ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ[: Λουκά, 16, 19-31]
Απομαγνητοφωνημένη
ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου
με θέμα:
«Ο ΘΑΝΑΤΟΣ»
[εκφωνήθηκε στην
Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 31-10-1999] [Β406]
Ακούσαμε όλοι, αγαπητοί μου, την σπουδαιοτάτην παραβολήν του πλουσίου και του Λαζάρου. Στην παραβολή αυτή δίδονται πολλές απαντήσεις που ενδιαφέρουν όλους τους ανθρώπους. Μία απάντησις είναι ότι ο θάνατος είναι ένα καθολικό φαινόμενο. Ότι δηλαδή όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν, σε μικρή ή μεγάλη ηλικία και σε όποια κοινωνική κατάσταση κι αν βρίσκονται. Πλούσιοι και φτωχοί. Όλοι πεθαίνουν.
Μας πληροφορεί, λοιπόν, η παραβολή του
πλουσίου και του Λαζάρου ότι «ἐγένετο ἀποθανεῖν τὸν πτωχόν… ἀπέθανε δὲ καὶ
ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη». «Και ο
ένας πέθανε και ο άλλος πέθανε». Και δεν είναι απαραίτητο σαν θέμα πίστεως
αυτό. Γιατί απλούστατα είναι μία
καθημερινή πραγματικότητα, που την ζούμε όλοι μας. Εξάλλου λέγει ο Ψαλμωδός:
«Τίς
ἐστιν ἄνθρωπος, ὅς ζήσεται καί οὐκ ὄψεται θάνατον;(:Ποιος άνθρωπος που υπάρχει, -λέγει- που να μην δοκίμασε τον θάνατον;)».
Και τον θάνατον όλοι τον βλέπομε και τον γνωρίζομε. Εκείνο που μας αποκαλύπτεται, όμως, είναι ότι
μετά θάνατον υπάρχει άλλη ζωή. Αυτό
δεν το ξέρουμε. Μας αποκαλύπτεται.
Βλέπομε μόνον το φαινόμενον του θανάτου. Και
αυτή η ζωή δεν είναι στην ποιότητά της όμοια - κι αυτό μας αποκαλύπτεται- με
εκείνη που ζήσαμε σε τούτη την ζωή. Αν φυσικά δεν υπάρξει μετάνοια. Όποια η ζωή
μας εδώ, εκεί και η ζωή εκεί. Ίδια ποιότητα.
Τι είναι ο θάνατος; Ένα βαθύ
μυστήριο, που έξω από την αποκάλυψη του Θεού, δηλαδή να μας το αποκαλύπτει ο
Θεός τι είναι, τίποτα δεν μπορούμε να γνωρίζομε. Ο θάνατος είναι ένας
ακατανόητος παραλογισμός. Πώς, δηλαδή, ο άνθρωπος, αυτό το θαυμαστό
δημιούργημα του Θεού, που έβαλε τόση επιμέλεια για να το δημιουργήσει και
δημιουργήθηκε, για να υπάρχει, φθάνει να εξαφανίζεται; Να γιατί είναι ένας παραλογισμός ο θάνατος.
Και βεβαιώνει επιπλέον η Γραφή: «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν(: Απόκειται
εις τους ανθρώπους μια φορά να πεθάνουν)».
Αλλά … πούθε ο θάνατος; Αυτό θα παρακαλέσω να το προσέξουμε. Γιατί υπάρχει και εις τους Χριστιανούς μας μία
εσφαλμένη αντίληψη. Μάλιστα πολλοί λέγουν: «Ε, ο Θεός…», λέει, «έτσι,
έδωσε τον θάνατον». Για να παρηγορήσομε πολλές φορές τους συγγενείς
κεκοιμημένων αδελφών λέμε: «Ε, τι να
κάνομε; -Κοιτάξτε: «Ε, τι να κάνομε;»-.
Ο Θεός έδωσε τον θάνατον». Ο
Θεός έδωσε τον θάνατον;… Κι εκείνο το «Ε,
τι να κάνομε;» είναι μία
μοιρολατρία. Ότι δηλαδή υπακούομε σε έναν νόμον αδυσώπητον. «Κι εμείς θα πεθάνομε», λέμε, «ε, τι να κάνομε;». Δεν είναι τα
πράγματα έτσι.
Καταρχάς, πούθε ο θάνατος; Από πού;
Ο θάνατος ρητά και κατηγορηματικά, δεν είναι δημιούργημα του Θεού. Γιατί θα
ερχόταν σε αντίφαση ο θάνατος με εκείνο που ο Θεός δημιουργεί, σας είπα, τον άνθρωπο, την ζωή, να ζήσει αιωνίως ο
άνθρωπος. Αν θέλετε, θα μπορούσε να ζήσει αιωνίως επάνω εις την Γην. Μην
σας κάνει εντύπωση. Άλλο τώρα, εν όψει
ότι θα επήρχετο ο θάνατος, ο Θεός οικονομεί· οικονομεί τον μεν πλανήτη μας
μικρόν αφενός, μπροστά σε ένα τρομακτικά μεγάλο σύμπαν. Αφετέρου κάνει τον άνθρωπο υπό τα δύο φύλα,
άρρεν-θήλυ, για μία διαιώνιση. Εν όψει τι θα εγίνετο. Ως παντογνώστης ο Θεός. Ο Θεός γνωρίζει όχι μόνο τα περασμένα και τα
παρόντα, αλλά και τα μέλλοντα. Άλλο θέμα αυτό. Ο θάνατος δεν είναι δημιούργημα του Θεού. Ο Θεός, ό,τι
δημιουργεί, μένει. Μας λέγει δια του προφήτου Ησαΐου: «Ἃ ἐγὼ ποιῶ, μένει». «Εκείνα τα οποία Εγώ δημιουργώ, παραμένουν».
Εν παρόδω, και η Δημιουργία, δεν πρόκειται να γίνει
μηδέν, ούτε ένα άτομον της ύλης. Αλλά τι; Έχουμε μετασχηματισμούς, όπως τους
θέλει ο Θεός. Αλλά ό,τι ο Θεός φέρει εκ του μηδενός, εκ της ανυπαρξίας εις το
είναι, εις την ύπαρξιν, αυτό μένει. Αυτό μην το ξεχνάμε αυτό.
Τότε; Λέγει η «Σοφία Σολομῶντος», εις το δεύτερο κεφάλαιο, «ὅτι ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπ᾿
ἀφθαρσίᾳ». «Ο Θεός», λέγει, «έκανε τον άνθρωπο να μένει άφθαρτος».
Συνοδά και αθάνατος. Ο αθάνατος είναι
και άφθαρτος. Ο άφθαρτος είναι και αθάνατος. Προσέξτε, υπάρχει διαφορά
ανάμεσα στα δυο. Η αφθαρσία είναι η μη
μεταβολή. Η αθανασία είναι ο μη θάνατος. Τώρα η μη μεταβολή στην αφθαρσία
είναι όταν το παιδί από τη στιγμή που σπείρεται εις την μήτραν της μάνας του,
αρχίζει ταυτοχρόνως να σπείρεται το σπέρμα της φθοράς. Η φθορά θα πει: «μεγαλώνω,
τρώω, πίνω, κοιμάμαι, αρρωσταίνω, πεθαίνω». Αυτές είναι μεταβολές. Όλες αυτές οι μεταβολές λέγονται φθαρτότης.
Ο Θεός, λοιπόν, έκανε τον άνθρωπο
να μην υπάρχει η φθαρτότητα. Άλλο τώρα αν είπε: «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε»
κ.λπ. κ.λπ. Ενόψει της αμαρτίας των
πρωτοπλάστων, ο Θεός μάς έβαλε εις το σχήμα, σχήμα, το υπογραμμίζω, εις το
σχήμα να υπάρχει και η φθορά και ο
θάνατος. Μεγαλώνουμε, γηράσκουμε, πεθαίνουμε.
Έτσι, λοιπόν, λέει εδώ η Σοφία Σολομώντος «ὅτι ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπ᾿
ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν (:τον έκανε σύμφωνα με την δική Του
εικόνα)· φθόνῳ δέ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον». Να, λοιπόν, πώς μπήκε ο θάνατος. Από τον
φθόνον του διαβόλου. «Α», λέει
στους πρωτοπλάστους, πρώτα στην Εύα, «ο
Θεός σας είπε να μην δοκιμάσετε από τον καρπόν αυτόν» -που δεν ήταν τίποτε
άλλο παρά μία δοκιμασία σταθεροποιήσεως
του αγιασμού, να γίνει άγιος ο Αδάμ
και οι απόγονοί του. Έρχεται και λέει, λοιπόν, ο διάβολος, αυτός, όπως μας
είπε ο Χριστός, ο απ’ αρχής
ανθρωποκτόνος. Δεν θέλει την
παρουσία του ανθρώπου. Φθονεί. Φθονεί, φθονεί. Γι'αυτό ο φθονερός άνθρωπος
μοιάζει με τον διάβολο. Είναι φοβερό
αμάρτημα, φοβερό έγκλημα ο φθόνος. Και πάει και λέει: «Α», λέει, «σας είπε ψέματα ο
Θεός». Διαβάλλει τον Θεόν. Εξ ου και «διάβολος». «Αντιθέτως, σας φθονεί», λέει, «ο
Θεός και δεν θέλει να γίνετε σαν θεοί. Γι΄αυτό, λοιπόν, σας είπε να μην
δοκιμάσετε από τον καρπόν αυτόν. Δοκιμάστε και θα δείτε, θα γίνετε θεοί. Θα
ανοίξουν -λέει- τα μάτια σας, θα
δουν, θα κατανοήσουν». Τι ψεύδος! Τι διαβολή!
Έτσι, λοιπόν, μπήκε ο θάνατος γιατί; Γιατί απλούστατα, τι είπε ο Θεός
στους πρωτοπλάστους; Σας είπα, ήταν μία
δοκιμασία, ή προς αγιασμόν ή προς θάνατον. Διάλεξε και πάρε. Να, λοιπόν, και η αφετηρία της ελευθερίας:
«Ἐν
ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». «Την ημέρα που θα παραβείτε την εντολή μου και θα δοκιμάσετε τον καρπόν,
θα πεθάνετε». Αυτό ήταν όλο. Πεινούσαν; Όλα τα δένδρα του Παραδείσου ήταν
δικά τους. Όλοι οι καρποί ήταν δικοί
τους. Συνεπώς ήταν ένα πειρατήριον,
ένα δοκιμαστήριον της ελευθερίας. Είδατε ο Θεός, ε; Έκανε τον άνθρωπο
ελεύθερο. Δεν είναι εξαναγκασμός η αγιότητα. Αν εσύ θέλεις να γίνεις άγιος, θα γίνεις άγιος. Αρκεί να το θέλεις.
Διαλέγεις τον θάνατον; Δικαίωμά σου. Κάπου αλλού λέει στον προφήτην: «Σου έβαλα μπροστά και την ζωήν και τον
θάνατον. Διάλεξε». Συμφέρει να διαλέξει κανείς τον θάνατον; Ο απόστολος
Παύλος λέει: «Πάντα μοὶ ἔξεστι, ἀλλ΄ οὐ πάντα συμφέρει». Όλα μου
επιτρέπονται. Δεν μου επιτρέπεται να πάρω… ποιος θα με εμποδίσει άμα θέλω, να
πάρω ένα περίστροφο και να τινάξω τα μυαλά μου. Δεν μου επιτρέπεται; Δεν μπορώ;
Άμα το θέλω; Βεβαίως μπορώ. Αλλά δεν συμφέρει. «Πάντα μοὶ ἔξεστι(:όλα μου επιτρέπονται), ἀλλ΄
οὐ πάντα συμφέρει». Κι αυτό είναι για πάρα πάρα πολλά πράγματα στη ζωή
μας. Μη νομίζετε, κακίζομε τον Αδάμ ότι
στάθηκε εκείνος ο οποίος στάθηκε αιτία να πεθαίνομε. Όχι. Κι εμείς ακολουθούμε την ιδίαν πορείαν με τον Αδάμ. Κάνομε κακή
χρήση της ελευθερίας μας.
Ωστόσο, εισηγητής του θανάτου είναι μεν ο διάβολος αλλά ο άνθρωπος,
παραβαίνοντας την εντολή ελευθέρως, απεδέχθη τελικά τον θάνατον. Έτσι έρχεται η αμετάτρεπτος εντολή του
Θεού: «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ». «Χωματένιος είσαι, από τα υλικά της Δημιουργίας. Ε, εκεί θα
ξανακαταλήξεις πάλι». Και συνεπώς μπαίνει ο θάνατος.
Έκτοτε, όπως μας λέγει η Γραφή, «ἄνθρωπος, ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ· ὡσεὶ
ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθήσει». «Τι
είναι», λέει, «οι ημέρες της ζωής του
ανθρώπου; Σαν το λουλούδι. Ε,
εξανθίζει το λουλούδι και μετά μαραίνεται και χαλάει». Και ο άγιος Ιάκωβος
ο Αδελφόθεος μάς λέγει: «Ποία ἡ ζωὴ ἡμῶν; (:Ποια είναι η ζωή μας;) Ἀτμὶς
ἔσται ἡ πρὸς ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δὲ καὶ ἀφανιζομένη». «Ἀτμίς»,
συννεφάκι. Βλέπετε τα σύννεφα πώς μετασχηματίζονται πάνω στον ουρανόν, τον μετεωρολογικό
ουρανό; Παίρνουν διάφορα σχήματα. Έτσι, λέγει, είναι και η ζωή μας.
Εξαφανίζεται.
Ίσως έβγαινε το συμπέρασμα,
απ΄όλα αυτά τα οποία είπαμε μέχρι στιγμή, ότι ο άνθρωπος εις μάτην επλάσθη.
Ματαίως. Και πάλιν η Γραφή μάς βεβαιώνει, στον 88ον Ψαλμόν: «Μὴ γὰρ
ματαίως ἔκτισας πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων;», ερωτά ο Δαβίδ. «Τάχα μάταια, που έτσι είναι τα πράγματα και
πεθαίνουν οι άνθρωποι, μάταια έκανες τους ανθρώπους;». Βεβαίως όχι! Αν ο Θεός επέτρεψε τον θάνατον, ετοίμασε, όμως, την
αναγέννηση του ανθρώπου. Φαινομενικώς μοιάζει ότι ματαίως ο άνθρωπος κινείται.
Και η μέθοδος είναι η ιδία που ετέθη κάποτε εις τον Αδάμ. Τι του είπε; «Δεν θα δοκιμάσεις από τον καρπόν αυτόν».
Δηλαδή, «θα πιστέψεις αυτό που σου είπα».
Διότι δεν προϋπήρξε κάποιος του Αδάμ να δει ότι πεθαίνει ο άνθρωπος. Δεν ήξερε
ο Αδάμ τι πράγμα είναι ο θάνατος. «Συνεπώς
θα με πιστέψεις αυτό που σου είπα». Ο
Αδάμ, λοιπόν, δεν επίστεψε εις τους λόγους του Θεού και εζημιώθη φυσικά την
φοβερή, αυτή, ζημία.
Πάλι τίθεται η μέθοδος τώρα
ή η οδός, αν θέλετε, της πίστεως, εις το
θεανθρώπινον πρόσωπον του Χριστού. Πάλι η πίστις. Θα ‘λεγε κανείς: «Εκείνος ο καρπός τότε, θα είχε την δύναμη
να με κάνει να πεθάνω; Τώρα, αυτό το πρόσωπο που λέγεται Ιησούς, είναι ικανό,
αν πιστέψω εις αυτό», εντελώς ανθρώπινη διάσταση, «να μην πεθάνω; Να σωθώ;». Ναι,
αγαπητοί μου, εάν πιστεύσεις στο θεανθρώπινον πρόσωπον του Χριστού, τότε δεν θα
πεθάνεις. Θα ζεις αιωνίως. Όλοι εξάλλου θα αναστηθούν. Δεν υπάρχει αντίρρησις.
Οι πιστοί, όμως, θα δικαιωθούν· Διότι επίστευσαν εις το θεανθρώπινον πρόσωπον
του Χριστού. Δέχτηκαν και την θείαν και την ανθρωπίνη φύση του Χριστού.
Ο Θεός συνεπώς δεν δημιουργεί μάταια πράγματα. Και πολύ παραπάνω τον άνθρωπο, που
είναι η κορωνίδα της Δημιουργίας, να τον έκανε επί ματαίω. Κι όλα αυτά
διαζωγραφίζονται και απαντώνται, αν κανείς ψάξει, αναλύσει στην παραβολή του
πλουσίου και του Λαζάρου. Είναι η
επέκεινα πραγματικότητα. Πέθανε ο ένας, πέθανε και ο άλλος. Πού βρέθηκαν;
Όλοι, λοιπόν, θα πεθάνομε. Το πρόβλημα όμως, σας είπα, δεν βρίσκεται εκεί. Το πρόβλημα είναι το πώς θα πεθάνομε. Σε
ποια, δηλαδή, ποιοτική κατάσταση θα βρεθούμε.
Βλέπομε σαφώς από την παραβολή ότι η ζωή του πλουσίου και του Λαζάρου
αλλάζει απερχόμενοι από τον κόσμον αυτόν. Αλλάζει. Βλέπομε ότι η αιωνιότητα είναι ηχώ αυτής της παρούσης ζωής. Με τις
διαθέσεις που πεθαίνει κανείς εδώ, με τις ίδιες διαθέσεις θα ξυπνήσει στην
αιωνιότητα. Γιατί στον Άδη δεν υπάρχει μετάνοια. Δεν μπορεί να υπάρξει
μετάνοια, δεν μπορεί. Όπως ακριβώς και εις τους δαίμονες, δεν μπορεί μετά την
πτώσιν των να υπάρξει μετάνοια. Υπάρχει
μία παγίωσις της καταστάσεως σε εκείνη την οποία βρέθηκε ο άνθρωπος φεύγοντας
από την παρούσα ζωή. Σε μια παγίωση. Προσέξτε, είναι κάτι το καταπληκτικό.
Τώρα θα χρησιμοποιήσω την ελληνική σοφία. Φεύγω από την Αγία Γραφή για
μια στιγμή. Μας διασώζεται το εξής. Ένα πολύ πολύ χαρακτηριστικός μύθος, που
κάποτε, λέγει, αφού βρέθηκαν οι ψυχές εις τον Άδη, λένε οι αρχαίοι Έλληνες, οι
προ Χριστού, ερωτήθηκαν αν ήθελαν να γυρίσουν πίσω στη Γη. Και αν γύριζαν τι θα
επιθυμούσαν να ήσαν. Και από πλευράς ενδιαφερόντων και από πλευράς χαρακτήρος.
Ξέρετε τι απήντησαν οι ψυχές; Λένε οι αρχαίοι Έλληνες: «Εκείνο που ήσαν στη Γη». Καμία μεταβολή; Όχι. «Αυτό που ήμουνα στη Γη». «Μα ήσουνα κλέφτης». «Κλέφτης θέλω να είμαι
πάλι». Δηλαδή οσφράνθηκαν οι αρχαίοι
Έλληνες την παγίωση της ψυχής, όταν φύγει από τον παρόντα κόσμο. Σας κάνει
εντύπωση αυτό; Το λέγαν οι αρχαίοι Έλληνες. Αλλά μας το λέει και η Αγία Γραφή.
Σωστότατα και ορθότατα. Ο άνθρωπος
αγαπάει τον εαυτόν του, εκείνος που είναι. Καλός; Καλός. Κακός; Κακός. Όπως
είναι. Τον αγαπάει τον εαυτόν του.
Η μετάνοια, αγαπητοί, ενεργείται
εν χώρω και χρόνω εδώ στη Γη. Γι'αυτό ας σπεύσομε να μετανοούμε καθημερινά. Δεν
γνωρίζομε την ώρα του θανάτου μας, δεν γνωρίζομε. Μάλιστα ο άγιος Εφραίμ ο
Σύρος ευλογούσε το κρεβάτι του κι έλεγε: «Ω
κλίνη μου, απόψε μπορείς να γίνεις το φέρετρό μου». Πόσοι δεν πεθαίνουν από
μία καρδιακή προσβολή, απ’ ό,τι άλλο και δεν ξυπνούν... Είναι γνωστό αυτό.
Πάντως, δεν γνωρίζομε ούτε τον τρόπο του θανάτου μας, ούτε την ώρα του θανάτου
μας. Γι'αυτό η μετάνοια, μόνον η
μετάνοια σώζει. Όταν όμως αυτή είναι έγκαιρη, έγκαιρη, το ξαναλέγω. Μη λέμε
εκείνο το επικίνδυνο αλλά και ανόητο ότι «όταν
θα γεράσομε τότε θα μετανοήσουμε». Πόσες φορές το έχω ακούσει αυτό και
ασφαλώς κι εσείς το έχετε ακούσει, ελπίζω, σεις που ακούτε τον λόγο του Θεού,
ότι αυτό εσείς δεν το έχετε πει. Ελπίζω.
Και πρώτιστα, δεν γνωρίζομε αν θα γεράσομε. Ξέρεις, άνθρωπέ μου, αν θα γεράσεις;
Ξέρεις, παιδί μου, αν θα γεράσεις; Πόσα παιδιά πεθαίνουν και μάλιστα από
ατυχήματα. Μάλιστα ο αριθμός των θανάτων στη νεανική ηλικία είναι μεγαλύτερος
από τον αριθμό των θανάτων των ηλικιωμένων ανθρώπων. Ο ηλικιωμένος κάπου
προσέχει. Όταν θέλει να περάσει τον δρόμο, κοιτάζει από δω, κοιτάζει από κει. Ο
νέος περνάει, ακάθεκτος... Γι’ αυτό έχομε και πολλά ατυχήματα κ.λπ. κ.λπ.
Αλλά και να γεράσομε, όταν οι
ψυχοσωματικές μας δυνάμεις μας εγκαταλείπουν, τότε τι μετάνοια μπορούμε να
έχομε, όταν έχομε διαμορφωμένη πλέον νοοτροπία κοσμική; Δεν αλλάζει η νοοτροπία του ηλικιωμένου
ανθρώπου. Έλεγε ο πατέρας μου μια παροιμία: «Παλιός γάιδαρος δεν αλλάζει αντίληψη, τρόπους». Έτσι έμαθε. Ο
ηλικιωμένος άνθρωπος; Έχει αποκρυσταλλωμένη
την νοοτροπία του. Κι αν αυτή η νοοτροπία, παρακαλώ, είναι κοσμική, πώς τώρα θα
μπορεί αυτή να μεγαλώσει, να μαλακώσει, να γίνει εκείνη η οποία θα πρέπει να
αλλάξει…
Ακόμα, αν θέλετε, η ώρα εκείνη
του τέλους, δεν είναι ώρα μυστηρίων, όπως μας λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος, αλλά… ώρα διαθηκών. Τελειώνοντας η ζωή
μας, κάνομε πια την διαθήκη μας. Όχι
βεβαίως ότι δεν θα μπορούσαμε να μετανοήσομε, αν μπορούσαμε. Αλλά ένας άνθρωπος
παγιωμένος πλέον εκεί που παγιώθηκε, τι είδους μετάνοια μπορεί να έχει;
Ξέρετε τι λέγει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης; Ότι… πηγαίνομε βέβαια και
κοινωνούμε έναν άνθρωπο που ετοιμάζεται να πεθάνει. Πηγαίνομε, γιατί μας το
ζήτησαν. Δεν μπορούμε να το αρνηθούμε. Αλλά αμφιβάλλομε για τη σωτηρία αυτού του ανθρώπου. Αμφιβάλλομε. Προσέξατέ το αυτό. Ο Θεός να φυλάξει. Μη
χάσουμε την αιώνιον ζωήν. Βεβαίως.
Και το σπουδαιότερον; Το σπουδαιότερον… η μετάνοια δεν είναι μία λέξις, μετανοώ, φερειπείν. Είναι μία κουβέντα
αυτό το πράγμα. Αλλά είναι ένας καρπός. Θα το επαναλάβω. Είναι ένας καρπός
η μετάνοια. Γι'αυτό έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής στα πλήθη που τον
επεσκέπτοντο στην έρημο: «Ποιήσατε οὗν καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας».
«Να κάνετε καρπούς αξίους της μετανοίας».
Ναι. Όταν όμως γεράσω, πότε θα αποφέρω καρπόν; Ο καρπός τώρα, τώρα πρέπει να
αρχίσω, από μικρό παιδί. Είναι μακάριες
οι μητέρες που οδηγούν τα μικρά τους παιδάκια από νήπια -μακαριστή και η μάνα
μου- που τα οδηγούν στην εξομολόγηση από νήπια. Πάρα πολλά πράγματα θυμάμαι
από την νηπιακή μου ηλικία. Σε καταπληκτικό βαθμό. Δεν θυμάμαι όμως, περιέργως,
πότε πρωτοεξομολογήθηκα. Δεν ξέρω. Πάντως
η μητέρα μου, εξομολογουμένη μας έπαιρνε και μας έβαζε κάτω από το επιτραχήλιο
κι εμάς. Και έμαθα από την μάνα μου να εξομολογούμαι. Είναι εφεξής αδιανόητο
ένας άνθρωπος να μην μπορεί, να μην θέλει να εξομολογηθεί. Γι'αυτό, μάθετε
τα παιδάκια σας από νήπια. «Μα έχουν
αμαρτία τα παιδάκια;». Πρώτα πρώτα, γιατί δεν έχουν; Ξέρετε τα παιδιά είναι
εγωκεντρικά. Δεν χρειάζεται πιο πολλά να σας πω. Συνεπώς έχουν αμαρτίες. Αλλά
το σπουδαίο: Συνηθίζουν.
Λοιπόν, μη επικαλούμεθα, αγαπητοί μου, εκείνο…την μετάνοια του ληστού.
Ότι δηλαδή: «Να, είδες; Τελευταία στιγμή
μετανόησε». Το θαύμα του ληστού, η
μετάνοια του ληστού είναι ένα θαύμα. Γιατί έγινε κάτω από φοβερές συνθήκες. Και
οι συνθήκες στάθηκαν ένα μεγάλο έργο της μετανοίας, όπως και εκείνων των
μαρτύρων που μεταπήδησαν από τους βασανιστές, μάρτυρες, τους βασανιζομένους
μάρτυρες κι έγιναν οι βασανισταί -όπως τον άγιο Χαράλαμπο- έγιναν μάρτυρες. Κάποια στιγμή ξύπνησαν. Κι αυτοί οι
άνθρωποι έγιναν άγιοι.
Αγαπητοί, «το δένδρον πέφτει από κει που κλίνει», λέει μία παροιμία. Και η ελαχίστη πιθανότης να υπάρξει ότι
μπορούμε να φθάσομε στον θάνατον χωρίς μετάνοια, είναι τραγικό και απελπιστικό.
Ελαχίστη πιθανότης. Και τούτο γιατί
έχομε να κάνομε με την αιωνιότητα. Δεν έχομε συλλάβει τι σημαίνει αιωνιότης.
Πρέπει να εννοήσομε ότι, κατά δυστυχίαν, δεν θα σωθούν όλοι οι
άνθρωποι. Βέβαια «ὁ Θεὸς θέλει πάντας σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν
ἀληθείας ἐλθεῖν», αλλά δεν θέλουν
όλοι οι άνθρωποι να σωθούν· γιατί δεν πιστεύουν στο θεανθρώπινο πρόσωπο του
Ιησού Χριστού. Και συνεπώς γι’
αυτούς, ό,τι ο Χριστός είπε, όπως εν προκειμένω τούτη την παραβολή, πέφτει στο κενό.
Πάντως ο Χριστός μάς είπε: «Ἐὰν μὴ πιστεύσητε, ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις
ὑμῶν». Φυσικά φεύγοντας από τον
κόσμον αυτόν, δεν παίρνομε τίποτα μαζί μας. Και φυσικά, ό,τι δεν πάρομε μαζί
μας είναι μία ματαιότης. Και η ανθρωπίνη δόξα και ο πλούτος και όλα. Τα
ακούμε στην ακολουθία της κηδείας. Είναι κι αυτή μία ματαιότης. Τα πουλιά, αγαπητοί, που πετούν, κανένα
σημάδι δεν αφήνουν στον αέρα. Τα καράβια που αρμενίζουν, κανένα ίχνος δεν
αφήνουν στο υγρό στοιχείο. Τα λουλούδια σήμερα ανθούν κι αύριο μαραίνονται.
Γιατί, λοιπόν, εμείς έχομε την εντύπωση ότι το πέρασμά μας από την ζωή αυτή θα
μείνει αιώνιο; Εννοείται στην Ιστορία. Μαζί μας δεν θα πάρομε παρά μόνον
ό,τι εργαστήκαμε στο όνομα του Ιησού Χριστού. Κι αυτό είναι η αγιότητα. Μια
αγιότητα με κίνητρο την υπερηφάνεια ή την κενοδοξία… Θα μου πείτε: «Είναι δυνατόν;». Ναι, ναι. Δεν αντέχει
στην αιωνιότητα. «Πᾶν ὃ οὐκ ἐκ πίστεως –λέει ο απόστολος Παύλος- ἁμαρτία
ἐστίν». Ο Κύριος μάς είπε ότι
ένα ποτήρι κρύο νερό να δώσουμε, αλλά στο όνομά Του, αυτό θα μείνει στην
αιωνιότητα. Θα μείνει.
Αγαπητοί, ένας τρόπος για να μην αμαρτάνομε είναι να θυμόμαστε τον θάνατόν μας.
Λέγει η Σοφία Σειράχ στο 7ον κεφάλαιον: «Ἐν πᾶσι τοῖς λόγοις σου
μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου (:όπως κι
αν κινείσαι, να θυμάσαι ότι θα πεθάνεις) καὶ εἰς τὸν αἰῶνα οὐχ ἁμαρτήσεις (:και αιωνίως δεν θα αμαρτήσεις)». Όταν θυμόμαστε τον θάνατο, δεν θα αμαρτάνουμε. Ναι, αγαπητοί. Έτσι,
η μνήμη του θανάτου είναι ο καλύτερος
παιδαγωγός για την σωτηρία μας. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη
ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό
γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της
απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη
Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
·
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
·
https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_817.mp3
