«Άλας άναλον θέλουν να προσφέρουν στους νέους μας οι νέοι θεολόγοι…» (δεσπότης Ιγνάτιος).
Τις λες, δέσποτα; Τώρα ανακάλυψες τί συμβαίνει γύρω σου; Όταν εμείς σου τα γράφαμε, έτριξες τα δόντια σου εναντίον μας. Μας θεωρούσες εχθρούς σου γιατί σου λέγαμε την αλήθεια, ξεχνώντας τη σοφία του λαού που μας λέει ότι, «μας αγαπάει εκείνος που μας κάνει να κλαίμε».
«Άλας άναλον», λοιπόν, οι μέχρι πρότινος συνεργάτες σου στο ραδιοφωνικό σταθμό, στο περιοδικό «ΤΑΛΑΝΤΟ», στο εκκλησιαστικό ΙΕΚ, στο συντονισμό της προβολής σου και στη δημιουργία του κοινωνικού σου προφίλ – του ήρεμου, του άκακου, του αγαθού…!
«Άλας άναλον» υπήρξαν από την αρχή. Ανάλατοι, χωρίς την ιδιότητα να πολεμούν την πνευματική σύψη (αιρέσεις, πάθη, ιδιοτέλεια…), να συντηρούν τον υγιή λόγο του ευαγγελίου, να γίνονται έμπρακτα φάροι της Ορθοδοξίας.
Υπήρξαν όντως «άλας άναλον» διότι τους διέκρινε η ρηχότητα, η τάση να χρησιμοποιούν οποιοδήποτε στήριγμα (άγιο ή αμαρτωλό) προκειμένου να προβληθούν ή να ωφεληθούν κοσμικά οι ίδιοι και οι οικογένειές τους. Βλέπουν τον άγιο επίσκοπό τους να ετοιμάζεται για την άνω Ιερουσαλήμ κι αμέσως σπεύδουν να προσδεθούν στον οποιοδήποτε αντικαταστάτη του.
Παίρνουν κι από τον καινούργιο ό,τι χρειάζονταν κι αμέσως τον εγκαταλείπουν, καλοπιάνοντας το νέο αφεντικό, τον Οικουμενισμό κ.ά..
Δικαιολογημένα τους αποκάλεσες «άλας άναλον». Η βραδύτητά σου όμως να τους ελέγξεις όταν διασπούσαν την Πανελλήνια Ένωση των Θεολόγων για να εναγκαλισθούν τον Οικουμενισμό και τις παραφυάδες του δείχνει ότι κι εσύ ενήργησες υστερόβουλα. Τους χρησιμοποίησες για όφελός σου προς εδραίωσή σου στον επισκοπικό θρόνο κάνοντας στραβά μάτια, και τώρα, που δεν κινδυνεύεις, τους εξωπετάς εμφανιζόμενος μάλιστα κι ως γνήσιος ορθόδοξος Ιεράρχης.
Ας μη κλαυθμυρίζεις δέσποτα. Όχι άλλα δάκρυα. Μετάνοιας έμπρακτης έχουμε ανάγκη. Εάν αυτή πράγματι σε διακατέχει, ξέρεις τί πρέπει να κάνεις.