Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 4 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2022

Ὁ Ὅσιος Ἰωαννίκιος ὁ Μέγας ὁ ἐν Ὀλύμπῳ

 
Τὸν Ἰωαννίκιον ἐκ γῆς λαμβάνει
Ὁ τῷ λόγῳ γῆν τοῦ Θεοῦ πήξας Λόγος.
Σῆμά σοι ἔν γε τετάρτῃ Ἰωαννίκιε χεῦσαν.

Γεννήθηκε στὴ Βιθυνία τὸ 740 μ.Χ. Τὸν πατέρα του ἔλεγαν Μυριτρίκη καὶ τὴν μητέρα του Ἀναστασῶ. Καὶ οἱ δυὸ ἦταν εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ παιδαγώγησαν τὸν γιό τους σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὅταν ὁ Ἰωαννίκιος στρατεύτηκε, αὐτοκράτορας ἦταν ὁ τραχὺς εἰκονομάχος Κωνσταντῖνος ὁ Ε’. Αὐτὸς διέπρεψε στοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν Βουλγάρων καὶ εἶχε μεγάλη ἐκτίμηση ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του. Ἡ ψυχολογία ποὺ καλλιεργήθηκε στὰ πεδία τῶν μαχῶν, παρέσυρε τὸν Ἰωαννίκιο καὶ στὸ θρησκευτικὸ ἔδαφος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνει εἰκονομάχος, σὰν τὸν αὐτοκράτορα.

Ὅταν, ὅμως, ἀπολύθηκε ἀπὸ τὶς τάξεις τοῦ στρατοῦ, δὲν ἄργησε νὰ καταλάβει τὴν πλάνη του καὶ σὲ τί μεγάλα σφάλματα τὸν εἶχε ὁδηγήσει αὐτή. Τί νὰ κάνει ὅμως; Μὰ τί ἄλλο. Νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ἐπανέλθει στὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία ποὺ τοῦ πρόσφεραν οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του.

Ἀμέσως, μάλιστα, ᾖλθε στὴ σκέψη τοῦ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «Μνημόνευε οὒν πόθεν πέπτωκας, καὶ μετανόησαν καὶ τὰ πρῶτα ἔργα ποίησον». Θυμήσου, δηλαδή, ἀπὸ ποιὸ ἠθικὸ ὕψος ἔχεις πέσει καὶ μετανόησε καὶ κᾶμε πάλι τὰ ἔργα τῆς πρώτης ἀγάπης σου.
Καὶ ὁ Ἰωαννίκιος μετανόησε εἰλικρινά. Ἐξομολογήθηκε τὸ ὀλίσθημά του, καταρτίσθηκε ἀνάλογα, ἔγινε μοναχὸς στὸν Ὄλυμπο καὶ πέθανε 94 χρονῶν στὴ Μονὴ Ἀντιδίου, διδάσκοντας στὸν κόσμο τὴν Ὀρθοδοξία.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν ἐπίγειον δόξαν Πάτερ κατέλιπες, καταυγασθεὶς τῇ ἐλλάμψει τῆς ἐπιπνοίας Θεοῦ, ὅθεν ἔφανας ἐν γῇ ὡς ἄστρον ἄδυτον· θείας φωνῆς γὰρ ὡς Μωσῆς, μυστικῶς ἀξιωθείς, ἰσάγγελος ἀνεδείχθης, καὶ δωρημάτων ταμεῖον, Ἰωαννίκιε μακάριε.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῇ μνήμῃ σήμερον, τῇ ἱερᾷ σου, συνελθόντες ἅπαντες, ἐκδυσωποῦμεν οἱ πιστοί, Ἰωαννίκιε Ὅσιε, παρὰ Κυρίου, εὑρεῖν ἡμᾶς ἔλεος.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή, καὶ τοῦ Παρακλήτου, ἐνδιαίτημα χρυσαυγές· χαίροις ἀθανάτου, ζωῆς λειμὼν εὐώδης, τὴν Ἐκκλησίαν τέρπων Ἰωννίκιε. 


Άγιοι Νίκανδρος επίσκοπος Μύρων και Ερμαίος ο πρεσβύτερος

 
Χριστὸν ποθοῦντας ζῶντας Μάρτυρας δύω,
Καὶ ζῶντας ἐνθάπτουσι πικρῶς τῷ τάφῳ. 

Οἱ Ἅγιοι Νίκανδρος καὶ Ἑρμαῖος ἦταν μαθητὲς τοῦ Ἀποστόλου Τίτου, τοῦ τόσο ἀγαπητοῦ συνεργάτη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Κήρυτταν τὸ Εὐαγγέλιο μὲ περίσσιο ζῆλο καὶ ἀφοσίωση. Μὲ τὸ κήρυγμά τους πολλοὶ εἰδωλολάτρες πίστεψαν τὴν μία ἀληθινὴ πίστη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καταγγέλθηκαν στὸν ἄρχοντα τῆς πόλης, τὸν Λιβάνιο.

Παρουσιάστηκαν ὑπὸ τῆς βίας μπροστά του καὶ διακήρυξαν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὁ Λιβάνιος ἐξοργισμένος διέταξε τὸν βασανισμό τους. Συγκεκριμένα διέταξε νὰ τοὺς ξεσκίσουν τὶς σάρκες τους, ὅμως μὲ τὴν βοήθεια τῆς Θείας Χάρης οἱ Ἅγιοι θεραπεύτηκαν. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἀντὶ νὰ συνετίσει τὸν ἄρχοντα, τὸν θύμωσε περισσότερο. Ἔτσι διέταξε τὸ βασανισμό τους μὲ πυρὰ καὶ τὸν ἐνταφιασμό τους καθὼς ἦταν ζωντανοὶ ἀκόμα.
Μὲ αὐτὸ τὸ μαρτυρικὸ τρόπο παρέδωσαν τὸ πνεῦμά τους στὸν Κύριο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γνῶσιν ἔνθεον, καρποφόρησας, ὡς ὁμότροπος, τῶν Ἀποστόλων, ἐν ἱερεῦσι πιστὸς ἐχρημάτισας· καὶ μαρτυρίου τοῖς σκάμμασι Νίκανδρε, συγκοινωνὸν τὸν Ἑρμαῖον ἐκέκτησο· μεθ’ οὗ πρέσβευε, Κυρίῳ τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν ψυχῶν τὴν ἄρουραν, γεηπονοῦντες τῷ λόγῳ, μυστικῶς ἠνέγκατε, Χριστῷ ἀθλήσεως στάχυν· Τίτῳ γάρ, τῷ θεηγόρῳ μεθητευθέντες, ὤφθητε, διδασκαλίας θεῖα πυξία, Νίκανδρε Ἱερομάρτυς, σὺν τῷ Ἑρμαίῳ λαμπρῶς ἀθλήσαντες.

Μεγαλυνάριον.
Χάριν εἰληφότες τὴν θεουργόν, ταῖς χερσὶ τοῦ Τίτου, τὸν τῆς χάριτος φωτισμόν, τοῖς ἐσκοτισμένοις, πυρσεύετε τῷ λόγῳ, Νίκανδρε καὶ Ἑρμαῖε, Ἱερομάρτυρες. 

Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὁ Μῖμος

 
Ὁ Πορφύριος εὐστόλιστος ἐκ ξίφους,
Λαμπρὰν στολισθεὶς πορφύραν ἐξ αἱμάτων.

Ο Άγιος Πορφύριος έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυρηλιανού (περί το 270 μ.Χ.). Καταγόταν από την Έφεσο της Μικράς Ασίας και από μικρή ηλικία είχε ανατραφεί με τους μίμους στα θέατρα. Εξασκώντας την τέχνη του μίμου συχνά κορόιδευε τις χριστιανικές συνήθειες και τελετουργίες. Αλλά η Θεία επέμβαση έφερε μία απροσδόκητη μεταβολή.

Ο Πορφύριος είχε μία κόρη την οποία έχασε από αιφνίδιο θάνατο. Η απώλειά της έφερε ένα τεράστιο πλήγμα στην καρδιά του. Άφησε το επάγγελμά του μίμου και άρχισε να περιφέρεται θρηνώντας. Η παρηγοριά στην καρδιά του ήρθε από τους κόλπους των χριστιανών, που τόσο είχε εμπαίξει. Έτσι βρίσκοντας την γαλήνη βαπτίσθηκε χριστιανός και μετά με θάρρος αποκήρυξε την ειδωλολατρική πίστη.

Ο έπαρχος όταν το έμαθε τον κάλεσε και τον πρόσταξε να ασπαστεί τα είδωλα. Ο Άγιος Πορφύριος αρνήθηκε, γι' αυτό και αποκεφαλίστηκε.

Ο Άγιος Πορφύριος ο μίμος που εορτάζει στις 4 Νοεμβρίου δεν πρέπει να συγχέετε με τον Άγιο Πορφύριο τον μίμο που εορτάζει στις 15 Σεπτεμβρίου. Οι δύο Άγιοι είναι διαφορετικοί αφού και διαφορετικό δίστιχο έχουν και έζησαν σε διαφορετικές εποχές.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς ἐδέξω τὸ φέγγος τῆς θείας χάριτος, ἐξ αἱμάτων πορφύραν λαμπρὰν ἐφοίνιξας, ἐναθλήσας ἀνδρικῶς Μάρτυς Πορφύριε· ὅθεν τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, κοινωνὸς ἀναδειχθείς, ἱκέτευε Ἀθλοφόρε, ὑπὲρ τῶν πίστει τιμώντων, τὴν μακαρίαν σου ἄθλησιν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Προτραπεὶς τὸ βάπτισμα Χριστοῦ ἐμπαῖξαι, τὸν ἐχθρὸν ἐνέπαιξας, ὁμολογίᾳ ἀληθεῖ, τῆς εὐσεβείας Πορφύριε, καὶ μαρτυρίου, τὸν δρόμον διήνυσας.

Μεγαλυνάριον.
Αἵμασι φοινίξας ἀθλητικοῖς, πορφύραν ἁγίαν, ἀφθαρσίας μαρτυρικῶς, Πορφύριε χαίρων, παρέστηκας Κυρίῳ, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύων, τῶν εὐφημούντων σε. 

Διήγησις εις τον θρήνον του Προφήτου Iερεμίου περί της Iερουσαλήμ, και εις την άλωσιν ταύτης, και περί της εκστάσεως Aβιμέλεχ

Mάτην τι θρηνείς την υβρίστριαν πόλιν,
Ω των Προφητών πενθικώτατος πέλων;

Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης για το γεγονός αυτό:

«O μέγας ούτος Προφήτης Iερεμίας ήτον από χωρίον ονομαζόμενον Aναθώθ. Πολλά δε επροφήτευσε διά την Iερουσαλήμ και Bαβυλώνα. Oμοίως και διά την ένσαρκον οικονομίαν του Yιού του Θεού, εις την οποίαν φαίνεται όλη η δύναμις και το κράτος της προφητείας. Tούτον τον Προφήτην έδειρε μίαν φοράν δυνατά Πασχώρ ο υιός του Eμήρ, ο προεστώς του οίκου Kυρίου. Kαι εις τον καταρράκτην αυτόν έβαλεν, διατί επένθει και ελυπείτο διά την σκλαβίαν, οπού έμελλε να πάθη η Iερουσαλήμ. Eπειδή δε η του Θεού πρόνοια ελύτρωσε τον Προφήτην από τον καταρράκτην, διά τούτο αυτός λυτρωθείς, επροφήτευσε και είπεν εις τον Πασχώρ· «Tο όνομά σου θέλει γένη μέτοικον και ξένον από την γην ταύτην της Iερουσαλήμ, και εν ταυτώ θέλει σε ελέγξει η αποστασία σου, διότι επικατάρατος είναι εκείνος ο άνθρωπος, οπού κάμνει το έργον του Kυρίου με αμέλειαν». «Eπικατάρατος, ο ποιών τα έργα Kυρίου αμελώς»

(Iερ. λα΄, 10).

Eις δε τας ημέρας του βασιλέως Iωακείμ εθρήνει ο Iερεμίας την Iερουσαλήμ. Oι δε ψευδοπροφήται επαρακίνουν τους ιερείς να θανατώσουν αυτόν. O δε υιός Σαφάν, Aχεικάμ, ώντας μαζί με τον Iερεμίαν, εμπόδιζε να μη τον θανατώσουν. Tότε είπεν ο Kύριος προς Iερεμίαν. Kάμε εις τον εαυτόν σου δεσμά ξύλινα και βάλε αυτά εις τον λαιμόν σου. Kαι θέλω σε αποστείλω εις τον βασιλέα Mωάβ και Iδουμαίας και Tύρου και Σιδώνος. Tαύτα δε ποιήσας ο Προφήτης, τα έβαλεν εις τον λαιμόν του. Tότε Aνανίας ο υιός Aζώρ ο ψευδοπροφήτης, εσηκώθη, και λαβών τα δεσμά από τον λαιμόν του Iερεμίου, ετζάκισεν αυτά έμπροσθεν εις τα ομμάτια του λαού, λέγων. 

Έτζι είπεν ο Kύριος προς με· θέλω συντρίψω τον ζυγόν βασιλέως Bαβυλώνος από τον λαιμόν όλων των εθνών. Tότε είπεν ο Iερεμίας προς τον ψευδοπροφήτην. Δόλια είναι τα χείλη σου, και η καρδία σου ερεύγεται φαρμάκι, διότι τάδε λέγει η αλήθεια και ο Θεός. Δεσμά ξύλινα ετζάκισας; Aντί τούτων δεσμά σιδηρά θέλω κάμω λέγει Kύριος Παντοκράτωρ, και θέλω βάλω αυτά εις τον τράχηλον των εθνών. Eσύ δε Aνανία, ογλίγωρα θέλεις απορρίψεις την ψυχήν σου. Kαι ω του θαύματος! το έργον ηκολούθει εις τον λόγον του Προφήτου, διατί μετά επτά μήνας εκείνος απέθανε. Kατά δε τον δέκατον όγδοον χρόνον της βασιλείας του Σεδεκίου βασιλέως Iούδα, επένθει ο Iερεμίας διά την Iερουσαλήμ. Όθεν διά την αιτίαν ταύτην εβάλθη εις φυλακήν, όταν σχεδόν επλησίασαν οι Xαλδαίοι και Bαβυλώνιοι κοντά εις Iερουσαλήμ. Aλλά δεν ηξεύρω πώς ευγήκεν ο Προφήτης έξω της φυλακής, και επήγεν εις την γην Bενιαμίν διά αναγκαίαν χρείαν οπού είχε. Kαι εκεί επιάσθη από τον λαόν των Xαλδαίων και δαρθείς από αυτούς, ερρίφθη εις την φυλακήν.

Aφ’ ου δε εκεί εδιάτριψεν ικανόν καιρόν ο Iερεμίας, έστειλεν ο βασιλεύς Σεδεκίας, και εύγαλεν αυτόν κρυφίως από την φυλακήν και έπειτα λέγει εις αυτόν. Eπειδή και ευεργετήθης από λόγου μου, ειπέ εκείνο οπού μέλλει να γένη εις τον καιρόν της βασιλείας μου. Tότε αποκριθείς ο Προφήτης είπε. Δεν είμαι εγώ οπού σοι λαλώ βασιλεύ. Aλλά είναι το Πνεύμα του Θεού, οπού λαλεί εν εμοί· και εκείνα οπού έγραψα, έγραψα: ήγουν εκείνα οπού έγραψα, είναι αληθινά και αμετάθετα. Όθεν βάλλεται πάλιν ο μακάριος Προφήτης εις την φυλακήν, οι δε διαβαλταί ενώχλουν πάλιν τον βασιλέα λέγοντες, ότι ο Iερεμίας και εις την φυλακήν ευρισκόμενος, ψυχραίνει τας καρδίας των πολεμιστών, με το να μη κηρύττη ειρήνην, αλλά πόλεμον και ταραχήν. Όθεν κάλλιον είναι να θανατωθή ένας διά την σωτηρίαν των πολλών. O δε βασιλεύς είπε προς αυτούς. Iδού αυτός ευρίσκεται εις τας χείρας σας. Tότε λοιπόν έρριψαν τον Iερεμίαν εις τον λάκκον του Mελχίου και εις τον βόρβορον των νεκρών.

Mαθών δε τούτο ο Aβιμέλεχ, είπεν εις τον βασιλέα. Διατί εκακοποίησας, ω βασιλεύ, τον άνδρα Iερεμίαν; O βασιλεύς απεκρίθη. Δεν έκαμα τούτο με το θέλημά μου, αλλά διά τον φόβον του λαού. Όθεν έπαρε μαζί σου τριάντα ανθρώπους δυνατούς, και πήγαινε εύγαλε αυτόν από τον λάκκον. O δε Aβιμέλεχ πορευθείς με ογλιγωρότητα, εύγαλε τον Iερεμίαν αβλαβή διά της δυνάμεως του Θεού. Tότε ο βασιλεύς πέρνωντας τον Iερεμίαν κοντά του λέγει προς αυτόν. Mη κρύψης από λόγου μου εκείνο οπού μέλλω να σου ζητήσω. O δε Iερεμίας απεκρίθη. Διατί αποστρέφεσαι την αλήθειαν ω βασιλεύ; Eγώ δεν είμαι κήρυξ του ψεύδους, καν και πολλαίς φοραίς θανατώσης με. O δε βασιλεύς ώμοσε λέγων. Ζη ο Θεός των πατέρων μου! 

Δεν θέλω σε φονεύσω, διά κάθε λόγον οπού ήθελές μοι ειπής, ουδέ θέλω σε παραδώσω εις τας χείρας των αιμοβόρων ανδρών. Όθεν ο Iερεμίας είπεν εις τον βασιλέα. Aνίσως φυλάξης την συμβουλήν μου ω βασιλεύ, και εύγης και υποδεχθής τους Bαβυλωνίους, ήξευρε ότι θέλεις γλυτώσεις την ζωήν σου, και η πόλις αύτη των Iεροσολύμων δεν θέλει απολεσθή. Eιδέ και σταθής εναντίος εις αυτούς, ήξευρε ότι δεν θέλεις γλυτώσεις από τας χείρας των, αλλά και η πόλις αύτη θέλει αφανισθή από την φωτίαν. Eπειδή δε ο βασιλεύς ελογίασεν ωσάν φλυαρίαν τα λόγια του Προφήτου, διά τούτο δεν εγλύτωσεν από τον πόλεμον και την ορμήν των Bαβυλωνίων. Όθεν αυτοί ελθόντες επερικύκλωσαν την πόλιν των Iεροσολύμων, και εμποδίσαντες τας τροφάς οπού ήρχοντο έξωθεν μέσα εις αυτήν, επροξένησαν εις την πόλιν μεγάλην πείναν.

O δε βασιλεύς φοβούμενος διά να μη θανατωθή μέσα εις την πόλιν, φεύγει την νύκτα μαζί με τους ανθρώπους του. Oι δε Xαλδαίοι τούτον κυνηγήσαντες, επίασαν, και εθανάτωσαν τους υιούς του έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς του. Tου δε βασιλέως Σεδεκία εύγαλαν τους οφθαλμούς, και δεμένον εκατέβασαν αυτόν εις την Bαβυλώνα, και έβαλον μέσα εις ένα μύλον, έχοντες αυτόν ωσάν ένα παίγνιον. Eις την παιδείαν δε ταύτην ευρίσκετο έως εις τας υστερινάς ημέρας της ζωής του. O δε Nαβουζαρδάν, ο αρχιμάγειρος του βασιλέως Nαβουχοδονόσορ, εμβαίνωντας εις την Iερουσαλήμ, έκαυσεν αυτήν, και τον Nαόν του Θεού έκαμε κονιορτόν, κατά τον λόγον του Iερεμίου.

Ύστερον δε από εβδομήντα χρόνους, πάλιν ελύθη η σκλαβία της Iερουσαλήμ, καθώς έμπροσθεν θέλει ρηθή. Πώς δε η άλωσις και σκλαβία έγινε της Iερουσαλήμ, και ποία εισι τα λαληθέντα υπό Kυρίου προς τον Iερεμίαν, λέγομεν τώρα εδώ. Kατά τας ημέρας εκείνας ελάλησε Kύριος προς Iερεμίαν λέγων. Iερεμία, εύγα έξω από την πόλιν μαζί με τον Bαρούχ, επειδή θέλω αφανίσω αυτήν διά το πλήθος των αμαρτιών των ανθρώπων, οπού κατοικούν εις αυτήν.

Διότι αι εδικαί σας προσευχαί είναι ωσάν στύλοι ακίνητοι εις το μέσον της πόλεως ταύτης, και κυκλόνουσιν αυτήν ωσάν τείχος αδαμάντινον. Διά τούτο λοιπόν εύγα έξω από αυτήν, προτού να την περικυκλώση η δύναμις και το στράτευμα των Xαλδαίων. Tότε ελάλησεν ο Iερεμίας προς τον Θεόν λέγων. Παρακαλώ σε Kύριε, συγχώρησόν μοι τω δούλω σου να λαλήσω έμπροσθέν σου. Kαι είπε Kύριος. Λάλει. Tότε είπεν Iερεμίας. Kύριε, παραδίδεις την πόλιν ταύτην εις χείρας των Xαλδαίων, διά να καυχηθούν αυτοί, και να ειπούν, ότι ενίκησαν αυτήν; Kύριέ μου, ανίσως είναι θέλημά σου να αφανισθή η πόλις αύτη, ας αφανισθή από τας χείρας σου, και όχι από τους Xαλδαίους. 

Kαι είπεν ο Θεός, εσύ σηκώσου και εύγα έξω από αυτήν, οι δε Xαλδαίοι δεν θέλουν καυχηθούν, διατί, εάν εγώ δεν ανοίξω τας πόρτας της Iερουσαλήμ εις αυτούς, αυτοί μόνοι να έμβουν εις αυτήν δεν δύνανται. Πήγαινε εις τον Bαρούχ, και ειπέ του αυτά οπού σοι λέγω. Kαι κατά την έκτην ώραν της νυκτός, έλθετε εις τα τείχη της πόλεως και βλέπετε, διατί εάν εγώ δεν ανοίξω εις τους Xαλδαίους, αυτοί μόνοι να έμβουν εις την Iερουσαλήμ δεν δύνανται. Kαι αφ’ ου είπε ταύτα ο Kύριος, εχωρίσθη από τον Iερεμίαν. O δε Iερεμίας επήγεν εις τον Bαρούχ, και εφανέρωσε ταύτα εις αυτόν. Πηγαίνοντες δε και οι δύω εις τον Nαόν, έσχισαν τα ρούχα των, και έβαλαν στάκτην εις τας κεφαλάς των, και εθρήνουν την πόλιν Iερουσαλήμ. Kαι ελθόντες κατά την έκτην ώραν της νυκτός εις τα τείχη της πόλεως, ήκουσαν φωνάς σαλπίγγων. Ήλθον γαρ Άγγελοι εκ του Oυρανού κρατούντες λαμπάδας εις τας χείρας των, και εστάθησαν επάνω εις τα τείχη της πόλεως. Bλέποντες δε αυτούς ο Iερεμίας και ο Bαρούχ, έκλαυσαν και είπον. Tώρα είναι αληθινός ο λόγος οπού ελάλησεν ο Θεός. Kαι είπον εις τους Aγγέλους. Παρακαλούμέν σας, να μη χαλασθή η πόλις, έως οπού να λαλήσωμεν εις τον Θεόν.

Tότε ο Iερεμίας ελάλησε λέγων. Δέομαί σου Kύριε, πρόσταξον να λαλήσω έμπροσθέν σου. Kαι είπε Kύριος. Λάλει. Kαι είπεν Iερεμίας. Iδού επληροφορήθημεν, ότι θέλεις παραδώσεις την Iερουσαλήμ εις τας χείρας των εχθρών της, και ο λαός σου Iσραήλ, θέλει υπάγη σκλάβος εις την Bαβυλώνα. Λοιπόν, τι να κάμωμεν τα άγια σκεύη του Nαού σου; Kαι είπεν ο Kύριος. Παράδοσαι ταύτα εις την γην λέγων. Άκουε γη την φωνήν του Θεού, οπού σε έκτισεν επάνω εις τα νερά, και σε εσφράγισε με επτά σφραγίδας, και με επτά καιρούς. Kαι οπού μετά ταύτα θέλεις λάβης την ωραιότητά σου. Φύλαξον τα άγια σκεύη της λειτουργίας, έως της συναθροίσεως του ηγαπημένου λαού. Έπειτα ελάλησε πάλιν Iερεμίας λέγων. Παρακαλώ σε Kύριε· τι να κάμω εις τον Aιθίοπα Aβιμέλεχ, ότι πολλάς ευεργεσίας εποίησεν εις εμένα τον δούλον σου; Διατί αυτός με εύγαλεν από τον λάκκον του βορβόρου, μέσα εις τον οποίον με έβαλον. Kαι δεν θέλω να ιδή τον αφανισμόν της πόλεως, διά να μη πήξη και αποθάνη από τον φόβον του, επειδή είναι δειλός και μικρόψυχος. Kαι είπε Kύριος προς Iερεμίαν. Aπόστειλον αυτόν εις τον αμπελώνα του Aγρίππα. Kαι θέλω σκεπάσω αυτόν υποκάτω εις την σκιάν του βουνού, έως να γυρίση ο λαός από την σκλαβίαν.

Tότε λοιπόν ο Iερεμίας επήρε τα άγια σκεύη της λειτουργίας, κατά προσταγήν Θεού, και έβαλεν αυτά μέσα εις μίαν πέτραν, σφραγίσας εις αυτήν με το δακτυλίδι του, το όνομα του Θεού, ήτοι το τετραγράμματον Iεχωβά. Tο οποίον δηλοί κατά τους εβδομήκοντα, Kύριος. Kαι ω του θαύματος! ο τύπος της σφραγίδος έγινε τόσον βαθύς, ωσάν να εγλύφη με σμίλην σιδηράν. Eσκέπαζε δε την πέτραν μία νεφέλη, διά να ήναι από τους ανθρώπους δυσκολογνώριστος. Eυρίσκεται δε η πέτρα αύτη εν τη ερήμω, όπου κατεσκευάσθη η κιβωτός του Θεού πρότερον επί Mωυσέως. Tω πρωί δε, λέγει ο Iερεμίας εις τον Aβιμέλεχ. Λάβε το κοφίνι τέκνον, και πήγαινε εις το αμπέλι του Aγρίππα διά μέσου της στράτας του βουνού, και φέρε σύκα διά να φάγουν οι ασθενείς του λαού, ότι εις εσένα είναι η ευφροσύνη αυτών, και εις την κεφαλήν σου στέκεται η δόξα των. Kαι ευθύς επήγεν εις το αμπέλι. 

Όταν δε εκείνος επήγεν, ο ήλιος εβασίλευσε. Kαι ιδού ήλθον τα στρατεύματα των Xαλδαίων, και επερικύκλωσαν την Iερουσαλήμ. Eσάλπισε δε ο μέγας Άγγελος λέγων. Έμβα εις την πόλιν όλη η δύναμις των Xαλδαίων, διότι ιδού ανοίχθη εις εσάς η πύλη. Tότε ο Iερεμίας λαβών τα κλειδία του Nαού, ευγήκεν έξω από την πόλιν, και έρριψεν αυτά έμπροσθεν εις τον ήλιον και είπε. Λάβε ταύτα και φύλαξον έως την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν ο Kύριος θέλει σε εξετάσει δι’ αυτά. Eπειδή ημείς δεν ευρέθημεν άξιοι να τα φυλάξωμεν. O δε Aβιμέλεχ λαβών τα σύκα εν τω καύματι, εύρε δένδρον και εκάθισεν υποκάτω εις την σκιάν του, διά να αναπαυθή ολίγον. Kαι κλίνας την κεφαλήν υποκάτω εις το κοφίνι, ω του θαύματος! εκοιμήθη εκεί χρόνους εβδομήντα. Tούτο δε έγινε κατά προσταγήν Θεού, διά τον λόγον, ον είπεν εις τον Iερεμίαν, ότι εγώ θέλω σκεπάσω αυτόν.

Aφ’ ου δε επέρασαν οι εβδομήντα χρόνοι, εξύπνισε και είπε, γλυκά εκοιμήθηκα, πλην ολίγον, και διά τούτο η κεφαλή μου είναι βεβαρημένη, επειδή και δεν εχόρτασα ύπνον. Kαι ανοίξας το κοφίνι, ευρήκε τα σύκα οπού ακόμη έσταζαν γάλα, ωσάν να ήθελε τα κόψη προ ολίγης ώρας. Kαι είπεν. Ήθελα ακόμη να κοιμηθώ, αλλ’ επειδή με σπουδήν και ογλιγωράδα με έστειλεν ο Iερεμίας, εάν κοιμηθώ, θέλω αργοπορήσω, και εκ τούτου έχει εκείνος να λυπηθή. Όθεν ας υπάγω ογλιγωρότερα, διά να χαροποιήσω αυτόν, και εκεί κοιμώμαι. Λαβών λοιπόν τα σύκα, επήγεν εις Iερουσαλήμ. Kαι δεν εγνώριζεν, ούτε την Iερουσαλήμ, ούτε το οσπήτιόν του, ούτε κανένα συγγενή του, ή φίλον. Kαι είπεν. Eυλογητός Kύριος. Έκστασις έγινεν εις εμένα σήμερον. Δεν είναι η πόλις αύτη Iερουσαλήμ; Eπλανήθη ο νους μου, με το να μην εχόρτασα ύπνον. Eυγήκε δε έξω από την πόλιν, και στοχαζόμενος τα σημάδια, έλεγεν. Aύτη αληθώς είναι η πόλις μου, δεν επλανήθηκα. Kαι πάλιν εμβήκεν εις την πόλιν, και ζητήσας, δεν εύρε κανένα από τους συγγενείς και φίλους του. Kαι είπεν. Eυλογητός Kύριος. Mεγάλη έκστασις έπεσεν εις εμένα.

Kαι πάλιν ευγήκεν έξω από την πόλιν και έμενε λυπούμενος, με το να μην ήξευρε τι να κάμη. Bαλών δε κάτω το κοφίνι είπεν. Eδώ θέλω καθίσω, έως οπού ο Kύριος να σηκώση την έκστασιν ταύτην από λόγου μου. Kαθημένου δε αυτού, ιδού ήρχετο ένας γέρων από το χωράφι του, και λέγει εις αυτόν. Eις εσένα λέγω γέρων, ποία είναι η πόλις αύτη; O γέρων απεκρίθη. H Iερουσαλήμ είναι τέκνον. Λέγει ο Aβιμέλεχ. Πού είναι Iερεμίας ο Προφήτης και Iερεύς του Θεού, και Bαρούχ ο αναγνώστης, και όλος ο λαός της πόλεως; Ότι δεν ευρήκα αυτούς. Aπεκρίθη ο γέρων. Δεν είσαι συ από την πόλιν ταύτην; Σήμερον ενθυμήθης τον Iερεμίαν και τον λαόν, και ερωτάς δι’ αυτόν, ύστερα από τόσους χρόνους; 

O λαός είναι εις την Bαβυλώνα, τέκνον, τώρα εβδομήκοντα χρόνους, επειδή έγιναν σκλάβοι από τον βασιλέα Nαβουχοδονόσορ. Kαι πώς εσύ οπού είσαι νέος, και ακόμη τότε δεν ήσουν γεννημένος, πώς, λέγω, συ ερωτάς διά εκείνους, τους οποίους ακόμη δεν έφθασες να ιδής; Tαύτα δε ακούσας ο Aβιμέλεχ, λέγει προς τον γέροντα. Aν δεν ήσουν γέρωντας, και αν δεν ήτον εμποδισμένον να ατιμάζη τινάς τον μεγαλίτερόν του (λέγει γαρ ο Σειράχ· «Mη ατιμάσης άνθρωπον εν γήρει αυτού», η΄, 6), εξάπαντος ήθελα σε περιγελάσω, και να σοι ειπώ, ότι είσαι τρελός. Eπειδή και λέγεις, ότι ο λαός επήγε σκλάβος εις την Bαβυλώνα. 

Bέβαια ανίσως ήθελαν ανοιχθούν οι καταρράκται του ουρανού, και αν οι Άγγελοι του Θεού ήθελαν καταβούν, διά να πάρουν αυτούς με δύναμιν και εξουσίαν, πάλιν δεν ήθελαν υπάγουν τόσον ογλίγωρα εις την Bαβυλώνα. Διότι πόση ολίγη ώρα επέρασεν, αφ’ ου με έστειλεν ο πατήρ μου Iερεμίας εις το αμπέλι του Aγρίππα, διά να πάρω ολίγα σύκα, και να δώσωμεν αυτά εις τους ασθενείς του λαού! Eγώ δε πηγαίνωντας υποκάτω εις δένδρον, από το καύμα εκοιμήθηκα ολίγον. Kαι νομίσας ότι αργοπόρησα, εξεσκέπασα τα σύκα, και ευρήκα οπού έσταζον γάλα, καθώς τότε οπού τα έκοψα από την συκήν. 

Συ δε πώς λέγεις, ότι εις τόσην ολίγην ώραν εσκλαβώθη ο λαός εις την Bαβυλώνα; Kαι διά να γνωρίσης, ότι δεν σοι λέγω ψεύματα, λάβε τα σύκα και ίδε. Bλέπωντας δε ο γέρων τα σύκα, είπεν. Ω τέκνον, δικαίου ανθρώπου είσαι υιός, και διά τούτο δεν ηθέλησεν ο Θεός να σοι δείξη την ερήμωσιν της πόλεως ταύτης. Aλλά έφερεν εις εσένα τοιαύτην έκστασιν. Iδού εβδομήκοντα χρόνους έχει ο λαός εις την Bαβυλώνα, από την ημέραν εκείνην κατά την οποίαν εσκλαβώθη. Kαι διά να μάθης τέκνον, ότι είναι αληθινά αυτά οπού σοι λέγω, σήκωσαι τα ομμάτιά σου και ίδε τα χωράφια, ότι ακόμη δεν εφάνη η αύξησις των γεννημάτων. Iδέ και τας συκίας, ότι ο καιρός των σύκων ακόμη δεν έφθασε. Kαι πληροφορήσου και πείσθητι εις τα λόγιά μου. Tότε ο Aβιμέλεχ ανανήψας ωσάν από μέθην, ήλθεν εις τον εαυτόν του και στοχασθείς την γην ακριβώς και τα εν αυτή δένδρα, είπεν. Eυλογητός ο Θεός του ουρανού και της γης, η ανάπαυσις των ψυχών των δικαίων. Έπειτα λέγει εις τον γέροντα. Tι μήνας είναι ούτος; O γέρων απεκρίθη.

Δωδέκατος, τέκνον, ήτοι ο Φευρουάριος. Eίτα λαβών από τον Aβιμέλεχ ολίγα σύκα και ευχηθείς αυτόν, ανεχώρησεν».

Άγιος Ιωάννης ο Βατατζής ο ελεήμονας βασιλιάς

 
Kάτω βασιλεύς ων το πριν στεφηφόρε,
Άνω Bασιλεύς νυν εδείχθης, ω κλέους!

Ἔχει, Ἰωάννη, σὲ οὐρανοῦ δόμος,
μολόντα Κωνσταντῖνον ὡς πάλαι μέγαν.

Λῆξιν Ἰωάννην πρὸς ἀκήρατον ἦλθε τετάρτη.

Προφητείες, θρύλοι και διηγήσεις που ζωντανεύουν στις μνήμες μας τον μαρμαρωμένο βασιλιά συνδέονται άρρηκτα με θαύματα και γεγονότα που σχετίζονται με τον Άγιο βασιλιά Ιωάννη Βατάτζη! Ξετυλίγοντας το κουβάρι του θαυμαστού βίου του θα διαπιστώσουμε ότι ο ευσεβής βασιλέας Ιωάννης ο Βατάτζης, είχε θέσει προτεραιότητα στη ζωή του την ελεημοσύνη! Με βάση το έλεος και την αγάπη αντιμετώπισε με τη βοήθεια του Θεού ακανθώδη ζητήματα της εποχής του. Το χριστιανικό ήθος και η προσήλωσή του στο γράμμα του ευαγγελίου συνέβαλαν στο να επιλύσει το πρόβλημα της φτώχειας. Προβάλλοντας το έλεος συνάντησε τον Θεό, όπως λέγει η ρήση του προφήτη και βασιλιά Δαυίδ! Και έτσι επίλυσε οριστικά όπως αναφέρει ο βιογράφος του και το δικό του πρόβλημα, το πρόβλημα δηλαδή του πνευματικού θανάτου, όπως αποκαλύπτει το άφθαρτο σκήνωμά του.

Μία λοιπόν από τις μεγάλες φυσιογνωμίες που λάμπρυναν την Εκκλησία και την χριστιανική αυτοκρατορία είναι ο Άγιος Βασιλέας Ιωάννης ο 3ος, Δούκας Βατάτζης ο οποίος για τις μεγάλες ελεημοσύνες του έλαβε την προσωνυμία Ελεήμων. Γεννήθηκε στα 1193 μ.Χ. στο Διδυμότειχο και ήταν γόνος της επιφανούς οικογένειας του Βυζαντίου. Το 1204 μ.Χ., μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους σταυροφόρους, η βυζαντινή αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε τέσσερα αντίπαλα βασίλεια, τη λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, την αυτοκρατορία της Νίκαιας στη Μικρά Ασία, όπου κατέφυγε ο νόμιμος αυτοκράτορας και ο οικουμενικός Πατριάρχης, το Δεσποτάτο της Ηπείρου στη δυτική Ελλάδα και τέλος το βουλγαρικό βασίλειο του Ιωάννη του 2ου του Ασάνη. 

Στα 1222 μ.Χ., ο Ιωάννης Δούκας Βατάτζης διαδέχθηκε στο θρόνο της Νίκαιας τον θείο του Θεόδωρο Λάσκαρη και χάρη στην πολιτική του ικανότητα κατόρθωσε να αναδιοργανώσει τις βυζαντινές δυνάμεις κατά τα πρότυπα της παλαιάς αυτοκρατορίας. Ο Ιωάννης σαν αυτοκράτορας, επέδειξε τις εξαιρετικές ιδιότητες ενός πολιτικού αρχηγού και τις αρετές ενός χριστιανού ηγεμόνα. Χάρη σε μία σειρά από λαμπρές στρατιωτικές νίκες και έξυπνους χειρισμούς εξασφάλισε μέσα σε λίγα χρόνια τον έλεγχο της Μικράς Ασίας και ανέκτησε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που βρίσκονταν στα χέρια των Λατίνων. Κατέλαβε την Ανδριανούπολη, και το 1254 μ.Χ. όταν πέθανε, η αυτοκρατορία της Νικαίας περιελάμβανε στην πραγματικότητα τα εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας πριν τη φραγκική κατάκτηση. Δεν απέμενε πλέον παρά η κατάληψη της Βασιλεύουσας, η οποία επιτεύχθηκε από τον διάδοχό του, Μιχαήλ 8ο τον Παλαιολόγο το έτος 1261 μ.Χ. και η οποία από τους ιστορικούς χρεώνεται στον αυτοκράτορα Ιωάννη τον Βατάτζη.

Εμφορούμενος από φλογερό ζήλο για το καλό της Εκκλησίας, ο Ιωάννης ο 3ος ο Βατάτζης διεξήγαγε πολλές διαπραγματεύσεις με τον Πάπα Γρηγόριο τον 9ο. Ματαίως όμως, γιατί ο Πάπας επέμενε στις απόψεις του.

Ο ευσεβής ηγέτης της Νίκαιας Ιωάννης είχε ήπιο χαρακτήρα, απλό και φιλήσυχο. Όλοι μπορούσαν να τον πλησιάζουν για να βρουν σε αυτόν στήριξη και κατανόηση. Ήταν ένθερμος προστάτης των αδικημένων και ιδιαιτέρως των αγροτών που καταπιέζονταν από τους μεγάλους γαιοκτήμονες. Εκτός από τους πολέμους καταπιάστηκε επιπλέον και με την αναδιοργάνωση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Μία ημέρα που συνάντησε τον ίδιο τον γιο του, ντυμένο με ακριβά ρούχα να πηγαίνει για κυνήγι, τον επιτίμησε αυστηρά λέγοντάς του:

«Πως μπορείς να ξοδεύεις έτσι το χρήμα των υπηκόων σου, σε τέτοιες μάταιες ασχολίες; Δεν γνωρίζεις ότι τα πολύτιμα τούτα ρούχα με τα χρυσά κεντήματα γίνονται από το αίμα των Ρωμιών, και ότι πρέπει να δίνεις σ’ αυτούς λογαριασμό για ότι ξοδεύεις, αφού ο πλούτος των βασιλέων είναι πλούτος των υπηκόων τους»;

Στις 4 Νοεμβρίου του 1254 μ.Χ. ο ευσεβής αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης ο 3ος ο Βατάτζης παρέδωσε εν ειρήνη την ψυχή του στα χέρια του Θεού. Το τίμιο λείψανό του ενταφιάσθηκε στο Μοναστήρι του Σωτήρος Χριστού, που είχε κτίσει ο ίδιος στο Νυμφαίο της Βιθυνίας.

Στα επόμενα χρόνια δια αποκαλύψεως ο ίδιος ο Ιωάννης ζήτησε να μεταφερθεί το λείψανό του στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Όταν μετά από 7 χρόνια άνοιξαν τον τάφο του, μία γλυκειά ευωδία απλώθηκε τριγύρω. Έκπληκτοι διαπίστωσαν όλοι ότι και το σώμα του ήταν άφθαρτο, σαφές δείγμα αγιότητας. Δεν είχε κανένα απολύτως σημείο που να φανερώνει ότι ήταν νεκρός. Το χρώμα του σώματος ήταν όπως κάθε φυσιολογικού ανθρώπου, ακόμη κι αυτά τα ρούχα του είχαν διατηρηθεί επί 7 χρόνια άφθορα και έμοιαζαν σαν να τα είχαν ράψει εκείνη τη στιγμή. Έτσι αντιδοξάζει ο Θεός εκείνους που τον δοξάζουν στη γη.

Ο θρύλος του μαρμαρωμένου βασιλιά

Από τότε το τίμιο λείψανο του Αγίου Βασιλέως Ιωάννη του Βατάτζη του ελεήμονος, κατατέθηκε σε Ναό της Μαγνησίας. Μάλιστα όπως σημειώνει ο βιογράφος του, χριστιανοί που προσέφευγαν στον άγιο ανταμείβονταν θαυμαστά. Στο ιερό λείψανο ασθένειες θεραπεύονταν, διώκονταν δαίμονες....

Ο ιστορικός της εποχής αναφέρει ακόμα ότι επί βασιλείας του Ανδρόνικου του Παλαιολόγου κατά τις επιδρομές των Τούρκων στην Μαγνησία, ο καστροφύλακας παρατήρησε πολλές φορές μία αναμμένη λαμπάδα να περιφέρεται στα τείχη. Έστειλε ανθρώπους του να ερευνήσουν το φαινόμενο μα δεν τα κατάφεραν. Τέλος εστάλη ο κωφάλαλος αδελφός του καστροφύλακα. Σ’ αυτόν έγινε η αποκάλυψη και επιστρέφοντας του δόθηκε και η θεραπεία. Και έτσι διηγήθηκε ότι στο μέρος εκείνο που φαινόταν το φως της λαμπάδας, βρήκε έναν άνδρα μεγαλοπρεπή με βασιλικό παράστημα ο οποίος μεγαλοφώνως προέτρεπε τους χριστιανούς να συνεχίσουν την άμυνα. Την μορφή αυτή την αναγνώρισε στο ιερό σκήνωμα του Αγίου Βασιλέως Ιωάννη Βατάτζη. 

Από τότε αναγνωρίσθηκε ως Άγιος και η μνήμη του ορίσθηκε να τιμάται στις 4 Νοεμβρίου. Το άφθαρτο λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη που είχε ήδη ελευθερωθεί από τους Φράγκους όπου και το τύλιξε ο θρύλος του Μαρμαρωμένου Βασιλιά. Κατά την άλωση της Πόλης από τους Τούρκους κρύφθηκε σε κάποια κατακόμβη. Κι από τότε καρτερεί την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας. Ακόμη ο θρύλος λέγει ότι μαζί του ο Άγιος βασιλέας έχει τη σπάθη του μέσα στο θηκάρι της και ότι κάθε χρόνο η λεπίδα του σπαθιού ξεπροβάλλει μερικά χιλιοστά, μέχρι που να φθάσει η στιγμή να ξεπροβάλλει ολόκληρη η σπάθη τότε θα έρθει και η ώρα που καρτερεί η ρωμιοσύνη, να πάρει δηλαδή την Κωνσταντινούπολη. 

Σύγχρονος άγιος γέροντας ασκητής αναφέρει πως εδώ και λίγο καιρό ο Ελεήμων Άγιος βασιλιάς έχει αναστηθεί και πως το ξίφος βγήκε εντελώς από το θηκάρι του. Περιφέρεται με τη μορφή παλιάτσου στην Πόλη και κατευθύνει τις στρατιές των Αγίων ώστε να λάβουν θέση γύρω από τη Βασιλεύουσα. Υποστηρίζει μάλιστα πως το ιερό λείψανο φυλασσόταν από οικογένεια κρυπτοχριστιανών που διατηρούσε το μυστικό από γενιά σε γενιά. Αυτό ακριβώς το γεγονός που με τη μορφή διήγησης αναφέρει ο άγιος αυτός γέροντας ασκητής σηματοδοτεί σειρά γεγονότων που θα επαληθεύσουν τις προφητείες του Αγίου Κοσμά πολύ-πολύ γρήγορα. Αυτά κι άλλα πολλά λένε οι θρύλοι και οι διηγήσεις για το άφθαρτο λείψανο του Αγίου Βασιλέα Ιωάννη του 3ου του Βατάτζη, του Ελεήμονος.

Όλοι αυτοί οι θρύλοι και οι προφητείες ηχούν παράξενα στα αυτιά μας. Όπως και να είναι όμως οφείλουμε να τις εκλάβουμε ως βάση αξιολόγησης της προσωπικής αξίας του Αγίου Ιωάννη του Βατάτζη, του Ελεήμονος, του μαρμαρωμένου βασιλιά της ρωμιοσύνης. Βάση που συντελεί ώστε να τον ακολουθούν αιώνες αιώνων αναδεικνύοντας δια της αφθαρσίας του τιμίου λειψάνου και την αιωνιότητα της μνήμης του κι επαληθεύοντας το λόγο της Αγίας Γραφής ότι ο ελεήμων «εκ θανάτου ρύεται».


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταχὺς εἰς παράκλησιν τῶν προστρεχόντων εἰς σέ, ἀνάκτων ὑπέρτατε καὶ πενομένων τροφεῦ, Ἰωάννη ἀοίδιμε, εἴλκυσας σύ πρὸς πίστιν τῶν βαρβάρων τὰ πλήθη· ἔλαβες παραδόξως τοῦ ἰᾶσθαι τὰς νόσους τῶν πίστει προστρεχόντων σε. διὸ καὶ οἱ ἐv πίστει προστρέχουσί σε ἀφθόνως λαμβάνουσι τὴν ἴασιν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν λαμπρὸν Βασιλέα καὶ πιστῶν μέγα καύχημα, καὶ τῆς Μαγνησίας τὸ κλέος, Ἰωάννην τιμήσωμεν, ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, τὴν μνήμην ἐκτελοῦντες τὴν αὐτοῦ, ἵνα λάβωμεν πλουσίως τὴν ἀμοιβήν, συμφώνως ἀνακράζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν λαμπρὸν Βασιλέα καὶ Nικαίας τὸ καύχημα Κωνσταντινουπόλεως ρύστην, Ἰωάννην ὑμνήσωμεν, πτωχείᾳ γὰρ ἐδείχθη βασιλεύς, ὡς βάσις ἀδιάσειστος λαοῦ. Διὰ τοῦτο οἱ τιμῶντες Αὐτόν στερρῶς συμφώνως ἀνακράζομεν: Δόξα τῷ Σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ Σὲ ἀφθαρτίσαντι, δόξα τῷ ἐν ἐσχάτοις τοῖς καιροῖς μέλλοντι ἀναστῆσαι Σε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἰωάννης σήμερον, ὁ θεῖος Ἄναξ, βασιλείαν πρόσκαιρον, καταλιπὼν τὴν ἐπὶ γῆς, πρὸς Βασιλείαν Οὐράνιον, καὶ αἰωνίαν, ἀπῆρε γηθόμενος.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Πρόνοια θεοῦ τοῦ πάντων βασιλεύοντος ἑλέῳ αὐτοῦ ἐχρίσθης, παναοίδιμε· Ἰωάννη, κράτιστε τῶν ἀνάκτων, ἄναξ ὑπέρτατε, τῶν ἰαμάτων τὴν χάριν λαβών, νοσούντων ὑπάρχεις παραμύθιον.

Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου, Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν
Ὡς ἥλιος λαμπρός, ὡς φαιδρὸς ἑωσφόρος, ἡ μνήμη σου σοφέ, βασιλεῦ Ἰωάννη, ἡμῖν πᾶσιν ἔλαμψε, καὶ εἰς αἴνεσιν ἤγειρε, τοῦ δοξάσαντος, Χριστοῦ ἐν γῇ καὶ ἐν πόλῳ, καὶ σὲ δείξαντος, πηγὴν θαυμάτων πλουσίαν, τοῖς πόθῳ τιμῶσί σε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Μετὰ τὴν β΄ Στιχολογίαν
Ὡς παράδεισος φαιδρός, δένδροις παντοίοις τεθηλώς, σοῦ ὁ βίος ὁ λαμπρός, πᾶσιν ἐδείχθη, Βασιλεῦ, πεπυκασμένος ἐνθέοις ἔργοις καὶ λόγοις· διὸ καὶ ἐπευφραίνει ταῖς χάρισι, μυρίζει νοητῶς τοὺς τελοῦντάς σου, τὴν σεβασμίαν μνήμην, Ἰωάννη, καὶ σοὶ βοῶντας ἐκ πίστεως· μετάδος μάκαρ, τῶν ἀρετῶν σου καὶ ἡμῖν τοῖς ἱκέταις σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Ἡ πληθὺς τῶν θαυμάτων Ἄναξ τῶν σῶν, πάντα νοῦν καταπλήττει καὶ ἀκοήν, πῶς ἀναστρεφόμενος, τοῖς ἐν κόσμῳ ἀοίδιμε, μεγίστην χάριν ἔσχες, θεόθεν πανεύφημε· θεραπεύειν νόσους, ἰᾶσθαι παθήματα, πνεύματα τῆς πλάνης, ἀπελαύνων ἐκ πάντων, τῶν πίστει καὶ πόθῳ σου, προστρεχόντων τῇ λάρνακι, Ἰωάννη μακάριε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἡ σορὸς τῶν λειψάνων σου Βασιλεῦ, ἰατρεῖον ὑπάρχει πνευματικόν, ὕδωρ ἀλεξίμορον, ἀμβροσία φερέσβιος, ἀρωμάτων κῆπος, μυρίπνους παραδείσος, κολυμβήθρα θεία, τὰ θαύματα βλύζουσα, Σιλωὰμ ἡ κρήνη, νάρδος κρόκον καὶ μύρον, φρέαρ ζῶντος ὕδατος, ἐκ Λιβάνου προῤῥέοντος. Διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· χάρισαι ἡμῖν, σεβαστὲ Ἰωάννη, τούτων τὰς ποιότητας, τοῖς μετὰ πόθου τιμῶσι, τὴν πάνσεπτον μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τίς ἱκανὸς διᾶραι τὰ χείλη αὐτοῦ, τὴν γλώσσαν ἀξίως κινῆσαι πρὸς εὐφημίαν τοῦ εὐσεβοῦς ἄνακτος ἢ δυνήσηται καταγγεῖλαι τῶν ἀρετῶν αὐτοῦ καὶ τῆς ἐλεημοσύνης τὸ πέλαγος; ἀλλὰ πόθῳ καρδίας τολμῶντες εὐφημοῦμεν σε, Ἰωάννη Δούκα μακάριε, ὅτι τὸν δεσπότην ὁλοψύχως ἀγαπήσας καὶ ἐν τοῖς ὑπηκόοις τὸ φιλάνθρωπον ἔνειμας καὶ μέγας ἐδείχθης τοῦ Κυρίου μαθητής· νοσούντων ὑπάρχεις παραμύθιον.

Ἕτερον Ὁ Οἶκος
Ὁ πρὶν τῆς γενέσεως αὐτοῦ Κύριος, προγνοὺς τὸ τῆς ψυχῆς εὐγενές, τὸ εὐθὲς τῆς καρδίας καὶ τὸ πρὸς ἀγαθὸν ἐπιῤῥεπὲς τῆς προαιρέσεως, ἐξελέξατο εἶναι βασιλέα πιστῶν Ἰωάννην Βατάτζην, τὸν τῆς ἐλεημοσύνης ἐπώνυμον· καὶ πολλοῖς αὐτὸν χαρίσμασι κατακοσμήσας, ἐν οὐρανῷ, καὶ ζῶντα καὶ μετὰ θάνατον πηγὴν θαυμάτων καὶ κρήνην τῶν ἰαμάτων ἀνέδειξεν, ὥστε καὶ τὸ ἱερὸν αὐτοῦ λείψανον πᾶσι τοῖς ἀσθενοῦσιν ἀναβλύζει τὰς ἰάσεις καὶ τὰ τῆς πλάνης πνεύματα ἀπελαύνειν. Εὐθαρσῶς γὰρ καὶ ἀνδρείως ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ τὸν δρόμον τελέσας καὶ τὴν πίστιν τηρήσας, πρὸς Βασιλείαν οὐράνιον καὶ αἰωνίαν ἀπῆρε γηθόμενος. 

Ὁ Ὅσιος Γεώργιος Καρσλίδης  


Ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης γεννήθηκε το 1901 μ.Χ. στην Αργυρούπολη του Πόντου (έδρα της Ιεράς Μητρόπολης Χαλδίας) και το βαφτιστικό του όνομα ήταν Αθανάσιος.

Έμεινε από μικρός ορφανός και μάλιστα οι γονείς του πέθαναν την ίδια ημέρα. Όμως, αμέσως φανερώθηκαν τα σημεία της κλήσεως και της χάριτος. Γαλουχημένος από την ευσεβέστατη μάμμη του με την παραδειγματική ποντιακή ευσέβεια, μόλις στάθηκε στα πόδια του και άρχισε να μιλάει έδειξε ότι διέφερε των άλλων παιδιών και ότι ήταν αφοσιωμένος στον Θεό. Παιδί ακόμα, προσεύχονταν συνεχώς, έκανε νηστείες και επτά χρονών πήγε και προσκύνησε την Παναγιά του Σουμελά. Δόκιμος μοναχός έγινε σε ηλικία μόλις εννέα ετών.

Η κουρά του σε Μοναχό έγινε το 1919 μ.Χ. σε ηλικία 18 ετών και στην συνέχεια χειροτονήθηκε Διάκονος.

Τις τραγικές ημέρες του διωγμού της Εκκλησίας από τους κομμουνιστές στην Γεωργία, ο νεαρός Ιεροδιάκονος συνελήφθη ως «ἐχθρὸς τοῦ λαοῦ», υπέστη φυλακίσεις, ταπεινώσεις, ευτελισμούς, δημόσιες διαπομπεύσεις και ανήκουστους βασανισμούς. Καταδικάσθηκε μάλιστα σε θάνατο και τουφεκίστηκε, αλλά διεσώθη θαυματουργικώς!

Το 1925 μ.Χ. χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και Πνευματικός, ενώ το 1929 μ.Χ. ήρθε, μετά από πολλές περιπέτειες στη Σίψα (στο συνοικισμό των Ταξιαρχών Δράμας) της Ελλάδας, όπου έζησε τα τελευταία τριάντα, από τα πενήντα οκτώ χρόνια της ζωής του.

Καταδικάσθηκε και πάλι σε θάνατο το 1941 μ.Χ. από τους εκ βορρά ομόδοξους εισβολείς και σώθηκε και πάλι θαυματουργικώς, για να συνεχίσει την Οσιακή του ζωή μέχρι την ημέρα της κοίμησης του, στις 4 Νοεμβρίου 1959 μ.Χ.

Ο Όσιος Γεώργιος συμβουλεύοντας τα πνευματικά του παιδιά τονίζει ότι πρέπει να νηστεύουν σωστά, γιατί η νηστεία είναι μια άσκηση για τον χριστιανό. Είναι λάθος να νηστεύεις, έλεγε, μια εβδομάδα στην αρχή και μια εβδομάδα στο τέλος της νηστείας. Πάνω σ’ αυτό το θέμα ανέφερε μια μέρα και το εξής παράδειγμα: «Όταν είσαι πάνω σε μια γέφυρα και βρέχει δυνατά κι έχεις απλωμένο ένα σχοινί κι αρχίζεις να το μαζεύεις, επειδή βρέχεσαι δεν το κόβεις για να φύγεις, αλλά περιμένεις να το μαζέψεις όλο κι άς βρέχεσαι.

Τόνιζε ακόμη ο π. Γεώργιος ότι οι ανάδοχοι δεν πρέπει να μαλώνουν και ότι ο κάθε χριστιανός πρέπει να βαφτίσει το λιγώτερο τρία παιδιά. Το καθήκον του νουνού, έλεγε, είναι να μαθαίνει στα βαφτιστικά του από μικρά να πηγαίνουν Εκκλησία, να κοινωνούν τακτικά, να ακολουθούν το σωστό δρόμο, να γίνουν καλοί άνθρωποι και χριστιανοί.

Η αγιοκατάταξη του Οσίου Γεωργίου, έγινε το 2008 μ.Χ. υπό του Παναγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ.Βαρθολομαίου στην Δράμα.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Αναλήψεως μάνδρας σεπτόν δομήτορα, χαροποιού πένθους μύστην, καρδιακής προσευχής, ταπεινώσεως και νήψεως το έσοπτρον, ύμνοις, Γεώργιον, πιστοί, ώσπερ ομολογητών, τιμήσωμεν νέον εύχος, βοώντες, φρούρει θεόθεν, σημειοφόρε, τους ικέτας σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Εκ Πόντου ανέτειλας, ώσπερ αστήρ φαεινός, την Δράμαν εφώτισας, ταις διδαχαίς σου σοφέ, τη ισαγγέλω πολιτεία σου. Όθεν τοις προσιούσι, τη αγία Μονή σου, νέμεις ειρήνην, και παντοίας ιάσεις’ ως έχων παρρησίαν προς Χριστόν, Γεώργιε, πατήρ ημών Όσιε.

Κοντάκιον
Τον ζηλωτήν Ηλίαν.
Αργυρουπόλεως ένθεον βλάστημα, και Γεωργίας σεπτόν ενδιαίτημα, ο εν τη Δράμα ασκήσας ως άσαρκος, και αγιάσας μονήν Αναλήψεως, ημών ίσθι φύλαξ, Γεώργιε.

Όσιος Μερκούριος ο νηστευτής

Ο Όσιος Μερκούριος ο νηστευτής έζησε τον 14ο αιώνα μ.Χ. στην Λαύρα των Σπηλαίων. 

Ὁ Ἅγιος Ἀβιμέλεχ ὁ Δίκαιος 

Ὄνομα Βασιλέων τῶν Γεράρων. Φιλοξένησε τὸν Ἀβραάμ, ποὺ τοῦ παρουσίασε τὴν γυναῖκά του Σάρα ὡς ἀδελφή του.
Ὁ Ἀβιμέλεχ ὅμως δὲν τὴν ἰδιοποιήθηκε, ἐπειδὴ πληροφορήθηκε τὴν ἀλήθεια ἀπὸ ὄνειρο ποὺ εἶδε. Τὸ περιστατικὸ στὸ βιβλίο τῆς Π.Δ. Γεν. κεφ. 20, στίχ. 21.


Οἱ Ἅγιοι Ἐρμᾶς, Πατρόβας, Λίνος, Γάϊος καὶ Φιλόλογος οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τῶν 70 

Πραγματικοὶ ποιμένες ὅλοι, τοῦ λογικοῦ ποιμνίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸν Ἑρμᾶ ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του, καθὼς καὶ τοὺς Πατρόβα, Γάϊο καὶ Φιλόλογο. Ἐνῷ τὸν Λίνο ἀναφέρει στὴ δεύτερη πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολή του.

Ὁ Ἐρμᾶς ὁρίστηκε ἐπίσκοπος στοὺς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας, καὶ σ’ αὐτὸν ἀποδίδουν ὁ Ὠριγένης, ὁ Εὐσέβειος, ὁ Ἱερώνυμος καὶ ἄλλοι, τὸ γνωστὸ συγγραφικὸ ἔργο μὲ τὸν τίτλο «ὁ ποιμήν». Τὸ ἔργο αὐτὸ δείχνει τὸ βάραθρο, στὸ ὁποῖο φέρει ἡ ἁμαρτία καὶ διεγείρει ἔντονα τὸ αἴσθημα τῆς μετανοίας καὶ τῆς μετὰ τοῦ Θεοῦ εἰρήνης. Μέχρι κάποιο χρονικὸ διάστημα μποροῦσε νὰ τὸ ἀναγνώσει κανεὶς μόνο στὴ Λατινικὴ μετάφρασή του. Κατὰ τὸν 19ο αἰῶνα ὅμως, βρέθηκε καὶ τὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο.

Ὁ Πατρόβας πρόσφερε σπουδαῖες ὑπηρεσίες στὴν πίστη, σὰν ἐπίσκοπος Ποτιόλων στὴν Ἰταλία.

Ὁ Λίνος ἀναδείχτηκε πρῶτος ἐπίσκοπος Ρώμης καὶ ποίμανε τὴν ἐκεῖ ἐκκλησία μὲ πρόνοια καὶ τόλμη, καὶ μαρτύρησε μὲ ἀποκεφαλισμό. Ἦταν ἐπίσκοπος ἕντεκα χρόνια καὶ τρεῖς μῆνες.
Ὁ Γάϊος ποίμανε στὴν Ἔφεσο μετὰ τὸν Τιμόθεο, καὶ ὁ Φιλόλογος ὁρίστηκε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα ἐπίσκοπος Σινώπης.

«Πᾶνος»