Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

“ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΠΙ ΓΗΣ”


του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου
Καλακανίδα, Θεολόγου, πρώην Εκπ/κού
Αγώνας - Εφημερίδα Αγωνιζομένων Χριστιανών ΛαρίσηςΑρ. φυλ. 175
Εορτάσαμε, αγαπητοί αναγνώστες, εορτάσαμε, χάριτι Θεού, και εφέτος τη μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης, τα Χριστούγεννα. Ακούσαμε τους θεσπέσιους ύμνους, που έγραψαν φωτισμένοι και αναγεννημένοι εν Χριστώ υμνογράφοι, δια να κατανοήσουμε το “Μέγα της σωτηρίας μυστήριον”, δηλαδή τη σάρκωση του Θεού και Λόγου.
Ακούσαμε μηνύματα ουράνια σαν κι εκείνο, που άκουγαν οι απλοί ποιμένες της Βηθλέεμ: “Ιδού ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ως έστι Χριστός Κύριος” (Λουκά: Β: 10-11). Είναι το πλέον χαρμόσυνο μήνυμα, που ακούστηκε ποτέ και που ήλθε να διαλύση τα νέφη της θλίψεως, τα οποία από της πτώσεως των πρωτοπλάστων άρχισαν να απλώνονται πάνω στη γη.
Ακούσαμε τέλος και μηνύματα εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχόντων, έμπλεα ευχών δια την ειρήνην και την ευημερίαν της ανθρωπότητος.


Όντως απερινόητον και ακατάληπτον παραμένει το γεγονός της θείας ενανθρωπίσεως. “Θεός εφανερώθη εν σαρκί”. Κατόπιν τούτου, όσο και αν το ανθρώπινον πνεύμα επιχειρεί να συλλάβη και να εννοήση το γεγονός θα εισπράττει τη βεβαιότητα ότι “Πίστει μόνον νοείται το μυστήριον”. Θα αντιλαμβάνεται όμως ότι και τούτο νοείται, όταν γίνουν δεκτά, αφ’ ενός η παντοδυναμία του Θεού, αφ’ ετέρου δε η άπειρος αγάπη και η φιλανθρωπία Του. Εκ των αληθειών τούτων εγεννήθη η θεία συγκατάβασις. “Αλήθεια εκ της γης ανέτειλε και δικαιοσύνη εκ του ουρανού διέκυψεν”, όπως προφητικώς ο προφητάναξ Δαυίδ διεκήρυξε (ψαλμός 84).
Η άκρα συγκατάβασις του Θεού Πατρός προκάλεσε την ενανθρώπισιν του Υιού και Λόγου Του. Υπάρχει μεγαλυτέρα ευλογία και μεγαλυτέρα απόδειξις της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπον; Ο ίδιος ο Θεός, ο δημιουργός του κόσμου αφήνει τα παλάτια των ουρανών, σαρκώνεται εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου, δια να κάμη τον άνθρωπον θεόν κατά χάριν. Άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα θεόν τον άνθρωπον απεργάσηται”, λέγει ο Μ. Αθανάσιος. Γεννάται στον σταύλον της Βηθλέεμ, γιατί αυτός ήταν ο καθαρότερος τόπος, δια να κάμη τον σταυλοποιηθέντα κόσμον παράδεισον. Διδάσκει την αλήθειαν του Ευαγγελίου, δια να φωτίση με το ανέσπερον αυτό φως τις σκοτισμένες από την άγνοια και την αμαρτία ψυχές.
Παίρνει το ξύλο του Σταυρού και με αυτό σπάζει το μεσότοιχον του φραγμού, ανοίγει τον κλεισμένο παράδεισο, γεφυρώνει γη και ουρανό, άνθρωπον και Θεόν. “Το μεσότοιχον του φραγμού διαλέλυται, η πυρίνη ρομφαία νώτα δίδωσι…”, ψάλλει η Αγία μας Εκκλησία. Νικά το κακό και την αμαρτία και χαρίζει στην ανθρωπότητα την ειρήνην και την χαράν. Γιατί η αμαρτία αφαιρεί την ειρήνην από την ψυχήν. Τα κύματα των παθών απειλούν να μας καταποντίσουν.
Ο Χριστός ήρθε στη γη. Ο άνθρωπος όμως τον δέχτηκε; Κατέβασε από τους θρόνους όλους τους κυρίους, για να τον ανακηρύξη μοναδικόν Κύριον και εξουσιαστήν της γης Του. Του δίδαξε το θέλημά του, για να εφαρμόζη στην ζωή του και αυτός τίνος το θέλημα ακολουθεί; Του έδειξε το δρόμο και του τον χάραξε με το αίμα Του, για να τον βαδίση ο άνθρωπος, κι αυτός ποια μονοπάτια και ποιους ατραπούς επήρε στη ζωή του; Του ίδρυσε την Εκκλησίαν του, για να εισέλθη ως εις άλλην κιβωτόν και να σωθή από τον κατακλυσμόν της αμαρτίας, αλλά προτιμά τα βαλτόνερα του διαβόλου. Του χάρισε την ειρήνην αλλά προτιμά τον πόλεμον!
Δυστυχώς, αγαπητοί μου, αυτός ο Χριστός, που σαρκώθηκε και του οποίου την γέννησιν πανηγυρικώς εορτάσαμε, διαφέρει από τον Χριστόν της ζωής μας! Συγκρίνατε αυτόν τον Χριστόν των Χριστουγέννων, τον Χριστόν των προφητών, τον Χριστόν των Ευαγγελίων, τον Χριστόν των ύμνων και των Πατέρων, με τον Χριστόν, που ζούμε καθημερινώς σαν άτομα, σαν κοινωνία, σαν εκκλησία (κατά τον ανθρώπινό της χαρακτήρα) και θα διαπιστώσετε μεγάλη διαφορά. Εντεύθεν και το κακόν εις τον κόσμον. Εντεύθεν οι πόλεμοι και η δυστυχία, η απάτη και η διαφθορά, τα ποτάμια των αιμάτων και των δακρύων. Άλλον Χριστός εορτάζομεν και άλλον ζούμε. Ως άλλοι Γαδαρηνοί του πλούτου και των παθών τον διώξαμε από την γην, για να ζούμε με τη βρωμιά των παθών μας. (Αυτήν την πραγματικότητα διεκτραγωδεί ο κορυφαίος θεολόγος-ιεροκήρυξ και ποιητής, αείμνηστος Κων/νος Καλλίνικος στο ποίημά του Χριστός επί γης, το οποίο ακολουθεί.
Χριστός επί γης
Μεσάνυχτα! Κι ενώ πυκνό πέφτει στη γη το χιόνι
Το δε σκοτάδι αγκαλιά μαύρη σαν πίσσα απλώνει,
Ακτινοστόλιστη μορφή από ψηλά προβάλλει
Μ’ ένα βαρύτατο Σταυρό, μ’ αγκάθια στο κεφάλι.
Ειν’ ο αιώνιος Χριστός, του κόσμου ταξιδιώτης,
Πού ’λθε να δει τι γίνεται και πάλι η ανθρωπότης.

Περνάει δρόμους στενωπούς, χωράφια, πολιτείες,
Λάσπες, καλύβες, μέγαρα, μαρμάρινες πλατείες,
Ταβέρνες, που εργατικοί σαν κτήνη ξενυχτούνε,
Μέγαρα, που ξεγύμνωτοι χορεύουν και γλεντούνε,
Κι αναστενάζει βλέποντας πως είναι η γη μας σπίτι
Με μια και μόνη λατρευτή θεά: την Αφροδίτη.

Κτυπά ζερβά, χτυπά δεξιά, ιδρωπεριχυμένος,
Να ξενυχτήση μια γωνιά κάπου γυρεύει ο Ξένος.
Το τρυπημένο χέρι του απλώνει και με μάτι
Από την πίκρα κόκκινο ζητεί ψωμιού κομμάτι.
Αλλά και δεύτερη φορά βαρυοαναστενάζει,
Γιατί σκληρός εγωισμός το παν εξουσιάζει.

Στ’ αυτιά έξαφνα χτυπούν καμπάνες Χριστουγέννων
Από κωδωνοστάσιον συνεφαργυρωμένον.
Κι ακολουθώντας τη βοή σε μια καθέδρα φθάνει
Που πλέει μες στην ψαλμουδιά, στα μύρα, στο λιβάνι.
Κονίσματα κατάχρυσα εκεί λαμπουκοπούνε,
Λαμπάδες μύριες καίουνε και τη φωταγωγούνε.

Ποιος όμως θα το πίστευε; Μόλις ο θείος Ξένος
Στα σκαλοπάτια ζύγωσε σκυφτός κι αποσταμένος
Και μίτρες διαμαντόφορτες, χρηματοφόροι δίσκοι,
Κουβέντες, φτιασιδώματα, σάτυροι νεανίσκοι
Ορμούνε και του φράζουνε της Εκκλησιάς την πύλη,
Γιατί και μέσα στ’ άγια κυριαρχεί η ύλη!

Τρέχουν τα δάκρυα άφθονα απ’ του Χριστού τα μάτια
Και μας αφήνει φεύγοντας προς τ’ άυλα παλάτια,
Ενώ κουνά την κεφαλή την καταματωμένη
Κι ένα πικρό παράπονο από το στόμα βγαίνει:
Αχ, κόσμε! Ένας μου σταυρός δεν σ’ έφθασε! Και άλλος,
Ως βλέπω σου χρειάζεται ακόμη πιο μεγάλος!...