Στὴ μνήμη Ἱεραρχῶν μηνὸς Ἰανουαρίου
Ἔχει ἀρκούντως καταδειχθεῖ ὅτι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ἀπαγορεύουν τοὺς
Διαλόγους μὲ τοὺς ἑτεροδόξους (μὲ τὸν ἀντιπατερικὸ τρόπο ποὺ γίνονται)
καὶ ἀπαγορεύουν, ἐπίσης, αὐστηρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἐφεύρεση τῶν
συμπροσευχῶν, ὡς μέσον προσεγγίσεως μὲ τοὺς αἱρετικούς. Ἐκτός, ὅμως,
ἀπὸ τοὺς Ι. Κανόνες καὶ ἡ Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας τὸ ἴδιο μήνυμα
μεταφέρει, παρουσιάζοντας μας τὸν ἀσυμβίβαστο ἀγῶνα τῶν Ἁγίων κατὰ τῶν
αἱρετικῶν.
Καὶ
διερωτᾶται κανείς: Ἄραγε, οἱ –διάδοχοι τῶν Πατέρων– σύγχρονοι
Ἐπίσκοποι, ποὺ «ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτὸς» εὑρίσκονται στους ἱ.
ναούς, δὲν παρακολουθοῦν τὰ ψαλλόμενα; Δὲν φτάνουν στὰ «ὦτα» τους οἱ
προτροπὲς τῶν ὑμνογράφων γιὰ μίμηση τῶν Ἁγίων; Μὲ ὑψωμένη τὴ φωνὴ στὰ
κηρύγματα τους (καὶ περισσὴ ἱεροπρέπεια) μᾶς διδάσκουν πὼς «τιμὴ
μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος». Γιατί λοιπόν, ταυτόχρονα, οἱ ἴδιοι
ἀδιαφοροῦν καὶ ἀρνοῦνται νὰ μοιάσουν στοὺς ἑορταζόμενους Ἁγίους; Δὲν
ἀντιλήφθηκαν ὅτι ἡ Ὑμνογραφία μας εἶναι γεμάτη ἀπὸ τοὺς ἐλέγχους τῶν
Πατέρων κατὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ ἀπὸ τὸν ἀνύστακτο καὶ ἀνυποχώρητο ἀγῶνα
τους νὰ ἀποκαλύψουν τὴν αἵρεση, νὰ ἀποστομώσουν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ
ἀπελάσουν ἀπὸ τὴν ποίμνη (ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστὸς καὶ δὲν εἶναι
ἰδιοκτησία τους) τοὺς προβατόσχημους λύκους διὰ τῆς «σφενδόνης τοῦ
Πνεύματος» σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του;
Ἀντ’ αὐτῶν, οἱ σύγχρονοι Ἐπίσκοποι συμπορεύονται, συνευλογοῦν καὶ συμπροσεύχονται μὲ τοὺς αἱρετίζοντες, μηδενίζοντας ἔτσι καὶ ἀκυρώνοντας τὸ μήνυμα τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ καθιστώντας τὴν Ὑμνολογία νεκρὸ εἶδος καὶ μουσειακὸ ὑλικό, ποὺ προσφέρει ἴσως ἀφορμὲς γιὰ συγκινητικὰ κηρύγματα καὶ ἐξιδανίκευση ἀλλοτινῶν ἡρωϊκῶν ἐποχῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ δὲν κινητοποιεῖ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἀναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ ἀποδεικνύεται ἡ ὑπουλότερη αἵρεση στὴν ἱστορία τοῦ χριστιανισμοῦ, ὄντως παναίρεση, ὅπως τὴν χαρακτήρισε ὁ δογματολόγος ὡς καθηγητὴς καὶ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, λοιπόν, κατ’ ἐξοχὴν σὲ καιρὸ νεοφανοῦς αἱρέσεως, ἀπαιτοῦσαν τὸν ἔλεγχο τῶν «αἱρετικῶν ἀναπλασμάτων», ἀποκάλυψη τῆς αἱρετικῆς «πονηρίας καὶ δολιότητος», καὶ ὄχι τὴν ἀνοχή. Δίδασκαν ὁμοφώνως τὴν «παραίτηση» ἀπὸ τοὺς ἀμετανοήτους αἱρετικούς, σύμφωνα μὲ τὴν Παύλεια προτροπή: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ». Τέλος ἐνημέρωναν τοὺς πιστοὺς γιὰ τὴν ἐπικινδυνότητα τῆς αἱρέσεως καὶ περιφρουροῦσαν τὴν πίστη.
Ὅμως, οἱ Ἐπίσκοποι μας σήμερα, ἐν ΚΑΙΡΩ τῆς ἀποθρασυνθείσης ΑΙΡΕΣΕΩΣ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ –ποὺ μέρα μὲ τὴ μέρα ἐξαπλώνεται ραγδαία– συλλαμβάνονται σιωπηλοὶ καὶ ριψάσπιδες κατὰ τοὺς χαρακτηρισμοὺς τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου: «Ἀλλὰ πολὺ τὸ διάφορον ὁρῶ τῶν τότε ποιμένων παρὰ τῶν νῦν... Ἐάν τις ἀθέων αἱρετικῶν παραφρονῆ λαλῶν διεστραμμένα, ὁ ἀντιλέγων οὐδείς, ὁ πολεμῶν οὐδαμοῦ· πάντες πτωχοὶ τότε γίνονται, πάντες σιωπητικοί, πάντες φυγάδες». Καμώνονται πὼς δὲν βλέπουν τοὺς συνεπισκόπους τους (Μητροπολίτες καὶ Πατριάρχες), ποὺ ὡς ψευδοποιμένες καὶ λύκοι λυμαίνονται τὴν Ποίμνην τοῦ Χριστοῦ, ἐμπεδώνοντες τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὴν Ἐκκλησία Του καὶ στοὺς ἀνίδεους πιστούς. Καὶ ἀρκοῦνται νὰ μιλοῦν μόνο γιὰ κάποιες ὀλιγάριθμες αἱρετικὲς ὁμάδες, ἐνῶ τὶς συμπροσευχὲς Ἐπισκόπων μὲ τὴν παναίρεση τοῦ Παπισμοῦ, τὸν αἱρετίζοντα λόγο τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν δορυφόρων του, τὰ αἱρετικὰ κηρύγματα περὶ βαπτισματικῆς θεολογίας καὶ ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου καὶ τοῦ Μητροπολίτη Μεσσηνίας, ὅλα αὐτὰ τὰ ἀνέχονται. Σέβονται –λένε– τὸν Πατριάρχη, ἀλλὰ δὲν σέβονται τὸν Χριστὸ καὶ τὶς Ἐντολές Του. Ἐπικράτησε, λοιπόν, καὶ στὴν Ἐκκλησία ἡ ἰδεολογία τῆς ἀνεκτικότητας!
Στὴν συνέχεια, παραθέτουμε κάποιους στίχους ἀπὸ τὴν Ὑμνολογία Ἁγίων Πατέρων μηνὸς Ἰανουαρίου, τιμῶντας μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν μνήμη τους. Αὐτοὶ ἀγωνίστηκαν μὲν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ἀλλὰ ἀγαποῦσαν τοὺς αἱρετικοὺς (ὡς μιμητὲς τοῦ Χριστοῦ) καὶ φρόντιζαν Ὀρθόδοξα γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους στὴ ΜΙΑ Ἐκκλησία. Ἂς κάνουμε μία σύγκριση τοῦ τότε καὶ τοῦ τώρα, ἂς βγάλουμε τὰ συμπεράσματά μας κι ἂς ἀναλάβουμε ὁ καθένας τὶς εὐθύνες του.
Ἁγίου ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (1 Ἰανουαρίου): Ὁ Μ. Βασίλειος ἐπαινεῖται ἀπὸ τὸν ὑμνογράφο, διότι «προκινδυνεύων τῆς πίστεως, καὶ ἀθλητικὴν ἔνστασιν ἐπιδειξάμενος, θυμὸν Ἐπάρχου κατῄσχυνε, θρασυνομένου τῷ κράτει τῆς ἀσεβείας», καὶ «τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων στηλιτεύσας ἐν τοῖς δόγμασιν, Ἀρχιερέων ὑπάρχει δόξα καὶ ἑδραίωμα», καὶ διὰ τῆς ἀληθοῦς Πίστεως «τῶν θεοστυγῶν αἱρέσεων τάς βλασφημίας κατέτρωσε καὶ ταῖς ψυχαῖς τῶν πιστῶν εὐσεβείας τὸν γλυκασμὸν ἐθησαύρισεν». Σὲ ἄλλο ὕμνο ἐπαινεῖται, διότι «τὰς μὲν καρδίας» τῶν πιστῶν «ἐνθέως ηὔφρανε» καὶ «τῶν ἀπίστων τὰ δόγματα, ἀξίως κατεβύθισε»· καὶ ἀλλοῦ: «τῇ δυνάμει τῶν λόγων τῶν θεϊκῶν καθελὼν τὰς αἱρέσεις τὰς ζοφεράς, πάντα τὰ φρυάγματα τοῦ Ἀρείου ἐβύθισας».
Ἁγίου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ (10 Ἰανουαρίου): Καὶ για τὸν ἅγ. Γρηγόριο Νύσσης διαβάζουμε: «Πανσεβάσμιε Γρηγόριε, ὁ πέλεκυς ὁ κόπτων αἱρετικῶν τὰς ὁρμάς, ἡ δίστομος ρομφαῖα τοῦ Παρακλήτου, μάχαιρα τέμνουσα τὰς νόθους σποράς, πῦρ τὰς φρυγανώδεις αἱρέσεις καταφλέγον…». Σὺ «ὅθεν καὶ ἐν ὀρθοδόξοις δόγμασι τὰς ἀλλοφύλους αἱρέσεις ἐκπολεμήσας, τὸ κράτος τὸ τῆς Πίστεως ἐν τοῖς πέρασιν ἤγειρας».
Ἐπίσης στὰ τροπάρια τοῦ Ὄρθρου: «Σὺ ὡς πῦρ κατέφλεξας τὰς τῶν αἱρέσεων ἀκανθηφόρους πλοκὰς τῶν λόγων… Εὐνομίου ἤλεγξας τὸ ἀνόμοιον καὶ τούτου λόγους… ὡς ἀράχνης ὑφάσματα διέλυσας. Ἤλεγξας τὸν ἀθεώτατον Μακεδόνιον, τὸ θεῖον Πνεῦμα, ἀδεῶς ὑβρίσαντα». Γιατὶ «οὐκ ἠνέσχου, βλασφημούντων ἀκούειν Ἀοίδιμε…, ἀλλ’ αὐτοὺς ἐπέστρεψας, Ποιμαντική σου βακτηρία, καὶ τὸ νοσοῦν ἐθεράπευσας, …τῇ τῶν δογμάτων σου σαγήνη… πρὸς τὸ φῶς ἐπανήγαγες».
Καὶ τέλος: «πᾶσί τε πραΰς, μαχητὴς ἐδείκνυσο Γρηγόριε, πρὸς τοὺς Χριστοῦ μειοῦν τὴν δόξαν σπουδάζοντας. …ὑπὸ σοῦ Σαβέλλιος ἐλήλεγκται, θεομάχων… Πάντας ἤλασας τοὺς κακοδόξους ὡς λύκους, ἀδιάφθορον διατηρήσας τὴν ποίμνην».
Ἁγίου ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ καὶ ΚΥΡΙΛΛΟΥ Ἀλεξανδρείας (18 Ἰανουαρίου):
Γιὰ τὸν ἀσυμβίβαστο στὴν ἀκεραιότητα τῆς Πίστεως καὶ ἀληθινὸ Ποιμένα ἅγ. Ἀθανάσιο ψέλνουμε: «ἀστραπαῖς τοῦ κηρύγματος τοὺς ἐν σκότει ἐφώτισας καὶ τὴν πλάνην ἅπασαν ἀπεδίωξας, προκινδυνεύων τῆς Πίστεως, ὡς ποιμὴν ἀληθινός…».
Γιὰ δὲ τὸν ἅγιο Κύριλλο, ὁ ὁποῖος δὲν ἐνηγκαλίσθη, οὔτε συμπροσευχήθηκε μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ κατέδειξε τὴν ἀνοησία τῆς αἱρέσεως, ὁ ὑμνογράφος γράφει: «τοῖς πυρίνοις σου δόγμασι, τῶν αἱρέσεων ἅπασα, φρυγανώδης φλέγεται ὕλη· τῶν νοημάτων τοῖς βάθεσι, βυθίζεται στράτευμα, ἀπειθούντων δυσσεβῶν…». Καὶ στὴ συνέχεια: «Τῆς Χριστοῦ ἀπεδίωξας, νοητοὺς λύκους Κύριλλε…, καὶ ταύτην κύκλῳ ἐτείχισας, λόγων ὀχυρώμασι».
Οἱ ἅγιοι, λοιπόν, Ἀθανάσιος καὶ Κύριλλος «οὖτοι ὡς ἀξιόθεοι παλαισταὶ καὶ πρόμαχοι τῆς ἀληθείας πιστότατοι, ἐχθροῖς τοῖς ἀοράτοις καὶ ὁρατοῖς, εὐσεβοφρόνως ἀντέστησαν».
Καὶ ἄλλα τροπάρια τοῦ Ὄρθρου ὀνομάζουν τοὺς Ἁγίους «προμάχους τῆς πίστεως…, στρατὸν ἔκφρονα, Αἱρετικῶν ἀπειθούντων ἀξίως βυθίσαντας, τὰς θεομάχους γλωσσαλγίας διελέγχοντας, τῶν δυσσεβῶν αἱρέσεων, …κακοδοξίας ἀκάνθας ἐκτέμοντας» καὶ ὡς «τήξαντες τὰς αἱρέσεις, πάντων τῶν κακοδόξων, αἱρετικῶν τὰς ψυχοβλαβεῖς, πάσας γλωσσαλγίας σβέσαντες τὰς φλογώδεις, τῶν βλασφήμων συγχύσεις…, τὴν ποικίλην πλάνην, ἐξορίζοντες σοφαῖς ἀποδείξεσιν».
Μάλιστα ὁ ὑμνογράφος ἐκφράζει τὸν θαυμασμὸ του γιὰ τὴν προνοητικότητα τοῦ Μ. Ἀθανασίου νὰ πολεμήσει τὴν αἵρεση πρὶν κἀν φυτρώσει· ἅμα τῇ ἐμφανίσει τὰς «μελλούσας φυήσεσθαι αἱρέσεις θεώμενος, προανατραπείσας ὑπὸ σοῦ προφητικώτατα»! Σὲ ἀντίθεση μὲ σημερινοὺς ποιμένες, πολλοὶ τῶν ὁποίων μάλιστα, ἐνῶ ὀνομάζουν τὸν Οἰκουμενισμὸ αἵρεση, ταυτόχρονα τὸν ἀφήνουν νὰ ἐπεκτείνει τὰ πλοκάμια του καὶ ἐπιτρέπουν στοὺς Πατριάρχες Βαρθολομαῖο, Εἰρηναῖο, Θεόδωρο... ἄνεση καὶ ἐλευθερία κινήσεων γιὰ νὰ τὸν διακινεῖ.
Διὸ Ἅγιε, «ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας ἱκέτευε, διὰ Σταυροῦ νίκας δωρηθῆναι …τῇ ὀρθοδόξῳ Πίστει καθ’ αἱρέσεων δυσμενῶν».
Ἁγίου ΜΑΞΙΜΟΥ τοῦ Ὁμολογητοῦ (21 Ἰανουαρίου): Καὶ ὁ ὅσιος Μαξιμος, ἦτο «πῦρ καιόμενον κατὰ τῶν αἱρέσεων, …ὡς καλάμην γὰρ ταύτας κατηνάλωσε ζήλῳ τοῦ Πνεύματος». Τὸ δὲ «μονοθέλητον δόγμα τοῖς λόγοις του διήλεγκται…, ἀποφράττων μιαρῶν τὰ ἀπύλωτα στόματα» ποὺ δίδασκαν «ἐπηρεία διαβόλου» τὴν αἵρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ. Ἀλλοῦ ὁ ὑμνογράφος γράφει: σὺ μάκαρ «ἀπέπνιξας ταῖς νευραῖς τῶν δογμάτων σου Πύρρον τὸν κακόφρονα, διωγμοὺς ὑπομείνας ὑπὲρ τῆς Πίστεως, ἀπεδίωξας ἅπασαν αἱρεσιν· ἐκτμηθεὶς δὲ σὺν χειρὶ τὴν γλῶτταν Μάξιμε». «Ξηραίνεται αἱρέσεων πηγή, βορβορώδης ἅπασα… φραττομένη τῇ ἰσχῦϊ τῆς γλώττης σου». «Χαῖρε, ὅτι καθείλες τῶν αἱρέσεων θράσος». Δύο «φύσεις θελήσεις καὶ ἐνεργείας, Μάξιμε θεοφάντορ, ὁμολογῶν, θεομάχον αἵρεσιν καταστρέφεις». Τέλος στὸ Ἀπολυτίκιο ὁ ἅγ. Μάξιμος χαρακτηρίζεται «Ὀρθοδοξίας ὁδηγός».
Ποῖος, ὅμως, Ἐπίσκοπος, ἱερεύς, μοναχὸς ἢ λαϊκὸς τὸν μιμεῖται σήμερα καὶ ἐναντιώνεται σὲ αἱρετικὰ φρονοῦντες καὶ διδάσκοντες Πατριάρχες καὶ Μητροπολίτες, διακινδυνεύων νὰ ὑποστεῖ ὄχι σωματικὰ μαρτύρια, ἀλλὰ ἁπλὰ τὸ ἐλάχιστο μαρτύριο τῆς ἀπομονώσῃς ἢ τῆς ἐπιτιμήσεώς τους;
Ἁγίου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Θεολόγου (25 Ἰανουαρίου): Ἐπὶ πλέον, ποῖος μιμεῖται σήμερα τὸν κατ’ ἐξοχὴν Θεολόγο Γρηγόριο; Καὶ αὐτοῦ ἐκθειάζεται στὴν Ὑμνολογία, ὄχι ἡ εἰρηνιστική, συμβιβαστικὴ καὶ ἀγαπολόγος τακτική, ἀλλὰ ἡ ἔνθεος ἀρετὴ τῆς καταδιώξεως τῶν αἱρετικῶν! «Τῇ σφενδόνῃ τῶν λόγων σου τῶν ἐνθέων θεόπνευστε, κραταιῶς ἐσφενδόνησας καθάπερ λύκον τὸν Ἄρειον, καὶ πόρρω ἐδίωξας ἐκ τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ». «Ἐπαινέσωμεν τὸν Θεολόγον τοῦ Χριστοῦ τῆς ποίμνης τὸν φύλακα, ἀγρευτὴν τῶν λύκων δὲ πάνσοφον, ζιζανίων νόθων ἐλατήρα· σπορέα ὀρθῶν δογμάτων τὸν πανθαύμαστον, διώκτην αἱρετιζόντων ἰσχυρότατον…». «Στηλιτεύων τὴν πλάνην τῶν δυσσεβῶν, τὰς Γραφὰς διανοίγων θεοπρεπῶς…, νύκτα τὴν ζοφερὰν δυσσεβῶν αἱρέσεων, αἴγλη τῶν σοφῶν σου διδαγμάτων ἐδίωξας καὶ ψυχάς, Πάτερ, τῶν πιστῶν κατεφαίδρυνας».
Δὲν ἀνέχθηκε ὁ Θεολόγος Γρηγόριος τὴν προσβολὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ τελευταῖος τῶν θεσμικὰ διαδόχων του στὸ θρόνο τῆς Κων/πόλεως σημερινὸς Πατριάρχης ἀνέχεται (νὰ ζημιώνεται δηλ. ἡ Ὀρθοδοξία, ἀποκαλουμένη ἀπὸ τὸν Πάπα συγκαταβατικὰ «Ἐκκλησία μὲ …ἐλλείψεις» καὶ αὐτὸς νὰ συνεχίζει τὶς ἀγαπολογίες μαζί του), ἀλλὰ θεῖο ζῆλο, τὰ «ζιζάνια, πυρὶ τοῦ Πνεύματος, τὰ τῶν αἱρέσεων ἔφλεξας» καὶ «αἱρέσεων ἔφραξας, ροῦν τὸν ψυχόλεθρον, τὸν βλασφημίας ἀνάμεστον».
Ἁγίου ΙΠΠΟΛΥΤΟΥ καὶ Τριῶν ΙΕΡΑΡΧΩΝ (30 Ἰανουαρίου): «Μύθους ἑλληνικοὺς διήλεγξας (ἅγιε Ἰππόλυτε) καὶ παράνομον πλάνην Ἑβραίων θεία χάριτι».
Ἀλλὰ καὶ οἱ τρεῖς Ἱεράρχες «τοὺς θεοκαπήλους αἱρεσιάρχας τῶν περιβόλων τῆς θείας τοῦ Χριστοῦ Ποίμνης μακρὰν ἀπήλασαν διὰ τῶν λόγων». Διὰ τοῦτο «Χαίροις Ἱεραρχῶν ἡ Τριάς…, ὁ τῶν πιστῶν ἑδρασμός, τῶν αἱρετιζόντων ἡ κατάπτωσις… Πατέρες θεόσοφοι, τήξαντες τὰς αἱρέσεις, πάντων τῶν κακοδόξων, σβέσαντες τὰς φλογώδεις τῶν βλασφήμων συγχύσεις».
Τέλος καὶ πάλιν ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας «φλογίζων τοὺς ἐχθροὺς τῆς Πίστεως, τὰς δὲ φυλὰς σῴζων ἀσφαλῶς τὰς ἐφεπομένας, ὁ Μέγας ὤφθης Βασίλειος, θαρσείτω καὶ νικάτω ἡ Χριστοῦ Ἐκκλησία τηλικοῦτον πλουτήσασα πρόμαχον».
Βέβαια, σήμερα, οἱ καιροὶ καὶ τὰ ἤθη ἄλλαξαν. Θὰ περιμέναμε, ὅμως, καὶ θὰ θέλαμε τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τοὺς ποιμένες μας –πρώτους αὐτούς– οὐσιαστικοὺς μιμητὲς τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὄχι στὶς πανηγύρεις, στὰ κηρύγματα καὶ στὰ «λόγια» συγγράμματα ἐνίων, ἀλλὰ στὰ πράγματα, ὅπως οἱ Ἅγιοι: «ἔργοις λάμψαντες Ὀρθοδοξίας, πᾶσαν σβέσαντες κακοδοξίαν».
Αὐτοί, ὅμως, ἀντὶ να καταγγέλλουν τὴν ἐπὶ δεκαετίες θριαμβεύουσα αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νὰ κατονομάζουν τοὺς ὀπαδοὺς της καὶ νὰ ἀποστρέφονται τοὺς Οἰκουμενιστές, αὐτοὶ ἀντίθετα, τὸν σημερινὸ πρωτεργάτη τῆς αἱρέσεως Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, τὸν προσκαλοῦν στὶς Μητροπόλεις τους καὶ τὰ μοναστήρια τους καὶ παρίστανται στὴν πολυδάπανη φιέστα τῆς ὑποδοχῆς του (ἐπιβράβευση, ἄραγε, τῶν αἱρετικῶν φληναφημάτων καὶ ἐνεργειῶν του;), χωρὶς νὰ καυτηριάζουν τὶς αἱρετικές του πράξεις, οὐσιαστικὰ παροτρύνοντας τὸ ποίμνιό τους νὰ τὸν ἀποδέχεται ἀνεπιφύλακτα.
Ἔστωσαν οἱ παραπάνω τιμητικοὶ στίχοι τῶν ὑμνογράφων τῆς Ἐκκλησίας μας πρὸς ἔλεγχο τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ τῶν συμπορευομένων αὐτοῖς Ἐπισκόπων.
«Φιλορθόδοξος Ἕνωσις “Κοσµᾶς Φλαµιᾶτος”»
Ἀντ’ αὐτῶν, οἱ σύγχρονοι Ἐπίσκοποι συμπορεύονται, συνευλογοῦν καὶ συμπροσεύχονται μὲ τοὺς αἱρετίζοντες, μηδενίζοντας ἔτσι καὶ ἀκυρώνοντας τὸ μήνυμα τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ καθιστώντας τὴν Ὑμνολογία νεκρὸ εἶδος καὶ μουσειακὸ ὑλικό, ποὺ προσφέρει ἴσως ἀφορμὲς γιὰ συγκινητικὰ κηρύγματα καὶ ἐξιδανίκευση ἀλλοτινῶν ἡρωϊκῶν ἐποχῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ δὲν κινητοποιεῖ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἀναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ ἀποδεικνύεται ἡ ὑπουλότερη αἵρεση στὴν ἱστορία τοῦ χριστιανισμοῦ, ὄντως παναίρεση, ὅπως τὴν χαρακτήρισε ὁ δογματολόγος ὡς καθηγητὴς καὶ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, λοιπόν, κατ’ ἐξοχὴν σὲ καιρὸ νεοφανοῦς αἱρέσεως, ἀπαιτοῦσαν τὸν ἔλεγχο τῶν «αἱρετικῶν ἀναπλασμάτων», ἀποκάλυψη τῆς αἱρετικῆς «πονηρίας καὶ δολιότητος», καὶ ὄχι τὴν ἀνοχή. Δίδασκαν ὁμοφώνως τὴν «παραίτηση» ἀπὸ τοὺς ἀμετανοήτους αἱρετικούς, σύμφωνα μὲ τὴν Παύλεια προτροπή: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ». Τέλος ἐνημέρωναν τοὺς πιστοὺς γιὰ τὴν ἐπικινδυνότητα τῆς αἱρέσεως καὶ περιφρουροῦσαν τὴν πίστη.
Ὅμως, οἱ Ἐπίσκοποι μας σήμερα, ἐν ΚΑΙΡΩ τῆς ἀποθρασυνθείσης ΑΙΡΕΣΕΩΣ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ –ποὺ μέρα μὲ τὴ μέρα ἐξαπλώνεται ραγδαία– συλλαμβάνονται σιωπηλοὶ καὶ ριψάσπιδες κατὰ τοὺς χαρακτηρισμοὺς τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου: «Ἀλλὰ πολὺ τὸ διάφορον ὁρῶ τῶν τότε ποιμένων παρὰ τῶν νῦν... Ἐάν τις ἀθέων αἱρετικῶν παραφρονῆ λαλῶν διεστραμμένα, ὁ ἀντιλέγων οὐδείς, ὁ πολεμῶν οὐδαμοῦ· πάντες πτωχοὶ τότε γίνονται, πάντες σιωπητικοί, πάντες φυγάδες». Καμώνονται πὼς δὲν βλέπουν τοὺς συνεπισκόπους τους (Μητροπολίτες καὶ Πατριάρχες), ποὺ ὡς ψευδοποιμένες καὶ λύκοι λυμαίνονται τὴν Ποίμνην τοῦ Χριστοῦ, ἐμπεδώνοντες τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὴν Ἐκκλησία Του καὶ στοὺς ἀνίδεους πιστούς. Καὶ ἀρκοῦνται νὰ μιλοῦν μόνο γιὰ κάποιες ὀλιγάριθμες αἱρετικὲς ὁμάδες, ἐνῶ τὶς συμπροσευχὲς Ἐπισκόπων μὲ τὴν παναίρεση τοῦ Παπισμοῦ, τὸν αἱρετίζοντα λόγο τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν δορυφόρων του, τὰ αἱρετικὰ κηρύγματα περὶ βαπτισματικῆς θεολογίας καὶ ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου καὶ τοῦ Μητροπολίτη Μεσσηνίας, ὅλα αὐτὰ τὰ ἀνέχονται. Σέβονται –λένε– τὸν Πατριάρχη, ἀλλὰ δὲν σέβονται τὸν Χριστὸ καὶ τὶς Ἐντολές Του. Ἐπικράτησε, λοιπόν, καὶ στὴν Ἐκκλησία ἡ ἰδεολογία τῆς ἀνεκτικότητας!
Στὴν συνέχεια, παραθέτουμε κάποιους στίχους ἀπὸ τὴν Ὑμνολογία Ἁγίων Πατέρων μηνὸς Ἰανουαρίου, τιμῶντας μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν μνήμη τους. Αὐτοὶ ἀγωνίστηκαν μὲν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ἀλλὰ ἀγαποῦσαν τοὺς αἱρετικοὺς (ὡς μιμητὲς τοῦ Χριστοῦ) καὶ φρόντιζαν Ὀρθόδοξα γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους στὴ ΜΙΑ Ἐκκλησία. Ἂς κάνουμε μία σύγκριση τοῦ τότε καὶ τοῦ τώρα, ἂς βγάλουμε τὰ συμπεράσματά μας κι ἂς ἀναλάβουμε ὁ καθένας τὶς εὐθύνες του.
Ἁγίου ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (1 Ἰανουαρίου): Ὁ Μ. Βασίλειος ἐπαινεῖται ἀπὸ τὸν ὑμνογράφο, διότι «προκινδυνεύων τῆς πίστεως, καὶ ἀθλητικὴν ἔνστασιν ἐπιδειξάμενος, θυμὸν Ἐπάρχου κατῄσχυνε, θρασυνομένου τῷ κράτει τῆς ἀσεβείας», καὶ «τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων στηλιτεύσας ἐν τοῖς δόγμασιν, Ἀρχιερέων ὑπάρχει δόξα καὶ ἑδραίωμα», καὶ διὰ τῆς ἀληθοῦς Πίστεως «τῶν θεοστυγῶν αἱρέσεων τάς βλασφημίας κατέτρωσε καὶ ταῖς ψυχαῖς τῶν πιστῶν εὐσεβείας τὸν γλυκασμὸν ἐθησαύρισεν». Σὲ ἄλλο ὕμνο ἐπαινεῖται, διότι «τὰς μὲν καρδίας» τῶν πιστῶν «ἐνθέως ηὔφρανε» καὶ «τῶν ἀπίστων τὰ δόγματα, ἀξίως κατεβύθισε»· καὶ ἀλλοῦ: «τῇ δυνάμει τῶν λόγων τῶν θεϊκῶν καθελὼν τὰς αἱρέσεις τὰς ζοφεράς, πάντα τὰ φρυάγματα τοῦ Ἀρείου ἐβύθισας».
Ἁγίου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ (10 Ἰανουαρίου): Καὶ για τὸν ἅγ. Γρηγόριο Νύσσης διαβάζουμε: «Πανσεβάσμιε Γρηγόριε, ὁ πέλεκυς ὁ κόπτων αἱρετικῶν τὰς ὁρμάς, ἡ δίστομος ρομφαῖα τοῦ Παρακλήτου, μάχαιρα τέμνουσα τὰς νόθους σποράς, πῦρ τὰς φρυγανώδεις αἱρέσεις καταφλέγον…». Σὺ «ὅθεν καὶ ἐν ὀρθοδόξοις δόγμασι τὰς ἀλλοφύλους αἱρέσεις ἐκπολεμήσας, τὸ κράτος τὸ τῆς Πίστεως ἐν τοῖς πέρασιν ἤγειρας».
Ἐπίσης στὰ τροπάρια τοῦ Ὄρθρου: «Σὺ ὡς πῦρ κατέφλεξας τὰς τῶν αἱρέσεων ἀκανθηφόρους πλοκὰς τῶν λόγων… Εὐνομίου ἤλεγξας τὸ ἀνόμοιον καὶ τούτου λόγους… ὡς ἀράχνης ὑφάσματα διέλυσας. Ἤλεγξας τὸν ἀθεώτατον Μακεδόνιον, τὸ θεῖον Πνεῦμα, ἀδεῶς ὑβρίσαντα». Γιατὶ «οὐκ ἠνέσχου, βλασφημούντων ἀκούειν Ἀοίδιμε…, ἀλλ’ αὐτοὺς ἐπέστρεψας, Ποιμαντική σου βακτηρία, καὶ τὸ νοσοῦν ἐθεράπευσας, …τῇ τῶν δογμάτων σου σαγήνη… πρὸς τὸ φῶς ἐπανήγαγες».
Καὶ τέλος: «πᾶσί τε πραΰς, μαχητὴς ἐδείκνυσο Γρηγόριε, πρὸς τοὺς Χριστοῦ μειοῦν τὴν δόξαν σπουδάζοντας. …ὑπὸ σοῦ Σαβέλλιος ἐλήλεγκται, θεομάχων… Πάντας ἤλασας τοὺς κακοδόξους ὡς λύκους, ἀδιάφθορον διατηρήσας τὴν ποίμνην».
Ἁγίου ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ καὶ ΚΥΡΙΛΛΟΥ Ἀλεξανδρείας (18 Ἰανουαρίου):
Γιὰ τὸν ἀσυμβίβαστο στὴν ἀκεραιότητα τῆς Πίστεως καὶ ἀληθινὸ Ποιμένα ἅγ. Ἀθανάσιο ψέλνουμε: «ἀστραπαῖς τοῦ κηρύγματος τοὺς ἐν σκότει ἐφώτισας καὶ τὴν πλάνην ἅπασαν ἀπεδίωξας, προκινδυνεύων τῆς Πίστεως, ὡς ποιμὴν ἀληθινός…».
Γιὰ δὲ τὸν ἅγιο Κύριλλο, ὁ ὁποῖος δὲν ἐνηγκαλίσθη, οὔτε συμπροσευχήθηκε μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ κατέδειξε τὴν ἀνοησία τῆς αἱρέσεως, ὁ ὑμνογράφος γράφει: «τοῖς πυρίνοις σου δόγμασι, τῶν αἱρέσεων ἅπασα, φρυγανώδης φλέγεται ὕλη· τῶν νοημάτων τοῖς βάθεσι, βυθίζεται στράτευμα, ἀπειθούντων δυσσεβῶν…». Καὶ στὴ συνέχεια: «Τῆς Χριστοῦ ἀπεδίωξας, νοητοὺς λύκους Κύριλλε…, καὶ ταύτην κύκλῳ ἐτείχισας, λόγων ὀχυρώμασι».
Οἱ ἅγιοι, λοιπόν, Ἀθανάσιος καὶ Κύριλλος «οὖτοι ὡς ἀξιόθεοι παλαισταὶ καὶ πρόμαχοι τῆς ἀληθείας πιστότατοι, ἐχθροῖς τοῖς ἀοράτοις καὶ ὁρατοῖς, εὐσεβοφρόνως ἀντέστησαν».
Καὶ ἄλλα τροπάρια τοῦ Ὄρθρου ὀνομάζουν τοὺς Ἁγίους «προμάχους τῆς πίστεως…, στρατὸν ἔκφρονα, Αἱρετικῶν ἀπειθούντων ἀξίως βυθίσαντας, τὰς θεομάχους γλωσσαλγίας διελέγχοντας, τῶν δυσσεβῶν αἱρέσεων, …κακοδοξίας ἀκάνθας ἐκτέμοντας» καὶ ὡς «τήξαντες τὰς αἱρέσεις, πάντων τῶν κακοδόξων, αἱρετικῶν τὰς ψυχοβλαβεῖς, πάσας γλωσσαλγίας σβέσαντες τὰς φλογώδεις, τῶν βλασφήμων συγχύσεις…, τὴν ποικίλην πλάνην, ἐξορίζοντες σοφαῖς ἀποδείξεσιν».
Μάλιστα ὁ ὑμνογράφος ἐκφράζει τὸν θαυμασμὸ του γιὰ τὴν προνοητικότητα τοῦ Μ. Ἀθανασίου νὰ πολεμήσει τὴν αἵρεση πρὶν κἀν φυτρώσει· ἅμα τῇ ἐμφανίσει τὰς «μελλούσας φυήσεσθαι αἱρέσεις θεώμενος, προανατραπείσας ὑπὸ σοῦ προφητικώτατα»! Σὲ ἀντίθεση μὲ σημερινοὺς ποιμένες, πολλοὶ τῶν ὁποίων μάλιστα, ἐνῶ ὀνομάζουν τὸν Οἰκουμενισμὸ αἵρεση, ταυτόχρονα τὸν ἀφήνουν νὰ ἐπεκτείνει τὰ πλοκάμια του καὶ ἐπιτρέπουν στοὺς Πατριάρχες Βαρθολομαῖο, Εἰρηναῖο, Θεόδωρο... ἄνεση καὶ ἐλευθερία κινήσεων γιὰ νὰ τὸν διακινεῖ.
Διὸ Ἅγιε, «ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας ἱκέτευε, διὰ Σταυροῦ νίκας δωρηθῆναι …τῇ ὀρθοδόξῳ Πίστει καθ’ αἱρέσεων δυσμενῶν».
Ἁγίου ΜΑΞΙΜΟΥ τοῦ Ὁμολογητοῦ (21 Ἰανουαρίου): Καὶ ὁ ὅσιος Μαξιμος, ἦτο «πῦρ καιόμενον κατὰ τῶν αἱρέσεων, …ὡς καλάμην γὰρ ταύτας κατηνάλωσε ζήλῳ τοῦ Πνεύματος». Τὸ δὲ «μονοθέλητον δόγμα τοῖς λόγοις του διήλεγκται…, ἀποφράττων μιαρῶν τὰ ἀπύλωτα στόματα» ποὺ δίδασκαν «ἐπηρεία διαβόλου» τὴν αἵρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ. Ἀλλοῦ ὁ ὑμνογράφος γράφει: σὺ μάκαρ «ἀπέπνιξας ταῖς νευραῖς τῶν δογμάτων σου Πύρρον τὸν κακόφρονα, διωγμοὺς ὑπομείνας ὑπὲρ τῆς Πίστεως, ἀπεδίωξας ἅπασαν αἱρεσιν· ἐκτμηθεὶς δὲ σὺν χειρὶ τὴν γλῶτταν Μάξιμε». «Ξηραίνεται αἱρέσεων πηγή, βορβορώδης ἅπασα… φραττομένη τῇ ἰσχῦϊ τῆς γλώττης σου». «Χαῖρε, ὅτι καθείλες τῶν αἱρέσεων θράσος». Δύο «φύσεις θελήσεις καὶ ἐνεργείας, Μάξιμε θεοφάντορ, ὁμολογῶν, θεομάχον αἵρεσιν καταστρέφεις». Τέλος στὸ Ἀπολυτίκιο ὁ ἅγ. Μάξιμος χαρακτηρίζεται «Ὀρθοδοξίας ὁδηγός».
Ποῖος, ὅμως, Ἐπίσκοπος, ἱερεύς, μοναχὸς ἢ λαϊκὸς τὸν μιμεῖται σήμερα καὶ ἐναντιώνεται σὲ αἱρετικὰ φρονοῦντες καὶ διδάσκοντες Πατριάρχες καὶ Μητροπολίτες, διακινδυνεύων νὰ ὑποστεῖ ὄχι σωματικὰ μαρτύρια, ἀλλὰ ἁπλὰ τὸ ἐλάχιστο μαρτύριο τῆς ἀπομονώσῃς ἢ τῆς ἐπιτιμήσεώς τους;
Ἁγίου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Θεολόγου (25 Ἰανουαρίου): Ἐπὶ πλέον, ποῖος μιμεῖται σήμερα τὸν κατ’ ἐξοχὴν Θεολόγο Γρηγόριο; Καὶ αὐτοῦ ἐκθειάζεται στὴν Ὑμνολογία, ὄχι ἡ εἰρηνιστική, συμβιβαστικὴ καὶ ἀγαπολόγος τακτική, ἀλλὰ ἡ ἔνθεος ἀρετὴ τῆς καταδιώξεως τῶν αἱρετικῶν! «Τῇ σφενδόνῃ τῶν λόγων σου τῶν ἐνθέων θεόπνευστε, κραταιῶς ἐσφενδόνησας καθάπερ λύκον τὸν Ἄρειον, καὶ πόρρω ἐδίωξας ἐκ τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ». «Ἐπαινέσωμεν τὸν Θεολόγον τοῦ Χριστοῦ τῆς ποίμνης τὸν φύλακα, ἀγρευτὴν τῶν λύκων δὲ πάνσοφον, ζιζανίων νόθων ἐλατήρα· σπορέα ὀρθῶν δογμάτων τὸν πανθαύμαστον, διώκτην αἱρετιζόντων ἰσχυρότατον…». «Στηλιτεύων τὴν πλάνην τῶν δυσσεβῶν, τὰς Γραφὰς διανοίγων θεοπρεπῶς…, νύκτα τὴν ζοφερὰν δυσσεβῶν αἱρέσεων, αἴγλη τῶν σοφῶν σου διδαγμάτων ἐδίωξας καὶ ψυχάς, Πάτερ, τῶν πιστῶν κατεφαίδρυνας».
Δὲν ἀνέχθηκε ὁ Θεολόγος Γρηγόριος τὴν προσβολὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ τελευταῖος τῶν θεσμικὰ διαδόχων του στὸ θρόνο τῆς Κων/πόλεως σημερινὸς Πατριάρχης ἀνέχεται (νὰ ζημιώνεται δηλ. ἡ Ὀρθοδοξία, ἀποκαλουμένη ἀπὸ τὸν Πάπα συγκαταβατικὰ «Ἐκκλησία μὲ …ἐλλείψεις» καὶ αὐτὸς νὰ συνεχίζει τὶς ἀγαπολογίες μαζί του), ἀλλὰ θεῖο ζῆλο, τὰ «ζιζάνια, πυρὶ τοῦ Πνεύματος, τὰ τῶν αἱρέσεων ἔφλεξας» καὶ «αἱρέσεων ἔφραξας, ροῦν τὸν ψυχόλεθρον, τὸν βλασφημίας ἀνάμεστον».
Ἁγίου ΙΠΠΟΛΥΤΟΥ καὶ Τριῶν ΙΕΡΑΡΧΩΝ (30 Ἰανουαρίου): «Μύθους ἑλληνικοὺς διήλεγξας (ἅγιε Ἰππόλυτε) καὶ παράνομον πλάνην Ἑβραίων θεία χάριτι».
Ἀλλὰ καὶ οἱ τρεῖς Ἱεράρχες «τοὺς θεοκαπήλους αἱρεσιάρχας τῶν περιβόλων τῆς θείας τοῦ Χριστοῦ Ποίμνης μακρὰν ἀπήλασαν διὰ τῶν λόγων». Διὰ τοῦτο «Χαίροις Ἱεραρχῶν ἡ Τριάς…, ὁ τῶν πιστῶν ἑδρασμός, τῶν αἱρετιζόντων ἡ κατάπτωσις… Πατέρες θεόσοφοι, τήξαντες τὰς αἱρέσεις, πάντων τῶν κακοδόξων, σβέσαντες τὰς φλογώδεις τῶν βλασφήμων συγχύσεις».
Τέλος καὶ πάλιν ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας «φλογίζων τοὺς ἐχθροὺς τῆς Πίστεως, τὰς δὲ φυλὰς σῴζων ἀσφαλῶς τὰς ἐφεπομένας, ὁ Μέγας ὤφθης Βασίλειος, θαρσείτω καὶ νικάτω ἡ Χριστοῦ Ἐκκλησία τηλικοῦτον πλουτήσασα πρόμαχον».
Βέβαια, σήμερα, οἱ καιροὶ καὶ τὰ ἤθη ἄλλαξαν. Θὰ περιμέναμε, ὅμως, καὶ θὰ θέλαμε τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τοὺς ποιμένες μας –πρώτους αὐτούς– οὐσιαστικοὺς μιμητὲς τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὄχι στὶς πανηγύρεις, στὰ κηρύγματα καὶ στὰ «λόγια» συγγράμματα ἐνίων, ἀλλὰ στὰ πράγματα, ὅπως οἱ Ἅγιοι: «ἔργοις λάμψαντες Ὀρθοδοξίας, πᾶσαν σβέσαντες κακοδοξίαν».
Αὐτοί, ὅμως, ἀντὶ να καταγγέλλουν τὴν ἐπὶ δεκαετίες θριαμβεύουσα αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νὰ κατονομάζουν τοὺς ὀπαδοὺς της καὶ νὰ ἀποστρέφονται τοὺς Οἰκουμενιστές, αὐτοὶ ἀντίθετα, τὸν σημερινὸ πρωτεργάτη τῆς αἱρέσεως Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, τὸν προσκαλοῦν στὶς Μητροπόλεις τους καὶ τὰ μοναστήρια τους καὶ παρίστανται στὴν πολυδάπανη φιέστα τῆς ὑποδοχῆς του (ἐπιβράβευση, ἄραγε, τῶν αἱρετικῶν φληναφημάτων καὶ ἐνεργειῶν του;), χωρὶς νὰ καυτηριάζουν τὶς αἱρετικές του πράξεις, οὐσιαστικὰ παροτρύνοντας τὸ ποίμνιό τους νὰ τὸν ἀποδέχεται ἀνεπιφύλακτα.
Ἔστωσαν οἱ παραπάνω τιμητικοὶ στίχοι τῶν ὑμνογράφων τῆς Ἐκκλησίας μας πρὸς ἔλεγχο τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ τῶν συμπορευομένων αὐτοῖς Ἐπισκόπων.
«Φιλορθόδοξος Ἕνωσις “Κοσµᾶς Φλαµιᾶτος”»