Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

῾Η ρουμάνα χωρικὴ καὶ τὸ ῎Ακτιστο Φῶς


ΕΝΑ χειμωνιάτικο πρωϊνὸ ὁ περίφημος ρουμάνος ἀσκητὴς

Κλεόπας ᾿Ιλίε βρισκόταν στὸ ῾Ιερὸ ἑνὸς μοναστηριακοῦ Ναοῦ

καὶ διάβαζε γονατιστὸς τὴν ᾿Ακολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως.

Μετὰ ἀπὸ λίγη ὥρα μπῆκε στὴν ᾿Εκκλησία γιὰ νὰ προσευχηθῆ

μιὰ γυναίκα ποὺ εἶχε ἔρθει στὸ Μοναστήρι ἀπὸ τὸ βράδυ.

«Προσκυνοῦσε ὅλες τὶς Εἰκόνες καὶ ἔκανε παντοῦ μετάνοιες,

διηγεῖται ὁ π. Κλεόπας. Δὲν γνώριζε ὅτι κάποιος ἦταν μέσα

στὴν ᾿Εκκλησία. Τὴν παρατηροῦσα συνεχῶς ἀπὸ τὴν ῾Ωραία Πύ-

λη. ᾿Εκείνη, ἀφοῦ προσκύνησε τὶς Εἰκόνες, γονάτισε στὸ μέσον

τῆς ᾿Εκκλησίας, ὕψωσε τὰ χέρια της καὶ ἔλεγε...
... ἀπὸ τὴν καρδιά


της αὐτὰ τὰ λόγια:

— Κύριε, μὴ μὲ ἐγκαταλείπης! Κύριε, μὴ μὲ ἐγκαταλείπης!

Εἶδα τότε ἕνα λαμπρὸ κίτρινο φῶς γύρω της καὶ τρόμαξα! ῾Η

γυναίκα ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ καὶ προσευχόταν σιωπηλά.

῾Η φωτεινὴ νεφέλη ποὺ τὴν περιέλουζε, μεγάλωσε περισσότερο

καὶ μετὰ σιγὰ-σιγὰ ἐξαφανίστηκε. ᾿Αφοῦ ἔσβησε τὸ θεῖο φῶς,

σηκώθηκε στὰ πόδια της καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία.

῏Ηταν μιὰ ἁπλὴ γυναίκα ἀπὸ τὰ γειτονικὰ χωριά μας.

᾿Ιδοὺ λοιπόν, ποιὸς ἔχει τὸ δῶρο τῆς προσευχῆς! Νὰ ποὺ οἱ

λαϊκοὶ ξεπερνοῦν καμμιὰ φορὰ τοὺς Μοναχούς! ᾿Εγὼ ἔκανα μετὰ

προσκομιδὴ καὶ ἀπὸ τὴν μεγάλη μου συγκίνηση ἄρχισα νὰ κλαίω

καὶ ἔτρεμα μὲ τὰ χαρτιὰ μνημονεύσεως στὸ χέρι. Μόνον ὁ Θεὸς

γνωρίζει πόσοι ὑπάρχουν ἐκλεκτοὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!».


(*) Μοναχοῦ Σεραφείμ, Χαρίσματα καὶ Χαρισματοῦχοι, τ. Γʹ, σελ. 217-218,


᾿Εκδόσεις ῾Ιερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, ᾿Ωρωπὸς ᾿Αττικῆς 1990