Γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν ἀκούσει τίποτε περὶ Γενοκτονίας
Ἐπιμέλεια κειμένου: Φώτης Μιχαὴλ
Ἡ ἀφήγηση ἑνὸς Ἕλληνα αἰχμαλώτου
τῶν Τούρκων -στὰ περιβόητα "τάγματα ἐργασίας"- γιὰ τὴν τύχη 40 χιλιάδων Ἑλλήνων
ἀπὸ τὴν Σμύρνη καὶ τὴν Μαγνησία, θυμάτων τοῦ αἱμοσταγοῦς Μουσταφᾶ Κεμάλ, εἶναι ἀποκαλυπτικὴ
καὶ συνάμα ἀποστομωτικὴ γιὰ κάθε νεοφανῆ ἀμφισβητία καὶ ἀρνητὴ τῆς Γενοκτονίας.
Τὴν διασώζει ὁ Ἠλίας Βενέζης στὸ βιβλίο του «Τὸ νούμερο 31328. Τὸ βιβλίο τῆς
σκλαβιᾶς», ὁ ὁποῖος καὶ γράφει:
«Ἕνα πρωὶ μᾶς παίρνουν καμιὰ ἑξηνταριὰ
σκλάβους γιὰ μικρὴ ἀγγαρειά. Εἶναι λίγο ὄξω ἀπ' τὴ Μαγνησά. Δίπλα στὶς ράγες τοῦ
σιδηρόδρομου τελειώνει μία μεγάλη χαράδρα, ἀνάμεσα στὸ Σίπυλο. Τὴ λὲν «Κηρτὶκ-ντερέ».
Μὲς σ' αὐτὴν τὴ χαράδρα λογαριάζαν πὼς θὰ σκοτωθῆκαν ἴσαμε σαράντα χιλιάδες
χριστιανοὶ ἀπ' τὴ Σμύρνη καὶ τὴ Μαγνησά, ἀρσενικοὶ καὶ θηλυκοί. Τὶς πρῶτες
μέρες τῆς καταστροφῆς.
Τὰ κορμιὰ λιώσανε τὸ χειμώνα καὶ
τὸ νερὸ τῆς χαράδρας, ποὺ κατέβαινε ἀπὸ ψηλά, ἔσπρωξε τὰ κουφάρια πρὸς τὰ
κάτω... Λοιπὸν ἡ δουλειὰ ὅλη τὴ μέρα ἦταν νὰ σπρώξουμε τὰ κουφάρια, ποὺ ἀτάχτησαν,
πρὸς τὰ μέσα. Νὰ μὴ φαίνουνται.
Στὴν ἀρχὴ μᾶς ἔκανε κακὸ νὰ τὰ
πιάνουμε μὲ τὰ χέρια μας, ἀγκαλιὲς ἀγκαλιές, καὶ νὰ τὰ κουβαλοῦμε. Μὰ σὲ λίγες ὧρες
οἱ πρῶτες ἐντυπώσεις εἶχαν περάσει. Οἱ σκλάβοι κάναν καὶ ἀστεία... Σὲ κάμποσα
καλάμια χεριῶν, βρίσκαμε διατηρημένο ἕνα ψιλὸ...
σύρμα. Ὁ χριστιανὸς θὰ 'ταν
δεμένος μὲ κάποιον ἄλλο -μά, μὲ τὸ κατρακύλισμα στὴ χαράδρα, αὐτὸς ὁ σύντροφος
σκελετὸς εἶχε ξεκόψει. Ἕνας ἀπὸ μᾶς στάθηκε τυχερός. Βρῆκε τέσσερα κόκαλα χεριῶν
δεμένα μαζὶ μαζί. Ἔτσι μαζὶ μαζὶ τὰ σήκωσε καὶ τὰ κουβάλησε παραμέσα.
Μεσημέρι. Βαρεμένοι ἀπ' αὐτὸ τὸ
πάνε-ἔλα. Περπατοῦμε ἀργά, ναρκωμένοι ἀπὸ τὸν φρέσκο ἥλιο. Κ' οἱ κουβέντες, τ' ἄγαρμπα
ἀστεία ἔχουν σταματήσει. Κανένας δὲ βγάζει μιλιά. Μοναχὰ ὅταν ἕνας βρῆκε ἕνα
μικρὸ κρανίο τὸ ἔδειξε στοὺς ἀλλουνούς.
- Γιὰ δέστε, εἶπε. Ἦταν παιδάκι.
- Ἀλλάχ!... Ἀλλάχ!...
μουρμουρίζει ταραγμένος ὁ μαφαζᾶς.
Καθίσαμε νὰ φᾶμε ψωμί. Κανεὶς δὲν
ἔχει ὄρεξη. Ἕνας λέει:
- Πόσω χρονῶ νὰ 'ταν;
- Γιὰ τὸ παιδάκι λές;
- Ναί.
- Τί θὰ 'ταν; Κάνα-δύο χρονῶ....
Σὰν πέσαμε στὸ δρόμο νὰ γυρίσουμε
στὸ στρατόπεδο, ὁ νοῦς μας δὲν μποροῦσε νὰ φύγη ἀπ' τὸν τόπο ποὺ ἀφήσαμε. Ἡ
χαράδρα μὲ τοὺς σκελετοὺς βάραινε κυριαρχικά. Κάτι κουνιόταν, μᾶς παρακολουθοῦσε
βῆμα μὲ βῆμα.
Σὲ μία πηγὴ σταθήκαμε. Πλύναμε τὰ
χέρια μας, τὰ πρόσωπά μας. Σὰ ν' ἀλαφρώσαμε.
- Τί θὰ γίνουν τόσα κόκαλα; Ἀναρωτιέται
μία στιγμὴ ἕνας.
Ὁ Μίλτος τὸν κοιτάζει ἤρεμα.
- Δὲν ξέρεις τί γίνεται μὲ τὰ
κόκαλα;
- Ὄχι.
- Κοπριά, σύντροφε.
- Τί ἔκανε, λέει;
- Κοπριά, σύντροφε. Θὰ δεῖς μία
μέρα ποὺ θὰ μοσκοπουληθοῦν. Θὰ δής...
Ἦταν ταξιδεμένος ὁ Μίλτος. Ἤξερε».
Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1924
φορτώθηκαν, ἀπὸ τὰ Μουδανιὰ τῆς Προποντίδας, πάνω στὸ βρετανικὸ πλοῖο "Ζαν
Μ." τετρακόσιοι τόνοι ἀπὸ ὀστᾶ Ἑλλήνων, θυμάτων τῆς κεμαλικῆς θηριωδίας, μὲ
προορισμὸ τὴν Μασσαλία. Εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους μας, τί ἀκριβῶς παρήγαγε τότε ἡ
Μασσαλία. Σαπούνι καὶ λιπάσματα.
Τὸ πλοῖο «Ζᾶν Μ.» ἔφτασε στὸ
λιμάνι τῆς Θεσσαλονίκης στὶς 13 Δεκεμβρίου τοῦ 1924 (Ἐφημερίδα Μακεδονία).
Ὁ Χρ. Ἀγγελομάτης στὸ βιβλίο του
«Χρονικὸν Μεγάλης Τραγωδίας» ἀναφέρει, ὅτι οἱ ἐργάτες στὸ λιμάνι τῆς
Θεσσαλονίκης, σὰν ἔμαθαν γιὰ τὴν μοναδικὴ ἱερότητα τοῦ φορτίου, ἀντέδρασαν. Δυστυχῶς, ὅμως, οἱ ἀρχὲς –ὕστερα ἀπὸ
βρετανικὴ παρέμβαση- τοὺς ἀπομάκρυναν καὶ τοὺς ἐμπόδισαν στὴν προσπάθειά τους νὰ
προστατέψουν τὸ πανίερο φορτίο.
Γράφει, ὅτι σὲ ἀθηναϊκὲς ἐφημερίδες
ἡ εἴδηση δημοσιεύθηκε ὡς ἑξῆς: «Τὸ προσεγγίσαν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην ἀγγλικὸν
πλοῖον "Ζᾶν" μετέφερε τετρακοσίους τόνους ὀστῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὰ
Μουδανιά. Οἱ ἐργᾶται τοῦ λιμένος Θεσσαλονίκης, πληροφορηθέντες τὸ γεγονός, ἠμπόδισαν
τὸ πλοῖον νὰ ἀποπλεύση. Ἐπενέβη ὅμως ὁ Ἀγγλος πρόξενος καὶ ἐπετράπη ὁ ἀπόπλους».
ΠΗΓΕΣ:
https://kars1918.wordpress.com/2013/09/17/kemalist-french-british-merchants/
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=385632