Βλέπω τὸν διωγμὸ τῆς πίστεως καὶ τὸν διωγμὸ τῶν πιστῶν, ὄχι μόνον ἀπὸ καίσαρες καὶ ἐξουσιαστὲς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς ποιμένες –τίποτε τὸ παράξενο «εἰ ἐμἐ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσι».
Οὔτε τὰ μυστήρια σεβάστηκαν, οὔτε τὸν ναὸ, οὔτε τὰ ἱερὰ, οὔτε τὸν ἴδιο
τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἀνάστασί Του. Κυνήγησαν τοὺς πιστοὺς, τώρα κυνηγοῦν τοὺς ἱερεῖς.
Δὲν εἶναι πίστις αὐτό. Εἶναι ξεπεσμὸς γεμάτος φόβο καὶ δουλεία.
Γεώργιος Κ. Τζανάκης. Ἀκρωτήρι Χανίων
Γράφω, ἐπειδὴ ντρέπομαι. Ντρέπομαι γιατὶ γνώρισα ἀληθινοὺς ἀνθρώπους. Γνωρίζω ὅτι εἶμαι ἐλάχιστος, ἀλλὰ εἶναι ἀληθινοὶ αὐτοὶ ποὺ μοῦ παρέδωσαν ὅσα ἐχω καταλάβει -ἄν κάτι ἔχω καταλάβει σωστά.
(Ἑδὼ παραθέτω ἐλάχιστα, καὶ ὄχι τὰ πιὸ χαρακτηριστικά- μόνον ἀπὸ ἕναν ἅγιο, τὸν ἅγιο Ἰσαάκ τὸν Σῦρο, γιὰ νὰ φανῇ ὅτι αὐτοὶ ποὺ λένε καὶ λένε, δῆθεν θεολογίες –πράγματα χαμένα, ἀσυνάρτητα καὶ ἄσχετα-ὑποστηρίζοντας τὴν παροῦσα πτώσι καὶ προδοσία, δὲν πιστεύουν στὸν Θεὸ τῶν πατέρων, κατὰ τὴν πίστι τῶν πατέρων. Φυσικὰ δὲν εἶμαι ὁ κατάλληλος νὰ λέῃ τέτοια λόγια καὶ ἴσως χάνουν καὶ τὴν ἀξία τους, ὅμως δὲν ξέρω τί ἄλλο νὰ κάμω μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν χαμό. Ἀφοὺ δὲν μιλᾶνε οἱ ποιμένες –πλὴν τῶν ἐξαιρέσεων ποὺ διώκονται ἤ καὶ πεθαίνουν- μιλοῦν οἱ πλίνθοι.)