Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ANEΠΙΘΥΜΗΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ ΠΑΝΗΓΥΡΤΖΙΔΕΣ ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ 
:"ΑΓΩΝΑΣ " ΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ  αρ.φυλ.206  - 207 



 http://www.agonas.org/

Τὰ µεγάλα συλλείτουργα καὶ ἡ πολυτέλεια τῶν σηµερινῶν δεσποτάδων δὲν ἔχουν καµιὰ σχέση µὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο

Θὰ µαζευτοῦν καὶ δεσποτάδες µὲ τὰ ἐγκόλπιά τους καὶ µὲ τὶς σπινθηροβολοῦσες µίτρες τους, θὰ µαζευτοῦν ὅλοι ἐπάνω ἐκεῖ (στον ιερό βράχο του Αρείου Πάγου). Ἔ, Χριστιανοί µου, σᾶς ἐνθουσιάζει αὐτὴ ἡ πανήγυρις; σᾶς ἐνθουσιάζουν αἱ στολαὶ αἱ λαµπραὶ τῶν παπάδων µας καὶ τὰ ῥαβδιὰ τὰ δεσποτικὰ καὶ τὰ στέµµατα καὶ οἱ φωνὲς καὶ οἱ πανηγύρεις; Δὲν ξέρω.



Σᾶς κάνω µιὰ ὑπόθεσι µόνο. Φαντασθῆτε τὴν ὥρα ἐκείνη, ποὺ εἶνε ὅλοι αὐτοὶ µαζεµένοι ἐκεῖ, νά ᾽ρχεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος· µὲ τὸ ῥαβδί του, χωρὶς νά ᾽χῃ µίτρες στὸ κεφάλι… Πώ πω! δὲν µπορῶ νὰ φαντασθῶ τὸν Παῦλο µὲ µία µίτρα, δὲν µπορῶ νὰ φαντασθῶ τὸν Παῦλο µὲ µπαστούνια καὶ πολυτέλεια, δὲν µπορῶ νὰ φαντασθῶ τὸν Παῦλο µὲ αὐτοκίνητα πολυτελείας, δὲν µπορῶ νὰ φαντασθῶ τὸν Παῦλο µὲ διαταγὰς καὶ ἀστραπὰς καὶ βροντάς· δὲν µπορῶ νὰ φαντασθῶ τὸν Παῦλο σὰν Ἀλῆ πασᾶ νὰ κυβερνᾷ τοὺς πιστούς. Δὲν µπορῶ νὰ φαντασθῶ ἔτσι τὸν Παῦλο· εἶνε µιὰ ἄρνησις τοῦ Χριστιανισµοῦ ὅλη αὐτὴ ἡ ἐµφάνισις τοῦ ἱερατείου µας.

Ἐὰν πραγµατικῶς λοιπόν, µὲ ἀλεξίπτωτο τοῦ οὐρανοῦ, ἔπεφτε ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὰ οὐράνια κάτω στὴ γῆ τὴν ὥρα ἐκείνη καὶ ἔλεγαν «Ὁ Παῦλος ὁ ἀπόστολος!», –ὤ τότε, ἀδελφοί µου– θὰ ἄλλαζε ὅλη αὐτὴ ἡ ψευδής σκηνοθεσία, ὅλο αὐτὸ τὸ φεστιβὰλ τὸ ὁποῖο ἑορτάζουνε ὅλοι αὐτοί οἱ ψαλτάδες, οἱ παπᾶδες µὲ τὰ λαµπρά τους ἄµφια, οἱ δεσποτάδες). Καὶ µόνον αὐτοί; Καὶ ἐµεῖς ὅλοι, ἀδελφοί µου· καὶ ὅλη ἡ Ἀθήνα, καὶ ὅλη ἡ Ἑλλάδα, µὲ τὸ λαὸ καὶ τὸν κλῆρο της, µὲ τοὺς φτωχούς, µὲ τοὺς πλουσίους, µὲ τοὺς βασιλιᾶδες της. Ἐὰν µᾶς στύψῃς ὅπως στύβεις τὸ λεµόνι, ἂν µᾶς στύψῃς ὅλους (παπᾶδες, ψαλτάδες, δεσποτάδες, καλογέρους, ἀσκητάδες, ἱεροκήρυκας, θεολόγους), ἐὰν µᾶς στύψῃς ὅλους, τὸ νυχάκι τοῦ Παύλου δὲν κάνουµε.

Ἄχ Χριστιανοί µου! Ἕνας Παῦλος ἦταν αὐτός –ὅταν τὸ σκέπτοµαι κλαίω–, καὶ ἔγινε ἠλεκτρικὴ σκούπα καὶ καθάρισε τὴν Ἑλλάδα· ὀγδόντα δεσποτάδες, ἑκατὸ ἱεροκήρυκες, ὀκτὼ χιλιάδες παπᾶδες ἐµεῖς, καὶ ἡ Ἑλλάδα ἐβρώµισε. Πού, ἂν εἴχαµε Πνεῦµα Θεοῦ, θὰ εἴχαµε ἀνακαινίσει τὸν κόσµο ὅλο. Ἄχ Παῦλε, ἄχ Παῦλε!

Καὶ ἂν ἤρχετο ὄχι στὸ 53 µ.Χ. ποὺ ἦρθε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλὰ ἂν ἐρχόταν σήµερα στὸ «κλεινὸν ἄστυ» ὁ ἀπόστολος Παῦλος, θὰ εἶχε καὶ σήµερα ἐχθρούς. Ἀλλὰ ἂς µὲ συχωρέσῃ ὁ Θεὸς γι᾽ αὐτὴν τὴν πικρὰν ἀλήθεια ποὺ θὰ πῶ. Ἂν καὶ ξέρω ὅτι µέσα στὸ ἀκροατήριό µου ἔχω κατασκόπους οἱ ὁποῖοι παρακολουθοῦν τὸ γνήσιο καὶ ἀποστολικὸ καὶ ῥιζοσπαστικὸ κήρυγµά µου, µιλῶ καθαρὰ ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, καὶ ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν εἶνε ἂς προσπαθήσῃ νὰ µὲ διαψεύσῃ καὶ νὰ κατηγορήσῃ ὅ,τι θέλει. Ἐὰν ἐρχότανε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Ἀθήνα µέσα, στὴν Ἑλλάδα µέσα, οἱ µεγαλύτεροι ἐχθροί του, ποὺ δὲν θὰ τὸν ἀφήνανε νὰ µείνῃ οὔτε εἰκοσιτέσσερις ὧρες, οὔτε νὰ πιῇ ἕνα ποτήρι νερό, θὰ ἤτανε – ποιοί, ἀδελφοί µου; Δὲν τὸ λέτε· θὰ ἦταν οἱ δεσποτάδες.

Ὄχι ἀγαπητοί µου ὅλοι. Ὄχι ὅλοι, ἀλλὰ οἱ κακοὶ ἐκεῖνοι ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἐδίωξαν ἕνα Μέγα Βασίλειο, ἕνα Χρυσόστοµο καὶ ἀργότερα ἕνα Μέγα Ἀθανάσιο· οἱ κακοὶ ἐπίσκοποι, περὶ τῶν ὁποίων εἶπε ὁ Χρυσόστοµος ὅτι «Οὐδὲν δέδοικα ὡς ἐπισκόπους πλὴν ἐνίων» (τίποτα δὲν φοβήθηκα ὅσο τοὺς ἐπισκόπους ἐκτὸς ἀπὸ µερικούς). Οἱ κακοὶ ἐπίσκοποι δὲν θὰ τὸν ἀφήνανε νὰ µείνῃ οὔτε εἰκοσιτέσσερις ὧρες. Δὲν θὰ τολµοῦσε. Ποῦ νὰ πάῃ ὁ Παῦλος; Νὰ πάῃ στὸ Μεσολόγγι; Οἱ παράνοµοι καὶ ἀντικανονικοὶ δεσποτάδες –γιατὶ θὰ εἶχε ἕνα ραβδὶ φωτιὰ καὶ λαύρα– θὰ τοῦ ἔλεγαν· «Ἐµεῖς ἐδῶ στὸ Μεσολόγγι ἔχουµε ἱεροκήρυκας σπουδαίους καὶ µεγάλους». Θὰ πήγαινε στὰ Γιάννενα; «Ἔχουµε ἱεροκήρυκας». Θὰ πήγαινε στὸ Βόλο; «Ἔχουµε ἱεροκήρυκας». Ὅπου νὰ πήγαινε, δὲν θὰ µποροῦσε να σταθῇ. Εὐγενέστεροι ἦσαν οἱ Ἀθηναῖοι τὰ χρόνια ἐκεῖνα· τὸν ἀνεβάσανε ἐπάνω στὸ βῆµα τοῦ Ἀρείου πάγου (βλ. Πράξ. 17,19 κ.ἑ.). Ἂν ἐρχόταν τώρα, ἡ δηµοσία ἀσφάλεια θὰ τὸν συνελάµβανε ὡς ἐπικίνδυνο καὶ θὰ τὸν ὡδηγοῦσε στὴν ἐξορία, δὲν θὰ τὸν ἄφηνε νὰ µείνῃ οὔτε εἰκοσιτέσσερις ὧρες.

Ὤ θεοµπαῖκτες, ὤ ὑποκριταί, ὢ φεστιβὰλ θρησκευτικό!… Ὅταν παρουσιαστῇ πνεῦµα τὸ ὁποῖον ἔχει σπινθῆρα ἀποστόλου Παῦλου, δὲν γίνεται δεκτός. Ἐντὸς ὀλίγου µέσα εἰς τὴν Ἑλλάδα δὲν θὰ ὑπάρχῃ θέσι [γι᾽ αὐτόν]. Ἐὰν κατισχύσῃ ἡ ἀνοµία, ἡ ἀσέβεια, ἡ ἁµαρτία, δὲν θά ᾽χῃ θέσι. Κάθε τίµιος κληρικὸς ποὺ πιστεύει στὸν Ἐσταυρωµένο, κάθε κληρικὸς µὲ παρρησία καὶ ἔλεγχο, δὲν θά ᾽χῃ θέσι. Μέσα στὴν φαυλοκρατούµενη ἐκκλησία δὲν θά ᾽χουν θέσι οἱ τίµιοι ἄνθρωποι.

Ἀλλ᾽ ὦ Παῦλε ἀπόστολε. Ἐσὺ ποὺ ἀγάπησες τὸ γένος µας, ἐλθὲ καὶ πάλι ἐν µέσῳ ἡµῶν. Παρηγόρησέ µας, ἐνίσχυσέ µας, δῶσε µας καὶ πάλι τὴν Ἑλλάδα µας. Καὶ τότε, τὰ βράχια θὰ τινάξουν ρόδα πρὸς τιµὴν τῆς ἁγίας Τριάδος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀµήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος