Ἀπὸ τὸ ἱστολόγιο
Κατάνυξις αποκλειστικό:
Η Αποστολική Διακονία εκδίδει βιβλίο
οικουμενιστή καρδιναλίου και το διαφημίζει μέσα στη Φωνή Κυρίου
Οικουμενιστικός “αγώνας δρόμου” μεταξύ της Αποστολικής Διακονίας και την Εκδοτική Δημητριάδος - Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου
Στο
φύλλο της 8ης Νοεμβρίου 2015 της Φωνής Κυρίου, λάβαμε πολλά μηνύματα
για κάποιο βιβλίο ενός “ξένου”. Είτε πρόκειται για ανθρώπους μεγάλης
ηλικίας, είτε για πολλούς άλλους που δεν έχουν θεολογική κατάρτιση, με
αφορμή τα απλοϊκά εκείνα ερωτήματα που δεχτήκαμε για τον “ξένο”
συγγραφέα, κάναμε και μια μικρή έρευνα στο διαδίκτυο.
Έκπληξη πρώτη: “Είναι καρδινάλιος”
Με αρχική πληροφόρηση από τον οργανισμό wikipedia, διαπιστώσαμε με μεγάλη έκπληξη πως πρόκειται για Γαλλικής καταγωγής ρωμαιοκαθολικό Καρδινάλιο και θεολόγο που έζησε και πέθανε μεταξύ των ετών 1905 - 1974.
Έκπληξη δεύτερη: “Το κύρος του συγγραφέα”
Με μια προσεκτικότερη ματιά σε πηγές της Αποστολικής Διακονίας, τον
χαρακτηρίζει επιφανή θεολόγο, που εκπόνισε τη μελέτη βασιζόμενος σε πατερικές πηγές
χαρακτηρίζει επιφανή θεολόγο, που εκπόνισε τη μελέτη βασιζόμενος σε πατερικές πηγές
Στο ηλεκτρονικό δε κατάστημα της Αποστολικής Διακονίας, χαρακτηρίζεται “περίφημος πατρολόγος”.
Έκπληξη τρίτη: “Όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη...”
Επιμένοντας
στην μικρή έρευνά μας, διαπιστώσαμε πως στην Ελλάδα μας τον γνώρισε η
Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος, μέσω της Εκδοτικής Δημητριάδος, της γνωστής
Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου (η Βασίλω!). Από εκεί αντλήσαμε και
το παρακάτω βιογραφικό του συγγραφέα, στο οποίο διαπιστώσαμε πως δεν είναι καθόλου τυχαία η επιλογή του, ούτε από την Αποστολική Διακονία, ούτε από την Ακαδημία του Βόλου:
Γεννημένος στο Neuilly-sur-Seine (1905) ο Jean Daniélou κάνει σπουδές στη Σορβόννη και στην περίφημη «σχολή της Fourvière» στη Λυών, ενώ το 1942, σε συνεργασία με το δάσκαλό του de Lubac, ιδρύει την περίφημη σειρά πατερικών έργων Sources Chrétiennes. Το 1938 χειροτονείται ιερέας, ενώ το 1943 ολοκληρώνει τη διδακτορική διατριβή του για τον Γρηγόριο Νύσσης. Από το 1943 μέχρι το 1969 κατέχει την έδρα της Ιστορίας του Αρχαίου Χριστιανισμού, ενώ την ίδια περίοδο γίνεται αρχικά επίσκοπος και στη συνέχεια καρδινάλιος. Θα λάβει μέρος στη Β΄ Βατικανή Σύνοδο, ασκώντας επιρροή στην προετοιμασία σημαντικών διαταγμάτων. Το 1972 εκλέγεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Πεθαίνει το 1974. Ο Daniélou αποτελεί κεντρική μορφή της γαλλόφωνης ρωμαιοκαθολικής θεολογίας του 20ου αιώνα και της κίνησης της ressourcement. Μεταξύ των έργων του συγκαταλέγονται τα Platonisme et Théologie mystique, Aubier, Paris, 1944· Bible et liturgie, Cerf, Paris, 1951, κ.ά.
Έκπληξη τέταρτη: “Ο ρόλος του στη Β΄Βατικανή σύνοδο”
Από τη συμμετοχή του στη Β’ Βατικανή σύνοδο, ως κυριότερου Γαλλόφωνου εκφραστή του κινήματος ressourcement, αναζητήσαμε στο εξαιρετικό βιβλίο του πατρός Πέτρου Χίρς “Ἡ
ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, μία Ὀρθόδοξη
διερεύνηση τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸ Διάταγμα περὶ
Οἰκουμενισμοῦ” ποιά είναι αυτή η κίνηση και ποιός ο ρόλος του Jean Daniélou:
(σημ. οι επισημάνσεις δικές μας)
“.. Παράλληλα μὲ αὐτὸ τὸ κίνημα καὶ ὡς ἀπόρροια αὐτοῦ ἀναπτύχθηκε αὐτὸ ποὺ ὁ Guardini ὀνόμασε μία «ἀφύπνιση τῆς Ἐκκλησίας στὴν ψυχὴ»[28], ἡ ὁποία, σὲ θεολογικὸ ἐπίπεδο, μεταφράστηκε μὲ τὴν μορφὴ μίας κίνησης γιὰ τὴν ἀνακαίνιση τῆς ἐκκλησιολογίας. Ἡ νέα αὐτὴ προοπτικὴ ἦταν ἡ «ἀνεπίσημη», «ὑπόγεια» φωνὴ τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ποὺ ἔμελλε νὰ γίνει ἡ εὐρείας ἀποδοχῆς ἐπικρατέστερη ἄποψη, τόσο κατὰ τὴν διάρκεια ὅσον καὶ μετὰ τὸ πέρας τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου[29].Οἱ ἡγετικὲς μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ρεύματος ἦταν οἱ θεολόγοι Maurice Blondel (1861-1949), Pierre Teilhard de Chardin (1881-1955), Marie-Dominique Chenu (1895-1990), Henri de Lubac (1896-1991), Yves Congar (1904-1995), Karl Rahner (1904-1984), Hans Urs von Balthasar (1905-1998), Jean Daniélou (1905-1974), Louis Bouyer (1913-2004), Edward Schillebeeckx (1914-2009), Hans Küng (1928-), Jean Mouroux (1901-1973) καὶ Joseph Ratzinger (1927-)[30].Ἡ μεγάλη εὐκαιρία γιὰ τοὺς ἐν λόγῳ θεολόγους ἦλθε, ὅταν οἱ περισσότεροι ἐξ αὐτῶν προσκλήθηκαν ἀπὸ τὸν πάπα Ἰωάννη ΧΧΙΙΙ καὶ τοὺς ἐπισκόπους γιὰ νὰ ὑπηρετήσουν ὡς periti (θεολόγοι ἐμπειρο-γνώμονες, σύμβουλοι τῶν ἐπισκόπων) κατὰ τὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο. Χάρη στὴν δική τους ἐπιρροή, «ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ παράδοση τῆς μεταρρύθμισης ἔφθασε στὴν πληρέστερη ἔκφρασή της στὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο»[31]. Κατὰ κοινὴ ὁμολογία, οἱ θεολόγοι «ἦταν οἱ σχεδιαστὲς τῶν μεγάλων μεταρρυθμίσεων ποὺ ἐγκαινιάστηκαν στὴν Β΄ Βατικανὴ»[32]. Ἡ συμβολὴ τους χαρακτηρίστηκε «ἀξιοσημείωτη… Οἱ ἐπίσκοποι τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου εἶχαν ἐπίγνωση τῆς σπουδαιότητας τῶν θεολόγων»[33]. Ἡ Σύνοδος ἀναγνώρισε ἐπισήμως τὶς ἐπὶ δεκαετίες ἐργώδεις προσπάθειές τους γιὰ τὴν ἀναμόρφωση τῆς θεολογίας, ἰδιαιτέρως δὲ τῆς ἐκκλησιολογίας[34].Στὴν συνείδηση ὅμως ὅσων ἀρνοῦνταν τὴν νέα θεολογία ποὺ ἐκφράστηκε στὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο, λόγῳ τῆς ἀποκλίσεώς της ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴ (μετα-Τριδέντια) θεολογία τῶν Λατίνων, ἡ ἐπιρροὴ τῶν θεολόγων στὰ διατάγματα τῆς Συνόδου ἰσοδυναμοῦσε μὲ αἵρεση[35]. Καταγγέλλουν πὼς ἡ νέα ἐκκλησιολογία ποὺ υἱοθέτησε ἡ Σύνοδος, ἰδιαιτέρως ἡ προσέγγισή της πρὸς τὸν οἰκουμενισμό, ἐρχόταν σὲ εὐθεία ἀντίθεση πρὸς τὰ οἰκουμενικὰ διδάγματα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας[36]. Εἰδικότερα ἐπισημαίνουν πὼς ἡ νέα ἀντίληψη, ποὺ ἐνσωματώθηκε στὸ UR καὶ ἐκφράστηκε ἀπὸ θεολόγους ὅπως ὁ Yves Congar – σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ ἑνότητα δὲν ἦταν πλέον ζήτημα ἐπιστροφῆς στὴν μία ἀληθινὴ Ἐκκλησία ἀλλὰ ζήτημα ἀμοιβαίας συμφιλίωσης – ἐρχόταν σὲ εὐθεία ἀντίθεση μὲ τὴν προαναφερθεῖσα ἐγκύκλιο Mortalium Animos τοῦ πάπα Πίου XI. Ἡ στάση τῆς Συνόδου «δὲν εἶναι οἰκουμενική, ἐπειδὴ ἀπηχεῖ τὴν πάγια καὶ καθολικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἐπειδὴ βάσισε τὶς θεωρήσεις της σὲ μία καθαρὰ οἰκουμενικὴ βούληση, τελείως ἀβάσιμη καὶ ἡ ὁποία καταδικάζεται ἀπ’ ὅλη τὴν προγενέστερη αὐθεντικὴ ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία (magisterium)»[37].Οἱ ὑπέρμαχοι τῆς Συνόδου ἀπάντησαν στὶς κριτικὲς αὐτὲς μὲ τὰ λόγια τοῦ καρδινάλιου Walter Kasper: «Θὰ ἦταν σφάλμα νὰ ἑρμηνεύσουμε τὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο, ἰδιαιτέρως δὲ τὸ περὶ Οἰκουμενισμοῦ Διάταγμα, ὡς μία ρήξη μὲ τὴν Παράδοση. Στὴν πραγματικότητα, ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους λόγους γιὰ τὴν σύγκληση αὐτῆς τῆς Συνόδου ἦταν μία ressourcement, μία ἐπιστροφὴ στὶς πηγὲς · ἡ Σύνοδος ἀναμετρήθηκε μὲ μία «ἐκ νέου πραγματοποίηση» τῆς Παραδόσεως, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ aggiornamento...[38].Ἡ περιγραφὴ τοῦ Kasper ἀποκαλύπτει πόσο βαθὺ ἦταν τὸ ἀποτύπωμα τῆς nouvelle theologie στὴν Β΄ Βατικανή. Τόσο οἱ θιασῶτες ὅσο καὶ οἱ ἐπικριτὲς τῆς Συνόδου συμφωνοῦν στὸ ὅτι «οἱ θεολογικοὶ στόχοι… τῶν μεταρρυθμιστῶν θεολόγων ἐκπληρώθηκαν στὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο»[39] [...]. Πράγματι εἶναι ἀξιοσημείωτο, ἀλλὰ καὶ ἀποκαλυπτικό τοῦ βαθμοῦ τῶν ἀνατροπῶν ποὺ ἔλαβαν χώρα, τὸ γεγονὸς πὼς στὰ χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν σύγκληση τῆς Συνόδου πολλοὶ ἀπ’ τοὺς ἴδιους αὐτοὺς θεολόγους περιλαμβάνονταν στὴν «μαύρη λίστα» τοῦ Βατικανοῦ: Karl Rahner, John Courtney Murray[40], Yves Congar, Edward Schillebeeckx, Henri de Lubac, Hans Urs von Balthasar καὶ Ἰωσὴφ Ράτζινγκερ˙ ὅλοι τους σὲ κάποια προηγούμενη χρονικὴ περίοδο ἦταν σεσημασμένοι ὡς «ὕποπτοι» γιὰ αἵρεση[41]. Ὅμως τώρα, στὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο, οἱ ἴδιοι αὐτοὶ ἔγιναν ξαφνικὰ εὐυπόληπτοι καὶ ὑψηλὰ ἱστάμενοι σύμβουλοι τῶν ἐπισκόπων, ἰδιαίτερα χρήσιμοι γιὰ τὴν διαμόρφωση τῆς θεολογίας τῆς Συνόδου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῶν μετέπειτα γενεῶν.Εἶναι σημαντικό, προκειμένου νὰ τοποθετήσουμε στὴν σωστὴ ἱστορική της θέση τὴν Σύνοδο, νὰ λάβουμε ὑπ’ ὄψιν τὴν φράση τοῦ τότε καρδιναλίου Ἰωσὴφ Ράτζινγκερ καὶ πρώην πάπα Βενεδίκτου XVI, ὁ ὁποῖος σαράντα χρόνια ἀργότερα περιέγραψε τὶς τέσσερις δεκαετίες πρὸ τῆς Συνόδου (1920-1960) ὡς «μεστὲς ζυμώσεων καὶ ἐλπίδων», οἱ ὁποῖες ὁδήγησαν τὴν Σύνοδο νὰ καθιερώσει «τὰ θεολογικὰ ρεύματα καὶ τὶς τάσεις» τῆς νέας ἀφύπνισης καὶ τῆς νέας θεολογίας «ὡς μέρος τῆς κληρονομιᾶς ὅλης τῆς Ἐκκλησίας»[42]. Κατὰ τὴν διάρκεια ὅμως τῆς περιόδου ἐκείνης τῶν τεσσάρων δεκαετιῶν ἡ τότε ἡγεσία τοῦ Βατικανοῦ ἔβλεπε στὰ ἴδια αὐτὰ θεολογικὰ ρεύματα καὶ τάσεις, σημεῖα τῆς «αἱρέσεως τοῦ μοντερνισμοῦ»[43].Δὲν χωράει ἀμφιβολία ὅτι ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος ὑπῆρξε γεγονὸς ἱστορικῆς σημασίας γιὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Στὴν καρδιὰ τῆς Συνόδου αὐτῆς ἦταν ἡ nouvelle theologie, τόσο ὡς κίνημα μὲ τοὺς κύριους ἀντιπροσώπους της νὰ συμμετέχουν ὑπὸ τὴν ἰδιότητα τῶν ἐμπειρο-γνωμόνων θεολόγων, ἀλλὰ καὶ ὡς ἕνα νέο πνεῦμα, μία νέα ἀντίληψη[44] μὲ σαφῆ οἰκουμενικὴ προοπτική, ποὺ ἐρχόταν σὲ εὐθεία ἀντίθεση μὲ προηγούμενα παπικὰ διατάγματα. Ἡ σφραγίδα αὐτῆς τῆς προοπτικῆς βρίσκεται σὲ ὅλα τὰ ἐπίσημα κείμενα, ἰδιαίτερα δὲ στὸ UR – ποὺ ἀπὸ μόνο του ὑπῆρξε ἕνα ὁρόσημο, θὰ λέγαμε ἡ διαχωριστικὴ γραμμὴ τῆς ρήξης μὲ τὸ θεολογικὸ παρελθὸν τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ. Διότι μὲ τὸ ἐν λόγῳ Διάταγμα, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ Περὶ Ἐκκλησίας Σύνταγμα (LG), ἐγκαινιάστηκε μία νέα ἐκκλησιολογία[28] Guardini, R., Vom Sinn der Kirche (1922), σ. 1, παρατίθεται στό Commentary on the Documents of Vatican II, Volume II, ἔκδ. Burns and Oats Limited, London 1968, σ 1.[29] Ὁ Mettepenningen διευκρινίζει στὸ Nouvelle Theologie: «Τὴν ‘ressourcement’ τοῦ Θωμισμοῦ ἀκολούθησε μία θεολογικὴ ‘ressourcement’· καὶ τὴν γαλλόφωνη ἐμφύτευση τῆς nouvelle theologie ἀκολούθησε μία περίοδος ἐσωτερίκευσης ποὺ παρήγαγε μία εὐρύτερη ὑποστηρικτικὴ βάση γιὰ τὴν ἀφομοίωση τῶν κεντρικῶν σημείων τῆς nouvelle theologie κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου» (σ. 143).[30] Οἱ θεολόγοι τῆς “Nouvelle Theologie” παρὰ τὴν κοινὴ θεώρησή τους σὲ πολλὰ ζητήματα, εἶχαν διαφορετικὲς ἀπόψεις γιὰ τὸ πῶς ἔπρεπε νὰ προχωρήσει καὶ ἐπεκταθεῖ ἡ ἀνανέωση τῆς ἐκκλησίας. Ἡ ποικιλία αὐτῶν τῶν θέσεων ἔγινε προφανέστατη μετὰ ἀπὸ τὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο, μὲ τὴν ἔκδοση δύο διαφορετικῶν διεθνῶν θεολογικῶν ἐπιθεωρήσεων: Concilium καὶ Communio. Συγκεκριμένα τὸ 1965 ξεκίνησε ἡ κυκλοφορία τοῦ Concilium ἀπὸ τοὺς Marie-Dominique Chenu, Yves Congar, Karl Rahner, Edward Schillebeeckx καὶ Hans Kung, μεταξὺ ἄλλων. Τὸ Communio κυκλοφόρησε τὸ 1972 μὲ τὴν συνεργασία τῶν Hans Urs von Balthasar, Herni de Lubac, Joseph Ratzinger, Walter Kasper, Louis Bouyer, καὶ ἄλλων. Ἀπὸ τὰ δύο προαναφερθέντα ἔντυπα τὸ Concilium χαρακτηρίστηκε ὡς πιὸ «φιλελεύθερο» στὴν θεολογική του προσέγγιση.[31] Flynn, Yves Congar’s Vision, σ. 61. Βλ. Latourelle, Rene, ‘Introduction,’ στό Latourelle, Vatican II: Assessment and Perspectives, I, σσ. XV-XIX.[32] Swidler, Leonard, ‘The Context: Breaking Reform by Breaking Theologians and Religious,’ in The Church in Anguish: Has the Vatican Betrayed Vatican II?, ed. by Hans Kung and Swidler, ἔκδ. Harper and Row, San Francisco 1987, σσ. 189-192 (σ. 189), ὅπως ἀναφέρεται στὸν Gabriel, Yves Congar’s Vision, σ. 57.[33] Congar, Yves, Le Theologien dans l’Eglise aujourd’hui, σ. 12, as quoted in Gabriel, Yves Congar’s Vision, σ. 57.[34] Βλ: Mettepenningen, Nouvelle Théologie. «Ἡ ἐπιρροή τους, ὅπως μποροῦμε νὰ δοῦμε ἀπὸ τὶς acta τῆς Συνόδου καὶ τὰ ποικίλα Συνοδικὰ ἡμερολόγια, ἀποδείχθηκε ἐξόχως σημαντικὴ» (σ. 6). Βλ. ἐπίσης: Guarino, Thomas G., Foundations of Systematic Theology. ἔκδ. T&T Clark, New York 2005), σ. 288. «Τὰ ὀνόματα ποὺ συνδέονται μ’ αὐτὴ τὴν κίνηση . . . ἐπρόκειτο ἐν τέλει νὰ δώσουν τὴν ὤθηση γιὰ ὁρισμένες ἀπὸ τὶς σημαντικότερες θεολογικὲς θέσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς».[35]Γιὰ μία διεξοδικὴ κριτικὴ τῆς Β΄ Βατικανῆς ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη, βλ.: Amerio, Romano, Iota Unum: A Study of the Changes in the Catholic Church in the Twentieth Century, ἔκδ. Sarto House, Kansas City 1996).[36] Lanterius, “The Dogma of Ecumenism,” in Si Si, No No, June 2005, Vol. XXVIII, No. 6, Fr. Du Chalard, μετάφ., Angelus Press, Kansas City, MO.[37] Fr. de La Rocque, “Le presuppose oecumenique de Lumen Gentium” in Penser Vatican II quarante ans apres: Actes du VI Congres Theologique de si si no no, Rome, January 2004, ἔκδ. Courrier de Rome, σσ.307-08[38] Βλ. Kasper, The Fortieth Anniversary, σ. 21 (ἔμφαση τοῦ γράφοντος).[39] Flynn, Yves Congar’s Vision, σ. 53.[40] Ὁ John Courtney Murray (1904–1967) ἦταν ἀρχισυντάκτης τῶν περιοδικῶν America καὶ Theological Studies. Τὸ 1954, μετὰ ἀπὸ μία δεκαετία δημοσιευμάτων γιὰ ζητήματα θεολογικῆς ἐλευθερίας καὶ σχέσεων ἐκκλησίας-πολιτείας, τοῦ δόθηκε ἄνωθεν ἐντολή, ἀπὸ τὸ Βατικανό, νὰ σταματήσει νὰ ἀρθρογραφεῖ γιὰ τέτοια ζητήματα, ἐξ αἰτίας ἀντιρρήσεων ἀπὸ τὴν Κουρία τῆς Ρώμης, ποὺ θεωροῦσε τὶς θέσεις του ἀνορθόδοξες. Δέκα χρόνια ἀργότερα, ὡστόσο, ἐπὶ ποντίφικος Ἰωάννη XXIII, τὸν προσκάλεσαν γιὰ νὰ συμμετάσχει στὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο ὡς εἰδικὸς στὸ ζήτημα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Ἔτσι, αὐτὸς ἦταν ὑπεύθυνος γιὰ τὴν σύνταξη τοῦ προσχεδίου τῆς «Διακηρύξεως περὶ Θρησκευτικῆς Ἐλευθερίας» καὶ ἡ ὁποία, ἀπὸ μὲν τοὺς ὑποστηρικτὲς τῆς Συνόδου θεωρήθηκε ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα θεσπίσματα, ἀπὸ δὲ τοὺς δυσφημιστὲς αὐτῆς ὡς ἐξόχως ἀπαράδεκτο.[41] Βλ.: Informations Catholiques Internationales (no. 336, May 15, 1969), σ. 9. Βλ. Ἐπίσης Mettepenningen, Nouvelle Theologie, ὅπου ἐξετάζει τὰ μέτρα ποὺ ἔλαβε ἡ Β΄ Βατικανὴ ἐναντίον αὐτῶν τῶν θεολόγων στὶς δεκαετίες πρὶν ἀπὸ τὴν διεξαγωγὴ τῆς Β΄Βατικανῆς Συνόδου.[42] Ratzinger, The Ecclesiology of Vatican II.[43] Ὁ πάπας Πίος XII, στὴν Ἐγκύκλιό του Humani Generis, Περὶ ὁρισμένων λανθασμένων ἀπόψεων ποὺ ἀπειλοῦν μὲ ὑπονόμευση τὰ θεμέλια τοῦ Καθολικοῦ Δόγματος (sections 29, 30, 32, and 34), δημοσιευμένη στὶς 12 Αὐγούστου 1950, καταδίκασε κάποιες θεολογικὲς ἀπόψεις καὶ δογματικὲς θέσεις αὐτῶν τῶν θεολόγων, ὡς ἔκφραση «νέο-μοντερνισμοῦ». Ἡ κατηγορία ἐναντίον αὐτῆς τῆς θεολογικῆς κινήσεως ἢ «σχολῆς» εἶναι ὅτι ἀφ᾽ ἑνὸς ἀπέκλινε ἀπὸ τὸν Θωμισμὸ – χρησιμοποιώντας τὴν σχετικιστικὴ ἱστορικὴ ἀνάλυση καὶ ἐπικαλούμενη ἀξιώματα τῆς μοντέρνας φιλοσοφίας ὅπως ὁ θετικισμὸς ἢ ὑπαρξισμὸς – καὶ ἀφ᾽ἑτέρου, ὅτι πολλοὶ ἀκαδημαϊκοὶ ἐκπρόσωποί της ἐξέφραζαν δογματικὲς θέσεις δανειζόμενοι ἔννοιες τῆς μοντέρνας φιλοσοφίας (ὑπαρξισμός, immanentism, ἰδεαλισμὸς).
Συμπέρασμα κόλαφος για την Αποστολική Διακονία:
Καταλήγουμε
με ασφάλεια στο συμπέρασμα οτι με την προβολή του έργου τέτοιων
θεολόγων, μιλάμε πλέον για απροσχημάτιστα οικουμενιστικά βήματα.
Μετά
τη Β’ Βατικανή σύνοδο και κυρίως με το διάταγμα περί οικουμενισμού,
κυριάρχησαν στο Βατικανό οι νεωτεριστές, μεταρρυθμιστές, εκσυγχρονιστές
θεολόγοι, που την προηγούμενη περίοδο, θεωρούταν σχεδόν αιρετικοί.
Σήμερα αυτή η μετάβαση επιχειρείται και στην Ορθόδοξη Εκκλησία: να επικρατήσουν οι οικουμενιστές.
Στο
πλαίσιο αυτό η μετάφραση, έκδοση και διάθεση έργων οικουμενιστών
ρωμαιοκαθολικών θεολόγων, με χαρακτηρισμούς όπως “επιφανής θεολόγος” ή
“περίφημος πατρολόγος” ρίχνουν στάχτη στα μάτια του πιστού λαού. Την
Ακαδημία του Βόλου τη γνωρίζουμε και την καταγγέλουμε πάντοτε για τις
πρακτικές της και για το σκοπό που υπηρετεί.
Η
Αποστολική διακονία όμως, να εξελίσσεται και πρεσβευτή των
οικουμενιστικών ιδεών, είναι σκανδαλώδες. Το να διαφημίζονται
οικουμενιστικά βιβλία ακόμη και δικών της εκδόσεων, μέσα από τη φωνή
Κυρίου είναι ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ. Όταν όργανο της επίσημης εκκλησίας, που
στηρίζεται από τον οβολό των πιστών, γίνεται όχημα οικουμενιστικής
προπαγάνδας, αναρωτιώμαστε, η Ιερά Σύνοδος το γνωρίζει; οι Αρχιερείς της
Εκκλησίας της Ελλάδος, το γνωρίζουν; Γιατί δεν αντιδρούν; Πως το
επιτρέπουν;
Αξίζει να παραθέσουμε εδώ, σαν ακροτελεύτια ρήση της έρευνας που κάναμε, αυτό που παρατηρεί εύστοχα ο πατέρας Πέτρος Χιρς, για εκείνους που ισχυρίζονται πως οι θεολόγοι σαν τον Jean Daniélou, επιστρέφουν στους Πατέρες και στην Παράδοση της εκκλησίας:
____________________________________________________________________“.. Ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ὀπτικὴ γωνία ὡστόσο ἐγείρονται σημαντικὰ ἐρωτήματα, ὅπως: Σὲ ποιὲς πηγὲς ἐπέστρεψαν; Ποιὰ ἑρμηνεία αὐτῶν τῶν πηγῶν ἔδωσαν καὶ σὲ ποιὰ βάση – ποιὰ ἐμπειρία – στήριξαν τὴν ἑρμηνεία τους; Ἐπίσης, πῶς μπορεῖ ἡ Παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας «νὰ πραγματοποιηθεῖ ἐκ νέου», ἐνῶ τὴν χωρίζουν αἰῶνες, ἐξ αἰτίας τοῦ μετα-Τριδέντειου διαλείμματος τῆς ἀντι-Μεταρρύθμισης, ὅταν τὸ ἴδιο τὸ νόημα τῆς Παραδόσεως εἶναι ἡ μετάδοση ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, καὶ μάλιστα ἡ προφορική;..”
Για την Ιστορία, να παραθέσουμε και μια παλαιότερη ανάρτηση-ομιλία του πατρός Νικολάου Μανώλη, που με θάρρος είχε στιγματίσει εγκαίρως τον οικουμενιστικό ρόλο που διαδραματίζει η Αποστολική Διακονία, με το θρυλικό: