσας, Μωραϊτίδης, Κόντογλου, Παπαδιαμάντης -αὐτὸ τὸ κουρελούργημα βρῆκαν νὰ βάλουν;
Ὅταν πλησιάζουν τὰ Χριστούγεννα, διδάσκω στὰ παιδιά, ὄχι τίς μαγαρισιὲς τῶν βιβλίων τύπου «Φρικαντέλλα ἡ μάγισσα ποὺ μισοῦσε τὰ κάλαντα», στὴν Ε' Δημοτικοῦ, ἀλλὰ τὰ καλούδια τῶν τρανῶν λογοτεχνῶν μας.
(Κατὰ τὸ κείμενο, ἡ κακιὰ μάγισσα, ὅταν πῆγαν «κάτι σκουπιδόπαιδα» - ἔτσι ἀκριβῶς τὰ ἀποκαλεῖ- νὰ τῆς ποῦν τὰ κάλαντα, ὀργίστηκε καὶ μὲ τὸ μαγικὸ ραβδί της, τὰ μεταμόρφωσε σὲ βατραχάκια, γατοῦλες, κατσίκια, παπάκια καὶ λοιπὰ ζωντανά. Τέλος πάντων, μὲ τὰ πολλὰ ἠρέμησε ἡ μέγαιρα καὶ ἄκουσε τὰ κάλαντα. Ἐρωτῶ: Ἡ νεοελληνικὴ λογοτεχνία κοσμεῖται ἀπὸ ἀπαράμιλλης ὀμορφιᾶς κείμενα γιὰ τὰ Χριστούγεννα, γραμμένα ἀπὸ ἐπιφανεῖς τοῦ λόγου καὶ τοῦ πνεύματος -Καρκαβίτσας, Μωραϊτίδης, Κόντογλου, Παπαδιαμάντης -αὐτὸ τὸ κουρελούργημα βρῆκαν νὰ βάλουν;
Τὰ Χριστούγεννα εἶναι γιορτὴ Ὀρθόδοξη, γιορτὴ ἀρωματισμένη ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ Γένους μας, τί δουλειὰ ἔχουν σκύβαλα γιὰ κακόψυχες μάγισσες στὰ σχολεῖα; Ποῦ νὰ καταλάβουν οἱ βέβηλοι ὅτι ἡ παράδοσή μας εἶναι ἡ βασιλικὴ ὁδὸς γιὰ νὰ ἐπιβιώσουμε στὴν σακάτικη ἐποχή μας; Ἡ παράδοσή μας καὶ τὸ ἐξ αὐτῆς ἀπορρέον ρωμαίικο ἦθος, μᾶς ἔδωσαν ἥρωες τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδας σὰν τὸν Πατροκοσμᾶ καὶ τὸν Μακρυγιάννη, ποὺ ἄκουγαν καὶ διάβαζαν «Χριστοῦ τὴ θεῖα γέννηση νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας», καὶ ὄχι γιὰ μάγισσες ποὺ μισοῦν τὰ κάλαντα).
Ὅταν γίνεται λόγος γιὰ τὸν Ἅγιο Βασίλειο, τοὺς δείχνω τὴν εἰκόνα καὶ τοὺς ἐξηγῶ ποιός ἦταν ὁ οὐρανοφάντωρ ἅγιος. Οὔτε παχύσαρκος οὔτε μέλος τῶν ἑπτὰ νάνων οὔτε κουβαλοῦσε ταγάρι μὲ κινητὰ καὶ λάπτοπ ἢ κοκακόλες. Δὲν φοροῦσε τὰ ροῦχα τῆς κοκκινοσκουφίτσας οὔτε ἔβγαζε ἄναρθρες κραυγὲς σὰν πίθηκος. Αὐτὲς οἱ κρανιοκενεὶς ἀνοησίες εἶναι γιὰ τοὺς Δυτικοὺς ποὺ περιορίζουν καὶ ταυτίζουν τὰ Χριστούγεννα, μὲ τὰ δῶρα τοῦ σαντακλάους κι ἔχουν ἐξορίσει ἀπὸ τὴν ζωή τους τὸ ταπεινὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ.
Ὅταν γίνεται λόγος γιὰ τὸν Ἅγιο Βασίλειο, τοὺς δείχνω τὴν εἰκόνα καὶ τοὺς ἐξηγῶ ποιός ἦταν ὁ οὐρανοφάντωρ ἅγιος. Οὔτε παχύσαρκος οὔτε μέλος τῶν ἑπτὰ νάνων οὔτε κουβαλοῦσε ταγάρι μὲ κινητὰ καὶ λάπτοπ ἢ κοκακόλες. Δὲν φοροῦσε τὰ ροῦχα τῆς κοκκινοσκουφίτσας οὔτε ἔβγαζε ἄναρθρες κραυγὲς σὰν πίθηκος. Αὐτὲς οἱ κρανιοκενεὶς ἀνοησίες εἶναι γιὰ τοὺς Δυτικοὺς ποὺ περιορίζουν καὶ ταυτίζουν τὰ Χριστούγεννα, μὲ τὰ δῶρα τοῦ σαντακλάους κι ἔχουν ἐξορίσει ἀπὸ τὴν ζωή τους τὸ ταπεινὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ.
Ὅταν δὲν σοῦ λείπει τίποτε πῶς νὰ καταλάβεις αὐτὸν ποὺ δὲν εἶχε τίποτε, «ποῦ τὴ κεφαλὴν κλίνῃ». Καὶ ἐκπλήσσονται εὐχάριστα τὰ παιδιά, γιατί βλέπουν ἕναν ἅγιο ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν τηλεοπτικὴ εἰκόνα. Ποὺ ἔκτισε τὴν πιὸ πρωτότυπη πόλη ὅλων τῶν ἐποχῶν, ποὺ τὴν ὀνόμασαν Βασιλειάδα, γιατί φιλοξενοῦσε καὶ περιποιόταν ὅλα τὰ «πάθια καὶ τοὺς καημοὺς τοῦ κόσμου», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης. Ὁ ἅγιος ποὺ ἔλεγε κάτι καταπληκτικό. «Ὥστε τοσούτους ἀδικεῖς ὅσοις παρέχειν ἐδύνασο». Καὶ ἦταν ἀρχοντόπουλο. Τίποτε δὲν κράτησε ἀπὸ τὴν περιουσία του. Μόνο τὸ ράσο του... Καὶ σπούδασε ὅλες τίς ἐπιστῆμες τοῦ καιροῦ του, πανεπιστήμονας, ὁ πιὸ μορφωμένος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του. Καὶ ἦταν Ἕλληνας, δικός μας, καὶ καμαρώνουμε.
Καὶ στὸ τέλος ἐρωτῶ: Τί δουλειὰ ἔχουμε ἐμεῖς οἱ Ρωμιοὶ μὲ τὰ χαζοχαρούμενα μηνύματα ποὺ μᾶς σερβίρει ἡ ἀρρωστημένη ἀφθονία τῆς Δύσεως, ποὺ βλέπει τὰ πορτοφόλια τῶν γονέων σας καὶ ὄχι τίς καρδιές σας; Τί θέλετε νὰ σᾶς λέω τὴν ἀλήθεια ἢ ψέματα; Σοφότερα, πολλὲς φορές, τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς μεγάλους, ἐπιλέγουν τὴν ἀλήθεια.
Ἀκούω ἀπὸ συναδέλφους ὅτι κάποιοι γονεῖς διαμαρτύρονται, ὅταν διδάσκουν γιά τὸ ποιός εἶναι ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ δικός μας, ποὺ ἔρχεται, ὄχι ἀπὸ τὸ «Νιοὺ Γιόρκ», ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Καισαρεία. Μὲ «τὰ γράμματα ποὺ διαβάζουνε οἱ ἀγράμματοι κι ἁγιάζουνε» καὶ ὄχι τὸ ξωτικὸ τῆς «κοκακόλας».
Κατ᾿ ἀρχὰς παρατυποῦν οἱ γονεῖς λόγῳ Συντάγματος καὶ τοῦ ἐν ἰσχὺ ἀκόμη ἄρθρου 16, 2 ποὺ προβλέπει «ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης», τῆς Ὀρθόδοξης καὶ ὄχι τῆς φράγκικης.
Ἀκόμη ὑπάρχει τὸ ταλαιπωρημένο μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Στὸ πλαίσιο τοῦ μαθήματος ὀφείλεις νὰ παρουσιάσεις στοὺς μαθητές σου τὸν ἀληθινὸ βίο τοῦ ἀσκητικοῦ καὶ φιλανθρώπου ἁγίου. Ἄλλο τὸ σπίτι καὶ ἄλλο ἡ αἴθουσα. Ἄλλο ὁ γονέας καὶ ἄλλο ὁ δάσκαλος. Ἄς τὸ καταλάβουν αὐτὸ οἱ γονεῖς. Τὸ σπίτι εἶναι τὸ παλάτι μας -«καλὴν ἡμέρα ἄρχοντες»- μὲ τὰ παιδιὰ ἀρχοντόπουλα. Μιὰ ἀνθοδέσμη ἀγάπης καὶ χαρᾶς.
Τὸ σχολεῖο εἶναι τὸ παλάτι τῆς γνώσεως, τῆς μαθητείας, τῆς ὑπακοῆς, τοῦ σεβασμοῦ γιὰ τὴν πνευματικὴ κληρονομιά μας. Εἶναι θεσμὸς συντήρησης καὶ μετάδοσης στοὺς νεότερους τοῦ πολιτισμοῦ τῶν προγόνων. Τὴν ἀλήθεια δηλαδὴ συντηρεῖ. Ἄν αὔριο-μεθαύριο καταργήσουν οἱ ποικιλώνυμοι «δικαιωματιστὲς» τίς εὐχὲς «καλὰ Χριστούγεννα» ἢ «καλὴ Ἀνάσταση», γιατί θίγονται ἀλλόθρησκες μειοψηφίες, θὰ ὑπακούσουμε; Ὄχι. Στὸ σπίτι οἱ γονεῖς εἶναι ἐλεύθεροι νὰ μεταδίδουν στὰ παιδιά τους ὅ,τι πιστεύουν. Στὸ σχολεῖο, κατὰ τὴν συνταγματικὴ ἐπιταγή, μὲ σεβασμὸ στὴν διαφορετικὴ ἀντίληψη, τὴν Πίστη τῶν ἁγίων Πατέρων μας.
Τὸ ἔργο τοῦ δασκάλου σήμερα, ἐν μέσῳ τῆς περιρρέουσας παράνοιας, εἶναι ἱερό. Καὶ μιὰ ἀθώα ψυχὴ νὰ σώσουμε κερδίζουμε πολλὰ ἐλαφρυντικά. Δὲν εἴμαστε λίγοι. Ὑπάρχουν πολλοὶ ἀφανεῖς, ἀληθινοὶ συνάδελφοι, ποὺ ἀγωνίζονται. Εἶναι πολὺ σπουδαῖο, ὅταν θὰ βλαστήσει ὁ καλὸς σπόρος ποὺ ρίχνουμε, νὰ ἔχουμε τὴν συμμαρτυρία τῶν μαθητῶν μας, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ Ἕλληνες δάσκαλοι, ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἀκούω ἀπὸ συναδέλφους ὅτι κάποιοι γονεῖς διαμαρτύρονται, ὅταν διδάσκουν γιά τὸ ποιός εἶναι ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ δικός μας, ποὺ ἔρχεται, ὄχι ἀπὸ τὸ «Νιοὺ Γιόρκ», ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Καισαρεία. Μὲ «τὰ γράμματα ποὺ διαβάζουνε οἱ ἀγράμματοι κι ἁγιάζουνε» καὶ ὄχι τὸ ξωτικὸ τῆς «κοκακόλας».
Κατ᾿ ἀρχὰς παρατυποῦν οἱ γονεῖς λόγῳ Συντάγματος καὶ τοῦ ἐν ἰσχὺ ἀκόμη ἄρθρου 16, 2 ποὺ προβλέπει «ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης», τῆς Ὀρθόδοξης καὶ ὄχι τῆς φράγκικης.
Ἀκόμη ὑπάρχει τὸ ταλαιπωρημένο μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Στὸ πλαίσιο τοῦ μαθήματος ὀφείλεις νὰ παρουσιάσεις στοὺς μαθητές σου τὸν ἀληθινὸ βίο τοῦ ἀσκητικοῦ καὶ φιλανθρώπου ἁγίου. Ἄλλο τὸ σπίτι καὶ ἄλλο ἡ αἴθουσα. Ἄλλο ὁ γονέας καὶ ἄλλο ὁ δάσκαλος. Ἄς τὸ καταλάβουν αὐτὸ οἱ γονεῖς. Τὸ σπίτι εἶναι τὸ παλάτι μας -«καλὴν ἡμέρα ἄρχοντες»- μὲ τὰ παιδιὰ ἀρχοντόπουλα. Μιὰ ἀνθοδέσμη ἀγάπης καὶ χαρᾶς.
Τὸ σχολεῖο εἶναι τὸ παλάτι τῆς γνώσεως, τῆς μαθητείας, τῆς ὑπακοῆς, τοῦ σεβασμοῦ γιὰ τὴν πνευματικὴ κληρονομιά μας. Εἶναι θεσμὸς συντήρησης καὶ μετάδοσης στοὺς νεότερους τοῦ πολιτισμοῦ τῶν προγόνων. Τὴν ἀλήθεια δηλαδὴ συντηρεῖ. Ἄν αὔριο-μεθαύριο καταργήσουν οἱ ποικιλώνυμοι «δικαιωματιστὲς» τίς εὐχὲς «καλὰ Χριστούγεννα» ἢ «καλὴ Ἀνάσταση», γιατί θίγονται ἀλλόθρησκες μειοψηφίες, θὰ ὑπακούσουμε; Ὄχι. Στὸ σπίτι οἱ γονεῖς εἶναι ἐλεύθεροι νὰ μεταδίδουν στὰ παιδιά τους ὅ,τι πιστεύουν. Στὸ σχολεῖο, κατὰ τὴν συνταγματικὴ ἐπιταγή, μὲ σεβασμὸ στὴν διαφορετικὴ ἀντίληψη, τὴν Πίστη τῶν ἁγίων Πατέρων μας.
Τὸ ἔργο τοῦ δασκάλου σήμερα, ἐν μέσῳ τῆς περιρρέουσας παράνοιας, εἶναι ἱερό. Καὶ μιὰ ἀθώα ψυχὴ νὰ σώσουμε κερδίζουμε πολλὰ ἐλαφρυντικά. Δὲν εἴμαστε λίγοι. Ὑπάρχουν πολλοὶ ἀφανεῖς, ἀληθινοὶ συνάδελφοι, ποὺ ἀγωνίζονται. Εἶναι πολὺ σπουδαῖο, ὅταν θὰ βλαστήσει ὁ καλὸς σπόρος ποὺ ρίχνουμε, νὰ ἔχουμε τὴν συμμαρτυρία τῶν μαθητῶν μας, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ Ἕλληνες δάσκαλοι, ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ μας.
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς
___________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»