του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου
Μία γυναίκα που υπέφερε δώδεκα χρόνια από αιμορραγία, χωρίς να βρει πουθενά ίαση, πλησίασε τον Κύριο κρυφά από πίσω, μη θέλοντας να φανερώσει το νόσημά της, άγγιξε την άκρη του ενδύματός του Κυρίου ελπίζοντας στο θαύμα. Ντρεπόταν για την αρρώστια, επειδή νόμιζε ότι είναι ακάθαρτη, σύμφωνα και με το νόμο της Π. Διαθήκης. Και πράγματι, αμέσως το θαύμα έγινε, σταμάτησε η αιμορραγία της! Τότε ο Κύριος άρχισε να ρωτά: Ποιος με άγγιξε; Κι επειδή κανείς δεν αποκρινόταν, είπαν οι μαθητές: “Διδάσκαλε, τόσα πλήθη λαού Σε έχουν περικυκλώσει και Σε πιέζουν, κι Εσύ ρωτάς: ποιος με άγγιξε;” Μα ο Κύριος επιμένει: “Κάποιος με άγγιξε. Αισθάνθηκα να βγαίνει από πάνω μου δύναμη θαυματουργική”. Τότε η γυναίκα, ήλθε τρέμοντας κι αφού έπεσε γονατιστή, ομολόγησε μπροστά σ’ όλους το θαύμα. Και ο Κύριος της είπε:” Κόρη μου, η πίστη σου σε έχει θεραπεύσει. Πήγαινε στο καλό”.