Προεόρτια της Γέννησης της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας
Σήμερα είναι τα προεόρτια (παραμονή) της Γέννησης της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Ἐκ
τῆς ῥίζης Ἰεσσαί, καὶ ἐξ ὀσφύος τοῦ Δαυῒδ, ἡ θεόπαις Μαριάμ, τίκτεται
σήμερον ἡμῖν, διὸ καὶ χαίρει ἡ σύμπασα καὶ καινουργεῖται, συγχαίρει τε
ὁμοῦ, ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ. Αἰνέσατε αὐτὴν αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν, Ἰωακεὶμ
εὐφραίνεται, καὶ Ἄννα πανηγυρίζει κραυγάζουσα· Ἡ στεῖρα τίκτει, τὴν
Θεοτόκον, καὶ τροφὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῇ
σεπτῇ γεννήσει σου ἡ οἰκουμένη, τῷ ἀΰλῳ Πνεύματι, πεποικιλμένη νοερῶς,
ἐν ευφροσύνῃ κραυγάζει σοι· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ Παρθένος σήμερον, καὶ Θεοτόκος Μαρία, ἡ παστὰς ἡ ἄλυτος, τοῦ οὐρανίου Νυμφίου, τίκτεται, ἀπὸ τῆς στείρας θεοβουλήτως, ὄχημα, τοῦ Θεοῦ Λόγου εὐτρεπισθῆναι· εἰς τοῦτο γὰρ καὶ προωρίσθη, ἡ θεία πύλη, καὶ Μήτηρ τῆς ὄντως ζωῆς.
Ὁ Οἶκος
Τῇ στειρευούσῃ καρπὸς ἐδόθη ἡ θεόπαις Μαρία· ἣν προεῖδον ποτὲ θεῖοι Προφῆται ἐν Πνεύματι· ταύτην ἡμεῖς σήμερον ὁρῶντες, ἐν τοῖς κόλποις τῆς Ἄννης σκιρτῶσαν, σὺν τῷ πιστῷ Ἰωακείμ, νοητῶς πρὸς ἑστίασιν συνέλθωμεν, καὶ τοὺς πόρρω καλέσωμεν, λέγοντες· Τοῦ κόσμου νῦν ἡ ἀνάκλησις, ἐξ ἀκάρπου γαστρὸς ἀνεβλάστησεν, ἡ θεία πύλη, καὶ Μήτηρ τῆς ὄντως ζωῆς.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τεχθεῖσα παραδόξως, στειρωτικῶν ἐξ ὠδίνων, παρθενικῶν ἐκ λαγόνων, ἐκύησας ὑπὲρ φύσιν· ὡραῖος φανεῖσα γὰρ βλαστός, ἐξήνθησας τῷ κόσμῳ τὴν ζωήν· διὰ τοῦτο αἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν, βοῶσί σοι Θεοτόκε· Δόξα τῇ νῦν προόδῳ σου σεμνή, δόξα τῇ παρθενίᾳ σου, δόξα τῇ κυοφορίᾳ σου, μόνη Πανάχραντε.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Tὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὰ οὐράνια πάντα νῦν ἐπαγάλλονται, τῶν ἀνθρώπων τὸ γένος συνεορτάζει αὐτοῖς, καὶ οἱ Προφῆται μυστικῶς συνευφραίνονται· ἣν γὰρ προεῖδον τυπικῶς, ἐν ταῖς ἀρχαίαις γενεαῖς, βάτον καὶ στάμνον καὶ ῥάβδον, νεφέλην πύλην καὶ θρόνον, καὶ μέγα ὄρος, γεννᾶται σήμερον.
Άγιος Σώζων
Ἀντεῖχε Σῴζων σώματος πρὸς αἰκίας,
Πρὸς τὸν μόνον σῴζοντα τὴν ψυχὴν βλέπων.
Ἑβδομάτη Σῴζων θάνε, τυπτόμενος χρόα λαμπρόν.
Ο Άγιος Σώζων έζησε στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. Πατρίδα του ήταν η Λυκαονία και σαν εθνικός ονομαζόταν Ταράσιος. Όταν βαπτίσθηκε χριστιανός, ονομάσθηκε Σώζων. Βοσκός στο επάγγελμα, προσπαθούσε να μιμείται την ημερότητα των προβάτων, που θαύμαζε πολύ. Πολλές φορές τον ενοχλούσαν και τον αδικούσαν οι άλλοι βοσκοί, αλλά αυτός πάντοτε στάθηκε πράος απέναντι τους. «Μου είναι ντροπή», έλεγε, «να γίνω κατώτερος από τα πρόβατα που βόσκουν». Μελετούσε με επιμέλεια την Αγία Γραφή, και όταν στην εξοχή συναντούσε ειδωλολάτρη, προσπαθούσε να τον κατηχήσει στο Χριστό. Κάποτε ο Σώζων πήγε στην Πομπηϊούπολη της Κιλικίας, όπου υπήρχε ένα χρυσό ειδωλολατρικό άγαλμα. Μόλις το είδε, η ψυχή του πράου Σώζοντα παροργίστηκε. Τότε, με θάρρος πολύ έσπασε το δεξί χέρι του χρυσού αγάλματος, το πούλησε και τα έσοδα διαμοίρασε στους φτωχούς. Ο έπαρχος Μαξιμιανός αναστατώθηκε και φυλάκισε πολλούς ανεύθυνους. Όταν το έμαθε αυτό ο Σώζων, παρουσιάστηκε στον έπαρχο και στις απειλές του με ήρεμο ύφος απάντησε ότι μέσα στο ναό το άγαλμα ήταν άχρηστο, ενώ έτσι ωφέλησε και κάποιους φτωχούς. Αμέσως τότε, αφού τον βασάνισαν φρικτά, τον έριξαν στη φωτιά, όπου ο πράος και ζηλωτής βοσκός απήλθε προς τον Κύριο.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Δι'
ὄμφης οὐρανίου πιστωθεῖς πρὸς τὰ κρείττονα, τοὺς τῆς εὐσέβειας ἀγῶνας,
ἄπτοητως διέδραμες· καὶ ὤφθης τοῦ Σωτῆρος κοινωνός, ἀθλήσας Μάρτυς Σῴζων
ἄνδρικως· διὰ τοῦτο διασῴζεις ἐκ πειρασμῶν, τοὺς πίστει προσιόντας σοί.
Δόξα τῷ παρασχόντι σοὶ ἴσχυν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ
ἔνεργουντι διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὁ
Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς
ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους
καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις
Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν
ἀληθῆ, καὶ θεοφόρον Μάρτυρα, καὶ ἀθλητὴν τῆς εὐσεβείας δόκιμον,
συνελθόντες ἀνυμνήσωμεν, μεγαλοφώνως πάντες σήμερον, Σῴζοντα τὸν θεῖον
μύστην τῆς χάριτος, ἰάσεων δοτῆρα πλουσιώτατον· πρεσβεύει γὰρ τῷ θεῷ,
ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος δ’.
Ταχὺ
προκατάλαβε σωθεὶς διὰ πίστεως, Σῴζων πολύαθλε, σωτήριος γέγονας,
χειμαζομένων λιμήν, προνοίᾳ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ· βρύεις γὰρ ἰαμάτων,
ποταμοὺς τοῖς ποθοῦσι, παύεις ἀρρωστημάτων, τὸν φλογμὸν καθ᾿ ἑκάστην·
διὸ τὴν θείαν μνήμην σου, πίστει γεραίρομεν.
Οσία Κασσιανή η Υμνογράφος
Η Οσία Κασσιανή (ή Κασσία ή Ικασία ή Εικασία) η Υμνογράφος γεννήθηκε
μεταξύ του 805 και του 810 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και έζησε στα
χρόνια του βασιλιά Θεοφίλου (829 -842 μ.Χ.).
Όταν μεγάλωσε συνδύαζε τη σωματική ομορφιά με την εξυπνάδα της. Τρεις βυζαντινοί χρονικογράφοι, ο Συμεών ο μεταφραστής (βλέπε 9 Νοεμβρίου),
ο Γεώργιος Αμαρτωλός και ο Λέων ο Γραμματικός, αναφέρουν ότι έλαβε
μέρος στην τελετή επιλογής νύφης για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, την οποία
είχε οργανώσει η μητριά του Ευφροσύνη. Σε αυτή ο αυτοκράτορας επέλεγε τη
σύζυγο της αρεσκείας του δίνοντας της ένα χρυσό μήλο. Θαμπωμένος από
την ομορφιά της Κασσίας, ο νεαρός αυτοκράτορας την πλησίασε και της
είπε: «Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα» «Από μία γυναίκα ήρθαν στον
κόσμο τα κακά [πράγματα]», αναφερόμενος στην αμαρτία και τις συμφορές
που προέκυψαν από την Εύα. Η Κασσία, ετοιμόλογη, του απάντησε: «Αλλά και
δια γυναικός πηγάζει τα κρείττονα» «Και από μία γυναίκα [ήρθαν στον
κόσμο] τα καλά [πράγματα]», αναφερόμενη στην ελπίδα της σωτηρίας από την
ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας. Με βάση την παράδοση ο ακριβής
διάλογος ήταν:
- Εκ γυναικός τα χείρω.
- Kαι εκ γυναικός τα κρείττω.
Ο εγωισμός του Θεόφιλου τραυματίστηκε με αποτέλεσμα να απορρίψει την Κασσιανή και να επιλέξει τη Θεοδώρα για σύζυγό του.
Οι
επόμενες πληροφορίες που σώζονται για την Κασσιανή είναι ότι το 843
μ.Χ. ίδρυσε ένα κοινόβιο στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στα
τείχη της πόλης, του οποίου έγινε και η πρώτη ηγουμένη. Αν και πολλοί
ερευνητές αποδίδουν την επιλογή της αυτή στην αποτυχία της να γίνει
αυτοκράτειρα, μία επιστολή του Θεόδωρου του Στουδίτου αποδίδει
διαφορετικά κίνητρα στην ενέργειά της αυτή. Διατηρούσε στενή σχέση με τη
γειτονική Μονή Στουδίου, η οποία έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο
στην επανέκδοση βυζαντινών λειτουργικών βιβλίων τον 9ο και το 10ο αιώνα
μ.Χ., με αποτέλεσμα τη διάσωση των έργων της (Kurt Sherry, σελ. 56).
Με
βάση την παράδοση ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, συνεχίζοντας να είναι
ερωτευμένος μαζί της, επιθυμούσε να την δει για μία τελευταία φορά πριν
πεθάνει κι έτσι πήγε στο μοναστήρι όπου βρισκόταν. Η Κασσιανή ήταν μόνη
στο κελί της γράφοντας το γνωστό τροπάριο της, που ψάλλεται στις
Εκκλησίες το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, όταν αντιλήφθηκε την άφιξη της
αυτοκρατορικής ακολουθίας. Τον αγαπούσε ακόμη αλλά πλέον είχε αφιερώσει
τη ζωή της στο Θεό γι αυτό και κρύφτηκε, μη επιθυμώντας να αφήσει το
παλιό της πάθος να ξεπεράσει το μοναστικό της ζήλο. Άφησε όμως το
μισοτελειωμένο ύμνο πάνω σε ένα τραπέζι. Ο Θεόφιλος ανακάλυψε το κελί
της και μπήκε σε αυτό ολομόναχος. Την αναζήτησε αλλά μάταια. Εκείνη τον
παρακολουθούσε μέσα από μία ντουλάπα στην οποία είχε κρυφτεί. Ο Θεόφιλος
στενοχωρήθηκε, έκλαψε και μετάνιωσε που για μία στιγμή υπερηφάνειας
έχασε μία τόσο όμορφη και έξυπνη γυναίκα. Στη συνέχεια βρήκε τα
χειρόγραφα της Κασσιανής επάνω στο τραπέζι και τα διάβασε. Μόλις
ολοκλήρωσε την ανάγνωση κάθισε και πρόσθεσε ένα στίχο στον ύμνο. Σύμφωνα
με την παράδοση ο στίχος αυτός ήταν «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ
δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Φεύγοντας εντόπισε
την Κασσιανή που κρυβόταν στην ντουλάπα αλλά δεν της μίλησε, σεβόμενος
την επιθυμία της. Η Κασσιανή βγήκε από την κρυψώνα της μετά την
αναχώρηση του αυτοκράτορα, διάβασε την προσθήκη του και στη συνέχεια
ολοκλήρωσε τον ύμνο.
Η μεγάλη αυτή ποιήτρια, υμνογράφος και
μελωδός της εκκλησίας μας, η Αγία Κασσιανή, ταξίδεψε στην Ιταλία και την
Κρήτη και κατέληξε στην Κάσο ετελείωσε η επίγεια ζωή της. Μετά το
θάνατό της, τοποθέτησαν το σώμα της σε μαρμάρινη λάρνακα και την έβαλαν
σε παρεκκλήσιο, που ήταν αφιερωμένο στο όνομά της. Σώζεται σήμερα η
λάρνακα και το βυζαντινό ψηφιδωτό του 9ου αιώνα μ.Χ. Επίσης στο
εκκλησάκι υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα με σημείο του σταυρού και
χρονολογία 890 μ.Χ. Κατά πληροφορίες, πάλι από την Κάσσο, τα οστά της
Οσίας έχουν μεταφερθεί στην Ικαρία.
Παρόλο που την μνήμη της δεν
την αναφέρει κανένας Συναξαριστής, οι Κάσιοι, από τη συγγένεια του
ονόματός της με το νησί τους, καθιέρωσαν τη μνήμη αυτής την 7η
Σεπτεμβρίου και ο Γεώργιος Σασσός ο Κάσιος φιλοπόνησε και ειδική
Ακολουθία, που δημοσιεύθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1889 μ.Χ. στο
τυπογραφείο της «Μεταρρυθμίσεως». Το παράδοξο όμως είναι, ότι η
Ακολουθία αυτή αφιερώθηκε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, που ο
ίδιος στην συνέχεια την έδωσε για εκτύπωση στον Μητροπολίτη Θηβαΐδας
Γερμανό (την 1η Σεπτεμβρίου 1889 μ.Χ.) και έτσι, επισημοποιήθηκε κατά
κάποιο τρόπο η Αγιοκατάταξη της Κασσιανής από την Εκκλησία της
Αλεξανδρείας, όπως το ποθούσαν οι κάτοικοι της Κάσου.
Η παρουσία
της Κασσιανής έχει επισκιάσει τους υμνογράφους και μελωδούς της εποχής
της, διότι αποτελεί την πλέον επιφανή γυναίκα μελωδό (έγραφε και τους
ύμνους και τη μελωδία) στην ιστορία της βυζαντινής μουσικής. Έχοντας
ιδιαίτερο ταλέντο, ευφυΐα, ευαισθησία και εκφραστικό πλούτο διακρίθηκε
στον τομέα της μελουργίας (σ' αυτό τη βοήθησε η μεγάλη μόρφωση, που η
ευγενής καταγωγή της, της επέτρεψε να έχει). Γι' αυτό και το έργο της
είναι διαχρονικό και πάντα επίκαιρο, και συγκινεί ιδιαίτερα τον ορθόδοξο
κόσμο.
Στην Κασσιανή αποδίδονται γύρω στα 45 έργα, από τα οποία
τα 23 τουλάχιστον είναι χωρίς αμφιβολία δικά της, ενώ τα υπόλοιπα είναι
αγνώστου προελεύσεως. Έχει επίσης μελοποιήσει κείμενα διαφόρων
υμνογράφων. Από τα πιο γνωστά τροπάρια είναι το περίφημο «Κύριε, ἡ ἐν
πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή» , σε ήχο πλ. δ΄, που ψάλλεται στους
ναούς το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, καθώς και οι ειρμοί από την Α΄Ε΄ ωδή
του Κανόνος του Μεγάλου Σαββάτου «Κύματι Θαλάσσης» ). Το μεγαλύτερο
μέρος του έργου της αποτελείται από στιχηρά για εορταζομένους Αγίους.
Στην ίδια αποδίδεται και ο τετραώδιος κανόνας: «Ἄφρων γηραλέε» , όπως
και πολλά δοξαστικά, μεταξύ των οποίων και ένα περίφημο δοξαστικό των
Χριστουγέννων, το «Αὐγούστου μοναρχήσαντος», σέ ήχο β΄. Κατά τον
βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ «η Κασσιανή ήταν μια εξαίρετη μορφή και το έργο
της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις
και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος
Ευστρατιάδης, αναφερόμενος στο έργο της, έγραψε ότι «το χαρακτηρίζει
γλυκύτης μέλους ακορέστου».
Μερικές σημαντικές επισημάνσεις για το Τροπάριο της Κασσιανής
Αρκετοί πιστοί πιστεύουν (λανθασμένα)
ότι η Κασσιανή ήταν αμαρτωλή και διεφθαρμένη γυναίκα, και μιλώντας η
Κασσιανή για την πόρνη γυναίκα του Ευαγγελίου βρίσκει ευκαιρία να
μιλήσει για τον εαυτό της. Όπως όμως διαβάζουμε στον βίο της, από
πουθενά δεν φαίνεται αυτό. Η Κασσιανή ήταν μία οσία μοναχή του
Βυζαντίου, προικισμένη με καταπληκτικό ποιητικό ταλέντο. Αντί για τη
βασιλική αλουργίδα προτίμησε το ταπεινό σχήμα της μοναχής και έγραψε
πολλούς ύμνους.
Ποιά λοιπόν είναι η πόρνη γυναίκα, για την οποία μιλάνε όλα τα τροπάρια της Μεγάλης Τρίτης (βράδυ);
Στην ερώτηση αυτή, αρκετοί απαντούν (λανθασμένα)
ότι αφού δεν είναι η Οσία Κασσιανή, τότε η αμαρτωλή και διεφθαρμένη
γυναίκα θα πρέπει να είναι η Μαρία η Μαγδαληνή! Η αλήθεια όμως είναι ότι
η Μαρία η Μαγδαληνή δεν υπήρξε διεφθαρμένη και πόρνη ποτέ. Ήταν μια
ύπαρξη, που έπασχε, και την θεράπευσε ο Χριστός. Ο ευαγγελιστής Λουκάς
λέγει χαρακτηριστικά για τη Μαρία τη Μαγδαληνή: «Ακολουθούσαν τον Ιησού
οι δώδεκα μαθηταί και γυναίκες, μεταξύ των οποίων η Μαρία, που
ονομαζόταν Μαγδαληνή, απ’ την οποία είχε βγάλει εφτά δαιμόνια» (Λουκ. 8,
2). Η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν λοιπόν δαιμονισμένη και ο Χριστός της έβγαλε τα δαιμόνια, όπως έβγαλε και τα δαιμόνια τόσων άλλων ανθρώπων.
Και
τότε ποιά είναι η πόρνη, που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού, η
πόρνη, για την οποία μιλάνε τα τροπάρια της Μεγάλης Τρίτης (βράδυ);
Η αμαρτωλή και διεφθαρμένη πόρνη, αυτή που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού, μας είναι άγνωστη, είναι ανώνυμη.
Ακούσατε σε κανένα τροπάριο το όνομα της πόρνης; Διαβάσατε στον
Ευαγγελιστής Λουκά, που περιγράφει τη σχετική σκηνή, να αναφέρει πουθενά
το όνομα της; Όχι! Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι Απόστολοι, ενώ
δεν έκρυβαν τις δικές τους ατέλειες και πτώσεις, όταν μιλάνε για
μεγάλους αμαρτωλούς που μετανοούν, δεν αναφέρουν το όνομά τους. Δεν
θέλουν να τους διαπομπεύσουν.
Το Τροπάριο της Κασσιανής
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα Γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νὺξ μοι, ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς Οὐρανούς, τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει·
καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ Παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους,
τίς ἐξιχνιάσει ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μὴ με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Όσιος Δανιήλ ο Κατουνακιώτης
Χριστόν, Ὅν ὕμνησας ἐν Ἄθῳ ἀσκήσει
χείλεσι νῦν ὑμνεῖς, Δανιήλ, ἐν πόλῳ.
Ο
Όσιος Δανιήλ ο Κατουνακιώτης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1844 μ.Χ.,
μεγάλωσε σε πολύτεκνη οικογένεια ευλαβών γονέων και ήτο ο μικρότερος
υιός φέρων το όνομα Δημήτριος. Ήταν αριστούχος απόφοιτος της Ευαγγελικής
Σχολής της Σμύρνης. Από τα 19 του έτη είχε τον ευλαβή πόθο να αφιερωθεί
στον μοναχισμό. Στην αρχή μετά από τη συμβουλή του αγιοταφίτου
πνευματικού του επεσκέφθη διάφορα μοναστήρια στην Πελοπόννησο και στα
νησιά, όπως την Ύδρα, την Τήνο την Πάρο και την Ικαρία, όπου και γνώρισε
φημισμένους αγίους γέροντες.
Στην Πάρο γνώρισε και συνδέθηκε πνευματικά με τον όσιο Αρσένιο της Πάρου (βλέπε 31 Ιανουαρίου),
ο οποίος του συνέστησε να μεταβεί στο Περιβόλι της Παναγίας και
συγκεκριμένα στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος, όπου εκείνη την εποχή
ήκμαζε ως κοινόβιο. Ο γέρων Δανιήλ υπακούοντας στον όσιο Αρσένιο
κατευθύνθηκε προς την εν λόγω Ιερά Μονή και εκάρη μοναχός το 1866 μ.Χ.
με το όνομα Δανιήλ, όπου και ανέλαβε τη διακονία του γραμματέως της
Μονής. Την περίοδο που εγκαταβιούσε στην Ιερά Μονή άρχισαν οι διενέξεις
των Ρώσων μοναχών, οι οποίοι εκείνη την εποχή ήταν μειοψηφία έχοντας
σκοπό να εφαρμόσουν τα ρωσικά σχέδια του πανσλαβισμού και την επέκταση
των Ρώσων στο Άγιον Όρος αλλά και να αναλάβουν τη διοίκηση της Ιεράς
Μονής. Μετά από φιλονικίες αναγκάστηκαν οι Έλληνες μοναχοί να
εγκαταλείψουν το μοναστήρι ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο μοναχός
Δανιήλ. Κατά την αναχώρησή του εκλήθη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο
λόγω κάποιων συκοφαντιών, όπου και τιμωρήθηκε αδίκως με οριστική
απομάκρυνση από την Ιερά Μονή.
Τα βήματά του τον οδήγησαν στον
Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωακείμ (τον μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη) ο
οποίος αναγνώρισε την αδικία και του πρότεινε να εγκαταβιώσει σε Μονή
της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Έτσι, ο γέρων Δανιήλ αποφάσισε να
εγκαταβιώσει στην Ιερά Μονή Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας στα
Βασιλικά Θεσσαλονίκης. Εκεί, η συνεισφορά του ήταν μεγάλη στην
πνευματική ανόρθωση της Μονής με την εισαγωγή του αγιορείτικου τυπικού
στις ακολουθίες, τις αγρυπνίες και τη νηστεία. Όταν ανεκλήθη η εξορία
του οσίου γέροντος Δανιήλ, εκείνος επέστρεψε στο Άγιον Όρος όπου για
πέντε έτη διέμενε στην Ιερά μονή Βατοπαιδίου. Εστάλη δέ από την εν λόγῳ
Ιερά Μονή στη Σμύρνη για υποθέσεις του Μετοχίου της Μονής. Ο γέρων
Δανιήλ παρέμεινε στη Σμύρνη εννέα μήνες, όπου ο τότε Μητροπολίτης
Σμύρνης Μελέτιος διέγνωσε τα πνευματικά του χαρίσματα και του πρότεινε
να τον χειροτονήσει Βοηθό Επίσκοπό του. Ο γέρων αρνήθηκε και επέστρεψε
στο Άγιον Όρος, όπου το 1881 μ.Χ. θέλησε να αφιερωθεί στη ησυχία και ως
τόπο ησυχίας διάλεξε την έρημο του Αγίου Όρους και συγκεκριμένα τα
Κατουνάκια, όπου έκτισε μία καλύβη και η οποία απετέλεσε το θεμέλιο για
το μετέπειτα Ιερό Ησυχαστήριο της Αδελφότητος των Δανιηλαίων.
Εκεί
στα Κατουνάκια επεδόθη στη μελέτη της φιλοκαλίας, της προσευχής, της
αυστηράς ασκήσεως και συγχρόνως ασκούσε και την τέχνη της αγιογραφίας.
Σύντομα, η αρετή του συνδυασμένη με την άσκηση, την προσευχή και τη
νηστεία, τη μελέτη και την πείρα του, συνέδραμε ώστε να εντοπίζει
πλάνες, να διορθώνει τους πλανεμένους, να θεραπεύει δαιμονόπληκτους και
να επαναφέρει πολλούς χριστιανούς στην αγιοπατερική οδό αυτών που
πίστευαν περί του τρισυνθέτου ανθρώπου μακρακιστών. Ο γέρων Δανιήλ, ήδη
ενώ ζούσε στη λιτή καλύβη του ψηλά στα βράχια της ερήμου των
Κατουνακίων, είχε επιβληθεί στη συνείδηση των αγιορειτών πατέρων ως
κανών και γνώμων ορθοδοξίας, ως το ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάγνωση
των πλανών ακόμη και σε πολλούς προχωρημένους στην πνευματική τους ζωή
μοναχούς. Κατέληξε ο όσιος γέροντας να είναι ο εκφραστής της
αυτοσυνειδησίας του Αγίου Όρους, υπέρμαχος της ορθοδόξου πίστεως και
ζωής, όπου η γνώμη του αποτελούσε εγγύηση ορθοδοξίας. Συνέγραψε
πραγματείες και εκατοντάδες επιστολές βοηθώντας αρχιερείς, ιερείς,
μοναχούς, μοναχές και ευσεβείς χριστιανούς, ώστε να αντιμετωπίζουν σωστά
τα πνευματικά και θεολογικά ζητήματα.
Ο γέρων Δανιήλ
Κατουνακιώτης ήταν ο κατεξοχήν διακριτικός γέρων, διδάσκαλος της
πνευματικής ζωής και της διακρίσεως των πνευμάτων αλλά και της
διακρίσεως ανάμεσα στην αλήθεια και την πλάνη. Καταξιωμένοι γέροντες και
πνευματικοί ζητούσαν συμβολές και κατευθύνσεις για την άσκηση του
πνευματικού έργου, όπως ο γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, ο γέρων Αμφιλόχιος
Μακρής (βλέπε 16 Απριλίου). Ιδιαιτέρα ήταν η σχέση του με τον Άγιον Νεκτάριον, Επίσκοπον Πενταπόλεως (βλέπε 9 Νοεμβρίου),
τον οποίο ο γέρων βοήθησε με επιστολές του σε πνευματικά θέματα αλλά
και με τον Σκιαθίτη λογοτέχνη Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, μετέπειτα μοναχόν
Ανδρόνικον. Επίσης, ο γέρων Δανιήλ συνέβαλε κομβικά, θα λέγαμε, στη
συνάντησή του με τον νεαρό Φραγκίσκο Κόττη, τον μετέπειτα μεγάλο
ησυχαστή της ερήμου μοναχό γέροντα Ιωσήφ Ησυχαστή (βλέπε 16 Αυγούστου),
στον οποίο έδωσε κατευθύνσεις για τα πρώτα βήματα στη μοναχική του ζωή
και πνευματική πορεία μαζί με τον συνασκητή του μοναχό Αρσένιο
Σπηλαιώτη. Ο γέρων τους έβαλε φραγμό στον χωρίς επίγνωση ασκητικό
νεανικό ζήλο, τον οποίο ποθούσαν και γι΄αυτό τους συνέστησε να
υποταχθούν και να κάνουν υπακοή πρώτα σε κάποιο γέροντα. Έτσι ο γέρων
Δανιήλ τους προστάτεψε από επικίνδυνες ατραπούς για την μετέπειτα
πνευματική τους πορεία και προκοπή.
Ο γέρων Δανιήλ, πραγματικά με
την οσιακή του βιοτή κατέστη καθοδηγητής, ιατρός και απελευθερωτής
πασχόντων, δαιμονισμένων, πλανεμένων, προβληματισμένων και
ταλαιπωρημένων ανθρώπων, ο οποίος ακούραστος νύχτες ολόκληρες αγρυπνούσε
και έγραφε μελέτες και επιστολές προς φωτισμόν και στηριγμόν των
ευσεβών ορθοδόξων αδελφών του. Χαρακτηριστικό του οσίου γέροντος Δανιήλ
ήταν η ένθερμη Θεοτοκοφιλία του, η αγάπη του προς την Κυρά του Όρους,
προς την Υπεραγία Θεοτόκο. Γι΄ αυτό και η μεγαλύτερη ευτυχία της ζωής
του ήταν όταν αναχωρούσε από τα επίγεια στα ουράνια την ημέρα των
γενεθλίων της Θεοτόκου, μετά την προσέλευσή του στη Θεία Κοινωνία, την
8ην Σεπτεμβρίου 1929 μ.Χ. Η είδηση της οσιακής κοίμησεως του γέροντος
έφερε αμέσως και το μεγάλο κενό που άφηνε πίσω του. Η Ιερά Μονή Μεγίστης
Λαύρας, στο συλλυπητήριο γράμμα της προς την Αδελφότητα των Δανιηλαίων
έγραφε: «Η απώλεια του αειμνήστου Γέροντος Δανιήλ δεν είναι απώλεια
μερική, αλλά γενική του ιερού ημών τόπου και ιδία της καθ΄ ημάς Ιεράς
Μονής, ης απετέλει σέμνωμα και κόσμημα της περιοχής της. Εν τω προσώπω
του μάκαρος Δανιήλ το Άγιον Όρος απώλεσε την τελευταίαν φυσιογνωμίαν
οσιακήν της συγχρόνου Αγιορείτικης γενεάς».
Ο Γέρων Ευλόγιος
Κουρίλας ο Λαυριώτης (1880 - 1961 μ.Χ.), μετέπειτα Μητροπολίτης Κορυτσάς
(1937 - 1939 μ.Χ.) και Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1942 - 1949
μ.Χ.), στη συλλυπητήρια επιστολή του (22 Σεπτεμβρίου 1929 μ.Χ.) προς
τους Δανιηλαίους για την εκδημία του Γέροντος Δανιήλ, έγραφε μεταξύ
άλλων: «Ὁ θάνατος αὐτοῦ ἀφίησιν ἀνεκπλήρωτον κενόν εἰς τήν σύστασιν τοῦ
συγχρόνου ἀσκητισμοῦ. Δέν βλέπω ἐκεῖ πέριξ ἄλλον Δανιήλ καί τοῦτο μέ
τρομάζει! Πάντες διασχίζοντες τά ἀπρόσιτα ἐκεῖνα μέρη εὕρισκον ὄασιν ἐν
τοῖς Κατουνακίοις καί ᾐσθάνοντο ἀνακούφισιν τῶν κόπων ἐκ τῆς μετ’ αὐτοῦ
συναναστροφῆς, τώρα ἀπωλέσαμεν καί τήν παρηγορίαν ταύτην!».
Πραγματικά,
ο όσιος πατήρ ημών Δανιήλ Κατουνακιώτης με την οσιακή βιοτή του
απετέλεσε αναμφισβήτητα για τους λόγους και τα έργα του σοφόν καθοδηγόν,
φωτισμένον και διακριτικόν, πλήρη πνευματικών χαρισμάτων.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μετελθὼν
πολιτείαν σεμνὴν ἐν Ἄθωνι, Κατουνακίων κοσμῆτορ, θεοειδὲς Δανιήλ, τὸ ἐκ
πέτρας μέλι ἥδιστον παρήγαγες τῆς ψυχοτρόφου ἀρετῆς ὥσπερ μέλισσα,
σοφέ, ἀκάματος· ὅθεν πάντες τῶν σῶν χαρίτων τρυγῶντες ἀπεκδεχόμεθα σὴν
εὔνοιαν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ'. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ἀθωνιτῶν
ὁσίων πάντων τὸν ἑπόμενον τῇ ἀρετῇ καὶ διακρίσει ἐπαινέσωμεν τὸν
ἐκλάμψαντα συνέσει καὶ ἐγκρατείᾳ, ὁδηγὸν εὐσεβοφρόνων ἀπλανέστατον τὸν
γενόμενον τὰ πάντα πᾶσι κράζοντες· χριστοφίλητε Δανιήλ, χαῖρε, ὅσιε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις,
διακρίσεως ὁ κανών, Δανιήλ, πατέρων ἐγκαλλώπισμα νεαυγῶν, χαίροις,
μονοτρόπων ἀλείπτης καὶ ἰθύντωρ, θεόφρον Ἀθωνῖτα, πρὸς βίον κρείττονα.
Ὁ Οἶκος
Ἄῤῥευστα τὰ ἐν πόλῳ,
Δανιήλ, παιδιόθεν
ἐπόθησας σοφῶς ἐν τῷ βίῳ·
ὅθεν πάντα ῥευστὰ παριδὼν
ἐν Κατουνακίοις τὸν σὸν νοῦν ἔτεινας
πρὸς Κύριον καὶ ἤγειρας
χοροὺς τῶν ἀσκητῶν βοᾶν σοι·
Χαῖρε, τοῦ Ἄθωνος μαργαρίτης·
χαῖρε, συνέσεως ὑποφήτης.
Χαῖρε, ἀηδὼν ἐγκρατείας γλυκύφθογγε·
χαῖρε, νοερῶν στρατευμάτων ὁμόσκηνε.
Χαῖρε, Σμύρνης γόνε τίμιε, ὁ ἀσκήσει θεωθείς·
χαῖρε, κρήνης πόμα ἥδιστον δροσοβόλου, θεϊκῆς.
Χαῖρε, τῶν ἐν τῷ Ἄθῳ ἀσκουμένων λαμπρότης·
χαῖρε, σεπτῶν πατέρων τῆς ἐρήμου φαιδρότης.
Χαῖρε, ἁγνείας φάρος ἀείφωτος·
χαῖρε, ξενίας πύργος χρυσότευκτος.
Χαῖρε, σεπτοῦ Νεκταρίου ὁ φίλος·
χαῖρε, χοροῦ ἀσκουμένων ὁ λύχνος·
Δανιήλ, χαῖρε, ὅσιε.
Κάθισμα
Ἦχος α'. Τὸν τάφον Σου, Σωτήρ.
Μετὰ δὲ τὴν α' Στιχολογίαν
Ἀγκάλας
πατρικάς, Δανιήλ, διανοίγων τοῖς σπεύδουσι ταῖς σαῖς πρὸς Θεὸν ἱκεσίαις
σπουδαίως ἀνέπαυσας καὶ πρὸς δρόμον κατηύθυνας ἐπιγνώσεως καὶ σωστικῆς
μετανοίας, θεοφώτιστε, τοὺς δαπανῶντας ἀσώτως τὸν βίον τὸν βρότειον.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ ́. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὴν β' Στιχολογίαν
Σπουδαίως
ἐπέδωκας τῷ ἀθλοθέτῃ Χριστῷ ὡς δῶρον πολύτιμον ὅλην ἱκμάδα ψυχῆς τῆς
σῆς καὶ ἀπείληφας πνεῦμα θεοσοφίας, Δανιὴλ θεοφόρε, ὥσπερ τῆς προσφορᾶς
σου ἀντιμίσθιον θεῖον καὶ πέφηνας πατέρων σεπτῶν ἄρτι φῶς ἄδυτον.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Τῆς
διακρίσεως τὸ στηλογράφημα, εὐχῆς καὶ νήψεως τὸ ἐνδιαίτημα καὶ
ἀκραιφνοῦς διαγωγῆς τὸν στῦλον τὸν φωτοφόρον, Δανιήλ, ὑμνήσωμεν τῶν
ὁσίων τοῦ Ἄθωνος βήμασιν ἑπόμενον ἐν ἐσχάτοις τοῖς ἔτεσιν ἐκλάμψαντα
ἐκθύμως βοῶντες· Χαῖρε, ἡσυχαστῶν λαμπρότης.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θεῖον
κόσμημα Κατουνακίων, νέον σέμνωμα πνευματοφόρων καὶ σεπτῶν Ἀθωνιτῶν, σὲ
γεραίρομεν, ἡσυχαστὰ Δανιήλ, ἐνθεώτατε, τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νήψεως
πρόβολε, πόθῳ κράζοντες· Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱλέωσαι ἡμῖν τοῖς μεγαλύνουσι
σὴν ἄσκησιν.
Άγιοι Εύοδος και Ονησιφόρος οι Απόστολοι
Eις τον Eύοδον.
Oδόν τρέχων Eύοδος ευθείαν λόγου,
Kαι πάντας αυτήν εκδιδάσκων ην τρέχειν.
Eις τον Oνησιφόρον.
Φέρειν όνησιν πάσιν Oνησιφόρος,
Φερωνύμως έσπευδε κηρύττων Λόγον.
Ο
Εύοδος ανήκει στη χορεία των εβδομήκοντα Αποστόλων και έγινε επίσκοπος
στη μεγάλη Αντιόχεια, υστέρα από τον Απόστολο Πέτρο. Αυτός λοιπόν, αφού
έγινε μεγαλόφωνος κήρυκας του Ευαγγελίου και έλαμψε σ' όλες τις αρετές,
απεβίωσε ειρηνικά.
Ο δε Ονησιφόρος, ήταν χριστιανός
οικογενειάρχης στην Εκκλησία της Εφέσου. Τον αναφέρει ο Απόστολος Παύλος
στην Β' προς Τιμόθεον επιστολή του κεφ. α' στίχ. 16-18. Αυτός λοιπόν,
έγινε επίσκοπος Κολοφώνος της Μικράς Ασίας και διακρίθηκε στη διδασκαλία
του Ευαγγελίου, το όποιο υπερασπίσθηκε με ανδρεία μέχρι αίματος. (Για
τον Ονησιφόρο βλέπε και στο βιογραφικό σημείωμα της Αγίας Θέκλας, την 24η Σεπτεμβρίου).
Άγιος Ευψύχιος
Εὔψυχος Εὐψύχιος ἣν πρὸς τὸ ξίφος,
Χαίρων ὅτι πλάσαντι τὴν ψυχὴν θύει.
Ο Άγιος Ευψύχιος ανήκει στις ευσεβείς δόξες της Καισαρείας στην Καππαδοκία. Ο πατέρας του Διονύσιος, πέθανε αλλά αυτός δεν απέμεινε ορφανός. Κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη, βαπτίστηκε και έγινε υπήκοος και μακαριστός γιος του ουράνιου Πατέρα. Όλα του τα υπάρχοντα, τα μοίρασε στους φτωχούς. Αυτός ζούσε με μεγάλη απλότητα και αφιερώθηκε στην υπηρεσία της σωτηρίας των ψυχών. Γι' αυτό λοιπόν, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Ανδριάνας (117 - 138 μ.Χ.), καταδιώχτηκε και καταδικάστηκε. Στην αρχή του ξέσκισαν τα πλευρά και έτσι αιμόφυρτο τον έριξαν στη φυλακή όμως Άγγελος Κυρίου επούλωσε τις πληγές του. Τελικά, αφού δεν μπόρεσαν να τον αλλαξοπιστήσουν τον αποκεφάλισαν και αντί για αίμα, από τις πληγές του έβγαινε γάλα και νερό.
Όσιος Πέτρος ηγούμενος της Μονής του Σωτήρος της επικαλούμενης του Βαθέος Ρύακος
Ο Όσιος Πέτρος
καταγόταν από την δεύτερη επαρχία των Καππαδοκών και διακρίθηκε για την
αυστηρή του ευλάβεια και τη θεοφιλή ζωή του. Ασκητικά αφού έζησε,
απεβίωσε ειρηνικά.
Ο Όσιος Πέτρος φέρεται να ήταν μαθητής του
Οσίου Βασιλείου του κτήτορα της Μονής του Βαθέος Ρύακος, που μετά απ'
αυτόν ανέλαβε την ηγουμενία. Όμως σύμφωνα με άλλες πηγές δεύτερος
ηγούμενος ήταν ο Όσιος Ιγνάντιος (βλέπε 27η Σεπτεμβρίου). Η μνήμη του Οσίου Πέτρου δεν υπάρχει στον Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου.
Όσιος Λουκάς από την επαρχία Λυκαόνων
Πάσης υπήρξας αρετής Λουκά τύπος,
Πάσης αποστάς προσπαθείας γηΐνης.
Ο
Όσιος Λουκάς έγινε μοναχός και στη συνέχεια ηγούμενος, τρίτος στη σειρά
από της ιδρύσεως της Μονής Βαθέος Ρύακος, που βρίσκεται στην Τρίγλια
και ήταν αφιερωμένη στο όνομα του Σωτήρος Χριστού.
Πρώτος ηγούμενος και κτήτορας της μονής ήταν ο Όσιος Βασίλειος (βλέπε 1η Ιουλίου) ενώ δεύτερος ηγούμενος ήταν ο Όσιος Ιγνάντιος (βλέπε 27η Σεπτεμβρίου).
Άγιος Ιωάννης ο Θαυματουργός Αρχιεπίσκοπος Νοβογορδίας
Ο Άγιος Ιωάννης ο Θαυματουργός έγινε Αρχιεπίσκοπος Νοβογορδίας το 1162 μ.Χ. Κοιμήθηκε το έτος 1186 μ.Χ. Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για τον βίο του Ρώσου Αγίου.
Όσιος Σεραπίων του Πσκωφ
Δεν έχουμε πληροφορίες για τον βίο του Αγίου. Η μνήμη του επαναλαμβάνετε και στις 15 Μαΐου.
Άγιος Σώζων ο Κύπριος
Ο Άγιος Σώζων είναι ένας τοπικός Άγιος της Πάφου και μάρτυρας της
Κυπριακής Εκκλησίας, που όμως αγνοείται από τους συναξαριστές. Τον
αναφέρει ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς που γράφει:
«...
Ομοίως ο Άγιος Σώζοντας εις του Πλακουντουδίου, παιδίν βοσκαρίδιν, και
ετρέξαν το οι Σαρακηνοί όταν εκάψαν την εικόναν της Θεοτόκου εις την
Μονήν και ετυπώθην η εικόνα εις τας πλάκας και είναι μέχρι την σήμμερον.
Και ετρέξαν το, και εκράτεν το γαλευτήριν με το γάλαν και εσκοντύλισεν
και ετζακίστην το γαλευτήριν και εχενώθην το γάλαν, και φαίνεται ως την
σήμερον. Και ενέβην εις το σπήλαιον με τα άλλα παιδιά, και εβάλαν
λαμπρόν και εκάψαν τα. Και έκτισαν ναόν και εβάλαν τα αγιάσματα (τα άγια
λείψανα), και θεραπεύουν πάσαν νόσον».
Κατά τον Λεόντιο Μαχαιρά,
λοιπόν, όταν ήρθαν οι Σαρακηνοί στην Κύπρο κατά την διάρκεια του 7ου
μ.Χ. αιώνα, έκαψαν την εικόνα της Παναγίας στην Μονή (πιθανότατα είναι
το κοντινό μοναστήρι της Παναγίας Χρυσορροϊάτισσας, ή η Μονή των Ιερέων)
και η μορφή της Παναγίας, από θαύμα τυπώθηκε πάνω στις πλάκες εκεί, και
υπήρχε μέχρι τον καιρό του Μαχαιρά δηλαδή τον 14ο αιώνα μ.Χ. Ο Άγιος
Σώζων ήταν ένας νεαρός βοσκός από το Πλακουντούδιν, μεσαιωνικό οικισμό
κοντά στο χωριό Ασπρογιά της Πάφου. Ο νεαρός αυτός βοσκός καταδιώχθηκε
από τους Σαρακηνούς και κατά την καταδίωξη έσπασε το δοχείο με το γάλα
που κρατούσε, και εφαίνοντο τα αποτυπώματα του χυμένου γάλακτος στις
πέτρες. Ο Άγιος Σώζων κατέφυγε σε ένα σπήλαιο, όπου είχαν κρυφτεί και
άλλα παιδιά και όταν έφθασαν οι Σαρακηνοί έβαλαν φωτιά στο σπήλαιο και
τα έκαψαν.
Το σπήλαιο αυτό βρίσκεται κοντά στο χωριό Ασπρογιά της
επαρχίας Πάφου και φέρει το όνομα «σπήλιος τ΄αή Σώζοντα». Το σπήλαιο
είναι πολύ μεγάλο, αλλά μέσα σήμερα δεν υπάρχει τίποτα αφού έχει
σταματήσει να είναι λατρευτικός χώρος. Λέγεται ότι στα παλιά χρόνια μέσα
από το σπήλαιο πήγαζε νερό το οποίο εξέρχετο από το στόμιο του και
εθεωρείτο αγίασμα. Κατά την επιτόπια παράδοση το αγίασμα του Αγίου
Σώζοντος θεραπεύει τα μιμίθκια (εξανθήματα). Όμως σήμερα δεν υπάρχει
καμιά ένδειξη νερού εκεί. Νερό πηγάζει από πολύ μικρότερο σπήλαιο το
οποίο βρίσκεται μέσα στην κοίτη του ποταμού, πιο κάτω από το μεγάλο
σπήλαιο. Κατά τα παλιά χρόνια επίσης, οι πιστοί κρέμμαζαν ρούχα στους
άγριους θάμνους κοντά στο σπήλαιο.
Στην περιοχή που μαρτύρησε ο
Άγιος, απέναντι από το σπήλαιο και το ποτάμι, κτίστηκε αργότερα εκκλησία
όπου εφυλάγοντο τα οστά του μάρτυρα που εθεωρείτο θαυματουργός. Τα
ερείπια της εκκλησίας του Αγίου Σώζοντος στην Ασπρογιά υπάρχουν μέχρι
σήμερα. Η εικόνα του Αγίου σώζεται στη Μονή Χρυσορρογιάτισσας. Λείψανα
του Αγίου σώζονται στην Μονή Μαχαιρά και στη Μονή Χρυσορρογιάτισσας.