ΑΦΟΥ ΤΟΥΣ ΒΑΡΑΒΒΑΔΕΣ
ΔΙΑΛΕΓΟΥΜΕ, ΑΥΤΟΙ ΘΑ ΜΑΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΟΥΝ!
Aπόσπασμα
από το βιβλίο του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ» (Νο2) , εκδοση Γ΄ επηυξημένη, 2015
«ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ» (Νο2) , εκδοση Γ΄ επηυξημένη, 2015
Τὸ πιὸ
σπουδαῖο προσὸν τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ἡ ἐλευθερία. Ἀφοῦ δὲν θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ τὸν
κυβερνᾷ ὁ Χριστός, θὰ τὸν κυβερνήσῃ ὁ ἀντίχριστος. Εἶνε μυστήριο πρᾶγμα· δὲν
θέλει ἡ ἀνθρωπότης τὸν Σωτῆρα της, τὸ Χριστό, θέλει τὸ Βαραββᾶ.
Ἐκείνη ἡ Μεγάλη Παρασκευὴ εἶνε ἕνα δρᾶμα συγκλονιστικό. Ὁ καημένος ὁ Πιλᾶτος, ποὺ κρατοῦσε τὸ ῥωμαϊκὸ δίκαιο, «Ἔ», σοῦ λέει, «ποῦ πᾶνε αὐτοί; Τοὺς ἔθρεψε, τοὺς πότισε, τοὺς θεράπευσε, τοὺς ἀνέστησε καὶ νεκρούς. Τέλος πάντων, τόσο σκληροὶ θὰ μείνουν ἀπέναντί του· θὰ τὸν λυπηθοῦν». Γι᾿ αὐτὸ τοὺς παρουσίασε ἕναν κακοῦργο, τὸ Βαραββᾶ, ποὺ τὰ χέρια του ἦταν βουτηγμένα μέσα στὸ αἷμα, καὶ τοὺς εἶπε· ―Ἔχω τὸ Χριστό, ἔχω καὶ τὸ Βαραββᾶ. Ποιόν ἀπὸ τοὺς δύο προτιμᾶτε; ποιόν νὰ ἐλευθερώσω; Φώναξαν ὅλοι· ―Τὸ Βαραββᾶ… Κ᾿ ἐμεῖς τὸ ἴδιο ζητᾶμε. Θέλουμε οἱ Βαραββᾶδες νὰ μᾶς κυβερνήσουν. Κι ἀφοῦ τοὺς Βαραββᾶδες διαλέγουμε, αὐτοί θὰ μᾶς κυβερνοῦν.
Ἔχω πολλὰ σχετικὰ παραδείγματα νὰ σᾶς παρουσιάσω. Τέτοιος εἶνε ὁ κόσμος.
Ὅταν πρὶν ἀπὸ τριάντα χρόνια περιώδευα τὴν ἐπαρχία τῶν Γρεβενῶν, ἔφτασα σ᾿ ἕνα χωριό.
Τότε ἤμουν ἱεροκήρυκας. Δὲν εἶχα οὔτε αὐτοκίνητο γιὰ νὰ μὲ κατηγοροῦν (μολονότι τὸ αὐτοκίνητο τὸ ἔχω δωρεὰν καὶ δὲν ξοδεύει πολλὰ καύσιμα, γιατὶ εἶνε μὲ πετρέλαιο· δὲν ἔδωσα δραχμὴ γιὰ ν᾿ ἀγοράσω αὐτοκίνητο). Τότε εἶχα τὸ ὑπ᾿ ἀριθμὸν ἕνα αὐτοκίνητο· περπατοῦσα χιλιόμετρα μὲ τὰ πόδια.
Πάω λοιπὸν σ᾿ ἕνα χωριό, χτυπῶ τὴν καμπάνα, καὶ δὲν ἔρχεται κανένας. Ξέρανε, ὅτι πῆγα νὰ τοὺς κηρύξω τὸ εὐαγγέλιο καὶ νὰ τοὺς μιλήσω γιὰ τὸ Χριστό. Τὸ βράδι κοιμήθηκα στὸ καμπαναριό…
Σὲ λίγο ἔρχεται στὰ πράγματα ἕνας «Βαραββᾶς»· ἦταν τοῦ κόμματος. Εἶπα μέσα μου· «Ἀφοῦ δὲ᾿ θέλετε τὸ Χριστό, ἀπὸ δαύτους θὰ κυβερνηθῆτε». Μετὰ ἀναστέναζαν· παρέλαβε αὐτὸς τὴν ἐξουσία στὸ χωριό, κι ἄρχισε τὸ ξύλο καὶ τὴν τυραννία.
Τοὺς εἶδα μετὰ στὰ Γρεβενά, σ᾿ ἐλεεινὴ κατάστασι. Μπῆκαν σὲ κάτι παράγκες. Πῆγα, τοὺς βρῆκα· τοὺς κατάλαβα. «Δὲν εἶστε», τοὺς λέω, «ἀπὸ τὸ τάδε χωριό;». «Ἄ», λένε, «παππούλη, ἐμεῖς, ὅταν ἦρθες, πήγαμε νὰ βροῦμε αὐτόν, γιατὶ ἐλπίζαμε ὅτι αὐτὸς θὰ μᾶς σώσῃ καὶ θὰ μᾶς βοηθήσῃ…». Ἔτσι λοιπὸν σκότος καὶ Βαραββᾶν ἐκλέγει ἡ ἀνθρωπότης. Δὲ᾿ θέλω νὰ ἐπεκταθῶ περισσότερο.
Ἐκείνη ἡ Μεγάλη Παρασκευὴ εἶνε ἕνα δρᾶμα συγκλονιστικό. Ὁ καημένος ὁ Πιλᾶτος, ποὺ κρατοῦσε τὸ ῥωμαϊκὸ δίκαιο, «Ἔ», σοῦ λέει, «ποῦ πᾶνε αὐτοί; Τοὺς ἔθρεψε, τοὺς πότισε, τοὺς θεράπευσε, τοὺς ἀνέστησε καὶ νεκρούς. Τέλος πάντων, τόσο σκληροὶ θὰ μείνουν ἀπέναντί του· θὰ τὸν λυπηθοῦν». Γι᾿ αὐτὸ τοὺς παρουσίασε ἕναν κακοῦργο, τὸ Βαραββᾶ, ποὺ τὰ χέρια του ἦταν βουτηγμένα μέσα στὸ αἷμα, καὶ τοὺς εἶπε· ―Ἔχω τὸ Χριστό, ἔχω καὶ τὸ Βαραββᾶ. Ποιόν ἀπὸ τοὺς δύο προτιμᾶτε; ποιόν νὰ ἐλευθερώσω; Φώναξαν ὅλοι· ―Τὸ Βαραββᾶ… Κ᾿ ἐμεῖς τὸ ἴδιο ζητᾶμε. Θέλουμε οἱ Βαραββᾶδες νὰ μᾶς κυβερνήσουν. Κι ἀφοῦ τοὺς Βαραββᾶδες διαλέγουμε, αὐτοί θὰ μᾶς κυβερνοῦν.
Ἔχω πολλὰ σχετικὰ παραδείγματα νὰ σᾶς παρουσιάσω. Τέτοιος εἶνε ὁ κόσμος.
Ὅταν πρὶν ἀπὸ τριάντα χρόνια περιώδευα τὴν ἐπαρχία τῶν Γρεβενῶν, ἔφτασα σ᾿ ἕνα χωριό.
Τότε ἤμουν ἱεροκήρυκας. Δὲν εἶχα οὔτε αὐτοκίνητο γιὰ νὰ μὲ κατηγοροῦν (μολονότι τὸ αὐτοκίνητο τὸ ἔχω δωρεὰν καὶ δὲν ξοδεύει πολλὰ καύσιμα, γιατὶ εἶνε μὲ πετρέλαιο· δὲν ἔδωσα δραχμὴ γιὰ ν᾿ ἀγοράσω αὐτοκίνητο). Τότε εἶχα τὸ ὑπ᾿ ἀριθμὸν ἕνα αὐτοκίνητο· περπατοῦσα χιλιόμετρα μὲ τὰ πόδια.
Πάω λοιπὸν σ᾿ ἕνα χωριό, χτυπῶ τὴν καμπάνα, καὶ δὲν ἔρχεται κανένας. Ξέρανε, ὅτι πῆγα νὰ τοὺς κηρύξω τὸ εὐαγγέλιο καὶ νὰ τοὺς μιλήσω γιὰ τὸ Χριστό. Τὸ βράδι κοιμήθηκα στὸ καμπαναριό…
Σὲ λίγο ἔρχεται στὰ πράγματα ἕνας «Βαραββᾶς»· ἦταν τοῦ κόμματος. Εἶπα μέσα μου· «Ἀφοῦ δὲ᾿ θέλετε τὸ Χριστό, ἀπὸ δαύτους θὰ κυβερνηθῆτε». Μετὰ ἀναστέναζαν· παρέλαβε αὐτὸς τὴν ἐξουσία στὸ χωριό, κι ἄρχισε τὸ ξύλο καὶ τὴν τυραννία.
Τοὺς εἶδα μετὰ στὰ Γρεβενά, σ᾿ ἐλεεινὴ κατάστασι. Μπῆκαν σὲ κάτι παράγκες. Πῆγα, τοὺς βρῆκα· τοὺς κατάλαβα. «Δὲν εἶστε», τοὺς λέω, «ἀπὸ τὸ τάδε χωριό;». «Ἄ», λένε, «παππούλη, ἐμεῖς, ὅταν ἦρθες, πήγαμε νὰ βροῦμε αὐτόν, γιατὶ ἐλπίζαμε ὅτι αὐτὸς θὰ μᾶς σώσῃ καὶ θὰ μᾶς βοηθήσῃ…». Ἔτσι λοιπὸν σκότος καὶ Βαραββᾶν ἐκλέγει ἡ ἀνθρωπότης. Δὲ᾿ θέλω νὰ ἐπεκταθῶ περισσότερο.
Καὶ πάλι ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, ἂν παρουσιαστῇ ἕνας πραγματικὰ πιστὸς Χριστιανός ―τώρα δὲν ὑπάρχει, σᾶς τὸ λέω καθαρά, γιατὶ εἴμαστε ἄξιοι τιμωρίας―, ἂν βρισκόταν ἕνας, καὶ ἔλεγε· «Ἕλληνες, δὲ᾿ θὰ κυβερνήσουμε τὴν Ἑλλάδα μὲ τὸ ἄλφα ἢ βῆτα ἢ γάμμα κόμμα, ἀλλὰ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, (μὲ τοῦτο ποὺ κρατῶ, ποὺ εἶνε σοφία. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο. Ὅλα τ᾿ ἄλλα εἶνε βλακεῖες, ἀνοησίες καὶ κουταμάρες)· τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἡ σοφία καὶ μ᾿ αὐτὸ θὰ κυβερνήσουμε τὴν Ἑλλάδα», πέστε μου, θὰ τὸν ψήφιζαν οἱ Χριστιανοί; Ἐμένα, λοιπόν, νὰ μοῦ τρυπήσετε τὴ μύτη, ἂν ἡ παράταξί του θὰ ἔπαιρνε ἕνα βουλευτὴ στὴν Ἑλλάδα. Τὸ Βαραββᾶ θὰ ἐκλέξουν, διότι εἶνε κουμπάρος τους, διότι τοὺς εὐνοεῖ…, πολλὰ ἄλλα διότι.
Δὲ᾿ θέλεις, λαέ, Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον; Ἔ, ἄφησε τότε νὰ ἐκλέγωνται οἱ Βαραββᾶδες σου καὶ νὰ σὲ κυβερνοῦν οἱ ἀντίχριστοι.
Δὲ᾿ θέλω νὰ ἐπεκταθῶ περισσότερο, γιατὶ θὰ νομίσετε ὅτι πολιτικολογῶ. Δὲν ἀνήκω σὲ κανένα κόμμα. Τοὺς ξέρω ὅλους, ἐπὶ τόσα χρόνια. Ξέρω ποιός εἶνε ὁ ἕνας καὶ ποιός εἶνε ὁ ἄλλος. Ποιός ἀπ᾿ αὐτοὺς πατάει στὴν ἐκκλησία; ποιός ἐξομολογεῖται; ποιός κοινωνεῖ; Ὁ ἕνας τραβάει ἀπὸ ᾿δῶ κι ὁ ἄλλος ἀπὸ ᾿κεῖ.
Τὸ Εὐαγγέλιο μόνο λύνει τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα. Ἡ λύσι τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος εἶνε πάρα πολὺ εὔκολη. Καὶ εἶνε εὔκολη ὄχι μὲ τὸν ἀντίχριστο, ἀλλὰ μὲ τὸ Χριστό.
Πρέπει νὰ γίνῃ στὴν Ἑλλάδα μιὰ κίνησι χριστιανική. Ἀλλὰ ποῦ εἶνε οἱ Χριστιανοί; Εἶνε σπάνιοι οἱ Χριστιανοί, ὅπως σπάνιοι εἶνε καὶ οἱ ἀστροναῦται. Ἀλλ᾿ ὅ,τι καὶ ἂν γίνῃ, τὸ Εὐαγγέλιο θὰ νικήσῃ. Αὐτὸ τὸ τρομερὸ βιβλίο, τὸ ὁποῖο ἐσεῖς δὲν τὸ διαβάζετε.
Τὸ «Αὐτὸ εἶνε δικό μου, κι αὐτὸ εἶνε δικό σου» κατέστρεψε τὴν ἀνθρωπότητα. Ἔχω ἕνα συρτάρι μὲ διαζύγια καὶ τὰ ἐξετάζω· γιατὶ ἡ οἰκογένεια, αὐτή εἶνε ἡ πρώτη κοινωνία, τὸ πρῶτο βασίλειο στὸν κόσμο. Ἔχουν τὰ ἀντρόγυνα ἢ δημοκρατία ἢ δικτατορία. Ἕνας μοῦ παρουσιαζόταν σὰν ἀρχιδημοκράτης. Καὶ τοῦ λέω· «Ρώτησα τὴ γυναῖκα σου καὶ ἔμαθα, ὅτι στὸ σπίτι σου δὲν ἔχεις δημοκρατία ἀλλὰ δικτατορία. Εἶσαι Παπαδόπουλος μὲ βούρδουλα. Ἔχεις σακατέψει τὴ γυναῖκα σου».
Ὅταν πάλι στὸ σπίτι ἀρχίσῃ ἡ γυναίκα νὰ λέῃ, «Αὐτὸ εἶνε δικό μου, κι αὐτὸ δικό σου», πάει, δὲν ὑπάρχει οἰκογένεια. Παντρεύτηκες; Θὰ τὰ ἔχῃς ὅλα τὰ πράγματα κοινά.
Τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια, ποὺ τὰ εἶχαν ὅλα κοινά, ἡ λύσι τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος ἦταν τὸ εὐκολώτερο πρᾶγμα. Ἰσότης, δικαιοσύνη, καὶ δουλειά. Δὲν πεινοῦσε κανένας. Τώρα ποιός τὸ δέχεται αὐτό;