Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2025

Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης: «Φεύγοντες τόν βόθρον τῆς αἱρέσεως»!

 

Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης: «Φεύγοντες τόν βόθρον τῆς αἱρέσεως»!


Γράφει ὁ κ. Γεώργιος Τραμπούλης, θεολόγος

  Ἡ Συντονιστική Ἐπιτροπή Πιστῶν τῆς Ἱ.Μ. Περιστερίου σέ ἀνακοίνωσή της ἀνέφερε ὅτι, στίς 4 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπίσημη ἔναρξη τοῦ νεοσύστατου «Εὐρωπαϊκοῦ Ἰνστιτούτου Κανονικοῦ καί Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου» στήν Ἱ. Μ. Περιστερίου. 

Ἀποδέκτης τῶν δραστηριοτήτων τοῦ Ἱδρύματος, ἀναφέρεται στό καταστατικό του, «εἶναι κατ’ ἀρχήν τό ποίμνιο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Περιστερίου». Ἀνάμεσα στούς σκοπούς τοῦ Ἰνστιτούτου, τονίζεται ὅτι εἶναι ἡ «παροχή ὑπηρεσιῶν διά βίου μάθησης, ἐκπαίδευσης καί κατάρτισης, καθώς καί ἡ συγκρότηση πιστοποιημένης ἐκπαιδευτικῆς δομῆς παροχῆς πιστοποιημένων ἐπιμορφωτικῶν προγραμμάτων» (ἄρθρο 4, παράγρ. 1λ). Ἐπίσης ξεχωρίζει καί ἡ «ἔρευνα καί ἡ μελέτη τοῦ θρησκευτικοῦ δικαίου τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν δογμάτων, ὅπως γιά παράδειγμα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ὁμολογιῶν τῆς Διαμαρτύρησης, καθώς καί τῶν Θρησκευτικῶν Κοινοτήτων πού ἀπαντοῦν στήν Ἑλλάδα καί στήν Εὐρώπη».

  Τό κρίσιμο σημεῖο βρίσκεται, τονίζουν οἱ πιστοί τῆς Μητροπόλεως στήν ἀνακοίνωση, στήν ἐκπαίδευση καί ἐπιμόρφωση κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν (ἄρθρο 4 κστ–κη). Τό Ἰνστιτοῦτο γίνεται φορέας διαμόρφωσης (καί ἐπαναδιαμόρφωσης) τῆς ἐν γένει ἐκκλησιαστικῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἐπιτυγχάνοντας τήν κατασκευή μίας νέας “νοοτροπίας”. Αὐτός ὁ ἐπιδιωκόμενος στόχος δεικνύει ὅτι τό Ἰνστιτοῦτο δέν εἶναι ἁπλῶς ἐπιστημονικός φορέας. Εἶναι καί ἐκπαιδευτικός – ἐπιμορφωτικός μηχανισμός πού φιλοδοξεῖ νά εἰσάγη τόν δικό του κώδικα σκέψης σέ κληρικούς, μοναχούς, λαϊκά στελέχη, νομικούς καί θεολόγους, ἀφοῦ ἐπαγγέλλεται τήν ἑρμηνεία τῶν Ἱερῶν Κανόνων (ἄρθρο 4, παρ.1β). Ἐλέγχοντας τήν ἐπιμόρφωση τοῦ πληρώματος, ἐλέγχεται ἡ νοοτροπία καί μαζί της ἡ ποιμαντική πράξη. Ἄρα μακροπρόθεσμα τό ἐκκλησιολογικό φρόνημα καί ἡ ταυτότητα, σημειώνουν οἱ πιστοί τῆς Μητροπόλεως Περιστερίου.

  Ἀκόμα ἀναφέρεται στήν ἀνακοίνωση ὅτι, στό ἄρθρο 5 παράγρ. 2β, 2στ καί 2ζ κατονομάζεται ρητά ἡ δυνατότητα συνεργασίας τοῦ Ἰνστιτούτου μέ θεολογικές σχολές, ὀργανισμούς ἤ φορεῖς «ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν κλιμάτων» γιά τήν ἐκπλήρωση τῶν σκοπῶν του. Αὐτό ἀσφαλῶς, ἀναφέρει ἡ Συντονιστική Ἐπιτροπή, ἐγκυμονεῖ τεράστιους κινδύνους στό ἀκατήχητο ποίμνιο, ἀφοῦ ἡ τακτική παρουσία τῶν πάσης φύσεως αἱρετικῶν στό περιβάλλον τῆς Μητροπόλεως (ὅπως ἤδη ἐνεργεῖται ἀπό ἀναλήψεως καθηκόντων τοῦ Μητρ. Περιστερίου) καί ἡ συνεργασία, οἰκειότητα καί κοινωνία τοῦ Μητροπολίτη καί ἄλλων ὀρθοδόξων μέ αὐτούς, ἐκτός τοῦ συνεχιζόμενου σκανδαλισμοῦ, θά γίνη αἰτία νά θεωρηθῆ ἀκίνδυνο πρᾶγμα ἡ συναναστροφή μέ αἱρετικούς, νά ἐμπεδωθῆ περαιτέρω ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί νά χαθοῦν ἀκόμη περισσότερες ἀκατάρτιστες ψυχές.

  Σκοπός τῆς κανονικῆς παραδόσεως, εἶναι ἡ διασφάλιση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας στήν ὀρθή πίστη καί στήν ἀγάπη, δηλαδή σέ αὐτόν τοῦτο τόν Χριστό, ὄχι μόνον μέ τήν διατύπωση τῆς ὀρθῆς πίστεως, ἀλλά καί μέ τήν ἀνόθευτη βίωσή της ἀπό ὅλους τούς πιστούς, σέ μιά βαθειά μυστηριακή ἑνότητα πού ἑδράζεται καί ὁλοκληρώνει τήν ἐνάρε-τη ζωή.

  Βάσει αὐτῶν, ἀβίαστα, τίθενται κάποια ἐρωτήματα, ὅπως γιά παράδειγμα, πῶς ὁ Σεβασμιώτατος Περιστερίου Γρηγόριος γίνεται φορέας διαμόρφωσης (καί ἐπαναδιαμόρφωσης) τῆς συνολικῆς ἐκκλησιολογικῆς ἀντίληψης καί νοοτροπίας τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς πρός τό Κανονικό Δίκαιο, ὅταν ὁ ἴδιος εἶναι ὑπόλογος ἀπέναντι στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί στόν πιστό λαό τῆς Μητροπόλεώς του, ἀφοῦ μέ τήν ἀπόφαση τῆς Δ.Ι.Σ., ἡ ὁποία θέλει τήν θέση τοῦ Σταυροῦ – Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, καί ὁ Μητροπολίτης ἀρνεῖται νά συμμορφωθῆ (δίχως ὅμως καί κανείς νά τόν ὑποχρεώνη σέ συμμόρφωση);

  Πῶς ὁ Σεβασμιώτατος Περιστερίου καί τό -οὐσιαστικά- διαχριστιανικό του Ἰνστιτοῦτο γίνονται φορεῖς αὐθεντικῆς κατανοήσεως τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, ὅταν μέ τίς πράξεις του ὁ Μητροπολίτης δέν λειτουργεῖ ὡς φορέας ἑνότητας ἐν τῇ πίστει, τήν ὁποία διασπᾶ, ἀφοῦ δέν ὀρθοτομεῖ τήν ὀρθή πίστη, προκαλώντας καί κατασκανδαλίζοντας τόν πιστό λαό, μέ ἐπακόλουθο τήν διάσπαση τῆς ἑνότητας τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας τῆς ὁποίας προΐσταται; Ἡ αὐθεντικότητα πίστεως καί ἀγάπης ὀφείλει νά χαρακτηρίζη τό ἔργο τοῦ ἐπισκόπου, καί ἐπ’ αὐτῶν νά ποιμαίνη τόν πιστό λαό, πού δέν ἀποτελεῖ προσωπική “περιουσία” του, ἀλλά τήν ἄμπελο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ὀφείλει νά καλλιεργῆ στά ζωήρητα νάματα τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἐπίσης, πῶς ὁ Μητροπολίτης Περιστερίου γίνεται φορέας αὐθεντικῆς βίωσης καί γνώση τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, ὅταν ἡ γνώση τήν ὁποία παρέχη οὔτε αὐθεντική εἶναι, οὔτε ὀρθή εἶναι, οὔτε ἐναρμονισμένη εἶναι μέ τό περιεχόμενο τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως καί τῆς πνευματικῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας, καθώς ἑδράζεται στήν οἰκουμενική θεολογία καί στά διατάγματά της; Γνωστό τυγχάνει ὅτι ἔργο τῶν ἁπανταχοῦ οἰκουμενιστῶν -ἀνεξαρτήτως ἐκκλησίας καί ὁμολογίας- εἶναι ἡ ὁμογενοποίηση τῆς ἰδίας ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως στήν ὁποία ἀνήκουν, μέ τήν οἰκουμενιστική θεολογία, πού λειτουργεῖ πιά ὡς ἡ κοινή βάση τῆς διαχριστιανικῆς “ἑνότητας” πού εὐαγγελίζονται.

  Ἀποτέλεσμα τούτων εἶναι νά τίθεται σέ κρίση ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν, τίς ὁποῖες ἐπισκοπεῖ. Γίνεται φανερό ὅτι ὁ Μητροπολίτης καί τό Ἰνστιτοῦτο γίνονται φορεῖς διαμόρφωσης καί ἐπαναδιαμόρφωσης μίας νέας νοοτροπίας μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ξένης πρός ἐκείνη τῶν Πατέρων, μίας νοοτροπίας ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀναφορά της τόν συμφυρμό καί τόν συσχηματισμό μέ τήν αἵρεση, τήν στιγμή πού οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁμοφώνως χαρακτηρίζουν αἵρεση καί τήν ἐλάχιστη ἀπόκλιση ἀπό τήν πίστη. Ἡ ἀλήθεια, διδάσκουν οἱ Πατέρες, οὐδέποτε ἐρωτοτροπεῖ πρός τήν πλάνη, κάτι τό ὁποῖο κάνει κατ’ ἐξακολούθηση ὁ Σεβ. Περιστερίου, μέ τά πάρε-δῶσε μέ τόν κάθε αἱρετικό, καί ποτέ ὁ ἀληθής ποιμήν δέν συνάπτει συμφωνία συνυπάρξεως μέ τήν αἵρεση, συνεργαζόμενος μέ θεολογικές σχολές, ὀργανισμούς ἤ φορεῖς ἄλλων “ἐκκλησιαστικῶν” κλιμάτων, ὅπως ἐνεργεῖ ὁ Μητροπολίτης Γρηγόριος, ἀφοῦ ὁποιοσδήποτε συμβιβασμός περί τήν πίστη σημαίνει προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως γιά τούς Πατέρες.

  Γίνεται φανερό ὅτι σκοπός τοῦ Μητροπολίτου εἶναι ἡ ἰσοπέδωση τῶν ὁμολογιακῶν ὁρίων πού διασφαλίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες, πού ἐγγυῶνται τήν ἀποκλειστικότητα τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας, χάριν μίας “ἀνοικτῆς ἐκκλησιολογίας”, πού ἀποτελεῖ τό πρόταγμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Καί ἐνῶ οἱ Πατέρες διδάσκουν τήν αὐστηρή προσήλωση στά θέματα τῆς πίστεως, τήν διασφάλιση λειτουργίας τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὁ Σεβασμιώτατος παροτρύνει τήν ἄμβλυνση τοῦ κριτηρίου τῆς πίστεως, τό ὁποῖο σημαίνει τήν γενική χαλάρωση καί τήν ἀδιαφορία γιά τόν θησαυρό, τόν ὁποῖο διαφυλάττει μόνη ἡ Ὀρθοδοξία, τήν ἀληθινή πίστη πού μόνον αὐτή ὁδηγεῖ στήν σωτηρία! Μία αὐστηρότητα ἡ ὁποία δέν δηλώνει μία ἀδιάκριτη καί ἄκαρπη ἐπιμονή ἤ ἕνα στεῖρο φανατισμό, ἀλλά μία ὁλοκληρωμένη ἐπίγνωση τῶν σωτηριολογικῶν συνεπειῶν τῆς αἱρέσεως, ἐάν ἀφεθῆ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, μέ συνακόλουθο τήν ἀπώλεια τῶν πιστῶν. Πράγματι, ὡς συνέπεια τοῦ συμφυρμοῦ καί τῆς συναναστροφῆς μέ τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς εἶναι ἡ παρατηρούμενη ἀλλοτρίωση τῶν πιστῶν, ἡ ἄμβλυνση τῆς πίστεώς των, κάτι τό ὁποῖο -δυστυχῶς- χαρακτηρίζει τήν ἐποχή μας.

 Στόχος τοῦ Σεβασμιωτάτου διαφαίνεται νά εἶναι, οἱ Χριστιανοί νά μή κατέχουν τήν πατερική γνώση τῶν Γραφῶν καί τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ἀλλά τήν κοσμική καί “ἐπιστημονική”· τήν “γνώση”, ἡ ὁποία δέν καλλιεργεῖ τούς Χριστιανούς πρός τούς ἀγῶνες τῆς πίστεως, νά μή ἐπαναστατοῦν οἱ συνειδήσεις τους πρός τίς προδοσίες εἰς βάρος της, ἀλλά ἀντίθετα εἶναι μία “γνώση” πού καλλιεργεῖ τήν ἀδιαφορία, τήν σιωπή, καί τόν “ἀπεγκλωβισμό” ἀπό τίς “ἀγκυλώσεις” τῆς Παράδοσης τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

  Καί ἐνῶ ὁ Σεβασμιώτατος προωθεῖ τήν συνεργασία μέ φορεῖς «ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν κλιμάτων», ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν δέν συνιστᾶ καμία συνύπαρξη, ἐν ὀνόματι τῆς κοσμικῆς “ἀγάπης”, μετά τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα μέ τόν Παῦλο, λαλοῦν διεστραμμένα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ τήν ἐγρήγορση καί ὀνομάζει τούς αἱρετικούς “λύκους βαρεῖς”, ἀκριβῶς γιά νά καταδικάση ἀπολύτως κάθε ἀναστροφή καί κοινωνία μέ αὐτούς.

  Ὁ ὑμνητής τῆς ἀγάπης, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος (πού τόσο ἔχει διαστραφῆ ἡ διδασκαλία του ἀπό τούς οἰκουμενιστές, ἰδίως ἀπό τόν ἐκλειπόντα Ἰωάννη Ζηζιούλα, τόν ὁποῖο ἅπαντες οἱ οἰκουμενιστές ὑμνολογοῦν), δέν δίστασε νά καταπολεμήση τίς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς του καί νά καταδικάση κάθε κοινωνία πιστῶν καί αἱρετικῶν, λέγοντας στήν ἐπιστολή του πρός Μαγνησιεῖς «μή πλανᾶσθε ταῖς ἑτεροδοξίαις… Σπουδάζετε βεβαιωθῆναι ἐν τοῖς δόγμασι τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἀποστόλων». Παράλληλα οἱ πιστοί καλοῦνται ἀπό τόν ἅγιο Ἰγνάτιο νά φεύγουν μακριά ἀπό τούς σχισματικούς καί τούς κακοδόξους, λέγοντας ὅτι «τέκνα φωτός ἀληθείας φεύγετε τόν μερισμόν καί τάς κακοδιδασκαλίας… Πολλοί γάρ λύκοι ἀξιόπιστοι (φαινόμενοι) ἡδονῇ κακῇ αἰχμαλωτίζουσι τούς θεοδρόμους· ἀλλ’ ἐν τῇ ἑνότητι ὑμῶν οὐκ ἔχουσι τόπον». Εἶναι φανερό ὅτι οἱ πεπλανημένες διδασκαλίες τοῦ Σεβασμιωτάτου Γρηγορίου καί ἡ συνύπαρξη πού προωθεῖ μέ τούς αἱρετικούς, παπικούς καί προτεστάντες, περιέχουν δεινή ἐκκλησιολογική καί δογματική σύγχυση, ἀφοῦ εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀντίθετες πρός τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Παράδοση, κάτι τό ὁποῖο τοῦ τό ἔχει ἐπισημάνει ἤδη καί ἡ Δ.Ι.Σ. τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέ τήν ἀπόφασή της γιά τήν θέση τοῦ Ἐσταυρωμένου, πού ὅμως ὁ Μητροπολίτης Γρηγόριος “ἀγρόν ἠγόρασε”, συνεχίζοντας ἀκάθεκτος νά σπερμολογῆ…

  Εἶναι ὄντως πολύ ἀνησυχητικό γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τό φαινόμενο τῆς ἀθετήσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἐκ μέρους τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι κατά τήν ὥρα τῆς χειροτονίας τους ἔχουν δωσει τήν ἱερή ὑπόσχεση ὅτι θά παραμείνουν ἄγρυπνοι φρουροί τῆς πιστῆς τηρήσεως ὅλων τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Τό θλιβερό εἶναι ὅτι οἱ ἀθετοῦντες τούς Ἱερούς Κανόνες ἐπίσκοποι παραμένουν χωρίς καμία κύρωση ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἡ ὁποία θά ὄφειλε νά τούς συνετίση καί σέ περίπτωση συνέχισης τῆς πλάνης τους, νά τούς καθαιρέση! Καί ἐνῶ καταδικάστηκε οὐσιαστικά ἡ πλάνη τοῦ Σεβασμιωτάτου, γιά τό ζήτημα τοῦ Ἐσταυρωμένου, τοῦτος μένει ἀπτόητος, γράφει εἰς τά παλαιά τῶν ὑποδημάτων του τήν ἀπόφαση καί προχωρᾶ ἀδιάφορα στό νά κρημνίζη ψυχές, ἱδρύοντας “Ἰνστιτοῦτα”. Γιατί ἆραγε τέτοια ἀδιαφορία ἐκ μέρους τῆς προϊσταμένης του Ἀρχῆς; Μήπως ἡ σιωπή αὐτή ὑποδηλώνει τόν ἐμπαιγμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Πῶς ὀνοματίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς (στοιχῶν στήν Πατερική-Ἀποστολική Παράδοση), τήν ἔνοχο σιωπή; Μήπως, «τρίτο εἶδος ἀθεΐας»;

  Εἶναι γεγονός ὅτι μεγάλο μέρος αὐτῶν πού ἐτάχθησαν νά ὑπερασπίζονται τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν αἵρεση καί τό κοσμικό φρόνημα, εἶναι αὐτοί πού πρῶτοι ἐρωτοτροποῦν μέ τήν αἵρεση καί τήν ἐκκοσμίκευση. Συνέπεια αὐτῆς τῆς ἐκτροπῆς εἶναι ἡ νοοτροπία αὐτή νά ἔχη ἐμποτίσει βαθειά τούς πιστούς, σέ σημεῖο πού νά ἔχη ἀλλοιώσει ἀκόμα καί τήν καθημερινότητά τους, ὥστε ἡ ζωή τους νά εἶναι ἀπαράλλακτη μέ τήν ζωή τῶν αἱρετικῶν τῆς Δύσης, καθώς ἐπίσης ὁ τρόπος σκέψης, τά ἐνδιαφέροντά τους, οἱ προτεραιότητές τους, ὅλα νά ἔχουν πιά ταυτισθῆ πρός ἐκεῖνα τῶν αἱρετικῶν.

  Φυσιολογικά, ὡς ἐπακόλουθο τῶν ἀνωτέρω, τίθενται τά ἑξῆς ἐρωτήματα: Ὁ πιστός λαός ἐνδιαφέρεται τελικά γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ; Ἡ πίστη ἡ ὁποία σήμερα τόν χαρακτηρίζει, τί σχέση ἔχει πρός τήν πίστη τῶν Ἁγίων Πατέρων; Τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία γιά τούς σύγχρονους πιστούς, εἶναι ἡ κιβωτός τῆς Ἀληθείας; Ἀντιλαμβάνεται ἕκαστος πιστός ὅτι ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει διαβρώσει σέ βάθος τήν πίστη, τό δόγμα, τήν καθημερινότητά του; Καταλαβαίνουμε ἆραγε, ὅτι ἡ ἡττοπάθεια καί ὁ ὠχαδελφισμός δέν ἔχουν καμία σχέση μέ τήν νοοτροπία τοῦ νικητῆ Χριστιανοῦ, καθώς, «ὑμεῖς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστε, τεκνία, καὶ νενικήκατε αὐτούς» (Α΄ Ἰων. 4,4). Καί πάλι, «πᾶν τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Θεοῦ νικᾷ τὸν κόσμον· καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν.» (Α΄ Ἰων. 5,4).

  Σέ μία ἐποχή ὑλόφρονα καί ἀντιπνευματική, χωρίς ἀγῶνες πνευματικούς, τό παράδειγμα τῶν πιστῶν τῆς Μητροπόλεως Περιστερίου ἀποτελεῖ σημεῖο ἀναφορᾶς, διότι κάνουν πράξη, τό κατά δύναμιν, τόν λόγο τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτη, «χάριν πολλήν ἔσχον ἐν τούτῳ τῷ Θεῷ μου, ὅτι λαϊκοί ἴσα μονάζουσιν ἀγωνίζονται εὐαρεστεῖν Κυρίῳ, φεύγοντες τόν βόθρον τῆς αἱρέσεως».

orthodoxostypos