Αναλύοντας το Ευαγγέλιο της ημέρας (Ματθ. θ΄ 27-35) τόνισε την ειλικρινή πίστη των δύο τυφλών η οποία υπήρξε αφορμή να γίνουν αποδέκτες της ιάσεώς των άμα τη προσφωνήσει του Κυρίου «κατά την πίστιν υμών γεννηθήτω υμίν» και την αποκατάσταση της αφωνίας και κώφωσης του δαιμονιζόμενου, κάνοντας εύστοχες παρατηρήσεις και δίνοντας «πατερικές» απαντήσεις που ικανοποίησαν τους ακροατές.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στο μακαριστό π. Θεολόγο του οποίου το 18ο κατά σειράν ετήσιο μνημόσυνο τελούνταν, λέγοντας:
«Αυτή η αναφορά μας στο πρόσωπό του, όπως και άλλες φορές το έχουμε τονίσει, δεν είναι ένα καθήκον που το απαιτεί η ώρα, αλλά είναι ένα ανεξόφλητο χρέος που πηγάζει από την αγάπη μας και την βαθειά μας ευγνωμοσύνη προς το πρόσωπό του.
Ο μακαριστός Θεολόγος δόξασε με την ζωή του και προ πάντων με το επισκοπικό του αξίωμα το Χριστό και την Εκκλησία και έγινε για μας, που τον γνωρίσαμε και τον ζήσαμε από κοντά, τύπος και υπόδειγμα καλού Ποιμένα. Όλοι εκείνοι που τον γνώωρισαν, μπορούν να δώσουν την μαρτυρία και να βεβαιώσουν ότι ο δεσπότης μας είχε – και δεν μπορούσε να κρύψει γιατί δεν κρύβονταν – όλα τα χαρίσματα εκείνα που αναφέρει ο Απόστολος Παύλος στην Α΄ προς Τιμόθεον επιστολή του στο 3ο κεφάλαιο και στους στίχους 1 έως 7 και που πρέπει αυτά τα χαρίσματα να κοσμούν τον αληθινό επίσκοπο αλλά και τον καθένα που έχει την ιερωσύνη, διότι επίσκοπος στην πρώτη Εκκλησία λέγονταν και ο Ιερεύς. Εκεί, λοιπόν, στην επιστολή προς τον Τιμόθεο ο Απ. Παύλος γράφει: «Δει ουν τον επίσκοπον ανεπίληπτον είναι… νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν, επιεική, άμαχον, αφιλάργυρον και μαρτυρίαν καλήν έχων από τους έξωθεν».
Πρέπει ο επίσκοπος – λέγει ο Απόστολος – να είναι αδιάβλητος, να είναι προσεκτικός, συνετός, ευπρεπής, φιλόξενος, καλός διδάσκαλος να είναι ήπιος, ειρηνικός, αφιλοχρήματος και να έχει καλή φήμη και έξω από την Εκκλησία. Και ο Επίσκοπος Θεολόγος ήταν, αγαπητοί μου, όπως τον γνωρίσαμε, στολισμένος με όλα αυτά τα χαρίσματα. Έτσι ήταν, όντως ανεπίληπτος, αδιάβλητος και είχε κάθε αρετή, ώστε να μην δίνει καμία αφορμή για κατηγορία. Κανείς δεν μπορούσε να τον ψέξει σε κάτι διότι ήταν αψεγάδιαστος, ήταν νηφάλιος, προσεκτικός, δεν είχε αμβλημένη ψυχική όραση αλλά είχε άγρυπνο βλέμμα και για τον εαυτό του και για το ποίμνιό του, που του εμπιστεύτηκε την φροντίδα και την πνευματική κηδεμονία ο Κύριος.
Ο επίσκοπος Θεολόγος ήταν σώφρων∙ είχε αυτοκυριαρχία και κανόνιζε με το μέτρο του Ευαγγελίου την εσωτερική του ζωή και την εξωτερική του στάση και συμπεριφορά. Αποκάλυπτε την σωφροσύνη της ψυχής του «και πνεύματι και σχήματι και βλέμμασι και βαδίσμασι» όπως λέγει ο Άγιος Θεοφύλακτος. Και ποιος δεν διέκρινε στον αείμνηστο Θεολόγο την σωφροσύνη και την κοσμιότητα στο λόγο του, στο σχήμα του σώματός του, στο βλέμμα του και στο βάδισμά του; Η επιπολαιότητα, η ματαιότητα και η ελαφρότητα δεν τον άγγιζαν ποτέ. Ήταν φιλόξενος και ελεήμων σε όσους είχαν ανάγκες. Ήταν διδακτικός διότι δίδασκε και συμβούλευε λόγω και έργω την ευσέβεια, οδηγώντας το ποίμνιό του σε νομάς αληθείας.
Ο μακάριος Θεολόγος ήταν επιεικής. Ήξερε να υπομένει, να ανέχεται και να δικαιολογεί τις αδικίες που του έκαναν. Γι’ αυτό και ήταν άμαχος, ειρηνικός και αστασίαστος, όταν, βέβαια, δεν κινδύνευε η ευσέβεια και η αλήθεια. Σε θέματα πίστεως και αληθείας κρατούσε ανυποχώρητη στάση.
Ο δεσπότης μας ήταν κατ’ εξοχήν αφιλάργυρος, και τούτο φαίνονταν από το ότι μοίραζε το μισθό που έπαιρνε αφειδώλευτα στο πάσχον ποίμνιό του. Η καλή φήμη τον συνόδευε παντού, πράγμα που κανείς δε μπορούσε να του την αμφισβητήσει.
Ήταν ευθύς, αληθινός και ανυπόκριτος. Η πολιτική, η κολακεία και η διπλοπροσωπία ήταν γι’ αυτόν άγνωστα.
Η ιερωσύνη και η αρχιερωσύνη του, που δεν επεδίωξε – μάλλον αντέδρασε όταν έμαθε ότι τον έβαλαν στο τριπρόσωπο – ήταν μήνυμα θείας αποστολής, γι’ αυτό, αισθανόμενος το βάρος και την ευθύνη του αξιώματός του, έβαλε στόχο να ανταποκριθεί στη μεγάλη τιμή που του έκανε ο Θεός, και με πνεύμα αυτοθυσίας ξεκίνησε τη διακονία του εργαζόμενος μέχρι το τέλος με αγνή και καθαρή καρδιά. Παρ’ ότι ήταν φιλάσθενος, ο ζήλος του υπήρξε άοκνος και η αφοσίωσή του υποδειγματική που φανέρωνε μια πίστη ζωντανή και μια αγάπη στο πρόσωπο του Χριστού θυσιαστική, μεταβιβαζόμενη στο ποίμνιό του. Όπου κι αν εργάστηκε, στον αμπελώνα του Κυρίου εργάστηκε (Λήμνο, Τρίκαλα, Λάρισα) γι’ αυτό και ο λαός τον αγάπησε πολύ.
Αγαπητοί, όσα εγκώμια κι αν πλέξουμε στο μακαριστό επίσκοπο Θεολόγο, δεν θα τον κάνουμε λαμπρότερο ούτε θα του προσθέσουμε περισσότερη δόξα∙ μάλλον εμείς φωτιζόμαστε και καταυγαζόμαστε από την δική του λαμπρότητα, όπως χαρακτηριστικά λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «όσο κι αν προσηλώνει κανείς τα μάτια του στον Ήλιο και περιγράφει την φωτεινότητά του δεν κάνει το άστρο λαμπρότερο αλλά αυτό φωτίζει και καταυγάζει τα μάτια του». Έτσι κι εμείς σήμερα με την τιμητική αναφορά μας στο σεπτό του πρόσωπο, που με την αρετή και αγιότητά του έλαμψε σαν αστέρι λαμπρό στο στερέωμα της στρατευομένης Εκκλησίας, δεν δώσαμε αλλά πήραμε φως από το φως του και δόξα από την δόξα του.
Είθε, αγαπητοί μου, να έχουμε την ευχή του και τις πρεσβείες του και ποτέ, μα ποτέ, να μην ξεθωριάσει η μνήμη του και περάσει στη λήθη. Αμήν.»
|
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ ΑΣΠΑΖΕΤΑΙ ΤΟ ΣΚΗΝΩΜΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜ. ΘΕΟΛΟΓΟΥ |