Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2025

Το μαντίλι στην ορθόδοξη εκκλησία.

Επιμέλεια Στυλιανή

Πᾶσα γυνὴ προσευχομένη ἢ προφητεύουσα ἀκατακαλύπτῳ τῇ κεφαλῇ καταισχύνει τὴν κεφαλὴν αὐτῆς, γράφει ο Απόστολος Παύλος στην πρώτη επιστολή προς Κορινθίους, θεμελιώνοντας όχι ένα τοπικό έθιμο, αλλά μια αποστολική διάταξη που συνέχει ολόκληρη την πνευματική ζωή της Εκκλησίας από τον πρώτο αιώνα έως σήμερα. Η εντολή δεν παραδίδεται ως κοινωνικός κανόνας ή σύμβαση μιας εποχής, αλλά ως πνευματική αρχή που ρυθμίζει με λεπτότητα την ευλάβεια της ψυχής όταν πλησιάζει την παρουσία του Θεού. Η Εκκλησία την παρέλαβε όχι από ανθρώπινη συνήθεια, αλλά από το στόμα του Αποστόλου, και την φύλαξε με ευλάβεια μέσα στους αιώνες.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας στάθηκαν πάντοτε ομόφωνοι: η κάλυψη της κεφαλής στις γυναίκες αποτελεί σημείο σεμνότητας, ταπεινοφροσύνης και εσωτερικής τάξεως. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διδάσκει ότι η γυναίκα καλύπτει την κεφαλή της γιατί γράφεται πάνω της η αιδώς, και ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει ότι η ευταξία στην λατρεία είναι τμήμα της υπακοής του ανθρώπου προς τον Θεό. Με αυτόν τον τρόπο, το μαντίλι γίνεται μια σιωπηλή ομολογία πίστεως, ένα μικρό αλλά ουσιαστικό στοιχείο της εσωτερικής ζωής που φανερώνει την διάθεση της ψυχής να στέκεται μπροστά στον Θεό με σεβασμό και καθαρότητα.
Η παράδοση αυτή δεν εμφανίστηκε στο Βυζάντιο ούτε γεννήθηκε από πολιτισμικές συνθήκες της Ανατολής. Είναι καθαρά αποστολική. Οι πρώτες χριστιανές γυναίκες, σε Ρώμη, Συρία, Ιερουσαλήμ, Αίγυπτο και Ελλάδα, εισέρχονταν στον ναό με καλυμμένη κεφαλή, προσεύχονταν με ευλάβεια με την ίδια τάξη και τιμούσαν την ιερή παρουσία του Θεού με τρόπο που προστάτευε τη συγκέντρωση και την ησυχία τους.
Για σχεδόν δεκαεννέα αιώνες, η πράξη αυτή υπήρξε οικουμενική μέσα στην Ορθοδοξία. Δεν αμφισβητήθηκε, δεν χαλάρωσε, δεν θεωρήθηκε προαιρετική. Ήταν αυτονόητη.
Με τη σταδιακή επικράτηση της κοσμικότητας στον δυτικό κόσμο και αργότερα στην Ελλάδα, η παράδοση αυτή άρχισε να ξεθωριάζει. Από τη δεκαετία του 1960, η κοινωνία μας δέχθηκε έντονα κύματα εκσυγχρονισμού, μεταφοράς ξένων προτύπων και φεμινιστικών αντιλήψεων που έβλεπαν το μαντίλι ως αναχρονιστικό. Οι γυναίκες δεν έπαψαν να αγαπούν τον Θεό, αλλά ο τρόπος του κόσμου άρχισε να διεισδύει σιωπηλά μέσα στην καθημερινότητα. Παράλληλα, πολλοί ιερείς, φοβούμενοι εντάσεις και κοινωνικές αντιδράσεις, έδειξαν επιείκεια και σιώπησαν όπου παλιότερα θα δίδασκαν και θα καθοδηγούσαν, όχι από περιφρόνηση προς την παράδοση, αλλά για να μην πληγώσουν ανθρώπους που ήδη βρίσκονταν μακριά από τον εκκλησιαστικό τρόπο ζωής.
Η Εκκλησία, όμως, δεν άλλαξε. Δεν υπήρξε καμία Σύνοδος που να κατάργησε το μαντίλι. Δεν εκδόθηκε κανένας κανόνας που να το αντικαθιστά. Η τάξη παραμένει η ίδια όπως παραδόθηκε. Η απουσία του μαντιλιού δεν απαγορεύει την είσοδο στον ναό, γιατί ο Θεός δεν κλείνει καμία πόρτα σε κανέναν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η παράδοση έχασε την αξία της. Σημαίνει απλώς ότι η Εκκλησία στέκεται με φιλανθρωπία προς όσους δεν γνωρίζουν ή δεν έχουν παιδευτεί μέσα στην ορθόδοξη πνευματικότητα.
Το μαντίλι δεν είναι εξωτερικό στολίδι ούτε σύμβολο καταναγκασμού. Είναι σιωπηλή πράξη ταπεινότητας, μικρή κίνηση υπακοής, τρόπος να ειπωθεί με την καρδιά «Κύριε, Σε σέβομαι και Σου ανήκω». Είναι μια πρακτική που βοηθά τη γυναίκα να προσεύχεται με ησυχία, να συγκεντρώνεται χωρίς περισπασμούς και να θυμάται ότι βρίσκεται ενώπιον του Θεού και όχι σε χώρο κοινωνικής συναναστροφής. Γι’ αυτό και οι Πατέρες εξηγούν ότι η κάλυψη της κεφαλής δεν είναι τυπικότητα, αλλά πνευματικό εργαλείο που προστατεύει από πειρασμούς και ενισχύει τη διάκριση της ψυχής.
Στην πράξη, εφαρμόζεται με την είσοδο στον ναό και παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας και των ακολουθιών, στην προσευχή στο σπίτι, στην Θεία Κοινωνία, στα μυστήρια και σε κάθε αγιασμό. Η γυναίκα που τιμά αυτήν την παράδοση δεν επιδεικνύει αυστηρότητα, αλλά μιμείται την ταπεινή ευλάβεια των μητέρων και γιαγιάδων της, οι οποίες έβλεπαν το μαντίλι ως ένδυμα ψυχής και όχι ως κοινωνικό βάρος.
Μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα, όπου η σεμνότητα συχνά θεωρείται αδυναμία και η παράδοση κριτικάρεται ως παλαιότητα, η επιστροφή σε αυτήν την μικρή αλλά τόσο ουσιαστική πράξη μπορεί να γίνει αφορμή να ξαναθυμηθούμε την ρίζα μας. Η ευλάβεια δεν είναι περιορισμός. Είναι τιμή. Και μια τόσο απλή κίνηση, όπως το να καλύπτει η γυναίκα την κεφαλή της, μπορεί να γίνει γέφυρα ανάμεσα στο σήμερα και στην αδιάκοπη συνέχεια της Εκκλησίας. Στο τέλος, όλα καταλήγουν στο ίδιο ερώτημα της καρδιάς: πώς στέκομαι μπροστά στον Θεό και τι σημαίνει για μένα η παρουσία Του.
Η ταπεινή κάλυψη της κεφαλής ως ήρεμος ύμνος ευλάβειας και επιστροφής στον ζωντανό παλμό της παράδοσης.
Από ταπεινή προαίρεση γεννιούνται οι πιο όμορφες επιστροφές της καρδιάς.