ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ
Τό ἴδιο συνέβη, ἀγαπητοί μου, καί εἰς τούς τρεῖς Μαθητάς, εἰς τό ὄρος Θαβώρ. Ὡραία μᾶς τό δείχνει αὐτό ἡ εἰκονογραφία μας, ὅταν ἐκεῖ, στό ὅρος τῆς Μεταμορφώσεως, ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης εἶδαν μεταμορφούμενον τόν Κύριον, ἔπεσαν ἀτάκτως μπροστά στήν θείαν λάμψιν!
Εἶναι γεγονός, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πάντοτε ταράσσετε, ὅποτε ἔρχεται εἰς ἐπαφήν μέ τόν ὑπερφυσικόν κόσμον.
«…καὶ ἔθηκε τὴν δεξιάν αὐτοῦ χείρα ἐπ’ ἐμέ λέγων· μή φοβοῦ῾
«...καί, τότε, ἤπλωσε τό χέρι Του (τό δεξί, πάντα) ἐπάνω μου καί μοῦ εἶπε· μὴ φοβᾶσαι».
Αὐτό τό ἅπλωμα τοῦ χεριοῦ τοῦ Κυρίου ἐπί τοῦ Ἰωάννου, ἀλλά καί ἡ προτροπή «μή φοβοῦ», ἀσφαλῶς θά ὑπενθύμισε εἰς τόν Μαθητήν ἐκείνη τήν ἀλησμόνητη τρικυμιώδη νύχτα, ὅπου ὅλοι οἱ Μαθηταί ἐπάλαιαν μέ τά κύματα εἰς τήν λίμνη τῆς Τιβεριάδος.
Τότε, κάπου στίς τρεῖς τήν νύχτα, κατά τήν τετάρτην φυλακήν, ἐνεφανίσθη ὁ Κύριος περιπατῶν ἐπί τῶν κυμάτων τῆς λίμνης.
Καί οἱ Μαθηταί, νομίσαντες ὅτι βλέπουν φάντασμα, «ἀπό τοῦ φόβου ἔκραξαν».
Ἀλλ’ ἀμέσως ὁ Κύριος τούς μίλησε καί εἶπε:
«Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε» (31).
«Μή φοβᾶσθε· πάρετε θάρρος· ἐγώ εἶμαι»!
Πραγματικά, ἀγαπητοί μου, ἐδῶ τώρα ὁ Κύριος θά πῇ τό ἴδιο πράγμα καί εἰς τόν Ἰωάννη:
«Μὴ φοβοῦ· ἐγώ εἰμι, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὁ ζῶν».
«Μή φοβεῖσθε –εἶπε τότε εἰς τούς Μαθητάς–· ἐγώ εἰμί, ὁ διδάσκαλός σας· θαρσεῖτε –πάρετε θάρρος–».
Ἐδῶ, βλέπομε πώς ὁ Κύριος δίνει τά χαρακτηριστικά τῆς ταυτότητός Του· «Ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὁ ζῶν»!
Ὁ Κύριος προβάλλει εἰς τόν Ἰωάννην τρεῖς ἐνθαρρυντικές ἰδιότητές Του.
Ἡ πρώτη εἶναι αὐτή: «ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὁ ζῶν».
Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι αὐτή ἡ προσηγορία, αὐτή ἡ ὀνομασία, «ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος», ἀπεδόθη ἤδη –πιό πάνω, εἰς τόν 8ον στίχον– εἰς Αὐτόν τόν Θεόν Πατέρα. Πῶς τώρα λέγει ὁ Υἱός ὅτι «ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος»; Τί θέλει νά δείξῃ ἐδῶ;
Ἡ ἀπόδοσις τῆς ἰδίας προσηγορίας καί στόν Θεόν Πατέρα καί στόν Θεόν Υἱόν φανερώνει τήν ἰσοτιμία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ. Ὁ Πατήρ εἶναι «ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος». Καί ὁ Υἱός εἶναι «ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος».
Τό ἴδιο ἰσχύει καί μέ τήν προσηγορίαν («προσηγορία» θά πῇ ὀνομασία) «ὁ ζῶν»· διότι «ζῶν» θεωρεῖται καί ὁ Πατήρ.
Θυμηθεῖτε, παρακαλῶ, τί εἶπε ὁ ἀπόστολος Πέτρος στόν Χριστόν:
«Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (32).
Ἤ, ἀκόμα, λέγει ὁ προφήτης Ὠσηέ –τό ἀναφέρει εἰς τήν «πρός Ρωμαίους» ὁ Ἀπόστολος–:
«…ἐκεῖ κληθήσονται υἱοὶ Θεοῦ ζῶντος» (33).
Ἀκόμη, ὅταν ὁ Καϊάφας ἐξορκίζει τόν Κύριον, τοῦ λέγει:
«Ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (34).
Ποιός λοιπόν εἶναι ὁ Θεός «ὁ ζῶν»;
Εἶναι ὁ Πατήρ.
Ἀλλά Θεός ζῶν εἶναι καί ὁ Υἱός. Καί τί λέγει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος;
«Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καὶ ἡ ἀλήθεια καὶἡ ζωή».
Ἰδού ἡ ἰσοτιμία Πατρός καί Υἱοῦ!
Αὐτά κρατᾶτε τά παρακαλῶ, γιά νά ἀσφαλίζεσθε ἀπό τούς Χιλιαστάς, πού θέλουν νά ὑποβιβάσουν τόν Ἰησοῦν Χριστόν καί νά Τόν παρουσιάσουν ὡς κτίσμα, ἀρχιδοῦλον, ἀρχάγγελον ἤ ὅ,τι ἄλλο! Καί δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη βλασφημία, ἀπό τοῦ νά ὑποτιμήσῃ κανείς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό εἶναι βλάσφημοι οἱ αἱρετικοί, καί εἰδικώτερα οἱ Χιλιασταί.
Ἡ δευτέρα ἰδιότης τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ ἐμφανιζομένου εἰς τόν Ἰωάννην, πού ἔρχεται νά τόν παρηγορήση, νά τόν βοηθήσῃ, νά τόν ἐνισχύσῃ, εἶναι:
«Καὶ ἐγενόμην νεκρός καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (35).
«Ἔγινα νεκρός καί νά· τώρα εἶμαι ζωντανός καί ζῶ εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων».
Μέ αὐτήν τήν φράσι –«καὶ ἐγενόμην νεκρός»– τί ὑποδηλοῖ;
Ὑποδηλοῖ τήν Ἐνανθρώπησίν Του· τήν ἐπιγείαν Ζωήν Του· τόν πραγματικόν Του Θάνατον· τήν Ἀνάστασί Του· τήν Ἀνάληψί Του ἀλλά καί τήν αἰωνίαν Του Ζωήν, ὡς Θεανθρώπου.
Ἐκεῖνο πού ἔχει μία ἰδιαίτερη σημασία καί ἀξία εἶναι ὅτι «ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος» –προσηγορία πού ἀνήκει εἰς τόν Θεόν– ταυτίζεται μ’ Ἐκεῖνον πού «ἐγένετο νεκρός καί ἰδού ζεῖ», δηλαδή Αὐτόν πού ἔχει τήν αἰωνίαν ζωήν, καί ταυτοχρόνως ἀπέθανε ἐπί τοῦ Σταυροῦ· δηλαδή, μ’ ἄλλα λόγια, ζεῖ ὡς Θεάνθρωπος· ὄχι μόνον ὡς Θεός, ἀλλά ὡς Θεάνθρωπος.
Καί ἔτσι, βλέπει κανείς πολύ καθαρά, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Jahve! ὁ Κύριος! Ἐκεῖνος πού εἶναι ἡ Αὐτοζωή!
Καί λέγει «εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Σᾶς τό ’χω ξαναπεῖ, ἀλλά δέν πειράζει νά τό ἀκούσετε πάλι–: Ὅσες φορές ἡ Γραφή ἀναφέρεται εἰς τόν «αἰώνα», ἐννοεῖ τόν παρόντα αἰώνα· καί ὅσες φορές ἀναφέρεται εἰς τούς «αἰώνας τῶν αἰώνων», ἐννοεῖ τήν αἰωνιότητα.
Φερ’ εἰπεῖν, λέγει ἡ Γραφή γιά τήν γῆ ἤ τήν οἰκουμένη ὅτι μένει εἰς τόν αἰώνα καί «οὐ σαλευθήσεται» (36).
Οἱ ταλαίπωροι Χιλιασταί λέγουν:
«Βλέπετε; Ἡ γῆ μένει εἰς τόν αἰώνα καί οὐ σαλευθήσεται· δηλαδή, δέν θά παρέλθῃ ποτέ»!
Λάθος, κύριοι Χιλιασταί, διαστρεβλωταί τῶν Γραφῶν! Ὅταν λέγῃ ἡ Γραφή «εἰς τόν αἰώνα», δέν ἐννοεῖ παρά τόν παρόντα αἰώνα· δηλαδή, ἐννοεῖ τά ὅρια τοῦ χρόνου, πού ὁ Θεός ὥρισε νά ὑπάρχῃ ἡ Δημιουργία Του, στήν μορφή πού ὑπάρχει.
Πράγματι, ἡ γῆ δέν θά σαλευθῇ, ἕως ὅτου ἔλθῃ ἡ στιγμή πού ὁ Κύριος θά ἀλλάξῃ τήν μορφήν τοῦ σύμπαντος. Αὐτό σημαίνει «εἰς τόν αἰώνα». Δέν λέγει εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἐδῶ, ὁ Χριστός, δέν εἶναι ζῶν εἰς τόν αἰώνα, ἀλλά εἶναι ζῶν εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων· δηλαδή, στήν ἀληθινή αἰωνιότητα.
Καί ἡ τρίτη ἰδιότης Του εἶναι ἡ ἐξῆς:
«καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ἅδου» (37).
(Ἄν κάθε μιά ἰδιότητα, ἀγαπητοί μου, τήν ἰδοῦμε καλύτερα –βλέπετε, τρέχω λιγάκι– θά διαπιστώσουμε ὅτι ἀποτελεῖ μία ἀληθινή παρηγορία.)
«Ἔχω τά κλειδιά τοῦ θανάτου καί τοῦ ἅδου»! Πόσο παρήγορο εἶναι αὐτό!
Ἐδῶ, ὁ ἅδης θεωρεῖται ὡς κατοικητήριον τοῦ προσωποποιουμένου θανάτου.
Ὁ Χριστός κατῆλθε εἰς τόν ἅδη, ἐνίκησε τόν θάνατον, ἐσκύλευσε τόν ἅδην, μέ τήν αἰωνία Του Ἀνάστασι, γιατί θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι, πλέον, κυριεύει (38). Καί μέ τήν Ἀνάστασί Του ἀνέστησε καί θά ἀναστήσῃ ὅλους τούς νεκρούς.
Συνεπῶς, ὁ Χριστός εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.
Μιά αἰσθητοποίησις αὐτῆς τῆς κυριότητος ἐπί τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου εἶναι ἡ ἔκφρασις· «ἔχω τὰς κλεῖς –ἔχω τά κλειδιά–». Γιατί, πράγματι, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κατέχει τά κλειδιά ἑνός κιβωτίου, χρηματοκιβωτίου, θησαυροφυλακίου ἤ οἰκήματος, εἶναι ὁ κύριος αὐτοῦ τοῦ πράγματος.
Ὅταν λοιπόν ὁ Ἰησοῦς λέγῃ «Ἐγώ κρατῶ τά κλειδιά τοῦ θανάτου καί τοῦ ἅδου», εἶναι ὡς νά λέγῃ: «Εἶμαι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου».
Τό εἶχε πῆ ἤδη ὁ Κύριος αὐτό· «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰώνα». (39) Καί·
«Ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως». (40).
Ὅντως, ὁ Κύριος κατέχει τά κλειδιά τοῦ θανάτου καί τοῦ ἅδου!
Ἕνα διάγραμμα αὐτῶν τῶν τριῶν ἰδιοτήτων πού ἀναφέραμε καί ἀναλύσαμε, ἀγαπητοί μου, πού ἦσαν ἱκανές νά σκορπίσουν τόν φόβο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ἀλλά καί παντός ἀνθρώπου, τῆς κάθε ἐποχῆς –συνεπῶς, καί ἡμῶν–, πού στέκεται μπροστά στό μυστήριον τῆς ὑπάρξεως καί τοῦ θανάτου, εἶναι ὅτι ὁ Χριστός εἶναι:
Πρώτον: Ὁ αἰώνιος Θεός.
Δεύτερον: Ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός –ἐπειδή μᾶς πλησίασε διά τῆς σαρκός–.
Τρίτον: Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ὁ Νικητής τῆς Ἱστορίας, τοῦ χρόνου καί τοῦ θανάτου, καί ὁ Κύριος τῆς αἰωνιότητος.
«Γράψον οὖν ἅ εἶδες καὶ ἅ εἰσι καὶ ἅ μέλλει γίνεσθαι μετὰ ταῦτα» (41).
«Γράψε ἐκεῖνα πού εἶδες καί ἐκεῖνα πού ὑπάρχουν καί ἐκεῖνα πού πρόκειται νά ὑπάρξουν μετά ἀπό ὅλα αὐτά–».
Ἐδῶ βλέπομε πώς ἡ προτιθεμένη προφητεία, τήν ὁποία ὁ Ἰωάννης ἐντέλλεται νά καταγράψῃ –καί προφητεία εἶναι ὁλόκληρο τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως· ὅ,τι θά ἰδῇ, ὅ,τι θά ἀκούσῃ–, διακρίνεται σέ τρεῖς χρονικάς περιόδους.
Ἡ πρώτη χρονική περίοδος εἶναι· «ἅ εἶδες –ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχεις ἰδῆ–· δηλαδή, αὐτά πού εἶναι ἤδη παρόντα εἰς τήν Ἐκκλησίαν.
Βλέπομε δηλαδή ἐδῶ, ὅτι ἡ προφητεία –ὅπως σᾶς ἔλεγα εἰς τήν εἰσαγωγήν τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως, εἰς τό πρῶτο μας θέμα– δέν περιορίζεται μόνον εἰς τό μέλλον, ἀλλά ἐπεκτείνεται καί εἰς τό παρόν.
Φαίνεται –καί εἶναι ἱστορικῶς φανερόν– ὅτι ἐξ ἴσου δύσκολον εἶναι νά ἴδῃ κανείς τό παρόν ὅσο καί τό μέλλον. Μάλιστα, τό νά ἴδῃς τό παρόν ἴσως νά εἶναι δυσκολώτερον ἀπό τό νά ἴδῃς τό μέλλον.
Ἀπόδειξις, αὐτός ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ ὁποῖος ὑπέδειξε τόν Χριστόν, πού εἶπε «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ» (42), νά εἶναι μεγαλύτερος τοῦ Ἠσαΐου, πού ἔδωσε λεπτομερῆ περιγραφή τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, εἰς τό 53ο του κεφάλαιο.
Μάλιστα, εἰς τήν προφητεία τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ συνυπάρχει καί τό παρόν καί τό μέλλον.
Ὅταν εἶπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ», ἐκεῖνο τό «ἴδε» ἀναφέρεται εἰς τό παρόν, διότι ἔδειξε τόν Ἰησοῦν. Ὅταν ὅμως λέγῃ «ὁ αἴρων τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου», ἀναφέρεται εἰς τό μέλλον, εἰς τήν σταυρική θυσίαν τοῦ Υἱοῦ. Καί μόνον ἡ προσηγορία «ἀμνός» –ὁ ἀμνός ἦτο ζῶο πού προσεφέρετο εἰς τάς θυσίας– δείχνει προφητείαν τοῦ μέλλοντος· τί θά ἦτο δηλαδή ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, σ’ αὐτόν τόν στίχον μόνον, προφητεύει καί τό παρόν καί τό μέλλον.
Ἄρα λοιπόν, ἡ ὅρασις καί ὁ χαρακτηρισμός τοῦ παρόντος εἶναι ἴδιον μόνον τοῦ Προφήτου.
Θά ἰδοῦμε –ὄχι φέτος· πολύ ἀργότερα· ἄν ζήσουμε– ἐκείνους τούς δυό Προφήτας, πού, ὅπως ὑπέδειξεν ὁ Ἰωάννης τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ἔτσι κι ἐκεῖνοι θά ὑποδείξουν τόν Ἀντίχριστον. Θά εἶναι Προφῆται τοῦ παρόντος· δέν θά εἶναι τοῦ μέλλοντος.
Ἡ δευτέρα χρονική περίοδος εἶναι· «ἅ εἰσί –ἐκεῖνα τά ὁποῖα εἶναι–». Ὄχι «ἅ εἶδες»· ἀλλά «ἅ εἰσί –αὐτά πού θά ἀνήκουν εἰς τό μόλις ἐγγύς μέλλον–»· ἐκεῖνα δηλαδή τά ὁποῖα εἶναι τώρα δά, κοντά κοντά, καί καλύπτουν κυρίως τά τρία πρῶτα κεφάλαια τῆς «Ἀποκαλύψεως».
Καί ἡ τρίτη εἶναι· «καί ἅ μέλλει γίνεσθαι μετά ταῦτα –ἐκεῖνα τά ὁποῖα πρόκειται νά γίνουν μετά ἀπ’ αὐτά· εἰς τό μέλλον, δηλαδή–»· αὐτά πού θά ἀνήκουν στό μέλλον καί καλύπτονται ἀπό τά κεφάλαια δ΄ ἕως κα΄.
Προσέξετε, ὅμως! Εἰς τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως δέν ὑπάρχει καμμία αὐστηρά διευθέτησις τῆς ὕλης ὡς πρός τόν χρόνον.
Μπορεῖ κάποια σημεῖα –ὅπως στά τρία πρῶτα κεφάλαια– νά ἀναφέρωνται εἰς τό ἐγγύτατο μέλλον ἤ εἰς τό παρόν, χωρίς νά ἀποκλείεται νά ἀναφέρωνται καί εἰς τό ἀπώτατον μέλλον. Καί ἀντιστρόφως· μερικά σημεῖα τοῦ μέλλοντος –πού γράφονται στά ὑπόλοιπα κεφάλαια– νά ἐνεργοῦνται ἤδη.
Μέ ἄλλα λόγια, βλέπει κανείς ὁλόκληρη τήν προφητεία, μέσα εἰς τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, ὡς παρόν, ὡς ἐγγύς μέλλον καί ὡς ἀπώτατο μέλλον.
Ἀλλά, τί γίνεται παρακάτω; Τί εἶναι οἱ ἀστέρες; Τί εἶναι οἱ λυχνίες; Ποῖος ὁ περιπατῶν;
Αὐτά πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, θά τά ἑρμηνεύσῃ εἰς τόν εὐαγγελιστήν Ἰωάννην, θά ἰδοῦμε, ἀγαπητοί μου, πρῶτα ὁ Θεός, τήν ἐρχομένη Κυριακή.
Λάρισα, 7-12-1980
(Υποσημειώσεις)
1 Ματθ. ιδ΄ 27
2 Ματθ. ιστ΄ 16
3 Ρωμ. θ΄ 26
4 Ματθ. κστ΄ 63
5 Ἀποκ. α΄ 18
6 Ψαλμοί 92ος 1, 95ος 10,
111ος 6, 124ος 1
7 Ἀποκ. α΄ 18
8 Ρωμ. στ΄ 9
9 Ἰωάννου ια΄ 25
10 Ἰωάννου ε΄ 28
11 Ἀποκ. α΄ 19
12 Ἰωάν. α΄ 36
Ομιλίες στο βιβλίο της Αποκάλυψης του Αγ. Ιωάννου του
Θεολόγου από το μακαριστό γέροντα π. Αθανάσιο Μυτιληναίο.
Εἶναι γεγονός, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πάντοτε ταράσσετε, ὅποτε ἔρχεται εἰς ἐπαφήν μέ τόν ὑπερφυσικόν κόσμον.
«…καὶ ἔθηκε τὴν δεξιάν αὐτοῦ χείρα ἐπ’ ἐμέ λέγων· μή φοβοῦ῾
«...καί, τότε, ἤπλωσε τό χέρι Του (τό δεξί, πάντα) ἐπάνω μου καί μοῦ εἶπε· μὴ φοβᾶσαι».
Αὐτό τό ἅπλωμα τοῦ χεριοῦ τοῦ Κυρίου ἐπί τοῦ Ἰωάννου, ἀλλά καί ἡ προτροπή «μή φοβοῦ», ἀσφαλῶς θά ὑπενθύμισε εἰς τόν Μαθητήν ἐκείνη τήν ἀλησμόνητη τρικυμιώδη νύχτα, ὅπου ὅλοι οἱ Μαθηταί ἐπάλαιαν μέ τά κύματα εἰς τήν λίμνη τῆς Τιβεριάδος.
Τότε, κάπου στίς τρεῖς τήν νύχτα, κατά τήν τετάρτην φυλακήν, ἐνεφανίσθη ὁ Κύριος περιπατῶν ἐπί τῶν κυμάτων τῆς λίμνης.
Καί οἱ Μαθηταί, νομίσαντες ὅτι βλέπουν φάντασμα, «ἀπό τοῦ φόβου ἔκραξαν».
Ἀλλ’ ἀμέσως ὁ Κύριος τούς μίλησε καί εἶπε:
«Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε» (31).
«Μή φοβᾶσθε· πάρετε θάρρος· ἐγώ εἶμαι»!
Πραγματικά, ἀγαπητοί μου, ἐδῶ τώρα ὁ Κύριος θά πῇ τό ἴδιο πράγμα καί εἰς τόν Ἰωάννη:
«Μὴ φοβοῦ· ἐγώ εἰμι, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὁ ζῶν».
«Μή φοβεῖσθε –εἶπε τότε εἰς τούς Μαθητάς–· ἐγώ εἰμί, ὁ διδάσκαλός σας· θαρσεῖτε –πάρετε θάρρος–».
Ἐδῶ, βλέπομε πώς ὁ Κύριος δίνει τά χαρακτηριστικά τῆς ταυτότητός Του· «Ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὁ ζῶν»!
Ὁ Κύριος προβάλλει εἰς τόν Ἰωάννην τρεῖς ἐνθαρρυντικές ἰδιότητές Του.
Ἡ πρώτη εἶναι αὐτή: «ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὁ ζῶν».
Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι αὐτή ἡ προσηγορία, αὐτή ἡ ὀνομασία, «ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος», ἀπεδόθη ἤδη –πιό πάνω, εἰς τόν 8ον στίχον– εἰς Αὐτόν τόν Θεόν Πατέρα. Πῶς τώρα λέγει ὁ Υἱός ὅτι «ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος»; Τί θέλει νά δείξῃ ἐδῶ;
Ἡ ἀπόδοσις τῆς ἰδίας προσηγορίας καί στόν Θεόν Πατέρα καί στόν Θεόν Υἱόν φανερώνει τήν ἰσοτιμία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ. Ὁ Πατήρ εἶναι «ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος». Καί ὁ Υἱός εἶναι «ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος».
Τό ἴδιο ἰσχύει καί μέ τήν προσηγορίαν («προσηγορία» θά πῇ ὀνομασία) «ὁ ζῶν»· διότι «ζῶν» θεωρεῖται καί ὁ Πατήρ.
Θυμηθεῖτε, παρακαλῶ, τί εἶπε ὁ ἀπόστολος Πέτρος στόν Χριστόν:
«Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (32).
Ἤ, ἀκόμα, λέγει ὁ προφήτης Ὠσηέ –τό ἀναφέρει εἰς τήν «πρός Ρωμαίους» ὁ Ἀπόστολος–:
«…ἐκεῖ κληθήσονται υἱοὶ Θεοῦ ζῶντος» (33).
Ἀκόμη, ὅταν ὁ Καϊάφας ἐξορκίζει τόν Κύριον, τοῦ λέγει:
«Ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (34).
Ποιός λοιπόν εἶναι ὁ Θεός «ὁ ζῶν»;
Εἶναι ὁ Πατήρ.
Ἀλλά Θεός ζῶν εἶναι καί ὁ Υἱός. Καί τί λέγει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος;
«Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καὶ ἡ ἀλήθεια καὶἡ ζωή».
Ἰδού ἡ ἰσοτιμία Πατρός καί Υἱοῦ!
Αὐτά κρατᾶτε τά παρακαλῶ, γιά νά ἀσφαλίζεσθε ἀπό τούς Χιλιαστάς, πού θέλουν νά ὑποβιβάσουν τόν Ἰησοῦν Χριστόν καί νά Τόν παρουσιάσουν ὡς κτίσμα, ἀρχιδοῦλον, ἀρχάγγελον ἤ ὅ,τι ἄλλο! Καί δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη βλασφημία, ἀπό τοῦ νά ὑποτιμήσῃ κανείς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό εἶναι βλάσφημοι οἱ αἱρετικοί, καί εἰδικώτερα οἱ Χιλιασταί.
Ἡ δευτέρα ἰδιότης τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ ἐμφανιζομένου εἰς τόν Ἰωάννην, πού ἔρχεται νά τόν παρηγορήση, νά τόν βοηθήσῃ, νά τόν ἐνισχύσῃ, εἶναι:
«Καὶ ἐγενόμην νεκρός καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (35).
«Ἔγινα νεκρός καί νά· τώρα εἶμαι ζωντανός καί ζῶ εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων».
Μέ αὐτήν τήν φράσι –«καὶ ἐγενόμην νεκρός»– τί ὑποδηλοῖ;
Ὑποδηλοῖ τήν Ἐνανθρώπησίν Του· τήν ἐπιγείαν Ζωήν Του· τόν πραγματικόν Του Θάνατον· τήν Ἀνάστασί Του· τήν Ἀνάληψί Του ἀλλά καί τήν αἰωνίαν Του Ζωήν, ὡς Θεανθρώπου.
Ἐκεῖνο πού ἔχει μία ἰδιαίτερη σημασία καί ἀξία εἶναι ὅτι «ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος» –προσηγορία πού ἀνήκει εἰς τόν Θεόν– ταυτίζεται μ’ Ἐκεῖνον πού «ἐγένετο νεκρός καί ἰδού ζεῖ», δηλαδή Αὐτόν πού ἔχει τήν αἰωνίαν ζωήν, καί ταυτοχρόνως ἀπέθανε ἐπί τοῦ Σταυροῦ· δηλαδή, μ’ ἄλλα λόγια, ζεῖ ὡς Θεάνθρωπος· ὄχι μόνον ὡς Θεός, ἀλλά ὡς Θεάνθρωπος.
Καί ἔτσι, βλέπει κανείς πολύ καθαρά, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Jahve! ὁ Κύριος! Ἐκεῖνος πού εἶναι ἡ Αὐτοζωή!
Καί λέγει «εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Σᾶς τό ’χω ξαναπεῖ, ἀλλά δέν πειράζει νά τό ἀκούσετε πάλι–: Ὅσες φορές ἡ Γραφή ἀναφέρεται εἰς τόν «αἰώνα», ἐννοεῖ τόν παρόντα αἰώνα· καί ὅσες φορές ἀναφέρεται εἰς τούς «αἰώνας τῶν αἰώνων», ἐννοεῖ τήν αἰωνιότητα.
Φερ’ εἰπεῖν, λέγει ἡ Γραφή γιά τήν γῆ ἤ τήν οἰκουμένη ὅτι μένει εἰς τόν αἰώνα καί «οὐ σαλευθήσεται» (36).
Οἱ ταλαίπωροι Χιλιασταί λέγουν:
«Βλέπετε; Ἡ γῆ μένει εἰς τόν αἰώνα καί οὐ σαλευθήσεται· δηλαδή, δέν θά παρέλθῃ ποτέ»!
Λάθος, κύριοι Χιλιασταί, διαστρεβλωταί τῶν Γραφῶν! Ὅταν λέγῃ ἡ Γραφή «εἰς τόν αἰώνα», δέν ἐννοεῖ παρά τόν παρόντα αἰώνα· δηλαδή, ἐννοεῖ τά ὅρια τοῦ χρόνου, πού ὁ Θεός ὥρισε νά ὑπάρχῃ ἡ Δημιουργία Του, στήν μορφή πού ὑπάρχει.
Πράγματι, ἡ γῆ δέν θά σαλευθῇ, ἕως ὅτου ἔλθῃ ἡ στιγμή πού ὁ Κύριος θά ἀλλάξῃ τήν μορφήν τοῦ σύμπαντος. Αὐτό σημαίνει «εἰς τόν αἰώνα». Δέν λέγει εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἐδῶ, ὁ Χριστός, δέν εἶναι ζῶν εἰς τόν αἰώνα, ἀλλά εἶναι ζῶν εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων· δηλαδή, στήν ἀληθινή αἰωνιότητα.
Καί ἡ τρίτη ἰδιότης Του εἶναι ἡ ἐξῆς:
«καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ἅδου» (37).
(Ἄν κάθε μιά ἰδιότητα, ἀγαπητοί μου, τήν ἰδοῦμε καλύτερα –βλέπετε, τρέχω λιγάκι– θά διαπιστώσουμε ὅτι ἀποτελεῖ μία ἀληθινή παρηγορία.)
«Ἔχω τά κλειδιά τοῦ θανάτου καί τοῦ ἅδου»! Πόσο παρήγορο εἶναι αὐτό!
Ἐδῶ, ὁ ἅδης θεωρεῖται ὡς κατοικητήριον τοῦ προσωποποιουμένου θανάτου.
Ὁ Χριστός κατῆλθε εἰς τόν ἅδη, ἐνίκησε τόν θάνατον, ἐσκύλευσε τόν ἅδην, μέ τήν αἰωνία Του Ἀνάστασι, γιατί θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι, πλέον, κυριεύει (38). Καί μέ τήν Ἀνάστασί Του ἀνέστησε καί θά ἀναστήσῃ ὅλους τούς νεκρούς.
Συνεπῶς, ὁ Χριστός εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.
Μιά αἰσθητοποίησις αὐτῆς τῆς κυριότητος ἐπί τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου εἶναι ἡ ἔκφρασις· «ἔχω τὰς κλεῖς –ἔχω τά κλειδιά–». Γιατί, πράγματι, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κατέχει τά κλειδιά ἑνός κιβωτίου, χρηματοκιβωτίου, θησαυροφυλακίου ἤ οἰκήματος, εἶναι ὁ κύριος αὐτοῦ τοῦ πράγματος.
Ὅταν λοιπόν ὁ Ἰησοῦς λέγῃ «Ἐγώ κρατῶ τά κλειδιά τοῦ θανάτου καί τοῦ ἅδου», εἶναι ὡς νά λέγῃ: «Εἶμαι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου».
Τό εἶχε πῆ ἤδη ὁ Κύριος αὐτό· «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰώνα». (39) Καί·
«Ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως». (40).
Ὅντως, ὁ Κύριος κατέχει τά κλειδιά τοῦ θανάτου καί τοῦ ἅδου!
Ἕνα διάγραμμα αὐτῶν τῶν τριῶν ἰδιοτήτων πού ἀναφέραμε καί ἀναλύσαμε, ἀγαπητοί μου, πού ἦσαν ἱκανές νά σκορπίσουν τόν φόβο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ἀλλά καί παντός ἀνθρώπου, τῆς κάθε ἐποχῆς –συνεπῶς, καί ἡμῶν–, πού στέκεται μπροστά στό μυστήριον τῆς ὑπάρξεως καί τοῦ θανάτου, εἶναι ὅτι ὁ Χριστός εἶναι:
Πρώτον: Ὁ αἰώνιος Θεός.
Δεύτερον: Ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός –ἐπειδή μᾶς πλησίασε διά τῆς σαρκός–.
Τρίτον: Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ὁ Νικητής τῆς Ἱστορίας, τοῦ χρόνου καί τοῦ θανάτου, καί ὁ Κύριος τῆς αἰωνιότητος.
«Γράψον οὖν ἅ εἶδες καὶ ἅ εἰσι καὶ ἅ μέλλει γίνεσθαι μετὰ ταῦτα» (41).
«Γράψε ἐκεῖνα πού εἶδες καί ἐκεῖνα πού ὑπάρχουν καί ἐκεῖνα πού πρόκειται νά ὑπάρξουν μετά ἀπό ὅλα αὐτά–».
Ἐδῶ βλέπομε πώς ἡ προτιθεμένη προφητεία, τήν ὁποία ὁ Ἰωάννης ἐντέλλεται νά καταγράψῃ –καί προφητεία εἶναι ὁλόκληρο τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως· ὅ,τι θά ἰδῇ, ὅ,τι θά ἀκούσῃ–, διακρίνεται σέ τρεῖς χρονικάς περιόδους.
Ἡ πρώτη χρονική περίοδος εἶναι· «ἅ εἶδες –ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχεις ἰδῆ–· δηλαδή, αὐτά πού εἶναι ἤδη παρόντα εἰς τήν Ἐκκλησίαν.
Βλέπομε δηλαδή ἐδῶ, ὅτι ἡ προφητεία –ὅπως σᾶς ἔλεγα εἰς τήν εἰσαγωγήν τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως, εἰς τό πρῶτο μας θέμα– δέν περιορίζεται μόνον εἰς τό μέλλον, ἀλλά ἐπεκτείνεται καί εἰς τό παρόν.
Φαίνεται –καί εἶναι ἱστορικῶς φανερόν– ὅτι ἐξ ἴσου δύσκολον εἶναι νά ἴδῃ κανείς τό παρόν ὅσο καί τό μέλλον. Μάλιστα, τό νά ἴδῃς τό παρόν ἴσως νά εἶναι δυσκολώτερον ἀπό τό νά ἴδῃς τό μέλλον.
Ἀπόδειξις, αὐτός ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ ὁποῖος ὑπέδειξε τόν Χριστόν, πού εἶπε «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ» (42), νά εἶναι μεγαλύτερος τοῦ Ἠσαΐου, πού ἔδωσε λεπτομερῆ περιγραφή τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, εἰς τό 53ο του κεφάλαιο.
Μάλιστα, εἰς τήν προφητεία τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ συνυπάρχει καί τό παρόν καί τό μέλλον.
Ὅταν εἶπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ», ἐκεῖνο τό «ἴδε» ἀναφέρεται εἰς τό παρόν, διότι ἔδειξε τόν Ἰησοῦν. Ὅταν ὅμως λέγῃ «ὁ αἴρων τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου», ἀναφέρεται εἰς τό μέλλον, εἰς τήν σταυρική θυσίαν τοῦ Υἱοῦ. Καί μόνον ἡ προσηγορία «ἀμνός» –ὁ ἀμνός ἦτο ζῶο πού προσεφέρετο εἰς τάς θυσίας– δείχνει προφητείαν τοῦ μέλλοντος· τί θά ἦτο δηλαδή ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, σ’ αὐτόν τόν στίχον μόνον, προφητεύει καί τό παρόν καί τό μέλλον.
Ἄρα λοιπόν, ἡ ὅρασις καί ὁ χαρακτηρισμός τοῦ παρόντος εἶναι ἴδιον μόνον τοῦ Προφήτου.
Θά ἰδοῦμε –ὄχι φέτος· πολύ ἀργότερα· ἄν ζήσουμε– ἐκείνους τούς δυό Προφήτας, πού, ὅπως ὑπέδειξεν ὁ Ἰωάννης τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ἔτσι κι ἐκεῖνοι θά ὑποδείξουν τόν Ἀντίχριστον. Θά εἶναι Προφῆται τοῦ παρόντος· δέν θά εἶναι τοῦ μέλλοντος.
Ἡ δευτέρα χρονική περίοδος εἶναι· «ἅ εἰσί –ἐκεῖνα τά ὁποῖα εἶναι–». Ὄχι «ἅ εἶδες»· ἀλλά «ἅ εἰσί –αὐτά πού θά ἀνήκουν εἰς τό μόλις ἐγγύς μέλλον–»· ἐκεῖνα δηλαδή τά ὁποῖα εἶναι τώρα δά, κοντά κοντά, καί καλύπτουν κυρίως τά τρία πρῶτα κεφάλαια τῆς «Ἀποκαλύψεως».
Καί ἡ τρίτη εἶναι· «καί ἅ μέλλει γίνεσθαι μετά ταῦτα –ἐκεῖνα τά ὁποῖα πρόκειται νά γίνουν μετά ἀπ’ αὐτά· εἰς τό μέλλον, δηλαδή–»· αὐτά πού θά ἀνήκουν στό μέλλον καί καλύπτονται ἀπό τά κεφάλαια δ΄ ἕως κα΄.
Προσέξετε, ὅμως! Εἰς τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως δέν ὑπάρχει καμμία αὐστηρά διευθέτησις τῆς ὕλης ὡς πρός τόν χρόνον.
Μπορεῖ κάποια σημεῖα –ὅπως στά τρία πρῶτα κεφάλαια– νά ἀναφέρωνται εἰς τό ἐγγύτατο μέλλον ἤ εἰς τό παρόν, χωρίς νά ἀποκλείεται νά ἀναφέρωνται καί εἰς τό ἀπώτατον μέλλον. Καί ἀντιστρόφως· μερικά σημεῖα τοῦ μέλλοντος –πού γράφονται στά ὑπόλοιπα κεφάλαια– νά ἐνεργοῦνται ἤδη.
Μέ ἄλλα λόγια, βλέπει κανείς ὁλόκληρη τήν προφητεία, μέσα εἰς τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, ὡς παρόν, ὡς ἐγγύς μέλλον καί ὡς ἀπώτατο μέλλον.
Ἀλλά, τί γίνεται παρακάτω; Τί εἶναι οἱ ἀστέρες; Τί εἶναι οἱ λυχνίες; Ποῖος ὁ περιπατῶν;
Αὐτά πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, θά τά ἑρμηνεύσῃ εἰς τόν εὐαγγελιστήν Ἰωάννην, θά ἰδοῦμε, ἀγαπητοί μου, πρῶτα ὁ Θεός, τήν ἐρχομένη Κυριακή.
Λάρισα, 7-12-1980
(Υποσημειώσεις)
1 Ματθ. ιδ΄ 27
2 Ματθ. ιστ΄ 16
3 Ρωμ. θ΄ 26
4 Ματθ. κστ΄ 63
5 Ἀποκ. α΄ 18
6 Ψαλμοί 92ος 1, 95ος 10,
111ος 6, 124ος 1
7 Ἀποκ. α΄ 18
8 Ρωμ. στ΄ 9
9 Ἰωάννου ια΄ 25
10 Ἰωάννου ε΄ 28
11 Ἀποκ. α΄ 19
12 Ἰωάν. α΄ 36