Παρακολουθώντας
κανεὶς τὴν "πρόοδο" τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὶς συνεχεῖς καὶ ξεδιάντροπες παραβάσεις
τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ (καὶ
συνεπακόλουθα τὴν ἀλλοίωση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος λαϊκῶν καὶ κληρικῶν), διαπιστώνει ὅτι αὐτὴ ἡ "πρόοδος" στηρίζεται
σὲ δύο βασικὲς παραμέτρους:
α)
Στὴν διαστροφικὴ ἐξήγηση Ἁγιογραφικῶν Ἐντολῶν, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται ἔτσι ἡ κατάφωρη
παραβίαση καὶ ἀπόρριψη τῆς Πατερικῆς μας Παραδόσεως, καὶ
β)
στὴν ἀνοχὴ ποὺ δείχνουν, ὅσοι ἀντιστέκονται στὶς οἰκουμενιστικὲς αὐτὲς
κακοδοξίες, μὲ τὸ νὰ μὴ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ
νὰ κοινωνοῦν μαζί τους, στέλνοντας τὸ μήνυμα στοὺς πιστούς, ὅτι ἡ κοινωνία μὲ
τοὺς αἱρετικοὺς δὲν μᾶς ἐπηρεάζει καὶ ἐν τέλει εἶναι κάτι ἀδιάφορο γιὰ τὴν
σωτηρία μας.
Παραθέτουμε
τὴν ἀνάλυση τοῦ καίριου ἀποστολικοῦ χωρίου τοῦ ἀποστόλου Παύλου, "Αἱρετικὸν
ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ", ποὺ διαστρέφεται ἀπὸ
τοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ ἀντι-Οἰκουμενιστές, πρακτικὰ καὶ θεωρητικά. Ἡ τοποθέτηση
τοῦ Ἀποστόλου καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων ποὺ τὸ ἐφάρμοσαν, ἀποτελεῖ πράγματι τὴν
"λυδία λίθο" γιὰ τὴν κατανόηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου
ἀπέναντι στοὺς ἐπελαύνοντας "οὐδενὸς ἐμποδίζοντος" αἱρετικοὺς καὶ τὴν
ἐν μετανοίᾳ διόρθωση τῆς στάσεώς μας ἀπέναντί τους, σύμφωνα μὲ τὶς θεῖες
Ἐντολές.
Π.Σ.
«Αἱρετικόν ἄνθρωπον ...παραιτοῦ»
Τοῦ Ἱερομονάχου π. Ευθυμίου Τρικαμηνᾶ
Τίτον
3,10: «Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί
δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπτε ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν
αὐτοκατάκριτος».
Στό
χωρίο αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει νά ἀπομακρυνώμεθα ἀπό κάθε αἱρετικό, τόν
ὁποῖο ἐνουθετήσαμε μία καί δεύτερη φορά καί ἔμεινε ἀδιόρθωτος καί ἀμετανόητος.
Αὐτός, ἀναφέρει ὁ Παῦλος, ἔχει διαστραφῆ καί ἁμαρτάνει στά θέματα τῆς πίστεως,
ὄχι ἐξ ἀγνοίας, ἀλλά ἐν γνώσει καί δι’ αὐτό εἶναι αὐτοκατάκριτος, δηλαδή
καταδικασμένος ἀπό τά ἴδια του τά ἔργα καί τήν προαίρεσί του.
Ἡ
διδασκαλία αὐτή τοῦ Χριστοῦ διά τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι σαφής καί
καθοριστική στίς σχέσεις μας καί στήν ἐν γένει ἐπικοινωνία μας μέ τούς
αἱρετικούς. Εἶναι δέ πλήρως ἐνηρμονισμένη μέ ὅλα τά συναφῆ χωρία πού ἀναφέρονται
στίς σχέσεις καί στήν ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς. Ἡ ἑρμηνεία λοιπόν τήν
ὁποία θά δώσωμε στό χωρίο αὐτό δέν πρέπει νά εἶναι αὐθαίρετη καί ὅπως μᾶς
βολεύει καί μᾶς ἐξυπηρετεῖ στόν ἐφησυχασμό καί στήν ἀδράνεια, ἀλλά πρέπει καί
αὐτή νά εἶναι σύμφωνη μέ ὅλη τήν περί αἱρετικῶν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς,
ὥστε νά μήν παρουσιάσωμε τήν διδασκαλία αὐτή ἀντιμαχομένη, διφορούμενη καί
ἀόριστη.
Θά
ἐπιστρατεύσωμε λοιπόν πάλι τούς Ἁγίους νά μᾶς ἑρμηνεύσουν τό ἐν λόγῳ χωρίο καί
ἐμεῖς ἁπλῶς θά κάνωμε τίς ἀνάλογες ἐπισημάνσεις στίς ἑρμηνεῖες αὐτές, διά νά
καταδείξωμε ὅτι καί αὐτό τό χωρίο διαστρέφεται ἀρκούντως καί προσαρμόζεται στήν
γραμμή καί τακτική των, ὄχι ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους, οἱ
ὁποῖοι ἀδιαφοροῦν πλήρως καί
κυνικῶς διά τήν περί αἱρετικῶν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά ἀπό τούς Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι δῆθεν ἐνδιαφέρονται γιά τήν διδασκαλία αὐτή.
κυνικῶς διά τήν περί αἱρετικῶν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά ἀπό τούς Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι δῆθεν ἐνδιαφέρονται γιά τήν διδασκαλία αὐτή.
Ὁ
Χρυσόστομος ἅγιος κατ’ ἀρχάς, τόν ὁποῖο ἔχουν ὡς πρότυπο καί
σημεῖο ἀναφορᾶς ὅλοι οἱ ἑρμηνευτές, ἀναφέρει ἑρμηνεύοντας αὐτό τό χωρίο τά
ἑξῆς: «Ἔρεις δέ φησί τάς πρός τούς αἱρετικούς, ἵνα μή κάμνωμεν εἰκῇ, ὅταν
μηδέν ᾖ κέρδος· τό γάρ τέλος αὐτῶν οὐδέν. Ὅταν ᾖ τις διεστραμμένος, και
μηδ΄, ἄν ὁτιοῦν γένηται, προῃρημένος μεταθέσθαι τὴν γνώμην, τίνος ἕνεκεν εἰκῇ
κάμνεις κατά πετρῶν σπείρων, δέον πονεῖν τόν καλόν τοῦτον πόνον εἰς τούς
σούς τά περί ἐλεημοσύνης αὐτοῖς διαλεγόμενος καί τῆς ἄλλης ἀρετῆς;» (Ε.Π.Ε. 24, 120, 11).
Ἐδῶ
ὁ Χρυσόστομος διδάσκει, ποιές ἔριδες καί φιλονικίες πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι νά
ἀποφεύγουν, καί ἀναφέρεται στό προηγούμενο χωρίο, τό ὁποῖο ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Μωράς
δέ ζητήσεις καί γεεαλογίας και ἔρεις και μάχας νομικάς περιίστασο· εἰσί γάρ
ἀνωφελεῖς καί μάταιοι» (Τίτ.
3,9). Συνοπτικά δέ διδάσκει ὅτι οἱ φιλονικίες
καί οἱ ἔριδες τῆς διδασκαλίας τοῦ Παύλου ἀναφέρονται στούς αἱρετικούς καί
πρέπει νά ἀποφεύγωνται, ὅταν οἱ αἱρετικοί εἶναι διεστραμμένοι ἐκ προαιρέσεως («ὅταν
γάρ ᾖ τις διεστραμμένος») καί δέν ἔχουν καμμία διάθεσι νά
ἀλλάξουν γνώμη, ὁ,τιδήποτε καί ἄν συμβῆ («καί μήδ’ ἄν ὁτιοῦν
γένηται, προηρημένος μεταθέσθαι τήν γνώμη»). Τότε, ἀναφέρει ὁ
ἅγιος, εἶναι σάν νά σπέρνης στήν πέτρα· κουράζεσαι μάταια, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά
κάνης αὐτόν τόν ἀγῶνα καί νά διαλέγεσαι μέ τούς ἔχοντας ἀγαθή προαίρεσι: «τίνος
ἕνεκεν εἰκῇ κάμνεις κατά πετρῶν σπείρων, δέον πονεῖν τόν καλόν τοῦτον πόνον εἰς
τούς σούς τά περί ἐλεημοσύνης αὐτοῖς διαλεγόμενος καί τῆς ἄλλης ἀρετῆς;»
Συνεχίζοντας
ὁ ἅγιος τήν ἑρμηνευτική του διδασκαλία φέρνει σέ συμφωνία τό χωρίο αὐτό τοῦ
ἀποστόλου Παύλου μέ τό χωρίο (Β΄
Τιμοθ. 2,25) καί ἀναφέρει τήν σημασία καί ἔννοια
ἑκάστου χωρίου καί ποῦ αὐτά ἀναφέρονται: «Πῶς οὖν ἑτέρωθί φησι, “μή ποτε δῷ
αὐτοῖς ὁ Θεός μετάνοιαν” ἐνταῦθα δέ, “Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν
νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπτε ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν
αὐτοκατάκριτος”; Ἐκεῖ μέν περί τῆς τῶν ἐλπίδα ἐχόντων διορθώσεώς φησί, καί περί
τῶν ἀντιδιατιθεμένων ἁπλῶς· ὅταν δέ δῆλος ᾖ καί πᾶσι φανερός, τίνος ἕνεκα
πυκτεύεις εἰκῇ; τί τόν ἀέρα δέρεις».
Ὅταν
λοιπόν διαπιστώσωμε ὅτι κάποιος ἔχει αἱρετικά φρονήματα, ὄχι ἐξ ἀγνοίας, ἀλλ’
ἐκ προθέσεως, ὅτι γνωρίζει τήν ἀλήθεια, ἀλλά δέν τόν συμφέρει νά τήν ἀποδεχθῆ,
ὅτι ἔχει στρατολογηθῆ στήν αἵρεσι καί παίζει τόν ρόλο του ἐκ τῆς θέσεως τήν
ὁποία κατέλαβε, ὅτι τέλος πάντων κάνει ὑπακοή σέ ἀνωτέρους του αἱρετικούς γιά
νά διατηρήση τήν θέσι του καί ὅσα ἀπορρέουν ἀπό αὐτήν, τότε πρέπει νά φεύγωμε
ἀπό αὐτόν τόν αἱρετικό, διότι εἶναι μάταιος κάθε ἀγῶνας καί εἶναι σά να δέρνωμε
τόν ἀέρα: «ὅταν δῆλος ἦ καί πᾶσι φανερός, τίνος ἕνεκεν πυκτεύεις εἰκῇ; τί
τόν ἀέρα δέρεις;».
Αὐτή
ἡ διδασκαλία τοῦ Παύλου καί τοῦ Χρυσοστόμου ἔχει ἀσφαλῶς πλήρη ἐφαρμογή ὄχι
μόνον στούς Οἰκουμενιστές, ἀλλά καί στούς Ἀντιοικουμενιστές, διότι ἀμφότεροι
συμπορεύονται ἐκκλησιαστικῶς, γνωρίζοντας καί οἱ μέν καί οἱ δέ τήν ἀλήθεια καί
τήν σωτήρια περί αἱρετικῶν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πλήν ὅμως δέν τήν
ἀποδέχονται, μέ ἀποτέλεσμα οἱ μέν Οἰκουμενιστές νά αὐτοπροβάλλωνται ὡς ποιμένες
καί Ἐπίσκοποι λόγῳ μόνο τῆς ἀποστολικῆς των διαδοχῆς, οἱ δέ Ἀντιοικουμενιστές
νά αὐτοπροβάλλωνται ὡς φύλακες καί ὑπερασπιστές τῆς πίστεως, ἀρκούμενοι στόν
χαρτοπόλεμο.
Ἐν
συνεχείᾳ, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύει τήν λέξι «αὐτοκατάκριτος»
καί διδάσκει ὅτι αὐτοκατάκριτος δέν εἶναι αὐτός πού καταδικάζεται ἀπό τή
Σύνοδο, οὔτε αὐτός πού θά καταδικασθῆ στήν Δευτέρα Παρουσία ἀπό τόν Χριστό,
ἀλλά εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος ἐπιμένει στήν πλάνη του μετά ἀπό τίς νουθεσίες πού
τοῦ ἔγιναν. Δηλαδή αὐτοκατάκριτος εἶναι ὁ ἐν γνώσει ἀμετανόητος διά τά θέματα
τῆς πίστεως: «Τί ἐστίν "ὤν αὐτοκατάκριτος"; Οὐ γάρ ἔχει εἰπεῖν,
ὅτι οὐδείς εἶπεν, ὅτι οὐδείς ἐνουθέτησεν. Ὅταν οὖν μετά την παραίνεσιν ὁ αὐτός
ἐπιμένῃ, αὐτοκατάκριτος γίνεται».
Ἐδῶ
πρέπει νά συνοψίσωμε τίς πλάνες τῶν Ἀντι-οικουμενιστῶν μέ βάσι τήν διδασκαλία
τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.
Οἱ
Ἀντιοικουμενιστές πιστεύουν, ἀντιθέτως ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ διά τοῦ
Παύλου καί τήν ἑρμηνεία τοῦ χρυσορρήμονος ἁγίου, ὅτι ὁ αἱρετικός, καθίσταται
αἱρετικός, μετά τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἐνῶ πρίν ἀπό αὐτήν εἶναι κανονικός
ποιμένας καί Ἐπίσκοπος καί μάλιστα εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ. Ὅτι δέν εἶναι
αὐτοκατάκριτος λόγῳ τῆς ἐμμονῆς του στήν αἵρεσι καί στήν πλάνη καί τῆς
ἀμετανοησίας του, ἐνῶ τοῦ ἔγιναν οἱ ἀνάλογες νουθεσίες, ἀλλά εἶναι κατακριτέος,
δηλαδή ὑπόδικος σέ κάποια Ὀρθόδοξο Σύνοδο, ἡ ὁποία θά τόν καταδικάση καί τότε
θά καταστῆ αὐτοκατάκριτος. Δηλαδή τή λέξι «αὐτοκατάκριτος» τήν συνδέουν
μέ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου καί ὄχι μέ τήν ἀμετανοησία τοῦ αἱρετικοῦ!
Πιστεύουν,
ἐπί πλέον, ὅτι δέν σπέρνουν στίς πέτρες, οὔτε «πυκτεύουν εἰκῇ», δηλαδή
δέρνουν τόν ἀέρα, οὔτε ἀγωνίζονται ματαίως, σύμφωνα μέ τόν χρυσορρήμονα ἅγιο,
ὅταν προσπαθοῦν νά μεταστρέψουν τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, ὄχι μία καί δύο
φορές, σύμφωνα μέ τόν ἀπ. Παῦλο, ἀλλά διαρκῶς καί μονίμως καί μάλιστα τήν
στιγμή πού συμπορεύονται ἐκκλησιαστικῶς μέ αὐτούς, τούς ἀναγνωρίζουν καί τούς
μνημονεύουν εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ χαρτοπολέμου,
ὁ ὁποῖος γίνεται, κατά τήν ἄποψί μας, πρός ἀνάπαυσιν τῆς συνειδήσεώς των, ἄν
δέν ἔχη βεβαίως καί ἄλλες βαθύτερες προεκτάσεις.
Θά
ἀναφέρωμε ἐν συνεχείᾳ μία ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ χωρίου τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ὁ
ὁποῖος ὡς γνωστόν ἦτο προγενέστερος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Σέ
ἐπιστολή του πρός τόν Ἐπίσκοπο Θμούεως Σεραπίωνα ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἐνέτυχον
καί τῇ νῦν γραφείσῃ παρά τῆς σῆς εὐλαβείας ἐπιστολῇ, καὶ πάνυ θαυμάσας τήν
ἀναίδειαν τῶν αἱρετικῶν, συνεῖδον, ὡς οὐδέν οὕτως ἁρμόζει περί αὐτῶν εἰπεῖν ἤ
τό τοῦ Ἀποστόλου παράγγελμα· “Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν
νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς, ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος, και ἁμαρτάνει ὤν
αὐτοκατάκριτος”. ∆ιεστραμμένην γὰρ ἔχων τὴν διάνοιαν, οὐχ ἵν' ἀκούσας
πεισθῇ, οὐδ' ἵνα μαθὼν μεταγνῷ, πυνθάνεται, ἀλλ' ἕνεκά γε τῶν ἀπατηθέντων παρ'
αὐτοῦ, μὴ ἄρα σιωπήσας καταγνωσθῇ καὶ παρ' αὐτῶν» (ΒΕΠΕΣ 33, 133, 19).
Ἐδῶ
ὁ Μ. Ἀθανάσιος θεωρεῖ τόν αἱρετικό, εἰς τόν ὁποῖο ἔγιναν οἱ ἀπαραίτητες
νουθεσίες, ὅτι ἔχει διεστραμμένη τήν διάνοια καί δέν μεταπείθεται, ἀλλά διαρκῶς
ἀντιλέγει, ἐξ αἰτίας τῶν ὀπαδῶν του «ἕνεκα γε τῶν ἀπατηθέντων παρ’ αὐτοῦ»
καί μέ σκοπό «μή ἄρα σιωπῆσαι καταγνωσθῇ καί παρ’ αὐτῶν», δηλαδή
γίνεται φανερός ὡς πρός τήν πλάνη του καί τόν ἐγκαταλείπουν οἱ ὀπαδοί του. Ἐδῶ
φαίνεται ὅτι ἡ ἐμμονή στήν πλάνη καί οἱ ἀτελείωτες δικαιολογίες ἔχουν ὡς βασικό
κίνητρο τόν ἐγωϊσμό.
Τό
σημαντικό εἶναι εἰς τήν προκειμένη περίπτωσι, ὅτι στήν διδασκαλία αὐτή ὁ ἅγιος
ἀναφέρεται ὄχι στούς Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, ἀλλά
στούς Πνευματομάχους, οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν καταδικασθῆ ἀκόμη, ὅπως προκύπτει καί
ἀπό τόν τίτλο αὐτῆς: «Ἐπιστολή τοῦ αὐτοῦ (Ἀθανασίου) πρός τόν αὐτόν
Σεραπίωνα ὁμοίως περί τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Ἡ δέ συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς ἀπό
τό τμῆμα πού παρουσιάσαμε δείχνει κατάδηλα ὅτι ὁ ἅγιος ἀναφέρεται ἀποκλειστικά
καί μόνον στούς Πνευματομάχους: «Ἤρκει μέν τά προειρημένα∙ ἤρκει, τοσαύτας
ἀποδείξεις λαβόντας αὐτούς, παύσασθαι τῆς κατὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος δυσφημίας.
Ἀλλ' οὐκ ἠρκέσθησαν· πάλιν δὲ ἀναιδεύονται, ἵνα δείξωσιν, ὅτι λογομαχεῖν
μελετήσαντες, καὶ λοιπὸν Πνευματομαχοῦντες, ἔσονται μετ' ὀλίγον νεκροὶ τῇ
ἀλογίᾳ».
Ἐδῶ
λοιπόν φαίνεται καθαρά ὅτι οἱ Πατέρες δέν ἔθεσαν ὡς κριτήριο τήν ἀπόφασι τῆς
Συνόδου, προκειμένου νά χαρακτηρισθῆ κάποιος ὡς αἱρετικός, νά διακόψωμε τήν
μνημόνευσί του κ.λπ., ἀλλά ἔθεσαν ὡς κριτήριο τό ἐάν ἡ διδασκαλία του συμφωνῆ μέ
τήν Ἁγία Γραφή πρωτίστως καί κατά δεύτερο λόγο μέ τήν Ἀποστολική Παράδοσι καί
τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Ἄρα λοιπόν οἱ θεωρίες τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν περί
καταδίκης πρῶτα τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν ὑπό Συνόδου εἶναι θεωρίες τῆς Ν.
Ἐποχῆς καί ἀποσκοποῦν στόν ἐφησυχασμό καί στό βόλεμα.
Ὁ
ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής ἑρμηνεύοντας τό ἐν λόγῳ χωρίο τοῦ ἀπ. Παύλου, ἐξηγεῖ
πότε πρέπει νά νουθετοῦμε τούς πλανεμένους καί πότε νά τούς θεωροῦμε
αὐτοκατάκριτους. Στά σχόλια λοιπόν εἰς τάς ἐπιστολάς τοῦ ἁγ. Διονυσίου τοῦ
Ἀρεοπαγίτου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «"Διά βίου παντός": Τουτέστι μέχρι
τά τῆς παρούσης ἐνέστηκε ζωῆς. Σημειωτέον δέ ὅτι δεῖ τούς θεοφιλεῖς διά βίου
παντός νουθετεῖν τούς πεπλανημένους, καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἕλκειν.
Σημείωσαι οὖν αὐτό∙ τινές γάρ ἀμαθῶς τό ἐναντίον λέγουσι, κεχρημένοι τῷ
ἀποστολικῷ ρητῷ τῷ λέγοντι∙ “Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά πρώτην καί δευτέραν
νουθεσίαν παραιτοῦ”, μή νοοῦντες τῶν εἰρημένων τήν δύναμιν, ἐκ τῶν ἑπομένων
ρητῶν μάλιστα σαφηνιζομένην. Τότε γάρ εὔλογος ἡ μετά πρώτην καί δευτέραν
νουθεσίαν παραίτησις, ὅταν ὁ διδάσκων πρός τήν παραίτησιν ἔλθῃ, εἰδώς ὅτι
ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος, καί λανθάνει, ὤν αὐτοκατάκριτος. Δῆλον γάρ, ὡς ἐν τοῖς
ἱεροῖς διδασκάλοις ἀποκαλύπτεται καί ἡ τῶν προσιόντων κατάστασις. Ἕτεροι
δέ, τό “μετά πρώτην καί δευτέραν νουθεσίαν”, οὕτως ἐνόμισαν, ἀντί τοῦ, μετά τήν
ἐκ τῆς Παλαιᾶς καί Νέας Διαθήκης διδασκαλία» (Ε.Π.Ε.
Φιλοκαλία 15Δ, 450,12).
Ἐδῶ
ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής ἐξαρτᾶ τήν παραίτησι ἀπό κάθε νουθεσία ἀπό τήν
διαπίστωσι ὅτι ὁ νουθετούμενος δέν ἔχει καμμία διάθεσι νά διορθωθῆ καί δι’ αὐτό
εἶναι αὐτοκατάκριτος. Καί ἐδῶ λοιπόν τό «αὐτοκατάκριτος» ἔχει σχέσι μέ τήν
προαίρεσι τοῦ αἱρετικοῦ καί ὄχι μέ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου.
Ὁ
Θεοφύλακτος Βουλγαρίας στήν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου αὐτοῦ ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Πῶς
οὖν ἑτέρωθι φησί∙ Μήποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεός μετάνοιαν; Ἐκεῖ μέν περί τῶν ἐλπίδα
διορθώσεως ὑποφαινόντων∙ ἐνταῦθα δέ τόν ἀδιόρθωτον λέγει αἱρετικόν, τόν πάντα
διεστραμμένον, ὅς καί αὐτοκατάκριτός ἐστιν, τουτέστιν ἀναπολόγητος. Οὐ γάρ ἔχει
εἰπεῖν ὅτι Οὐδείς ἐνουθέτησέ με, οὐδείς ἐδίδαξεν. Ὅταν οὖν μετά τήν παραίνεσιν
τοῖς αὐτοῖς ἐπιμένῃ, αὐτοκατάκριτός ἐστιν» (P.G.
125, 169A).
Ὁ
ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τέλος, στήν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου τούτου ἀναφέρει τά
ἑξῆς: «Διατί ἐδῶ μὲν λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι νὰ ἀφίνωμεν μετὰ πρώτην καὶ
δευτέραν φορὰν τὸν αἱρετικὸν ἄνθρωπον καὶ νὰ μὴ τοῦ ὁμιλοῦμεν πλέον, πρὸς δὲ
τὸν Τιμόθεον λέγει νὰ παιδεύῃ μὲ πραότητα τοὺς ἐναντίους, μήπως ἤθελε δώσῃ ὁ
Θεὸς εἰς αὐτοὺς μετάνοιαν;... (Β΄
Τιμοθ. Β΄ 25)·καὶ ἀποκρινόμεθα, ὅτι ἐκεῖ μὲν λέγει ὁ
Ἀπόστολος διὰ ἐκείνους, ὁποῦ δείχνουν ἐλπίδα διορθώσεως· ἐδῶ δὲ λέγει διὰ τὸν
ἀδιόρθωτον καὶ ἀνιάτρευτον αἱρετικόν, τὸν ὄντα κατὰ πάντα ἐξεστραμμένον, ὅστις
εἶναι καὶ αὐτοκατάκριτος, ἤτοι ἀναπολόγητος· ἐπειδὴ καὶ δὲν ἔχει νὰ εἰπῇ, ὅτι
δὲν μὲ ἐνουθέτησε τινάς, οὔτε κανένας μὲ ἐδίδαξε διὰ νὰ μάθω τὴν ἀλήθειαν,
διατὶ καὶ νουθετηθεὶς καὶ διδαχθεὶς ἅπαξ καὶ δὶς ἔμεινεν εἰς τὴν πλάνην του.
Ὅταν λοιπὸν ὁ τοιοῦτος μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν καὶ διδαχὴν ἐπιμένῃ εἰς
τὴν πλάνην του, τότε εἶναι αὐτοκατάκριτος καὶ ἀναπολόγητος, καὶ διὰ τοῦτο
πρέπει νὰ ἀπέχουν οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ αὐτόν» (Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ Ἐπιστολάς Ἀπ. Παύλου, τόμος 3ος,
σελ. 416).
Ἀξιοσημείωτο
εἶναι τό γεγονός, ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει ὅτι, ἀπό τόν ἀμετανόητο στήν
πλάνη του αἱρετικό, πρέπει νά ἀπομακρύνωνται οἱ Χριστιανοί καί ὄχι φυσικά νά
περιμένουν τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, σύμφωνα μέ τίς νεόκοπες θεωρίες τῶν
Ἀντιοικουμενιστῶν. Εἶναι ὡς ἐκ τούτου γεγονός ὅτι, ἀναμένοντας τήν ἀπόφασι τῆς
Συνόδου, ἀκυρώνουμε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί κατά συνέπεια, ὅπως εἶναι φυσικό,
τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί ὡς ἐκ τούτου δρέπουμε τούς καρπούς τῆς συνυπάρξεως
καί συνοδοιπορίας μέ τούς αἱρετικούς, βασικώτεροι τῶν ὁποίων εἶναι ὁ ἐθισμός
στήν αἵρεσι καί ἡ ἄμβλυνσις τοῦ κριτηρίου τῆς πίστεως.