Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

OI AΓΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΜΕΣΟ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΙ (ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙ) ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ ΚΑΙ ΠΟΙΜΕΝΑΣ




Τοῦ Ἱερομονάχου π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ

Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ
Ὁ λόγος ὁ ὁποῖος μᾶς ἀνάγκασε νά προβοῦμε εἰς αὐτήν τήν μικράν ἐργασία καί μελέτη εἶναι ἀφ’ ἑνός μέν ἡ ἀμφισβήτησις ἐκ μέρους κάποιων ἀδελφῶν, κυρίως Ἀντιοικουμενιστῶν, τῆς ἐπιτακτικῆς ἀπολύτου καί ὑποχρεωτικῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, περί ἀμέσου ἀπομακρύνσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους και ποιμένας, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ κατηγορία καί μομφή τήν ὁποία μᾶς ἀπηύθυναν, ὅτι δῆθεν παρερμηνεύουμε τίς Γραφές καί, ὡς ἐκ τούτου, ἐξάγουμε τά συμπεράσματα τά ὁποῖα μᾶς ἐξυπηρετοῦν, προκειμένου νά στηρίξωμε τό ὑποχρεωτικό τοῦ ΙΕ΄ Ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Ἱερᾶς Συνόδου.
Παρουσιάζοντας λοιπόν  αὐτήν τήν μικράν ἐργασία στούς ἀδελφούς, προσεπιδηλοῦμε ὅτι, ἡ ἐντολή αὐτή τῆς ἀποτειχίσεως, εἶναι ἡ πλέον σαφής καί ἀδιαμφισβήτητη μέσα στήν Ἁγία Γραφή καί, κατά τήν γνώμη μας, αὐτή ἡ ἐντολή εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία μέ διαφόρους τρόπους ἔχει καταγραφεῖ  περισσότερες φορές ἀπό τίς ἄλλες ἐντολές, σέ σημεῖο, θά λέγαμε, νά τήν συναντᾶς, μελετώντας τήν Ἁγία Γραφή, συνεχῶς μπροστά σου.
Παρ’ ὅλα αὐτά αὐτήν τήν ἐντολή, ἡ ὁποία εἶναι ἴσως ἡ μόνη ἡ ὁποία, ὄχι μόνο προστατεύει τούς Ὀρθοδόξους ἀπό τήν πλάνη, ἀλλά προστατεύει καί τήν ἀλήθεια, καί τήν Ἁγία Γραφή, καί ὅλη τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι ἀπό τή νοθεία καί τήν ἐκκοσμίκευσι, αὐτήν τήν ἐντολή σήμερα τήν ἀμφισβητοῦν κάποιοι, τήν περιορίζουν ὡς θεσπισθεῖσαν ἀπὸ μόνο ἕναν Ἱερό Κανόνα μιᾶς τοπικῆς Συνόδου, τόν ὁποῖο γιά εὐνοήτους λόγους τόν ἐβάπτισαν δυνητικό, τήν ἐντολή αὐτή τοῦ Θεοῦ τήν ὑπέταξαν στίς ἀρχές τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς Ν. Ἐποχῆς μέ τό νά θεωρήσουν ὅτι ἡ ἐφαρμογή της προκαλεῖ σχίσμα, ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία (κατ’ οὐσία τήν οἰκουμενιστική και συνεπῶς αἱρετική) κ.λπ.
Τήν ἐντολή αὐτή τήν ἔφεραν στά μέτρα των, τήν ἀπομόνωσαν ἀπό τήν ὑπόλοιπη Ἁγία Γραφή καί φυσικά ἀπό τό πνεῦμα της· διδάσκουν ὅτι χρειαζόμαστε Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι πρέπει πρῶτοι νά τήν ἐφαρμόσουν καί μετέπειτα, αὐτοί θά τούς ἀκολουθήσουν· διδάσκουν ὅτι χρειάζονται  Συνοδικές ἀποφάσεις περί καταδίκης τῆς αἱρέσεως γιά νά τήν ἐφαρμόσουν· διδάσκουν ὅτι οἱ σύγχρονοι γέροντες δέν τήν ἐφάρμοσαν καί ἄρα καλύπτονται πίσω ἀπό αὐτό τό λάθος των, καί τελικῶς, μέ ὅλες αὐτές τίς διδασκαλίες των, τά τεχνάσματα καί τίς ἐφευρέσεις των,  κατήργησαν αὐτήν τήν σωτήρια ἐντολή, ἡ ὁποία ὡς μόνιμη ἐπωδός εὑρίσκεται διάχυτη σέ ὅλη τήν Ἁγία Γραφή πρός προστασία μας, θά λέγαμε καί ὡς φύλαξ ἄγγελος τῆς Ἐκκλησίας.

Διά τῆς καινοτόμου αὐτῆς διδασκαλίας λοιπόν, ἤδη δρέπομε τούς καρπούς τῆς δειλίας μας καί τῆς ὀλιγωρίας μας, βλέπομε πλέον τήν ραγδαία καί μέ γεωμετρική πρόοδο αὔξησι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι παραμένουν ἁπλοί παρατηρητές τῶν γεγονότων καί ἐξελίξεων.
Οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές Ἀρχιεπίσκοποι, Πατριάρχες καί Ἐπίσκοποι ρυθμίζουν καί κατευθύνουν πλέον τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Ὀρθόδοξοι ἀκολουθοῦν, ἄλλοι μετά χαρᾶς και ἀδιαφορίας (οἱ χλιαροί καί ἀδιάφοροι), ἄλλοι μετά διαμαρτυριῶν, διακηρύξεων καί χαρτοπολέμου (οἱ συνειδητοί καί προβληματισμένοι)· πάντως ὅλοι εἶναι στόν χορό τῆς αἱρέσεως καί ὁ καθένας κινεῖται σ’ αὐτόν τόν χορό ἀναλόγως τῆς γνώσεως καί τῆς προαιρέσεως του.
Ἕνας ἐπί πλέον λόγος, διά τόν ὁποῖο ἔγινε αὐτή ἡ μικρή ἐργασία καί μελέτη, εἶναι καί τό ὅτι πάλι καί πολλάκις ἐζητήσαμε ἀπό τούς Ἀντιοικουμενιστές νά κατοχυρώσουν ἁγιογραφικῶς τίς θεωρίες των καί τήν στάσι των ἀπέναντι στήν αἵρεσι καί αὐτοί, γνωρίζοντας προφανῶς ὅτι εἶναι ἀκατοχύρωτη καί κατά τό δή λεγόμενο στόν ἀέρα, ἀπέφυγαν νά ἀπαντήσουν, ἤ, ὅταν ἀπαντοῦσαν, ἔλεγαν ἄλλα ἀντί ἄλλων.
Ἡ παρουσίασις τῶν ἁγιογραφικῶν ἐντολῶν, οἱ ὁποῖες ἐντέλλονται τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες καί Ἐπισκόπους, ἀποδεικνύει τήν πλήρη ἁρμονία καί ταύτισι τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων.  Ἀποδεικνύει δέ ἐπί πλέον ὅτι ὅλοι οἱ Ἱεροί Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν γιά τούς αἱρετικούς καί γιά τήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ αὐτούς, ἀναφέρονται στούς ἔχοντας αἱρετικά φρονήματα γενικῶς  (εἴτε δηλαδή καταδικασμένοι ὑπό Συνόδου, εἴτε ὄχι) καί ὄχι, ὅπως μέ πονηρία καί ἀπάτη διδάσκουν οἱ Ἀντοικουμενιστές, ὅτι οἱ Ἱεροί Κανόνες ἀναφέρονται στούς καταδικασμένους ὑπό Συνόδου αἱρετικούς καί ἄρα ὅτι, οἱ μή καταδικασμένοι, δέν ὑπάγονται στίς διατάξεις καί στά ἐπιτίμια τῶν Κανόνων. Αὐτή ἡ ἑρμηνεία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν εἶναι σκόπιμη, ὕπουλη καί ἐφησυχαστική καί, φυσικά, ἔρχεται σέ ἀντίθεσι μέ ὅλη τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Τά ἁγιογραφικά χωρία τά ὁποῖα παραθέτομε κατωτέρω δέν εἶναι τά μοναδικά, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν γιά τήν ἄμεσο ἀποτείχισι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀλλά ἐκρίναμε ὅτι εἶναι τά σημαντικώτερα, διότι ὅπως ἐπαναλάβαμε, παντοῦ ἡ Ἁγία Γραφή ὁμιλεῖ γιά τήν ἀποτείχισι, διότι τελικῶς αὐτή ἀποτελεῖ τήν προστασία της καί τήν προστασία τῶν πιστῶν καί γιά τόν πρόσθετο λόγο ὅτι εἶναι ἡ φύσις τῆς ἀληθείας τέτοια, ὥστε νά μήν δέχεται οἱαδήποτε ἐπιμιξία καί ἀλληλοπεριχώρησι μέ τήν πλάνη καί τήν αἵρεσι.

πως εἴχαμε προαναγγείλει, προκειμένου να κατοχυρωθοῦν οἱ ἔχοντες ἀγαθή προαίρεσι διά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως πορεία τῶν Ὀρθοδόξων, δημοσιεύομε τά ἁγιογραφικά χωρία, τά ὁποῖα διακελεύουν ἤ ὑπαινίσσονται τήν ἄμεσο ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, προσθέτοντας καί ὁρισμένα σχόλια, τά ὁποῖα βοηθοῦν εἰς τήν κατανόησι τῶν ἁγιογραφικῶν κειμένων, τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό τούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἑρμήνευσαν καί κατενόησαν τήν Ἁγία Γραφή. Θά ἀκολουθήση δέ καί ἡ παράθεσις ἐπί τοῦ ἰδίου θέματος τῶν Ἱερῶν Κανόνων καθώς καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἴσως ὑπάρχουν καί ἄλλα κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού ὁμιλοῦν δι’ αὐτήν τήν ὑπόθεσι, τά ὁποῖα διέφυγον τῆς προσοχῆς μας, ἀλλά καί αὐτά πού παρουσιάζομε νομίζομε ὅτι εἶναι ἀρκετά πρός κατοχύρωσι ἑκάστου.
Ἡ παρουσίασις αὐτή τῶν κειμένων χρειάζεται ἴσως σήμερα πού κατά κοινῇ ὁμολογίᾳ διερχόμεθα τούς ἐσχάτους καιρούς, σέ παλαιότερες, ὅμως, ἐποχές οἱ Ὀρθόδοξοι εἶχαν κατά κανόνα τό χάρισμα καί τήν ἐμπειρία τῆς πίστεως καί ἐγνώριζαν ἀπό ποιούς ποιμένες ἔπρεπε νά ἀπομακρυνθοῦν καί ποιούς νά ἐμπιστεύωνται.  Ἡ σύγχυσις δέ αὐτή ἐπί τοῦ θέματος τούτου, τό ὁποῖο ὑπάρχει σήμερα εἶναι ἴσως καί ἡ καλυτέρα ἀπόδειξις τοῦ ἐσχατολογικοῦ χαρακτῆρος τῆς ἐποχῆς μας. Τά ἁγιογραφικά αὐτά κείμενα πού συλλέξαμε εἶναι τά ἑξῆς:

Α.  ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

1. Ψαλμός 25, 4-5: «οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μὴ εἰσέλθω· ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων καὶ μετὰ ἀσεβῶν οὐ μὴ καθίσω».
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἀναφέρει  τά ἑξῆς χρησιμοποιῶντας καί ἑρμηνεύοντας αὐτόν τόν ψαλμό τῆς Π. Διαθήκης: «Ἐκδιώξατε τόν πονηρόν καί σκολιόν ἐξ ὑμῶν, ἤ φύγετε ἀπ’ αὐτοῦ· ἐπειδή πᾶσα κακία μολύνει τόν ἄνθρωπον. Διά τοῦτο καί ὁ Δαβίδ, φεύγων τούς πονηρούς, ἔλεγεν· “Οὐκ ἐκάθισα μετά συνεδρίου ματαιότητος, καί μετά παρανομούντων οὐ μή εἰσέλθω. Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων”. Διά τί δέ ταῦτα ἐποίει; Ἐπειδή πάλιν λέγει ἀλλαχοῦ· “Μετά ὁσίου ὅσιος ἔσῃ, καί μετά ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτός ἔσῃ, καί μετά στρεβλοῦ διαστρέψῃς”. Καί γάρ οἷός ἐστιν ὁ συνοικῶν μετά σοῦ, τοιοῦτον ἀπεργάσεται εἶναί σε» (Μ. Ἀθανασίου, Ρήσεις καί ἑρμηνεῖαι Παραβολῶν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, Ἐξ Ἐπιστολῶν Παύλου).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἀναφέρει ὅτι ἐξομοιώνεσαι μέ αὐτόν τόν ὁποῖο συνοικεῖς, δι’ αὐτό ἀπαιτεῖ τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς πονηρούς καί σκολιούς. Αὐτό φυσικά ἰσχύει πολύ περισσότερο διά τήν ἐκκλησιαστική ἐνσωμάτωσι.
          Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης χρησιμοποιεῖ τόν ψαλμό αὐτόν μαζί μέ τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου γιά νά διδάξη ὅτι, ὄχι μόνο νά μήν ἔχωμε καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, καί μέ αὐτούς πού ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αὐτούς, ἀλλά οὔτε στούς ναούς πού κατέχονται ἀπό αὐτούς νά εἰσερχώμεθα χάριν προσευχῆς καί ψαλμωδίας.  Εἰς ἀπάντησιν κάποιων ἐρωτήσεων τοῦ μοναχοῦ Μεθοδίου ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Ἐρώτησις Γ΄: Περί τῶν κοινωθέντων ἐκκλησιῶν ἐκ τῶν ἱερέων τῶν κοινωνησάντων τῇ αἱρέσει, καί κατεχομένων ὑπ’ αὐτῶν· εἰ χρή ἐν αὐταῖς εἰσιέναι χάριν εὐχῆς καί ψαλμῳδίας.
Ἀπόκρισις: Οὐ χρή τό καθόλου εἰς τάς τοιαύτας ἐκκλησίας εἰσιέναι, κατά τούς εἰρημένους τρόπους· ἐπειδή γέγραπται· Ἰδού ἀφίεται ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. Ἅμα γάρ τῷ εἰσαχθῆναι τήν αἵρεσιν, ἀπέπτη ὁ ἔφορος τῶν ἐκεῖσε ἄγγελος, κατά τήν φωνήν τοῦ μεγάλου Βασιλείου· καί κοινός οἶκος ὁ τοιόσδε χρηματίζει ναός. Καί οὐ μή εἰσέλθω, φησίν, εἰς Ἐκκλησίαν πονηρευομένων. Καί ὁ Ἀπόστολος· Τίς συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων;» (Φατ. 549,832,29).
          Ἐδῶ ἀντιθέτως πρός τήν Ἁγία Γραφή οἱ ἀντιοικουμενιστές κάθονται στήν ἴδια τράπεζα (μάλιστα πνευματική) μέ τούς Οἰκουμενιστές αἱρετικούς, τούς μνημονεύουν, τούς ἀναγνωρίζουν κ.λπ.

2. Ὁ ψαλμός 138, 21-22: «Οὐχὶ τοὺς μισοῦντάς σε, Κύριε, ἐμίσησα καὶ ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην; τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς, εἰς ἐχθροὺς ἐγένοντό μοι».
          Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἑρμηνεύοντας τόν ψαλμό αὐτό μᾶς διδάσκει τά ἑξῆς: «”Οὐχί τούς μισοῦντας σε Κύριε, ἐμίσησα;” Ὅτι τούς μέν σούς ἠγάπων καί ἀπεδεχόμην φίλους∙ τούς δέ ἐχθρούς σου τελείως ἐμίσουν.  Ἐχθροί δέ τοῦ Θεοῦ πρώτως μέν καί κυρίως οἱ ἀκάθαρτοι δαίμονες∙ δεύτεροι δέ μετ’ ἐκείνους οἵ τε τήν εἰδωλολατρείαν πρεσβεύοντες καί οἱ τῶν αἱρέσεων ἀρχηγοί» (Ε.Π.Ε. 7, 264,15).
          Ὁ Μ. Ἀθανάσιος στούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ συγκαταλέγει καί τούς ἀρχηγούς τῶν αἱρέσεων· ἐμεῖς ὀφείλομε νά τούς μισοῦμε σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή καί, φυσικά, νά μήν ἔχωμε μαζί των καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία. Μέ τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία δηλώνομε ἐμπράκτως ὅτι ὄχι μόνο δέν τούς μισοῦμε, ἀλλά ἀπεναντίας εἴμεθα ἐνσωματωμένοι μαζί των, τούς ἀναγνωρίζομε ὡς ποιμένες, τούς ἀκολουθοῦμε κ.λπ.

3. Γένεσις 12, 1-4:  «Καὶ εἶπε Κύριος τῷ Ἅβραμ· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω· καὶ ποιήσω σε εἰς ἔθνος μέγα καὶ εὐλογήσω σε καὶ μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά σου, καὶ ἔσῃ εὐλογημένος· καὶ εὐλογήσω τοὺς εὐλογοῦντάς σε καὶ τοὺς καταρωμένους σε καταράσομαι· καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς. καὶ ἐπορεύθη Ἅβραμ, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριος, καὶ ᾤχετο μετ᾿ αὐτοῦ Λώτ. Ἅβραμ δὲ ἦν ἐτῶν ἑβδομηκονταπέντε, ὅτε ἐξῆλθε ἐκ Χαρράν.».
          Διατί ἄρραγε ἐχρειάσθηκε νά φύγη ὁ Ἀβραάμ ἀπό τήν πατρίδα του καί τούς στενούς του συγγενεῖς καί μάλιστα σ’ αὐτήν τήν ἡλικία; Τήν ἀπάντησι τήν ἔχομε ἀπό τά ἑρμηνευτικά σχόλια τοῦ π. Ἰωήλ Γιαννακόπουλου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὁ Θεός διατάσσει τόν Ἅβραμ νά φύγη ἀπό τήν πατρίδα του Οὔρ, διότι ἡ εἰδωλολατρεία τοῦ ξένου τόπου τῆς Χαναάν δέν ἦτο τόσον ἐπικίνδυνος εἰς αὐτόν, ὅσον ἡ εἰδωλολατρεία τοῦ περιβάλλοντος τῆς πατρίδος, τοῦ πατρικοῦ του οἴκου καί τῶν συγγενῶν του» (Ἡ Παλαιά Διαθήκη κατά τούς Ο΄, τομ. 1 , σελ. 110).
          Ἡ φυγή λοιπόν τοῦ Ἀβραάμ ἀπό τούς οἰκείους καί συγγενεῖς του ἦτο ἡ ἀσφαλής ὁδός διά νά μήν ἐπηρεασθῆ καί ἀλλοιωθῆ τό φρόνημά του ἀπό τήν εἰδωλολατρεία. Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει καί διαδίδεται εἰς αὐτόν ἡ αἵρεσις.  Διά νά μήν ἀλλοιωθῆ τό φρόνημά μας καί σταδιακῶς θεωρήσωμε τήν αἵρεσι ὡς Ὀρθοδοξία, ἤ ζώντας μέσα στήν αἵρεσι νομίζομε ὅτι συγχρόνως ἀνήκομε καί στήν Ἐκκλησία, πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦμε ἐκκλησιαστικῶς ἀπό τόν χῶρο, καί τά ἄτομα, τά ὁποῖα εἶναι φορεῖς τῆς αἱρέσεως.
 Ἐδῶ πρέπει νά τονίσωμε ὅτι ἡ αἵρεσις εἶναι ἔτι περισσότερον ἐπικίνδυνος ἀπό τήν εἰδωλολατρεία, διότι αὐτή ἐμφανίζεται καί διαδίδεται εἰς τόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί διότι ἐμπεριέχει στοιχεῖα καί διδασκαλίες ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλοιωμένα καί διεστραμμένα βεβαίως, τά ὁποῖα ὅμως εἶναι ἱκανά νά ἀλλοιώσουν τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, συμπορευόμενοι σήμερα μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχει ἀλλοιωθῆ τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων σέ σημεῖο μάλιστα, ὥστε νά μή θεωροῦμε ἀλλοίωσι τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί Παραδόσεως π.χ. τίς συμπροσευχές καί συνιερουργίες, τήν ἀναγνώρισι τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν, τήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων, τήν ἔνταξι τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε. κ.λπ. Μάλιστα αὐτά θεωροῦνται ἀπό τούς πολλούς καί πρόοδος τῆς Ἐκκλησίας, ἀπεγκλωβισμός καί ἀπομάκρυνσις ἀπό τό περιθώριο κ.λπ.
Διά ταῦτα πάντα καί ἄλλα, πού κατά καιρούς ἀναφέρομε, ἡ ἐντολή αὐτή τοῦ Θεοῦ πρός τόν Ἀβραάμ «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καί τῆς συγγενείας σου», ἰσχύει ἀπολύτως καί διά τήν αἵρεσι τῆς κάθε ἐποχῆς καί τῆς ἐποχῆς μας καί, βεβαίως, τήν ἐφάρμοσαν ἐπακριβῶς ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἅγιοι, ἐξαιρουμένων τῶν συγχρόνων γερόντων, τούς ὁποίους ἤδη οἱ Οἰκουμενιστές ἄρχισαν νά ἁγιοποιοῦν ἐν σπουδῇ γιὰ εὐνοήτους λόγους.
Κατ’ αὐτόν  τόν τρόπο μόνον διαφυλάσσομε ἀλώβητον τήν Ὀρθόδοξον πίστιν εἰς τόν ἑαυτόν μας καί φυσικά ἀνήκομε ὄντως στήν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον βασικό στοιχεῖο καί γνώρισμα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ καθαρή καί Ὀρθόδοξος πίστις.

4. Ἡσαΐας 48,22:  «Οὐκ ἔστι χαίρειν, λέγει Κύριος, τοῖς ἀσεβέσιν».
Τό χωρίον αὐτό τοῦ προφήτου Ἡσαΐα τό χρησιμοποιεῖ ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γιά νά μᾶς διδάξη ὅτι, ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς αἱρετικούς, γίνεται πρωτίστως γιά νά προστατευθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τήν ἀλλοίωσι τοῦ φρονήματός των καί, βεβαίως, γιά νά συναισθανθοῦν καί συνειδητοποιήσουν ποῦ εὑρίσκονται καί ποία ὁδό ἀκολουθοῦν.
Σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο Αὐξέντιο ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Πρός δέ ὅτι τοῖς Ἰουδαίοις λογομαχία πρόκειται, ἔα τούς χριστομάχους, ὦ πατέρων ἄριστε, λυττᾶν εἰς ἑαυτούς∙ οἱ γάρ αὐτοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ θεοῦ ἡμῶν τάς διδαχάς ἀπορραπίσαντες, τάς τε τῶν ἀποστόλων ὑποθήκας παρωσάμενοι καί συλλήβδην πάντων τῶν θεοφόρων τάς ὑψηγορίας βδελυξάμενοι σχολῇ  γ’ ἄν ὑφ’ ἡμῶν αὐτούς, ὁ Κύριος εἶπεν, τυφλοί εἰσιν. καί ὁ προφήτης φησίν∙  οὐκ ἔστι λέγειν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσι λέγει Κύριος. πρός γάρ τῷ μηδέν ὠφελεῖσθαι ἐν τῇ συμβολῇ τοῦ λόγου καί ἑαυτούς παραβλάψοιμεν, τοῖς ἰοβόλοις αὐτῶν ῥήμασι δίκην ὄφεως φαρμακευόμενοι. ὁ θεός συντρίψει τούς ὀδόντας αὐτῶν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν∙ τάς μύλας τῶν λεόντων συνέθλασεν ὁ Κύριος» (Φατ. 518, 772,14).
Ἐπίσης ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἄλλη ἐγκύκλιο ἐπιστολή του, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται πρός ὅλους τούς δεδιωγμένους διά τήν Ὀρθόδοξο πίστι, χρησιμοποιώντας πρός κατοχύρωσι τόν Μ. Βασίλειο, ἐπικαλεῖται πάλι τό ἴδιο χωρίο τοῦ προφήτου Ἡσαΐα καί ἀπαγορεύει τήν οἱαδήποτε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ἀκόμη καί τόν ἁπλό χαιρετισμό, ὅταν αὐτός γίνεται γιά νά δείξωμε ἀγάπη καί φιλία πρός τούς αἱρετικούς: «...εἰ δεῖ εἰς εὐκτήριον αὐτῶν εἰσέρχεσθαι εὐχῆς χάριν καί εἰ δεῖ τήν ἁγίαν ἀναφοράν ἐν αὐτῷ ἐπιτελεῖν μετά ἰδίας τραπέζης; οὐδαμῶς ἑκάτερον. εἰ δεῖ χαίρειν αὐτοῖς λέγειν καί ἀσπάζεσθαι; οὐδαμῶς, ὥς φησιν ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Κύριος ἐκώλυσεν τόν κοινόν ἀσπασμόν∙ ὥστε τοῦτο κατά σύμβασιν, ὡς δέ ἐξ ἀγάπης καί φιλίας φευκτέον, ἵνα πληρωθῇ ἐν τούτῳ∙ οὐκ ἔστι λέγειν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν» (Φατ. 393, 547,77).
Οἱ Ὀρθόδοξοι λοιπόν πρέπει νά ἀπομακρύνωνται ἀπό τούς αἱρετικούς διότι, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο, τά λόγια των εἶναι δηλητήριο μέ τό ὁποῖο σάν φίδια δηλητηριάζουν τούς Ὀρθοδόξους καί δή τούς ἁπλουστέρους. Ὅταν λοιπόν δέν ἀπομακρύνονται ἀπό αὐτούς, ἀλλά ἀπεναντίας ἔχουν πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία, παραβαίνουν βασικές ἐντολές τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί φυσικά τά ἐπακόλουθα εἶναι πρόδηλα καί καθημερινῶς τά ψηλαφοῦμε.

5. Ἡσαΐας 52, 10-12: «Καὶ ἀποκαλύψει Κύριος τὸν βραχίονα τὸν ἅγιον αὐτοῦ ἐνώπιον πάντων τῶν ἐθνῶν, καὶ ὄψονται πάντα ἄκρα τῆς γῆς τὴν σωτηρίαν τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. ἀπόστητε, ἀπόστητε, ἐξέλθετε ἐκεῖθεν καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῆς, ἀφορίσθητε, οἱ φέροντες τὰ σκεύη Κυρίου· ὅτι οὐ μετὰ ταραχῆς ἐξελεύσεσθε, οὐδὲ φυγῇ πορεύσεσθε, προπορεύσεται γὰρ πρότερος ὑμῶν Κύριος καὶ ὁ ἐπισυνάγων ὑμᾶς Θεὸς ᾿Ισραήλ».
Ἐδῶ ὁ Θεός διά τοῦ προφήτου Ἡσαΐου δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι ὁ λαός του πρέπει νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί νά μήν ἔχη καμμία ἐπικοινωνία μέχρι τοῦ νά ἀγγίξη κάτι ἀκάθαρτο.  Αὐτή ἡ ἐντολή ἀπευθύνεται πρωτίστως στούς Λευΐτας, δηλαδή τό ἱερατεῖο τῶν Ἑβραίων, ἀλλά καί πρός ὅλον τόν λαό.  Τό χωρίο αὐτό τό χρησιμοποιεῖ πρῶτα ὁ ἴδιος ὁ ἀπ. Παῦλος (Β΄ Κορινθ. 6,17) διά νά διδάξη τούς Κορινθίους καί κατ’ ἐπέκτασιν ὅλους μας, νά μήν συνοδοιποροῦν σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μέ τούς ἀπίστους, τούς εἰδωλολάτρες κ.λπ.
Ἐδῶ φαίνεται καί ἡ συμφωνία καί ὁμοφωνία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐπί τοῦ θέματος τούτου, διότι ὁ ἴδιος ὁ ἀπ. Παῦλος γενικεύει τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πρός τούς Ἑβραίους, νά ἀπομακρυνθοῦν δηλαδή ἀπό τήν Βαβυλώνα,  καί διακελεύει τήν ἀπομάκρυνσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό ὅλους αὐτούς πού ἔχουν ἀλλότρια πρός τούς Ὀρθοδόξους φρονήματα.  Τό χωρίον αὐτό τό χρησιμοποιεῖ ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο Βασίλειο γιά νά διδάξη τήν ἀπομάκρυνσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς αἱρετικούς καί, εἰδικά, τήν ἀποφυγή τῶν ἀξιωμάτων, τά ὁποῖα οἱ αἱρετικοί δίδουν γιά νά δελεάσουν τούς Ὀρθοδόξους κληρικούς καί νά τούς ἔχουν ὑποχειρίους∙ «....ὁ λόγος δέ ἐπί πάντων τῶν οὕτως πεπραχότων καί γελοῖόν ἐστιν ἄρτι τό ἐπιτιμᾶν, μᾶλλον δέ φρενοβλάβεια τῶν ἐπιτιμώντων καί σκινδαλμός τῶν εὐσεβούντων, σύγχυσίς τε καί ἀβλεψία ἐπί τῇ Χριστοῦ ὁμολογία. δεῖν τοῦ ἀποστόλου ἀκοῦσαι, λέγοντος στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπό παντός ἀδελφοῦ, ἀτάκτως περιπατοῦντος καί μή κατά τήν παράδοσιν, ἥν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν, μᾶλλον δέ αὐτοῦ τοῦ θεοῦ, διά τοῦ προφήτου βοῶντος∙ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε∙ κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, τούς οὕτως διαστελλομένους δηλονότι καί μή  συγχέοντας τήν Χριστοῦ ὁμολογία» (Φατ. 495,730,20).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος ἐπί πλέον διδάσκει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς ἐπιφέρει σύγχυσι τῆς Ὀρθοδόξου ὁμολογίας, διότι ἄλλα λέμε μέ τά λόγια καί ἄλλα πράττομε μέ τά ἔργα.
6. Ἡσαΐας 66,3: «Ὁ δὲ ἄνομος ὁ θύων μοι μόσχον ὡς ὁ ἀποκτένων κύνα, ὁ δὲ ἀναφέρων σεμίδαλιν ὡς αἷμα ὕειον, ὁ διδοὺς λίβανον εἰς μνημόσυνον ὡς βλάσφημος· καὶ αὐτοὶ ἐξελέξαντο τὰς ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τὰ βδελύγματα αὐτῶν, ἃ ἡ ψυχὴ αὐτῶν ἠθέλησε».
Ὁ Προφήτης στό σημεῖο αὐτό τονίζει ὅτι οἱ θυσίες, οἱ προσφορές καί τά τελούμενα γενικῶς ὑπό τῶν ἀσεβῶν δέν εἶναι εὐπρόσδεκτα στόν Θεό.  Οἱ αἱρετικοί δέ, εἶναι οἱ πλέον ἀσεβεῖς,  διότι διαστρέφουν τήν Ἁγία Γραφή καί τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τοιουτοτρόπως ἀσεβοῦν ἀμέσως καί εὐθέως πρός αὐτόν τόν Θεό. Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, χρησιμοποιώντας τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου καί στηριζόμενος εἰς αὐτό τό χωρίο τοῦ προφήτου Ἡσαΐα, μᾶς διδάσκει ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ ναός βεβηλώθηκε διά τῆς αἱρέσεως, ἀνεχώρησε ἀπό αὐτόν ὁ ἄγγελος, ὁ ναός δέ ἔχασε τήν ἱερότητά του καί μετετράπη εἰς κοινό οἶκο. Δι’ αὐτό καί ὅ,τι τελεῖται εἰς αὐτόν δέν εἶναι εὐπρόσδεκτο εἰς τόν Θεό. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ ὅσιος σέ ἐπιστολή του στόν λογοθέτη Ἰωάννη:
«...διότι οὐ ναός θεοῦ ἅγιος ὁ ὑφ' αἱρετικῶν βεβηλούμενος, ἀλλ' οἶκος κοινός, ὡς φησίν ὁ Μέγας Βασίλειος, τοῦ ἐφεστῶτος ἀγγέλου ἐν αὐτῷ ὡς ἐφ᾿ ἑκάστης ἐκκλησίας ὑπεκστάντος διά τήν ἀσέβειαν. Διόπερ οὐδ᾿ ἡ τελουμένη ἐν αὐτῷ θυσία θεῷ εὐπρόσδεκτος· καί ἄκουσον αὐτοῦ λέγοντος· ὁ ἀσεβής ὁ θύων μοι μόσχον ὡς ὁ ἀποκτένων κύνα» (Φατ. 424,593,8).
Ἐδῶ ἐμμέσως πλήν σαφῶς διδάσκει ὁ προφήτης καί οἱ Πατέρες τήν ἀπομάκρυνσι καί ἀποτείχισι ἀπό αὐτούς τούς ναούς στούς ὁποίους εἰσῆλθε ἡ αἵρεσις, ἐφ’ ὅσον ὅ,τι τελεῖται δέν εἶναι εὐπρόσδεκτον εἰς τόν Θεό.

7. Θρῆνος Ἱερεμίου 4,15: «Ἀπόστητε ἐκαθάρτων —καλέσατε αὐτούςἀπόστητε, ἀπόστητε, μὴ ἅπτεσθε, ὅτι ἀνήφθησαν καί γε ἐσαλεύθησαν· εἴπατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν· οὐ μὴ προσθῶσι τοῦ παροικεῖν».
Ἐδῶ ὁ προφήτης Ἱερεμίας μετ’ ἐπικλήσεως διδάσκει νά ἀπομακρυνθῆ ὁ λαός ἀπό τούς ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν μολυσμένοι ἀπό διάφορες ἁμαρτίες. Ὁ Θεοδώρητος Κύρου ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό ἀναφέρει τά ἑξῆς: «”Ἀπόστητε ἀπό ἀκαθάρτων”. Ἀκαθάρτους ἐκάλουν ἡμᾶς. Εἶτα δείξας τίνας ὀνομάζει ἀκαθάρτους, ἀνέλαβε τό ρητόν, καί φησίν· Ἀπόστητε ἀπό ἀκαθάρτων· ἀπόστητε μή ἐγγίσητε αὐτοῖς, ὅτι παρώξυναν”, τουτέστιν τόν Θεόν. “Καί ἀνήφθησαν καί γε ἐσαλεύθησαν”. Ἐγυμνώθησαν φησί, διά τήν παρανομίαν τῆς θείας ἐπικουρίας. “Εἴπατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν, οὐ μή προσθῶσι τοῦ παροικεῖν πρό προσώπου Κυρίου”. Παντελῶς φησίν ἡμᾶς ἀπηγόρευσεν» (P.G. 81,801C).
Ἐπίσης ὁ Ὀλυμπιόδωρος, διάκονος Ἀλεξανδρείας (στ’ αἰών) ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό τοῦ προφήτου Ἱερεμία, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἤψαντο ἐνδυμάτων» (προηγούμενος στίχος). Ὅσοι, φησίν, εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε∙ φησίν οὖν, ὅτι καί περί αὐτήν τήν πίστιν ἐκινδύνευσαν. “Ἀπόστητε”. Παραινέσατε ἀλλήλοις ἀποστῆναι ἀπό τῶν ἀκαθάρτων. Τό γάρ, Καλέσατε αὐτούς,  ἀντί τοῦ, ἕκαστος τόν πλησίον νουθετήσατε. “Ὅτι ἀνήφθησαν”. Ὅτι ὑποχείριοι τῇ ὀργῇ γεγόνασιν. “Εἴπατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν”. Εἴπατε, φησίν, αὐτοῖς∙ Μή προστεθῆτε τοῦ παροικεῖν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ἀντί τοῦ, Μή συναμίγνυσθε τοῖς ἀλλοτρίοις» (P.G. 93, 756A).
Σύμφωνα λοιπόν μέ τούς ἑρμηνευτές τοῦ χωρίου αὐτοῦ, ὁ προφήτης Ἱερεμίας διακελεύεται τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς ἀκαθάρτους καί μολυσμένους ἱερεῖς τοῦ Ἰσραήλ. Μάλιστα ἀπαγορεύει ὁποιαδήποτε προσέγγισι καί ἄγγιγμα «ἀπόστητε, μή ἅπτεσθε». Αὐτό, ὅπως εἶναι φυσικό, ἰσχύει καί γιά τόν πνευματικό μολυσμό τῆς πίστεως, δηλαδή τήν αἵρεσι. Μάλιστα ὁ μολυσμός αὐτός εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερος καί ὑπερβαλλόντως ἐπικινδυνότερος. Σύμφωνα λοιπόν μέ τό χωρίο αὐτό τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀπομακρυνθοῦν τελείως ἐκκλησιαστικῶς ἀπό αὐτούς τούς ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶναι μολυσμένοι καί ἀκάθαρτοι ἀπό τήν αἵρεσι.
Σαφῶς τό τονίζει αὐτό ὁ Μ. Βασίλειος λέγοντας ὅτι μεγαλυτέρα εἶναι ἡ βλάβη πού προέρχεται, ὄχι τόσο ἀπό κάποιες ἁμαρτίες ἠθικῆς ὑφῆς, ὅσο ἀπό τήν ἁμαρτία τῆς αἱρέσεως, τῆς κατά πρόσωπον δηλαδή ἐναντιώσεως πρός τόν Θεόν τῶν κακοδοξούντων: «Εἰ δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς σφαλλομένων τοσαύτη ἐστὶν ἡ βλάβη, τί χρὴ λέγειν περὶ τῶν περὶ Θεοῦ κακοδοξούντων, οὓς ἡ κακοδοξία οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις ὑγιαίνειν ἐᾷ, παραδιδομένους ἅπαξ δι' αὐτὴν τοῖς τῆς ἀτιμίας πάθεσιν;» (Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ’ Ἐπιτομήν, Ἐρώτησις κʹ, T.L.G., V. 31, p. 1096, l. 47).

8. Σοφία Σειράχ 9,13: «Μακρὰν ἄπεχε ἀπὸ ἀνθρώπου, ὃς ἔχει ἐξουσίαν τοῦ φονεύειν, καὶ οὐ μὴ ὑποπτεύσῃς φόβον θανάτου· κἂν προσέλθῃς, μὴ πλημμελήσῃς, ἵνα μὴ ἀφέληται τὴν ζωήν σου· ἐπίγνωθι ὅτι ἐν μέσῳ παγίδων διαβαίνεις καὶ ἐπὶ ἐπάλξεων πόλεων περιπατεῖς».
Τό χωρίο αὐτό ἔχει ἀπόλυτον θά λέγαμε ἐφαρμογή στούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐξουσία πνευματική, καί διά τῆς αἱρέσεως φονεύουν ὅσους τούς πλησιάζουν ἐκκλησιαστικῶς καί τούς ἐμπιστεύονται τίς ψυχές των. Ἡ ἀπομάκρυνσις λοιπόν ἀπό αὐτούς μᾶς διασφαλίζει τήν πνευματική ζωή, τό δέ πλησίασμα πρός αὐτούς σημαίνει ὅτι βαδίζομε «ἐν μέσῳ παγίδων», ὅτι περιπατοῦμε «ἐπί ἐπάλξεων πόλεων», δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους σημαίνει κατά τήν πατερική ὁρολογία, ὅτι εἴμεθα στό στόμα τοῦ λύκου.
Τήν ἴδια θέσι ἐκφράζει ἐμφαντικά καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος: «Μηδέποτε συμφιλιάσῃς μετὰ αἱρετικῶν. Μὴ συμφάγῃς, μὴ συμπίῃς, μὴ συνοδοιπορήσῃς. Μὴ εἰσέλθῃς εἰς οἶκον αὐτῶν, μηδὲ εἰς ἐκκλησίαν· πάντα γὰρ ὅσα εἰσίν, ἀκάθαρτα εἰσίν, καθὼς λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Ἀσφαλίζου οὖν τὴν ψυχήν σου, ἀγαπητέ. Μὴ συμφιλιάζῃς αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ὅτι γάρ, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, οὐκ ἔχουσιν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, οὐδὲ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὐδὲ ἐν τῷ μέλλοντι· δηλονότι οὐδὲ οἱ συμμιαινόμενοι αὐτοῖς· ἕκαστος γὰρ θερίσει ὃ ἔσπειρε» (Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, Περὶ μετανοίας καί κατανύξεως, T.L.G., l. 29-36).


Β.  ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Θά συνεχίσουμε ἀναφέροντας τά χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν διά τήν ἀποτείχισι, καί ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους. Ἐδῶ τά πράγματα εἶναι πλέον ξεκάθαρα, διότι ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὑπῆρχαν αὐτοί πού διέστρεφαν τήν Ὀρθόδοξο πίστι καί εἰσήγαγον τίς αἱρέσεις. Ὡς ἐκ τούτου οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι μέ σαφήνεια διδάσκουν τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό μέχρι σημείου συνεστιάσεως καί ἁπλοῦ χαιρετισμοῦ καί μάλιστα ἀναθεματίζουν ὅλους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι διαστρέφουν τήν Ὀρθόδοξο πίστι μέ αἱρετικές διδασκαλίες. Τά κυριώτερα χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης πού ὁμιλοῦν ἤ ὑπαινίσσονται τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς εἶναι τά ἑξῆς:

9) Ματθ. 6, 24: «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίους δουλεύειν· ἤ γάρ τόν ἕνα μισήσει καί τόν ἕτερον ἀγαπήσει, ἤ ἑνός ἀνθέξεται καί τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ».
Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ Κυρίου, ὅτι δηλαδή δέν δύναται κάποιος νά δουλεύη καί νά ὑπηρετῆ δύο κυρίους, δέν ἔχει τήν ἐφαρμογή της μόνο στό ὅτι δέν δύνασαι συγχρόνως νά ὑπηρετῆς τόν Θεό καί τόν μαμωνᾶ, ἀλλά καί σέ οἱαδήποτε ἄλλη περίπτωσι θελήση ὁ ἄνθρωπος νά ὑπηρετήσει μαζί μέ τόν Θεό καί κάποιον ἄλλον ὡς κύριο· π.χ. νά ὑπηρετῆ τόν Θεό καί τά πάθη του τά σαρκικά, τόν ἐγωϊσμό κ.λπ., τόν Θεό καί τόν κόσμο μέ τήν ἔννοια τῆς κοσμικότητος, τῆς ἐκκοσμικεύσεως, τῆς ὑποδουλώσεως εἰς ὅσα ζητεῖ ὁ κόσμος κ.λπ. Πολύ δέ περισσότερο ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί διά τά θέματα τῆς πίστεως. Δηλαδή δέν δύναται κάποιος νά ὑπηρετῆ συγχρόνως καί νά ἀκολουθῆ τήν Ὀρθοδοξία καί τήν αἵρεσι, νά ὁμολογῆ καί νά διακηρύσση τήν Ὀρθόδοξο πίστι καί συγχρόνως νά συντάσσεται καί νά ἐνσωματώνεται ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς Οἰκουμενιστές, νά κατηγορῆ καί νά ἀναθεματίζη τό Π.Σ.Ε καί συγχρόνως νά ἀνήκη εἰς αὐτό κ.λπ.
Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ Κυρίου ἔχει ἐφαρμογή ὄχι στούς Οἰκουμενιστές, διότι αὐτοί συντάσσονται ὡς αἱρετικοί μέ τόν διάβολο, ἀλλά στούς ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι διακηρύσσουν μέ τά λόγια τήν ἀλήθεια καί συντάσσονται μέ τήν Ὀρθοδοξία, καί μέ τά ἔργα  δηλώνουν ἀπερίφραστα ὅτι ἀνήκουν καί ἀκολουθοῦν τήν αἵρεσι. Ὡς ἐκ τούτου δουλεύουν καί ὑπηρετοῦν δύο κυρίους.
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἐν προκειμένῳ, χρησιμοποιεῖ τό χωρίο αὐτό τῆς Καινῆς Διαθήκης διά τά θέματα τῆς πίστεως καί, μάλιστα, κατηγορεῖ αὐτούς πού θεωρητικά, ἤ καί μυστικά, συνετάσσοντο μέ τούς Ὀρθοδόξους, πρακτικά δέ καί ἐξωτερικά ἀκολουθοῦσαν τούς αἱρετικούς, εἴτε ἀπό φόβο, εἴτε γιά νά μήν χάσουν τά μοναστήρια κ.λπ.
Σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο Βασίλειο, ὁ ὁποῖος, ὅπως φαίνεται ἤθελε νά ὑπηρετῆ δύο κυρίους καί κατά τό δή λεγόμενο νά παίζη σέ διπλό ταμπλώ, τόν ἐλέγχει, ἀφ’ ἑνός μέν δι’ αὐτήν τήν στάσι του, ἀφ’ ἑτέρου δέ τοῦ δηλώνει ὅτι, ἐξ’ αἰτίας αὐτῆς  του τῆς τοποθετήσεως, δέν δύνανται οἱ Ὀρθόδοξοι καί ἀποτειχισμένοι νά ἔχουν μαζί του καμμία σχέσι ἐκκλησιαστική  ἀλλά καί οἱαδήποτε δοσοληψία:
«Ταῦτα πάντα λελύπηκεν ἡμᾶς, ὧ τιμιώτατε, καί εἴργει ἡμᾶς, σύγγνωθι, ἡ πρός ὑμᾶς ἀπάρτι καί συνανάκρασις καί συναναστροφή, λῆψίς τε καί δόσις καί εἴ τι ἄλλο τῶν φιλικῶν καί ἐξ  ἔθους· ἱνατί γάρ, φησίν, ἡ ἐλευθερία μου κρίνεται ὑπό ἄλλης συνειδήσεως; καί ἐπειδή ἱκανῶς ᾠκονομήσαμεν ἐν τοῖς προλαβοῦσιν καί, ὡς Θεός μόνος οἶδεν, σύν πολλῇ διαθέσει καί ἐλεημοσύνῃ, δεῖν ἄρτι καί οἰκοδομῆσαι καί μή ἀμφοτέρωθεν ζημιοῦσθαι μήτε τό ἀλλότριον προσλαμβανομένους καί τό οἰκεῖον ἀλόγως προέσθαι. εἰδόσιν ὁ λόγος· οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν ἡ ἀλήθεια ἀπεφήνατο. Κύριοί ἐστε καί δεσπόται καί καθηγούμενοι τῶν ἰδίων μονῶν καί βουλευμάτων, ἡμεῖς δέ ταπεινοί καί ἀλίτιμοι, ὧδέ που παραρρεριμμένοι διά τόν διωγμόν.  Χαρίσασθε ἡμῖν τήν ἐλευθερίαν ταύτην καί τό τοῖς οἰκείοις ἐπιστυγνάζειν ἁμαρτήμασιν. Καί οἶδα μέν ὅτι λυπηρόν τό γράμμα τῇ τιμιότητί σου ὥσπερ καί ἡμῖν, ἀλλά τῆς τοῦ θεοῦ ἀγάπης οὐδέν προτιμότερον, δι’ ἥν καί ἡμεῖς σύν τοῖς ἁγίοις πατράσιν ἡμῶν ἐπί τῇ ὕβρει Χριστοῦ ἠρνησάμεθα ἅ ἠρνησάμεθα καί προαιρούμεθα ἅ προϊσχόμεθα» (Φατ. 494, 728,13).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος μέ θαυμάσια μεγαλοπρέπεια καί σαφήνεια ξεχωρίζει τούς Ὀρθοδόξους, ἀπό αὐτούς πού ἤθελαν νά ὑπηρετοῦν δύο κυρίους· καί ἐνῶ αὐτοί ἦσαν «κύριοι καί δεσπότες καί καθηγούμενοι τῶν ἰδίων μονῶν» (μέ συμβιβασμό βέβαια στήν πίστι), οἱ Ὀρθόδοξοι ἦσαν «ταπεινοί καί ἀλίτιμοι (περιπλανόμενοι) ὧδέ που παραρρεριμένοι διά τόν διωγμόν». Εἶχαν ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι τήν κατά Χριστόν ἐλευθερία, ἡ ὁποία τούς ὡδηγοῦσε εἰς τό νά ἀρνηθοῦν αὐτά πού ἔπρεπε διά τόν Χριστόν καί νά ἐπιλέξουν αὐτά πού ἔπρεπε διά τόν Χριστό, καί νά τά διακρατήσουν· «ἠρνησάμεθα ἅ ἠρνησάμεθα καί προαιρούμεθα ἅ προϊσχόμεθα», δηλαδή ἀρνήθηκαν τά μοναστήρια, τίς ἐξουσίες κ.τλ. καί ἐπροτίμησαν τόν διωγμό.

10) Ματθ. 7,6: «Μή δῶτε τό ἅγιον τοῖς κυσί μηδέ βάλητε τούς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτούς ἐν τοῖς ποσίν αὐτῶν καί στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς».
 Τό χωρίον αὐτό τῆς Καινῆς Διαθήκης, γιά νά τό κατανοήσωμε, θά χρησιμοποιήσωμε τίς ἑρμηνεῖες τῶν Ἁγίων Πατέρων, διότι τό περιεχόμενό του εἶναι ἀλληγορικό.
          Ὁ Μέγας Φώτιος, ἑρμηνεύοντάς το, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἅγια καί μαργαρῖται, ὅ τε τοῦ θείου κηρύγματος λόγος, καί τό Δεσποτικόν καί ἄχραντον χρηματίζει σῶμα· μαργαρῖται μέν ὅτι τίμια καί ὅτι λαμπράν τῆς σωτηρίας τήν αἴγλην τοῖς εἰλικρινῶς προσιοῦσιν ἐκπέμπουσιν, ἅγια δέ, ὅτι τά σεπτά καί ὅτι τῆς πλάνης ἀφορίζοντες τῇ ἀληθείᾳ ἀνατιθέασι. Κύνες δέ, καί τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἀπίστων, ὅσοι πολλάκις τόν τῆς εὐσεβείας κατηχηθέντες λόγον, οὐ μόνον οὐδέν ἄμεινον διετέθησαν, ἀλλά καί τήν λύσσαν αὐτῶν κατά τῆς ἱερᾶς ἡμῶν θρησκείας ἐμμανέστερον κυνῶν ὑλακτούντων ἐπεδείξαντο» (P.G. 101, 940C. –Ε.Π.Ε. 3, 232, 30). Τά ἅγια λοιπόν καί οἱ μαργαρῖτες,  κατά τόν Μέγα Φώτιο, εἶναι τό Ὀρθόδοξο κήρυγμα καί τό σῶμα καί αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τά σκυλιά δέ οἱ αἱρετικοί καί οἱ ἄπιστοι.
Τό ἴδιο ἀναφέρει καί ὁ ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ἀπαντώντας σέ κάποια ἐρώτησι: «Μή δῶτε τοίνυν “τό ἅγιον τοῖς κυσίν” τοῖς πολλάκις τόν θεῖον λόγον δεξαμένοις Ἰουδαίους καί πάλιν ἐπί τόν ἴδιον ἔμετον ἐπιστρέφουσιν, ἤ τοῖς ἐξ αἱρέσεων ἐπί τόν ἀληθῆ λόγον βαδίζουσιν καί παλινοστοῦσι πρός τήν προτέρον κακόνοιαν» (Ε.Π.Ε. 1, 166, 3).
          Ἡ ἔννοια λοιπόν τοῦ ἁγιογραφικοῦ χωρίου εἶναι ὅτι ὄχι μόνο δέν πρέπει νά ἔχωμε καμμία σχέσι ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς αἱρετικούς, ἀλλά οὔτε καί τό Ὀρθόδοξο κήρυγμα νά τούς προσφέρωμε, διότι θά τό διαστρεβλώσουν καί θά τό βεβηλώσουν μέ σκοπό νά μᾶς κάνουν κακό.
Ὁ Μέγας Φώτιος τελειώνοντας τήν ἑρμηνεία αὐτή, καί ἀφοῦ ἀναφέρει καί ἄλλες περιπτώσεις στίς ὁποῖες ἀλληγορικά δύναται νά ἐφαρμοστῆ αὐτό τό χωρίο, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Εἰ δέ καί ἀπό τῶν μαχομένων ἐννοιῶν καί ἐνθυμήσεων, ἐπ’ αὐτάς προσέλθοις τάς ἀντικειμένας πράξεις, καί τούς κατά τάς πράξεις αὐτάς διακειμένους, οὐδέν ἧττον εὑρήσεις τήν θεωρίαν προβαίνουσαν. Ὁ γάρ σπουδαῖος βίος καί ὀρθόδοξος, μαργαριτῶν καί Ἁγίων δίκην ἀποστίλβων, οὐκ ὀφείλει ταῖς αἱρετικαῖς καί δυσώδεσι καί ρυπώσαις πολιτείαις συνδιαιτᾶσθαι καί συναναφύρεσθαι. «“Ἐξέλθετε γάρ, φησίν, ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε”, λέγει Κύριος, “κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς”. Καί, “τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος”; καί, “ἐξάρατε τόν πονηρόν ἐκ μέσου ὑμῶν”· καί, “τῷ τοιούτῳ μηδέ συνεσθίειν”, καί ἄλλο πλῆθος ἄπειρον. Ἀλλά ταῦτα μέν σήν πεφιλοτιμήσθω χάριν» (P.G. 101, 944C. –Ε.Π.Ε. 3, 238, 16).
            κάθε Ὀρθόδοξος λοιπόν, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο, εἶναι τά ἅγια καί τά μαργαριτάρια τοῦ ἁγιογραφικοῦ χωρίου, καί δέν πρέπει νά συνδιαιτᾶται καί νά ἀναμιγνύεται μέ τούς αἱρετικούς.
          Οἱ ἐκφράσεις τοῦ ἁγίου «συνδιαιτᾶσθαι ἤ συναναφύρεσθαι» εἶναι, θά λέγαμε, πολύ ἐπίκαιρες καί ἀνταποκρίνονται πλήρως στήν σημερινή αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Διότι μέ τούς Οἰκουμενιστές συνδιαιτῶνται (καί μάλιστα στήν πλήρη καί ἀπόλυτο μορφή τῆς πνευματικῆς τραπέζης) καί συναναφύρονται (ἀναμιγνύονται, κυλίονται ὁμοῦ κατά τό Μ. Λεξικό τῆς Ἐλληνικῆς γλώσσης) οἱ ἀντιοικουμενιστές καί ἔτσι προσφέρουν τά ἅγια τοῖς κυσίν.
Χαρακτηριστικό τέλος εἶναι ὅτι γιά νά δείξη ὁ ἅγιος ὅτι ἀναφέρεται συγκεκριμένα στήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι καί ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀναφέρει ὅλα τά ἁγιογραφικά χωρία, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν καθαρά δι’ αὐτήν τήν ἀποτείχισι. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τά ἁγιογραφικά αὐτά χωρία καί ὅπως συγκεκριμένα ἀναφέρει «καί ἄλλο πλῆθος ἄπειρον» ἁγιογραφικῶν χωρίων ἀναφέρονται πρωτίστως στήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό.
        
11) Ματθ. 10, 34-36: «Μή νομίσατε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν. ἦλθον γάρ διχάσαι ἄνθρωπον κατά τοῦ πατρός αὐτοῦ καί θυγατέρα κατά τῆς μητρός αὐτῆς καί νύμφην κατά τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· καί ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ».
Ὅπως σέ  πολλά σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς διδάσκεται ἡ ἑνότης μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα ἑνότης καί σχέσις καί σύνδεσμος τήν ὁποία ἔχουν τά μέλη τοῦ σώματος, ἔτσι πάλι, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, διδάσκεται καί ἡ διάστασις καί ἀπομάκρυνσις, ὅταν προέρχεται (ἀπό τήν ἕνωσιν) ψυχική βλάβη καί κίνδυνος ἀπωλείας τῆς ψυχῆς. Τότε ἡ ἑνότης αὐτή εἶναι κακή καί ἡ διάστασις καί ὁ χωρισμός θεάρεστος. Στό χωρίο, αὐτό τῆς Καινῆς Διαθήκης διδάσκεται ἡ διάστασις, ἐφ’ ὅσον ἡ ἑνότης μᾶς ἐμποδίζει ἀπό τήν κατά Θεόν ζωή καί τήν σωτηρία μας.
          Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας στήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χωρίου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Οὐ πανταχοῦ καλόν ἡ ὁμόνοια· ἀλλ’ ἔστιν ὅτε καί ἡ διάστασις. Μάχαιρα γοῦν ὁ τῆς πίστεως λόγος, ὅς ἀποτέμνει ἡμᾶς ἀπό τῆς σχέσεως τῶν οἰκείων καί συγγενῶν ἐμποδιζόντων ἡμῖν εἰς θεοσέβειαν. Οὐ γάρ ἁπλῶς διχάζεσθαι ἤτοι χωρίζεσθαι ἀπό τούτων λέγει, ἀλλ’ ὅταν μή συνέρχοντο, μᾶλλον δέ καί ἐμποδίζοιεν τήν πίστιν» (P.G. 123, 244C). Ὅταν λοιπόν ἡ ὁμόνοια γίνεται ἐμπόδιο εἰς τήν πίστι, τότε ἡ διάστασις, ὁ χωρισμός καί ἡ ἀπομάκρυνσις εἶναι θεάρεστος καί σωτήριος.
          Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἰς τήν ἑρμηνεία τοῦ ἰδίου χωρίου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὅτι τοῦτο μάλιστα εἰρήνη, ὅταν τό νενοσηκός ἀποτέμνηται, ὅταν τό στασιάζον χωρίζηται. Οὕτω γάρ δυνατόν τόν οὐρανόν τῇ γῇ συναφθῆναι.  Ἐπεί καί ἰατρός οὕτω τό λοιπόν διασώζει σῶμα, ὅταν τό ἀνιάτως ἔχον ἐκτέμῃ· καί στρατηγός, ὅταν κακῶς ὁμονοοῦντας εἰς διάστασιν ἀγάγῃ. Οὕτω καί ἐπί τοῦ πύργου γέγονεν ἐκείνου· τήν γάρ κακήν εἰρήνην ἡ καλή διαφωνία ἔλυσε, καί ἐποίησεν εἰρήνην. Οὕτω καί Παῦλος τούς κατ’ αὐτοῦ συμφωνοῦντας διέσχισεν. Ἐπί δέ τοῦ Ναβουθέ πολέμου παντός τότε ἡ διαφωνία ἐκείνη χαλεπωτέρα γέγονεν. Οὐ πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν· ἐπεί καί λησταί συμφωνοῦσιν. Οὐκ ἄρα οὖν τῆς αὐτοῦ προθέσεως τό ἔργον, ἀλλά τῆς ἐκείνων γνώμης ὁ πόλεμος. Αὐτός μέν γάρ ἐβούλετο πάντας ὁμονοεῖν εἰς τόν τῆς εὐσεβείας λόγον· ἐπειδή δέ ἐκεῖνοι διεστασίαζον, πόλεμος γίνεται. Ἀλλ’ οὐκ εἶπεν οὕτως· ἀλλά τί φησιν; “Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην”, ἐκείνους παραμυθούμενος. Μή γάρ νομίσητε, φησίν, ὅτι ὑμεῖς αἴτιοι τούτων· ἐγώ εἰμι ὁ ταῦτα κατασκευάζων, ἐπειδή οὕτω διάκεινται. Μή τοίνυν θορυβεῖσθε, ὡς παρά προσδοκίαν τῶν πραγμάτων γινομένων. Διά τοῦτο ἦλθον, ὥστε πόλεμον ἐμβαλεῖν· τοῦτο γάρ ἐμόν ἐστι τό θέλημα. Μή τοίνυν θορυβεῖσθε πολεμουμένης, ὡς ἐπιβουλευομένης τῆς γῆς. Ὅταν γάρ ἀποσχισθῇ τό χεῖρον τότε λοιπόν τῷ κρείττονι συνάπτεται ὁ οὐρανός (Ε.Π.Ε. 10, 492-494).
»”Ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ”. Καί γάρ καί ἐπί τῶν Ἰουδαίων τοιοῦτόν τι συνέβη. Ἦσαν γάρ  προφῆται καί ψευδοπροφῆται, καί ὁ δῆμος ἐσχίζετο καί αἱ οἰκίαι διῃροῦντο· καί οἱ μέν τούτοις ἐπίστευον, οἱ δέ ἐκείνοις. Διά τοῦτο παραινεῖ ὁ προφήτης λέγων. “Μή πιστεύετε ἐν φίλοις, μηδέ ἐλπίζετε ἐπί ἡγουμένοις· ἀλλά καί ἀπό τῆς συγκοίτου σου φύλαξαι τοῦ ἀναθέσθαι τι αὐτῇ” καί∙ “Ἐχθροί τοῦ ἀνδρός οἱ ἄνδρες οἱ ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ”» (Ε.Π.Ε. 10, 498).
          Κατά τόν Χρυσορρήμονα λοιπόν Ἰωάννη εἰρήνη καί ὁμόνοια δέν ὑφίσταται σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο, ὅταν εἴμεθα ἑνωμένοι μέ τούς ἔχοντας ἀνίατη καί κολλητική ἀσθένεια, ἀλλά ὅταν ἀποκοπτόμεθα ἀπό αὐτούς. Τότε, ἀναφέρει ὁ ἅγιος, μέ τό ὑγιαῖνον μέρος συνάπτεται ὁ οὐρανός: «ὅταν γάρ ἀποσχιστῇ τό χεῖρον, τότε λοιπόν τῷ κρείττονι συνάπτεται ὁ οὐρανός». Δηλαδή ἑνωνόμεθα μέ τόν Θεό καί τούς Ἁγίους, ὅταν ἀπομακρυνθοῦμε καί ἀποσχιστοῦμε ἀπό τούς ἀνιάτως ἔχοντας περί τήν πίστιν, οἱ ὁποῖοι μάλιστα εἶναι ἐχθροί κατά τήν διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης διότι μᾶς ἐμποδίζουν εἰς τήν εὐσέβεια καί τήν εὐσεβῆ πίστι.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἐπίσης, διδάσκει σαφέστατα τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τόν οἱονδήποτε μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό: «Ὅταν δέ ἡ τῶν γονέων σχέσις καί φιλία πρός αὐτόν φέρῃ τόν κίνδυνον τήν ψυχήν καί τοῦ δημιουργοῦ πόρρῳ ποιῇ, ἐκκόπτειν ταύτην παντάπασι προστετάγμεθα, καί μηδόλως εἴκειν τοῖς χωρίζουσι ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μισεῖν τούτους καί ἀποστρέφεσθαι, κἄν πατήρ ὁ τά ἀπευκταῖα ἐπιτάττων εἴη, κἄν μήτηρ, κἄν βασιλεύς, κἄν τῆς ζωῆς αὐτῆς κύριος» (Δαμασκηνοῦ Ἰω., Βαρλαάμ και Ἰωάσαφ, κεφ. ΧΧV, T.L.G., p. 376, l. 12).
Ὁ Ἁγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας κάνει τήν ἴδια διδασκαλία ἐπί τοῦ θέματος τούτου: «”Καί ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκειακοί αὐτοῦ”. Ἐχθροί μέν οὖν καθό καί ἑτερόφρονες· φίλοι δέ καί οὐν εἰς μακράν, ὡς ἐν ὁμοψυχίᾳ πίστεως καί ὡς ἐν ἑνότητι Πνεύματος καί ἀγάπης τῆς ἐν Χριστῷ» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις εἰς τόν Προφήτην Ἀγγαῖον, T.L.G., v. 2, p.e 280, l. 1).
          Ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος, ὁμιλῶν δι’ αὐτήν τήν θεομίσητον ὁμόνοια, ἡ ὁποία γίνεται εἰς βάρος τῆς πίστεως, καί διά τήν θεάρεστον διάστασιν, ἡ ὁποία διατηρεῖ ἀλώβητον τήν Ὀρθόδοξον πίστιν καί γίνεται χάριν αὐτῆς, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Καλόν τό εἰρηνεύειν πρός πάντας, ἀλλ᾿ ὁμονοοῦντας πρός τήν εὐσέβειαν· ἡ γάρ εἰρήνη μετά τοῦ δικαίου καί πρέποντος, κάλλιστόν ἐστι κτῆμα καί λυσιτελέστατον, μετά δέ κακίας ἤ δουλείας ἐπονειδίστου, πάντων αἴσχιστον τε καί βλαβερώτατον· ὅτι ἔστι κακή ὁμόνοια καί καλή διαφωνία· ἔστι σχισθῆναι καλῶς καί ὁμονοῆσαι κακῶς· οἷς γάρ ἡ φιλία πρόξενος ἀπωλείας, τούτοις τό μῖσος ἀρετῆς ὑπόθεσις γίνεται· καί κρείσσων ἐμπαθοῦς ὁμονοίας ἡ ὑπέρ ἀπαθείας διάστασις» (Ἰωσήφ Βρυεννίου, Τά Εὑρεθέντα, τομ. Α΄, σελ. 410, ἐκδόσεις Ρηγόπουλου).
          Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, τέλος, ἐπί τοῦ θέματος τῆς κακῆς ὁμονοίας καί τῆς καλῆς καί θεαρέστου διαστάσεως ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Οὐδὲν γὰρ οὕτως ἰσχυρὸν εἰς ὁμόνοιαν τοῖς γνησίοις τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ὡς ἡ περὶ Θεοῦ συμφωνία· καὶ οὐδὲν οὕτως ἕτοιμον εἰς διάστασιν, ὡς ἡ περὶ τοῦτο διαφωνία. Καὶ γὰρ ὁ τὰ ἄλλα ἐπιεικέστατος περὶ τοῦτο θερμότατος, καὶ ὁ πραῢς ὄντως γίνεται μαχητής, ὅταν ἴδῃ μακροθυμίᾳ Θεὸν ζημιούμενος, μᾶλλον δὲ Θεὸν ζημιῶν τῷ ἑαυτοῦ πτώματι, τὸν ἡμᾶς πλουτοῦντά τε καὶ πλουτίζοντα» (Ε.Π.Ε. 1, 248, 15).
          Ὅταν λοιπόν ὑπάρχει, σύμφωνα μέ τόν θεολόγο, διαφωνία στά θέματα τῆς πίστεως, τότε ὑπάρχει ἡ διάστασις, τότε ὁ ἐπιεικής γίνεται θερμός καί ὁ πρᾶος μαχητής, προκειμένου νά μήν ζημιωθῆ ὁ ἴδιος καί νά μήν ζημιώση τόν ἴδιο τόν Θεόν μέ τήν πραότητα καί μακροθυμία του.
          Ὡς ἐκ τούτου οἱ Πατέρες, στό χωρίο αὐτό τῆς Καινῆς Διαθήκης, δέν εἶδον ὡς ἐχθρούς τῶν Ὀρθοδόξων μόνο τούς κατά σάρκα οἰκιακούς των, ἀλλά καί τούς κατά πνεῦμα· δηλαδή εἶδαν τό θέμα ἐκκλησιαστικῶς καί μᾶς ἐδίδαξαν ὅτι γίνονται ἐχθροί μας καί πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό αὐτούς, ὅσοι διαστρέφουν τήν πίστι καί μᾶς ὁδηγοῦν στήν αἵρεσι. Ἄν δέν ὑπάρχη αὐτή ἡ ἀπομάκρυνσις καί διάστασις, τότε δέν εἰρηνεύουμε μέ τόν οὐρανό καί ζημιούμεθα αὐτόν τόν ἴδιο τόν Θεό, δηλαδή ἔχοντας ἑνότητα ἐκκλησιαστική μέ τούς αἱρετικούς ἔχομε διάστασι συγχρόνως μέ τόν Θεό. Ἀντιθέτως δε, ἔχοντας ἐκκλησιαστική διάστασι μέ τούς αἱρετικούς, ἔχουμε ἑνότητα, ὁμόνοια καί εἰρήνη μέ τόν Θεό.

12) Ματθ. 12,33: «Ἤ ποιήσατε τό δένδρον καλόν, καί τόν καρπόν αὐτοῦ καλόν, ἤ ποιήσατε τό δένδρον σαπρόν, καί τόν καρπόν αὐτοῦ σαπρόν· ἐκ γάρ τοῦ καρποῦ τό δένδρον γινώσκεται».
Τό χωρίον αὐτό εἶναι ὄντως καταλυτικόν γιά τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι μᾶς διδάσκει νά ἐρευνοῦμε καί νά ἐξετάζουμε ἄν εἶναι ὑγιές καί σωστό τό δένδρο ἀπό τούς καρπούς πού παράγει. Εἶναι δέ συναφές τό χωρίο τοῦτο τῆς Καινῆς Διαθήκης μέ τό Ματθ. 7, 17-20, καθώς καί μέ τό Λουκ. 6, 43-44.
          Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό χωρίον αὐτό τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Καί γάρ ἡ τοῦ δένδρου διάκρισις ἀπό τοῦ καρποῦ φαίνεται, οὐχ ὁ καρπός ἀπό τοῦ δένδρου· ὑμεῖς δέ τουναντίον ποιεῖται. Εἰ γάρ καί τό δένδρον τοῦ καρποῦ αἴτιον ἀλλ’ ὁ καρπός τοῦ δένδρου γνωριστικός. Καί ἀκόλουθον ἦν ἤ καί τά ἔργα διαβάλλειν ἡμᾶς αἰτιωμένους ἤ τοῦτα ἐπαινοῦντας καί ἡμᾶς τούς ἐργαζομένους τῶν ἐγκλημάτων ἀπαλλάττειν τούτων. Νῦν δέ τουναντίον ποιεῖτε· τοῖς γάρ ἔργοις οὐδέν ἐγκαλεῖν ἔχοντες, ὅπερ ἐστίν ὁ καρπός, τήν ἐναντίων περί τοῦ δένδρου φέρετε ψῆφον, ἐμέ δαιμονῶντα καλοῦντες, ὅπερ ἐσχάτης ἐστί παροινίας. Καί γάρ ὅπερ ἔμπροσθεν εἶπε τοῦτο καί νῦν κατασκευάζει, ὅτι οὐ δύναται δένδρον ἀγαθόν καρπούς πονηρούς ποιεῖν, οὐδ’ αὖ τουναντίον πάλιν. Ὥστε παρά πᾶσαν ἀκολουθίαν καί φύσιν αὐτῶν τά ἐγκλήματα (Ε.Π.Ε. 11, 108, 2).
          Ὁ Χρυσορρήμων λοιπόν πατήρ ἑρμηνεύοντας αὐτό τό χωρίο μᾶς διδάσκει ὅτι: «ἡ τοῦ δένδρου διάκρισις ἀπό τοῦ καρποῦ φαίνεται, οὐχ ὁ καρπός ἀπό τοῦ δένδρου». Δηλαδή, ἄν ὁ καρπός εἶναι καλός, σημαίνει ὅτι καί τό δένδρον εἶναι ὑγιές καί καλό ἤ τό ἀντίθετο. Διότι, ὅπως θαυμάσια ἐξηγεῖ, «ὁ καρπός τοῦ δένδρου γνωριστικός».
Οἱ καρποί ὡς ἐκ τούτου τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι σάπιοι καί δαιμονικοί καί τούς ἔχομε ἀναφέρει πάλιν καί πολλάκις (π.χ. ἔνταξις στό Π.Σ.Ε, ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων, ἀναγνώρισις τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν κ.λπ.). Αὐτοί ὅμως οἱ καρποί δέν εἶναι προσωπικοί, δηλαδή κάποιοι Οἰκουμενιστές ἐξέπεσον εἰς αὐτές τίς αἱρέσεις, ὅπως συνέβαινε καί παλαιότερα μέ διαφόρους αἱρετικούς, ἀλλά εἶναι ἐκκλησιαστικοί, δηλαδή εἶναι ἡ γραμμή καί πορεία τῆς νεοεποχίτικης «Ὀρθοδόξου» Ἐκκλησίας τῶν Οἰκουμενιστῶν. Αὐτό ἄλλωστε τό διακηρύττουν εὐκαίρως ἀκαίρως οἱ ἴδιοι, διά  νά ἀπαλλαγοῦν προφανῶς τῆς προσωπικῆς εὐθύνης, καί ἀναφέρουν ὅτι ὅ,τι κάνουν καί ἀποφασίζουν, τό κάνουν συνοδικῶς ἤ πανορθοδόξως. Θά ἦταν ἀσυγκρίτως καλύτερο νά ἔπραττον αὐτές τίς προδοσίες σέ προσωπικό ἐπίπεδο, διότι τότε θά ἐξέπιπτον ὡς ἄτομα, ἐνῶ τώρα συμπαρασύρουν καί ὅλους ὅσους τούς ἀκολουθοῦν καί τούς ἀναγνωρίζουν ὡς ποιμένες καί Ἐπισκόπους. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν ἀπό τόν καρπό γινώσκεται τό δένδρο ἀποδεικνύουν ὅτι τό δένδρο αὐτό ἡ Ἐκκλησία τους καί ἡ Σύνοδος τους εἶναι σαπρά (σάπια) καί δι’ αὐτό παράγει τέτοιους καρπούς.
Ἐδῶ πάλι δέν δύνανται οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι νά ἐπικαλεσθοῦν τήν ἀποστολική διαδοχή διά νά ἀποδείξουν ὅτι ἀνήκουν στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, διότι ἔτσι βαδίζουν ἀντιθέτως στήν Γραφή καί στόν Χρυσορρήμονα ἅγιο, προσπαθώντας νά ἀποδείξουν ἀπό τό δένδρο τόν καρπό. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο καί οἱ Ἑβραῖοι διαλεγόμενοι μέ  τόν Κύριο ἔλεγον ὅτι εἶναι τέκνα καί ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, ἐνῶ ὁ Χριστός τούς ἀπεκάλεσε «γεννήματα ἐχιδνῶν», προφανῶς ἐπειδή οἱ καρποί των καί τά ἔργα των δέν συμφωνοῦσαν μέ τόν Ἀβραάμ.
Δι’ αὐτό ὁ Χρυσόστομος πατήρ, ἑρμηνεύοντας ὅλα αὐτά τά χωρία πού ὁμιλοῦν δι’ αὐτό τό θέμα ἀναφέρει: «Καί γάρ ὅπερ ἔμπροσθεν εἶπε, τοῦτο καί νῦν κατασκευάζει, ὅτι οὐ δύναται δένδρον ἀγαθόν καρπούς πονηρούς ποιεῖν, οὐδ’ αὖ τοὐναντίον πάλιν». Τό «οὐδ’ αὖ τουναντίον πάλιν» σημαίνει ὅτι οὔτε το πονηρό δένδρο δύναται να κάνη καλούς καρπούς.  Δι’ αὐτόν τόν λόγο δέν δύνανται οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι νά καταδικάσουν π.χ. τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τούς αἱρετικούς ὀνομαστικῶς (Παπικούς, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες κλπ), τίς συμπροσευχές καί συνιερουργίες, διότι ὡς πονηρά δένδρα δέν δύνανται νά παράγουν ἀγαθούς καρπούς.
Δυστυχῶς οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἀντίθετα πρός τήν Ἁγία Γραφή καί τίς ἑρμηνεῖες τῶν Ἁγίων περιμένουν ἀπό τό σαπρό δένδρο ἀγαθούς καρπούς (π.χ. νά καταδικάσουν τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ οἱ ἴδιοι οἱ Οἰκουμενιστές ἤ νά λάβουν Συνοδικῶς ὀρθόδοξες ἀποφάσεις). Προφανῶς ὅμως ἀναγκάζονται νά τηροῦν αὐτή τήν στάσι, διότι δέν θέλουν ν’ ἀποδεχθοῦν ὅτι εἶναι καί αὐτοί ἐνσωματωμένοι καί κλάδοι  αὐτοῦ τοῦ σαπροῦ δένδρου.
Ἄρα λοιπόν γιά νά παράγουν αὐτούς τούς καρπούς οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι, καί μάλιστα ὄχι σέ προσωπικό ἀλλά σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο, σημαίνει ὅτι δέν εἶναι κλάδοι τοῦ ἀποστολικοῦ δένδρου, ἀλλά ἐξεκόπησαν διά τῆς αἱρέσεως ἤ ἀποτελοῦν πλέον ἄλλο δένδρο σαπρόν πού παράγει ἀνάλογους καρπούς. «Ἐκ γάρ τοῦ καρποῦ τό δένδρο γινώσκεται». Ὅλοι δέ αὐτοί πού τούς ἀκολουθοῦν καί τούς ἀναγνωρίζουν ὡς ποιμένες καί Ἐπισκόπους, ἀνήκουν καί αὐτοί σ’ αὐτό τό δένδρο τό σαπρόν τό  ὁποῖο παράγει αὐτούς τούς αἱρετικούς καρπούς.
Πρέπει ἐπίσης νά καταστήσουμε σαφές ὅτι καί οἱ σύγχρονοι γέροντες, τούς ὁποίους ἔχουν οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές ὡς βιτρίνα, δέν εἶναι καρποί αὐτοῦ τοῦ σαπροῦ Οἰκουμενιστικοῦ δένδρου, ἄν καί τυπικά ἀνῆκαν σ’ αὐτό.  Διότι ἐδῶ ὀνομάζομε καρπούς τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ σαπροῦ δένδρου τήν αἱρετική γραμμή καί τίς αἱρετικές διδασκαλίες καί τά ἀποτελέσματά των, βασικώτερα τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἄμβλυνσις τοῦ κριτηρίου τῆς πίστεως καί ὁ ἐθισμός τῶν Ὀρθοδόξων στήν αἵρεσι. Οἱ σύγχρονοι γέροντες ὅμως ὄχι μόνον δέν εἶχαν αὐτές τίς ἀντιλήψεις, ἀλλά καί τό λάθος των στό θέμα τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τούς αἱρετικούς δέν τό ἔκαναν πρός ἐφησυχασμό καί βόλεμα, ἀλλά κινούμενοι ἀπό ἀγαθή προαίρεσι, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἀποδεικνύει ἡ ὅλη βιοτή των, παρέμειναν δέ τυπικά στόν Οἰκουμενισμό, φοβούμενοι προφανῶς μήν μεταπέσουν στά σχίσματα τῶν Παλαιημερολογιτῶν.  Ὁ γνήσιος καρπός αὐτοῦ τοῦ σαπροῦ Οἰκουμενιστικοῦ δένδρου στό θέμα τῶν συγχρόνων ἁγιοποιήσεων εἶναι ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης, διότι ἐταυτίζετο πλήρως μέ ὅλες τίς Οἰκουμενιστικές αἱρέσεις καί μάλιστα εἶχε πολύ περισσότερες ἀπό αὐτές πού πρεσβεύει σήμερα ὁ Οἰκουμενισμός καί ὁπωσδήποτε τίς εἶχε στόν ὑπερθετικό βαθμό.

13) Ματθ. 15,14: «Ἄφετε αὐτούς· ὁδηγοί εἰσι τυφλοί τυφλῶν· τυφλός δέ τυφλόν ἐάν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται».
Τό χωρίον αὐτό τῆς Καινῆς Διαθήκης ὁμιλεῖ διά τήν πνευματική τυφλότητα καί τήν πνευματική καθοδήγησι, ἐφ’ ὅσον ὁ Κύριος ἀναφέροντάς το, ἀπευθύνετο εἰς τούς Φαρισαίους. Ἄλλωστε, ὁ σωματικά τυφλός, εἶναι φυσικῶς καί ἀνθρωπίνως ἀδύνατον νά ὁδηγῆ κάποιον ἄλλο τυφλό. Ἡ πνευματική δέ τυφλότης ἤ ἡ πνευματική καθοδήγησι ἔχει δύο διαστάσεις.
Ἡ μία εἶναι ἡ ἠθική καί πνευματική, κατά τήν ὁποία κάποιος εἶναι ἀνήθικος, φιλάργυρος, ἐγωϊστής κ.λπ. καί καθοδηγεῖ ἄλλους, ἐπειδή π.χ. ἔχει ἕνα ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα τοῦ Ἐπισκόπου, τοῦ Πνευματικοῦ κ.λπ.
          Ἡ δεύτερη, ἡ σημαντικώτερη, εἶναι ἡ δογματική, κατά τήν ὁποία, κάποιος ἔχει τήν πνευματική καθοδήγησι ἤ διαποίμανσι ἐξ’ αἰτίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ του ἀξιώματος καί συγχρόνως εἶναι αἱρετικός, εἴτε διότι ἔπεσε σέ κάποια αἵρεσι ἐκ τῶν ὑστέρων, εἴτε διότι ἐχειροτονήθηκε ἀπό ὁμοίους του αἱρετικούς, ἀκριβῶς διότι συμφωνοῦσε μέ αὐτούς εἰς τήν αἵρεσι, ὅπως ἐγίνετο παλαιά μέ τούς Ἀρειανούς, τούς Εἰκονομάχους κ.λπ. καί ὅπως γίνεται σήμερα μέ τούς Οἰκουμενιστές.
          Ἡ ἀντιμετώπισις αὐτῶν τῶν δύο περιπτώσεων ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ πρός τούς ποιμένες πρέπει νά εἶναι διαφορετική. Αὐτό τό ἐξηγεῖ θαυμάσια ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό χωρίον τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε κ.λπ.» Στήν ἀρχή τῆς ὁμιλίας του ἀναφέρεται στό πόσο κακό εἶναι ἡ ἀναρχία, καί μάλιστα μέσα στήν Ἐκκλησία, καί μέ διάφορες παρομοιώσεις ἀπό τήν κοσμική ζωή ἀποδεικνύει τήν ἀναγκαιότητα τῆς ὑπακοῆς πρός αὐτούς πού ἔχουν τήν ἐξουσία: «Κακόν μέν ἡ ἀναρχία πανταχοῦ, καὶ πολλῶν ὑπόθεσις συμφορῶν, καὶ ἀρχὴ ἀταξίας καὶ συγχύσεως· μάλιστα δὲ ἐν Ἐκκλησίᾳ τοσοῦτον ἐπισφαλεστέρα ἐστίν, ὅσον καὶ τὸ τῆς ἀρχῆς μεῖζον καὶ ὑψηλότερον. Ὥσπερ γάρ, ἂν χοροῦ τὸν κορυφαῖον ἀνέλῃς, οὐχὶ κατὰ μέλος καὶ κατὰ τάξιν ὁ χορὸς ἔσται, καὶ φάλαγγος στρατοπέδου τὸν στρατηγὸν ἂν ἀποστήσῃς, οὐκ ἔτι ῥυθμῷ καὶ τάξει τὰ τῆς παρατάξεως ἔσται, καὶ πλοίου τὸν κυβερνήτην ἐὰν περιέλῃς, καταδύσεις τὸ σκάφος· οὕτω καί, ποιμνίου τὸν ποιμένα ἐὰν ἀποστήσῃς, πάντα ἀνέτρεψας καί ἠφάνισας» (Ε.Π.Ε. 25, 370).
          Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρεται στήν ἀπείθεια καί ἀνυπακοή τοῦ λαοῦ πρός τούς ἐκκλησιαστικούς ἄρχοντας, καί διδάσκει ὅτι ἡ ἀνυπακοή τοῦ λαοῦ στούς ἐκκλησιαστικούς ἄρχοντας συνεπάγεται τιμωρία καί κόλασι. «Κακόν μέν οὖν ἡ ἀναρχία καί ἀνατροπῆς ὑπόθεσις, κακὸν δὲ οὐχ ἧττον καὶ ἡ ἀπείθεια τῶν ἀρχομένων· τὸ αὐτὸ γὰρ γίνεται πάλιν. Λαὸς γὰρ ἄρχοντι μὴ πειθόμενος, ὅμοιός ἐστι τῷ μὴ ἔχοντι, τάχα δὲ καὶ χείρων· ἐκεῖ μὲν γὰρ καὶ συγγνώμην ἔχουσιν ὑπὲρ τῆς ἀταξίας, ἐνταῦθα δὲ οὐκέτι, ἀλλά καί κολάζονται».
          Κατόπιν ὁ ἅγιος ἀναφέρεται στό τρίτο κακό τό ὁποῖο ἐπιτελεῖται στήν περίπτωσι πού ὁ ἐκκλησιαστικός ἄρχοντας εἶναι κακός. Ἐδῶ ὁ ἅγιος δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι αὐτό εἶναι τό χειρότερο κακό, διότι αὐτοί πού θά ἀκολουθήσουν τόν κακό ἄρχοντα ὁπωσδήποτε θά ὑποστοῦν ναυάγια καί καταστροφή. «Ἄλλ’  ἴσως ἐρεῖ τις ἡμῖν, ὅτι ἔστι καὶ τρίτον κακόν, ὅταν ὁ ἄρχων ᾖ κακός. Οἶδα κἀγώ, καὶ οὐ μικρὸν τοῦτο κακόν, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναρχίας πολλῷ κάκιον· κρεῖττον γὰρ ὑπὸ μηδενὸς ἄγεσθαι ἢ ὑπὸ κακοῦ ἄγεσθαι. Ὁ μὲν γὰρ πολλάκις μὲν ἐσώθη, πολλάκις δὲ ἐκινδύνευσεν· οὗτος δὲ πάντως κινδυνεύσει, εἰς βάραθρα ἀγόμενος».
          Μετά ἀπό ὅλη αὐτή τήν διδασκαλία περί ἀρχόντων καί ἀρχομένων ἑρμηνεύει τό χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε»  καί διδάσκει τό ποῦ αὐτό ἀναφέρεται. Διδάσκει ὁ ἅγιος ὅτι, ὅταν ὁ ἐκκλησιαστικός ἄρχοντας σφάλλει στά θέματα τῆς πίστεως, πρέπει νά φεύγωμε μακρυά ἀπό αὐτόν, ἐνῶ ὅταν σφάλλει σέ ὅλα τά ἄλλα θέματα δέν πρέπει ὄχι μόνο νά φεύγωμε, ἀλλά οὔτε καί νά τά ἐξετάζωμε. «Πῶς οὖν ὁ Παῦλος φησί· ”πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε;  Ἀνωτέρω εἰπών, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν, τότε εἶπε, ”πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε. Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρὸς ᾖ, καὶ μὴ πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών· εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου. Καὶ τοῦτο οὐκ οἴκοθεν λέγω τὸ ὑπόδειγμα, ἀλλ’ ἀπό τῆς θείας Γραφῆς» (Ὡς ἀνωτ. σελ. 372).
Ἐν συνεχείᾳ, ἀφοῦ ἀναφέρει ὁ ἅγιος τά παραδείγματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς τά ὁποῖα συνηγοροῦν σ’ αὐτήν τήν διδασκαλία, ἀναφέρει ὅτι τό χωρίον τῆς Ἁγίας Γραφῆς «μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε» ἀναφέρεται σέ ὅλα τά ἄλλα θέματα, πλήν τῶν θεμάτων τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως «ἐπεί καί τό “μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε” περί βίου ἐστίν, οὐ περί πίστεως». Δηλαδή, ὅταν οἱ ἐκκλησιαστικοί ἄρχοντες σφάλλουν στά θέματα τῆς πίστεως, ὄχι μόνο θά τούς κρίνομε, ἀλλά καί εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό αὐτούς.
Ἐπανερχόμενοι μετά τίς ἑρμηνευτικές διευκρινίσεις καί διδασκαλίες τοῦ Χρυσορρήμονος, στό χωρίο τοῦ Ματθαίου (15,14) «τυφλός δέ τυφλόν ἐάν ὁδηγῆ, ἀμφότεροι, εἰς βόθυνον πεσοῦνται» ἀναφέρομε, ὅτι αὐτό τό χωρίον καί ἡ διδασκαλία τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ἀναφέρεται κατ’ ἐξοχήν καί πρωτίστως εἰς τά θέματα τῆς πίστεως. Διότι, ἐάν ἀκολουθοῦμε τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται καί εἶναι τυφλοί ἐξ’ αἰτίας τῆς αἱρέσεως, εἶναι φυσικό νά πέσωμε μαζί των στόν γκρεμό καί στό βάραθρο τῆς αἱρέσεως, ἐφ’ ὅσον αὐτοί, ὡς ἐκπρόσωποί μας, ἀποφασίζουν καί ἐπιτελοῦν τίς προδοσίες τῆς πίστεως. Τό σημαντικό δέ, εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι, εἶναι ὅτι οἱ ἔγκριτοι ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς διδάσκουν εἰς τό συγκεκριμένο χωρίο ὅτι ὁ Κύριος ἀπεκάλεσε ἔτσι τούς Φαρισαίους διά νά ἀπομακρύνη τόν λαό ἀπό αὐτούς.
Εἶναι φανερό καί σαφέστατο ὅτι ὁ Κύριος, στό χωρίο αὐτό, δέν ἀφήνει περιθώρια σωτηρίας σέ ὁποιονδήποτε ἔχει καί ἀκολουθεῖ τυφλόν ὁδηγό. Δέν θά σωθῆ, δηλαδή κάποιος, ἔστω καί ἄν ἀπό ἄγνοια ἤ κακή διάγνωσι ἤ ἔλλειψι διακρίσεως, ἀκολουθήσει τυφλόν ὁδηγό. Ἐδῶ διαφαίνεται ἡ πλήρης διαφωνία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν μέ τήν Ἁγία Γραφή, διότι αὐτοί διδάσκουν ὅτι τυφλός καθίσταται κάποιος μετά τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἐνῶ πρίν ἀπό αὐτήν εἶναι κανονικός Ἐπίσκοπος εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ. Ἐπίσης διδάσκουν (τό κυριώτερο) ὅτι δέν βλάπτονται οὔτε μολύνονται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτόν τόν τυφλό ὁδηγό Ἐπίσκοπο, ἐφ’ ὅσον ἔχουν Ὀρθόδοξο φρόνημα.
Ὁ Μ. Βασίλειος ἀντιθέτως πρός τούς Ἀντιοικουμενιστές διδάσκει τά ἑξῆς: «Προτρέπεται ἡμᾶς ὁ λόγος, μή ἄγεσθαι ὑπό τῆς πιθανότητος τῶν ἑτεροδόξων· μανία γάρ σαφής, ἐξεστηκόσιν ἀκολουθεῖν. Γνώρισον αὐτούς ὅτι ἐξέστησαν. Ἔξω εἰσί τῆς ὁδοῦ, τῆς προς Θεόν ἀγούσης· μή χρήσῃ αὐτοῖς ὁδηγοῖς, μή ποτε ἀχθῇς ὑπ’ αὐτῶν εἰς κρημνόν καί βάραθρον. Τυφλός γάρ ἐάν τυφλόν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Μ. Βασιλείου, Εἰς τόν Προφήτην Ἡσαΐαν, κεφ. ιστ΄, T.L.G., c. 16, s. 305, l. 21).
Εἶναι θαυμάσια  καί  καταλυτική ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἑρμηνεύοντας τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἀναφέρει σαφῶς καί ἀπεριφράστως ὅτι εἶναι μανία (τρέλα) καθαρή (σαφής) τό νά ἀκολουθῆς τούς διεστραμμένους καί αἱρετικούς.  Αὐτήν, λοιπόν ἀκριβῶς, τήν μανία (τρέλα) τήν ἐβάπτισαν οἱ Ἀντιοικουμενιστές διάκρισι, καί τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό αὐτούς (τούς αἱρετικούς καί διεστραμμένους) τήν ἐβάπτισαν σχίσμα καί ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία.  Τραγική ὄντως ἀντίθεσις μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἀναφέρει τά ἑξῆς ἑρμηνεύοντας τό ἐν λόγῳ χωρίο: «Ἀπεγνωσμένων δέ ὄντων τῶν Φαρισαίων καί ἀνιάτων εἶπε τό «Ἄφετε αὐτούς». Ἐντεῦθεν οὖν μανθάνομεν ὅτι τό σκανδαλίζεσθαι τούς ἑκοντί σκανδαλιζομένους καί ἀνιάτους, οὐκ ἔστιν ἡμῖν βλαβερόν· διδασκάλους δέ αὐτούς λέγει τυφλούς τυφλῶν τοῦτο δέ φησίν ὡς ἄν ἀποστήση ἀπ’ αὐτῶν τούς ὄχλους»  (P.G. 123, 308Β). Δηλαδή ὁ λαός ἔπρεπε νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τούς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι τόν ὡδηγοῦσαν διεστραμμένα.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁ ἄριστος τῶν ἑρμηνευτῶν ἀναφέρει εἰς τήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χωρίου τά ἑξῆς: «...εἶτα καί τό πλῆθος ἀποσχίζων αὐτῶν ὡς μέλλον εἰς βάραθρον ἐμπίπτειν δι’ αὐτούς, φησίν “Τυφλός, τυφλόν ἐάν ὁδηγεῖ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον ἐμπεσοῦνται”. Μέγα μέν κακόν καί τυφλόν εἶναι· τό δέ καί τοιοῦτον ὄντα μήτε ἔχει τόν χειραγωγόν, καί ὁδηγοῦ τάξιν ἐπέχειν, διπλοῦν καί τριπλοῦν ἔγκλημα. Εἰ γάρ τό μή ἔχειν ὁδηγόν τόν τυφλόν ἐπισφαλές, πολλῶ μᾶλλον τό καί ἑτέρῳ τοῦτο βούλεσθαι εἶναι» (Ε.Π.Ε. 11, 384, 9).
Νομίζω ὅτι μέ αὐτές τίς ἑρμηνεῖες τῶν Πατέρων, ἄν κάποιος δέν ἔχει κακή προαίρεσι, θά πρέπει νά εἶναι ὄντως τυφλός, ἄν ἰσχυρίζεται ὅτι πρέπει νά μήν ἀπομακρυνθοῦμε καί ἀποτειχιστοῦμε ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους, γιά νά μήν ἐξέλθουμε τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά μήν κάνουμε σχίσμα κ.λπ. Διότι αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι, ὄχι μόνο εἶναι τυφλοί στά θέματα τῆς πίστεως, ὄχι μόνο ἀπαιτοῦν νά ὁδηγοῦν στήν προδοσία καί στόν γκρεμό τούς πιστούς, ἀλλά  ἔγιναν ἐπίσκοποι γιά νά ἐπιτελέσουν αὐτόν τόν συγκεκριμένο σκοπό, καί ἐπελέγησαν ὡς κατάλληλοι ἀπό ἄλλους ὁμοίους των, μετά ἀπό ἐξετάσεις πού ἔδωσαν, ὅτι θά εἶναι πιστοί σ’ αὐτό πού ἐπελέγησαν νά ἐπιτελέσουν.

14) Ματθ. 16, 17-18: «Καί ἀποκριθείς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σάρξ καί αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. κἀγώ δέ σοι λέγω ὅτι σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησίαν, καί πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».
Αὐτά τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τήν ὁμολογία τοῦ Πέτρου φαίνονται ἐκ πρώτης ὄψεως ὅτι δέν ἔχουν κάποια σχέσι μέ τήν παροῦσα ὑπόθεσι τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους· ἐπειδή ὅμως γίνεται εὐρεία καί ἀπροκάλυπτος διαστροφή των, ἀπό Οἰκουμενιστές καί Ἀντιοικουμενιστές, θά ἀναφέρωμε τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων ἐπί τοῦ θέματος τούτου, γιά νά δείξωμε τήν ἀληθινή ἔννοια τῶν λόγων τοῦ Κυρίου. Διότι διαστρέφοντάς τα, καί κατά τό δή λεγόμενο «πλανῶντες καί πλανώμενοι», οἱ μέν Οἰκουμενιστές θεωροῦν  Ἐκκλησία τούς ἑαυτούς των, δηλαδή τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί, στηριζόμενοι ἀποκλειστικά καί μόνο στήν ἀποστολική διαδοχή, διακηρύττουν ὅτι στήν Ἐκκλησία (σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Κυρίου) δέν θά κατισχύσουν οἱ πύλες τοῦ ᾅδου καί, ἄρα, αὐτοί ὡς ἐκπρόσωποί της δύνανται νά τήν ὁδηγοῦν ὁπουδήποτε, ὁ δέ λαός εἶναι ὑποχρεωμένος νά τούς ἀκολουθῆ καί νά τούς ἀναγνωρίζη· οἱ Ἀντιοικουμενιστές δέ πάλι, σιγοντάροντας τούς Οἰκουμενιστές καί τρόπον τινά στηρίζοντας τους στήν αἵρεσι, θεωροῦν καί αὐτοί ὡς Ἐκκλησία τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί διδάσκουν τήν θεωρία τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τοῦ βολέματος, ὅτι δηλαδή, ἐφ’ ὅσον τήν Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Κυρίου, δέν θά κατισχύσουν «οἱ πύλες τοῦ ᾅδου», δέν πρέπει οἱ πιστοί νά ἐξέλθουν  ἀπό αὐτήν τήν αἱρετική ἐκκλησία, ἔστω δηλαδή καί ἐάν σφάλλη καί πλανηθῆ στά θέματα τῆς πίστεως, ἀλλά ὀφείλουν ἁπλῶς καί μόνο νά διαμαρτύρωνται καί νά κάνουν ὁμολογίες τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, κατά τά ἄλλα δέ νά ἀναμένουν ἐντός τῆς αἱρέσεως τήν διόρθωσι τῶν πραγμάτων.
          Ἐδῶ γίνεται διαστροφή, σέ σημεῖο αἱρέσεως, δύο πραγμάτων. Ἀφ’ ἑνός μέν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία γιά νά ὑπάρχη πρέπει νά εὑρίσκεται ἀποκλειστικῶς μόνο στόν χῶρο τῆς ἀληθείας, ἀφ’ ἑτέρου δέ, διαστρέφεται ἡ ἔννοια τῶν λόγων τοῦ Κυρίου περί τῶν πυλῶν τοῦ ᾅδου, οἱ ὁποῖες δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τούς ἴδιους τούς αἱρετικούς. Στήν προκειμένη δέ περίπτωσι, ἐπειδή μᾶς ἐνδιαφέρει, σύμφωνα μέ τό ἐν λόγῳ χωρίο ἡ ἔννοια καί ἡ Ὀρθόδοξος θέσις «τῶν πυλῶν τοῦ ᾅδου» προσθέτουμε ὅτι τίς «πύλες τοῦ ᾅδου», καί οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές, τίς θεωροῦν ἀορίστως σάν μία ἔκφρασι τοῦ Κυρίου χωρίς συγκεκριμένο νόημα ἤ ἀντικείμενο, τήν ὁποία ἀνέφερε ὁ Κύριος πρός τόν Πέτρο ἁπλῶς καί μόνο γιά νά δηλώση τήν ἕως ἐσχάτων ὕπαρξι τῆς Ἐκκλησίας καί τήν διαιώνισί της μέ μόνη τήν ἀποστολική διαδοχή.
          Θά ἀναφέρωμε λοιπόν, ὡς ἐκ τούτου, τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων ἐπί τοῦ θέματος τούτου, γιά νά δείξωμε τήν ἀληθινή ἔννοια τῶν λόγων τοῦ Κυρίου και, ἀκόμη, ὅτι μέ τήν ἔννοια αὐτή καί διάστασι πού δίδουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει ἀμέσως νά ἀποτειχιστοῦμε ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους, εἰδ’ ἄλλως τοποθετοῦμε τήν Ἐκκλησίαν ἐντός τῶν πυλῶν τοῦ ᾅδου.
          Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας κατ’ ἀρχάς, ὡς ἔγκριτος ἑρμηνευτής τῶν Εὐαγγελίων ἀναφέρει τά ἑξῆς: «...Εἰπών δέ τήν Ἐκκλησίαν μου, δείκνυσιν ἑαυτόν δεσπότην τοῦ παντός. Θεοῦ γάρ δοῦλα τά σύμπαντα. Πύλαι δέ ᾅδου, οἱ κατά καιρούς διῶκται, οἵ εἰς ᾅδην παρέπεμπον τούς χριστιανούς. Καί οἱ αἱρετικοί δέ, πύλαι εἰς ᾅδην φέρουσαι· πολλῶν οὖν διωκτῶν καί πολλῶν αἱρετικῶν ὑπερίσχυσεν ἡ Ἐκκλησία...» (P.G. 123, 308Β). Σύμφωνα λοιπόν μέ τόν Θεοφύλακτον Βουλγαρίας οἱ πύλες τοῦ ᾅδου εἶναι οἱ «κατά καιρούς διῶκται καί οἱ αἱρετικοί». Συνήθως δέ οἱ αἱρετικοί διαχρονικά ἦσαν καί διῶκτες τῶν Ὀρθοδόξων.
          Ὁ μέγας Φώτιος ἀπαντώντας σέ σχετική ἐρώτησι ἀναφέρει τά ἑξῆς: «...Υἱόν γάρ ἀνθρώπου ἑαυτόν ἀνειπών καί παρά τοῦ κορυφαίου Πέτρου, Υἱός τοῦ ζῶντος Θεοῦ ἀναρρηθείς· τό μέν οἷς αὐτός εἶπε, τό δέ οἷς ἀπεδέξατο ἐβεβαίωσε· διό καί μισθόν τῷ Πέτρῳ τῆς ὀρθῆς ὁμολογίας, τάς τε κλεῖς τῆς βασιλείας ἐνεχείρισε, καί ἐπί τῇ αὐτοῦ ὁμολογίᾳ ἐστηρίχθαι τήν ἐκκλησίαν καί κατά πυλῶν ᾅδου καί πάσης αἱρετικῆς ἀθυροστομίας, λαμπρά φέρειν τά νικητήρια ἐκραιταίωσεν» (Ε.Π.Ε. 3, 224, 18). Καί ὁ μέγας Φώτιος λοιπόν τίς πύλες τοῦ ᾅδου τίς ἀποδίδει ἀποκλειστικῶς καί μόνο στούς αἱρετικούς.
          Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ἐπίσης σέ ἐπιστολή του ἑρμηνεύει τήν συγκεκριμένη ἔκφρασι τοῦ Κυρίου «πύλας ᾅδου» ὡς ἑξῆς: «πύλας ᾅδου» ὁ Θεῖος λόγος ἐκάλεσε τάς τῶν ἀθέων τιμωρίας, τάς τῶν αἱρετικῶν βλασφημίας, αἷστισι πάσαις ἀνθεστῶσα ἡ τοῦ θεοῦ ἐκκλησία, τάς μέν καταγωνίζεται, ὑπό δέ τῶν οὐ κατακυριεύεται» (Ε.Π.Ε. 1, 242, 15). Καί ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος λοιπόν ὁ Πηλουσιώτης τίς πύλες τοῦ ᾅδου τίς ταυτίζει μέ τίς τιμωρίες τῶν ἀθέων καί τίς αἱρέσεις (βλασφημίες) τῶν αἱρετικῶν. Μάλιστα στό σημεῖο αὐτό διδάσκει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν καταλαμβάνεται (κατακυριεύεται) ἀπό τίς πύλες αὐτές τοῦ ᾅδου, δηλαδή τίς αἱρέσεις.
          Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης τέλος συνομολογῶν τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, σέ ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ναυκράτιο ἀναφέρει ἐπί τοῦ θέματος τούτου τά ἑξῆς: «...ᾖσα ὁ ταπεινός χαριστήρια, ὡς οὐ καταλέλοιπεν τέλεον Κύριος τήν ἐκκλησίαν αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἔδειξεν ἔτι ἔχειν τήν ἰσχύν αὐτῆς, κινήσας τούς ἀπό Δύσεως ἀδελφούς ἡμῶν ἔλεγχον τῆς παροινίας τῶν τῇδε καί φωτισμόν τῶν νυκτομαχούντων τῇ αἱρέσει. Κἄν ἀπεσείσαντο οἱ ἀτεράμονες, κἄν ὀφθαλμούς καρδίας οὐκ ἤνοιξαν (μαρτυριῶ ἄρτι κατενώπιον θεοῦ καί ἀνθρώπων), ἑαυτούς ἀπέρρηξαν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ κορυφιακοῦ θρόνου, ἐν ᾧ Χριστός ἔθετο τάς κλεῖς τῆς πίστεως, ἧς οὐ κατίσχυσαν ἀπ' αἰῶνος οὐδ᾿ ἄν κατισχύσωσι μέχρι συντελείας πύλαι ᾃδου, τά τῶν αἱρετικῶν δηλαδή στόματα, ὡς ἡ τοῦ ἀψευδοῦς ὑπόσχεσις» (Φατ. 407, 564, 4). Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λοιπόν διδάσκει καί αὐτός ἀπερίφραστα ὅτι οἱ πύλες τοῦ ᾅδου εἶναι οἱ αἱρετικοί.
          Ἐπίσης ὁ Ὅσιος, ἐπί τοῦ ἰδίου θέματος, ἀναφερόμενος μάλιστα στήν μοιχειανική αἵρεσι, ἀναφέρει τά ἑξῆς σέ ἐπιστολή του πρός τον μάγιστρο  Θεόκτιστο:  «Πολλοί τοίνυν καί ἄλλοι, ἐπειδή τό βούλεσθαι καί αὐτοῖς νόμος ἐστίν οὐ θεῖος, ἀλλά ἀνθρώπινος καί κατηγορούμενος, δεδράκασι καί δράσωσι τυχόν ἕως τοῦ αἰῶνος. ἀλλ᾿ ἡ τοῦ θεοῦ ἐκκλησία μεμένηκεν ἀπήμαντος, κἄν πολλοῖς ἐβλήθη τοξεύμασι, καί πύλαι ᾅδου κατισχῦσαι αὐτῆς οὐ δεδύνηνται. Οὐδέ παρά τούς κειμένους ὅρους καί νόμους πράττειν τι καί λέγειν ἀνέχεται, κἄν πολλοί πολλαχῶς ποιμένες ἠφρονεύσαντο· ἐπεί καί συνόδους συνεκρότησαν μεγάλας καί παμπληθεῖς καί ἐκκλησίας θεοῦ ἑαυτούς ὠνομάκασιν καί ὑπέρ κανόνων ἐφρόντισαν τό δοκεῖν, κατά κανόνων τό ἀληθές κινούμενοι» (Φατ. 24, 66, 57). Ὁ Ὅσιος λοιπόν διδάσκει ὅτι οἱ πύλες τοῦ ᾅδου, δηλαδή οἱ αἱρετικοί, δέν ἠδυνήθησαν νά καταβάλλουν τήν Ἐκκλησία, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία δέν ἀνέχεται «παρά τούς κειμένους ὅρους καί νόμους πράτειν τι καί λέγειν».
          Ἡ διδασκαλία, ὡς ἐκ τούτου, τῶν Ἁγίων Πατέρων καταρρίπτει τήν διδασκαλία τῶν Οἰκουμενιστῶν καί Ἀντιοικουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι σήμερα ἡ Ἐκκλησία ὁριοθετεῖται μέσα στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δηλαδή μέσα στίς πύλες τοῦ ᾅδου. Ἐπίσης καταρρίπτει τήν διδασκαλία ὅτι, ὅσοι εὑρίσκονται ἐκτός τῆς αἱρέσεως, δηλαδή οἱ ἀποτειχισμένοι ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, κάνουν σχίσμα κ.λπ.
Κατ’ οὐσίαν σήμερα ὁμοθυμαδόν οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές διδάσκουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμόθ. 3, 15), ἀλλά στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς αἱρέσεως, τῆς πλάνης καί τῆς ἀπάτης, ἐφ’ ὅσον τήν ὁριοθετοῦν ἀβασάνιστα, ἀντιπατερικῶς καί ἀντιευαγγελικῶς στόν χῶρο τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἐπίσης, ἄν ὑποθέσωμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὁριοθετεῖται μέσα στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁμολογοῦμε ἀπερίφραστα ὅτι οἱ πύλες τοῦ ᾅδου ὑπερίσχυσαν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἐκκλησία ἡττήθηκε καί κατ’ οὐσίαν ἔπαυσε νά ὑπάρχη. Διότι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος πέραν τῶν ἄλλων εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Αὐτοαλήθεια, ἡ δέ αἵρεσις εἶναι τό ψεῦδος καί ἡ πλάνη καί δέν δύναται αὐτά τά δύο νά συνυπάρχουν, νά συμπορεύωνται καί νά ἀλληλοπεριχωροῦνται.
Εἶναι φανερό ὅτι ἡ διαστροφή τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου περί τῶν πυλῶν τοῦ ᾅδου, γίνεται ἀπό τούς Οἰκουμενιστές καί τούς Ἀντιοικουμενιστές ἐσκεμμένα, διότι οἱ μέν Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι δέν ἔχουν τήν αὐτοσυνειδησία καί τήν ἐντιμότητα νά ὁμολογήσουν ὅτι οἱ πύλες τοῦ ᾅδου εἶναι οἱ ἴδιοι, οἱ δέ Ἀντιοικουμενιστές τό θάρρος νά ὁμολογήσουν ὅτι, γιά νά ἀνήκουν στήν ἀληθινή Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, πρέπει νά φύγουν ἀπό τίς πύλες τοῦ ᾅδου, δηλαδή νά ἀποτειχιστοῦν πάραυτα ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους.
Γίνεται ὡς ἐκ τούτου φανερό πώς τό χωρίο αὐτό, ὀρθοδόξως ἑρμηνευόμενο, ὁδηγεῖ ἀβίαστα στήν ἀποτείχισι, διεστραμμένα δέ καί αἱρετικά ἑρμηνευόμενο, ὁδηγεῖ στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, στόν ἐφησυχασμό καί στό βόλεμα, στήν τοποθέτησι καί ὁριοθέτησι δικῶν μας ὅρων καί ὁρίων (κοινό ποτήριο, ἄχρι καιροῦ μνημόνευσι κ.λπ.). Δι’ αὐτό, ὅπως προαναφέραμε, καί καταλήγοντας ἐπαναλαμβάνομε τόν λόγο τοῦ Κυρίου περί τῶν πυλῶν τοῦ ᾅδου, καί οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές τόν ἐκλαμβάνουν ἀόριστα καί ἀπρόσωπα καί χωρίς συγκεκριμένο νόημα καί ἀντικείμενο, ὥστε νά μήν δυνηθοῦν οἱ ἔχοντες ἀγαθήν προαίρεσι νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό αὐτές.

15) Ματθ. 18, 8-9: «εἰ δέ ἡ χείρ σου ἤ ὁ ποῦς σου σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτά καί βάλε ἀπό σοῦ· καλόν σοί ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τήν ζωήν χωλόν ἤ κυλλόν, ἤ δύο χεῖρας ἤ δύο πόδας ἔχοντα βληθῆναι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον. καί εἰ ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν καί βάλε ἀπό σοῦ· καλόν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰς τήν ζωήν εἰσελθεῖν, ἤ δύο ὀφθαλμούς ἔχοντα βληθῆναι εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός».
Στό χωρίο αὐτό τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὁ Κύριος, σύμφωνα μέ τίς ἑρμηνεῖες τῶν Ἁγίων, ὁμιλεῖ ἀλληγορικῶς καί διδάσκει τήν ἀπομάκρυνσι ἀποκοπή καί ἀποτείχισι ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἶναι μέν κοντά μας, ὅπως τά μέλη τοῦ σώματός μας, καί χρήσιμοι, ὅπως τά μέλη μας, πλήν ὅμως ἡ συναναστροφή μας μέ αὐτούς, καί ἡ καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἐπικοινωνία μας, γίνονται ἀφορμή νά παρασυρώμεθα στήν ἁμαρτία καί νά βλαπτώμεθα ψυχικά. Αὐτή τήν ἀλληγορική ἑρμηνεία δίδουν στό συγκεκριμένο ἁγιογραφικό χωρίο ἅπαντες οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ δέ ἱεροί Κανόνες ἀπαγορεύουν τόν ἀκρωτηριασμό τοῦ σώματός μας.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό ἀναφέρει τά ἑξῆς: «....οὐ περί μελῶν ταῦτα λέγων ἄπαγε· ἀλλά περί φίλων, περί τῶν προσηκόντων, οὕς ἐν τάξει μελῶν ἔχομεν ἀναγκαίων. Τοῦτο καί ἀνωτέρῳ εἴρηκε, καί νῦν λέγει. Οὐδέν γάρ οὕτω βλαβερόν, ὡς συνουσία πονηρά. Ὅσα γάρ ἀνάγκη μή δύναται, δύναται φιλία πολλάκις καί εἰς βλάβην καί εἰς ὠφέλειαν. Διό μετά πολλῆς τῆς σφοδρότητος τούς βλάπτοντας ἐκκόπτειν κελεύει, τούτους αἰνιττόμενος τούς τά σκάνδαλα φέροντας» (Ε.Π.Ε 11Α 94, 25). Ὀλίγον δέ κατωτέρω ὁ ἅγιος ἀναφέρει καί τά ἑξῆς: «Τούς πονηρούς φησί, κἄν σφόδρα σοι φίλοι ὦσιν, ἀπότεμνε τῆς φιλίας. Καί λέγει λογισμόν ἀναντίρρητον. Ἄν μέν γάρ μένωσι φίλοι, οὔτε αὐτούς κερδανεῖς, καί σαυτόν προσαπολεῖς· ἄν δέ ἀποτέμνῃς, τήν γοῦν σαυτοῦ σωτηρίαν καρπώσῃ. Ὥστε εἴ τινός σέ φιλία βλάπτει, ἔκκοπτε ἀπό σοῦ. Εἰ γάρ τῶν ἡμετέρων μελῶν πολλά πολλάκις ἀποτέμνομεν, ὅταν αὐτά τε ἀνιάτως ἔχῃ, καί τοῖς λοιποῖς λυμαίνεται, πολλῷ μᾶλλον ἐπί φίλων τοῦτο ποιεῖν χρή».
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐπίσης στηριζόμενος στό ἴδιο χωρίο διδάσκει τήν ἀναγκαία ἀπομάκρυνσι ἀπό οἱονδήποτε μᾶς βλάπτει ψυχικά: «Ἐὰν οὖν, φησίν, ἔχῃς φίλον καὶ συγγενῆ ἀναγκαῖόν σοι ὄντα, ὡς δεξιόν ὀφθαλμόν ἤ χεῖρα… και ἴδοις ἑαυτόν βλαπτόμενον τήν ψυχήν ὑπ’ αὐτοῦ, ἔκκοψον αὐτόν ἀπό σοῦ· οὐδεμία γάρ κοινωνία φωτί πρός σκότος, μάλιστα ἐάν ὑποκρίσεώς τινος καί δόλου μετέχωσι» (Μ. Ἀθανασίου, Ρήσεις καί ἑρμηνεῖαι Παραβολῶν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, Ἐρώτ. λε΄, T.L.G., v. 28, p. 721, l. 31).
          Σαφῶς λοιπόν οἱ Ἅγιοι διδάσκουν, ὅτι ὁ Κύριος στό συγκεκριμένο χωρίο διδάσκει, νά ἀποκοπτώμεθα ἀπό φίλους καί γνωστούς, οἱ ὁποῖοι μᾶς βλάπτουν ψυχικά. Ἄν ἀποκοποῦμε ἀπό αὐτούς σωζόμεθα, ἐπειδή ἀποφεύγομε τήν βλάβη πού προέρχεται ἀπό αὐτήν τήν φιλία καί σχέσι, ἐνῶ ἄν δέν ἀποκοποῦμε καταστρεφόμεθα μαζί μέ ἐκείνους.
          Ἐδῶ ὅμως γεννᾶται τό ἐρώτημα καί δημιουργεῖται ἡ εὔλογος ἀπορία. Πῶς εἶναι δυνατόν γιά τήν ψυχική βλάβη πού προέρχεται ἀπό φίλους καί γνωστούς ὁ Κύριος νά ἐπιτάσση τήν ἄμεση ἀποκοπή μας ἀπό αὐτούς, προκειμένου νά σωθοῦμε, καί γιά τήν βλάβη τήν ἀσυγκρίτως μεγαλυτέρα, ἡ ὁποία ὑπάρχει καί ὑφίσταται, ὅταν ὁ ποιμένας ἤ Ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός, νά ὀφείλωμε ὑπακοή καί ἀναγνώρισι εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, ἤ μέχρι τοῦ κοινοῦ ποτηρίου, ἤ ἄχρι καιροῦ, ἤ τέλος πάντων μέχρι τότε πού ὁ καθένας θέσει ὅριο σ’ αὐτήν την κατά τόν Χρυσόστομο «πονηρά συνουσία»; Πῶς δηλαδή εἶναι δυνατόν, γιά τήν μικρότερη ψυχική βλάβη νά ὑπάρχη αὐστηρότερη καί ἄμεση ἐντολή ἀποκοπῆς, καί γιά τήν μεγαλύτερη ψυχική βλάβη νά ὑπάρχη ἀνοχή καί ἐπιείκεια, συγχρωτισμός καί συνοδοιπορία, συναγελασμός καί ἀλληλοπαραχώρησι και, κοντολογίς, νά ὑπάρχη ἀδιαφορία γιά τήν ψυχική μας σωτηρία, δηλαδή νά μήν ὑπάρχη κἄν ἐντολή, ἡ ὁποία νά καθοδηγῆ τούς πιστούς εἰς τό δέον γενέσθαι, εἰς τρόπον ὥστε ὁ καθένας νά καθορίζη τά ὅρια, τά ὁποῖα τόν ἐξυπηρετοῦν διά νά ἀποτειχισθῆ.
Στό σημεῖο αὐτό οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές παρουσιάζουν τήν Ἁγία Γραφή νά ἀντιμάχεται πρός τόν ἑαυτόν της, νά χρησιμοποιῆ δύο μέτρα καί δύο σταθμά, καί νά εἶναι αὐστηρή στά μικρά καί ἐπιεικής (μᾶλλον τελείως ἀδιάφορη) στά σοβαρά καί μεγάλα. Δηλαδή μᾶς λέγουν, καί οἱ μέν καί οἱ δέ, νά ἀποκόπτωμε αὐτούς πού μᾶς βλάπτουν καί νά εἴμεθα ἑνωμένοι καί ἐνσωματωμένοι μέ αὐτούς πού μᾶς ὁδηγοῦν στόν αἱρετικό γκρεμό, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ ἴδιοι τυφλοί καί οἱ προσωποποιημένες «πῦλες τοῦ ᾅδου».
          Οἱ Ἅγιοι, ἐπί πλέον, μᾶς διδάσκουν νά ἑρμηνεύομε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τά διάφορα χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὥστε νά τά φέρωμε σέ ἀπόλυτο συμφωνία, νά λύωμε κάθε ἐναντιοφάνεια καί κυρίως νά μήν τά ἑρμηνεύωμε ὅπως μᾶς ἐξηπηρετεῖ ἤ ὅπως βολεύει τά πάθη μας. Κατ’ αὐτόν λοιπόν τόν τρόπο ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου, γιά τήν ἀποκοπή μας ἀπό ὅσους μᾶς βλάπτουν, σημαίνει καί τήν ἴδια ἀποκοπή μας ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες ἤ ἐπισκόπους,  οἱ ὁποῖοι μᾶς βλάπτουν ἀσυγκρίτως περισσότερο.

16) Ἰωάν. 10, 4-5: «Καί ὅταν τά ἴδια πρόβατα ἐκβάλη, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καί τά πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τήν φωνήν αὐτοῦ. ἀλλοτρίῳ δέ οὐ μή ἀκολουθήσωσιν, ἀλλά φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τήν φωνήν».
Τό χωρίον αὐτό τοῦ κατά Ἰωάννη εὐαγγελίου εἶναι ἕνα τμῆμα ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου περί καλῶν καί μισθωτῶν ποιμένων. Ὁ Κύριος λοιπόν διδάσκει ὅτι «ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων» (Ἰωάν. 10,11). Δηλαδή ὁ καλός ποιμένας εἶναι αὐτός πού σταυρώνεται καί θυσιάζεται γιά νά σωθοῦν τά πρόβατα καί ὄχι αὐτός πού ὄχι μόνο ἀδιαφορεῖ, ἀλλά καί θυσιάζει τά λογικά πρόβατα. Ἐπίσης διδάσκει ὁ Κύριος, εἰς αὐτό τό σημεῖο, ὅτι ὁ καλός ποιμένας εἰσέρχεται «διά τῆς θύρας» εἰς τήν αὐλήν τῶν προβάτων, ἐνῶ ὁ «ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν», δηλαδή ὁ εἰσερχόμενος δι’ ἄλλου τρόπου καί δι’ ἄλλης ὁδοῦ, αὐτός εἶναι κλέπτης καί ληστής.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό σημεῖο αὐτό τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου ἀναφέρει ὅτι ἡ θύρα γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Κύριος, εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή. Μάλιστα ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μέ μία ἀπαράμιλλη ἤ προφητική, θά λέγαμε, γιά τίς ἡμέρες μας διδασκαλία ἀναφέρει καί τά ἑξῆς: «Ὅρα τά δείγματα τοῦ ληστοῦ, πρῶτον ὅτι οὐ παρρησία εἰσέρχεται, δεύτερον ὅτι οὐ κατά τάς Γραφάς· τοῦτο γάρ ἐστί τό “μή διά τῆς θύρας”». Καί ὀλίγο κατωτέρω: «Εἰκότως θύραν τάς Γραφάς ἐκάλεσεν· αὗται γάρ ἡμᾶς προσάγουσι τῷ Θεῷ καί τήν θεογνωσίαν ἀνοίγουσιν, αὗται πρόβατα ποιοῦσιν, αὗται φυλάττουσιν, καί τούς λύκους οὐκ ἀφιᾶσιν ἐπεισελθεῖν· καθάπερ γάρ τις θύρα ἀσφαλής, οὕτως ἀποκλείει τοῖς αἱρετικοῖς τήν εἴσοδον, ἐν ἀσφαλείᾳ καθεστῶσα ἡμᾶς, περί ὧν ἄν βουλώμεθα πάντων, καί οὐκ ἐῶσα πλανᾶσθαι. Κἄν μή παραλύσωμεν ταύτην οὐκ ἐσόμεθα εὐχείρωτοι τοῖς ἐχθροῖς. Διά ταύτης καί τούς ποιμένας καί τούς οὐ ποιμένας εἰσόμεθα ἅπαντες» (Ε.Π.Ε. 14, 96, 28).
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, ἄν ἐπροσέχαμε καί ἀκολουθούσαμε τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων, τουλάχιστον θά ἐγνωρίζαμε νά κάνωμε τήν διάκρισι μεταξύ καλῶν καί κακῶν ποιμένων, μεταξύ καλῶν ποιμένων καί λύκων, καί κλεφτῶν, καί μισθωτῶν. Διότι ἡ διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων ἀνατρέπει τήν σημερινή διδασκαλία τῶν Οἰκουμενιστῶν καί Ἀντιοικουμενιστῶν ὅτι, δηλαδή, εἶναι ἀρκετή ἡ κανονική χειροτονία καί ἡ Ἀποστολική διαδοχή διά νά εἶναι κάποιος ποιμένας καί Ἐπίσκοπος εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ.
Ἐπειδή λοιπόν σήμερα ἀποδεχθήκαμε ἅπαντες ἄλλη διδασκαλία ἀπό αὐτήν τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων, γεμίσαμε τήν Ἐκκλησία μέ αἱρετικούς ποιμένες καί Ἐπισκόπους, δηλαδή μέ λύκους, τούς ὁποίους θυμιατίζουμε καί λιβανίζουμε καί ἀποδεχόμεθα εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ καί οἱ ὁποῖοι, ἀπροκάλυπτα πλέον καί ἀνεξέλεγκτα, ὁδηγοῦν κατ’ εὐθείαν πρός δυσμάς τό πλοῖον τῆς Ἐκκλησίας, εὐθυγράμμισαν τήν πορεία του μέ τήν γραμμή τῆς Νέας Ἐποχῆς καί προετοιμάζουν ἐπιμελῶς τά λογικά πρόβατα γιά τήν ἀποδοχή τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ὁ Χρυσόστομος λοιπόν ἅγιος, εἰς τό σημεῖον αὐτό διδάσκει ὅτι οἱ Γραφές μᾶς προφυλάσσουν «καί τούς λύκους οὐκ ἀφιᾶσιν ἐπεισελθεῖν». Οἱ Γραφές εἶναι ἡ ἀσφαλής θύρα, ἡ ὁποῖα «ἀποκλείει τοῖς αἱρετικοῖς τήν εἴσοδον». Στίς Γραφές ἐάν στηριχθῶμεν καί δέν ἀλλάξωμε τήν διδασκαλία των, ὅπως μᾶς βολεύει, «οὐκ ἐσόμεθα εὐχείρωτοι τοῖς ἐχθροῖς». Οἱ Γραφές εἶναι ἐκεῖνες, οἱ ὁποῖες μᾶς προφυλάσσουν «καθάπερ τις θύρα ἀσφαλής, οὐκ ἐῶσα πλανᾶσθαι». Οἱ Γραφές, τέλος, εἶναι ἐκεῖνες διά τῶν ὁποίων «τούς ποιμένας καί τούς οὐ ποιμένας εἰσόμεθα ἅπαντες». Αὐτά τά λόγια τοῦ Χρυσορρήμονος ἀνατρέπουν ὅλη τήν θεωρία περί ἐπισκοποκεντρικῆς Ἐκκλησίας.
Ἐμεῖς ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἔχουμε διδαχθῆ καί ἔχουμε πιστέψει καί ἀποδεχθῆ τήν αἱρετική διδασκαλία ὅτι δηλαδή, ἐφ’ ὅσον ὁ Ἐπίσκοπος ἐχειροτονήθηκε κανονικά, εἶναι εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ καί πρέπει νά ὑποτασσώμεθα εἰς αὐτόν, ἀκόμη καί ἄν εἶναι αἱρετικός· στήν περίπτωση αὐτή θά περιμένουμε νά τόν κρίνη ἡ Σύνοδος· ἐμεῖς ὅμως δέν πρέπει νά ἀποτειχιστοῦμε ἀπό αὐτόν πρίν τόν καταδικάσει ἡ Σύνοδος διά νά μήν κάνωμε σχίσμα, νά μήν ἐξέλθωμε τῆς Ἐκκλησίας κ.λπ.
Αὐτός νομίζω εἶναι καί ὁ λόγος πού ὑπερτονίσαμε καί ὑπερφοβηθήκαμε τό σχίσμα  ὡς πρός τήν αἵρεσι, διά νά εἴμαστε δηλαδή ἐν ἀσφαλείᾳ στό μαντρί καί στό στόμα τοῦ λύκου καί γιά νά ὁδηγηθοῦμε ἐν ἀσφαλείᾳ πάντοτε καί χωρίς ἀταξίες καί παλικαρισμούς εἰς τήν ὁδό τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ὅλα αὐτά τά ἀναφέραμε σάν εἰσαγωγή καί σάν πλαίσιο, ὥστε στηριζόμενοι στίς Γραφές καί στήν ἑρμηνευτική των ἀπόδοσι ἀπό τούς Ἁγίους νά ἀναφερθοῦμε στό συγκεκριμένο χωρίο (Ἰωαν. 10, 5) τό ὁποῖο ἀναφέρεται στούς κακούς ποιμένες καί μάλιστα στούς αἱρετικούς καί ἀναφέρει τά ἑξῆς: «ἀλλοτρίῳ δέ οὐ μή ἀκολουθήσωσι, ἀλλά φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τήν φωνήν». Ἐδῶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μᾶς ἐπεξηγεῖ ἑρμηνευτικά καί ἀναφέρει τά ἑξῆς: «"Ἀλλοτρίῳ δέ οὐ μή ἀκολουθήσωσι, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τήν φωνήν". Ἤτοι τούς περί Θευδᾶν λέγει ἐνταῦθα καί Ἰούδαν καί γάρ “ἅπαντες, ὅσοι ἐπίστευσαν αὐτοῖς, διεσκορπίσθησαν” φησίν, ἤ τούς μετά ταῦτα μέλλοντας ἀπατᾶν ψευδοχρίστους» (Ε.Π.Ε. 14, 102, 8).
Ἐδῶ κατ’ ἀρχάς βλέπουμε ὅτι οἱ Ἅγιοι ἑρμηνεύοντας τίς Γραφές ἐπεκτείνουν διαχρονικά τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου, διά νά προστατευθοῦν στό μέλλον τά λογικά πρόβατα ἀπό παρομοίους κακούς ποιμένες.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ὁ ἅγιος στούς ἀλλοτρίους ποιμένες συγκαταλέγει καί «τούς μετά ταῦτα μέλλοντας ἀπατᾶν ψευδοχρίστους». Οἱ ψευδόχριστοι εἶναι οἱ κατά τήν Γραφή ἀλλότριοι καί μισθωτοί, οἱ λύκοι καί οἱ μή εἰσερχόμενοι διά τῆς θύρας εἰς τήν αὐλήν τῶν προβάτων, οἱ ἀναβαίνοντες ἀλλαχόθεν, οἱ ψευδεπίσκοποι καί ψευδοδιδάσκαλοι κατά τόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπί ἁγίου Φωτίου, οἱ ἀνά τούς αἰῶνας αἱρετικοί Ἐπίσκοποι και, φυσικά, οἱ νῦν Οἰκουμενιστές αἱρετικοί Ἐπίσκοποι. Ἀπό ὅλους αὐτούς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διδάσκει ὅτι τά λογικά πρόβατα πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦν, διότι εἶναι ἀλλότριοι, δηλαδή ξένοι πρός τόν Χριστόν καί διότι ἐτέθησαν ὡς Ἐπίσκοποι ἀπό τόν διάβολο, ἀκριβῶς γιά νά πλανήσουν καί διασκορπίσουν ἀπό τήν Ὀρθόδοξο πίστι τά πρόβατα.
Εἰς τό σημεῖον αὐτό πρέπει, ἀφ’ ἑνός μέν νά τονίσωμε τήν ἀπόλυτον ἁρμονία καί ταύτισι τῶν Γραφῶν, τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων, καί ἀφ’ ἑτέρου τήν διαστροφή καί αἱρετική διδασκαλία τῆς λεγομένης δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ἡ ὁποία διδασκαλία ὁδηγεῖ στόν ἐφησυχασμό καί στό βόλεμα, στόν συμβιβασμό καί στήν συνθηκολόγησι μέ τούς ἐχθρούς τῆς πίστεως και, στήν καλύτερη περίπτωσι, στήν ἀντιμετώπισι τῆς αἱρέσεως διά τοῦ χαρτοπολέμου καί στήν ἀγωνιστικότητα τῶν Ὀρθοδόξων τήν ὁποία καθορίζουν οἱ ἴδιοι οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι, ὅπως ἀκριβῶς μᾶς καθορίζουν τά ὅρια τῶν κινήσεών μας, στό ἐπίπεδο τῆς πατρίδος οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί μας, οἱ ὁποῖοι πλέον μᾶς κυβερνοῦν ἐσωτερικῶς καί ἐξωτερικῶς
Ἡ Ἁγία Γραφή λοιπόν, ἐπιτάσσει νά φεύγωμε ἀπό τούς ἀλλοτρίους καί αἱρετικούς ποιμένες, χωρίς νά ἀναμένωμε ἀποφάσεις Συνόδων καί καταδίκες τῆς αἱρέσεως, χωρίς νά ὑπολογίζωμε τίς συνέπειες καί τούς διωγμούς, τίς ἀπειλές καί τίς καθαιρέσεις, τίς στερήσεις τῶν μισθῶν καί τό νά τεθοῦμε στό περιθώριο τοῦ κοινωνικοῦ κατεστημένου καί, βεβαίως, χωρίς νά ἔχωμε τό σύνδρομο τοῦ φόβου ὅτι κάνουμε σχίσμα στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία σήμερα, κατά τελείως αἱρετικό τρόπο καί δαιμονική ἐπινόησι, ἐταυτίσαμε μέ τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί ἐτοποθετήσαμε κατά πρωτοφανῆ τρόπο στό χῶρο τῆς αἱρέσεως.
Εἶναι ἀναγκαῖο νά τονιστῆ εἰς τό σημεῖο αὐτό ὅτι ἡ ἑνότητα τήν ὁποία σήμερα διδάσκουν καί συνιστοῦν οἱ Οἰκουμενιστές καί Ἀντιοικουμενιστές εἶναι ἀνθρωποκεντρική, διότι ἀντικαθιστᾶ τόν Χριστό μέ τόν Ἐπίσκοπο, εἶναι Παπικῆς προελεύσεως καί ἡ ἴδια ἡ καρδιά τοῦ Παπισμοῦ καί, φυσικά, εἶναι αἱρετική θεωρία, διότι διαστρέφει καί ἀντικαθιστᾶ τήν ἁγιογραφική καί πατερική ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τήν ὁποία καί λειτουργικῶς ὁμολογοῦμε, μέ τήν ἀνθρωποκεντρική ἑνότητα κατά τήν ὁποία περιθωριοποιεῖται καί ὑποβιβάζεται ἡ Ὀρθόδοξος πίστις.
Δι’ αὐτόν τόν λόγον, συνεχίζοντας ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τήν ἑρμηνεία τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Διό παρακαλῶ μένωμεν ὑπό τῷ ποιμένι νεμόμενοι· μενοῦμεν δέ ἐάν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούομεν, ἐάν αὐτῷ πειθώμεθα, ἐάν μή ἀλλοτρίῳ ἑπώμεθα» (Ε.Π.Ε. 14, 106, 25). Δηλαδή, γιά νά παραμείνωμε στόν ἀληθινό ποιμένα Χριστό, πρέπει νά ἀκοῦμε τήν φωνή Του, νά πειθώμεθα εἰς Αὐτόν καί νά μήν ἀκολουθοῦμε ἀλλοτρίους καί αἱρετικούς ποιμένες. Ἐμεῖς ἀντιθέτως σήμερα, ἔχουμε ἀποδεχθῆ τήν διδασκαλία τῶν Οἰκουμενιστῶν, ὅτι μποροῦμε νά ἀκολουθοῦμε καί νά ἀνήκουμε στόν Χριστό, ἔστω καί ἄν ἀκολουθοῦμε καί συντασσώμεθα μέ τούς ἀλλοτρίους καί αἱρετικούς ποιμένες. Αὐτή βεβαίως δυστυχῶς εἶναι καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν.

17) Πράξ. 20, 28-30: «Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τήν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος. ἐγώ γάρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν».
Ἐδῶ ὁ Παῦλος ὁμιλεῖ προφητικά καί διαχρονικά πρός τούς Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας καί τούς ἐπισημαίνει ὅτι ἀνάμεσα ἀπό αὐτούς θά βγοῦν αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι δέν θά διδάσκουν σύμφωνα μέ τίς Γραφές, ἀλλά θά διδάσκουν διεστραμμένα, μέ σκοπό νά πλανήσουν τούς Ὀρθοδόξους καί νά τούς κάνουν νά τούς ἀκολουθήσουν.
Ἐπίσης ὁ ἀπ. Παῦλος δηλώνει τόν σκοπό τῆς αἱρέσεως, τήν ὁποία ὁ διάβολος ἐνσπείρει μέ τά ὄργανά του, τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους εἰς τήν προκειμένη περίπτωσι. Ὁ σκοπός δέ εἶναι «τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν». Αὐτό θαυμάσια καί λακωνικώτατα τό δηλώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας αὐτό τό χωρίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ὡς ἑξῆς: «Τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν”. Ὥστε δι’ οὐδέν ἕτερον αἱ αἱρέσεις, ἤ διά τοῦτο»(Ε.Π.Ε. 16Α 610, 12), δηλαδή γιά νά παρασύρουν τούς μαθητές, ὥστε γιά τίποτε ἄλλο δέν δημιουργοῦνταν οἱ αἱρέσεις, παρά γι’ αὐτό.
Ἐδῶ κατανοοῦμε καί τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο εἶναι τελείως διαφορετική ἡ ἀντιμετώπισις τῶν αἱρετικῶν ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἁμαρτωλούς. Ὁ λόγος αὐτός εἶναι ὅτι ὁ αἱρετικός διαδίδει μέ λόγια καί ἔργα τίς δοξασίες του καί ἀγρεύει, ὅσους τόν ἀκολουθοῦν, ἀποσπώντας τους ἀπό τόν Χριστό, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἁμαρτωλοί προσπαθοῦν νά κρύψουν τήν ἁμαρτία των εἴτε ἀπό ἐντροπή, εἴτε ἀπό φόβο, εἴτε ἀπό ἐγωϊσμό κ.λπ. Αὐτό εἰδικώτερα ἰσχύει γιά τούς Ἐπισκόπους.
Ἄν ὅμως συμβῆ καί τήν ἁμαρτία του ὁ Ἐπισκόπος τήν διαδίδει δημοσίως, προσπαθεῖ νά τήν κατοχυρώση ἁγιογραφικῶς καί Συνοδικῶς, καί νά τήν κάνη γραμμή τῆς Ἐκκλησίας, τότε πάλι ἔχομε αἵρεσι, ὁπότε ἡ ἀντιμετώπισις τῶν Ἐπισκόπων αὐτῶν ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων θά πρέπει νά εἶναι ἡ ἴδια μέ αὐτή πρός τούς αἱρετικούς, δηλαδή ἀπομάκρυνσις καί ἐκκλησιαστική ἀποτείχισις.
Τέτοιες αἱρέσεις εἴχαμε παλαιότερα ὅπως  τῶν Νικολαϊτῶν, τῶν Εὐσταθιανῶν, τήν μοιχειανική καί εἰκονομαχική κλπ. Ἀλλά καί σήμερα ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία ἀνάλογες συνοδικῶς κατοχυρωμένες αἱρέσεις, ὅπως π.χ. ἡ μέ πρόφασι τήν  ἀγάπη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ἡ μέ πρόφασι τήν ἀγάπη ἐκκοσμίκευσι τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐπίσημη πλέον κατάργησις ἱερῶν Κανόνων καί ἱερῶν Παραδόσεων, ἡ ὁποία φθάνει μέχρι  τοῦ σημείου νά μεταδίδωμε τά μυστήρια στούς αἱρετικούς, ἡ ἐπίσημη διάλυσι τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογενείας διά τῶν διαζυγίων κ.λ.π. Εἶναι δηλαδή τελείως διαφορετικό τό νά ἁμαρτάνη ὁ Ἐπίσκοπος ἰδιωτικῶς καί κρυφίως ἀπό τό νά προσπαθῆ τήν ἁμαρτία του αὐτή νά τήν διαδώση, νά τήν κατοχυρώση ἁγιογραφικῶς καί νά τήν καταστήση γραμμή τῆς Ἐκκλησίας. Διότι τότε αὐτομάτως μεταφέρεται στόν χῶρο τῶν αἱρετικῶν, τῶν ὁποίων ὁ σκοπός εἶναι «τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν». Τό ἴδιο ἰσχύει φυσικά καί γιά τήν Σύνοδο.
 Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἐν προκειμένῳ ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό τῶν Πράξεων ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Διπλοῦν τό κακόν ὅτι τε αὐτός (ὁ Παῦλος δηλαδή) οὐ πάρεστι, καί ὅτι ἕτεροι ἐπιθήσονται, καί τό χαλεπώτερον, ἐξ ὑμῶν αὐτῶν. Τό βαρύ, ὅταν ἐμφύλιος ὁ πόλεμος ᾖ. Ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν. Ὁ γάρ τῶν αἱρετικῶν σκοπός σπουδάζει, οὐ τῷ Κυρίῳ, ἀλλ’ ἑαυτοῖς περιποιῆσαι λαόν, ἵνα ἑαυτοῖς καυχῶνται ἐμφερομένου αὐτοῖς τοῦ ὀνόματος τῶν αἱρετικῶν» (P.G. 125, 780Β). Ὅταν λοιπόν ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός ἔχουμε ἐμφύλιο πόλεμο. Δι’ αὐτό καί ὁ ἀπ. Παῦλος εἰς τό σημεῖο αὐτό, αὐτούς τούς Ἐπισκόπους τούς ὀνομάζει λύκους βαρεῖς: «εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξί μου λύκοι βαρεῖς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου».
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων εἶναι ἄξιον ἀπορίας, πῶς κατώρθωσε ὁ διάβολος νά μεταστρέψη τίς διάνοιες καί τά φρονήματα, ὄχι τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἀλλά τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, σέ σημεῖο τέτοιο, ὥστε αὐτούς τούς βαρεῖς λύκους, τούς κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο «μή φειδομένους τῷ ποιμνίῳ», νά τούς ἔχωμε καί νά τούς ἀναγνωρίζωμε ὡς κανονικούς  Ἐπισκόπους, εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, νά τούς μνημονεύωμε καί νά τούς λιβανίζουμε καί νά τούς δίδωμε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τήν ἄδεια καί, κατά τό δή λεγόμενο, «τό πράσινο φῶς», ὥστε νά ἀποσποῦν μέ κάθε εὐχέρεια «τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν». Καί ὅλα αὐτά, σύμφωνα μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἀπόφασι φυσικά περιμένουμε νά προέλθη ἀπό τούς ἰδίους τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο δέν ἔχουμε ἐμφύλιο πόλεμο μέ τούς αἱρετικούς, ἀλλά συνοδοιπορία καί συνύπαρξι καί ἀλληλοπεριχώρησι, ἔστω καί ἄν διαφωνοῦμε καί ἄν κάνουμε ὁμολογίες πίστεως, κι ἄν καταγγέλουμε τήν αἵρεσι ἤ ἄν προσδιορίζουμε τήν ἐξέλιξί της κ.λ.π. Διότι ἐμφύλιος πόλεμος νομίζω ὅτι σημαίνει τήν δημιουργία δύο στρατοπέδων, ὅπως παλιά συνέβη μετά τήν κατοχή στήν πατρίδα μας, καί αὐτό γίνεται μόνο μέ τήν ἀποτείχισι, διότι αὐτή  ἀποτελεῖ τήν ἐν καιρῶ αἱρέσεως Ὀρθόδοξο καί Πατερική ὁδό. Δι’ αὐτόν τόν λόγο δέν θά πρέπει νά ἀποροῦμε, γιατί ἡ Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενιστῶν πέφτει ἀπό τόν ἕνα γκρεμό στόν ἄλλο, ἐφ’ ὅσον οἱ λύκοι, οἱ ὁποῖοι ἡγοῦνται σ’ αὐτήν, ἔχουν τεθῆ ἐπικεφαλῆς δι’ αὐτόν τόν σκοπό.

18) Α΄ Κορινθ. 5, 9-13: «Ἔγραψα ὑμῖν ἐν τῇ ἐπιστολῇ μή συναναμίγνυσθαι πόρνοις, καί οὐ πάντως τοῖς πόρνοις τοῦ κόσμου τούτου ἤ τοῖς πλεονέκταις ἤ ἅρπαξιν ἤ εἰδωλολάτραις· ἐπεί ὀφείλετε ἄρα ἐκ τοῦ κόσμου ἐξελθεῖν· νῦν δέ ἔγραψα ὑμῖν μή συναναμίγνυσθαι ἐάν τις ἀδελφός ὀνομαζόμενος ᾖ πόρνος ἤ πλεονέκτης ἤ εἰδωλολάτρης ἤ λοίδορος ἤ μέθυσος ἤ ἅρπαξ, τῷ τοιούτῳ μηδέ συνεσθίειν. τί γάρ μοι καί τούς ἔξω κρίνειν; οὐχί τούς ἔσω ὑμεῖς κρίνετε; τούς δέ ἔξω ὁ Θεός κρίνει. καί ἐξαρεῖτε τόν πονηρόν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν».
Ἐδῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει τούς Κορινθίους νά ἀπομακρύνωνται ἀπό τήν συναναστροφή μέ αὐτούς πού φανερά ἁμαρτάνουν μέ διάφορες βαριές καί θανάσιμες ἁμαρτίες, διά νά μήν βλαφθοῦν καί ἐθιστοῦν καί αὐτοί στίς ἁμαρτίες των καί διά νά τούς βοηθήσουν, μέ τήν ἀπομάκρυνσι αὐτή, εἰς τό νά μετανοήσουν.
Ἀντί ἄλλων βοηθῶν καί διδασκάλων γιά τήν κατανόησι αὐτοῦ τοῦ χωρίου θά ἀναφέρωμε τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὁ ὁποῖος διά νά καταδείξη τήν βλάβη ἀπό αὐτή τήν συναναστροφή καί ἐπικοινωνία μέ τούς φανερῶς καί ἀπροκαλύπτως ἁμαρτάνοντας σέ βαριά καί θανάσιμα ἁμαρτήματα, χρησιμοποιεῖ τήν διδασκαλία πολλῶν μεγάλων ἁγίων Πατέρων καί ἔτσι ἀποδεικνύει τήν συμφωνία τῶν Ἁγίων εἰς τό ἐν λόγῳ χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ἀναφέρει λοιπόν ὁ ἅγιος Νικόδημος εἰς τήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χωρίου μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Προστάζει δέ ὁ ἀπόστολος τούς χριστιανούς  νά μή συναναστρέφωνται καί νά συντρώγουν μέ τούς φανερά πορνεύοντας καί πλεονεκτοῦντας καί τάς ἄλλας ἁμαρτίας ποιοῦντας, ὄχι ὡς μισοῦντας αὐτούς, ἀλλά διά νά γνωρίσουν οἱ τοιοῦτοι φανεροί κακοί, πώς διά τάς φανεράς ἁμαρτίας των οἱ ἀδελφοί των χριστιανοί δέν τούς συναναστρέφονται, καί ἔτσι νά κάμουν ἀποχή τοῦ κακοῦ καί νά διορθωθοῦν» (Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ Ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τόμος Α΄ σελ. 439).
Εἰς τήν ἑρμηνεία ἐπίσης τοῦ χωρίου «καί ἐξαιρεῖται τόν πονηρόν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν» ἀναφέρει ὁ ἅγιος τά ἑξῆς: «Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος ἕνα ρητόν τῆς παλαιᾶς Γραφῆς, περί τοῦ ὁποίου εἴπομεν πρότερον, (στιχ. 2), διά νά δείξῃ ὅτι καί ὁ νομοθέτης Μωϋσῆς ἄνωθεν καί ἐξ ἀρχῆς προστάζει νά ἀποκόπτωνται ἀπό τούς ἄλλους Ἰουδαίους οἱ φανερῶς ἁμαρτάνοντες. Τό δέ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν εἶπε, διά νά φανερώσῃ ὅτι ἡ ἀποκοπή καί ὁ χωρισμός τῶν κακῶν ἀνθρώπων εἶναι πρός περισσοτέραν ὠφέλειαν ἐκείνων ἀπό τούς ὁποίους χωρίζονται, καθότι οἱ κακοί χωριζόμενοι δέν μεταδίδουν εἰς αὐτούς τήν κακίαν των» (Ἑρμηνεία εἰς τοῖς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τόμος Α΄, σελ. 441).
Ἡ ὁδός λοιπόν διά νά μήν μεταδίδεται ἡ κακία τῶν πονηρῶν εἶναι ὁ χωρισμός καί ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό αὐτούς.
Σημαντική εἶναι ὅπως ἀναφέραμε καί ἡ ἀναφορά τοῦ ἁγίου Νικοδήμου στούς ἄλλους Ἁγίους γιά νά δείξη τήν συμφωνία Γραφῶν καί Ἁγίων ἐπί τοῦ θέματος τούτου. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος στήν ὑποσημείωσι τά ἑξῆς: «Διά τοῦτο εἶπε ὁ θεῖος Χρυσόστομος “δεῖ τῶν πονηρῶν ἀπέχεσθαι καί ὡς σεσηπότα μέλη ἀφ’ ἑαυτῶν ἐκβάλλειν (ἐν τῇ σειρᾷ τοῦ κατά Ματθ.). Καί ὁ Θεοφύλακτος· “ἔστω ἀπόβλητος, ἵνα μή τῆς ἰδίας κακίας μεταδῷ καί τοῖς ἄλλοις”. Λέγει δέ τοῦτο ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου, εἶπε περί τῶν τοιούτων πονηρῶν, ὁποῦ ἀναφέρει ἐδῶ ὁ Παῦλος. “Εἰ δέ ἡ χείρ σου ἤ ὁ ποῦς σου σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτά καί βάλε ἀπό σοῦ... καί εἰ ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν καί βάλε ἀπό σοῦ” (Ματθ. 18, 8-9). Καί ὁ μέγας δέ Βασίλειος λέγει, ὅτι οἱ κακοί ἄνθρωποι παρομοιάζουν μέ τούς πανουκλιασμένους, διατί μεταδίδουν ἕνας εἰς τόν ἄλλον τήν κακίαν τους ὡσάν πανοῦκλαν. Ὅθεν καθώς φεύγομεν μακράν ἀπό τούς πανουκλιασμένους, ἔτσι πρέπει νά φεύγωμεν μακράν καί ἀπό τούς κακούς ἐργάτας τῆς ἀνομίας. “Φασί τόν λοιμόν οἱ περί ταῦτα δεινοί, ἐπειδάν ἑνός ἀνθρώπου ἤ κτήνους ἅψηται, κατά διάδοσιν ἐπί πάντας τούς ἐγγίζοντας διανέμεσθαι. Τοιοῦτοι δέ τινες εἰσί καί οἱ ἐργάται τῆς ἀνομίας. Ἄλλος γάρ ἄλλῳ τούς νόσους μεταδιδόντες, συνοσοῦσιν ἀλλήλοις καί συναπόλλωνται” (Ἑρμην. εἰς τόν α΄ Ψαλμ.). Διά τοῦτο καί ὁ Δαβίδ μακαρίζει ἐκείνους ὁποῦ δέν ἐκάθισαν εἰς τήν καθέδραν τῶν λοιμῶν· “μακάριος ἀνήρ, ὅς ἐπί καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισε” (Ψαλμ. 1,1), ἤτοι δέν συναναστρέφεται καί δέν συγκάθεται μέ τούς ψυχοβλαβεῖς ἀνθρώπους. Ὅθεν εἶπεν ὁ Παροιμιαστής· “ἔκβαλε ἐκ συνεδρίου λοιμόν, καί συνεξελεύσεται αὐτῷ νεῖκος· ὅταν γάρ καθίσῃ ἐν συνεδρίῳ πάντας ἀτιμάζει” (Παρ. 22, 10).
»Ὅτι δέ καί αὐτή μόνη ἡ θεωρία τῶν κακῶν βλάπτει ἐδήλωσεν ὁ θεῖος Χρυσόστομος εἰπών τό παράδειγμα τοῦτο· “ὀφθαλμούς πάσχοντας ἰδόντες τινές, μετέλαβον τοῦ νοσήματος ἀπό τῆς θέας μόνης” (Λόγ. ζ΄ περί μετανοίας). Τό αὐτό λέγει καί ὁ Νύσσης Γρηγόριος· “ἀρ’ οὐχί καθάπερ οἱ τῶν ὀφθαλμῶν τήν νόσον ἐκ τῆς πολλῆς ὁμιλίας τῶν προνενοσηκότων, ἐφ’ ἑαυτούς ἕλκοντες, οὕτω καί αὐτός μετεσχηκέναι δόξω τοῦ περί τήν ματαίαν σπουδήν ἀρρωστήματος”; (κατ’ Εὐνομίου, Λόγ. α΄).
»Καί ὁ Θεολόγος δέ Γρηγόριος λέγει, ὅτι δέν βάφεται τόσον εὔκολα τό ὕφασμα ἀπό τήν βαφήν, οὔτε παίρνει τινάς τήν βρώμαν ὅταν πλησιάσῃ εἰς αὐτήν, οὔτε ἡ διεφθαρμένη καί νοσώδης ἀναθυμίασις χύνεται τόσον εὔκολα  εἰς τόν ἀέρα καί μεταδίδεται εἰς τά ζῶα ὁποία εἶναι ἡ λοιμική καί ἡ πανοῦκλα, ὅσον ὀγλίγωρα μεταδίδεται εἰς τούς ὑπηκόους ἡ κακία τῶν προεστώτων (εἰς τόν Ἀπολογητικόν). Ὅθεν καί ὁ Πηλουσιώτης Ἰσίδωρος ἔγραφε. “Πῶς οὖν ὁ Παῦλος τόν πεπορνευκότα ἀπεῖρξε; Μεῖζον ἤ ἐγώ βούλομαι λέγεις· οὐ γάρ ἐτύπτησεν ἤ ὕβρισεν, ἀλλ’ ἐχώρισε τῆς ἀγέλης, ἵνα μή καί εἰς τά λοιπά πρόβατα τό λοιμῶδες διαδοθῇ νόσημα” (Ἐπιστ. 290).
»Προσθέτει δέ ὁ Θεοδώριτος καί τοῦτο· “Εἰ δέ κοινῆς τροφῆς τοῖς τοιούτοις οὐ δεῖ κοινωνεῖν, ἤπου γε μυστικῆς τε καί θείας. Ἤγουν ἀνίσως μέ τούς φανερά ἁμαρτάνοντας δέν πρέπει νά συντρώγουν οἱ χριστιανοί, πολλῷ μᾶλλον δέν πρέπει νά μεταλαμβάνουν μαζί μέ αὐτούς τά θεῖα μυστήρια. Ἀνάξιοι γάρ εἶναι οἱ τοιοῦτοι νά μεταλαμβάνουν, ἐάν δέν διορθωθοῦν. Λέγουν δέ καί κοινῶς ὅλοι οἱ θεῖοι ἀπόστολοι εἰς τάς Διαταγάς. “Ἁμαρτία ἀνεξέλεγκτος, ἑαυτῆς χείρων γίνεται καί εἰς ἄλλους τήν διανομήν λαμβάνει. Ἐπεί καί μικρά ζύμη πλήρωμα φυράματος ζυμοῖ, καί εἷς κλέπτης εἰς ὅλον τό ἔθνος τό μῖσος ἐπήγαγε, καί μυῖαι θανοῦσαι σαπριοῦσι σκευασίαν ἡδύσματος ἐλαίου... οὕτω καί πρόβατον ψωραλέον μεταδίδωσιν ἑτέροις τῆς νόσου, μή χωρισθέντων τῶν ὑγιαινόντων προβάτων. Καί ἄνθρωπος λοιμός, πολλοῖς φυλακτέος. Καί κύων λύσσῃ συνεχόμενος ἐπικίνδυνος παντί, ᾧ ἄν προσάψῃ. Ἐάν οὖν καί ἄνθρωπον παράνομον μή τῆς Ἐκκλησίας χωρίσωμεν, ποιοῦμεν τόν οἶκον τοῦ Θεοῦ σπήλαιον ληστῶν» (Ἑρμηνεία εἰς τοῖς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τόμος Α΄, σελ. 439-441).
Εἶναι ὄντως τόσο πλούσια καί περιεκτική ἡ ἀναφορά τοῦ ἁγίου Νικοδήμου στήν διδασκαλία τῶν ἄλλων Ἁγίων, ὥστε, ἄν κάποιος δέν τό κατανοῆ, νά σημαίνη ἤ ὅτι στερεῖται ὑγιοῦς καί λογικοῦ νοῦ ἤ ὅτι στερεῖται ἀγαθῆς προαιρέσεως.
Ἐδῶ ἐπιπροσθέτως φαίνεται καί ἡ συμφωνία Γραφῶν καί Ἁγίων καί κυρίως ἀποδεικνύεται ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει εἰς αὐτήν τήν συμφωνία καί ὁμοφωνία. Ὡς ἐκ τούτου σέ ὅ,τι διδάσκουμε χωρίς αὐτήν τήν συμφωνία καί ὁμοφωνία εἶναι σίγουρο καί βέβαιο ὅτι ἀπουσιάζει ἀπό αὐτό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Σημαντική εἶναι ἡ ἀναφορά τῶν Ἁγίων περί τῆς βλάβης τήν ὁποίαν ὑφίστανται οἱ Ὀρθόδοξοι, ἄν δέν ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τούς φανερά καί ἀπροκάλυπτα ἁμαρτάνοντας. Παρουσιάζουν τήν φανερή ἁμαρτία σάν λοιμική νόσο καί σάν ψώρα, οἱ ὁποῖες μεταδίδονται αὐτομάτως σέ ὅσους ἐπικοινωνοῦν καί συναναστρέφονται μέ αὐτούς. Ἀναφέρουν ὅτι καί μόνη ἡ θέα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν βλάπτει τούς ὑπολοίπους. Ἀναφέρουν ὅτι αὐτοί ἀποτελοῦν τά σάπια μέλη τοῦ σώματος πού μεταδίδουν καί στό ὑπόλοιπο σῶμα τήν νέκρωσι. Ἀναφέρουν ὅτι πολύ περισσότερο ἰσχύουν οἱ λόγοι τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί ὅταν συντρώγουμε μέ αὐτούς στήν μυστική καί Θεία Τράπεζα, δηλαδή στήν Θ. Λειτουργία. Ἀναφέρουν τέλος ὅτι ἄν δέν χωριστοῦν αὐτοί ἀπό τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ αὐτός μετατρέπεται σέ σπήλαιο ληστῶν.
Ἄν ὅμως, πρέπει νά χωριζώμεθα ἀπό αὐτούς πού ἁμαρτάνουν φανερά καί ἀπροκάλυπτα μέ θανάσιμες ἁμαρτίες, τί γίνεται μέ αὐτούς πού ἁμαρτάνουν φανερά καί ἀπροκάλυπτα καί Συνοδικά στά θέματα τῆς πίστεως, δηλαδή τούς αἱρετικούς καί στήν προκειμένη περίπτωσι τούς Οἰκουμενιστές; Διότι εἶναι κοινή ἡ διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων ὅτι ἡ αἵρεσις εἶναι ἡ μεγαλυτέρα καί χειροτέρα, πασῶν τῶν ἁμαρτιῶν, εἰς τρόπον ὥστε νά σέ χωρίζη ἀμέσως ἀπό τόν Θεό. Ἡ συμμετοχή δέ εἰς αὐτήν τήν ἁμαρτία τῆς αἱρέσεως γίνεται, ὄχι μόνο διά τῆς ἀποδοχῆς της θεωρητικῶς, ἀλλά καί διά τῆς συμπορεύσεως καί συνυπάρξεως πρακτικῶς, καί διά τῆς λειτουργικῆς ἐνσωματώσεως και, ἀκόμη, διά τῆς σιωπῆς καί ἀνοχῆς καί ἀδιαφορίας. Διότι ἡ αἵρεσις σημαίνει τήν κήρυξι ἄλλης πίστεως, ἄλλου Εὐαγγελίου, ἄλλης Παραδόσεως, σημαίνει προδοσία καί ἀποστασία, σημαίνει κατ’ οὐσίαν τήν κήρυξι ἄλλου Χριστοῦ καί βεβαίως ἄλλης Ἐκκλησίας καί ἄλλης ὁδοῦ σωτηρίας.
Ἐδῶ δυστυχῶς οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές συμπορεύονται καί συνταυτίζονται, διδάσκοντας ὅτι δέν πρέπει νά χωριζώμεθα καί νά ἀπομακρυνώμεθα ἐκκλησιαστικῶς ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, ἀλλά πρέπει νά ἀναμένωμε ἡσύχως ἤ ἔστω διαμαρτυρόμενοι (χαρτοπολεμώντας), μέχρις ὅτου συνέλθη ἡ Σύνοδος καί, ἀφοῦ συνέλθη ἀπό τήν νάρκη καί τήν ἀφασία, ἤ μᾶλλον τήν σκοπιμότητα καί ὑστεροβουλία, συνεδριάση καί καταδικάση τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς ὀνομαστικῶς. Μέχρι τότε διδάσκουν, καί οἱ μέν καί οἱ δέ, δέν βλαπτόμεθα, οὔτε μολυνόμεθα, οὔτε ἐθιζόμεθα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική αὐτή συνύπαρξι καί συμπόρευσι καί ἀλληλοπεριχώρησι.
Δηλαδή οἱ Γραφές καί οἱ Ἅγιοι ὁμοθυμαδόν διδάσκουν τήν βλάβη καί τόν μολυσμό ἀπό αὐτή τήν ἐπικοινωνία καί μάλιστα γιά τίς μικρότερες ἁμαρτίες, ὅταν αὐτές γίνονται φανερά καί ἀπροκάλυπτα, καί οἱ μεταπατερικοί πατέρες διδάσκουν τά ἐντελῶς ἀντίθετα, καί μάλιστα γιά τήν μεγαλυτέρα πασῶν τῶν ἁμαρτιῶν, δηλαδή τήν αἵρεσι. Ἐνῶ ὅμως ἡ διδασκαλία Οἰκουμενιστῶν καί Ἀντιοικουμενιστῶν, εἰς αὐτό τό σημεῖο, ταιριάζει καί ἐναρμονίζεται, διαφέρει προφανῶς ὁ σκοπός. Διότι οἱ μέν Οἰκουμενιστές διδάσκουν αὐτά διά νά προαγάγουν ἡσύχως καί ἄνευ ἀντιστάσεως τήν αἵρεσι, οἱ δέ Ἀντιοικουμενιστές γιά νά μήν σηκώσουν τόν σταυρό τῆς ὁμολογίας καί τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά νά περιοριστοῦν στό βάρος τῶν θεωρητικῶν ὁμολογιῶν καί τοῦ χαρτοπολέμου.
          19) Β΄ Κορινθ. στ΄ 14-18: «Μή γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις· τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνῃ καί ἀνομίᾳ; τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου; τίς δέ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων; ὑμεῖς γάρ ναός Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καθώς εἶπεν ὁ Θεός ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω, καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καί αὐτοί ἔσονταί μοι λαός. διό ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε, κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καί ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καί ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱούς καί θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ».
          Εἶναι πολύ σημαντική καί αὐτή ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί  συνηγορεῖ τά μέγιστα ὑπέρ τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους. Διότι διδάσκει ὁ Θεός, εἰς αὐτό τό σημεῖο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν ἀπομάκρυνσι καί τήν ἀποφυγή οἱασδήποτε συνοδοιπορίας μέ τούς ἀπίστους. Τά παραδείγματα δέ τά ὁποῖα ἀναφέρονται ἐδῶ ἀποδεικνύουν καί τό ἀδύνατον αὐτῆς τῆς συνοδοιπορίας. Ἐπειδή τό φῶς καί τό σκοτάδι, ὁ Χριστός καί ὁ διάβολος κ.λπ., δέν δύνανται νά συνυπάρχουν καί μάλιστα μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι δέν δύνανται νά συνυπάρχουν καί νά συνοδοιποροῦν ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ αἵρεσις, ἡ ἀλήθεια καί ἡ πλάνη, οἱ Ἅγιοι τοῦ Χριστοῦ καί οἱ κατασκευασμένοι Μασῶνοι «Ἅγιοι» (π.χ. Χρυσόστομος Σμύρνης), οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές καί οἱ Ὀρθόδοξοι, ἡ Ὀρθοδοξία τέλος καί τό Π.Σ.Ε. κ.λπ. Ἡ ἔξοδος καί ἀπομάκρυνσις ἀπό αὐτή τήν συνοδοιπορία καί ἀλληλοπεριχώρησι σημαίνει καί τήν εἴσοδο εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου (Ψαλμ. 95, 8-99, 4). Δι’ αὐτό, αὐτή ἡ ἀπομάκρυνσις, τίθεται ὡς προϋπόθεσις διά νά μᾶς δεχθῆ ὁ Θεός καί νά μᾶς θεωρήση παιδιά του: «Διό ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καί ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα καί ὑμεῖς ἔσεσθαί μοι εἰς υἱούς καί θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ». Ὡς ἐκ τούτου κάθε ἄλλη ὁδός πού διδάσκει τήν συνύπαρξι καί συνοδοιπορία καί μάλιστα σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο, εἶναι πλάνη, εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ, εἶναι διδασκαλία τῆς Νέας Ἐποχῆς, εἶναι ἄρνησις τῆς ἀλήθειας.
Ἄς δοῦμε ὅμως καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων στό ἐν λόγῳ χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Κατ’ ἀρχάς διά νά κατανοήσωμε τήν ἔκφρασι «ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις», ἀναφέρομε τήν ἑρμηνεία τῆς λέξεως «ἑτεροζυγοῦντες» ἀπό τό παλαιό λεξικό Σκαρλάτου τοῦ Βυζαντίου «Ἑτεροζυγῶ=Εἶμαι ἑτερόζυγος (κακῶς, ἀταίριαστος, συνεζευγμένος). «Μή γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις». Μή ἑνώνεσθε μέ τούς ἀπίστους, κατ’ ἄλλους, μή κλίνετε πρός τό μέρος των». Τό «ἑτεροζυγῶ» λοιπόν, σημαίνει σύζευξι καί συνοδοιπορία μέ τρόπο ἀταίριαστο καί παράνομο, σημαίνει ἕνωσι μέ αὐτούς, σημαίνει ὅτι βαδίζω πρός τό μέρος των. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ἐφ’ ὅσον οἱ Ἀντιοικουμενιστές συνοδοιποροῦν (ἑτεροζυγοῦν) μέ τούς Οἰκουμενιστές, καί μάλιστα ἐκκλησιαστικῶς, εἶναι συζευγμένοι μέ αὐτούς, εἶναι ἑνωμένοι μαζί των καί κλίνουν πρός τό μέρος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό «μή γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις» ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς: «Ἐνταῦθα λοιπόν σύγκρισιν ποιεῖται οὐχί τῆς ἑαυτοῦ ἀγάπης καί τῆς ἐκείνων τῶν διαφθειρόντων αὐτούς, ἀλλά τῆς αὐτῶν εὐγενείας καί τῆς ἐκείνων ἀτιμίας· οὕτω γάρ καί σεμνότερος ὁ λόγος γέγονε, καί αὐτῷ πρεπωδέστερος, καί μᾶλλον αὐτούς ἐπεσπᾶτο. Ὡς ἄν εἴ τις παιδί τῶν γεγεννηκότων ὑπερορῶντι καί μιαροῖς ἑαυτόν ἐκδιδόντι λέγοι, Tί ποιεῖς, ὦ παιδίον; τοῦ μέν πατρός καταφρονεῖς, προτιμᾷς δέ τούς μιαρούς ἄνδρας καί μυρίας γέμοντας κακίας; οὐκ οἶσθα πόσον αὐτῶν βελτίων εἶ καί σεμνότερος; Οὕτω γάρ μᾶλλον αὐτόν ἀφίστησι τῆς ἐκείνων συνουσίας, ἤ εἰ τόν πατέρα θαυμάζοι. Ἄν μέν γάρ λέγῃ, Oὐκ οἶσθα πόσον ἐστίν ὁ πατήρ σου βελτίων ἐκείνων; οὐδέν τοσοῦτον ἐργάσεται, ἄν δέ τόν πατέρα ἀφείς, αὐτόν αὐτῶν προκρίνῃ λέγων Oὐκ οἶσθα τίς μέν σύ, τίνες δέ ἐκεῖνοι; οὐκ ἐννοεῖς σου τήν εὐγένειαν καί τήν ἐλευθερίαν, καί τήν ἀτιμίαν τήν ἐκείνων; τίς γάρ κοινωνία σοί κἀκείνοις τοῖς κλέπταις, τοῖς μοιχοῖς, τοῖς γόησι; ταχέως αὐτόν τοῖς ἐγκωμίοις τοῖς αὐτοῦ πτερώσας, ἀπορραγῆναι ἐκείνων παρασκευάσει. Τόν μέν γάρ πρότερον οὐ σφόδρα δέξεται λόγον, ὅτι κατηγορία αὐτοῦ ἐστίν ἡ προτίμησις τοῦ πατρός, ὅταν μή μόνον πατέρα φαίνηται λυπῶν, ἀλλά καί πατέρα τοιοῦτον, ἐνταῦθα δέ οὐκέτι οὐδέν τοιοῦτον πείσε» (Ε.Π.Ε. 19, 366, 5).
Ἐδῶ διδάσκει ἀπερίφραστα ὁ Ἅγιος ὅτι, αὐτή ἡ συνοδοιπορία καί σύζευξις μέ τούς αἱρετικούς καί ἀπίστους, σημαίνει ἀπομάκρυνσι ἀπό τόν Χριστό καί σημαίνει, ὄχι ἰδική μας ταπείνωσι καί ἐξευτελισμό, ἀλλά τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ μέγας Φώτιος ἐπίσης ἑρμηνεύοντας τό ἴδιο χωρίο ἀναφέρει καί τά ἑξῆς: «...Προστάττει μέν γάρ διά τούτων, μήτε εἰς γένεσιν, μήτε εἰς ἄλλην τινά ἐργασίαν, δεῖν τοῖς ἑτερογενέσι ζώοις τά οἰκεῖα κτήνη συνάπτειν· τό μέν γάρ δύσχρηστον· τό δέ τούς θεσμούς ἐστιν ἀνατρέπειν τῆς φύσεως, παρεγγυᾶται δέ μᾶλλον, διά τῆς ἐπί τῶν ἀλόγων νομοθεσίας, ὡς παντί τρόπῳ προσήκει τούς λογικούς, φεύγειν τήν πρός τούς κατά πίστιν ἑτεροφύλους κοινωνίαν· καί μήτε εἰς γαμικήν ὁμιλίαν αὐτοῖς συνιέναι, μήτε συνεργούς εἰς πνευματικήν ἐργασίαν παραλαμβάνειν. Διαφθερεῖ γάρ ὁ τοιοῦτος καί τόν σόν πόνον μᾶλλον, ἀλλ’ οὐ συναύξει. Τί δέ δεῖ καί τό εὐγενές τῆς σῆς εὐσεβείας νόθοις γένεσι συναναφύρεσθαι(P.G. 101, 556Β –Ε.Π.Ε. 2, 168).
Ἐδῶ ὁ μέγας Φώτιος ἀπό τό παράδειγμα τῶν ζώων πού φεύγουν ἀπό κάθε ἑτερόφυλο κοινωνία καί μεῖξι, διδάσκει, νά φεύγουν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό κάθε ἑτερόφυλο κατά τήν πίστι κοινωνία «φεύγειν τήν πρός τούς κατά πίστιν ἑτεροφύλους κοινωνία». Διότι αὐτή ἡ κοινωνία θά βλάψη τούς Ὀρθοδόξους καί δέν θά ὠφελήση τούς αἱρετικούς: «Διαφθερεῖ γάρ ὁ τοιοῦτος καί τόν σόν πόνον μᾶλλον, ἀλλ’ οὐ συναύξει». Στήν ἐκκλησιαστική καί δή λειτουργική κοινωνία ἀσφαλῶς εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερο τό κακό.
Στό χωρίο ἐπίσης: «Διό ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε κ.λπ.» ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς: «...Ἐξέλθετε οὖν ἐκ μέσου τῶν ἀπίστων, καί ἀφορίσθητε, τουτέστι, μονώθητε καί καθαρίσθητε, καί τότε εἰσδέξομαι ὑμᾶς. Ὅταν γάρ ἀπαλλαγῇς τῶν πονηρῶν, τότε ἑνωθήσῃ Θεῷ» (P.G. 124, 868Β).
Γιά νά ἑνωθοῦμε λοιπόν μέ τόν Θεό πρέπει νά ἀπαλλαγοῦμε (ἀπομακρυνθοῦμε) ἀπό τούς πονηρούς (τούς αἱρετικούς). Καί τά δύο συγχρόνως φαίνονται ἀδιανόητα στήν σκέψι τῶν Πατέρων. Αὐτό ἄλλωστε γίνεται καί κατά τήν μύησι τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Ὁμολογοῦμε δηλαδή πρῶτα τήν ἀποταγή (ἀπομάκρυνσι) ἀπό τόν σατανά καί τά ἔργα του, καί τότε υἱοθετούμεθα διά τῆς τριττῆς καταδύσεως καί ἀναδύσεως ἀπό τόν Χριστό.
Τό ἴδιο ἀκριβῶς ἀναφέρει καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χωρίου: «Εὐγῆτε λοιπόν, λέγει, ἐσεῖς οἱ χριστιανοί ἔξω ἀπό τήν συναναστροφήν τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων, καί τήν κοινωνίαν τῶν πονηρῶν ἔργων καί ἀφορίσθητε, ἤγουν σταθῆτε κατ’ ἰδίαν χωριστά ἀπό αὐτούς καί καθαρισθῆτε, καί τότε θέλω σᾶς δεχθῶ. Διότι ὅταν ἐσύ ὁ χριστιανός χωρισθῆς ἀπό τούς πονηρούς ἀνθρώπους καί ἀπό τά κακά ἔργα, τότε θέλεις ἑνωθῆς μέ τόν Θεόν» (Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τόμος δεύτερος, σελ. 114).
Ἡ Ἁγία Γραφή καί οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν γιά ἄμεσο ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς. Ἀντιθέτως ὅμως οἱ Οἰκουμενιστές καί Ἀντιοικουμενιστές ὁμιλοῦν καί διδάσκουν γιά παραμονή καί συμπόρευσι μέ τούς αἱρετικούς καί, μάλιστα, θέτουν ἄλλα ὅρια, ξένα πρός τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Ἁγίους, ὅπως τό κοινό ποτήριο, τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου κ.λπ. Ἔτσι ἀποδεικνύουν ὅτι ἔχουν κάποια ἄλλη «Ἁγία Γραφή», ἡ ὁποία ταιριάζει καί ἐναρμονίζεται μέ τήν Νέα Ἐποχή καί τήν Πανθρησκεία.
20) Β΄ Κορινθ. 11, 13-15: «Οἱ γάρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ. καί οὐ θαυμαστόν· αὐτός γάρ ὁ σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός. οὐ μέγα οὖν εἰ καί οἱ διάκονοι αὐτοῦ μετασχηματίζονται ὡς διάκονοι δικαιοσύνης, ὧν τό τέλος ἔσται κατά τά ἔργα αὐτῶν».
Εἶναι πολύ σημαντικό καί αὐτό τό χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιά τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως. Διότι ἐδῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος προειδοποιεῖ καί προετοιμάζει τούς Κορινθίους (καί ὅλους ἐμᾶς φυσικά), περί τῶν ψευδαποστόλων καί ψευδοδιδασκάλων καί ἀναφέρεται εἰς αὐτούς πού μετασχηματίζονται εἰς ἀποστόλους (τήν ἐποχή τοῦ Παύλου) καί εἰς ψευδοποιμένες καί ψευδεπισκόπους (τήν σημερινή ἐποχή), ἀπό τούς ὁποίους πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀπομακρύνωνται.
Τό σημαντικό δέ εἶναι ὅτι δέν ὁμιλεῖ ἐδῶ ὁ Παῦλος γιά αἱρετικούς (πρᾶγμα φυσικά πολύ χειρότερο), ἀλλά δι’ αὐτούς πού ἤθελαν νά παρουσιαστοῦν ὡς ἰσάξιοι τῶν Ἀποστόλων, νά παρουσιαστοῦν ὅτι δῆθεν ἐκήρυττον ἀδιάπτωτο τό Εὐαγγέλιο καί νά παραγκωνίσουν, τρόπον τινά, τόν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν. Τό ὅτι δέν ὁμιλεῖ ἀποκλειστικά γιά αἱρετικούς φαίνεται ἀπό τόν τέταρτο (4) στῖχο τοῦ ἰδίου κεφαλαίου στόν ὁποῖο ὁ Παῦλος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «εἰ μέν γάρ ὁ ἐρχόμενος ἄλλον Ἰησοῦν κηρύσσει ὅν οὐκ ἐκηρύξαμεν, ἤ πνεῦμα ἕτερον λαμβάνετε ὅ οὐκ ἐλάβετε, ἤ εὐαγγέλιον ἕτερον ὅ οὐκ ἐδέξασθε, καλῶς ἀνείχεσθε».
Φαίνεται ἐπίσης, καί ἀπό τήν συνέχεια τῶν λόγων τοῦ Παύλου πρός τούς Κορινθίους, ἐπειδή ἀναγκάζεται νά ἐπαινέση τόν ἑαυτό του καί τό ἔργο του καί τούς κινδύνους πού ὑπέστη πρός διάδοσι τοῦ Εὐαγγελίου, τά ὁποῖα δέν θά ἔπραττε, ἄν ἐπρόκειτο νά ἀντιδιαστείλη τόν ἑαυτό του ἀπό κάποιους αἱρετικούς. Διότι ἡ διδασκαλία τοῦ Παύλου γιά τούς αἱρετικούς εἶναι μία καί μοναδική ὁ ἀναθεματισμός καί ἡ ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσις (ἀποτείχισις). Οὔτε φυσικά ὁμιλεῖ γιά καταδικασμένους ἀπό τήν Σύνοδο αἱρετικούς (σύμφωνα μέ τίς νεόκοπες θεωρίες Οἰκουμενιστῶν καί Ἀντιοικουμενιστῶν), ἀλλά δι’ αὐτούς πού εἶχαν διεστραμμένα ἤ καί αἱρετικά φρονήματα.
Ἐρχόμενοι, μετά τά προλογικά αὐτά καί διευκρινιστικά σχόλια νά ἰδοῦμε πῶς οἱ Ἅγιοι κατενόησαν τό συγκεκριμένο αὐτό χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, θά χρησιμοποιήσωμε τήν ἑρμηνεία τοῦ χρυσορρήμονος πατρός τῆς Ἐκκλησίας.
Πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι στήν ἔρευνα καί μελέτη πού ἐκάναμε, διεπιστώσαμε ἐκ τῶν πραγμάτων ὅτι οἱ μεταγενέστεροι ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς (π.χ. ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, Μ. Φώτιος, ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης κ.λπ.) στηρίζονται ἀπολύτως καί συμπορεύονται σταθερά μέ τίς ἑρμηνεῖες τῶν μεγάλων Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος καί εἰδικά μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος ὑπομνημάτισε τό μεγαλύτερο μέρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, σέ σημεῖο πού τίς περισσότερες φορές χρησιμοποιοῦν καί τά ἴδια τά λόγια του καί ὁπωσδήποτε τά νοήματά του καί τήν σκέψι του. Αὐτό δείχνει τήν εὐλάβεια καί  ἐμπιστοσύνη καί ταπείνωσι τῶν τότε Πατέρων, ἐν ἀντιθέσει μέ τήν σημερινή ἰδική μας ὑπερφύαλο ἐγωϊστική καί αἱρετική νοοτροπία, νά θέλωμε νά δώσουμε ἄλλες ἑρμηνεῖες, οἱ ὁποῖες συμπορεύονται ἄριστα μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά δέν συμπορεύονται μέ τήν διαχρονική σκέψι καί πορεία τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ χρυσοῦς λοιπόν ρήτωρ τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τήν ἑρμηνεία τοῦ συγκεκριμένου χωρίου τοῦ ἀποστόλου Παύλου, μᾶς λέγει τά ἑξῆς: «”Οἱ γάρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ”. Τί λέγεις; οἱ Χριστόν κηρύττοντες, οἱ χρήματα μή λαμβάνοντες, οἱ Εὐαγγέλιον ἕτερον μή ἐπεισάγοντες, ψευδαπόστολοι; Ναί φησί· καί δι’ αὐτό μέν οὖν τοῦτο μάλιστα, ὅτι ταῦτα ὑποκρίνονται πάντα, ἵνα ἀπατήσωσι» (Ε.Π.Ε. 19, 614). Οἱ ψευδαπόστολοι λοιπόν αὐτοί, παρ’ ὅτι δέν εἶχαν φανερά αἱρετικά φρονήματα, ἦταν ὑποκριτές  και, ὡς ἐκ τούτου, θά ἠδύναντο νά ἐξαπατήσουν τούς ἁπλούς καί μή ἔχοντας εἰδική γνῶσι Χριστιανούς. Ἡ ἐξαπάτησις αὐτή εἶναι ἡ πλάνη κατά τήν ὁποία ἐμπιστεύεσαι καί ἀκολουθεῖς κάποιον, ἐπειδή ἔχει τό προσωπεῖο καί τό ἐξωτερικό σχῆμα τοῦ Ἀποστόλου, τοῦ Πατριάρχου, τοῦ Ἐπισκόπου, τοῦ ἡγουμένου, τοῦ πνευματικοῦ κλπ.
Νομίζω ὅτι αὐτοί ἐπιτελοῦν (ὑπέρ τοῦ διαβόλου καί τῆς ἀπωλείας τῶν ψυχῶν) μεγαλύτερο καί ἐπωφελέστερο ἔργο ἀπό τούς ἀποκομμένους τῆς Ἐκκλησίας φανερούς αἱρετικούς, ὅπως εἶναι σήμερα οἱ Παπικοί, οἱ Προτεστάντες κ.λπ. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο οἱ Παπικοί, μετά τό σχίσμα, ἐφεῦρον τήν Οὐνία, ὥστε μέ τό ἐξωτερικό σχῆμα τῶν κληρικῶν των, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τήν βυζαντινή παράδοσι, νά πλησιάσουν τούς Ὀρθοδόξους καί νά τούς ὁδηγήσουν στήν πλάνη. Τώρα αὐτοί (οἱ Οἰκουμενιστές) εὑρίσκονται καί ἐργάζονται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί ὁδηγοῦν πρός τόν Οἰκουμενισμό, τόν Παπισμό καί τήν Νέα Ἐποχή τούς Ὀρθοδόξους, ὁπότε δέν χρειάζεται ἡ Οὐνία, διότι αὐτή εὑρίσκεται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας διά τῶν ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων. Δι’ αὐτό ἄλλωστε οἱ Οἰκουμενιστές ἐπιμένουν νά καταργηθῆ.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἅγιος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἐργάται δόλιοι. Ἐργάζονται μέν γάρ, ἀλλ’ ἀνασπῶσι τά πεφυτευμένα. Ἐπειδή γάρ ἴσασιν, ὅτι ἑτέρως οὐκ ἄν γένοιτο εὐπαράδεκτοι, τό προσωπεῖον λαβόντες τῆς ἀληθείας, οὕτω τό δρᾶμα τῆς πλάνης ὑποκρίνονται».
Στό σημεῖο αὐτό ὁ Χρυσόστομος ἅγιος ὁμιλεῖ διαχρονικά καί εἰδικά γιά τήν ἐποχή μας. Αὐτοί λέγει πού ἔχουν τό προσωπεῖο καί τό ἐξωτερικό σχῆμα τῶν Ἐπισκόπων, Μητροπολιτῶν καί Πατριαρχῶν ἐργάζονται γιά νά ξεριζώσουν αὐτά πού ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ διά τοῦ βαπτίσματος ἐφύτευσε στόν ἀγρό τοῦ Χριστοῦ. «Ἐργάζονται μέν γάρ, ἀλλ’ ἵνα ἀνασπῶσι τά πεφυτευμένα». Δι’ αὐτό βλέπουμε τούς ἀνθρώπους αὐτούς νά τρέχουν ἀπό τήν ἀνατολή στήν δύση, νά κάνουν συνέδρια καί διαλόγους, νά ὑπογράφουν κοινές δηλώσεις κ.λπ. μέ τόν σκοπό νά ξεριζώσουν τούς Ὀρθοδόξους ἀπό τόν ἀγρό τοῦ Χριστοῦ καί νά τούς μεταφυτεύσουν στόν ἀγρό τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Ἐδῶ ὁ ἅγιος μέ πολύ ὡραῖο τρόπο περιγράφει τόν σκοπό καί τήν σκέψι τῶν Οἰκουμενιστῶν καί ὅλων τῶν αἱρετικῶν, πού διαχρονικά ἐργάστηκαν μέ τόν σκοπό νά ξεριζώσουν τά πεφυτευμένα. Ἔχουν, λέγει, βάλει τό προσωπεῖο, δηλαδή τήν μάσκα τοῦ Ἐπισκόπου καί τοῦ Πατριάρχου καί παρουσιάζονται ὡς ἐργάται τῆς ἀληθείας καί ὡς διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά παίζουν θέατρο γιά νά πλανήσουν τούς Ὀρθοδόξους: «τό δρᾶμα τῆς πλάνης ὑποκρίνονται».  Εἴτε λοιπόν τούς ὀνομάσουμε προβατόσχημους λύκους, εἴτε θεατρίνους, εἴτε μετασχηματισμένους ἀποστόλους Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τήν ἔκφρασι τοῦ Παύλου, τό ἴδιο εἶναι, διότι στιγματίζουμε μέ ἄλλες ἐκφράσεις τήν δολιότητα καί ὑποκρισία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.
Ἐδῶ φυσικά δέν ὁμιλοῦμε γιά καταδικασμένους αἱρετικούς, ἀπό τούς ὁποίους, σύμφωνα μέ τούς Ἀντιοικουμενιστές, πρέπει νά ἀποτειχιστοῦμε, ἀλλά ὁμιλοῦμε καθαρά δι’ αὐτούς πού ἐργάζονται ὑπέρ τοῦ διαβόλου ἐντός τοῦ χώρου  τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἅγιος, γιά νά ἑρμηνεύση τήν λέξι «μετασχηματιζόμενοι», ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Νῦν δέ ἑτέρωθεν αὐτούς διαβάλλει λέγων, “μετασχηματιζόμενοι”. Σχῆμα μόνον αὐτοῖς, ἡ δορά τοῦ προβάτου ἐπίκειται». Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί λοιπόν ἔχουν μόνο τό ἐξωτερικό σχῆμα τοῦ Ἐπισκόπου καί Πατριάρχου καί τήν δορά τοῦ προβάτου πρός ἐξαπάτησι τῶν Ὀρθοδόξων καί τίποτε περισσότερο. Ἄρα λοιπόν, ὅσοι μένουν μόνο στά ἐξωτερικά σχήματα τῶν Ἐπισκόπων καί τῶν Συνόδων, εἶναι ἐπακόλουθο νά πλανηθοῦν καί νά πλανήσουν ὅσους τούς ἀκολουθήσουν. Αὐτοί μέ τά προσωπεῖα καί τίς μάσκες, μέ τήν ὑποκρισία καί τήν ἀπάτη παίζουν θέατρο, περιμένοντας δῆθεν νά καταδικαστῆ ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ γιά νά ἀποτειχιστοῦν ἀπό αὐτούς.
Ἐν συνεχείᾳ, ἀκολουθώντας ἑρμηνευτικά ὁ Χρυσόστομος τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Καί οὐδέν θαυμαστόν. “Εἰ γάρ αὐτός ὁ σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός, τί μέγα, εἰ καί οἱ διάκονοι αὐτοῦ μετασχηματίζονται ὡς διάκονοι δικαιοσύνης;”. Ὥστε εἰ δεῖ θαυμάζειν, τοῦτο δεῖ θαυμάζειν, τό δέ τούτων, οὐκέτι. Ὅταν γάρ ὁ διδάσκαλος αὐτῶν πάντα τολμᾷ οὐδέν θαυμαστόν καί τούς μαθητάς ἕπεσθαι. Τί δέ ἐστιν, “ἄγγελον φωτός”; Τόν παρρησίαν ἔχοντα λέγειν, τόν τῷ Θεῷ παρεστῶτα. Εἰσί γάρ καί ἄγγελοι σκότους οὗτοι οἱ τοῦ διαβόλου, οἱ σκοτεινοί καί ἄγριοι. Καί πολλούς ὁ διάβολος οὕτως ἠπάτησε, μετασχηματιζόμενος, οὐ γινόμενος ἄγγελος φωτός. Οὕτω καί οὗτοι σχῆμα ἀποστόλου περιεφέρουσιν, οὐκ αὐτήν τήν δύναμιν· οὐδέ γάρ ἰσχύουσιν. Οὐδέν δέ οὕτω διαβολικόν, ὡς τό πρός ἐπίδειξίν τι ποιεῖν».
Ἐφ’ ὅσον λοιπόν, ὁ διδάσκαλός των διάβολος μετασχηματίζεται πρός παραπλάνησι, σέ σημεῖο νά παρουσιάζεται σάν ἄγγελος φωτεινός, ἄρα καί οἱ μαθητές του μετασχηματίζονται σέ Ἐπισκόπους καί Πατριάρχες γιά τόν ἴδιο σκοπό. Αὐτοί, λέγει ὁ ἅγιος, ἔχουν τό σχῆμα τοῦ ἀποστόλου καί Ἐπισκόπου, ὄχι ὅμως τήν δύναμι. «Οὕτω καί οὗτοι σχῆμα ἀποστόλου περιεφέρουσιν, οὐκ αὐτήν τήν δύναμιν· οὐδέ γάρ ἰσχύουσιν».
Ἐδῶ νομίζω, δέν πρέπει νά κολλήσωμε προχείρως στό ἄν ἔχουν αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι τήν δύναμι νά ἐπιτελέσουν ἤ ὄχι ἔγκυρα μυστήρια, ἀλλά στό ὅτι δέν ἔχουν τήν δύναμι καί τήν χάρι νά ὁμολογήσουν, νά καθοδηγήσουν τούς πιστούς,  νά ἐκπροσωπήσουν τόν Χριστό Ὀρθοδόξως καί, κυρίως, δέν ἔχουν τήν δύναμι καί τήν χάρι νά σταυρωθοῦν  καί νά πεθάνουν χάριν τῆς ἀληθείας.
Ἄν ὅμως θελήσωμε νά ἑρμηνεύσωμε τόν λόγο τοῦ Χρυσοστόμου ὅτι αὐτοί δέν ἔχουν τήν δύναμι νά ἐπιτελέσουν ἔγκυρα μυστήρια, πάλι νομίζω γίνεται ἐπιτακτικότερη ἡ ἀναγκαιότης τῆς ἀποτειχίσεως τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό αὐτούς τούς ψευδοποιμένες καί ψευδοδιδασκάλους.
Ὅμως τό πρόβλημα ἑστιάζεται, κυρίως, στήν καθοδήγησι τῶν πιστῶν καί τῆς διαχρονικῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὡς πρός τά μυστήρια πολλές οἰκονομίες κατά καιρούς ἔγιναν ἀπό τούς Ἁγίους χάριν τοῦ λαοῦ καί τῆς ἐπαναφορᾶς στήν Ὀρθοδοξία. Ὅταν ὅμως ἀκολουθῆς καί συμπορεύεσαι μέ ἕνα θεατρίνο ἤ προβατόσχημο λύκο, θά ὁδηγηθῆς στήν ἀπώλεια, ἔστω καί ἄν λαμβάνης ἔγκυρα μυστήρια. Καί ὅταν αὐτόν τόν θεατρίνο τόν ἀποδέχεσαι εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ μέχρι νά καταδικαστῆ ἀπό τήν Σύνοδο, νομίζω ὅτι ἐξευτελίζεις καί ὑποτιμᾶς ἐν γνώσει  σου τόν ἴδιο τόν Χριστό, διότι παρουσιάζεις ὡς εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἕνα ὁμοίωμα τελείως ξένο καί διαστρεβλωμένο, παρουσιάζεις ὡς φῶς τό σκότος.
Σημαντικό στό σημεῖο αὐτό εἶναι καί ἡ ἔκφρασις τοῦ ἁγίου: «Οὐδέν δέ οὕτω διαβολικόν, ὡς τό πρός ἐπίδειξίν τι ποιεῖν». Δηλαδή δέν ὑπάρχει διαβολικότερο πρᾶγμα ἀπό αὐτή τήν ὑποκρισία καί ἀπό αὐτό τό θέατρο. Ἴσως ἐδῶ, ἐννοεῖ ὁ ἅγιος ὅτι δέν ὑπάρχει γιά τόν διάβολο, πιό κερδοφόρα μέθοδος ἀπό αὐτήν τήν ὑποκρισία καί τόν θεατρινισμό. Δι’ αὐτό ἀναφέρει ἀνωτέρω: «Καί πολλούς ὁ διάβολος οὕτως ἠπάτησε, μετασχηματιζόμενος». Ἀκουέτωσαν ταῦτα οἱ Ἀντιοικουμενιστές.
Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρει ὁ χρυσορρήμων τό πῶς θά τούς γνωρίσουμε αὐτούς τούς μετασχηματισμένους θεατρίνους διά νά μήν νομισθῆ ὅτι οἱ Ἅγιοι ὁμιλοῦν ἀορίστως, ὅπως ἐμεῖς σήμερα: «Πῶς οὖν αὐτούς ἐπιγνωσόμεθα; Ἀπό τῶν ἔργων αὐτῶν, καθώς καί ὁ Χριστός εἶπε». Δηλαδή μέ ἁπλά λόγια, ἐφ’ ὅσον βλέπουμε σήμερα τούς Οἰκουμενιστές Πατριάρχες καί Ἐπισκόπους νά μᾶς ὁδηγοῦν στήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων τῶν αἱρετικῶν, στήν ἀναγνώρισι τῶν μυστηρίων των, στό Π.Σ.Ε, στήν κατάλυσι τῶν φραγμῶν καί τῶν ὁρίων πού ἔθεσαν οἱ Γραφές καί οἱ Πατέρες, νά μᾶς ὁδηγοῦν κοντολογίς πρός δυσμᾶς ὁλοταχῶς, αὐτά τά ἔργα των ἀποδεικνύουν ὅτι αὐτοί εἶναι μετασχηματισμένοι θεατρίνοι καί ὅτι αὐτοί «τό δρᾶμα πλάνης ὑποκρίνονται».
Δυστυχῶς ὅμως, σήμερα, ἀντιθέτως πρός αὐτήν τήν διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί τήν διαυγέστατη ἑρμηνεία τῶν λόγων του ἀπό τούς Ἁγίους, οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἐπιμένουν πεισμόνως στήν ἀντίθετη καί ψυχοκτόνο διδασκαλία, ἡ ὁποία συνοψίζεται εἰς τό ὅτι αὐτούς, τούς μετασχηματισμένους θεατρίνους καί ἀπροσχημάτιστους αἱρετικούς ποιμένες, πρέπει νά τούς ἀναγνωρίζωμε εἰς τύπον καί τόπο Χριστοῦ, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου (δηλαδή μέχρις ἐσχάτων), νά τούς μνημονεύωμε ἀποδεικνύοντας ὅτι ἀποτελοῦν τήν ὁρατή κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, νά τούς δίδωμε τό δικαίωμα νά ὁδηγοῦν τό πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας στήν ἱστορική πορεία του, νά τούς ἀκολουθοῦμε καί μάλιστα μέ τήν ἐκκλησιαστική ἐνσωμάτωσι κ.λπ. Διδάσκουν μάλιστα, ἀντίθετα πρός τόν Παῦλο καί τόν Χρυσόστομο, ὅτι δέν βλαπτόμεθα ἀπό αὐτή τήν συμπόρευσι καί ἀναγνώρισι, δέν μολυνόμεθα, οὔτε ἐθιζόμεθα στήν αἵρεσι, ἐφ’ ὅσον ἔχουμε Ὀρθόδοξο φρόνημα. Δέν κατανοοῦν ἴσως ὅτι, ἐφ’ ὅσον δέν ἀκολουθοῦν τήν διδασκαλία τοῦ Παύλου καί τίς ἑρμηνεῖες πού δίδουν οἱ Ἅγιοι εἰς αὐτήν, οὔτε ὀρθόδοξο φρόνημα ἔχουν, πολύ περισσότερο δέ ἀγωνιστικό καί θυσιαστικό.
Θά κλείσουμε τήν ἑνότητα αὐτή ἀναφέροντας καί ἕνα μικρό τμῆμα ἀπό τόν Θεοφύλακτο Βουλγαρίας εἰς τήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χωρίου τοῦ Παύλου, διά νά δείξωμε τούς Ἁγίους καί τούς Πατέρες συμφώνους κατά πάντα ὡς πρός τήν στάσι τῶν Ὀρθοδόξων ἔναντι τῶν αἱρετικῶν ποιμένων: «Ἐργάται δόλιοι» καθ’ ὅ ἐργάζεσθαι μέν δοκοῦσιν, ἀνασθῶσι δέ τά πεφυτευμένα, καί σχῆμα μόνου ἔχουσιν ἀποστόλων, καί δοράν προβάτων, λύκοι δέ εἰσίν ὄντως» (P.G. 124, 917Α).
Οἱ Γραφές λοιπόν καί οἱ Πατέρες μέ τήν διδασκαλία των μᾶς ἐπροστάτευσαν ἐπί τοῦ θέματος τούτου, οἱ Οἰκουμενιστές ὅμως, καί κυρίως οἱ Ἀντιοικουμενιστές, μᾶς ἄφησαν ἀπροστάτευτους στούς προβατόσχημους λύκους, στούς θεατρίνους καί στούς μετασχηματισμένους Ἐπισκόπους καί ποιμένες εἰς τρόπον ὥστε νά γίνωμε βορά καί τροφή τοῦ διαβόλου.

21) Γαλάτ. 1, 8-9: «Ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. ὡς προειρήκαμεν, καί ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω».
Ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν καθαρά καί ἀπερίφραστα διά τήν ἀποτείχισι καί ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες καί Ἐπισκόπους, εἶναι καί αὐτή ἡ διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Διότι ἐδῶ ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν δέν ἀπαιτεῖ ἀπό τούς Ὀρθοδόξους μόνο τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι (ἀποτείχισι), ἀλλά προχωρεῖ ἔτι περαιτέρω καί στόν ἀναθεματισμό κάθε ἑτεροδιδασκαλίας καί αἱρέσεως καί κάθε αἱρετικοῦ.
Ἀναθεματισμός κατ’ ἀρχάς, σημαίνει τόν πρόσκαιρο καί τόν αἰώνιο συγχρόνως χωρισμό καί τήν τελεία ἀποκοπή καί ἀπομάκρυνσι τώρα καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων ἀπό τόν Χριστό. Διαφέρει δέ ὁ ἀναθεματισμός ἀπό τόν ἀφορισμό εἰς τό ὅτι ὁ ἀφορισμός σημαίνει τήν προσωρινή καί κυρίως παιδαγωγική ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀπό τά μυστήρια καί ἀπό τήν ὁμήγυρι τῶν πιστῶν γιά κάποιο χρονικό διάστημα, μέ τόν σκοπό τῆς μετανοίας καί διορθώσεως, ὥστε νά ἀποφευχθῆ ὁ αἰώνιος χωρισμός τῆς καταδίκης καί κολάσεως. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς ὅτι ὁ ἀναθεματισμός εἶναι ἡ βαρυτέρα καί χειροτέρα καταδίκη, διότι δέν ἔχει μόνο προσωρινή διάστασι, ἀλλά αἰωνία.
Σημαντικό εἶναι καί πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι στόν ἀναθεματισμό ὑποβάλλει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτόν του διά τῶν πράξεών του, οἱ ὁποῖες στήν συγκεκριμένη περίπτωσι εἶναι ἡ αἵρεσις, οἱ αἱρετικές διδασκαλίες, καί ἡ ἐν γνώσει συμπόρευσις σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μέ αἱρετικούς κατά τό πατερικό καί κανονικό λόγιο «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἐστι». Ὁ ἀναθεματισμός παντός αἱρετικοῦ εἶναι ἀναγκαῖος καί ἀπαραίτητος ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων, διότι ἀποτελεῖ τρόπο ὁμολογίας καί διαστολῆς ἀπό τήν αἵρεσι, σέ σημεῖο πού, ἄν δέν ἀναθεματίσωμε κάποιον ἐν γνώσει αἱρετικό, νά ἀνήκουμε καί ἐμεῖς στήν ἴδια κατηγορία τοῦ αἱρετικοῦ. Αὐτό τό ἀναφέρει ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή ὡς ἑξῆς: «ἀλλά καί ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος, ὅμως αἱρετικός κατά τήν ἐκείνων αἵρεσιν ἤ ἑτέραν, κἄν ἐπίσκοπος, κἄν ἀσκητής, κἄν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. ἀλλά καί εἴ τις μή ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατά τό ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος» (Φατ. 34, 99, 138).
Πρέπει εὐθύς ἐξ ἀρχῆς νά ἐπισημάνωμε μία σημαντική διδασκαλία τῶν Πατέρων, ἐν σχέσει μέ τόν ἀναθεματισμό παντός αἱρετικοῦ καί πάσης αἱρέσεως, τήν ὁποία δέν τήν δέχονται οὔτε οἱ Οἰκουμενιστές, οὔτε οἱ Ἀντιοικουμενιστές. Καί οἱ μέν Οἰκουμενιστές δέν τήν δέχονται, διότι ἡ διδασκαλία αὐτή τῶν Ἁγίων ἀναφέρεται καί καταδικάζει τούς ἑαυτούς των, οἱ δέ Ἀντιοικουμενιστές δέν τήν δέχονται διότι, ἄν τήν δεχθοῦν, καταρρίπτεται αὐτομάτως ὅλη ἡ ἐπιχειρηματολογία καί ὅλο τό οἰκοδόμημα εἰς τό ὁποῖο στεγάζονται καί ναυαγεῖ ἡ θεωρία των περί τοῦ δυνητικοῦ τοῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, περί ἀποτειχίσεως, ἐφ’ ὅσον καταδικαστεῖ πρῶτα ἡ αἵρεσις καί οἱ αἱρετικοί ὀνομαστικῶς, περί τοῦ ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους ἀποτελεῖ σχίσμα, ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία κ.λπ. Κοντολογίς, ἄν οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἀποδεχθοῦν αὐτή τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, σχετικά μέ τόν ἀναθεματισμό παντός αἱρετικοῦ, πρέπει ἀπό Ἀντιοικουμενιστές νά γίνουν ἀμέσως Ἀποτειχισμένοι ἀπό τούς αἱρετικούς, ἄν θέλουν νά παραμείνουν στήν ὄντως ἀληθινή καί Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.
Ἡ διδασκαλία λοιπόν αὐτή τῶν Ἁγίων ἀναφέρει ξεκάθαρα ὅτι, ὁ ἀναθεματισμός αὐτός τοῦ ἀποστόλου Παῦλου, ἰσχύει διαχρονικά γιά κάθε αἵρεσι καί γιά κάθε αἱρετικό καί δέν χρειάζεται δῆθεν μία καινούργια καταδίκη γιά νά ἐνεργοποιηθῆ, τρόπον τινά, καί νά ἰσχύση ἡ καταδίκη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Διότι ἡ καταδίκη παντός αἱρετικοῦ καί ὁ ἀναθεματισμός δέν ἐκφωνήθηκε κατ’ οὐσίαν ἀπό ἀνθρώπους (π.χ. τόν ἀπόστολο Παῦλο), ἀλλά ἐκφωνήθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό καί τό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἄν λοιπόν χρειάζεται, γιά νά ἰσχύση ὁ ἀναθεματισμός παντός αἱρετικοῦ, τήν ἔγκρισι καί ἐπικύρωσι τῆς Συνόδου, τότε σημαίνει ὅτι ἡ Σύνοδος εἶναι ἀνώτερη ἀπό τόν Χριστό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, διότι τήν ἔγκρισι καί ἐπικύρωσι τήν παίρνομε πάντοτε ἀπό τούς ἀνωτέρους διά νά ἔχη ἰσχύ καί ἀξία καί ποτέ δέν παίρνομε τήν ἐπικύρωσι ἀπό κατωτέρους, διότι εἶναι αὐτονόητο ὅτι δέν ἔχει ἡ ἔγκρισι αὐτή ἀξία καί ὁπωσδήποτε «τό ἔλαττον ὑπό τοῦ κρείττονος εὐλογεῖται» (Ἑβρ. 7,7).
Ἐδῶ ὁμιλοῦμε ἀποκλειστικῶς διά τά θέματα τῆς πίστεως, διότι, δι’ ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα, παραπτώματα καί παραβάσεις, χρειάζεται ἡ ἔγκρισις καί ἡ ἐπιβολή κάθε ποινῆς ἀπό τήν Σύνοδο, ἤ τόν Ἐπίσκοπο, τόν πνευματικό κ.λπ. Ὁ σκοπός λοιπόν πού οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἐταύτισαν ὅλα τά ἄλλα θέματα μέ τά θέματα τῆς πίστεως εἶναι προφανῶς τό ὅτι, ἄν δεχθοῦν αὐτή τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, πρέπει ἀμέσως νά ἀποτειχιστοῦν, νά ἀναθεωρήσουν ὅλες τίς θεωρίες των ὡς ἀντιπατερικές, νά ταπεινωθοῦν, διότι ἐβάδιζον μέχρι τώρα σέ ὁδό πλάνης καί σιγοντάριζαν, κατά τό δή λεγόμενο, τήν αἵρεσι καί κυρίως νά ἀφήσουν τό βόλεμα, τόν ἐφησυχασμό καί τόν χαρτοπόλεμο, μέ τά ὁποῖα συνέδεον μέχρι τώρα τήν ὁμολογία καί τήν Ὀρθοδοξία καί τό μαρτύριο.
Διά νά παρουσιάσωμε λοιπόν τήν Ὀρθόδοξο διδασκαλία ἐπί τοῦ θέματος τούτου θά ἀναφερθοῦμε κατ’ ἀρχάς στόν ἅγιο Μάξιμο  τόν ὁμολογητή. Ὅταν τόν ἔφεραν ἀπό τήν ἐξορία γιά νά τόν ἀνακρίνουν, ἄν ἐπιμένη στό δόγμα τῶν δύο θελήσεων καί δύο ἐνεργειῶν τοῦ Χριστοῦ, καί μετά πολλές συζητήσεις ἐνώπιον τῆς Συγκλήτου καί κατ’ ἰδίαν, οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλέως ἀνέφεραν στόν ἅγιο τά ἑξῆς:
«Λέγουσιν αὐτῷ· Καί τί ἔχεις ποιῆσαι, τῶν Ῥωμαίων ἑνουμένων τοῖς Βυζαντίοις; Ἰδού γάρ χθές ἦλθον οἱ ἀποκρισιάριοι Ῥώμης, καί αὔριον τῇ Κυριακῇ κοινωνοῦσι τῷ πατριάρχῃ· καί πᾶσι δῆλον γίνεται, ὅτι σύ διέστρεφες τούς Ῥωμαίους· ἀμέλει σοῦ ἀπαρθέντος ἐκεῖθεν, συνέθεντο τοῖς ἐνταῦθα. Καί εἶπε πρός αὐτούς· Οἱ ἐλθόντες, οἱονδήποτε πρόκριμα τῷ θρόνῳ Ῥώμης, κἄν κοινωνήσωσιν, ἐπάν οὐκ ἤγαγον πρός τόν πατριάρχην ἐπιστολήν, οὐ ποιοῦσι· καί οὐ πείθομαι πάντως ὅτι οἱ Ῥωμαῖοι ἑνοῦνται τοῖς ἐνταῦθα, εἰ μή ὁμολογήσωσι τόν Κύριον ἡμῶν καί Θεόν, καθ’ ἑκατέραν τῶν ἐξ ὥν, ἐν οἷς τε καί ἅπερ ἐστίν, εἶναι φύσει θελητικόν τε καί ἐνεργητικόν τῆς ἡμῶν σωτηρίας. Καί λέγουσιν· Εἰ δέ συμβιβασθῶσι τοῖς ἐνταῦθα οἱ Ῥωμαῖοι, τί ποιεῖς; Καί εἶπε· Τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου, καί ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντας» (P.G. 90, 121Β).
Θά ἠδυνάμεθα πολλά νά ἀναφέρωμε διά τήν ἀκλόνητον στάσι τοῦ ἁγίου στήν ἀποτείχισι καί ἀπό αὐτή τή συζήτησι καί ἀπό ἄλλες παρόμοιες, διότι ὁ ἅγιος Μάξιμος εἶχε ἐκκλησιαστική κοινωνία μόνο καί ἐφ’ ὅσον ὡμολογεῖτο μέ λόγια καί ἔργα ἀπό τούς Πατριάρχες καί Ἐπισκόπους ἡ Ὀρθόδοξος πίστις και, μάλιστα, στό σημεῖο πού κατά τήν ἐποχή του ἐπολεμεῖτο, σέ ἀντίθετο δέ περίπτωσι ἐπροτιμοῦσε νά εἶναι χωρισμένος ἀπό ὅλους τούς Πατριάρχες καί Ἐπισκόπους καί νά εἶναι  ἐνσωματωμένος στήν διαχρονική Ἐκκλησία μόνο διά τῆς Ὁρθοδόξου πίστεως καί ὄχι διά τῶν θεσμικῶν προσώπων, ἐφ’ ὅσον αὐτά εἶχαν ἀποδεχθῆ κάποια αἵρεσι.
Τό σημεῖο ὅμως πού μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ ὁμολογία τοῦ ἁγίου ὅτι: «Τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου καί ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντας». Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον λοιπόν ἀναθεματίζει τόν οἱονδήποτε ἀποδεχθῆ καί κηρύξη κάποια αἵρεσι. Καί αἵρεσις εἶναι, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο, ὄχι μόνο ἡ ἀθέτησις κάποιου δόγματος (π.χ. τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῶν δύο ἐπί Χριστοῦ φύσεων καί θελήσεων κ.λπ.), ἀλλά «παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντα», δηλαδή ἡ ἀλλοίωσις καί διαστροφή κάθε εὐαγγελικῆς ἐντολῆς (π.χ. σέ ἐντολές πού ἀναφέρονται στήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς).
Ὁ ὅσιος ἐδῶ, δέν ἀναφέρει ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα διδάσκει ἤ διακελεύεται νά ἀναθεματίζωνται, ὅσοι ἀλλοιώνουν καί διαστρέφουν τήν ἀποστολική διδασκαλία, ἀλλά ἀναφέρει ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀναθεματίζει, δηλαδή ὁ ἀναθεματισμός ἐκφωνεῖται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό καί ἰσχύει διαχρονικά γιά κάθε αἵρεσι καί γιά κάθε αἱρετικό. Καί εἶναι φυσικό αὐτό, διότι μόνον ἔτσι δύναται νά θεωρηθῆ ἡ Ἐκκλησία ὡς «στῦλος καί ἐδραίωμα τῆς ἀληθείας» κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο. Ἄν ὅμως, σύμφωνα μέ τίς νεοεποχίτικες θεωρίες τῶν Οἰκουμενιστῶν καί Ἀντιοικουμενιστῶν, γιά νά ἰσχύση ὁ ἀναθεματισμός τῶν αἱρετικῶν, πρέπει νά ἐκφωνηθῆ ὑπό τῆς Συνόδου, τότε μέχρι νά συνέλθη ἡ Σύνοδος (καί εἰδικά σήμερα πού εὑρίσκεται σέ βαθυτάτη καί μόνιμο χειμερία νάρκη) ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο δέν εἶναι στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, ἀλλά εἶναι στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς πλάνης καί τῆς αἱρέσεως ἤ εἶναι, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ἐσπιλωμένη καί βεβορβορωμένη καί ὄχι ἄσπιλος καί ἀμόλυντος κατά τήν διδασκαλία πάλι τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
Τό ὅτι, τά λόγια καί ἡ διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, εἶναι λόγια τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, τό ἀναφέρει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί μάλιστα στήν ἑρμηνεία τοῦ ἰδίου χωρίου ὡς ἑξῆς: «Ὁ δέ Παῦλος ὅταν δέ Παῦλον εἴπω, τόν Χριστόν πάλιν λέγω· αὐτός γάρ ᾖν ὁ κινῶν αὐτοῦ τήν ψυχήν καί ἀγγέλων ἐξ οὐρανοῦ καταβαινόντων αὐτάς προτίθησι· καί μάλα εἰκότως. Οἱ γάρ ἄγγελοι, κἄν μεγάλοι, ἀλλά δοῦλοι καί λειτουργοί τυγχάνουσιν ὄντες· αἱ δέ Γραφαί πᾶσαι οὐ παρά δούλων, ἀλλά παρά τοῦ τῶν ὅλων δεσπότου Θεοῦ γραφεῖσαι ἐπέμφθησαν (Ε.Π.Ε. 20, 202, 3).
Δι’ αὐτόν τόν λόγο, ἀσφαλῶς, τά λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἰσχύουν παντοῦ καί πάντοτε, ἐνῶ οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ἰσχύουν μόνον καί ἐφ’ ὅσον εὐθυγραμμίζονται ἀπολύτως μέ τήν Ἁγία Γραφή καί εἰδικά γιά τά θέματα τῆς πίστεως.
Καί δι’ αὐτόν τόν λόγο ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου περί καταδίκης τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἀναγκαία, ὄχι ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Ἀντιοικουμενιστές, γιά νά καταδικαστῆ δῆθεν ἡ αἵρεσις, διότι αὐτή ὡς νομοθετοῦσα τι παρά τό κήρυγμα, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Μάξιμο, εἶναι καταδικασμένη ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό καί τό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά εἶναι ἀναγκαία γιά νά ὀρθοτομήση  ἡ Σύνοδος τόν λόγο τῆς ἀληθείας, γιά νά ἐνταχθῆ ἡ Σύνοδος στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καί βέβαια γιά νά προστατεύση καθηκόντως τόν λαό τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν πλάνη καί τήν αἵρεσι.
Πολύ ὡραία παρουσιάζει αὐτήν τήν διδασκαλία περί ἀναθεματισμοῦ τῶν αἱρετικῶν καί ὁ Μ. Φώτιος στόν λόγο του περί τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας ὡς ἑξῆς: «Καί Πατέρας μέν καλοῦσι (καλοῦσι γάρ), ἀλλ’ οὐχ ἵνα τό τῶν Πατέρων ἀπονείμωσι γέρας, ἀλλ’ ἵν’ εὑρήσωσι δι’ ὧν ἄν γένοιντο πατραλοῖαι. Καί οὐδέ τήν τοῦ θεσπεσίου Παύλου φρίττουσι φωνήν, ἥν αὐτοί κατά τῶν Πατέρων αὐτῶν μετά πολλῆς ἀπορρίπτουσι τῆς κακουργίας. Καί γάρ οὗτος ὁ τήν ἐξουσίαν λαβών δεσμεῖν καί λύειν καί τό τοῦ δεσμοῦ φοβερόν ἅμα καί κραταιόν (μέχρι γάρ αὐτῆς ἀναφέρεται τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν), οὗτος δή μεγάλῃ καί διαπρυσίῳ κέκραγε τῇ φωνῇ· “Κἄν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐαγγελιζόμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω”. Παῦλος ἡ ἀσίγητος τῆς Ἐκκλησίας σάλπιγξ ὁ τοσοῦτος καί τηλικοῦτος τούς παρά τό Εὐαγγέλιον ἕτερόν τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί παρεισάγειν τῷ ἀναθέματι παραπέμπει, καί οὐ τούς ἄλλους μόνον, οἵτινες τοῦτο τολμήσειαν, ἀραῖς ἀνυπερβλήτοις ὑπάγει, ἀλλά καί ἑαυτόν, ἔνοχος εἰ ὀφθείη, πρός τήν ἴσην συνωθεῖ δίκην. Καί οὐδέ μέχρι τούτου τό φοβερόν τῆς ἀποφάσεως περιγράφει, ἀλλά καί τόν οὐρανόν αὐτόν ἐρευνᾷ· κἄν ἄγγελον εὕρῃ τοῖς ἐπί γῆς ἐκεῖθεν ἐπιστάντα καί ἕτερόν τι παρά τό εὐαγγελικόν εὐαγγελιζόμενον κήρυγμα, τοῖς ὁμοίοις δεσμοῖς ὑποβάλλει καί τῷ διαβόλῳ παραπέμπει» (Ε.Π.Ε. 4, 396, 28).
Ἐδῶ ὁ Μ. Φώτιος ἀνατρέπει κάποια ἐπιχειρήματα τῶν Δυτικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπαρουσίαζαν κάποιους δυτικούς Πατέρες (Ἀμβρόσιον, Αὐγουστῖνον) νά πρεσβεύουν καί νά συνηγοροῦν ὑπέρ τῆς ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Filioque). Ἀναφέρει λοιπόν, ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό οἱ Δυτικοί ἀτιμάζουν τούς Πατέρες των, διότι τούς παραπέμπουν στό αἰώνιο ἀνάθεμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἐφ’ ὅσον νομοθετοῦν καί διδάσκουν ἀντίθετα στό εὐαγγελικό κήρυγμα. Ἀναφέρει ὅτι ἡ ἐξουσία τοῦ ἀποστόλου Παύλου τοῦ δεσμεῖν καί λύειν, φθάνει μέχρι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐφ’ ὅσον ἀναθεματίζει καί τούς ἀγγέλους, ἄν διδάξουν στούς ἀνθρώπους κάτι ἀντίθετο ἀπό τό εὐαγγελικό κήρυγμα.
Ἐδῶ πάλι ὁ ἅγιος θεωρεῖ δεδομένο καί ἐν πλήρει ἰσχύ τό ἀνάθεμα τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν καί ὅτι δέν χρειάζεται νά ἐπικυρωθῆ ἀπό κάποια Σύνοδο γιά νά ἰσχύση σέ κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα: «τούς παρά τό Εὐαγγέλιον ἕτερόν τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί παρεισάγειν τῷ ἀναθέματι παραπέμπει».
Ἐπίσης ὁ ἅγιος ὁμιλεῖ γιά αἱρετικό φρόνημα καί ὄχι, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Ἀντιοικουμενιστές, γιά καταδικασμένους ὑπό Συνόδου αἱρετικούς. Ἄλλωστε οἱ δυτικοί αὐτοί Πατέρες ὄχι μόνο δέν εἶχαν καταδικαστεῖ, ἀλλά ἐθεωροῦντο Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄς σκεφθοῦμε λοιπόν τό φρόνημα τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι τήν ἐξουσία αὐτή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἡ ὁποία κατά τόν Φώτιο ἐμβατεύει μέχρι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί ἀναθεματίζει ἀγγέλους, ἄν εὑρεθοῦν νά διδάξουν τούς ἀνθρώπους κάτι διαφορετικό ἀπό τό εὐαγγελικό κήρυγμα, αὐτή τήν ἐξουσία τήν περιορίζουν καί στίς ἡμέρες μας τήν ἀκυρώνουν, ἐφ’ ὅσον τήν θέτουν ὑπό τήν ἔγκρισι, καί ἐπικύρωσι, καί ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία σήμερα καί αὐτή εἶναι αἱρετική.
Ἔτσι λοιπόν κατά τούς Ἀντιοικουμενιστές, οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές σήμερα δέν εἶναι καταδικασμένοι, ἀλλά καταδικαστέοι, καί δι’ αὐτό τούς ἀκολουθοῦν, τούς ἀναγνωρίζουν, τούς μνημονεύουν καί τούς θεωροῦν εἰς τύπον καί τόπου Χριστοῦ, ἀντίθετα βεβαίως στήν Ἁγία Γραφή καί διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Δι’ αὐτό, πάλιν καί πολλάκις, ἀναφέραμε ὅτι τά θέματα τῆς πίστεως τά κατήγαγον εἰς ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα καί παραπτώματα μέ τόν σκοπό τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τοῦ βολέματος. Καί ἐνῶ βαδίζουν φανερά ἀντίθετα ἀπό τήν Γραφή, θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους ὁμολογητές, ἄν καί ἀσκοῦν τήν ἀνώδυνη μέθοδο τοῦ χαρτοπολέμου. Προβάλλονται δέ καί ὡς διακριτικοί, διότι δῆθεν ἀποφεύγουν τά σχίσματα μέ τό νά συνοδοιποροῦν βεβαίως μέ τήν αἵρεσι.
Μία ἐπίσης θαυμάσια ἑρμηνεία, τοῦ ἐν λόγῳ χωρίου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κάνει καί ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή του, ἡ ὁποῖα ἀναφέρεται στήν μοιχειανική αἵρεσι. Ἀναφέρει ὁ ὅσιος γιά τό συγκεκριμένο χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου τά ἑξῆς: «Εἷς γάρ νόμος ἔσται, φησί, καί ἕν εὐαγγέλιον παρελάβομεν˙ καί ὅς ἐκ τοῦδε τοῦ εὐαγγελίου κἄν τό τυχόν παρασαλεύσοι, κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀρκεῖ σοι ἡ ἀσφάλεια. μή βασιλεύς μείζων ἀγγέλου; μή οὐχί ὁ κοσμοκράτωρ ἐν τῷ κόσμῳ μείζων πάντων τῶν κοσμοκρατορικῶς κρατούντων δαιμόνων καί ἀνθρώπων, ἀλλ’ οὐχί θεϊκῶς; καί τί  ὁ ἀπόστολος; ἀνάθεμα ἔστω. ἄγγελοι οὐ τολμῶσι παρασαλεῦσαι, οὐδέ σαλεύοντες μένουσι μή ἀναθεματιζόμενοι, ὡς ὁ διάβολος καί ἡ ἀποστατική αὐτοῦ πληθύς. καί πῶς ἄνθρωπος πᾶς ἐν σαρκί ὤν, σαλεύων καί καινοτομῶν, καί μάλιστα τοιαύτας καινοτομίας, οὐκ ἀλλότριος θεοῦ;» (Φατ. 36, 103, 72).
Νομίζω ὅτι δέν θά ἠδύνατο νά διατυπωθῆ μέ πλέον εὔγλωττο καί σαφῆ τρόπο αὐτή ἡ διδασκαλία καί Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας. Ἐφ’ ὅσον, ἀναφέρει ὁ ὅσιος, ὁ ἀπόστολος Παῦλος φτάνει νά ἀναθεματίση καί ἀγγέλους, ἐάν διδάξουν κάτι ἀντίθετο ἀπό τό εὐαγγελικό κήρυγμα, κάθε ἕνας πού καινοτομεῖ εἴτε βασιλεύς, εἴτε Ἐπίσκοπος, εἴτε Πατριάρχης, εἴτε Σύνοδος εἶναι ἀναθεματισμένος χωρίς ἄλλη διαδικασία καί «ἀλλότριος Θεοῦ».
Ἐδῶ ὁ ὅσιος ὡμιλοῦσε γιά τήν μοιχειανική αἵρεσι καί ὄχι γιά τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἰσοπέδωσις τῶν πάντων. Παρ’ ὅλα αὐτά οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἐπιμένουν ὅτι ἡ ἐξουσία τοῦ Παύλου ἄν καί μπορεῖ νά φθάνη μέχρι τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, κατά τόν Φώτιο, δέν φθάνει ὅμως τούς σημερινούς Ἐπισκόπους καί Πατριάρχες! Μπορεῖ νά φθάνη νά ἀναθεματίζη μέχρι καί Ἀποστόλους, ἀλλά οἱ σημερινοί Ἐπίσκοποι φαίνεται ὅτι εἶναι στό ἀπυρόβλητο! Δι’ αὐτό ἀναφέρομε ὅτι οἱ Ἀντιοικουμενιστές σήμερα, κατ’ οὐσίαν στηρίζουν τούς Οἰκουμενιστές, ὄχι μόνο ἐπειδή συνοδοιποροῦν μέ αὐτούς ἐκκλησιαστικῶς, ἀλλά κυρίως ἐπειδή τούς ἀθωώνουν ἀπό τίς ποινές πού τούς ἐπιβάλλει ὁ ἴδιος ὁ Θεός διά μέσου τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἄν ὅμως ἀκολουθήσουν τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων πρέπει ἀμέσως νά ἀποτειχιστοῦν ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές,  τό ὁποῖο βεβαίως στοιχίζει.
Θά ἀναφέρωμε ἐν συνεχείᾳ καί κάποια ἑρμηνευτικά σχόλια τοῦ χωρίου αὐτοῦ τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί θά χρησιμοποιήσωμε τήν ἑρμηνευτική διδασκαλία τοῦ Χρυσορρήμονος πατρός τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος στό συγκεκριμένο χωρίο τά ἑξῆς: «Ἀλλά κἄν ἐγώ, ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Ε.Π.Ε. 20, 200, 1). Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἀναφέρει ὅτι ὁ οἱοσδήποτε διαφθείρει τό εὐαγγελικό κήρυγμα εἶναι ἀναθεματισμένος. Ἀναφέροντας τούς ἀγγέλους καί τούς ἰδίους τούς Ἀποστόλους φυσικά συμπεριέλαβε τούς πάντας. Διότι οὔτε οἱ ἄγγελοι ἦτο δυνατόν νά κηρύξουν κάτι ἀντίθετο καί διεστραμμένο, οὔτε φυσικά οἱ Ἀπόστολοι. Διά τῆς ὑπερβολῆς λοιπόν αὐτῆς δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι πολύ περισσότερο αὐτό ἰσχύει γιά τούς Ἐπισκόπους καί Πατριάρχες.
Ὀλίγο κατωτέρω ὁ χρυσορρήμων ἅγιος ἀναφέρει κάτι πολύ σημαντικό: «Καί οὐκ εἶπεν, ἐάν ἐναντία καταγγέλλωσιν, ἤ ἀνατρέπωσι τό πᾶν, ἀλλά, κἄν μικρόν τι εὐαγγελίζωνται παρ’ ὅ εὐαγγελισάμεθα, κἄν τό τυχόν παρακινήσωσιν, ἀνάθεμα ἔστωσαν». Δηλαδή αἵρεσις δέν εἶναι μόνο ἡ διαστροφή τῶν μεγάλων δογμάτων τῆς πίστεως, ἤ τῶν ἄρθρων τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, ἀλλά καί κάθε δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις τοῦ ἐλαχίστου εὐαγγελικοῦ κηρύγματος «κἄν μικρόν τί εὐαγγελίζονται, κἄν τό τυχόν παρακινήσωσι». Δι’ αὐτό καί κατεδικάσθηκαν ὡς αἱρετικοί ἀπό τήν Ἐκκλησία π.χ. οἱ βδελυττόμενοι τόν γάμο, οἱ θεωροῦντες ὡς ἁμαρτία τήν κρεοφαγία, οἱ μή δεχόμενοι εἰς μετάνοια τούς ἀρνηθέντας τόν Χριστό κατά τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου, οἱ μή δεχόμενοι τάς ἁγίας εἰκόνας κ.λπ. Ὁ Οἰκουμενισμός, ὅπως ἀναφέραμε, εἶναι κάτι πέρα ἀπό ὅλα αὐτά, διότι ἀθωώνει καί ἀμνηστεύει κάθε αἵρεσι, συνυπάρχει μέ ὅλους καί ἰσοπεδώνει τά πάντα.
Κατωτέρω, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τόν δεύτερο ἀναθεματισμό τοῦ Παύλου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «”Ὡς προείρηκα, καί ἄρτι πάλιν λέγω”. Ἵνα γάρ μή νομίσῃς θυμοῦ τά ρήματα εἶναι, ἤ ὑπερβολικῶς εἰρῆσθαι, ἤ κατά συναρπαγήν τινα, δεύτερον τά αὐτά πάλιν τίθησιν. Ὁ μέν γάρ θυμῷ τι προαχθείς εἰπεῖν, κἄν μεταγνοίη ταχέως· ὁ δέ δεύτερον τά αὐτά λέγων, δείκνυσιν ὅτι κρίνας οὕτως εἶπε, καί πρότερον ἐν τῇ γνώμῃ κυρώσας, οὕτως ἐξήνεγκε τό λεχθέν». Ἄρα λοιπόν ὁ δεύτερος αὐτός ἀναθεματισμός τοῦ Παύλου δείχνει τήν ἐπικύρωσι τοῦ πρώτου, τό ἀμετάθετον τῆς καταδίκης ὅλων τῶν αἱρετικῶν και, βεβαίως, τήν σοβαρότητα αὐτοῦ τοῦ θέματος, τό ὁποῖο, ὅπως ἐπαναλάβαμε, οἱ Ἀντιοικουμενιστές τό κατήγαγον στό ἐπίπεδο ὅλων τῶν  ἄλλων προσωπικῶν σφαλμάτων καί ἁμαρτημάτων τῶν Ἐπισκόπων.
Διά νά δείξη δέ ὁ ἅγιος ὅτι γιά τά θέματα τῆς πίστεως δέν ὑπάρχει ἀξίωμα, συγγένεια καί οἰκειότητα ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Διά τοῦτό φησιν· ”Ἐάν τις ὑμᾶς εὐαγγελίσηται παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμᾶς”. Καί οὐκ εἶπεν, ὁ δεῖνα καί ὁ δεῖνα, συνετῶς σφόδρα καί ἀνεπαχθῶς. Τί γάρ ἔδει λοιπόν ὀνομάτων μνησθῆναι τόν τοσαύτῃ χρησάμενον ὑπερβολῇ, ὡς καί ἅπαντας, καί τούς ἄνω καί τούς κάτω, περιλαβεῖν; Διά μέν γάρ τοῦ εὐαγγελιστάς καί ἀγγέλους ἀναθεματίσαι, πᾶν ἀξίωμα περιέγραψε· διά δέ τοῦ ἑαυτόν, πᾶσαν οἰκειότητα καί γνησιότητα. Μή γάρ μοι εἴπῃς, ὅτι οἱ συναπόστολοί σου καί ἑταῖροι ταῦτα λέγουσιν· οὐδέ γάρ ἐμαυτοῦ φείδομαι τοιαῦτα κηρύττοντος. Ταῦτα δέ οὐχ ὡς καταγινώσκων τῶν ἀποστόλων φησίν, οὐδέ ὡς παραβαινόντων τό κήρυγμα, ἄπαγε· “Εἴτε γάρ ἡμεῖς, εἴτε ἐκεῖνοι”, φησίν, “οὕτω κηρύσσομεν”· ἀλλά δεῖξαι βουλόμενος, ὅτι ἀξίωμα προσώπων οὐ προσίεται, ὅταν περί ἀληθείας ὁ λόγος ᾖ» (Ε.Π.Ε. 20, 202, 10).
Ἐφ’ ὅσον λοιπόν ὁ Θεός ἀναθεματίζει τούς ἀνωτέρους (ἀγγέλους καί Ἀποστόλους) πολύ περισσότερο ἀναθεματίζει τούς κατωτέρους (Ἐπισκόπους καί Πατριάρχες), ἐάν κηρύττουν ἀντίθετα καί στό ἐλάχιστο ἀπό τό εὐαγγελικό κήρυγμα.
Καί ὁ Χρυσόστομος λοιπόν θεωρεῖ ὅτι ἰσχύουν παντοῦ καί πάντοτε οἱ ἀναθεματισμοί τοῦ Παύλου διά τούς αἱρετικούς καί δέν χρειάζεται γιά νά ἰσχύσουν, κάποια νέα ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Εἴπαμε ὅτι ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου ἔχει ἄλλη ἔννοια καί ἄλλο σκοπό.
Σημαντική, ἐν κατακλεῖδι, εἶναι ἡ ἀναφορά τοῦ χρυσορρήμονος ἁγίου διά τούς ἔχοντας τά ἐκκλησιαστικῶς ἀξιώματα καί συγχρόνως καινοτομοῦντας Ἐπισκόπους «ἀξίωμα προσώπων οὐ προσίεται, (ἐννοεῖται ὁ Παῦλος ἤ καί ὁ Χριστός) ὅταν περί ἀληθείας ὁ λόγος ᾖ». Τό κακό εἶναι ὅτι τά γνωρίζουν αὐτά οἱ Ἀντιοικουμενιστές, ἀλλά παρ’ ὅλα αὐτά ἐπιμένουν στήν διαστροφή καί παρερμηνεία τῆς Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων.

22) Γαλάτας 5,9: «Μικρά ζύμη ὅλο τό φύραμα ζυμοῖ».
Τό ἴδιο ἐπίσης χωρίο χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί στήν πρώτη πρός Κορινθίους ἐπιστολή (5,6).  Στούς μέν Γαλάτας ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν τό ἀναφέρει γιά νά διδάξη ὅτι, ἄν ἀποδεχθοῦν ἔστω καί μία ἐντολή τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου (ὅπως στήν προκειμένη περίπτωσι τήν περιτομή), ἡ ὁποία ἔχει ἀντικατασταθῆ ἀπό τόν εὐαγγελικό νόμο, μεταπίπτουν ἐξ ἀνάγκης στόν Ἰουδαϊσμό. Εἰς τούς Κορινθίους δέ ἀναφέρει αὐτήν τήν διδασκαλία γιά νά διδάξη ὅτι ἕνα κακό στήν Ἐκκλησία, τό ὁποῖο γίνεται δημοσίως καί δέν διορθώνεται, εἴτε ἀπό ἀμέλεια τῶν ὑπευθύνων, εἴτε ἀπό ἀδιαφορία, εἴτε διότι συμμετέχουν καί αὐτοί σέ αὐτό, δύναται αὐτό τό κακό, ὅλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας νά τό διαφθείρη, νά τό μολύνη καί νά τό ἐξομοιώση μέ αὐτό. 
Πρός τούς Γαλάτας ἡ διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἔχει, θά λέγαμε, δογματικό χαρακτῆρα, ἐφ’ ὅσον τό νά μετατεθοῦν οἱ Γαλάτες στόν Ἰουδαϊσμό, ἐσήμαινε ὅτι ἀπεκόπτοντο ἀπό τήν Ἐκκλησία διά τῆς ἀποδοχῆς κάποιας αἱρέσεως, δηλαδή στήν προκειμένη περίπτωσι τῆς περιτομῆς.  Στούς Κορινθίους ἔχει ἠθικό χαρακτῆρα, ἐπειδή τό κακό τῆς πορνείας μένοντας ἀτιμώρητο καί ἀδιόρθωτο, θά γίνη αἰτία νά τό ἀκολουθήσουν πολλοί.
Ὅπως λοιπόν γίνεται ἀντιληπτό, ὅταν ἕνα κακό στήν Ἐκκλησία, εἴτε δογματικῆς φύσεως, εἴτε ἠθικῆς, γίνεται δημοσίως καί παραμένει ἀδιόρθωτο, ἐπηρεάζει  ὅλα τά μέλη της, ὄχι μόνο στήν εὐθύνη, ἀλλά καί σ’ αὐτήν τήν μετάδοσι τῆς νόσου.  Αὐτό τό διδάσκει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρός τούς Κορινθίους, θέτοντας ὡς τύπον ἑνότητος στήν Ἐκκλησία, τήν εἰκόνα τοῦ σώματος: «καί εἴτε πάσχει ἕν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη, εἴτε δοξάζεται ἕν μέλος, συγχαίρει πάντα τά μέλη» (Α’ Κορινθ. 12,26).
Αὐτή εἶναι καί ἡ ἔννοια τῆς κοινωνίας στήν Ἐκκλησία. Τό κάθε μέλος της δηλαδή, ἀκολουθεῖ καί ἀποδέχεται τήν πορεία καί γραμμή, τήν ὁποία ἀκολουθεῖ ὅλο τό σῶμα. Ἡ σημασία λοιπόν τοῦ «συμπάσχει πάντα τά μέλη», τό ὁποῖο ἐδίδασκε ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν ἔχει τήν ἔννοια μόνον τοῦ συμπονεῖν ἀλλά  καί τοῦ συννοσεῖν. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος τό ἀναφέρει αὐτό σέ ἐγκύκλιο ἐπιστολή του ὡς ἑξῆς:  «Εἰ γρ πσχοντος μλουςνς “συμπσχει πντα τμλη”, πασχοσης τς τηλικαύτηςκκλησαςκαστοςς ατς πσχωνκδικετω τπργμα. κοινς γρστινσωτρ ὁ ὑπ' ατν βλασφημομενος, καπντων εσν οκαννες οἱ ὑπ' ατν παραλυμενοι. …διτοτογανακτσαιμς δκαινστιν, ἵνα μτοτων σιωπωμνων κατ' ὀλγον καεςκστηνκκλησαν ττοιοτον κακν διαβκαλοιπνμπριον καὶ ἀγοραον τὸ καθ' ἡμς διδασκαλεον γνηται» (Μ. Ἀθανασίου, Ἐγκύκλιοςπιστολή, Ἔργα 9, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις “ΓρηγόριοςΠαλαμς”, σελ. 194, 196, 208).
Αὐτό ἀκριβῶς διδάσκει καί ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή του στόν Μάγιστρο Στέφανο, ἀναφερόμενος στήν εἰκονομαχική αἵρεσι καί παρακαλῶντας τον, λόγῳ τοῦ ἀξιώματός του, νά βοηθήση στήν κατάσβεσι τῆς αἱρετικῆς πυρκαϊᾶς: «...ναί, κύριέ μου ἀειπόθητε, ἐκδυσωπῶ κἀγώ ὁ τάλας καί ἄλλως ὅτι ἡμῖν αὐτοῖς εὐεργετοῦμεν τοῦ κοινοῦ φροντίζοντες, ἐπείπερ συννοσοῦμεν, κἄν οὔ φρονήματι στρεβλῷ, ὅμως δ’ οὖν χραινόμενοι τῇ αἱρετικῇ κοινωνίᾳ» (Φατ. 420, 589,36).  Ἐδῶ ὁ ὅσιος διδάσκει ὅτι συννοσοῦν ὅλα τά μέλη ἀπό τήν αἱρετική πορεία τοῦ σώματος, ἔστω καί ἄν δέν ἔχουν αἱρετικό φρόνημα.
Θά ἀποτελοῦσε μεγίστη ἔλλειψι καί παράλειψι, ἄν στήν πνευματική αὐτή τράπεζα δέν παραθέταμε καί μία ἀκόμη ὡραιοτέρα διδασκαλία τοῦ ὁσίου ἐπί τοῦ θέματος τούτου.  Διότι σ’ αὐτήν διδάσκει ὅτι ἡ κοινωνία αὐτή μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι πνευματική καί διαχρονική. Ἄν δηλαδή ἡ ζωή μας εἶναι Ὀρθόδοξος, θεωρητικῶς καί πρακτικῶς, καί συγχρόνως σταυρική ὡς πρός τήν καταπολέμησι τῶν παθῶν, τότε γινόμεθα κοινωνοί τῶν παθημάτων τῶν Ἁγίων και τῆς πίστεώς των, ἔστω καί ἄν ἐμεῖς δέν ὑπέστημεν αὐτά πού ἐκεῖνοι ὑπέστησαν.  Δηλαδή ἐδῶ ὁ ὅσιος, ἐννοεῖ τήν ἐνσωμάτωσι διαχρονικά ὡς πρός τό φρόνημα καί τό βίωμα. Ἡ θαυμασία αὐτή διδασκαλία εὑρίσκεται σέ μία ἀπό τίς λεγόμενες μικρές Κατηχήσεις του:
«Λοιπόν οὖν, ἀδελφοί, σπεύσωμεν, ἀγωνισώμεθα μή καταισχῦναι τά προδιηνυσμένα ἐν χάριτι Χριστοῦ, τάς ἐξορίας, τάς φυλακάς, τάς μάστιγας. Καίτοι γε οὐ πάντες ἐφυλακίσθημεν οὐδέ πάντες ἐμαστίχθημεν· ἀλλ' ὅμως αὕτη ἡ κοινωνία τοῦ βίου, κοινωνία τῶν παθημάτων γίνεται·Εἴτε γάρ πάσχει ἕν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη· εἴτε δοξάζεται ἕν μέλος, συγχαίρει πάντα τά μέλη» (Μικρά Κατήχησις 62, 165).
Ἐρχόμενοι μετά ἀπό ὅσα προαναφέραμε στήν σημερινή κατάστασι τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρομε αὐτό τό ὁποῖο ἀποδέχονται καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές ὅτι ἡ πορεία καί γραμμή της εἶναι αἱρετική. Αὐτό βέβαια εἶναι πασίδηλο λόγῳ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία πλέον καθορίζει τήν γραμμή καί πορεία της μέ τελικό σκοπό τήν συμπόρευσι μέ τή Ν. Ἐποχή, τήν Παγκοσμιοποίησι καί τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ἡ γραμμή καί πορεία της αὐτή, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἐπηρεάζει ὅλα τά μέλη της, σέ σημεῖο νά συμπάσχουν, νά συννοσοῦν καί νά συμμετέχουν στήν αἵρεσι, ἔστω καί ἄν κάποιοι διατείνονται ὅτι ἔχουν Ὀρθόδοξο φρόνημα. Τό χειρότερο δέ ὅλων εἶναι ὅτι, ἡ γραμμή αὐτή καί πορεία, εἶναι προγραμματισμένη ὡς πρός τήν ἐξέλιξι καί τόν τελικό της σκοπό, σέ σημεῖο πού κάποιοι Ἀντιοικουμενιστές τό γνωρίζουν τόσο καλά, ὥστε νά καθορίζουν καί τό σημεῖο εἰς τό ὁποῖο τώρα εὑρίσκεται καί νά διαγράφουν ἐπακριβῶς τήν ἐξέλιξί της.
Αὐτό εἶναι ὄντως πρωτοφανές στήν ἱστορία τῶν αἱρέσεων καί ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ ὑπουλωτέρα ὅλων τῶν αἱρέσεων, ἡ αἵρεσις ἡ ὁποία προχωρεῖ καί ἐξελίσσεται ὄχι μόνο σύμφωνα μέ τόν προγραμματισμό της, ἀλλά καί σύμφωνα μέ τό σχέδιο ὅτι, κάθε νέο βῆμα πρέπει νά γίνη, ἀφοῦ ἔχει γίνει ἀποδεκτό τό προηγούμενο καί, βεβαίως, εἶναι αἵρεσις, ἡ ὁποία ταιριάζει καί ἐναρμονίζεται πλήρως μέ τά πολιτικά δρώμενα, μέ τή Ν. Ἐποχή καί τά ἔσχατα χρόνια.
Ἡ διδασκαλία λοιπόν αὐτή τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού φέρει ὡς παράδειγμα τήν ζύμη (προζύμι) καί τό φύραμα (ἀλεύρι) καθώς καί ἡ εἰκόνα τῶν συννοσούντων μελῶν τοῦ σώματος, μᾶς ὑποδεικνύει ὅτι δέν δυνάμεθα νά μήν συμμετέχωμε στήν αἵρεσι ὡς μέλη τοῦ σώματος καί φύραμα ζυμωμένο μέ τήν ζύμη, ἔστω καί ἄν κατά τά ἄλλα ἔχωμε Ὀρθόδοξο φρόνημα καί ἀποστρεφώμεθα  ἤ καταδικάζωμε τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τήν αἵρεσι καί ἡ μή συμμετοχή εἰς αὐτήν σημαίνει ὅτι δέν πρέπει νά εἶμαι μέλος αὐτοῦ τοῦ ἀρρώστου κατά τήν πίστι σώματος καί νά μήν συμφύρωμαι μέ τήν αἱρετική ζύμη.
Πρέπει τέλος νά καταθέσωμε καί τίς ἑρμηνεῖες τῶν Πατέρων στήν διδασκαλία αὐτή τοῦ ἀποστόλου Παύλου περί τῆς ζύμης καί τοῦ φυράματος, ὥστε νά μᾶς διδάξουν οἱ ἴδιοι οἱ Πατέρες τήν συμμετοχή μας στήν αἵρεσι καί τόν μολυσμό πού προέρχεται ἀπό αὐτήν.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας αὐτό τό χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀπό τήν πρός Κορινθίους ἐπιστολή, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «"Οὐκ οἴδατε ὅτι μικρά ζύμη ὅλο τό φύραμα ζυμοῖ;". Εἰ γάρ καί ἐκείνου τό ἁμάρτημα, φησίν, ἀλλ’ ἀμελούμενον δύναται καί τό λοιπόν τῆς Ἐκκλησίας σῶμα λυμήνασθαι. Ὅταν γάρ ὁ πρῶτος ἁμαρτών μή δῷ δίκην, ταχέως καί ἕτεροι ταῦτα πλημμελήσουσι. Ταῦτα δέ λέγει δεικνύς ὅτι ὑπέρ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, οὐχ ὑπέρ ἑνός,  ἔστιν αὐτοῖς ὁ ἀγών καί ὁ κίνδυνος∙ διό καί τῆς εἰκόνος ἐδεήθη τῆς ζύμης.  Ὥσπερ γάρ ἐκείνη, φησί καί βραχεῖα οὖσα ὅλον πρός ἑαυτήν μεταβάλλει τό φύραμα, οὕτω καί οὗτος, ἄν ἀφεθῇ ἀτιμώρητος, καί ἀνεκδίκητος ἡ ἁμαρτία αὕτη γένηται, καί  τοῖς λοιποῖς λυμανεῖται» (Ε.Π.Ε. 18, 416,20).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος γιά νά δείξη τό πόσο πολύ ἐπηρεάζει τό ἁμάρτημα τοῦ ἑνός, ὅταν αὐτό μένει ἀτιμώρητο καί ἀδιόρθωτο, ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας,  χρησιμοποιεῖ δύο φορές τή λέξι «λυμαίνεται», ἡ ὁποία σύμφωνα μέ τό λεξικό τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας σημαίνει κακοποιεῖ, βλάπτει, ἀτιμάζει, καταστρέφει, μολύνει.
Εἰς τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή, ἑρμηνεύοντας ὁ χρυσορρήμων ἅγιος τό ἴδιο χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «"Μικρά ζύμη ὅλο τό φύραμα ζυμοῖ".  Οὕτω καί ὑμᾶς ἰσχύει, φησί, τό μικρόν τοῦτο κακόν, μή διορθωθέν, καί εἰς τέλειον Ἰουδαϊσμόν ἀγαγεῖν, ὥσπερ ἡ ζύμη τό φύραμα» (Ε.Π.Ε. 20, 356, 18). Ἐδῶ διδάσκει ὁ ἅγιος ὅτι εἰς τήν πίστι, τό μή διορθωθέν κακό, ὁδηγεῖ εἰς τήν αἵρεσι ὅλους, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ζύμη ἐπηρεάζει ὅλο τό ἀλεύρι.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἑρμηνεύοντας τό ἴδιο χωρίο ἀπό τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «"Μικρά ζύμη ὅλο τό φύραμα ζυμοῖ"  Ἵνα μή τίς λέγῃ, Τί τό πρᾶγμα ἐπαίρεις τῷ λόγῳ; μίαν ἐντολήν μόνην ἐφυλάξαμεν τοῦ νόμου, καί τοσαῦτα θορυβεῖς; ἄκουσον πῶς ἐκφοβεῖ διά τοῦ παραδείγματος. Ὅ δέ λέγει, τοιοῦτόν ἐστιν∙ Ὥσπερ ἡ ζύμη μικρά τις οὖσα ὅλον τό φύραμα εἰς ἑαυτήν μετατίθησιν, οὕτω καί ὑμᾶς δύναται, φησίν, τό μικρόν τοῦτον κακόν μή διορθωθέν,  καί εἰς τέλειον Ἰουδαϊσμόν ἀγαγεῖν» (P.G. 95, 809D).
Ἄν ἀναλογισθοῦμε ὅτι οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν γιά μικρό κακό μή διορθωθέν, τό ὁποῖο μᾶς ὁδηγεῖ ἐκτός Ἐκκλησίας (στήν προκειμένη περίπτωσι στόν Ἰουδαϊσμό), πόσο ἀσφαλέστερα, λοιπόν, μᾶς ὁδηγεῖ ὁ διάβολος ἐκτός Ἐκκλησίας μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία δέν εἶναι μικρό κακό, ἀλλά μέγιστο, ὅπως ἀνωτέρω ἐξηγήσαμε.
Καί οἱ ἄλλοι ἑρμηνευτές (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, Θεοδώρητος Κύρου, Οἰκουμένιος) παρομοίως ἑρμηνεύουν τό ρητό αὐτό τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί θά λέγαμε ὅτι ἀκολουθοῦν πιστά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.
Πρέπει τέλος νά σημειώσωμε ὅτι οἱ Ἀντιοικουμενιστές, δέν ἀποδέχονται τήν διδασκαλία αὐτή τῆς Ἁγίας Γραφῆς, οὔτε βεβαίως τίς ἑρμηνεῖες τῶν Ἁγίων, διότι διδάσκουν ὅτι δέν μολυνόμεθα, οὔτε συμμετέχομε στήν αἵρεσι, ὅταν ἔχομε Ὀρθόδοξο φρόνημα (καί διαμαρτυρόμεθα), διδάσκουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία σήμερα εἶναι ἄσπιλος καί ἀμώμητος, λόγῳ προφανῶς τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων, καί ὄχι τῆς αἱρετικῆς της πορείας καί ὅτι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία σώζει καί δέν σώζεται. Ὅλα αὐτά τά ἰσχυρίζονται ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὄχι μόνο δέν καταδικάζεται ἀλλά μέ σταθερά βήματα μᾶς ὁδηγεῖ πρός τήν ἐνσωμάτωσι μέ ὅλους τούς αἱρετικούς καί τήν συμπόρευσι μέ ὅλες τίς πολιτικές ἐξελίξεις καί καταστάσεις.

23) Β’ Θεσσ. 3,6: «Παραγγέλομεν δε ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπό παντός ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καί μή κατά παράδοσιν ἥν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν. αὐτοί γάρ οἴδατε πῶς δεῖ μιμεῖσθαι ἡμᾶς, ὅτι οὐκ ἠτακτήσαμεν ἐν ὑμῖν. οὐδέ δωρεάν ἄρτον ἐφάγαμεν παρά τινος, ἀλλ’ ἐν κόπῳ καί μόχθῳ, νύκτα καί ἡμέραν ἐργαζόμενοι, πρός τό μή ἐπιβαρῆσαι τινα ὑμῶν».
Εἰς τό σημεῖο αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει τήν προσωπική, θά λέγαμε, ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε Χριστιανό, ὁ ὁποῖος περιπατεῖ ἀτάκτως. Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἑρμηνευταί διδάσκουν ὅτι ὁ ἀτάκτως περιπατῶν εἶναι ὁ μή ἐργαζόμενος.  Αὐτό βεβαίως τό συμπέρασμα τό ἐξάγουν ἀπό τήν συνέχεια τῶν λόγων τοῦ ἀποστόλου, εἰς τά ὁποῖα φέρει τόν ἑαυτόν του ὡς παράδειγμα μέ τό νά ἐργάζεται συγχρόνως, ἐνῶ κηρύττει ταυτόχρονα καί τό Εὐαγγέλιο γιά νά μήν ἐπιβαρύνη τούς ἀδελφούς.  Ἡ ἀπομάκρυνσις αὐτή ἀπό τούς ἀργούς καί ὀκνηρούς ἔχει ὡς σκοπό, ἀφ’ ἑνός μέν τό νά μήν βλαφθοῦν οἱ Χριστιανοί ἀπό αὐτήν τήν συναναστροφή καί ἀφ’ ἑτέρου διά νά βοηθήσουν τόν ὀκνηρό διά τῆς ἐντροπῆς νά διορθωθῆ. 
Αὐτό τό ἀναφέρει κατωτέρω ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν στίχο δέκα τέσσερα (14): «Εἰ δε τίς οὐχ ὑπακούη τῷ λόγῳ ἡμῶν διά τῆς ἐπιστολῆς τοῦτον σημειοῦσθε καί μή συναναμίγνυσθε αὐτῷ ἵνα ἐντραπῇ».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύοντας αὐτήν τήν διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Βλέπεις, ἀγαπητέ, ποία μεγάλη ὠφέλεια προξενεῖται εἰς ἐκεῖνον ὁποῦ χωρισθῇ ἀπό τήν συναναστροφήν τῶν ἀδελφῶν του χριστιανῶν; Δηλαδή τό νά λάβῃ αὐτός ἐντροπήν εἰς τόν ἑαυτόν του∙ ἀπό δέ τήν ἐντροπήν προξενεῖται εἰς αὐτόν καί ἡ διόρθωσις» (Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τόμος 3ος σελ. 136). Δηλαδή, ἡ ὠφέλεια σέ κάποιον πού σφάλλει σέ σοβαρά θέματα, δέν ἔρχεται ὅταν εἴμεθα ἑνωμένοι μέ αὐτόν, ἀλλά ὅταν χωρισθοῦμε ἀπό αὐτόν.
          Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει κάτι σημαντικό στό θέμα τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό αὐτούς, οἱ ὁποῖοι δέν βαδίζουν σύμφωνα μέ τήν Παράδοσι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ἀναφέρει ὅτι, καί ἅγιος νά εἶναι κάποιος, ἄν δέν βαδίζη σύμφωνα μέ τήν Παράδοσι, πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό αὐτόν: «”Στέλλεσθαι ὑμᾶς” φησίν “ἀπό παντός ἀδελφοῦ”. Μή μοι τόν πλούσιον εἴπης, μή μοι τόν πένητα, μή μοι τόν ἅγιον, τοῦτο ἀταξία ἐστί. “Περιπατοῦντος” φησί, τουτέστι βιοῦντος. “Καί μή κατά τήν παράδοσιν ἥν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν”. Παράδοσιν τήν διά τῶν ἔργων φησί καί κυρίως ταύτην ἀεί λέγει παράδοσιν» (Ε.Π.Ε. 23, 92, 18).
        Εἶναι πολύ σημαντικό τό σημεῖο αὐτό, διότι τόν χρυσορρήμονα ἅγιο δέν τόν ἐνδιαφέρει, ἄν κάτι τό ἔπραξε κάποιος, ἔστω καί ἅγιος, ἀλλά, ἄν αὐτό συμφωνῆ μέ τήν διδασκαλία καί Παράδοσι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, εἰδ’ ἄλλως τό θεωρεῖ ἀταξία, δηλαδή παράδειγμα, ὄχι πρός μίμησι, ἀλλά πρός ἀποφυγή. Σήμερα βεβαίως, ἀλλάξαμε αὐτήν τήν Παράδοσι καί διδάσκουμε πρός μίμησι τά πρός ἀποφυγήν παραδείγματα τῶν συγχρόνων γερόντων καί μάλιστα διά τά θέματα τῆς πίστεως.  Σημειώνουμε στό σημεῖο αὐτό ὅτι αὐτήν τήν ἔκφρασι τοῦ  Χρυσοστόμου ἁγίου «μή μοι τόν πλούσιον εἴπῃς, μή μοι τόν πένητα, μή μοι τόν ἅγιον», τήν χρησιμοποιοῦν ἀπαραλλάκτως καί οἱ ἄλλοι ἑρμηνευτές στήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χωρίου, τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι αὐτό δέν εἶναι γνώμη ἑνός μεμονωμένου ἁγίου, ἔστω μεγίστου καί φωστῆρος, ἀλλά ἀποτελεῖ θέσι τῆς Ἐκκλησίας.
       Στήν ἑρμηνευτική μέθοδο τῶν Πατέρων ἐντάσσεται καί τό ὅτι ἀπό τά μικρότερα κακά συμπεραίνουν καί τά μεγαλύτερα. Αὐτό τό κάνει καί ὁ ἅγιος Νικόδημος στό συγκεκριμένο χωρίο καί ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Βλέπε δέ, ὦ ἀναγνῶστα, ὅτι ἀνίσως πρέπει νά χαρίζωνται οἱ χριστιανοί ἀπό ἐκεῖνον πού ἁπλῶς δέν δουλεύει, ἀλλά κάθεται ἀργός, πόσῳ μᾶλλον εἶναι ἀκόλουθον νά χωρίζωνται ἀπό τούς ἄλλους κακούς ἀνθρώπους, τούς φανερά ἁμαρτάνοντας; Δι’ ὅ καί ἀλλαχοῦ ἔγραψεν ὁ αὐτός Παῦλος “νυνί δέ ἔγραψα ὑμῖν μή συναναμίγνυσθαι ἐάν τις ἀδελφός ὀνομαζόμενος ᾖ πόρνος ἤ πλεονέκτης ἤ εἰδωλολάτρης ἤ λοίδορος ἤ μέθυσος ἤ ἅρπαξ τῷ τοιούτῳ μηδέ συνεσθίειν”» (Α’ Κορινθ. 5,11).
       Χρησιμοποιώντας πάλι τήν ἴδια  ἑρμηνευτική μέθοδο  τῶν Πατέρων θέτουμε τό ἐρώτημα πρός τούς ὑπερμάχους τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί τούς ὑπερμάχους τοῦ χαρτοπολέμου καί τοῦ ἐφησυχασμοῦ.  Πῶς εἶναι δυνατόν για τά μικρότερα ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα γίνονται φανερά, νά διδάσκη ὁ Θεός (μέσα στήν Ἁγία Γραφή) τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό αὐτούς πού τά πράττουν, καί γιά τά μεγαλύτερα ἁμαρτήματα, ὅπως γιά παράδειγμα εἶναι ἡ αἵρεσις, ὅταν κηρύσσεται ἐπ’ Ἐκκλησίας καί Συνοδικῶς, νά διδάσκη, ἔστω καί δυνητικά, τήν παραμονή, ἀναγνώρισι καί συμπόρευσι καί μάλιστα σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μέ τούς αἱρετικούς, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου; Ἐδῶ μάλιστα, ἐφ’ ὅσον πρόκειται γιά τούς Ἐπισκόπους, ὑπάρχει καί ἡ ἀναγνώρισις εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, τό ὁποῖον σημαίνει ὅτι ἀποδεχόμεθα ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὅ,τι καί ὁ Ἐπίσκοπος πού τόν ἐκπροσωπεῖ στόν τόπο του καί πού εἶναι ἡ ὁρατή εἰκόνα του.
       Ἐφ’ ὅσον λοιπόν ὁ Θεός μέσα στήν Ἁγία Γραφή διδάσκει τήν ἀπομάκρυσνι ἀπό τούς φανερά ἁμαρτάνοντας καί μάλιστα μέχρι τοῦ σημείου τῆς ἁμαρτίας τῆς ἀργίας καί ὀκνηρίας, πολύ περισσότερο  ἐπιτάσσει τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένας, τούς ὁποίους ἀποκαλεῖ λύκους. Ἐδῶ καί ἡ βλάβη εἶναι σαφῶς μεγαλυτέρα, διότι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ὁ ὁδηγός καί ποιμένας τῶν λογικῶν προβάτων, ἡ βλάβη δέ αὐτή ἔχει ἐκκλησιαστικές διαστάσεις, διότι ἐνσωματούμεθα σέ ἕνα σῶμα αἱρετικό μέ ποιμένα ἕνα λύκο.
       Ἐν κατακλεῖδι δέ ἀναφέρομε ὅτι ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ὁμοιογενής καί ὁμοιόμορφη καί ὡς ἐκ τούτου δέν εἶναι δυνατόν γιά τά μικρότερα νά ἀπαιτῆ ἀπομάκρυνσι, ἐνῶ γιά τά μεγαλύτερα, βαρύτερα καί οὐσιωδέστερα νά ἐπιβάλη  ἤ ἔστω νά ἐπιτρέπη τήν προσκόλλησι καί ἐνσωμάτωσι, ἔστω καί μέ τήν ἐξεύρεσι  ὡς μέθοδο ἤ μᾶλλον τέχνασμα τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τῆς δυνητικῆς θεωρίας.

           24. Α’ Τιμόθ. 6, 3-5: «Ταῦτα δίδασκε καί παρεκάλει. εἴ τις ἑτεροδιδασκαλεῖ καί μή προσέρχεται ὑγιαίνουσι λόγοις τοῖς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῇ κατ’ εὐσέβειαν διδασκαλίᾳ τετύφωται, μηδέν ἐπιστάμενος, ἀλλά νοσῶν περί ζητήσεις καί λογομαχίας, ἐξ ὧν γίνεται φθόνος, ἔρις, βλασφημίαι, ὑπόνοιαι πονηραί, παραδιατριβαί διεφθαρμένων ἀνθρώπων τόν νοῦν καί ἀπεστερημένων τῆς ἀληθείας, νομιζόντων πορισμόν εἶναι τήν εὐσέβειαν, ἀφίστασο  ἀπό τῶν τοιούτων».
          Καί εἰς αὐτό τό χωρίο ὁ ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό αὐτούς οἱ ὁποῖοι δέν διδάσκουν Ὀρθόδοξα, ἀλλά ἑτεροδιδασκαλοῦν, δηλαδή διδάσκουν, ὄχι αὐτά πού ἐντέλλονται ὁ Θεός καί οἱ Ἅγιοι, ἀλλά αὐτά πού ἐντέλλεται ἡ διάνοιά των, ὁ ὀρθολογισμός καί τά πάθη των.
          Εἶναι δέ παρόμοιο τό χωρίο αὐτό, μέ ἐκεῖνο τῆς Β΄ Πρός Θεσσαλονικεῖς (3,6), στό ὁποῖο διδάσκει ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς ἀτάκτως περιπατοῦντας καί μή κατά τήν ἀποστολική Παράδοσι.  Ἐπίσης προσομοιάζει μέ αὐτό τῆς Α’ Πρός Κορινθίους (ε΄, 9-11), στό ὁποῖο ὁ ἀπόστολος διδάσκει τήν ἀπομάκρυνσι μέχρι σημείου ἁπλῆς συνεστιάσεως ἀπό τούς φανερά πόρνους, πλεονέκτες, λοίδορους, ἅρπαγες κ.λπ. Αὐτό σημαίνει ὅτι, αὐτή ἡ ἀπομάκρυνσις, ἔχει ὡς σκοπό καί τήν διόρθωσι τῶν φανερά καί ἀπροκάλυπτα ἁμαρτανόντων καί τήν προστασία  καί ἀσφάλεια τῶν Ὀρθοδόξων.
          Αὐτή ἡ διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου δέν ἀντιτίθεται στό ἐλάχιστο στήν διδασκαλία καί πρᾶξι τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος συνέτρωγε μετά τῶν τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν, σέ σημεῖο νά σκανδαλίζωνται καί νά τόν κατηγοροῦν οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι· διότι ἐκεῖ ἐπρόκειτο γιά ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν μέν ἁμαρτωλοί, ὅπως π.χ. ὁ Ζακχαῖος ὁ Τελώνης, πλήν ὅμως εἶχαν διάθεσι διορθώσεως και, θά λέγαμε, κατά βάθος ἀγαθή προαίρεσι. Ἐδῶ ὅμως ὁ ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς φανερά ἁμαρτάνοντας, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ γνωρίζουν τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἁμαρτάνουν θεληματικά καί ἀπροκάλυπτα και, τό κυριώτερο, δέν ἔχουν ἀγαθή προαίρεσι πρός διόρθωσι. Ἐξυπακούεται ὅτι ἡ μή ἀπομάκρυνσις τῶν Ὀρθοδόξων σέ ὅλες αὐτές τίς περιπτώσεις, δηλώνει ἔμπρακτα καί τήν ἀναγνώρισι αὐτῶν τῶν πράξεων, ἔστω καί ἄν διακηρύττωμε μέ τά λόγια τά ἀντίθετα.
          Ἡ διδασκαλία λοιπόν αὐτή τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔρχεται σέ ἀντίθεσι μέ τήν σημερινή πορεία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἀπομακρύνονται ἐκκλησιαστικῶς, ὄχι ἁπλῶς ἀπό τούς φανερά ἁμαρτάνοντας (αὐτό θά ἦτο πολύ μικρότερο κακό), ἀλλά ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους καί, δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου, δίδουν ἰσχύ στήν αἵρεσι καί τήν καθιστοῦν ἀνθρωπίνως ἀθεράπευτη.
Θά ἔλθωμε, ἐν συνεχείᾳ, νά ἰδοῦμε αὐτήν τήν διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου μέ τήν ἑρμηνευτική διόπτρα τῶν Ἁγίων. Ὁ ἄριστος  τῶν ἑρμηνευτῶν ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τόν ὁποῖο ἀκολουθοῦν πολλές φορές καί κατά γράμμα οἱ ἄλλοι ἑρμηνευτές, ἀναφέρει στό σημεῖο αὐτό τά ἑξῆς: «"Ἀπό τούτων" φησίν  "ἀφίστασο". Οὐκ εἶπεν, Ὁμόσε χώρει, ἀλλ΄ “Ἀφίστασο”, τουτέστιν, ἐκτρέπου. “Αἱρετικόν” γάρ, φησί, “ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ”. Δείκνυσιν αὐτούς οὐκ ἀπό ἀγνοίας τοσοῦτον, ὅσον ἀπό ραθυμίας καί αὐτήν τήν ἄγνοιαν ἔχοντας. Ἀνθρώπους γάρ χρημάτων ἕνεκεν μαχομένους πότε δυνήσῃ πεῖσαι; Ἄλλως οὐ πείσεις τούς τοιούτους, ἄν μή δῷς πάλιν, καί οὐδέ οὕτως αὐτῶν τήν ἐπιθυμίαν ἐμπλήσεις. “Πλεονέκτου γάρ ὀφθαλμός”, φησίν, “οὐκ ἐμπίπλαται μερίδι”. Δεῖ τοίνυν αὐτούς ἀδιoρθώτους ἔχοντας ἐκτρέπεσθαι. Εἰ δέ τῷ τοῦ μάχεσθαι πολλήν ἔχοντι τήν ἀνάγκην παραινεῖ μή ὀμόσε χωρεῖν μηδέ συμπλέκεσθαι, πολλῷ μᾶλλον τοῖς μαθητευομένοις ἡμῖν, τοῖς ἐν τάξιν μαθητῶν οὖσιν» (Ε.Π.Ε. 23, 426, 17).
          Ἐδῶ ὁ Χρυσόστομος ἅγιος, ἑρμηνεύοντας τό χωρίον αὐτό τοῦ Παύλου διδάσκει τά ἑξῆς: 1) Ἡ διδασκαλία τοῦ ἀπ. Παύλου δέν εἶναι νά προχωρῆς μαζί μέ αὐτούς, ἀλλά νά ἀπομακρύνεσαι, νά ἐκτρέπεσαι ἀπό τήν ὁδό πού ἀκολουθοῦν αὐτοί καί νά ἀκολουθῆς ἄλλη ὁδό. 2) Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι δέν ἁμαρτάνουν ἐξ ἀγνοίας, ἀλλά ἐκ ραθυμίας. 3) Ἐφ’ ὅσον παραμένουν ἀδιόρθωτοι πρέπει νά ἀπομακρυνώμεθα μέ κάθε τρόπο ἀπό αὐτούς καί 4) Αὐτή ἡ διδασκαλία τοῦ ἀπ. Παύλου ἰσχύει πολύ περισσότερο δι’ αὐτούς πού εὑρίσκονται στήν τάξι τῶν μαθητῶν, τό ὁποῖο σημαίνει τήν ἀσφάλεια καί προστασία των.
          Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στήν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου αὐτοῦ ἀναφέρει τά ἑξῆς: «"Ἀφίστασο ἀπό τῶν τοιούτων" Δέν εἶπε συμπλέκου μέ τούς τοιούτους καί ἀντιμάχου, ἀλλά μάκρυνον ἀπό αὐτούς, Ὦ Τιμόθεε, ἀφοῦ δηλονότι τούς νουθετήσεις μίαν καί δύο φορές∙ διατί πότε, ἤ πῶς θέλεις καταπείσῃς ἀνθρώπους, ὁποῦ μάχονται διά τά ἀργύρια; Βέβαια οὐδέποτε θέλεις τούς καταπείσῃς, ἔξω μόνον ἄν τούς χορτάσῃς ἀργύρια∙ διά τοῦτο ὡς ἀδιορθώτους ἀπόφευγε αὐτούς∙ καθώς καί πρός Τίτον ὁ αὐτός Ἀπόστολος ἔγραψεν “αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ”» (Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ Ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τόμος 3ος , σελ. 262).
          Ἐδῶ ὁ ἅγιος Νικόδημος εἶναι σάν νά ὁμιλῆ στούς Ἀντιοικουμενιστές, διότι καυτηριάζει τήν σημερινή τακτική και πορεία των. «Δέν εἶπε συμπλέκου μέ τούς τοιούτους καί ἀντιμάχου, ἀλλά μάκρυνον ἀπό αὐτούς». Οἱ Ἀντιοικουμενιστές ὅμως εἰς πεῖσμα τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων ἐφαρμόζουν ἀντίθετον πορεία· δηλαδή συμπλέκονται καί ἀντιμάχονται μετά τῶν Οἰκουμενιστῶν καί μάλιστα σέ βαθμό ἐνσωματώσεως. Ἡ ἀπομάκρυνσις (κατ’ αὐτούς) ἀποτελεῖ σχίσμα καί ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Τά ἴδια ἀκριβῶς διδάσκει καί ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας «”Ἀφίσταστο ἀπό τῶν τοιούτων” Οὐκ εἶπε, Συμπλέκου τοῖς τοιούτοις, καί ἀντιμάχου, ἀλλ’ "ἀφίστασο" δηλονότι μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν∙ ἀνθρώπους γάρ χρημάτων ἕνεκα μαχομένους πότε πεῖσαι δυνήσῃ; Ἀδιορθώτους τοίνυν ὄντας ἐκτρέπου» (P.G. 125, 80).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, τέλος, ὁ Δαμασκηνός στήν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου τούτου ἀναφέρει τά ἑξῆς σημαντικά καί ἄξια ἰδιαιτέρας προσοχῆς: «Τοῦτο φησί∙ Καθάπερ τά ψωραλέα τῶν προβάτων παρατριβόμενα, νόσου καί τά ὑγιαίνοντα ἐμπίπτησιν, οὕτω καί αὐτοί οἱ πονηροί ἄνδρες» (Ε.Π.Ε. 12, 326,3).
          Ἐδῶ ἀσφαλῶς ὁ ἅγιος ἐννοεῖ τόν μολυσμό τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό αὐτή τήν συνύπαρξι καί συμπόρευσι, ἐφ’ ὅσον, τά ἀσθενῆ καί ψωραλέα πρόβατα μέ τήν ἐπικοινωνία (τοῦτο σημαίνει ἡ λέξις «παρατριβόμενα»), μεταδίδουν τή νόσο καί στά ὑγιῆ. Παρ’ ὅλα αὐτά οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἰσχυρίζονται ὅτι δέν μολύνονται, οὔτε συμμετέχουν στήν αἵρεσι.
          Χρησιμοποιώντας τήν συγκριτική μέθοδο ἑρμηνείας τῶν Ἁγίων ἐν κατακλεῖδι λέγομε ὅτι, ἄν οἱ Γραφές καί οἱ Ἅγιοι διδάσκουν ὁμοθυμαδόν τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς φανερά ἁμαρτάνοντας, πόσο μᾶλλον αὐτό θά ἰσχύη γιά τούς ἁμαρτάνοντας περί τήν πίστι, δηλαδή τούς αἱρετικούς. Καί πόσο μεγαλύτερος εἶναι ὁ κίνδυνος ἀπό αὐτήν τήν συμπόρευσι καί ἐνσωμάτωσι; Ἐδῶ οἱ Ἀντιοικουμενιστές διδάσκουν, γιά τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς, τήν καταδίκη πρῶτα τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν ὀνομαστικῶς  ἀπό Σύνοδο, τήν παρουσία Ἁγίων γιά τήν κατάγνωσι τῆς αἱρέσεως κ.λπ. Καί ὅλα αὐτά βεβαίως τά διδάσκουν, ὅπως ἀναφέρει ἀνωτέρω ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὄχι ἐξ ἀγνοίας, ἀλλά ἐκ ραθυμίας, δηλαδή πρός ἐφησυχασμό καί βόλεμα.

          25. Τίτον 3,10: «Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπτε ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος».
          Στό χωρίο αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει νά ἀπομακρυνώμεθα ἀπό κάθε αἱρετικό, τόν ὁποῖο ἐνουθετήσαμε μία καί δεύτερη φορά καί ἔμεινε ἀδιόρθωτος καί ἀμετανόητος.  Αὐτός, ἀναφέρει ὁ Παῦλος, ἔχει διαστραφῆ καί ἁμαρτάνει στά θέματα τῆς πίστεως, ὄχι ἐξ ἀγνοίας, ἀλλά ἐν γνώσει καί δι’ αὐτό εἶναι αὐτοκατάκριτος, δηλαδή καταδικασμένος ἀπό τά ἴδια του τά ἔργα καί τήν προαίρεσί του.
          Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ Χριστοῦ διά τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι σαφής καί καθοριστική στίς σχέσεις μας καί στήν ἐν γένει ἐπικοινωνία μας μέ τούς αἱρετικούς. Εἶναι δέ πλήρως ἐνηρμονισμένη μέ ὅλα τά συναφῆ χωρία πού ἀναφέρονται στίς σχέσεις καί στήν ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς. Ἡ ἑρμηνεία λοιπόν τήν ὁποία θά δώσωμε στό χωρίο αὐτό δέν πρέπει νά εἶναι αὐθαίρετη καί ὅπως μᾶς βολεύει καί μᾶς ἐξυπηρετεῖ στόν ἐφησυχασμό καί στήν ἀδράνεια, ἀλλά πρέπει καί αὐτή νά εἶναι σύμφωνη μέ ὅλη τήν περί αἱρετικῶν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὥστε νά μήν παρουσιάσωμε τήν διδασκαλία αὐτή ἀντιμαχομένη, διφορούμενη καί ἀόριστη.
          Θά ἐπιστρατεύσωμε λοιπόν πάλι τούς Ἁγίους νά μᾶς ἑρμηνεύσουν τό ἐν λόγῳ χωρίο καί ἐμεῖς ἁπλῶς θά κάνωμε τίς ἀνάλογες ἐπισημάνσεις στίς ἑρμηνεῖες αὐτές, διά νά καταδείξωμε ὅτι καί αὐτό τό χωρίο διαστρέφεται ἀρκούντως καί προσαρμόζεται στήν γραμμή καί τακτική των, ὄχι ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἀδιαφοροῦν πλήρως καί κυνικῶς διά τήν περί αἱρετικῶν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά ἀπό τούς Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι δῆθεν ἐνδιαφέρονται γιά τήν διδασκαλία αὐτή.
          Ὁ Χρυσόστομος ἅγιος κατ’ ἀρχάς, τόν ὁποῖο ὅπως προαναφέραμε ἔχουν ὡς πρότυπο καί σημεῖο ἀναφορᾶς ὅλοι οἱ ἑρμηνευτές, ἀναφέρει ἑρμηνεύοντας αὐτό τό χωρίο τά ἑξῆς: «Ἔρεις δέ φησί τάς πρός τούς αἱρετικούς, ἵνα μή κάμνωμεν εἰκῇ, ὅταν μηδέν ᾖ κέρδος· τό γάρ τέλος αὐτῶν οὐδέν. Ὅταν ᾖ τις διεστραμμένος, και μηδ΄, ἄν ὁτιοῦν γένηται, προῃρημένος μεταθέσθαι τὴν γνώμην, τίνος ἕνεκεν εἰκῇ κάμνεις κατά πετρῶν σπείρων, δέον πονεῖν τόν καλόν τοῦτον πόνον εἰς τούς σούς τά περί ἐλεημοσύνης αὐτοῖς διαλεγόμενος καί τῆς ἄλλης ἀρετῆς;» (Ε.Π.Ε. 24, 120, 11).
          Ἐδῶ ὁ Χρυσόστομος διδάσκει, ποιές ἔριδες καί φιλονικίες πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀποφεύγουν, καί ἀναφέρεται στό προηγούμενο χωρίο, τό ὁποῖο ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Μωράς δέ ζητήσεις καί γεεαλογίας και ἔρεις και μάχας νομικάς περιίστασο· εἰσί γάρ ἀνωφελεῖς καί μάταιοι» (Τίτ. 3,9).  Συνοπτικά δέ διδάσκει ὅτι οἱ φιλονικίες καί οἱ ἔριδες τῆς διδασκαλίας τοῦ Παύλου ἀναφέρονται στούς αἱρετικούς καί πρέπει νά ἀποφεύγωνται, ὅταν οἱ αἱρετικοί εἶναι διεστραμμένοι ἐκ προαιρέσεως («ὅταν γάρ ᾖ τις διεστραμμένος») καί δέν ἔχουν καμμία διάθεσι νά ἀλλάξουν γνώμη, ὁ,τιδήποτε καί ἄν συμβῆ («καί μήδ’ ἄν ὁτιοῦν γένηται, προηρημένος μεταθέσθαι τήν γνώμη»). Τότε, ἀναφέρει ὁ ἅγιος, εἶναι σάν νά σπέρνης στήν πέτρα· κουράζεσαι μάταια, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά κάνης αὐτόν τόν ἀγῶνα καί νά διαλέγεσαι μέ τούς ἔχοντας ἀγαθή προαίρεσι: «τίνος ἕνεκεν εἰκῇ κάμνεις κατά πετρῶν σπείρων, δέον πονεῖν τόν καλόν τοῦτον πόνον εἰς τούς σούς τά περί ἐλεημοσύνης αὐτοῖς διαλεγόμενος καί τῆς ἄλλης ἀρετῆς;»
          Συνεχίζοντας ὁ ἅγιος τήν ἑρμηνευτική του διδασκαλία φέρνει σέ συμφωνία τό χωρίο αὐτό τοῦ ἀποστόλου Παύλου μέ τό χωρίο (Β΄ Τιμοθ. 2,25) καί ἀναφέρει τήν σημασία καί ἔννοια ἑκάστου χωρίου καί ποῦ αὐτά ἀναφέρονται: «Πῶς οὖν ἑτέρωθί φησι, “μή ποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεός μετάνοιαν” ἐνταῦθα δέ, “Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπτε ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος”; Ἐκεῖ μέν περί τῆς τῶν ἐλπίδα ἐχόντων διορθώσεώς φησί, καί περί τῶν ἀντιδιατιθεμένων ἁπλῶς· ὅταν δέ δῆλος ᾖ καί πᾶσι φανερός, τίνος ἕνεκα πυκτεύεις εἰκῇ; τί τόν ἀέρα δέρεις».
Ὅταν λοιπόν διαπιστώσωμε ὅτι κάποιος ἔχει αἱρετικά φρονήματα, ὄχι ἐξ ἀγνοίας, ἀλλ’ ἐκ προθέσεως, ὅτι γνωρίζει τήν ἀλήθεια, ἀλλά δέν τόν συμφέρει νά τήν ἀποδεχθῆ, ὅτι ἔχει στρατολογηθῆ στήν αἵρεσι καί παίζει τόν ρόλο του ἐκ τῆς θέσεως τήν ὁποία κατέλαβε, ὅτι τέλος πάντων κάνει ὑπακοή σέ ἀνωτέρους του αἱρετικούς γιά νά διατηρήση τήν θέσι του καί ὅσα ἀπορρέουν ἀπό αὐτήν, τότε πρέπει νά φεύγωμε ἀπό αὐτόν τόν αἱρετικό, διότι εἶναι μάταιος κάθε ἀγῶνας καί εἶναι σά να δέρνωμε τόν ἀέρα: «ὅταν δῆλος ἦ καί πᾶσι φανερός, τίνος ἕνεκεν πυκτεύεις εἰκῇ; τί τόν ἀέρα δέρεις;».
          Αὐτή ἡ διδασκαλία τοῦ Παύλου καί τοῦ Χρυσοστόμου ἔχει ἀσφαλῶς πλήρη ἐφαρμογή ὄχι μόνον στούς Οἰκουμενιστές,  ἀλλά καί στούς Ἀντιοικουμενιστές, διότι ἀμφότεροι συμπορεύονται ἐκκλησιαστικῶς, γνωρίζοντας καί οἱ μέν καί οἱ δέ τήν ἀλήθεια καί τήν σωτήρια περί αἱρετικῶν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πλήν ὅμως δέν τήν ἀποδέχονται, μέ ἀποτέλεσμα οἱ μέν Οἰκουμενιστές νά αὐτοπροβάλλωνται ὡς ποιμένες καί Ἐπίσκοποι λόγῳ μόνο τῆς ἀποστολικῆς των διαδοχῆς, οἱ δέ Ἀντιοικουμενιστές νά αὐτοπροβάλλωνται ὡς φύλακες καί ὑπερασπιστές τῆς πίστεως, ἀρκούμενοι στόν χαρτοπόλεμο.
          Ἐν συνεχείᾳ, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύει τήν λέξι «αὐτοκατάκριτος» καί διδάσκει ὅτι αὐτοκατάκριτος δέν εἶναι αὐτός πού καταδικάζεται ἀπό τή Σύνοδο, οὔτε αὐτός πού θά καταδικασθῆ στήν Δευτέρα Παρουσία ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος ἐπιμένει στήν πλάνη του μετά ἀπό τίς νουθεσίες πού τοῦ ἔγιναν. Δηλαδή αὐτοκατάκριτος εἶναι ὁ ἐν γνώσει ἀμετανόητος διά τά θέματα τῆς πίστεως: «Τί ἐστίν "ὤν αὐτοκατάκριτος"; Οὐ γάρ ἔχει εἰπεῖν, ὅτι οὐδείς εἶπεν, ὅτι οὐδείς ἐνουθέτησεν. Ὅταν οὖν μετά την παραίνεσιν ὁ αὐτός ἐπιμένῃ,  αὐτοκατάκριτος γίνεται».
          Ἐδῶ πρέπει νά συνοψίσωμε τίς πλάνες τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν μέ βάσι τήν διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.
          Οἱ Ἀντιοικουμενιστές πιστεύουν, ἀντιθέτως ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ διά τοῦ Παύλου καί τήν ἑρμηνεία τοῦ χρυσορρήμονος ἁγίου, ὅτι ὁ αἱρετικός, καθίσταται αἱρετικός, μετά τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἐνῶ πρίν ἀπό αὐτήν εἶναι κανονικός ποιμένας καί Ἐπίσκοπος καί μάλιστα εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ.  Ὅτι δέν εἶναι αὐτοκατάκριτος λόγῳ τῆς ἐμμονῆς του στήν αἵρεσι καί στήν πλάνη καί τῆς ἀμετανοησίας του, ἐνῶ τοῦ ἔγιναν οἱ ἀνάλογες νουθεσίες, ἀλλά εἶναι κατακριτέος, δηλαδή ὑπόδικος σέ κάποια Ὀρθόδοξο Σύνοδο, ἡ ὁποία θά τόν καταδικάση καί τότε θά καταστῆ αὐτοκατάκριτος. Δηλαδή τή λέξι «αὐτοκατάκριτος» τήν  συνδέουν μέ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου καί ὄχι μέ τήν ἀμετανοησία τοῦ αἱρετικοῦ!
Πιστεύουν,  ἐπί πλέον, ὅτι δέν σπέρνουν στίς πέτρες, οὔτε «πυκτεύουν εἰκῇ», δηλαδή δέρνουν τόν ἀέρα, οὔτε ἀγωνίζονται ματαίως, σύμφωνα μέ τόν χρυσορρήμονα ἅγιο, ὅταν προσπαθοῦν νά μεταστρέψουν τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, ὄχι μία καί δύο φορές, σύμφωνα μέ τόν ἀπ. Παῦλο, ἀλλά διαρκῶς καί μονίμως καί μάλιστα τήν στιγμή πού συμπορεύονται ἐκκλησιαστικῶς μέ αὐτούς, τούς ἀναγνωρίζουν καί τούς μνημονεύουν εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ.  Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ χαρτοπολέμου, ὁ ὁποῖος γίνεται, κατά τήν ἄποψί μας, πρός ἀνάπαυσιν τῆς συνειδήσεώς των, ἄν δέν ἔχη βεβαίως καί ἄλλες βαθύτερες προεκτάσεις.
          Θά ἀναφέρωμε ἐν συνεχείᾳ μία ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ χωρίου τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος ὡς γνωστόν ἦτο προγενέστερος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Σέ ἐπιστολή του πρός τόν Ἐπίσκοπο Θμούεως Σεραπίωνα ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἐνέτυχον καί τῇ νῦν γραφείσῃ παρά τῆς σῆς εὐλαβείας ἐπιστολῇ, καὶ πάνυ θαυμάσας τήν ἀναίδειαν τῶν αἱρετικῶν, συνεῖδον, ὡς οὐδέν οὕτως ἁρμόζει περί αὐτῶν εἰπεῖν ἤ τό τοῦ Ἀποστόλου παράγγελμα· “Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν  παραιτοῦ, εἰδώς, ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος, και ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος”. ∆ιεστραμμένην γὰρ ἔχων τὴν διάνοιαν, οὐχ ἵν' ἀκούσας πεισθῇ, οὐδ' ἵνα μαθὼν μεταγνῷ, πυνθάνεται, ἀλλ' ἕνεκά γε τῶν ἀπατηθέντων παρ' αὐτοῦ, μὴ ἄρα σιωπήσας καταγνωσθῇ καὶ παρ' αὐτῶν» (ΒΕΠΕΣ 33, 133, 19).
          Ἐδῶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος θεωρεῖ τόν αἱρετικό, εἰς τόν ὁποῖο ἔγιναν οἱ ἀπαραίτητες νουθεσίες, ὅτι ἔχει  διεστραμμένη τήν διάνοια καί δέν μεταπείθεται, ἀλλά διαρκῶς ἀντιλέγει, ἐξ αἰτίας τῶν ὀπαδῶν του «ἕνεκα γε τῶν ἀπατηθέντων παρ’ αὐτοῦ» καί μέ σκοπό «μή ἄρα σιωπῆσαι καταγνωσθῇ καί παρ’ αὐτῶν», δηλαδή γίνεται φανερός ὡς πρός τήν πλάνη του καί τόν ἐγκαταλείπουν οἱ ὀπαδοί του.  Ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ ἐμμονή στήν πλάνη καί οἱ ἀτελείωτες δικαιολογίες ἔχουν ὡς βασικό κίνητρο τόν ἐγωϊσμό.
          Τό σημαντικό εἶναι εἰς τήν προκειμένη περίπτωσι, ὅτι στήν διδασκαλία αὐτή ὁ ἅγιος ἀναφέρεται ὄχι στούς Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, ἀλλά στούς Πνευματομάχους, οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν καταδικασθῆ ἀκόμη, ὅπως προκύπτει καί ἀπό τόν τίτλο αὐτῆς: «Ἐπιστολή τοῦ αὐτοῦ (Ἀθανασίου) πρός τόν αὐτόν Σεραπίωνα ὁμοίως περί τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Ἡ δέ συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς ἀπό τό τμῆμα πού παρουσιάσαμε δείχνει κατάδηλα ὅτι ὁ ἅγιος ἀναφέρεται ἀποκλειστικά καί μόνον στούς Πνευματομάχους: «Ἤρκει μέν τά προειρημένα∙ ἤρκει, τοσαύτας ἀποδείξεις λαβόντας αὐτούς, παύσασθαι τῆς κατὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος δυσφημίας. Ἀλλ' οὐκ ἠρκέσθησαν· πάλιν δὲ ἀναιδεύονται, ἵνα δείξωσιν, ὅτι λογομαχεῖν μελετήσαντες, καὶ λοιπὸν Πνευματομαχοῦντες, ἔσονται μετ' ὀλίγον νεκροὶ τῇ ἀλογίᾳ».
Ἐδῶ λοιπόν φαίνεται καθαρά ὅτι οἱ Πατέρες δέν ἔθεσαν ὡς κριτήριο τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, προκειμένου νά χαρακτηρισθῆ κάποιος ὡς αἱρετικός, νά διακόψωμε τήν μνημόνευσί του κ.λπ., ἀλλά ἔθεσαν ὡς κριτήριο τό ἐάν ἡ διδασκαλία του συμφωνῆ μέ τήν Ἁγία Γραφή πρωτίστως καί κατά δεύτερο λόγο μέ τήν Ἀποστολική Παράδοσι καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Ἄρα λοιπόν οἱ θεωρίες τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν περί καταδίκης πρῶτα τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν ὑπό Συνόδου εἶναι θεωρίες τῆς Ν. Ἐποχῆς καί ἀποσκοποῦν  στόν ἐφησυχασμό καί στό βόλεμα.
          Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής ἑρμηνεύοντας τό ἐν λόγῳ χωρίο τοῦ ἀπ. Παύλου, ἐξηγεῖ πότε πρέπει νά νουθετοῦμε τούς πλανεμένους καί πότε νά τούς θεωροῦμε αὐτοκατάκριτους. Στά σχόλια λοιπόν εἰς τάς ἐπιστολάς τοῦ ἁγ. Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «"Διά βίου παντός": Τουτέστι μέχρι τά τῆς παρούσης ἐνέστηκε ζωῆς.  Σημειωτέον δέ ὅτι δεῖ τούς θεοφιλεῖς διά βίου παντός νουθετεῖν τούς πεπλανημένους, καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἕλκειν. Σημείωσαι οὖν αὐτό∙ τινές γάρ ἀμαθῶς τό ἐναντίον λέγουσι, κεχρημένοι τῷ ἀποστολικῷ ρητῷ τῷ λέγοντι∙ “Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά πρώτην καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ”, μή νοοῦντες τῶν εἰρημένων τήν δύναμιν, ἐκ τῶν ἑπομένων ρητῶν μάλιστα σαφηνιζομένην.  Τότε γάρ εὔλογος ἡ μετά πρώτην καί δευτέραν νουθεσίαν παραίτησις, ὅταν ὁ διδάσκων πρός τήν παραίτησιν ἔλθῃ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος, καί λανθάνει, ὤν αὐτοκατάκριτος. Δῆλον γάρ, ὡς ἐν τοῖς ἱεροῖς διδασκάλοις ἀποκαλύπτεται καί ἡ τῶν προσιόντων κατάστασις.  Ἕτεροι δέ, τό “μετά πρώτην καί δευτέραν νουθεσίαν”, οὕτως ἐνόμισαν, ἀντί τοῦ, μετά τήν ἐκ τῆς Παλαιᾶς καί Νέας Διαθήκης διδασκαλία» (Ε.Π.Ε. Φιλοκαλία 15Δ, 450,12).
          Ἐδῶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής ἐξαρτᾶ τήν παραίτησι ἀπό κάθε νουθεσία ἀπό τήν διαπίστωσι ὅτι ὁ νουθετούμενος δέν ἔχει καμμία διάθεσι νά διορθωθῆ καί δι’ αὐτό εἶναι αὐτοκατάκριτος. Καί ἐδῶ λοιπόν τό «αὐτοκατάκριτος» ἔχει σχέσι μέ τήν προαίρεσι τοῦ αἱρετικοῦ καί ὄχι μέ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου.
          Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας στήν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου αὐτοῦ ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Πῶς οὖν ἑτέρωθι φησί∙  Μήποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεός μετάνοιαν; Ἐκεῖ μέν περί τῶν ἐλπίδα διορθώσεως ὑποφαινόντων∙ ἐνταῦθα δέ τόν ἀδιόρθωτον λέγει αἱρετικόν, τόν πάντα διεστραμμένον, ὅς καί αὐτοκατάκριτός ἐστιν, τουτέστιν ἀναπολόγητος. Οὐ γάρ ἔχει εἰπεῖν ὅτι Οὐδείς ἐνουθέτησέ με, οὐδείς ἐδίδαξεν. Ὅταν οὖν μετά τήν παραίνεσιν τοῖς αὐτοῖς ἐπιμένῃ, αὐτοκατάκριτός ἐστιν» (P.G. 125, 169A).
          Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τέλος, στήν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου τούτου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Διατί ἐδῶ μὲν λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι νὰ ἀφίνωμεν μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν φορὰν τὸν αἱρετικὸν ἄνθρωπον καὶ νὰ μὴ τοῦ ὁμιλοῦμεν πλέον, πρὸς δὲ τὸν Τιμόθεον λέγει νὰ παιδεύῃ μὲ πραότητα τοὺς ἐναντίους, μήπως ἤθελε δώσῃ ὁ Θεὸς εἰς αὐτοὺς μετάνοιαν;... (Β΄ Τιμοθ. Β΄ 25)· καὶ ἀποκρινόμεθα, ὅτι ἐκεῖ μὲν λέγει ὁ Ἀπόστολος διὰ ἐκείνους, ὁποῦ δείχνουν ἐλπίδα διορθώσεως· ἐδῶ δὲ λέγει διὰ τὸν ἀδιόρθωτον καὶ ἀνιάτρευτον αἱρετικόν, τὸν ὄντα κατὰ πάντα ἐξεστραμμένον, ὅστις εἶναι καὶ αὐτοκατάκριτος, ἤτοι ἀναπολόγητος· ἐπειδὴ καὶ δὲν ἔχει νὰ εἰπῇ, ὅτι δὲν μὲ ἐνουθέτησε τινάς, οὔτε κανένας μὲ ἐδίδαξε διὰ νὰ μάθω τὴν ἀλήθειαν, διατὶ καὶ νουθετηθεὶς καὶ διδαχθεὶς ἅπαξ καὶ δὶς ἔμεινεν εἰς τὴν πλάνην του. Ὅταν λοιπὸν ὁ τοιοῦτος μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν καὶ διδαχὴν ἐπιμένῃ εἰς τὴν πλάνην του, τότε εἶναι αὐτοκατάκριτος καὶ ἀναπολόγητος, καὶ διὰ τοῦτο πρέπει νὰ ἀπέχουν οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ αὐτόν» (Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ Ἐπιστολάς Ἀπ. Παύλου, τόμος 3ος , σελ. 416).
          Ἀξιοσημείωτο εἶναι τό γεγονός, ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει ὅτι, ἀπό τόν ἀμετανόητο στήν πλάνη του αἱρετικό, πρέπει νά ἀπομακρύνωνται οἱ Χριστιανοί καί ὄχι φυσικά νά περιμένουν τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, σύμφωνα μέ τίς νεόκοπες θεωρίες τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν.  Εἶναι ὡς ἐκ τούτου γεγονός ὅτι, ἀναμένοντας τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἀκυρώνουμε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί κατά συνέπεια, ὅπως εἶναι φυσικό, τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί ὡς ἐκ τούτου δρέπουμε τούς καρπούς τῆς συνυπάρξεως καί συνοδοιπορίας μέ τούς αἱρετικούς, βασικώτεροι τῶν ὁποίων εἶναι ὁ ἐθισμός στήν αἵρεσι καί ἡ ἄμβλυνσις τοῦ κριτηρίου τῆς πίστεως.

26. Β΄ Πέτρου 2, 1-3: «Ἐγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ, ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας, καὶ τὸν ἀγοράσαντα αὐτοὺς δεσπότην ἀρνούμενοι ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινὴν ἀπώλειαν· καὶ πολλοὶ ἐξακολουθήσουσιν αὐτῶν ταῖς ἀσελγείαις, δι᾿ οὓς ἡ ὁδὸς τῆς ἀληθείας βλασφημηθήσεται».
          Εἶναι πολύ σημαντικό  καί αὐτό τό χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, εἰς τό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ καί δή τῆς αἱρέσεως. Οἱ αἱρέσεις ὀνομάζονται ἀπό τόν Πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο «αἱρέσεις ἀπωλείας» καί αὐτοί πού τίς διδάσκουν ὀνομάζονται «ψευδοδιδάσκαλοι». Oἱ αἱρέσεις λοιπόν εἰσάγονται διά τῶν ψευδοδιδασκάλων, σύμφωνα μέ τό παρόν χωρίον, τῶν ψευδαποστόλων, σύμφωνα μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο (Β΄ Κορινθ. 11,13) καί τῶν ψευδεπισκόπων, σύμφωνα μέ τόν 15ον Ιερό Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου. Αὐτοί οἱ χαρακτηρισμοί γιά τούς αἱρετικούς εἶναι συνώνυμοι καί ταυτόσημοι.  Δηλαδή ὁ αἱρετικός εἶναι καί  ψευδαπόστολος, καί ψευδοδιδάσκαλος, καί ψευδεπίσκοπος. Δι’ αὐτό ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χωρίου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Μέ τό ὄνομα γάρ τῶν ψευδοδιδασκάλων συμπεριέλαβεν ὁ κορυφαῖος καί τούς ψευδαποστόλους.  Πολλά δέ συμφερόντως προλέγει ὁ κορυφαῖος εἰς τούς χριστιανούς διά τό τάγμα τῶν μελλόντων ψευδοδιδασκάλων καί αἱρεσιαρχῶν, διά νά προφυλάττωνται καί ὡς προειδότες νά μή πιασθοῦν ἀπό τάς αἱρέσεις αὐτῶν καί λάβουν τήν ὁμοίαν ἐκείνων ἀπώλειαν. Καθώς καί τά πετεινά, ὅταν προϊδοῦν τά βρόχια ἀπό μακρόθεν δέν πιάνονται ἀπό αὐτά οὔτε λαμβάνουν θάνατον» (Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 378).
          Σύμφωνα λοιπόν μέ τόν ἅγιο Νικόδημο αὐτός πού θά πιασθῆ  ἀπό τήν αἵρεσι θά λάβη τήν ἴδια ἀπώλεια καί κόλασι μέ τόν ψευδοδιδάσκαλο.
          Ἐδῶ πρέπει γιά ἄλλη μία φορά νά διευκρινισθῆ ὅτι ἡ αἵρεσις διαφέρει ἀπό τήν κάθε ἄλλη ἁμαρτία, διότι εἶναι ὁδός πλάνης καί διαστροφῆς τῆς ἀληθείας και, ὡς ἐκ τούτου, ἀποκλείει τήν μετάνοια καί ἐπαναφορά εἰς τήν ἀλήθεια καί τήν Ὀρθοδοξία. Ἄν δηλαδή κάποιος πιστεύση ὅτι π.χ. ἡ πορνεία δέν εἶναι ἁμαρτία, ὅπως οἱ αἱρετικοί Νικολαΐτες· ἤ ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ὅπως οἱ Παπικοί· ἤ ὅτι σωζόμεθα μόνο μέ τήν πίστι χωρίς τά ἀνάλογα ἔργα, ὅπως οἱ Προτεστάντες· ἤ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐπισκοποκεντρική καί ὄχι Χριστοκεντρική· ὅτι καταργοῦνται τά ἀναθέματα κατά τῶν αἱρετικῶν, ὅταν ἀποφασίση ὁ Πατριάρχης καί ἡ Σύνοδος, χωρίς αὐτοί (οἱ αἱρετικοί) νά μετανοήσουν καί ἐπιστρέψουν στην Ὀρθοδοξία· ὅτι τά μυστήριά των εἶναι ἔγκυρα κ.λπ., ὅπως οἱ Οἰκουμενιστές· ἤ ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἐν καιρῷ αἱρέσεως εἶναι σχίσμα καί ἔξοδος ἀπό τήν Ἐκκλησία· ὅτι ὁ 15ος Ἱερός Κανόνας τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐν καιρῷ αἱρέσεως δέν εἶναι ὑποχρεωτικός, ἀλλά προαιρετικός· ὅτι δέν μολυνόμεθα, οὔτε συμμετέχομε στήν αἵρεσι ὅταν παραμένομε ἐνσωματωμένοι μέ τούς αἱρετικούς καί τούς μνημονεύομε μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου κλπ., ὅπως οἱ Ἀντιοικουμενιστές· ἄν λέγω πιστεύση κάποιος σ’ αὐτές τίς πλάνες, δέν δύναται να μετανοήση, διότι ἁπλούστατα πιστεύει ὅτι εὑρίσκεται στήν ὁδό τῆς ἀληθείας, δηλαδή ἐξέλαβε τήν πλάνη ὡς ἀλήθεια καί, ὡς ἐκ τούτου, ἔχει ἥσυχη τήν συνείδησί του, ἐνῶ εὑρίσκεται συγχρόνως στήν ὁδό τῆς ἀπωλείας. Δι’ αὐτό ἡ αἵρεσις καθησυχάζει καί παραπλανᾶ τήν συνείδησι, ἐνῶ ἡ διάπραξις οἱασδήποτε ἄλλης ἁμαρτίας τήν ἐνεργοποιεῖ, τήν κάνει νά ἐπανίσταται σέ σημεῖο νά μήν ἀφήνη τόν ἁμαρτωλό ἥσυχο οὔτε καί κατά τήν ὥρα τοῦ ὕπνου.
          Ἡ αἵρεσις ἐπίσης, στό χωρίο αὐτό, χαρακτηρίζεται ἀπό τόν Πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο ὡς ἄρνησις τοῦ Χριστοῦ, προφανῶς ἐπειδή διδάσκει ἀντίθετα ἀπό αὐτά πού ὁ Χριστός μέσα στήν Ἁγία Γραφή ἐνομοθέτησε καί, ὡς ἐκ τούτου, ὁδηγεῖ μέ ἀσφάλεια καί ταχύτητα τούς ἀποδεχομένους αὐτήν, εἰς τήν ἀπώλεια· «ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινήν ἀπώλεια».
          Ἡ αἵρεσις, τέλος, χαρακτηρίζεται στό χωρίο αὐτό ὡς βλασφημία τῆς ὁδοῦ τῆς ἀληθείας, πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἀποτελεῖ βλασφημία τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, διότι Αὐτός εἶναι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή (Ἰωάν. 14,6).
          Ὑπάρχει καί μία ἄλλη πλάνη, χειροτέρα ἀπό τίς ἄλλες καί δι’ αὐτό ἐπιφέρει διπλασία καί βαρυτέρα τιμωρία.  Πρόκειται γιά τήν πλάνη κατά τήν ὁποία, κάποιος διδάσκει καί πράττει τό κακό μέ τό πρόσχημα ὅτι αὐτό εἶναι καλό, ὅτι γίνεται κατ’ οἰκονομίαν, ὅτι ἔχει ἀγαθό σκοπό, ὅτι γίνεται μέ διάκρισι γιά νά ἀποφευχθῆ κάτι χειρότερο κ.λπ.  Αὐτή τήν πλάνη τήν ἐπισημαίνει ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή του πρός τόν Ἐπίσκοπο Μιλήτου Ἰγνάτιο, χρησιμοποιῶντας, ὅπως συνηθίζει, τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου: «ἐάν γάρ τις τό κακόν ἐν προσχήματι ἀγαθοῦ ποιῇ, διπλοῦν ἐργάζηται τό ἁμάρτημα, ὅτι αὐτός τε τό οὐκ ἀγαθόν ποιεῖ καί κέχρηται οἱονεί παραπετάσματι τῷ τοῦ ἀγαθοῦ ὀνόματι, φωνή ἐστι τοῦ θείου Βασιλείου. Οὕτω μέν ἐκεῖνοι πρός τῇ οἰκείᾳ πτώσει καί πολλοῖς ἄλλοις ὄλισθος γενόμενοι» (Φατ. 267, 395,20).
          Αὐτή ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων εἶναι στίς ἡμέρες μας πολύ ἐπίκαιρη, διότι κατά κόρον διδάσκεται καί σήμερα, κυρίως ἀπό τούς Ἀντιοικουμενιστές, ἡ ἐν προσχήματι τοῦ ἀγαθοῦ πλάνη, γιά δῆθεν ἀποφυγή σχίσματος, ἐξόδου ἀπό τήν Ἐκκλησία κ.λπ.  Ἔτσι συμβαίνει ἐπακριβῶς αὐτό πού διδάσκει ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὅτι δηλαδή «ἐκεῖνοι (οἱ Ἀντιοικουμενιστές σήμερα) πρός τῇ οἰκείᾳ πτώσει καί πολλοῖς ἄλλοις ὄλισθος γενόμενοι», δηλαδή ἔγιναν αἰτία νά παρασυρθοῦν καί πολλοί ἄλλοι στήν πλάνη.
          Στήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χωρίου τῆς δευτέρας ἐπιστολής τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μᾶς μεταφέρει μία διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, σχετικά μέ τίς ἐπιπτώσεις τίς ὁποῖες ὑφίστανται ὅσοι καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἀκολουθοῦν τούς αἱρετικούς: «...πάθοιεν δ’ ἄν αὐτό, καί οἷς ὁ νοῦς ἀμαθῶς εἰσκέκλικεν εἴς γε τό χρῆναι προσέχειν τοῖς ἑτεροδοξεῖν εἰωθόσι καί τά ὀρθά τῆς ἐκκλησίας παραλύειν διδάγματα.  Περί ὧν ἄν λέγοιτο, καί μάλα εἰκότως οἱ ὀδόντες αὐτῶν ὀδόντες λέοντος καί αἱ μύλαι αὐτῶν σκύμνου, θεομισές γάρ τό γένος (τῶν αἱρετικῶν δηλαδή) κίβδηλόν τε καί ἀλιτήριον καί τῶν ἁπλουστέρων τόν νοῦν τοῖς σφῶν εὑρήμασι κατεσθίον τε καί καταναλίσκον, ὡς μηδέ ὀρθότητος ἐν αὐτοῖς ὁρᾶσθαι λείψανον. Οὗτοι δεσποτικόν ἀμπελῶνα καταμαραίνουσι.  Συκῶν ἔρημον ἀποφαίνουσι τόν κῆπον, ψιλόν τε δεικνύουσι καί κεχερσωμένον, ὧν τό κρίμα οὐκ ἀργεῖ,  ἀλλ’ ἔνδικον ἔσται κατά καιρούς» (Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 381).
          Ἡ περιγραφή αὐτή τοῦ ἁγίου Κυρίλλου γιά τό κακό πού προξενοῦν στήν Ἐκκλησία οἱ αἱρετικοί, ἀσφαλῶς ἀφορᾶ καί τούς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχοντας αἱρετικούς, διότι αὐτοί κατ’ ἐξοχήν δύνανται νά διαπράξουν αὐτήν τήν καταστροφή ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, νά κατασπαράξουν δηλαδή σάν λιοντάρια τούς ἁπλουστέρους καί ἀφελεῖς περί τήν πίστι Ὀρθοδόξους, νά ἀποξηράνουν τόν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου, νά ξεριζώσουν ἀπό τόν κῆπο τοῦ Θεοῦ τά δένδρα καί νά τόν καταστήσουν χέρσα γῆ.

          27. B’ Ιωάνν. 10-11: «Εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε∙ ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ  τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς».
          Aὐστηροτάτη εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Θεοῦ γιά τούς αἱρετικούς, ἡ ὁποία στό χωρίο αὐτό μεταφέρεται διά τοῦ μαθητοῦ τῆς ἀγάπης. Ἀπαγορεύει ὁ Θεός οἱαδήποτε σχέσι σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μέ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν τήν Ὀρθόδοξο καί Ἀποστολική πίστι.  Ἡ ἀπαγόρευσις αὐτή φθάνει εἰς τό σημεῖο τοῦ ἁπλοῦ χαιρετισμοῦ, διότι καί μέ τόν ἁπλό χαιρετισμό τῶν αἱρετικῶν γινόμεθα κοινωνοί τῆς πίστεως αὐτῶν.  Ἡ κοινωνία αὐτή εἶναι αὐτός ἀκριβῶς ὁ μολυσμός, τόν ὁποῖον ἀναφέρουν οἱ Πατέρες. Δηλαδή καί μέ τόν ἁπλό χαιρετισμό γινόμεθα κοινωνοί τῆς αἱρέσεως καί ἄρα μολυνόμεθα ὡς πρός τήν πίστι.
          Καταλαβαίνει ἀπό αὐτήν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ ἕκαστος ὅτι, τό θέμα τῆς κοινωνίας μέ τήν αἵρεσι, δέν ἐξαντλεῖται μόνο μέ τήν θεωρητική ὁμολογία τῆς πίστεως· οὔτε μέ τήν αἰτίασι καί διαβεβαίωσι ὅτι ἐμεῖς ἔχομε Ὀρθόδοξο φρόνημα καί δέν δεχόμεθα καμμία αἵρεσι, ἤ ὅτι πιστεύομε ὅσα ἐθέσπισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί αὐτό εἶναι ἀρκετό· ἀλλά εἶναι ἀπαραίτητος ἡ ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσις ἀπό κάθε αἱρετικό. Ἡ ἐνσωμάτωσίς μας στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ γίνεται διά τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ἡ ἀπομάκρυνσίς μας ἀπό αὐτό γίνεται διά τῆς κοινωνίας τῆς αἱρέσεως ἤ, τό πολύ χειρότερο, διά τῆς ἀποδοχῆς τῆς αἱρέσεως.  Τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁμοιόμορφο ὡς πρός τήν πίστι, ἡ δέ πίστις εἶναι ἡ ὁλόψυχος ἀποδοχή τῆς διδασκαλίας ὁλοκλήρου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁλόθερμος ἀποδοχή τῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅπως διδάσκεται καί ὅπως ἔχει διατυπωθεῖ ἀπό τους Ἁγίους καί ὄχι συμφώνως μέ τήν γνώμη καί τήν λογική ἑκάστου καί, ἐπί πλέον, ἡ ὁλόκληρος ἀποδοχή τῶν ἱερῶν Κανόνων, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί ἐθεσπίσθησαν μέ γνώμονα τήν Ἁγία Γραφή καί μέ σκοπό νά διασφαλίσουν τό κῦρος της καί νά προστατεύσουν τούς πιστούς.
        Δέν εἶναι λοιπόν δυνατόν νά εἴμεθα ἐνσωματωμένοι διά τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως εἰς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί συγχρόνως νά εἴμεθα κοινωνοί μέ τήν αἵρεσι, εἴτε ὡς μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., εἴτε κοινωνοῦντες μέ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι συμπροσεύχονται μέ τούς αἱρετικούς, ὑπογράφουν κοινές δηλώσεις, ἀναγνωρίζουν τά μυστήριά των ὡς ἔγκυρα, κ.λπ., εἴτε κοινωνοῦντες μέ Οἰκουμενιστές αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀποδεχθῆ καί ἀκολουθοῦν τήν χειροτέρα ὅλων τῶν αἱρέσεων, τήν  αἵρεσι ἡ ὁποία συμπορεύεται μέ τή Ν. Ἐποχή καί προετοιμάζει τό ἔδαφος γιά τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου.
          Θά παραθέσωμε ἐν συνεχείᾳ τίς ἑρμηνεῖες τῶν Πατέρων στό χωρίο αὐτό τῆς Ἁγίας Γραφῆς διά νά διδαχθοῦμε ἀπό αὐτούς τό ἀληθινό νόημά του καί νά κατανοήσωμε τήν ἀπάτη τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ὁδοστρωτήρας καί ὁ ἰσοπεδωτής τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.
Πρέπει ἐδῶ νά ἀναφέρωμε ὅτι δέν ἔχωμε συστηματική ἑρμηνεία τοῦ χωρίου αὐτοῦ ἀπό τόν Χρυσορρήμονα ἅγιο, οὔτε ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, διότι οἱ μεγάλοι αὐτοί Πατέρες δέν ἑρμήνευσαν τίς καθολικές λεγόμενες ἐπιστολές τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Αὐτό  τό ἀναφέρωμε ἁπλῶς καί μόνο γιά  νά μή νομισθῆ ὅτι στήν σημαντική αὐτή διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς οἱ μεγάλοι αὐτοί Πατέρες παραθεωροῦνται, ἐνῶ τούς ἀναφέρωμε σέ τόσα ἄλλα ἑρμηνευτικά σημεῖα τῆς μελέτης μας.
          Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς τό χωρίο αὐτό: «Εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνεται αὐτόν εἰς οἰκείαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε. Ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν, κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς. Πολλά ἔχων ὑμῖν γράφειν, οὐκ ἐβουλήθην διά χάρτου καί μέλανος· ἀλλ΄ ἐλπίζω γενέσθαι πρός ὑμᾶς, καί στόμα πρός στόμα λαλῆσαι, ἵνα ἡ χαρά ἡμῶν πεπληρωμένη ᾖ. -Ἐξασφαλίζεται πρός τούς οὕς ἡ Ἐπιστολή, ὅτι Εἴ τις μή μετά τῆς ὁμολογίας ταύτης ἔρχεται πρός ὑμᾶς, μή μόνον σκέπης παρ’ ὑμῶν τυγχανέτω, ἀλλά μηδέ προσρήσεως ἀξιούσθω, ἀκριβῶς ταῦτα λέγων, ὡς τῆς προσρήσεως ταύτης τοῖς ὁμοτρόποις ἡμῶν μόνοις ὀφειλομένης καί ὁμοπίστοις. Τίνι γάρ χαίρειν εὐξόμεθα, ἀλλ’ ἤ τοῖς ὁμοτρόποις καί ὁμοπίστοις; Ὥστε εἰ τοῖς ἀσεβέσι προσενεχθοίη παρ’ ἡμῶν ἡ τοιαύτη πρόσρησις, πάντως και ὁμοτρόποις προσενεχθείη καί ὁμοπίστοις ἡμῶν, καί κοινωνοῖς αὐτοῖς ἐχρησάμεθα διά τούτου, καί ἐπί τό ἑαυτῶν ἡμᾶς οὗτοι κατέσπασαν βάραθρον» (P.G. 126, 77C).
Ἀναφέρει ἐδῶ ρητῶς ὅτι αὐτή ἡ ἐντολή ἀποτελεῖ ἀσφάλεια γιά τούς Ὀρθοδόξους, ὅτι ὁ χαιρετισμός ἀποδίδεται στούς ὁμοτρόπους καί ὁμοπίστους, ὅτι ἄν τόν ἀποδώσωμε στούς αἱρετικούς τούς θεωροῦμε ὡς Ὀρθοδόξους, ὅτι ἄν ἀποδώσωμε τόν χαιρετισμό ἔχομε κοινωνία με τήν αἵρεσι καί, τέλος, ὅτι διά τῆς κοινωνίας αὐτῆς ἐξεπέσαμε εἰς τόν γκρεμό τῆς αἱρέσεως· «καί κοινωνούς αὐτούς ἐχρησάμεθα διά τούτου, καί ἐπί τό ἑαυτῶν ἡμᾶς οὗτοι κατέσπασαν βάραθρον».
          Ὅπως λοιπόν γίνεται κατανοητό, τά πράγματα στά θέματα τῆς πίστεως δέν εἶναι ἁπλά, οὔτε δύναται ἕκαστος νά τά ἀντιμετωπίζη κατά τό δοκοῦν, ἀλλά πρέπει νά ἀσφαλίζεται ὡς πρός τήν πίστι διά νά μήν εὑρεθῆ στόν γκρεμό. Στόν γκρεμό δέ εὑρίσκεται διά τῆς κοινωνίας μέ τήν αἵρεσι, ἔστω καί ἄν δέν ἀποδέχεται κάποιος αὐτήν καί ἔχει Ὀρθόδοξο φρόνημα.
Ὁ Οἰκουμένιος Τρίκκης ἐπίσης ἀναφέρει τήν ἴδια ἑρμηνεία μέ τόν Θεοφύλακτο Βουλγαρίας, τήν ὁποία καταχωροῦμε χωρίς σχολιασμό, διά νά φανῆ ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων: «”Εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς”. Ἐξασφαλίζεται τούς πρός οὕς ἡ Ἐπιστολή, ὅτι εἴ τις μετά τῆς ὁμολογίας ταύτης ἔρχεται πρός ὑμᾶς, μή μόνον σκέπης παρ’ ὑμῶν μή τυγχανέτω, ἀλλά μηδέ προρρήσεως ταύτης τοῖς ὁμοτρόποις ἡμῶν μόνοις καί ὁμοπίστοις ὀφειλομένης.  Τίνι γάρ χαίρειν εὐξόμεθα, ἀλλ’ ἤ τοῖς ὁμοτρόποις καί ὁμοπίστοις; Ὥστε εἰ τοῖς ἀσεβέσι προσενεχθείη παρ’ ἡμῶν ἡ τοιαύτη πρόρρησις, πάντως ὡς ὁμοτρόποις καί πιστοῖς προσηνέχθη, καί κοινωνοί ἡμῶν ἐλήφθησαν διά τούτου, καί ἐπί τό ἑαυτῶν ἡμᾶς κατέσπασαν βάραθρον» (P.G. 119, 696B).
          Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἐπίσης, ἀναφέρει πολύ σημαντικά πράγματα, συμφωνώντας σέ γενικές γραμμές μέ τούς ἄλλους ἑρμηνευτές. Μετά τό θέμα τῆς ἀσφαλείας τῶν Ὀρθοδόξων, τό ὁποῖο θέτει ὡς σκοπό τῆς ἐντολῆς, καί τήν ἐξέτασι πού πρέπει νά κάνουν οἱ Ὀρθόδοξοι σέ κάθε ἕνα πού δέν γνωρίζουν τήν πίστι του, προκειμένου νά ἐπικοινωνήσουν ἐκκλησιαστικῶς, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἀλλ’ οὐδέ νά τούς προσφωνῆτε καί νά λέγετε εἰς αὐτούς τό συνειθισμένον χαῖρε, ἤτοι νά μή τούς χαιρετᾶτε.  Διατί ὅποιος εὑρεθῇ καί εἰπῇ τοῦτον μόνον τόν ψιλόν λόγον τοῦ χαιρετισμοῦ εἰς αὐτούς, αὐτός εὑρίσκεται ἐνταυτῷ καί τῶν ἀσεβῶν δογμάτων καί τῶν πονηρῶν αὐτῶν ἔργων συγκοινωνός καί συμμέτοχος. Ταύτην δέ τήν παραγγελίαν ἐρανίσθη ὁ Θεολόγος ἀπό τόν προφήτην Ἡσαΐαν, ὅστις λέγει ταῦτα∙ “οὐκ ἔστι χαίρειν, λέγει Κύριος, τοῖς ἀσεβέσιν” (Ἡσ. 48,22).  Ἀλλά καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος τό αὐτό σχεδόν γράφει πρός τόν Τιμόθεον λέγων∙ “τάς δέ βεβήλους κενοφωνίας περιΐστασο∙ (ἤτοι ἀπόφευγε καί ἀποστρέφου) ἐπί πλεῖον γάρ προκόψουσιν ἀσεβείας, καί ὁ λόγος αὐτῶν ὡς γάγγραινα νομήν ἕξει” (Β΄ Τιμ.2,16-17). Καί πάλιν λέγει εἰς τόν αὐτόν∙ “Καί τούτους ἀποτρέπου” (Β΄ Τιμ. 3,5)». (Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά  Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 655).
          Ἐδῶ διδασκόμεθα ἐκτός ἀπό τήν κοινωνία τῶν ἀσεβῶν δογμάτων, ἡ ὁποία γίνεται μέ τόν ἁπλό χαιρετισμό καί τήν συμφωνία τοῦ χωρίου αὐτοῦ μέ ὅλη τήν Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη.  Ἡ συμφωνία αὐτή, τήν ὁποία πάντοτε ἔχουν ὑπ’ ὄψιν τους οἱ Ἅγιοι, προκειμένου νά ἑρμηνεύσουν ἀπλανῶς τήν Ἁγία Γραφή, εἶναι ἐκείνη πού ἐπισφραγίζει κάθε Ὀρθόδοξο ἑρμηνεία καί, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἡ ἀπομόνωσις καί ἑρμηνεία  ἁγιογραφικῶν ἤ ἁγιοπατερικῶν κειμένων, χωρίς τήν συμφωνία τῆς Ἁγία Γραφῆς, Ἱερῶν Κανόνων καί ἁγίων Πατέρων, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἑρμηνεία πού δίδομε σέ κάποιο χωρίο, ἤ Ἱερό Κανόνα εἶναι αὐθαίρετος καί αἱρετική.
          Συνεχίζοντας ὁ Ἅγιος Νικόδημος τήν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου τούτου, ἀναφέρει τά ἑξῆς σχετικά μέ τήν διάθεσι τήν ὁποία πρέπει νά ἔχωμε γιά τούς αἱρετικούς: «Διδασκόμεθα λοιπόν ἀπό ὅλα τά λόγια ταῦτα, ὅτι πρέπει νά ἀποστρεφώμεθα τούς κακοδόξους καί αἱρετικούς καί καμμίαν κοινωνίαν καί ἕνωσιν νά μήν ἔχωμεν μέ αὐτούς, οὐδέ τό χαῖρε νά προσφωνοῦμεν εἰς αὐτούς, ἀλλά νά τούς ἔχωμεν μισητούς και σιχαμερούς».
Ἐδῶ πρέπει νά τονίσωμε ὅτι, μισητός καί σιχαμερός γίνεται ὁ ἄνθρωπος αὐτός, διά τήν αἵρεσι καί διά τήν βλάβη πού δύναται νά προκαλέση στούς Ὀρθοδόξους, καί ὄχι ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Δι’ αὐτό, ἀλλοῦ ὁ χρυσορρήμων ἅγιος, αὐτό τό ξεχωρίζει καί διευκρινίζει, ὅτι πρέπει νά μισοῦμε τήν αἵρεσι, ἀλλά νά ἀγαπᾶμε τόν αἱρετικό, ἐννοώντας βεβαίως νά ἀγαπᾶμε τόν αἱρετικό ὄχι ὡς ἔχοντα αἱρετικά φρονήματα, ἀλλά ὡς ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασθέντα. Ἐδῶ λοιπόν ὁ Ἅγιος Νικόδημος ταυτίζει τόν αἱρετικό μέ τήν πίστι του καί δι’ αὐτό ἀναφέρει ὅτι πρέπει νά τόν μισοῦμε καί νά τόν ἀποστρεφώμεθα, ὡς ἐχθρό δηλαδή τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀληθείας, σύμφωνα μέ τό ἁγιογραφικό: «οὐχί Κύριε τούς μισοῦντας Σε ἐμίσησα καί ἐπί τούς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην; τέλειον μίσος ἐμίσουν αὐτούς εἰς ἐχθρούς ἐγένοντό μοι» (Ψαλμ. 138, 21-22).
          Κατωτέρω ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ἀφοῦ   ἀναφέρει τήν γνώμη τοῦ Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας διά τό ποῦ ἀποδίδεται ὁ χαιρετισμός, προσθέτει τά ἑξῆς: «Ὅθεν ὅποιος χριστιανός εἰπῇ εἰς τούς ἀσεβεῖς νά χαίρουν, αὐτός προσφέρεται εἰς αὐτούς, ὡσάν νά ἦτον ὁμόπιστοι καί ὁμότροποί των, καί διά τοῦ χαιρετισμοῦ κοινωνός γίνεται τῆς ἀσεβείας καί κακίας των. Καί ἀντί νά τραβίξῃ αὐτός τούς ἀσεβεῖς εἰς τήν εὐσέβειαν, ἐτραβίχθη (φεῦ!) αὐτός ὑπό τῶν ἀσεβῶν εἰς τό τῆς ἀσεβείας  ἐκείνων βάραθρον».
Ἐδῶ μέ πολύ σαφήνεια ἀναιρεῖ ὁ ἅγιος τίς δικαιολογίες τῶν Οἰκουμενιστῶν, ὅτι δηλαδή εὑρίσκονται στό Π.Σ.Ε. γιά νά κάνουν δῆθεν ὁμολογία πίστεως καί νά προσελκύσουν  τούς αἱρετικούς στήν Ὀρθοδοξία, κ.λπ., ἀλλά καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, ὅτι δηλαδή δέν βλάπτονται ἀπό τήν κοινωνία μέ τούς Οἰκουμενιστάς, ἐπειδή δῆθεν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνημα. Ἡ κοινωνία, αὐτή καθ’ ἑαυτή, εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία σέ ὁδηγεῖ «εἰς τό τῆς ἀσεβείας βάραθρον», δηλαδή σέ μολύνει ὡς πρός τήν πίστι, ἐφ’ ὅσον ἑνώνει τό καθαρό μέ τό μολυσμένο. Καί ἄν αὐτό συμβαίνει μέ τόν ἁπλό χαιρετισμό τῶν αἱρετικῶν, ἀντιλαμβάνεται ἕκαστος, ποῖον μολυσμό ὑφίστανται καί σέ τί «ἀσεβείας βάραθρα» ἐμπίπτουν οἱ ἔχοντες μέ αὐτούς πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία, οἱ μνημονεύοντες αὐτούς ὡς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους καί οἱ ἐνσωματωμένοι εἰς τό αἱρετικό αὐτό σῶμα.
          Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει καί κάποια παραδείγματα ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Στήν ὑποσημείωσι τοῦ χωρίου αὐτοῦ ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἔτσι ἔπραττον πάντοτε καί οἱ θεοφιλεῖς ἄνδρες οἱ τήν εὐσέβειαν ἀκριβῶς τηροῦντες. Ἔτσι ἔκαμνεν ὁ θεῖος οὗτος Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής καί ἠγαπημένος τῷ Χριστῷ, ὁ ὁποῖος πηγαίνοντας μίαν φοράν εἰς ἕνα λουτρόν τῆς Ἐφέσου (ἴσως δι’ ἀσθένειαν σώματος καί ἀνάληψιν τῆς ὑγείας του) ὡς ἤκουσεν, ὅτι ἦτον μέσα ὁ αἱρετικός Κήρινθος, ἐξεπήδησεν εὐθύς ὁ τοῦ Κυρίου μαθητής. Καί φεύγωμεν, ἔκραξε, φεύγωμεν μήπως πέσῃ τό λουτρόν ἐπάνω μας, ἐπειδή καί εἶναι μέσα Κήρινθος ὁ τῆς ἀληθείας ἐχθρός, καθώς τοῦτο διηγεῖται ὁ θείος Εἰρηναῖος, ἐξ ἀκοῆς τοῦ ἱεροῦ Πολυκάρπου (βιβλ. γ΄ Κεφ. γ΄).  Ἔτσι οἱ Σαμοσατεῖς χριστιανοί, δέν ἤθελαν πλέον νά ἔμβουν εἰς τά θερμά νερά, διατί μίαν φοράν εἶχε πλυθῇ εἰς αὐτά ὁ Ἀρειανός Εὐνόμιος.  Καί τά παιδία τῶν Σαμοσατέων χριστιανῶν, παίζοντα μίαν φοράν ταῖς μπάλλαις, ἐπειδή ἔτυχε μία μπάλλα νά κυλισθῇ ἀναμεταξύ εἰς τά ποδάρια τοῦ μουλαρίου, εἰς τό ὁποῖον ἐπάνω καθήμενος ὁ Ἀρειανός ἐπίσκοπος Λούκιος, ἠκολούθησε νά περάσῃ ἀπό τόν δρόμον ἐκεῖνον.  Τοῦτο, λέγω, βλέποντα τά παιδία, δέν ἐτόλμησαν νά παίξουν πλέον μέ τήν μπάλλαν ἐκείνην, ἕως οὗ ἄναψαν φωτίαν καί τήν ἐπέρασαν ἐπάνω τοῦ πυρός διά νά τήν καθαρίσουν, ἐπειδή ἐστοχάσθηκαν, ὅτι ἐμολύνθη μόνον διατί ἄγγισεν εἰς τά ποδάρια τοῦ μουλαρίου τοῦ αἱρετικοῦ (ὅρα εἰς τό βιβλίον τῆς ἀνεξιθρησκείας σελ. 232).  Τόση προφύλαξιν καί ἀσφάλειαν εἶχον οἱ παλαιοί ἐκεῖνοι χριστιανοί εἰς τόν ἑαυτόν τους διά νά μήν συγκοινωνοῦν μέ τούς αἱρετικούς, ἵνα μή ἐκ τῆς συγκοινωνίας αὐτῶν βλαβοῦν εἰς τήν ψυχήν.  Διά τοῦτο καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ λέγει∙ “Τούς αἱρεσιώτας ὡς βλασφήμους καί τοῦ Θεοῦ ἐχθρούς ἡ Γραφή οὐκ ὠνόμασεν ἀνθρώπους, ἀλλά κύνας καί λύκους καί χοίρους καί ἀντιχρίστους, καθώς φησιν ὁ Κύριος Mή δῶτε τό ἅγιον τοῖς κυσί”. Καί Ἰωάννης λέγει∙ “ὅτι ἀντίχριστοι πολλοί γεγόνασι”. Τούτους οὖν οὐ χρή ἀγαπᾶν, οὐδέ συνδυάζειν, οὐδέ συνεύχεσθαι, οὐδέ συνεσθίειν, οὐδέ λαμβάνειν εἰς οἶκον, ἵνα μή τῶν ἔργων τῶν πονηρῶν αὐτῶν κοινωνήσωμεν».
          Εἶναι ὄντως φοβερά καί ἀποκαλυπτικά τά παραδείγματα καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἀπολύτως σύμφωνη μέ τήν Ἁγία Γραφή. Σέ ἐμᾶς βεβαίως σήμερα πού ἐσυνηθίσαμε στόν συμβιβασμό καί στό βόλεμα μᾶς φαίνονται παράξενα, μή ἐφαρμόσιμα καί ἴσως ἀκραῖα, διότι ὁ Οἰκουμενισμός μᾶς ἔχει ἐπηρεάσει βαθύτατα, καί ὁ ἐθισμός πού ἔχομε ὑποστῆ μᾶς ἔχει ἀλλοιώσει τό φρόνημα, σέ σημεῖο νά μᾶς εἶναι ἀκατανόητη ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγία Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων· καί εἰς αὐτόν τόν ἐθισμό συντελοῦν, ὅπως εἶναι φανερό, καί οἱ ἀντιοικουμενιστές.
          Ἄν ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἔφυγε ἀπό τό λουτρό, διότι εἰσῆλθε εἰς αὐτό ὁ αἱρετικός Κήρινθος, ἐμεῖς ἀντιθέτως σήμερα παραμένουμε ὄχι στό λουτρό, ἀλλά στόν ἱερό ναό (καί δή στό θυσιαστήριο), στό ὁποῖο ὄχι ἁπλῶς εἰσέρχονται, ἀλλά λειτουργοῦν οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι.
          Καί ἄν οἱ Σαμοσατεῖς Ὀρθόδοξοι δέν εἰσήρχοντο εἰς τά θερμά λουτρά, διότι εἰς αὐτά μία φορά εἰσῆλθε ὁ Ἀρειανός Εὐνόμιος, ἐμεῖς σήμερα ὄχι μόνο εἰσερχόμεθα στούς ναούς τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἀλλά καί κοινωνοῦμε ἀπό τήν κοινωνία εἰς τήν ὁποία εἰσῆλθε ὡς μολυσμός ἡ μερίδα τοῦ Οἰκουμενιστοῦ Ἐπισκόπου. Καί ἄν τά παιδιά τῶν Σαμοσατέων ἐθεώρησαν μολυσμένη τή μπάλα εἰς τήν ὁποία ἀκούμπησαν τά πόδια τοῦ μουλαριοῦ, εἰς τό ὁποῖο ἐπέβαινε ὁ Ἀρειανός Ἐπίσκοπος Λούκιος, καί τήν ὑπέβαλαν σέ κάποιο αὐτοσχέδιο καθαρισμό γιά νά μήν μολυνθοῦν, ἐμεῖς σήμερα δέν θεωροῦμε μολυσμένους οὔτε τούς ναούς, οὔτε τά μυστήρια, οὔτε τήν πίστι μας, οὔτε τούς ἑαυτούς μας, παρά τήν πλήρη ἐκκλησιαστική ἐνσωμάτωσι μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές.
Τό χειρότερο, ὅμως, ἀπό ὅλο αὐτό τό κατάντημα καί τόν ξεπεσμό εἶναι ὅτι οἱ Ἀντιοικουμενιστές, αὐτούς τούς συμβιβασμούς καί τίς προδοσίες τῆς πίστεώς μας, τούς ἐβάπτισαν μέ τό ὄνομα τῆς διακρίσεως, τῆς ἀποφυγῆς τῶν σχισμάτων, τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος κ.λπ. Δηλαδή, ἐνῶ προδίδουμε, καθησυχάζουμε τήν συνείδησί μας ὅτι καλῶς καί Ὀρθοδόξως βασίζομε, εἰς πεῖσμα τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων. Μᾶλλον (ὁμιλῶ ἐδῶ γιά τούς Ἀντιοικουμενιστές) δέν κατενοήσαμε, τί ἐστί Ὀρθόδοξος πίστις καί δι’ αὐτό τήν ἐθεωρήσαμε ὡς κάτι ἐμπορεύσιμο καί ἀναλώσιμο, ἡ ὁποία ταιριάζει καί χωρεῖ καί ὑφίσταται παντοῦ, ἀκόμη καί μέσα στήν αἵρεσι.
Ἡ διδασκαλία αὐτή τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων, ὡς πρός τούς αἱρετικούς, πολύ περισσότερο ἰσχύει γιά τήν ἐντός τοῦ ναοῦ λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικά γιά τήν μνημόνευσι στίς ἀκολουθίες καί τά μυστήρια. Οἱ Ἅγιοι ὁσιομάρτυρες Ἁγιορεῖτες, οἱ ἐπί Πατριάρχου Ἰωάννου τοῦ Βέκκου ἀθλήσαντες, ἀναφέρουν αὐτό τό χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς διά τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως ὄχι μόνο τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά καί ὅσων τούς μνημονεύουν. Στήν ὁμολογιακή των ἐπιστολή πρός τόν λατινόφρονα αὐτοκράτορα Ἰωάννη τόν Η’ τόν Παλαιολόγο ἀναφέρουν μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς:
«Ὁ μέγας τοῦ Κυρίου ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει· “εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει μεθ᾿ ἑαυτοῦ, χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε, καὶ εἰς οἰκίαν μὴ λαμβάνετε· ὁ γὰρ λέγων αὐτῷ χαίρειν, κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς”. Εἰ δὲ ἁπλῶς ἐν ὁδῷ χαίρειν αὐτῷ κωλυόμεθα λέγειν, εἰ τὸ εἰσάγειν εἰς οἰκίαν κοινὴν εἰργόμεθα, πῶς οὐκ ἐν οἰκίᾳ, ἀλλ᾿ ἐν ναῷ Θεοῦ ἀλλ᾿ ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀδύτοις ἐπὶ τῆς μυστικῆς καὶ φρικτῆς τραπέζης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀθύτως σφαγιαζομένου· τὸ μέν, ὡς Θεοῦ· τὸ δὲ ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου, ἵνα ἡμᾶς ἐξιλάσηται τῷ Πατρὶ καὶ ἑαυτῷ, καὶ τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν, διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος καθαρίσῃ ὁ ἀναμάρτητος. Ποῖος ᾅδης ἐξερεύξεται τὸ μνημόσυνον τοῦ παρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκκοπέντος ἀξίως, ὡς κατὰ Θεοῦ καὶ τῶν θείων τραχηλιάσαντος, καὶ διὰ τοῦτο ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ γενήσεται. Εἰ γὰρ τὸ ἁπλῶς χαίρειν εἰπεῖν, κοινωνίαν δίδωσι τοῖς ἔργοις τοῖς πονηροῖς, πόσον ἡ διάτορος αὐτοῦ μνημοσύνη καὶ ταῦτα αὐτῶν τῶν θείων μυστηρίων φρικτῶς προκειμένων. Εἰ δὲ ὁ προκείμενος αὐτός ἐστιν ἡ αὐτοαλήθεια, πῶς ἂν τὸ μέγα τοῦτο ψεῦδος δέχηται εἰκάζειν εἰκός, τὸ συντάττειν αὐτὸν ὡς ὀρθόδοξον πατριάρχην μεταξὺ τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, ἐν καιρῷ φρικτῶν μυστηρίων, σκηνικῶς παίξομεν; καὶ πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καὶ οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καὶ ὡς καπηλεύοντας τὰ θεῖα, τούτοις ἡγήσεται. Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο. Γέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τὸ τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, δεικνύων καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπερέχον ὑποταγήν, καὶ ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ, καὶ πίστεως καὶ τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος» (Ἐπιστολή Ἁγιορειτῶν Πατέρων πρός τόν βασιλέα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγον, εἰς: Δοκίμιον Ἱστορικόν Μοναχοῦ Καλλίστου Βλαστοῦ, ἐκδ. 1896, σελ. 97-107).
          Ἐδῶ οἱ Ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες μεταφέρουν τήν διδασκαλία τοῦ παρόντος χωρίου εἰς τήν λειτουργικήν πρᾶξι τῆς Ἐκκλησίας καί δή εἰς τήν μνημόνευσι κατά τήν Θ. Λειτουργία. Ἀναφέρουν λοιπόν ὅτι διά τῆς μνημονεύσεως στή Θ. Λειτουργία ὁμολογοῦμε ὡς Ὀρθόδοξο τόν Ἐπίσκοπο τόν ὁποῖο μνημονεύομε: «...τό συντάττειν αὐτόν ὡς ὀρθόδοξον πατριάρχην μεταξύ τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν». Αὐτόν δηλαδή, εἰς τόν ὁποῖο ἀπαγορεύεται καί ὁ ἁπλός χαιρετισμός σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο, ἐμεῖς διά τῆς μνημονεύσεως τόν παρουσιάζομε καί τόν ἐκλαμβάνομε ὡς Ὀρθόδοξο εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ.
Δι’ αὐτό ἀκριβῶς σήμερα οἱ Ἐπίσκοποι γιά τό μόνο πού ἐνδιαφέρονται εἶναι μήπως διακοπεῖ, ἀπό τήν Θ. Λειτουργία καί τά μυστήρια πού τελοῦν, ἡ μνημόνευσίς των, διότι διά τῆς μνημονεύσεως δηλώνονται ἐμπράκτως τά πάντα, δηλαδή ἡ ἐπίσημος ἔνταξις, ἡ ἀναγνώρισίς των ὡς Ὀρθοδόξων κ.λπ. καί ἀναιροῦνται, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἐμπράκτως τά πάντα· ὅ,τι δηλαδή ἀγῶνες κάνουμε ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
          Δηλώνουν ἐπίσης, οἱ Πατέρες στήν ὁμολογιακή αὐτή ἐπιστολή των, ὅτι ἡ μνημόνευσις στή Θ. Λειτουργία εἶναι κάτι ἀσυγκρίτως χειρότερο καί βαρύτερο ἀπό τόν ἁπλό χαιρετισμό, εἶναι ἡ κοινωνία τῶν πονηρῶν ἔργων καί δή τῆς αἱρέσεως στήν πλήρη της μορφή: «εἰ γάρ το ἁπλῶς χαίρειν  εἰπεῖν, κοινωνίαν δίδωσι τοῖς ἔργοις τοῖς πονηροῖς, πόσον ἡ διάτορος αὐτοῦ μνημοσύνη καὶ ταῦτα αὐτῶν τῶν θείων μυστηρίων φρικτῶς προκειμένων».
          Τελικῶς ἀναφέρουν τό φοβερό καί ἀκουόμενο, πόσο μᾶλλον πραττόμενο, ὅτι διά τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου ἐξευτελίζομε τελείως τά Θεῖα, τά θεατρίζομε, τά ἀντιμετωπίζομε ὡς ἕνα ἐμπορεύσιμο εἶδος, τά νοθεύομε καί τά προδίδομε (αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἔννοια τῆς λέξεως «καπηλεύω» στά λεξικά): «...ἐν καιρῷ φρικτῶν μυστηρίων σκηνικῶς παίξομεν; καὶ πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καὶ οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καὶ ὡς καπηλεύοντας τὰ θεῖα, τούτοις ἡγήσεται». Ἀναφέρουν τέλος οἱ Ἅγιοι ἐπί Βέκκου ὁσιομάρτυρες ὅτι ἡ ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν γίνεται ἀπό τό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα «Ποῖος ᾅδης ἐξερεύξεται τό μνημόσυνον τοῦ παρά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκκοπέντος ἀξίως....».
Ἄν τώρα ἐμεῖς ὅλα αὐτά δέν τά κατανοοῦμε ἤ τά θεωροῦμε ὑπερβολικά καί ἀκραῖα, αὐτό συμβαίνει διότι ὁ ἐθισμός μας στήν αἵρεσι καί ἡ ἀδιαφορία μας πρός τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Πατέρων ἔχουν φθάσει στόν μέγιστο βαθμό, πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι εἴμεθα πανέτοιμοι πλέον καί καταλλήλως προετοιμασμένοι νά ἀποδεχθοῦμε ὅλα ὅσα ἔχουν σχεδιάσει καί προγραμματίσει γιά τό ἐγγύς μέλλον οἱ ἄνθρωποι τῆς Ν. Ἐποχῆς μέ σκοπό τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου.        

         
Ε Π Ι Λ Ο Γ Ο Σ

          Εἶναι βέβαιο ὅτι, ἄν αὐτή τήν ἐργασία, τῆς συγκεντρώσεως τῶν χωρίων, τά ὁποῖα διδάσκουν τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς πάσης φύσεως αἱρετικούς, τήν παρουσιάζαμε σέ μία παλαιότερη ἐποχή, τότε δηλαδή πού ἦταν ζωντανή ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων καί ἀνύστακτο τό ἐνδιαφέρον γιά τά θέματα τῆς Ἐκκλησίας καί δή τῆς πίστεως,  θά παρεξενεύοντο καί θά ἐγελοῦσαν οἱ ἄνθρωποι αὐτῆς τῆς ἐποχῆς γιά τό περιττό κι αὐτονόητο τῆς ἐργασίας αὐτῆς, ἐπειδή θά ἦτο σάν νά προσπαθούσαμε νά τούς ἀποδείξωμε ὅτι ὑπάρχει νύκτα καί ἡμέρα, γῆ στερεά καί θάλασσα.
Σήμερα ὅμως πού διερχόμεθα τήν ἐποχή τῆς ἀμφισβητήσεως τῶν πάντων, ἀκόμη καί τῶν αὐτονοήτων καί πασιφανῶν, σήμερα πού ἐψύγη, ὄχι μόνον ἡ ἀγάπη, ἀλλά καί ἡ πίστις καί δή τό ἐνδιαφέρον διά τά θέματα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς αἱρέσεως, σήμερα πού ἔχομε ἐφεύρει ἄλλους δρόμους συμβιβασμοῦ καί συνυπάρξεως μετά τῶν αἱρετικῶν, ἐφησυχασμοῦ καί βολέματος, δρόμους χωρίς σταυρό καί προσωπική εὐθύνη διά τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως, σήμερα λοιπόν, αὐτό τό περιττό, ὡς αὐτονόητο δι’ ἄλλες ἐποχές, εἶναι ἴσως ἀναγκαῖο περισσότερο ἀπό ὁ,τιδήποτε ἄλλο.
Εἶναι ἀναγκαῖο γιά τόν ἐπιπλέον λόγο ὅτι ἡ αἵρεσις τῆς ἐποχῆς μας εἶναι αἵρεσις τῶν ἐσχάτων χρόνων, πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἡ αἵρεσις αὐτή ὄχι μόνον δέν θά καταδικασθῆ, ἀλλά θά προάγεται συνεχῶς, ἐπειδή θά συμπορεύεται μέ τά κελεύσματα τῆς Ν. Ἐποχῆς καί τῆς Παγκοσμιοποιήσεως καί, κυρίως, ἐπειδή ἡ ἴδια ἡ αἵρεσις θά ἐνδυθῆ τό προσωπεῖο τῆς Ἐκκλησίας καί θά ὁδηγήση τούς Χριστιανούς εἰς τήν Πανθρησκεία, τό σφράγισμα καί τόν Ἀντίχριστο.
          Τό συμπέρασμα λοιπόν ἀπό τά ἁγιογραφικά χωρία πού ἐπαρουσιάσαμε, καί ἀπό δεκάδες ἄλλα πού παραλείψαμε, εἶναι ὅτι παντοῦ ὁ Θεός μέσα στήν Ἁγία Γραφή διδάσκει τήν πλήρη καί ἄμεση ἀπομάκρυνσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς αἱρετικούς. Ἀντιθέτως, οἱ Ἀντιοικουμενιστές σήμερα διδάσκουν τήν συνύπαρξι, τήν συμπόρευσι καί τόν συναγελασμό μέ τούς αἱρετικούς “ἄχρι καιροῦ” καί μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, καί μάλιστα σέ σημεῖο πού οἱ μέν αἱρετικοί ὡς ποιμένες καί Ἐπίσκοποι νά κατευθύνουν τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας, οἱ αἱρετικοί νά παίρνουν ἀποφάσεις γιά τό δέον γενέσθαι, οἱ αἱρετικοί νά ὁδηγοῦν καί κατευθύνουν τούς Ὀρθοδόξους, οἱ δέ Ὀρθόδοξοι νά παραμένουν ἐνσωματωμένοι μέ τούς αἱρετικούς ἐξαιτίας δῆθεν τοῦ φόβου τῆς δημιουργίας σχίσματος.
          Συμβαίνει λοιπόν σήμερα στήν Ἐκκλησία αὐτό τό ἄκρως λυπηρό καί ἄξιον πολλῶν δακρύων, τό ὁποῖο συμβαίνει καί στά πολιτικά δρώμενα καί ἔχει σχέσι μέ τήν πατρίδα μας. Ὅπως δηλαδή, οἱ πολιτικοί μας ἡγέτες ἔχουν προδώσει τήν ἀποστολή των, κατέστησαν ἐπίορκοι καί κατευθύνονται ἀπό ξένα κέντρα, ἐχθρικά πρός τήν πατρίδα καί τό ἔθνος μας, καί ὑπογράφουν ὅ,τι αὐτά τά κέντρα τούς διατάξουν, καί νομοθετούν ὅ,τι ἐξυπηρετεῖ τούς ἐχθρούς μας, κ.λπ. κ.λπ., ἔτσι ἀπαραλλάκτως συμβαίνει καί μέ τούς ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καί αὐτοί προδώσει τήν ἀποστολή των, κατευθύνονται κι αὐτοί ἀπό τά ἴδια ξένα κέντρα ἐξουσίας, ἐχθρικά πρός τήν Ἐκκλησία καί τήν Ὀρθοδοξία, λαμβάνουν ἀποφάσεις ἀντίθετες πρός τήν Ἁγία Γραφή, ὅπως ἐξυπηρετοῦνται οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως, νομοθετοῦν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές πού λαμβάνουν ἀπό αὐτούς κ.λπ.
Οἱ Ἀντιοικουμενιστές δέ, ἔχουν ἀναλάβει τήν στήριξί των, ἔχουν ἀναλάβει τό ἔργο τῆς ἐκτονώσεως τῶν ἀντιδράσεων, δίκην λιμενοβραχίονος, στόν ὁποῖον ξεσποῦν τά ἀφρίζοντα κύματα· διά μέσου τῶν γραπτῶν διακηρύξεων, τῶν ὁμολογιῶν καί δή τοῦ χαρτοπολέμου, ἔχουν ἀναλάβει τήν θεολογική καί θεωρητική ἀλλαγή τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὥστε αὐτή ἀπό ὁμολογιακή, σταυρική καί μαρτυρική νά μεταλλαχθῆ σέ συμβιβαστική, ἐκκοσμικευμένη καί ἐφησυχαστική. Ἔχουν ἀναλάβει, τήν προσωπική εὐθύνη ἑκάστου γιά τήν προαγωγή τῆς αἱρέσεως, νά τήν μεταφέρουν στούς ἔχοντας τά ἐκκλησιαστικῶς ἀξιώματα, δηλαδή στούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές· τήν συμμετοχή στήν αἵρεσι καί τόν μολυσμό νά τά ἀπαλείψουν ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί τήν συνείδησι τῶν πιστῶν ἤ νά τά παρουσιάσουν ὡς ἁπλό κρυολόγημα, καί τό σχίσμα ὡς καρκίνο, ἐνῶ οἱ Πατέρες  διακελεύουν τό ἀντίθετο.
          Εἶναι ὄντως πρωτόγνωρο καί ἀνεπανάληπτο στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας νά διδάσκωμε σήμερα θεωρίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν σχέσι μέ τήν πίστι καί τήν στάσι τῶν πιστῶν ὡς πρός τήν αἵρεσι, χωρίς καμμία, ἀπολύτως καμμία ἁγιογραφική καί πατερική κατοχύρωσι καί ἐνῶ μάλιστα βλέπουμε, ὅτι σύσσωμη ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων ὁμιλοῦν καί διδάσκουν μέ φρικτά ἐπιτίμια ἀκριβῶς τό ἀντίθετο.
          Ἐδῶ ἔγκειται καί ἡ κακή προαίρεσις, ἡ ὑστεροβουλία καί ἡ ὑποκρισία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, διότι, ἄν ὑπῆρχε ἀγαθή προαίρεσις, μετά ἀπό ὅλα, ὅσα ἔχουν εἰπωθῆ, μετά τόσες διενέξεις, ἀντεγκλήσεις, ἀντιπαραθέσεις καί γραπτά κείμενα, θά ἐπροβληματίζοντο σοβαρῶς γιά τό θέμα που ἔχει δημιουργηθῆ καί θά ἔκαναν ὅ,τι καί οἱ Ἅγιοι διά μέσου τῶν αἰώνων: θά κατέφευγον στὰ κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων καί θά ἀπεδείκνυαν τήν τυχόν λανθασμένη τοποθέτησί μας, α) διά να προφυλάξουν τούς πιστούς ἀπ’ αὐτήν, β) ἀλλά καί νά προφυλάξουν καί μᾶς ἐξ ἀγάπης, ἀπό τό βάραθρο τῆς πλάνης, ὥστε νά διορθωθοῦμε (κάτι πού ἐπανειλημμένως τούς παρακαλέσαμε νά κάνουν). Ἤ, ἄν ἀπό τήν ἔρευνά των αὐτή διεπίστωναν τήν ἀπουσίαν τῶν σχετικῶν χωρίων πού θα δικαιολογοῦσε τίς θέσεις των, ἔντιμα καί ταπεινά νά διόρθωναν τήν στάσι των, ἐφ’ ὅσον δέν ἠδυνήθησαν νά τήν στηρίξουν ὄχι διά τῶν ἰδικῶν των συλλογισμῶν, ἀλλά ἁγιογραφικῶς καί πατερικῶς. Δέν ἔπραξαν ὅμως, οὔτε το ἕνα, οὔτε το ἄλλο.
 Ἐφ’ ὅσον λοιπόν ἐπιμένουν ἀσυζητητί καί εἰς πεῖσμα τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων, αὐτό ἐμεῖς τό ἑρμηνεύομε ὡς κακή προαίρεσι καί ὡς συνδιαλλαγή καί συνεργασία μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές. Εἴθε ὅμως, στό σημεῖο αὐτό νά κάνωμε λάθος καί νά μᾶς ἀποδείξουν ὅτι ἔχουν διαφορετικά τά πράγματα.
            Πάντως ἔχει καταστεῖ σαφές καί κατανοητό, γιατί μέχρι τώρα, καί ἐπί σειρά ἐτῶν, δέν ἀπαντοῦν οἱ Ἀντιοικουμενιστές στίς ἐρωτήσεις πού ἐπανειλημμένως τούς ἐθέσαμε, ὅσον ἀφορᾶ στήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία, ἡ ὁποία κατοχυρώνει ἤ ἔστω συνηγορεῖ στίς θεωρίες των.
Τό κακό εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι εἶναι ὅτι ἄν κάποτε ἀνανήψουν καί θελήσουν νά εὐθυγραμμίσουν τήν πορεία των μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, δέν θά ὑπάρχη πλέον τό ἔμψυχο ὑλικό, τό ὁποῖο θά τούς στηρίξη καί θά ὑπερμαχήση τῶν θεμάτων τῆς πίστεως, ὥστε νά ὑπάρξη ἀποκατάστασις καί ἀναλαμπή τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί αὐτό θά συμβῆ ἐξ αἰτίας τοῦ ἐθισμοῦ καί τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ φρονήματος τῶν Ὀρθοδόξων, ἐπειδή πλέον θά ἔχουν συνηθίσει καί θά ἀντιλαμβάνωνται τήν Ὀρθοδοξία μέσα στόν συμβιβασμό καί τήν συνύπαρξι μέ τήν αἵρεσι. Εἶναι ὡς ἐκ τούτου γεγονός, καί πρέπει δεόντως νά τό ἐπισημάνωμε, ὅτι το μεγαλύτερο κακό στό ὁποῖο συνήργησαν, καί συνεχίζουν νά συνεργοῦν ἀκόμη καί σήμερα οἱ Ἀντιοικουμενιστές, εἶναι ὅτι κατ’ οὐσίαν καταργοῦν τόν σταυρό καί τό μαρτύριο διά τά θέματα τῆς πίστεως, τά ὁποῖα ἐπί αἰῶνες διετήρησε ἡ Ἐκκλησία ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ καί, ἀντ’ αὐτοῦ, εἰσάγουν τήν δῆθεν διάκρισι γιά ἀποφυγή τοῦ σχίσματος καί τίς ἄκαιρες  καί ἀνούσιες ὁμολογίες μέ χαρτοπόλεμο.
          Πρέπει ἀκόμη νά ὁμολογήσωμε ὅτι πρώτη φορά συμβαίνει νά κηρύσσεται διδασκαλία, νά χαράσσεται γραμμή καί πορεία ἐν καιρῷ αἱρέσεως, κατά τήν γνώμη μας αἱρετική καί ἄκρως ἐπιβλαβής καί ψυχοκτόνος διά τούς Ὀρθοδόξους καί ἀντίθετος εἰς ὅλη τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι (ἐννοοῦμε αὐτήν, τήν ἐκ μέρους τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, μέ τήν μορφή τῆς στάσεως καί διδασκαλίας τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν) χωρίς ἁγιογραφική καί πατερική κατοχύρωσι, ἀλλά στηριζομένη ἀποκλειστικά στόν ὀρθολογισμό  καί οὐσιαστικά στό πουθενά.
          Ὅλοι οἱ αἱρετικοί ἀνά τούς αἰῶνας προσπαθοῦσαν νά κατοχυρώσουν τίς αἱρέσεις των πρωτίστως στήν Ἁγία Γραφή (φυσικά παρερμηνεύοντάς την) ἤ καί στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ὅπως οἱ Μονοφυσίτες στόν λόγο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου «Μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη». Ἀκόμη καί ὁ διάβολος, στούς πειρασμούς πού ὑπέβαλε στόν Κύριο στήν ἔρημο μετά τήν τεσσαρακονθήμερη νηστεία, προσπάθησε νά κατοχυρώση καί ἁγιογραφικῶς τή στάσι Του: «καὶ λέγει αὐτῷ, εἰ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτὸν κάτω· γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ, καὶ ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου» (Ματθ. 4, 6). Καί ὁ Κύριος ἐκ τοῦ ἀντιθέτου σέ κάθε πειρασμό πού Τοῦ προκαλοῦσε καί Τόν ὠθοῦσε ὁ διάβολος, ἀντέτασσε τήν διδασκαλία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εὑρίσκεται μέσα στήν Ἁγία Γραφή.  Δέν εἶπε δηλαδή ἁπλῶς: «ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ»,  ἀλλά συνέχισε, στηρίζοντας ἁγιογραφικῶς τήν στάσι Του: «γέγραπται γάρ, Κύριον τόν Θεόν σου προσκυνήσῃς καί αὐτῷ μόνῳ λατρεύσῃς» (Ματθ. 4,10). Τό ἴδιο παρατηροῦμε, κατά μίμησι τοῦ διδασκάλου των, νά πράττουν καί οἱ Ἅγιοι· ὅ,τι δηλαδή ἐδίδασκον ἤ ἔπραττον, εἰδικά εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, τό ἐστήριζαν ἁγιογραφικῶς πρωτίστως, καί ἑπομένως πατερικῶς. Ἔτσι μόνον ἡ διδασκαλία των εἶχε τό ἀπλανές καί τό βέβαιο.
          Τοιουτοτρόπως θά ἔπρεπε νά πράξουν καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές, εὐθύς ἐξ ἀρχῆς, χωρίς κἄν νά τούς τό ζητήσωμε ἐμεῖς, ἄν φυσικά ἦταν καθαρή, ἄμεμπτος καί εἰλικρινής ἡ στάσις των. Αὐτό δηλαδή τό ὁποῖο ἔπραξε ὁ Κύριος, οἱ Ἅγιοι ἅπαντες, οἱ αἱρετικοί, ἀκόμη καί ὁ διάβολος, ἔπρεπε νά τό εἶχαν πράξει καί αὐτοί. Δι’ αὐτό, ἐπισημαίνομε, δέν εἶναι μόνον αἱρετικές οἱ θέσεις των, στερούμενες ἁγιογραφικῆς καί πατερικῆς στηρίξεως, ἀλλά καί ὁ τρόπος ὅλης τῆς στάσεώς των, καί ἡ ὑπουλότης μέ τήν ὁποία εἰσάγουν τίς θεωρίες των καί ἡ ὑποκρισία πού τούς διακατέχει, ἐπειδή, ἀφ’ ἑνός μέν ἀποφεύγουν τεχνηέντως νά στηρίξουν ἁγιογραφικῶς καί πατερικῶς τίς θεωρίες των, ἀφ’ ἑτέρου δέ παρουσιάζονται ὡς διακριτικοί καί συνετοί, ὡς ἀκολουθοῦντες τούς συγχρόνους γέροντες, ὡς ἀποφεύγοντες τό ἀσυγχώρητο ἔγκλημα τοῦ σχίσματος κ.λπ., ἐνῶ κατ’ οὐσίαν βολεύονται, βολεύουν καί ἐπαναπαύουν καί τούς ἄλλους, ὅλους ὅσους ἐξυπηρετοῦνται ἀπό τίς θεωρίες των.
          Πρίν κλείσουμε τόν μικρό αὐτόν ἐπίλογο, θά ἐπικαλεσθοῦμε τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ φωστῆρος τῆς οἰκουμένης, σχετικά μέ τήν ἁγιογραφική κατοχύρωσι ὅσων λέγομε ἤ πράττομε. Αὐτή φυσικά ἡ διδασκαλία τοῦ μεγάλου φωστῆρος ἰσχύει πρωτίστως γιά τά θέματα τῆς πίστεως. Ἐρωτήθηκε λοιπόν ἄν ἐπιτρέπεται ἤ εἶναι συμφέρον σέ κάποιον γιά τόν ἑαυτόν του, νά διδάσκη ὅσα νομίζει ὅτι εἶναι καλά, χωρίς τήν μαρτυρία τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν. Ἡ ἀπάντησις τοῦ Ἁγίου εἶναι καταλυτική καί θά πρέπει νά τήν λάβωμε ὅλοι μας ὑπ’ ὄψιν, ἄν δέν θέλωμε νά ἐκτροχιασθοῦμε σέ αἱρετικά μονοπάτια, μόνο καί μόνο ἐπειδή δέν στηριζόμεθα στήν θεόπνευστη Γραφή. Παραθέτουμε κατωτέρω ὅλη τήν ἀπάντησι τοῦ ἁγίου ἀπό τά ἀσκητικά του κείμενα, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη ἀπό ἁγιογραφικά χωρία, προκειμένου νά στηρίξη τήν διδασκαλία του:
«Ἐρώτησις Α΄: Εἰ ἔξεστιν, ἤ συμφέρει τινὶ ἑαυτῷ, ἐπιτρέπειν, καὶ ποιεῖν ἤ λέγειν ἃ νομίζει καλά, ἄνευ τῆς μαρτυρίας τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν»
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ. Τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ λέγοντος περὶ μὲν τοῦ ἁγίου Πνεύματος· Οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ' ἑαυτοῦ, ἀλλ' ὅσα ἂν ἀκούσῃ, ταῦτα λαλήσει· περὶ δὲ ἑαυτοῦ· Οὐ δύναται ὁ Υἱὸς ποιεῖν ἀφ' ἑαυτοῦ οὐδέν· καὶ πάλιν· Ὅτι ἐγὼ ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλάλησα, ἀλλ' ὁ πέμψας με Πατήρ, αὐτός μοι ἐντολὴν ἔδωκε, τί εἴπω, καὶ τί λαλήσω· καὶ οἶδα, ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ ζωὴ αἰώνιός ἐστιν· ἃ οὖν λαλῶ ἐγώ, καθὼς εἴρηκέ μοι ὁ Πατὴρ, οὕτω λαλῶ· τίς ἂν εἰς τοσαύτην ἐξέλθῃ μανίαν, ὥστε ἀφ' ἑαυτοῦ τολμῆσαί τι καὶ μέχρις ἐννοίας λαβεῖν, ὃς ὁδηγοῦ μὲν τοῦ ἁγίου καὶ ἀγαθοῦ Πνεύματος χρείαν ἔχει, ἵνα κατευθυνθῇ εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἀληθείας κατά τε νοῦν καὶ λόγον, καὶ πρᾶξιν, τυφλὸς δὲ καὶ ἐν σκότει διάγει, ἄνευ τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ φωτίζοντος, ὥσπερ ἀκτῖσι, ταῖς ἑαυτοῦ ἐντολαῖς; Ἡ γὰρ ἐντολὴ Κυρίου, φησί, τηλαυγής, φωτίζουσα ὀφθαλμούς.  Ἐπειδὴ δὲ τῶν ἐν ἡμῖν στρεφομένων πραγμάτων ἢ ῥημάτων τὰ μέν ἐστιν ὑπὸ τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ ἁγίᾳ Γραφῇ διεσταλμένα, τὰ δὲ σεσιωπημένα· περὶ μὲν τῶν γεγραμμένων οὐδεμία ἐξουσία δέδοται καθόλου οὐδενί, οὔτε ποιῆσαί τι τῶν κεκωλυμένων, οὔτε παραλεῖψαί τι τῶν προστεταγμένων, τοῦ Κυρίου ἅπαξ παραγγείλαντος, καὶ εἰπόντος· Καὶ φυλάξῃ τὸ ῥῆμα ὃ ἐντέλλομαί σοι σήμερον· οὐ προσθήσεις ἐπ' αὐτῷ, καὶ οὐκ ἀφελεῖς ἀπ' αὐτοῦ. Φοβερὰ γάρ τις ἐκδοχὴ κρίσεως, καὶ πυρὸς ζῆλος ἐσθίειν μέλλοντος τοὺς τοιοῦτόν τι τολμῶντας· περὶ δὲ τῶν σεσιωπημένων κανόνα ἡμῖν ἐξέθετο ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἰπών· Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ' οὐ πάντα οἰκοδομεῖ. Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος. Ὥστε παντὶ λόγῳ ἐπάναγκες ᾖ ἢ τῷ Θεῷ ὑποτάσσεσθαι κατὰ τὴν ἐντολὴν αὐτοῦ, ἢ ἄλλοις διὰ τὴν ἐντολὴν αὐτοῦ. Γέγραπται γάρ· Ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Κύριός φησιν· Ὁ θέλων ἐν ὑμῖν εἶναι μέγας, ἔστω πάντων ἔσχατος, καὶ πάντων δοῦλος· ἀπηλλοτριωμένος δηλονότι τῶν ἰδίων θελημάτων κατὰ μίμησιν αὐτοῦ τοῦ Κυρίου λέγοντος· Καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός» (Ε.Π.Ε. 9, 12,9).
          Εἶναι ὄντως ἀξιοθαύμαστη ἡ ἀκρίβεια τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων καί ἡ ἁγιογραφική της κατοχύρωσι καί τό σημαντικό, στήν προκειμένη περίπτωσι, εἶναι ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος θεωρεῖ ὅτι εἶναι μανία καί τρέλα, ὄχι μόνο νά διδάσκη κάποιος αὐθαίρετα ὁ,τιδήποτε, χωρίς τήν κατοχύρωσι τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς, ἀλλά ἁπλῶς καί νά διανοηθῆ νά τό πράξη: «τίς ἄν εἰς τοσαύτην ἐξέλθῃ μανίαν ὥστε ἀφ’ ἑαυτοῦ τολμῆσαί τι και μέχρις ἐννοίας λαβεῖν...». Αὐτός ἐπίσης, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο, εἶναι τυφλός διότι δέν δέχεται νά φωτισθῆ ἡ διάνοιά του ἀπό τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης: «τυφλός δέ καί ἐν σκότει διάγει ἄνευ τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».
          Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἅγιος διδάσκει, μέ ἁγιογραφική πάντοτε κατοχύρωσι, ὅτι δέν ἔχει κανείς ἐξουσία ἤ δικαίωμα νά πράξη κάτι ἀπό αὐτά πού ἀπαγορεύει ἡ Ἁγία Γραφή, οὔτε ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, νά παραλείψη κάτι ἀπό αὐτά πού ἡ Ἁγία Γραφή ἐπιτάσσει: «περί τῶν γεγραμμένων οὐδεμία ἐξουσία δίδοται καθόλου (δηλαδή καθ’ ὁλοκληρίαν, ἀπολύτως) οὐδενί (εἰς τόν οἱονδήποτε) οὔτε ποιῆσαί τι τῶν κεκωλυμένων  οὔτε παραλείψαί τι τῶν προστεταγμένων». Αὐτοί πού τολμοῦν κάτι τέτοιο, συνεχίζει ὁ ἅγιος, θά πᾶνε στήν κόλασι: «"φοβερά γάρ τις ἐκδοχή κρίσεως καί πυρός ζῆλος ἐσθίειν μέλλοντος" τούς τοιοῦτόν τι τολμῶντας».
          Τελικῶς διδάσκει ὁ Ἅγιος ὅτι πρέπει, ἤ νά ὑποτασσώμεθα στόν Θεό τηρῶντας τίς ἐντολές του, ἤ νά ὑποτασσώμεθα στούς ἄλλους χάριν τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ καί ἐφ’ ὅσον, βεβαίως, αὐτοί ἀκολουθοῦν ἤ προστάσσουν αὐτά πού διακελεύται ὁ Θεός: «Ὥστε παντί λόγῳ ἐπάναγκες ᾖ ἤ τῷ Θεῷ ὑποτάσσεσθαι κατά τήν ἐντολήν αὐτοῦ ἤ ἄλλοις διά τήν ἐντολήν αὐτοῦ».
Ἄς μελετήσουν οἱ Ἀντιοικουμενιστές λοιπόν,  ἄν ὄχι τήν διδασκαλία τοῦ Θεοῦ, τουλάχιστον τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, διά νά διαπιστώσουν ὅτι ἡ μή ἁγιογραφική κατοχύρωσις τῶν θεωριῶν τους εἶναι πλάνη, καί αἵρεσις, καί μανία, καί τρέλα, καί τυφλότης, καί σκότος ἀμέτρητο.
          Ὡς ἐπιδόρπιο καί ἕνα, τροπόν τινά γλύκισμα, αὐτῆς τῆς μελέτης θά παραθέσωμε ἕνα γεγονός ἀπό τή διδασκαλία τῆς πλούσιας χρυσοστομικῆς τράπεζας. Πρόκειται γιά τό γεγονός τῆς μεταθέσεως τῶν λειψάνων  τῶν ἁγίων Μαρτύρων  ἀπό τήν Ἀντιόχεια σέ ἄλλο μέρος, ἐπειδή αὐτά εὑρίσκοντο θαμμένα μαζί μέ λείψανα αἱρετικῶν. Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο παραθέτωμε τή διήγησι αὐτή καί ὁ σκοπός μας εἶναι νά καταδείξωμε τήν σκέψι καί διάθεσι τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι δέν ἤθελαν, ὄχι μόνο αὐτοί νά συναγελάζωνται  μέ αἱρετικούς, ἀλλά οὔτε κἄν τά λείψανα τῶν Ἁγίων νά εὑρίσκωνται πλησίον τῶν λειψάνων τῶν αἱρετικῶν.
          Ἡ ὁμιλία, ἡ ὁποία παρουσιάζει τό γεγονός αὐτό εἶναι στήν Ἀνάληψι τοῦ Κυρίου, εἰπώθηκε στήν Ἀντιόχεια, ὅταν ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἦτο ἀκόμη πρεσβύτερος καί φέρει τόν ὑπότιτλο: «Ἐλέχθη ἐν τῷ μαρτυρίῳ τῆς Ρωμανησίας, ἔνθα μαρτύρων σώματα, ὑπὸ τό ἔδαφος κείμενα ἐγγύς λειψάνων αἱρετικῶν, ἀνηνέχθησαν, καί ἄνω κατ’ ἰδίαν ἐτάφησαν» (Ε.Π.Ε. 36, 200).
Ἡ Ρωμανησία ἦτο προάστιο τῆς Ἀντιοχείας καί προφανῶς ἐκεῖ εἶχαν μαρτυρήσει  κάποιοι Ἅγιοι καί εἶχαν ταφῆ ἀπό τά χρόνια τῶν διωγμῶν καί, ἐν συνεχείᾳ, οἱ αἱρετικοί στό ἴδιο μέρος ἔθαψαν καί δικά των λείψανα, εἴτε ἁγίων τους, εἴτε πιστῶν. Ἡ ἀνάμειξις αὐτή σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, εἴτε λειψάνων, εἴτε ἐκκλησιαστικοῦ συναγελασμοῦ, εἴτε κειμένων κ.λπ. ἐπιχειρεῖται πάντοτε ἀπό τούς αἱρετικούς· διότι τοιουτοτρόπως παίρνουν ἀξία αὐτοί (καί ὠφελοῦνται τά μέγιστα ἀπό αὐτόν τόν συναγελασμό καί συγχρωτισμό) μέ τό νά παρουσιάζωνται καί αὐτοί καί νά τιμῶνται ὡς Ὀρθόδοξοι, προκαλώντας σύγχυσι στούς Ὀρθοδόξους.  Τέτοιον π.χ. συναγελασμό ἐπιδιώκουν σήμερα οἱ Παπικοί καί οἱ Προτεστάντες μέ τούς Ὀρθοδόξους γιά τούς λόγους πού ἀναφέραμε, ἀλλά καί οἱ Οἰκουμενιστές μέ τούς Ἀντιοικουμενιστές καί τούς Ὀρθοδόξους, διά νά παρουσιάζωνται καί αὐτοί ὡς Ὀρθόδοξοι.
          Ἀρχίζοντας αὐτή τήν ὁμιλία στήν Ἀνάληψι τοῦ Κυρίου ὁ Χρυσόστομος ἅγιος κάνει ἀναφορά στό γεγονός αὐτό τοῦ διαχωρισμοῦ τῶν λειψάνων τῶν Ὀρθοδόξων ἁγίων ἀπό τούς αἱρετικούς: «Εἰ γάρ καί πρό τούτου ἔδει πρός τούς γενναίους τούτους τῆς εὐσεβείας ἀθλητάς τρέχειν, ὅτε ὑπὸ τὸ ἔδαφος ἔκειντο· πολλῷ μᾶλλον νῦν τοῦτο ποιεῖν χρή, ὅτε καθ’ ἑαυτούς οἱ μαργαρῖται, ὅτε ἀπηλλάγη τῶν λύκων τὰ πρόβατα, ὅτε ἀπέστησαν τῶν νεκρῶν οἱ ζῶντες».
Ἐδῶ ὁ ἅγιος μέ ἀπαράμιλλη πραότητα στιγματίζει τόν διαχωρισμό αὐτόν ὡς ἀναγκαῖο, διότι τά πρόβατα ἔπρεπε νά διαχωρισθοῦν ἀπό τούς λύκους, οἱ ζῶντες ἀπό τούς νεκρούς καί οἱ μαργαρίτες νά τεθοῦν καθ’ ἑαυτούς. Ἡ Ὀρθοδοξία δηλαδή, δέν γνωρίζει τόν συναγελασμό καί τήν συνύπαρξι, πολύ περισσότερο τήν ἐνσωμάτωσι μέ τούς αἱρετικούς, οὔτε καί στά νεκρά καί ἄψυχα σώματα.
          Συνεχίζοντας ὁ Χρυσορρήμων ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Αὐτοῖς μέν γάρ οὐδέ πρό τούτου βλάβη τις ἦν ἀπὸ τῆς κοινωνίας τῆς κατά τήν ταφήν· ὧν γάρ τά πνεύματα ἐν τοῖς οὐρανοῖς, οὐδὲν τά σώματα ἐβλάπτετο ἀπὸ τῆς γειτνιάσεως· ὧν ἡ ψυχή ἐν τῇ χειρί τοῦ Θεοῦ, οὐδέν τά λείψανα  ἀπό τῆς θέσεως ἔπασχεν».
Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ Ἅγιος ὅτι ὑπῆρχε μία κοινωνία τῶν Ἁγίων μέ τούς αἱρετικούς ἀπό τήν γειτνίασι κατά τήν ταφή, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἔβλαπτε τούς Ἁγίους, διότι ἡ ψυχή των εὑρίσκετο κοντά στόν Θεό.
Ἄς ἀναλογισθοῦμε στό σημεῖο αὐτό, ὄχι τήν γειτνίασι, ἀλλά τήν πλήρη ἐκκλησιαστική ἐνσωμάτωσι τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές καί τό γεγονός ὅτι οἱ Ἀντιοικουμενιστές δέν θεωροῦν ὅτι βλάπτονται καί μολύνονται ἀπό αὐτήν τήν συνύπαρξι, λές καί εὑρίσκονται σάν τούς νεκρούς, τά σώματά των στόν τάφο καί οἱ ψυχές των στά χέρια τοῦ Θεοῦ!  Διότι μόνο τότε, σύμφωνα μέ τόν Χρυσόστομο ἅγιο, δέν βλάπτονται τά πρόβατα ἀπό τούς λύκους καί οἱ ζῶντες ἀπό τούς νεκρούς.
Συνεχίζει ὁ Ἅγιος λέγοντας τά ἑξῆς: «Αὐτοῖς μέν οὖν οὐδεμία βλάβη ἦν, οὐδέ πρό τούτου· ὁ δέ λαός ἡμῖν οὐ τήν τυχοῦσαν ζημίαν ὑπέμεινεν ἀπό τῶν τόπων, τρέχων μὲν πρός τά λείψανα τῶν μαρτύρων, μετά τῆς ἀμφιβολίας καί διακρίσεως ποιούμενος τάς εὐχάς διά τό ἀγνοῆσθαι τάς θήκας τῶν ἁγίων, καί ποῦ κεῖνται οἱ θησαυροί οἱ ἀληθινοί. Και ταυτόν ἐγίνετο, ὥσπερ ἄν εἰ ποίμνια προβάτων καθαρῶν ἀπολαῦσαι ρείθρων ἐπειγόμενα ἔρχοιτο μέν ἐπί τάς πηγάς τάς καθαράς, βρώμου δε πόθεν ἐγγύθεν καί δυσωδίας ἐμπεσούσης ἀναχαιτίζοιτο πάλιν· οὕτω καί ἐπί τῆς ποίμνης ταύτης συνέβαινε. Ἐβάδιζεν ὁ λαός πρός τάς καθαράς τῶν μαρτύρων πηγάς· αἰσθανόμενος δέ δυσωδίας αἱρετικῆς ἐγγύθεν ἀνιούσης, ἀνεχαιτίζοντο πάλιν».
Ἐδῶ πάλι μᾶς διδάσκει ὁ χρυσορρήμων ὅτι οἱ Ἅγιοι μέν δέν εἶχαν ὑποστῆ καμμία βλάβη ἀπό τήν γειτνίασι μέ τούς αἱρετικούς, εἶχε ὅμως ὑποστῆ βλάβη ὁ λαός. Ἡ βλάβη αὐτή συνίστατο εἰς τό ὅτι ἐδημιουργεῖτο μία σύγχυσις καί ἀμφιβολία στόν λαό, μέ τό νά μήν δύναται νά διαχωρίση τό καθαρό ἀπό τό βρώμικο, τό ὑγιές ἀπό τό ἄρρωστο, τό νεκρό ἀπό τό ζωντανό κ.λπ. Διότι, ἀναφέρει, ὅτι ἀνακατεύετο ἡ καθαρή πηγή μέ τόν βοῦρκο καί τήν δυσωδία, δηλαδή  κατ’ ἐπέκτασιν θά λέγαμε ἡ ἀλήθεια μέ τό ψεῦδος, τήν ἀπάτη καί τήν αἵρεσι. Αὐτή ἡ ἀνάμειξις καί τό συνονθήλευμα γίνεται πάντοτε εἰς βάρος τῆς ἀληθείας καί τήν ἐπιδιώκουν πάντοτε οἱ αἱρετικοί μέ σκοπό νά παραπλανήσουν τόν λαό.  Οἱ μόνοι, ὅπως φαίνεται, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι δέν βλάπτονται ἀπό αὐτήν τήν συνύπαρξι καί ἐνσωμάτωσι εἶναι οἱ Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι μάλιστα θεωροῦν ὅτι εὑρίσκονται σέ ἀσφάλεια, γιατί δέν δημιουργοῦν σχίσμα.
          Καταλήγοντας ὁ ἅγιος τήν ἀναφορά του στό προεκτεθέν γεγονός, ἀναφέρει: «Ὅπερ οὖν συνειδώς ὁ σοφός οὗτος ποιμήν καί κοινός διδάσκαλος, ὁ πάντα πρός οἰκοδομήν τῆς Ἐκκλησίας οἰκονομῶν, οὐκ ἠνήσχετο μέχρι πολλοῦ ταύτην τήν ζημίαν πειριιδεῖν οὗτος ὁ θερμός ἐραστής καί ζηλωτής τῶν μαρτύρων. Ἀλλά τί ποιεῖ; Θεάσασθαι τήν σοφίαν· τά μέν θολερά καί δυσώδη ρεύματα κατέχωσε καί ἀπέφραξε κάτω, τάς δέ καθαράς τῶν μαρτύρων πηγάς ἐν καθαρῷ χωρίῳ κατέστησε. Καί σκοπεῖτε ὅσην καί περί τούς κατοιχομένους τήν φιλανθρωπίαν ἐπεδείξατο, καί περί τούς μάρτυρας τήν τιμήν, καί περί τόν λαόν τήν κηδεμονία. Περί μέν τούς κατοιχομένους φιλανθρωπίαν ἐπεδείξατο, μή κινήσας αὐτῶν τά ὀστᾶ, ἀλλ’ ἀφείς ἐπί τοῦ τόπου μένειν· περί δέ τούς μάρτυρας τιμήν, ἀπαλλάξας αὐτούς τοῦ πονηροῦ γειτονήματος· περί δέ τόν λαόν κηδεμονίαν, οὐκ ἀφείς αὐτούς μετά διακρίσεως ποιεῖσθαι τάς εὐχάς».
Ἐδῶ διαπιστώνομε ὅτι ὁ διαχωρισμός ἀκόμη καί τῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων καί τῶν αἱρετικῶν, πού ἦταν θαμμένα στή γῆ, ἐκρίθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀντιοχείας ἀναγκαῖος καί ἐπαινεῖται ἀπό τόν ἱερό Χρυσόστομο, διά νά μήν ὑπάρχη οὐδεμία κοινωνία Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, ἔστω καί ἀπό αὐτήν τήν γειτνίασι, τήν ὁποία ὁ ἅγιος ἀποκαλεῖ πονηρά, ἐπειδή προφανῶς  ὠφελεῖ καί ἐξυπηρετεῖ τούς αἱρετικούς.
         
ν κατακλεῖδι, ἐπειδή προφανῶς οἱ Ἀντιοικουμενιστές στεροῦνται ἁγιογραφικῶν ἐρεισμάτων πρός κατοχύρωσι τῶν θέσεων καί θεωριῶν των, θά τούς προτείναμε ἐμεῖς ἕνα ἁγιογραφικό χωρίο στό ὁποῖο δύνανται νά στηριχθοῦν, προκειμένου νά μήν μείνουν χωρίς ἁγιογραφική κατοχύρωσι. Πρόκειται γιά τό χωρίον τῆς παραβολῆς τοῦ σίτου καί τῶν ζιζανίων (Ματθ. ιγ΄, 24-30), εἰς τό ὁποῖο ἀπέτρεψε ὁ Κύριος τήν ἐκρίζωσι τῶν ζιζανίων καί τά ἄφησε νά συναυξάνωνται  μέ τόν σίτο:
«Ἄλλην παραβολήν παρέθηκεν αὐτοῖς λέγων∙ ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ σπείραντι καλόν σπέρμα ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ. Ἐν δέ τῷ καθεύδειν τούς ἀνθρώπους  ἦλθεν αὐτοῦ ὁ ἐχθρός καί ἔσπειρε ζιζάνια ἀνά μέσον τοῦ σίτου καί ἀπῆλθεν. ὅτε δέ ἐβλάστησεν ὁ χόρτος καί καρπόν ἐποίησε, τότε ἐφάνη καί τά ζιζάνια. προσελθόντες δέ οἱ δοῦλοι τοῦ οἰκοδεσπότου εἶπον αὐτῷ∙ κύριε, οὐχί καλόν σπέρμα ἔσπειρας ἐν τῷ σῷ ἀγρῷ; πόθεν οὖν ἔχει ζιζάνια; ὁ δέ ἔφη αὐτοῖς∙ ἐχθρός ἄνθρωπος τοῦτο ἐποίησεν. οἱ δέ δοῦλοι εἶπον αὐτῷ∙ θέλεις οὖν ἀπελθόντες συλλέξωμεν αὐτά; ὁ δέ ἔφη∙ οὔ, μήποτε συλλέγοντες τά ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σῖτον. ἄφετε συναυξάνεσθαι ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμοῦ, καί ἐν καιρῷ τοῦ θερισμοῦ ἐρῶ τοῖς θερισταῖς∙ συλλέξατε πρῶτον τά ζιζάνια καί δήσατε αὐτά εἰς δέσμας πρός τό κατακαῦσαι αὐτά, τόν δέ σῖτον συναγάγετε εἰς τήν ἀποθήκην μου».
Βεβαίως ἡ παραβολή αὐτή, σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται στόν κόσμο καί ὄχι στήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀκόμη κι αὐτό τούς ἐκφράζει πλήρως, διότι διά τῆς εἰσαγωγῆς τῆς αἱρέσεως στήν Ἐκκλησία, αὐτή μεταβάλλεται σέ κόσμο, ὁ ναός χάνει κάθε ἱερότητα καί ἀποχωρεῖ ὁ φύλακας ἄγγελος ἐξ αὐτοῦ, σύμφωνα καί μέ τόν Μ. Βασίλειο.
          Σέ μία ἴσως προσεχῆ μικρά μελέτη μας θά παρουσιάσωμε τά λειτουργικά κείμενα, τίς λειτουργικές αἰτήσεις καί εὐχές, οἱ ὁποῖες καί αὐτές ἀπαιτοῦν καί ὑπαινίσσονται τήν ἀποτείχισι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς αἱρετικούς.

                   Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς