ΠΗΓΗ: http://www.augoustinos-kantiotis.gr/
Κυριακὴ ΙΔ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 18,35-43)
Κυριακὴ ΙΔ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 18,35-43)
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΟΡΑΣΙΣ
«Ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· Τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν» (Λουκ. 18,41-43)
ΣΗΜΕΡΑ,
ἀγαπητοί μου, διαβάζεται τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Δεκάτης Τετάρτης (ΙΔ´)
Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ. Ἡ περικοπὴ αὐτὴ διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ ἄπειρα
θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ
θαῦμα εἶνε ἡ θεραπεία ἑνὸς τυφλοῦ.
Τί νὰ ποῦμε; Νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ δυστυχισμένο αὐτὸν ἄνθρωπο πού, κοντὰ στὸ ὅτι ἦταν τυφλός, ἦταν ἀκόμα καὶ πάμπτωχος κ’ εἶχε καταντήσει ζητιάνος στὰ σταυροδρόμια; Νὰ ποῦμε γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ δοκίμασε ὅταν ἄκουσε, ὅτι περνάει «ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος» (Λουκ. 18,37); Νὰ ποῦμε γιὰ τὸ φλογερὸ αἴτημά του στὸ Χριστό, τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴν ἐλεεινὴ συμπεριφορὰ τοῦ κόσμου πού, ἀντὶ νὰ τὸν βοηθήσῃ, «ἐπετίμα αὐτόν» (ἔ.ἀ. 18,39), τοῦ ’λεγε Σκάσε, τί φωνάζεις;»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ ἕνα παντοδύναμο λόγο εἶπε κι ὁ τυφλὸς «ἀνέβλεψε» (ἔ.ἀ. 18,43), κι ὁ κόσμος θαύμασε;
Ἀφήνω ὅλα αὐτὰ καὶ παρακαλῶ νὰ προσέξετε ἕνα ἄλλο σημεῖο.
Τί νὰ ποῦμε; Νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ δυστυχισμένο αὐτὸν ἄνθρωπο πού, κοντὰ στὸ ὅτι ἦταν τυφλός, ἦταν ἀκόμα καὶ πάμπτωχος κ’ εἶχε καταντήσει ζητιάνος στὰ σταυροδρόμια; Νὰ ποῦμε γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ δοκίμασε ὅταν ἄκουσε, ὅτι περνάει «ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος» (Λουκ. 18,37); Νὰ ποῦμε γιὰ τὸ φλογερὸ αἴτημά του στὸ Χριστό, τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴν ἐλεεινὴ συμπεριφορὰ τοῦ κόσμου πού, ἀντὶ νὰ τὸν βοηθήσῃ, «ἐπετίμα αὐτόν» (ἔ.ἀ. 18,39), τοῦ ’λεγε Σκάσε, τί φωνάζεις;»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ ἕνα παντοδύναμο λόγο εἶπε κι ὁ τυφλὸς «ἀνέβλεψε» (ἔ.ἀ. 18,43), κι ὁ κόσμος θαύμασε;
Ἀφήνω ὅλα αὐτὰ καὶ παρακαλῶ νὰ προσέξετε ἕνα ἄλλο σημεῖο.
* * *
Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ’
εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» αὐτοῦ (Γέν. 1,26). Τὸν ἐφωδίασε μὲ ἔξοχες
ἰδιότητες, ἐννοῶ καὶ τὶς σωματικές. Μία ἀπὸ τὶς δωρεὲς τοῦ Κυρίου εἶνε
ὅτι τὸν προίκισε μὲ πέντε αἰσθήσεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες σπουδαιοτέρα εἶνε
ἀσφαλῶς ἡ ὅρασις.
Τὰ μάτια! Ὑπάρχει γι’ αὐτὰ ὁλόκληρη εἰδικὴ ἐπιστήμη, τὴν ὁποία διακονοῦν οἱ ὀφθαλμίατροι, καὶ μένουν κατάπληκτοι. Φτάνει ἕνα μάτι ν’ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἀρκεῖ αὐτό.
Συναντήθηκα κάποτε μ᾿ ἕναν ἄπιστο ποὺ ἠρνεῖτο ὅτι ὑπάρχει Θεός. Κρατοῦσε μιὰ φωτογραφικὴ μηχανή, ποὺ μόλις τὴν εἶχε ἀγοράσει. ―Πῶς βρέθηκε, λέω, στὰ χέρια σου αὐτὴ ἡ μηχανή; Ἔμαθα, ὅτι τέτοιες μηχανὲς φυτρώνουν σὲ κάποιο χωράφι. ―Μὰ τί λές; μοῦ ἀπαντᾷ, μόνο τρελλὸς μπορεῖ νὰ τὸ πῇ αὐτό. Τότε τοῦ εἶπα· ―Ἂν εἶνε τρελλὸς ὅποιος λέει ὅτι οἱ φωτογραφικὲς μηχανὲς φυτρώνουν στὸ χωράφι, τότε ἑκατὸ φορὲς πιὸ τρελλὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ τὰ μάτια του φύτρωσαν μόνα τους. Τί εἶνε τὸ μάτι; Μιὰ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή. Πῶς παραδέχεσαι ὅτι ἡ φωτογραφικὴ μηχανὴ ἔχει δημιουργό, καὶ δὲν παραδέχεσαι τὸ Θεὸ δημιουργὸ γιὰ τὸ μάτι; Τὸ μάτι εἶνε δῶρο, γιὰ τὸ ὁποῖο θά ’πρεπε νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, ὅπως λέει ὁ ποιητής·
«Ὅταν τριγύρω βλέπω τῆς φύσεως τὰ κάλλη,
τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τ’ ἄστρα τὰ φωτεινά,
τὴ θάλασσα, π’ ἀφρίζει κι’ ἁπλώνεται μεγάλη,
τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους, τὰ βουνά,
καὶ τ’ ἄνθη ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ μονοπάτια,
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωκες τὰ μάτια»
(Ἰω. Πολέμης, Ἀναγνωστικὸ τῆς Ε΄ Δημοτικοῦ, σ. 295).
«Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου, ποὺ μοῦ ’δωσες τὰ μάτια». Τὸ λέμε; Δὲν τὸ λέμε δυστυχῶς. Μὴν εἴμεθα ἀχάριστοι στὸ Θεό. Καὶ νὰ δείχνουμε συμπάθεια σὲ ὅλους τοὺς τυφλοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ζοῦν μέσα σ’ ἕνα διαρκὲς σκοτάδι.
Τὰ μάτια! Ὑπάρχει γι’ αὐτὰ ὁλόκληρη εἰδικὴ ἐπιστήμη, τὴν ὁποία διακονοῦν οἱ ὀφθαλμίατροι, καὶ μένουν κατάπληκτοι. Φτάνει ἕνα μάτι ν’ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἀρκεῖ αὐτό.
Συναντήθηκα κάποτε μ᾿ ἕναν ἄπιστο ποὺ ἠρνεῖτο ὅτι ὑπάρχει Θεός. Κρατοῦσε μιὰ φωτογραφικὴ μηχανή, ποὺ μόλις τὴν εἶχε ἀγοράσει. ―Πῶς βρέθηκε, λέω, στὰ χέρια σου αὐτὴ ἡ μηχανή; Ἔμαθα, ὅτι τέτοιες μηχανὲς φυτρώνουν σὲ κάποιο χωράφι. ―Μὰ τί λές; μοῦ ἀπαντᾷ, μόνο τρελλὸς μπορεῖ νὰ τὸ πῇ αὐτό. Τότε τοῦ εἶπα· ―Ἂν εἶνε τρελλὸς ὅποιος λέει ὅτι οἱ φωτογραφικὲς μηχανὲς φυτρώνουν στὸ χωράφι, τότε ἑκατὸ φορὲς πιὸ τρελλὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ τὰ μάτια του φύτρωσαν μόνα τους. Τί εἶνε τὸ μάτι; Μιὰ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή. Πῶς παραδέχεσαι ὅτι ἡ φωτογραφικὴ μηχανὴ ἔχει δημιουργό, καὶ δὲν παραδέχεσαι τὸ Θεὸ δημιουργὸ γιὰ τὸ μάτι; Τὸ μάτι εἶνε δῶρο, γιὰ τὸ ὁποῖο θά ’πρεπε νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, ὅπως λέει ὁ ποιητής·
«Ὅταν τριγύρω βλέπω τῆς φύσεως τὰ κάλλη,
τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τ’ ἄστρα τὰ φωτεινά,
τὴ θάλασσα, π’ ἀφρίζει κι’ ἁπλώνεται μεγάλη,
τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους, τὰ βουνά,
καὶ τ’ ἄνθη ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ μονοπάτια,
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωκες τὰ μάτια»
(Ἰω. Πολέμης, Ἀναγνωστικὸ τῆς Ε΄ Δημοτικοῦ, σ. 295).
«Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου, ποὺ μοῦ ’δωσες τὰ μάτια». Τὸ λέμε; Δὲν τὸ λέμε δυστυχῶς. Μὴν εἴμεθα ἀχάριστοι στὸ Θεό. Καὶ νὰ δείχνουμε συμπάθεια σὲ ὅλους τοὺς τυφλοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ζοῦν μέσα σ’ ἕνα διαρκὲς σκοτάδι.