Λκ 2,20-21· 40-52 Περιτομή
Το κυρίως εορταζόμενο γεγονός σήμερα είναι η περιτομή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η συζήτηση που είχε ο δωδεκαετής Ιησούς με τους διδασκάλους του Ισραήλ.
Στα γεγονότα αυτά εξ άλλου αναφέρεται και η ευαγγελική περικοπή, την οποία θ’ ακολουθήσουμε.
Όταν συμπληρώθηκαν, λέει, οι ημέρες της περιτομής του παιδιού, που γινόταν την ογδόη ημέρα της ζωής του κάθε Ιουδαίου, έγινε η περιτομή του και του δόθηκε το όνομα Ιησούς, που το είχε προαναγγείλει ο άγγελος προτού να συλληφθεί στην κοιλιά της μητέρας του...
Και το παιδί μεγαλώνοντας και δυναμώνοντας σωματικά με την επενέργεια της θεότητος που ήταν μέσα του, γέμιζε από σοφία, και η χάρη του Θεού ήταν πάνω του.
Κατά την περιτομή, ως γνωστόν, έκοβαν το δέρμα που καλύπτει το εμπρόσθιο μέρος του γεννητικού οργάνου, δηλαδή την καλύπτρα της βαλάνου.
Η καλύπτρα αυτή λεγόταν ακροβυστία, η δε περικοπή της περιτομή.
Είχε ορισθεί από το Θεό να γίνεται σε κάθε αρσενικό παιδί του Ισραήλ, για να ξεχωρίζουν οι Ιουδαίοι από τα άλλα έθνη.
Μαζί με την περιτομή δινόταν και το όνομα.
Στο Χριστό δόθηκε το προφητευμένο όνομα Ιησούς, που σημαίνει σωτήρας.
Στο χριστιανικό κόσμο η περιτομή αντικαταστάθηκε από το βάπτισμα.
Η περιτομή του Χριστού, όπως και η εννεάμηνος κύησή του, και η γέννησή του, και η σταυρωσή του δεν δείχνουν μόνο την ταπείνωσή του, αλλά πιστοποιούν και την ανθρώπινη φύση του και την εξομοίωσή του με τους κοινούς ανθρώπους, και αποστομώνουν τους μονοφυσίτες, που έλεγαν ότι δεν σαρκώθηκε πραγματικά αλλά κατά φαντασίαν.
Το μεγάλωμα και το δυνάμωμα του Ιησού αναφέρονται στην ανθρώπινη φύση του.
Όχι στη θεία.
Η θεία ήταν όλη επάνω του, μέσα του, και εκδηλωνόταν όλο και περισσότερο, καθώς μεγάλωνε σωματικά.
Αν η θεότητά του εκδηλωνόταν ολόκληρη από τη βρεφική του ηλικία, δεν θα γινόταν πιστευτό ότι είναι αληθινός άνθρωπος, και οι μονοφυσίτες θα πανηγύριζαν.
Θα μπορούσε λ.χ. να μας σώσει και ως βρέφος, αλλά χρειάστηκε να φτάσει τα 33 του για να μας σώσει.
Αν πάλι η θεότητά του ήταν προοδευτική και όχι όλη εφάπαξ, θα πανηγύριζαν οι αρνούμενοι τη θεότητά του.
Αλλ’ η σωστή κατανόηση του στίχου δεν αφήνει περιθώρια στην εκατέρωθεν κακοπιστία των αιρετικών.
Και συνεχίζει ο ευαγγελιστής Λουκάς.
Οι γονείς του Ιησού πήγαιναν κάθε χρόνο στην Ιερουσαλήμ κατά τη γιορτή του πάσχα.
Κι όταν ήταν δώδεκα ετών είχαν ανεβεί πάλι στα Ιεροσόλυμα, όπως το επέβαλλε το έθιμο της γιορτής.
Σαν τέλειωσαν οι ημέρες του πάσχα, στην επιστροφή ο Ιησούς, το παιδί, είχε παραμείνει στα Ιεροσόλυμα, και δεν ήξεραν ο Ιωσήφ και η μητέρα του.
Με την ξεγνοιασιά ότι ο Ιησούς είναι στο καραβάνι, προχώρησαν δρόμο μιας μέρας,
Και (το βράδυ) τον αναζητούσαν στους συγγενείς και στους γνωστούς.
Κι επειδή δεν τον βρήκαν σ’ αυτούς, γύριζαν πίσω στην Ιερουσαλήμ αναζητώντας τον.
Εκεί, μετά από τρεις μέρες συνολικά, τον βρήκαν στο ιερό να κάθεται ανάμεσα στους διδασκάλους και να τους ακούει και να τους ρωτάει συνεχώς.
Και όλοι όσοι τον άκουγαν καταπλήσσονταν από τη σύνεσή του και τις απαντήσεις του.
Κι όταν τον είδαν έμειναν κι αυτοί κατάπληκτοι, και του λέει η μητέρα του·
Παιδί μου, γιατί το έκανες αυτό;
Να, ο πατέρας σου κι εγώ με πολλή αγωνία σε αναζητούσαμε.
Και τους λέει·
Για ποιο λόγο με ζητούσατε;
Δεν ξέρατε ότι πρέπει να είμαι στα του πατέρα μου;
Αλλ’ αυτοί δεν κατάλαβαν αυτό που τους είπε.
Και κατέβηκε μαζί τους και ήρθε στη Ναζαρέτ, και ζούσε με υποταγή σ’ αυτούς.
Και η μητέρα του όλα αυτά τα λόγια του τα διατηρούσε μέσα στην καρδιά της.
Και ο Ιησούς προόδευε στη σοφία και στο ανάστημα και στη χάρη για το Θεό και για τους ανθρώπους.
Σχόλια.
1. Ο Ιωσήφ και η μητέρα του Ιησού σίγουροι όντες ότι ο Ιησούς ακολουθεί το καραβάνι, πράγμα που σημαίνει ότι τον είχαν εμπιστοσύνη, ξενοιάστηκαν.
Όταν όμως το βράδυ διαπίστωσαν ότι δεν είναι με τους συγγενείς και τους γνωστούς, όπως νόμιζαν, που συνοδοιπορούσαν και αυτοί στο ίδιο καραβάνι, ανησύχησαν και γύρισαν πίσω στην Ιερουσαλήμ, προφανώς περπατώντας όλη τη νύχτα.
2. Ο δωδεκαετής Κύριος καθόταν άκουγε και υπέβαλλε ερωτήσεις τη μία πίσω από την άλλη, για να μάθει ή μάλλον για να δει τί θ’ απαντήσουν.
Η έκπληξη των διδασκάλων προφανώς οφείλονταν στο γεγονός ότι οι ερωτήσεις του Ιησού ήταν σοβαρές, δυσαπάντητες, και πρωτότυπες, οι δε απαντήσεις του πρόδιδαν πρώιμη και προηγμένη γνώση και απροσδόκητη σοφία και σύνεση για ένα παιδί στην ηλικία του.
Το γεγονός βεβαιώνει την προηγούμενη πληροφορία ότι «Το παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, και χάρις Θεού ην επ’ αυτώ» (40), και η επόμενη «Και Ιησούς προέκοπτε σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις» (52).
Προφανώς ένα μέρος των συζητήσεων να άκουσαν και ο Ιωσήφ και η μητέρα του.
3. Η ερώτηση της μητέρας του περιέχει ελαφρώς και το στοιχείο της επιπλήξεως, διότι η αγωνία τους έως ότου τον βρουν ήταν πολύ μεγάλη και η ταλαιπωρία τους ουκ ολίγη.
Η δε απάντηση του Ιησού περιέχει ελαφρώς κάποια στοιχεία ανταποδόσεως του ελέγχου προς αυτούς, διατηρώντας όμς το σεβασμό παιδιού προς γονείς.
Προφανώς ήθελε να τους πει ότι τα όσα θαυμαστά είδαν και άκουσαν μέχρι τώρα για το πρόσωπό του (σύλληψη, γέννηση, προσκύνηση των μάγων, αστέρι, αγγελοφάνιες, διάσωση από τον Ηρώδη, λόγια του Συμεών του πρεσβύτου, λόγια της Άννας του Φανουήλ, εκπλήρωση αρχαίων προφητειών, απαντήσεις και ερωτήσεις τώρα προς τους διδασκάλους του Ισραήλ), θα έπρεπε να τους είχαν δώσει να καταλάβουν ότι είναι Γιος του Θεού και ότι αρέσκεται να βρίσκεται σε χώρους και συζητήσεις που ανήκουν στη δικαιοδοσία του Πατέρα του, και ότι δεν κινδυνεύει να χαθεί ούτε χρήζει πια αμέσου κηδεμονίας, όπως μέχρι τώρα που ήταν βρέφος ή νήπιο.
Αυτοί βέβαια δεν κατάλαβαν τί εννοούσε, αλλά η μητέρα του διατηρούσε στη μνήμη της όλα όσα άκουγε έβλεπε και αισθανόταν για το γιό της και εν καιρώ τα επεξεργαζόταν σε συνδυασμό με όσα της είπε ο Γαβριήλ στον ευαγγελισμό της, και διαπίστωνε γεμάτη θαυμασμό να εκτυλίσσεται μπροστά της το θαύμα του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου με πρωταγωνιστή το Γιο της. Αργότερα τα διηγήθηκε αυτά στο Λουκά, και εκείνος τα κατέγραψε στο Ευαγγέλιό του.
4. Αφού ακόμη ούτε οι άνθρωποί του δεν είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν το ρόλο του, και εξάλλου δεν είχε έρθει ακόμη και η ώρα του, μπήκε πάλι στην υποταγή τους με την έννοια της υποταγής ενός κοινού παιδιού της ηλικίας του στους γονείς του, έως ότου ανδρωθεί και γίνει πειστικότερος για τη θεία αποστολή του.