Τζιχαντιστὲς στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ σου; Τί θὰ ἔκανες;
ΜΑΣ ΑΝΑΦΕΡΕΙ ὁ ἁγιασμένος Γέροντας Παΐσιος στὸ Βιβλίο ποὺ ἔγραψε τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου, γιὰ την παλληκαριὰ καὶ τὴν τόλμη ποὺ εἶχαν οἱ Ἕλληνες τῆς Μ. Ἀσίας καὶ ἰδιαιτέρως στὰ Φάρασα τῆς Καππαδοκίας, ἀπέναντι στὸν κίνδυνο τῶν Τσετῶν, ἤτοι σημερινῶν Τσιχαντιστῶν (συμμορία τοῦ σχοινιοῦ καὶ τοῦ παλουκιοῦ, ὅπως λέει ὁ Κόντογλου) ποὺ καθημερινὰ ἀντιμετώπιζαν καὶ στὸ χωριὸ τους ἀλλὰ καὶ ἔξω στὰ χωράφια, ὄταν πηγαιναν μόνοι τους γιὰ νὰ δουλέψουν.
Μάλιστα εἴχαν συμβεί καὶ πολλὲς σφαγὲς Ἑλλήνων ἀπο τούς Τζιχαντιστὲς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς γι΄ αυτὸ καὶ ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος εἶχε τάξει εἰδικὰ τὸν Ψαλμὸ 73 γιὰ αὐτὴν τὴν ἀπευκταία περίπτωση.
Κάποτε λοιπὸν, ὅπως ἀναφέρει ὁ πατέρας τοῦ π. Παϊσίου, ὁ μακαριστὸς...
Πρόδρομος Ἐζνεπίδης, ποὺ ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν Τζιχαντιστῶν εἶχαν πάει πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς σατανάδες γιὰ νὰ πατήσουν τὰ Φάρασα. Στὸ χωριὸ οἱ ἄνδρες ἔλειπαν, ἄλλοι στὰ μακρινὰ κτήματα καὶ ἄλλοι στὰ ταξίδια.
Ἀναγκάστηκε τότε νὰ μαζέψει τὰ μικρὰ παιδιά, μόνο γιὰ νὰ δείξουν στόχο γύρω ἀπὸ τὸ Κάστρο ὅτι εἶναι πολλοί, καὶ μετὰ τὰ ἐδίωξε, γιὰ νὰ κρυφθοῦν.
Μερικοὶ γέροι ποὺ ἦταν, καὶ αὐτοὶ σκόρπισαν, καὶ τελικὰ ἔμεινε μόνος του μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ σκοτωθεῖ καλύτερα παρὰ νὰ δεῖ τούς Τούρκους στὸ χωριό. Εἶχαν τελειώσει ὅμως οἱ σφαῖρες του καὶ μετὰ τὸν ἔπιασαν ζωντανὸ οἱ Τοῦρκοι. Ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν γερά, τὸν πῆγαν στὸ σπίτι του καὶ τὸν ἀνέβασαν στὸ δῶμα (ταράτσα), ὅπου εἶχαν στήσει τὴ κρεμάλα του. Ἐκεῖ τὸν βασάνιζαν, γιὰ νὰ τοὺς δώσει ὅτι εἶχε καὶ μετὰ νὰ τὸν τελειώσουν. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὅπου τὸν βασάνιζαν, δὲν ξέρει πὼς τοῦ ἦρθε, εἶπε στούς Τούρκους:
«Ὅ,τι ἔχω, τὰ ἔχω στὸν Χατζεφεντή».
Οἱ Τοῦρκοι δὲν χασομεροῦν καὶ τὸν πηγαίνουν στὸν Πατέρα Ἀρσένιο.
Όταν ἄνοιξε τὴν πόρτα του ὁ Πατὴρ καὶ εἶδε αὐτὴ τὴ σκηνή, πολὺ πληγώθηκε, καὶ μάλιστα μάλωσε τοὺς Τούρκους, ποὺ τὸν εἶχαν δεμένο, γιὰ νὰ τὸν ἐλευθερώσουν γρήγορα, καὶ μάλιστα τοὺς εἶπε καὶ «παλιοτούρκους». Ὁ ἀρχηγὸς τους θύμωσε καὶ τράβηξε τὸ χατζάρι του, γιὰ νὰ κόψει τὸν Χατζεφεντή. Ὁ Χατζεφεντὴς τότε λέγει στὸν Τοῦρκο Καπετάνιο: «Γρήγορα κατέβασε τὸ χέρι σου κάτω ξερό».
Ὢ τοῦ θαύματος! Τὸ χέρι τοῦ Τούρκου κατέβηκε ξερὸ κάτω ἀγκυλωμένο καὶ τὸ χατζάρι του ἔπεσε κάτω καταγῆς. Ὅταν εἶδαν αὐτὸ οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι τῆς συμμορίας, ἄρχισαν νὰ τρέμουν ἀπὸ φόβο καὶ ὁ ἀρχηγὸς μὲ κλάματα νὰ παρακαλεῖ νὰ τοῦ κάνει καλὰ τὸ χέρι του. Ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος τότε τοῦ σταύρωσε τὸ χέρι του καὶ τὸ θεράπευσε. Καὶ ἀφοῦ ἔλυσαν καὶ τὸν Πρόεδρο, τοὺς μάλωσε, γιὰ νὰ μὴν ξαναπατήσουν στὸ χωριό. Πράγματι ἀπὸ ἐκείνη τὴ συμμορία δὲν εἶχε ξαναπατήσει κανεὶς στὰ Φάρασα.
(Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ –Ι.Ἠσυχ. Εὐαγγ. Ι. Θεολόγου
–Σουρωτή-Θεσσαλονίκη)
Ἐπιμέλεια :π.Διονύσιος Ταμπάκης