πρωτοφανοῦς οἰκονομικῆς ὑφέσεως, λόγω τῆς παγκόσμιας
χρηματοπιστωτικῆς κρίσης πού ταλανίζει τίς οἰκονομίες ὅλων
σχεδόν τῶν χωρῶν τῆς ὑφηλίου. Στή δύσκολη αὐτή περίοδο, κατά τήν
ὁποῖα θά ἔπρεπε νά πλεονάζει ἡ προσευχή, ὅλοι μας γινόμαστε μάρτυρες
μιᾶς ἀκόμα ἐνορχηστρωμένης ἐπίθεσης τοῦ σαπροῦ, διεφθαρμένου
καί ἀνίκανου Ἑλληνικοῦ Κράτους κατά τῆς Ἐκκλησίας, μέ στόχο τήν
ἐκμετάλλευση τῆς «ἀμύθητης» ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Οἱ πολέμιοι
τῆς Ἐκκλησίας, που μέ πρόσχημα τήν καταβολή τῆς μισθοδοσίας τοῦ
Ὀρθόδοξου κλήρου ἐπιθυμοῦν νά ἐκμεταλλευθοῦν περαιτέρω τήν
ἐκκλησιαστική περιουσία, γιά νά μήν ἐπιβαρύνουν τάχα τά δημόσια
οἰκονομικά, ἀποκρύπτουν τήν πραγματική ἀλήθεια καί ἐπιχειροῦν
σκόπιμα νά ἐξαπατήσουν τήν μεγάλη πλειονότητα τοῦ θρησκευόμενου
ἑλληνικοῦ λαοῦ. Θά προσπαθήσουμε στή συνέχεια νά ἐξετάσουμε πῶς
πολιτεύτηκε τό Ἑλληνικό Κράτος ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία τά τελευταῖα
διακόσια περίπου χρόνια σχετικά μέ τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς
περιουσίας γιά νά καταλήξουμε σέ χρήσιμα συμπεράσματα γιά τό
μέλλον.
Ἡ Ἐκκλησία καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς μακραίωνης ἱστορίας
της ποτέ δέν κράτησε τήν περιουσία της γιά τόν ἑαυτό της, ἀλλά τήν
χρησιμοποιοῦσε γιά τήν ἀνακούφιση τῶν προβλημάτων τοῦ λαοῦ της.
Αὐτό φάνηκε ἰδιαίτερα κατά τή διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, ὅταν ἡ
Ἐκκλησία στάθηκε κοντά στό σκλαβωμένο Γένος, τό ὁποῖο ἀγκάλιασε
καί περιέσωσε ἀπό τόν κίνδυνο τοῦ ἀφανισμοῦ, ἐνῶ δέ δίστασε νά
συμβάλλει καί οἰκονομικά, μέ τήν περιουσία της, γιά τήν εὐόδωση
τοῦ ἀγώνα τῆς ἐθνικῆς παλλιγγενεσίας. Εἶναι χαρακτηριστική τόσο ἡ
ἐγκύκλιος τῆς 5ης Ἀπριλίου 1822, τοῦ Ὑπουργοῦ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν
καί τῆς δημόσιας Ἐκπαίδευσης «κατά πᾶσαν τήν Ἐπικράτειαν περί
λήψεως χρυσῶν καί ἀργυρῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν» ὅσο καί ἡ
γραφίδα τοῦ ἱστορικοῦ πού καταγράφει ὅτι «...συνεισέφερον προθύμως
αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι καί Μοναί λυχνίας ἀργυρᾶς καί κηροπήγια
καί εἴ τι τῶν ἐντός τῆς θείας τραπέζης καθιερωμένων χρυσῶν καί
ἀργυρῶν, ἐπαρκοῦσαι πρός διατροφήν τῶν ἀγωνιζομένων πενήτων,
καί κουφίζεσθαι τό δυνατόν τάς φοβεράς ἀνάγκας τοῦ πολέμου.
Συνήχθησαν δέ περίπου λίτραι δισχίλιαι τετρακόσιαι (ἤ 800 ὀκάδες)
ἀργύρου καί χρυσοῦ καί νόμισμα ἀπό τούτων ἤθελον κόπτειν».
Μετά τήν ἀπελευθέρωση καί τή δημιουργία τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους,
αὐτό ἀντί νά ἀναγνωρίσει τήν προσφορά τῆς Ἐκκλησίας στόν ἀγώνα
τοῦ Ἔθνους γιά τήν ἐλευθερία του ἐστράφη μέ ἀχαριστία ἐναντίον της,
ἐπιδιώκοντας νά τήν μεταβάλλει σέ μιά ἀσήμαντη κρατική ὑπηρεσία
τοῦ νέου κρατικοῦ ὀργανισμοῦ. Καί ἐνῶ τά ἐκ τῆς ἐκποιήσεως καί τῶν
μισθωμάτων εἰσπραττόμενα χρήματα, σύμφωνα μέ τό ΙΑ΄ ψήφισμα
τῆς τέταρτης Ἐθνικῆς Συνέλευσης τῶν Ἑλλήνων στό Ἄργος στίς 11
Ἰουλίου 1829, εἶναι «προσδιωρισμένα ἐξηρημένως εἰς βελτίωσιν τοῦ
κλήρου» μιᾶς καί «ἡ Κυβέρνησις ἀποβλέπει μέ τόν τρόπο αὐτό εἰς
τήν ἐπάρκειαν τῶν ἀναγκαίων εἰς τούς λειτουργούς τοῦ Θεοῦ, ἵνα
σχολάζοντες τῶν βοιωτικῶν μεριμνῶν ἐνασχολοῦνται ἐπιμελέστερον
περί τήν ὑπηρεσίαν τῶν θείων καί τήν τῶν ψυχῶν παιδαγωγίαν καί
προστασίαν», ἐν τούτοις ἡ πραγματικότητα εἶναι πολύ διαφορετική.
Ὁ Βασιλεύς Ὄθων καί ἡ μετ’ αὐτοῦ τριανδρία τῆς Ἀντιβασιλείας,
μέ τά βασιλικά διατάγματα τοῦ 1833 καί 1834, ἐπεδίωξαν καί ἐπέτυχαν,
ἀφ’ ἑνός νά ἀποκόψουν τήν Ἐκκλησία τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος ἀπό
τήν φυσική της ἀγκαλιά, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, δημιουργῶντας
ἕνα μόρφωμα Ἐκκλησίας μέ ἀρχηγό τόν Βασιλιᾶ καί μία διορισμένη
ἀπό τό Κράτος ἑξαμελῆ Ἱερά Σύνοδο καί ἀφ’ ἑτέρου, λησμονῶντας
τήν ἀνεκτίμητη προσφορά τῶν Ὀρθοδόξων μοναστηριῶν στούς
παλαιότερους, ἀλλά καί στούς ἀκόμα καί τότε νωπούς ἀγῶνες τῆς
Ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας, νά προχωρήσουν στή διάλυση 416 Ὀρθοδόξων
Μοναστηριῶν καί νά ἁρπάξουν κυριολεκτικά τήν κινητή καί ἀκίνητη
περιουσία τους, μέ τήν πρόφαση τῆς δημιουργίας Ἐκκλησιαστικοῦ
Ταμείου γιά τήν πληρωμή τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου.
Ἦταν ὅμως τόσο κακή ἡ σύσταση καί ὀργάνωση τοῦ Ταμείου
αὐτοῦ, ὥστε τό μόνο πού συνέβη ἦταν ἡ ἁρπαγή τῆς ἐκκλησιαστικῆς
περιουσίας καί ἡ πώληση –ἐκ μέρους ἐπιτηδείων– τῶν ἱερῶν σκευῶν καί
κειμηλίων στά παζάρια. Ἔτσι δέν πέρασαν παρά μόνο τέσσαρα χρόνια
καί τό Ἐκκλησιαστικό Ταμεῖο πού δημιουργήθηκε ὡς εἰδικό, μέ τό
Διάταγμα τῆς 13ης Ἰανουαρίου 1838 διαλύεται καί ὅλες οἱ ἁρμοδιότητές
του μεταφέρθηκαν στήν ἐκκλησιαστική Γραμματεία γιά λόγους
οἰκονομίας. Ἀλλά καί πάλι μετά τήν παρέλευση μιᾶς πενταετίας, μέ τό
Διάταγμα τῆς 29ης Ἀπριλίου 1843 ὅλα τά ἐκκλησιαστικά εἰσοδήματα
μεταβαίνουν στήν Γραμματεία τῶν Οἰκονομικῶν μέ ἀποκλειστικό
σκοπό «τήν βελτίωσιν τοῦ Κλήρου καί τήν ἐκπαίδευσιν τῆς νεολαίας».
Δύο ὅμως προσπάθειες τῶν Συνόδων τῶν ἐτῶν 1836 καί 1839 πού ζητοῦν
«παρά τῆς Κυβερνήσεως Σχολεῖα Ἐκκλησιαστικά εἰς Ἐκπαίδευσιν τοῦ
Κλήρου» δέν βρῆκαν ἀνταπόκριση.
Ὅσοι προσδοκοῦσαν τήν βελτίωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων
μετά τήν χορήγηση τοῦ Αὐτοκεφάλου στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος
ἀπογοητεύθηκαν μέ τήν ἔκδοση τῶν σχετικῶν Νόμων Ξ΄ καί ΞΑ΄. Ἡ
διοικοῦσα Ἐκκλησία συνέχισε νά ζῆ τήν Βαβυλώνεια αἰχμαλωσία
καί ὁμηρία της. Ἐπί ἑβδομήντα τρία χρόνια τά μέλη τῆς Ἱεραρχίας
της δέν εἶχαν τό δικαίωμα νά συνέρχονται σέ σῶμα καί ὁ βασιλικός
ἤ Κυβερνητικός Ἐκπρόσωπος ἦταν καθοριστικός παράγοντας στήν
λειτουργία τῆς Συνόδου, ἀφοῦ τά πρακτικά τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καθίσταντο
ἄκυρα χωρίς τήν ὑπογραφή του.
Στή διάρκεια τῆς δεύτερης καί τρίτης δεκαετίας του 20ου αἰώνα,
μετά τούς Βαλκανικούς Πολέμους καί κυρίως μετά τήν Μικρασιατική
Καταστροφή τοῦ 1922 ἄρχισε ἡ ληστρική ἀπαλλοτρίωση τῶν μοναστηριακῶν
κτημάτων ἀπό τό Ἑλληνικό Κράτος, χωρίς νά λαμβάνεται
ἀντίστοιχη φροντίδα γιά τά οἰκονομικά προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας. Μέ
τούς ἀναγκαστικούς νόμους 1072/1917 καί 2050/1920 ἀπαλλοτριώθηκαν
πολλές μοναστηριακές ἐκτάσεις γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν προσφύγων
καί τῶν ἀκτημόνων, καταδικάζοντας πάρα πολλά μοναστήρια σέ
μαρασμό καί λειψανδρία. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἀπό τό 1917 ἕως
τό 1930 ἀπαλλοτριώθηκαν ἐκκλησιαστικές ἐκτάσεις ἀξίας ἄνω τοῦ
ἑνός δισεκατομυρίου προπολεμικῶν δραχμῶν καί τό Κράτος κατέβαλε
στό Γενικό Ἐκκλησιαστικό Ταμεῖο μόνο τό 4% (σαράντα ἑκατομύρια
δραχμές). Τά ὑπόλοιπα ἑννιακόσια ἑξῆντα ἑκατομύρια δραχμές
ὀφείλονται ἀκόμα…
Στή συνέχεια μέ τό Ν. 4684/1931 περί “Ὀργανισμῶν Διοικήσεως
Ἐκκλησιαστικῆς καί Μοναστηριακῆς Περιουσίας” ἀποφασίσθηκε ἀπό
τήν Πολιτεία ἡ ρευστοποίηση τῆς ἀκίνητης περιουσίας τῶν Μονῶν
παρά τίς ἐπιφυλάξεις τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Μοναστηριακή περιουσία
διαιρέθηκε σέ διατηρητέα καί ἐκποιητέα. Τά ἔσοδα τῆς ἐκποιηθείσης
περιουσίας κατατέθηκαν ὡς κεφάλαιο, ἀπό τούς τόκους τοῦ ὁποίου θά
λαμβάνονταν οἱ πόροι γιά τήν διοίκηση, τίς οἰκονομικές ἀνάγκες τῆς
Ἐκκλησίας καί τήν μισθοδοσία τοῦ ἐφημεριακοῦ Κλήρου. Τά ἔσοδα
αὐτά βάσει τοῦ Ν. 18/1944 τοποθετήθηκαν σέ «ἐθνικά χρεόγραφα καί
χρηματόγραφα» τά ὁποῖα ἐξανεμίσθηκαν στό σύνολό τους, μετά τήν
κατάρευση τῆς Ἑλληνικῆς Οἰκονομίας ἐξ αἰτίας τοῦ Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου καί τῶν δραματικῶν γεγονότων πού ἐπακολούθησαν.
Ἡ ἑπομένη ἐπίθεση κατά τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας θά γίνει μέ
τήν ἀπό 18/9/1952 «Σύμβαση περί ἐξαγορᾶς ὑπό τοῦ Δημοσίου κτημάτων
τῆς Ἐκκλησίας πρός ἀποκατάστασιν ἀκτημόνων καλλιεργητῶν καί
ἀκτημόνων μικρῶν κτηνοτρόφων…». Σύμφωνα μέ τήν σύμβαση αὐτή,
ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὑποχρεώθηκε νά παραχωρήσει στό Κράτος
τό 80% τῆς καλλιεργούμενης ἤ καλλιεργήσιμης ἀγροτικῆς περιουσίας
της, ἤτοι ἑπτακόσιες πενῆντα χιλιάδες στρέμματα καλλιεργούμενης
γῆς καί βοσκοτόπων, στό 1/3 τῆς ἀξίας των, μέ ἀντάλλαγμα ἑξακόσια
εἴκοσι ἕξι ἀκίνητα εὐτελοῦς καί ἀμφιβόλου ἀξίας καί σαράντα πέντε
ἑκατομμύρια δραχμές νέας τότε ἐκδόσεως, τά ὁποῖα ποτέ δέν τῆς
ἐδόθησαν. Ἐπιπλέον, μέ τή Σύμβαση τοῦ 1952, τό Ἑλληνικό Κράτος
διακήρυξε ὅτι δέν θά προβεῖ στό μέλλον σέ ἀναγκαστική ἀπαλλοτρίωση
τῆς ἐναπομείνασας ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας καί δεσμεύτηκε νά
παράσχει στήν Ἐκκλησία κάθε ἀναγκαία ὑλική καί τεχνική ὑποστήριξη
γιά τήν περαιτέρω ἀξιοποίησή της. Μέ τήν ἴδια σύμβαση καθιερώθηκε
καί ἡ μισθοδοσία τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου ἀπό τόν κρατικό προϋπολογισμό ὡς
ὑποχρέωση τοῦ Κράτους ἔναντι τῶν μεγάλων παραχωρήσεων γῆς στίς
ὁποῖες εἶχε προβεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος κατά τήν δεκαετία 1922 -
1932.
Τό ἀφερέγγυο, ἀναξιόπιστο καί ἀδηφάγο Ἑλληνικό Κράτος «πρίν
ἀλέκτωρ λαλήσει τρίς» μέ τό Ν. 1700/1987 (νόμος Τρίτση) προσπάθησε
νά ἀποψιλώσει γιά ἄλλη μία φορά τήν Ἐκκλησιαστική περιουσία,
παρά τίς περί ἀντιθέτου διακηρύξεις τοῦ πρόσφατου παρελθόντος.
Ἡ αὐθαίρετη ἐπέμβαση τῆς Πολιτείας σέ ζητήματα Ἐκκλησιαστικῆς
περιουσίας ἀνάγκασε τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά προσφύγει στό
Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο, τό ὁποῖο μέ τήν ὑπ’ ἀριθμ. 10/1993/405/483/484/9-
12-1994 ἀπόφασή του, διαπίστωσε ὅτι ἡ ἐφαρμογή τῶν Ν. 1700/1987 καί
1811/1988 παραβίασε θεμελιώδη δικαιώματα τῶν Ἱερῶν Μονῶν σέ ὅ,τι
ἀφορᾶ στά περιουσιακά τους κεκτημένα καί ἀνέτρεψε τή μέχρι τότε ὑπέρ
τοῦ Κράτους νομολογία τῶν Ἑλληνικῶν Δικαστηρίων καί ἐπέβαλλε σέ
αὐτά νά συμμορφωθοῦν πλήρως μέ τή Σύμβαση τῆς Ρώμης.
Ἡ Ἐκκλησία ὅμως παρά τίς συνεχεῖς ἀδικίες πού ὑφίσταται ἀπό
τήν Πολιτεία δέν παύει νά προσφέρει στό Κράτος τῆ γῆ της γιά νά
ἱδρυθοῦν Ἱδρύματα εὐαγῆ γιά τίς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ της. Τό Ἑλληνικό
δημόσιο ἔχει γίνει πολλές φορές ἀποδέκτης ἐκτάσεων μεγάλης ἀξίας,
τίς ὁποῖες παραχώρησε ἡ Ἐκκλησία προκειμένου νά λειτουργήσουν
κατασκηνώσεις, νά ἀνεγερθοῦν σχολεῖα, ἱδρύματα, γυμναστήρια,
στρατόπεδα ἤ νά δημιουργηθοῦν κοινόχρηστοι χῶροι γιά τήν ἀναψυχή
τοῦ λαοῦ. Ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικῆς προσφορᾶς,
ὄχι τό μοναδικό, ἀποτελεῖ γιά τήν πόλη τῶν Ἀθηνῶν ἡ Ἱερά Μονή
Ἀσωμάτων Πετράκη. Ἔχοντας στήν κατοχή της σημαντική περιουσία
πού τήν ἀπέκτησε κατά τόν 17ο καί 18ο αἰώνα μέ ἀγορές τῶν ἡγουμένων
της, ἀναδείχθηκε ὁ μεγαλύτερος κοινωνικός εὐεργέτης τῶν Ἀθηνῶν. Σέ
δωρηθέντα ἀκίνητά της ἔχουν ἀνεγερθεῖ:
1) ἡ Ριζάρειος Σχολή, 2) ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, 3) τό Αἰγινίτειο
Νοσοκομεῖο, 4) τό Μετσόβειο Πολυτεχνεῖο, 5) τό Σκοπευτήριο, 6)
τό Πτωχοκομεῖο, 7) ἡ Μαράσλειος Ἀκαδημία, 8) τό Θεραπευτήριο
Εὐαγγελισμός, 9) τό Ἀρεταίειο Νοσοκομεῖο, 10) ἡ Ἀγγλική Ἀρχαιολογική
Σχολή, 11) οἱ Ἀστυνομικές Σχολές στήν ὁδό Μεσογείων, 12) τό Νοσοκομεῖο
Παίδων, 13) τό Νοσοκομεῖο Συγγροῦ, 14) τό Λαϊκό Νοσοκομεῖο
Σωτηρία, 15) τό Ἀσκληπιεῖο Βούλας, 16) ἡ Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, 17)
τό Ὀρφανοτροφεῖο Βουλιαγμένης, 18) τό ΠΙΚΠΑ, 19) τό Ἰπποκράτειο
Νοσοκομεῖο, 20) τό Γηροκομεῖο Ἀθηνῶν, 21) ἡ Ἐθνική Βιβλιοθήκη, 22)
τό Πανεπιστήμιον τῶν Ἀθηνῶν, καθώς καί 142 Δημοτικά Σχολεῖα καί
Γυμνάσια τῶν Ἀθηνῶν καί τῆς εὑρύτερης περιοχῆς τῆς Ἀττικῆς.
Παρά ταῦτα ὅμως, στά μάτια κάποιων ἀκόμα καί ἡ ἐναπομείνασα
περιουσία φαντάζει μεγάλη. Δέ λαμβάνεται ὅμως ὑπ’ ὄψη ὅτι αὐτή δέν
ἀνήκει στήν Κεντρική Διοίκηση (Ἱερά Σύνοδο), ἀλλά σέ περισσότερα ἀπό
10.000 ἐκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Μητροπόλεις,
Ναούς, Μονές, Προσκυνήματα, Ἱδρύματα, Κληροδοτήματα καί ἄλλα)
τό καθένα ἀπό τά ὁποῖα ἀγωνίζεται, μέσα στόν κυκεῶνα τῶν νομικῶν
καί διοικητικῶν δεσμεύσεων, νά διαφυλάξει τήν κυριότητα καί νά
ἀξιοποιήσει τά ὅσα τοῦ ἀνήκουν περιουσιακά στοιχεῖα, γιά τό καλό του
Χριστεπώνυμου πληρώματος καί τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία ἑπομένως, δικαιοῦται νά ἔχει περιουσία, καί ὅπως
ἔχει ἀποδειχθεῖ ἱστορικά εἶναι σέ θέση νά τήν ἀξιοποιήσει ἐπωφελῶς
γιά τόν ἑλληνικό λαό μέ καλύτερο τρόπο ἀπό ὅτι τό Ἑλληνικό Κράτος.
Ἡ Ἐκκλησία τήν περιουσία της ποτέ δέν τήν κράτησε γιά τόν ἑαυτό της
ἀλλά τήν χρησιμοποίησε γιά τό λαό της. Σέ ὅλη τή μακραίωνη ἱστορία τῆς
ἡ Ἐκκλησία τάιζε πεινασμένους, πότιζε διψασμένους, ἔντυνε γυμνούς,
περιέθαλπε ἀρρώστους, φρόντιζε πτωχούς, προστάτευε ὀρφανούς,
στήριζε γερόντους, μόρφωνε ἀπόρους, ἀποφυλάκιζε φυλακισμένους,
ξεχρέωνε χρεωμένους, ἐλευθέρωνε αἰχμαλώτους, ἔχτιζε σχολεῖα,
νοσοκομεῖα καί πλῆθος εὐαγῶν ἱδρυμάτων. Τά ἐγκληματικά λάθη τοῦ
παρελθόντος, οἱ ἀστοχίες, ἡ ἀσυνέπεια καί ἡ ἰδιοτέλεια στήν πορεία
τῶν δύο αἰώνων πού πέρασαν δέν πρέπει νά ἐπαναληφθοῦν, ἀλλά νά
γίνουν μάθημα γιά μία ἔντιμη συνεργασία Ἐκκλησίας καί Πολιτείας
στό μέλλον.
Ἰωάννης Χαραλάμπης
Οἰκονομολόγος__
Eνοριακη Ευλογία Ιανουαριος 2011κ