Διατί δεν επεμείνατε εις την απόσυρσιν του κειμένου έως τέλους ακόμη και με προσωπικήν σας θυσίαν;
ἀπὸ τὸν "Ὀρθόδοξον Τύπον"
Παραθέτομεν κείμενον του Σεβ. Ναυπάκτου με τίτλον: “Διατί δεν υπέγραψα το κείµενον «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον»” (δημοσιεύεται στὸ τέλος) καί ...βαθυσεβάστως υποβάλλομεν προς τον Σεβασμιώτατον σκέψεις και ερωτήματα.
Σεβασμιώτατε,
το ...κείμενόν σας προκαλεί νέα
ερωτηματικά. Είναι αξιέπαινον ότι δεν υπεγράψατε το κείμενον δια τας
διαχριστιανικάς σχέσεις, αλλά όχι ουσιαστικόν. Το πρώτον και κύριον
είναι το γεγονός ότι παρευρέθητε εις την Σύνοδον της Κρήτης και το
δεύτερον ότι ευθύς όταν αντελήφθητε τι συνέβη δεν απεχωρήσατε.
Βεβαίως, η στάσις σας ήτο
αναμενομένη καθώς εξ αρχής παρά τα όσα εγράφησαν από αξιολόγους
αρθρογράφους εις διάφορα μέσα σχετικά με την αντικανονικήν μεθόδευσιν
της Συνόδου αυτής δεν εγείρατε αντιρρήσεις δια την σύνθεσιν και σύγκλησιν
της Συνόδου παρά μόνον δια επιμέρους διορθώσεις εις τα κείμενα.
Επιστεύσατε ότι αι διορθώσεις θα καθιστούσαν τα κείμενα «Ορθόδοξα» παρά
το γεγονός ότι η Σύνοδος αυτή τόσον εκ του κανονισμού της όσον και εκ
του γεγονότος ότι τελικώς απείχαν Εκκλησίαι που εκπροσωπούν το ήμισυ των
Ορθοδόξων ήτο μη Ορθόδοξος. Παρ’ όλα αυτά αδυνατούμε να αντιληφθούμε πως εσείς πολύπειρος Ιεράρχης και οξυδερκής ενομίσατε ότι θα ήτο
δυνατόν αι προτεινόμεναι τροποποιήσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος να εγκριθούν από μίαν Σύνοδον, την οποίαν ήλεγχεν ο Παναγιώτατος Πατριάρχης Κων/πόλεως κ. Βαρθολομαίος; Εγνωρίζατε άλλωστε ότι η άρνησις έστω και μιας Εκκλησίας να αποδεχθή μίαν τροποποίησιν καθιστούσε αυτήν άχρηστον. Πως απεδέχθητε ως «τελικόν αξιολογητήν» ένα συνεπίσκοπόν σας, ο οποίος μάλιστα κάνει «συστηματική παρερμηνεία των Πατέρων της Εκκλησίας»; Διατί δεν επεμείνατε εις την απόσυρσιν του κειμένου έως τέλους ακόμη και με προσωπικήν σας θυσίαν; Εφ’ όσον ο ίδιος δηλώνετε ότι «έπρεπε πρώτα να συζητηθή και ορισθή τι είναι Εκκλησία…» διατί επελέξατε να μετάσχετε εις μίαν Σύνοδον που δεν ηκολούθησεν αυτήν την διαδικασίαν; Επίσης, αν οι αντιπρόσωποι ήλλαξαν την ομόφωνον απόφασιν της Εκκλησίας της Ελλάδος, τότε παραμένει εν ισχύι η εντολή εκπροσωπήσεως εκ του συνόλου της Ιεραρχίας; Δεν θα ήτο ίσως ορθόν να καταγγείλετε ότι παύει το δικαίωμα εκπροσωπήσεως η ερήμην των υπολοίπων 60 Ιεραρχών αποφασίζει η αντιπροσωπία; Αυτό έχει «εκκλησιολογική βάση»;
δυνατόν αι προτεινόμεναι τροποποιήσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος να εγκριθούν από μίαν Σύνοδον, την οποίαν ήλεγχεν ο Παναγιώτατος Πατριάρχης Κων/πόλεως κ. Βαρθολομαίος; Εγνωρίζατε άλλωστε ότι η άρνησις έστω και μιας Εκκλησίας να αποδεχθή μίαν τροποποίησιν καθιστούσε αυτήν άχρηστον. Πως απεδέχθητε ως «τελικόν αξιολογητήν» ένα συνεπίσκοπόν σας, ο οποίος μάλιστα κάνει «συστηματική παρερμηνεία των Πατέρων της Εκκλησίας»; Διατί δεν επεμείνατε εις την απόσυρσιν του κειμένου έως τέλους ακόμη και με προσωπικήν σας θυσίαν; Εφ’ όσον ο ίδιος δηλώνετε ότι «έπρεπε πρώτα να συζητηθή και ορισθή τι είναι Εκκλησία…» διατί επελέξατε να μετάσχετε εις μίαν Σύνοδον που δεν ηκολούθησεν αυτήν την διαδικασίαν; Επίσης, αν οι αντιπρόσωποι ήλλαξαν την ομόφωνον απόφασιν της Εκκλησίας της Ελλάδος, τότε παραμένει εν ισχύι η εντολή εκπροσωπήσεως εκ του συνόλου της Ιεραρχίας; Δεν θα ήτο ίσως ορθόν να καταγγείλετε ότι παύει το δικαίωμα εκπροσωπήσεως η ερήμην των υπολοίπων 60 Ιεραρχών αποφασίζει η αντιπροσωπία; Αυτό έχει «εκκλησιολογική βάση»;
Εκπληττόμεθα επίσης από το γεγονός
ότι ηρνήθητε να λύσετε τας διαφοράς με τον Σεβ. Περγάμου, κάτι το
οποίον αν είχε συμβή δεν θα ωδηγούσε εις την κατάληξιν που τελικώς
έλαβε το ζήτημα. Ανεφέρατε ότι το ζήτημα δεν ήτο προσωπικόν, όμως μόνον
εσείς και ο Σεβ. Περγάμου είχατε γνώσιν του προβλήματος και όχι οι
υπόλοιποι Αρχιερείς. Πως τελικώς επετρέψατε να προταθή μία νέα γνώμη από
τον Μακαριώτατον χωρίς να γνωρίζετε ποίος την πρότεινε; Εφ’ όσον
παρίστασθε ως Επίσκοπος και εντεταλμένος δεν ωφείλατε να μάθετε ποίος το
πρότεινε; Αν το είχε προτείνει ο Σεβ. Περγάμου δια του κ. Αλ. Κατσιάρα
δεν θα διευκόλυνεν αυτό, ώστε να μεταπείσετε και τα άλλα μέλη της
αντιπροσωπίας; Δηλώνομεν την λύπην μας δια την εξύβρισιν εις την
Σύνοδον, η οποία τυγχάνει απαράδεκτος, αλλά δεν σας προβληματίζει ότι
δεν σας συμπαρεστάθη κανείς; Δεν θα πρέπη να δώσετε εις την δημοσιότητα
συγκεκριμένα ονόματα, ώστε να μη διασύρεται όλη η αντιπροσωπία; Μήπως
αυτό αποτελεί αφορμήν εις το να αναθεωρήσετε την άποψίν σας δια την εν
γένει συμμετοχήν σας εις την Σύνοδον;
Ως διαφαίνεται, Σεβασμιώτατε, το
όλον έργον σας υπενομεύθη από το γεγονός ότι δεν είχατε ψήφον, διότι η
ομοφωνία ήτο μόνον δια τους Προκαθημένους, δηλ. προήλθεν από την ιδίαν
την συγκατάθεσίν σας και ευθύνην που ανελάβατε να συμμετέχετε εις
αντικανονικήν Σύνοδον. Το αν υπεγράψατε η όχι δεν έχει απολύτως καμίαν
σημασίαν, διότι οι Προκαθήμενοι έκριναν όχι σύμφωνα με τη θέλησίν σας,
αλλά με την υπακοήν σας, δια τούτο συμπεριέλαβαν και την υπογραφήν σας
εις το επίσημον κείμενον. Θα ζητήσετε άραγε επισήμως την απόσυρσίν της
από αυτό;
“Διατί δεν υπέγραψα το κείµενον «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον»”
Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου
«Έχουν δηµοσιευθή διάφορα σχόλια
σχετικά µε την στάση που τήρησα ως προς το κείµενο της Αγίας και Μεγάλης
Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας µε τίτλο: «Σχέσεις της Ορθοδόξου
Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον». Άλλοι γράφουν ότι δεν το
υπέγραψα, άλλοι ότι το υπέγραψα µε επιφυλάξεις και άλλοι ότι το
υπέγραψα.
Με την δήλωσή µου αυτή επιβεβαιώνω ότι
πράγµατι δεν υπέγραψα αυτό το κείµενο, και επί πλέον εξέφρασα τις
επιφυλάξεις µου για τα κείµενα «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω
συγχρόνω κόσµω» και «Το Μυστήριον του Γαµου και τα κωλύµατα αυτού», σε
συγκεκριµένα σηµεία, τα οποία ανέπτυξα κατά τις Συνεδριάσεις.
Ειδικά για το πρώτο κείµενο «Σχέσεις της
Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» θέλω να πω ότι
όντως δεν το υπέγραψα µετά από βαθειά σκέψη, έχοντας θεολογικά
κριτήρια.
Δεν είναι καιρός ακόµη να αναπτύξω όλα
τα ιστορικά και θεολογικά επιχειρήµατά µου, πράγµα το οποίο θα το κάνω,
όταν αναλύσω γενικότερα όλες τις διαδικασίες και την ατµόσφαιρα που
διέγνωσα κατά την διεξαγωγή των Συνεδριών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Εδώ θα αναφέρω επιγραµµατικά µερικούς ειδικούς λόγους.
1. Θεωρώ ότι δεν πέρασαν όλες οι
οµόφωνες αποφάσεις της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, όχι µονον ως
προς την φράση «η Ορθόδοξος Εκκλησία γνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν
άλλων Χριστιανικών Οµολογιων και Κοινοτήτων» αλλά και σε τέσσερεις πέντε
άλλες περιπτώσεις.
Επέλεξα από την αρχη να αποδεχθώ την
συµµετοχή µου στην Αγία και Μεγάλη Συνοδο ως µελος της αντιπροσωπίας της
Εκκλησίας της Ελλάδος, ανέµενα όµως τις αποφάσεις της Ιεραρχίας του
Μαΐου 2016 προκειµένου να αποφασίσω τελικώς για το αν θα παραστώ. Όταν
διεπίστωσα ότι οι αποφάσεις της Ιεραρχίας ήταν σηµαντικές και οµόφωνες
κατέληξα στο να συµµετάσχω στην Αγία και Μεγάλη Συνοδο προκειµένου να
τις υποστηρίξω.
2. Προβληµατιζόµουν από την αρχη µε
την όλη δοµή και σκέψη του κειµένου, διότι προήλθε από την συνένωση δύο
διαφορετικών κειµένων, αλλά µεχρι τέλους ήλπιζα στις διορθωσεις του, µε
τις προτάσεις και των άλλων Εκκλησιών.
Οµως τελικά παρατήρησα ότι οι διορθώσεις
που προτάθηκαν από τις Εκκλησίες δεν πέρασαν όλες στο κείµενο για
διαφόρους λόγους. Ο Μητροπολίτης Περ-γάµου, ο οποίος, προφανώς ως
Συµβουλος, µε την προτροπή του Πατριάρχου ήταν τελικός αξιολογητής των
προτάσεων η τις απέρριπτε η τις διόρθωνε η τις υιοθετούσε και γινόταν
αποδεκτή η αξιολόγησή του από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και
τις άλλες Εκκλησίες.
Έτσι, το κείµενο κατά την άποψή µου δεν
ήταν ώριµο για να εκδοθή από την Αγία και Μεγάλη Συνοδο, αφού µεχρι την
τελευταία στιγµή, πριν την υπογραφή του, διορθωνόταν και επεξεργαζόταν,
ακόµη και στην µετάφρασή του στις τρεις άλλες γλώσσες, γαλλικά, αγγλικά
και ρωσικά. Αυτός ήταν ο λόγος που µερικές Εκκλησίες από την αρχη
ζήτησαν την απόσυρση του κειµένου για περαιτέρω επεξεργασία. Επίσης, το
κείµενο είναι περισσότερο διπλωµατικό και ο καθένας µπορεί να το
χρησιµοποιήση κατά τις προτιµήσεις του.
Όπως υποστήριξα στην Συνεδρίαση της
Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, το κείµενο δεν έχει αυστηρή εκκλησιολογική
βάση, και το θέµα τι είναι Εκκλησία και ποια είναι τα µελη της ήταν ένα
από τα 100 σχεδόν θέµατα που είχαν προταθή για την Αγία και Μεγάλη
Συνοδο, αλλά εν τω µεταξύ εξέπεσε, µε την προοπτική να γίνη ευρύτερη
συζήτηση και διάλογος και µετά να αποφασισθή σχετικώς. Έπρεπε, εποµένως,
πρώτα να συζητηθή και ορισθή τι είναι Εκκλησία και ποια είναι τα µελη
της και έπειτα να καθορισθή η θέση των ετεροδόξων.
Επίσης, εάν υπέγραφα το κείµενο αυτό,
στην πράξη θα αρνιόµουν όλα όσα κατά καιρούς έχω γράψει σε θέµατα
εκκλησιολογίας επί τη βάσει των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Και αυτό
δεν µπορούσα να το πράξω.
3. Δεν είναι δυνατόν να κατανοηθή
πλήρως το γιατί αρνήθηκα την υπογραφή µου, εάν δεν δώσω και µερικές
πληροφορίες, γιατί οι αντιπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος άλλαξαν
εκείνη την στιγµή την οµόφωνη απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας. Ως
γνωστόν η αρχική απόφαση της Ιεραρχίας του Μαΐου 2016 ήταν ότι «η
Ορθόδοξος Εκκλησία γνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών
Οµολογιων και Κοινοτήτων», και αυτή τροποποιήθηκε µε την πρόταση «η
Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονοµασίαν άλλων ετεροδόξων
Χριστιανικών Εκκλησιών και Οµολογιων». Η διαφορά µεταξύ των δύο φράσεων
είναι εµφανής.
Την Παρασκευή που συζητείτο το
συγκεκριµένο κειµενο η συζήτηση έφθασε σε αδιέξοδο στην έκτη παράγραφο,
όπου γινόταν λόγος για την ονοµασία των Ετερο-δόξων. Η Εκκλησία της
Ρουµανίας πρότεινε να λέγωνται «Οµολογιες και Ετερόδοξες Κοινότητες». Η
Εκκλησία της Κυπρου πρότεινε να λέγωνται «Ετερόδοξες Εκκλησίες». Και η
Εκκλησία της Ελλάδος πρότεινε να λέγωνται «Χριστιανικές Οµολογιες και
Κοινότητες». Επειδή η Εκκλησία της Ρουµανίας απέσυρε την πρότασή της,
γινόταν συζήτηση µεταξύ της προτάσεως της Εκκλησίας της Κυπρου, που
γινόταν αποδεκτή από άλλες Εκκλησίες, και της προτάσεως της Εκκλησίας
της Ελλάδος.
Σε ειδική σύσκεψη της αντιπροσωπίας µας
την Παρασκευή το µεσηµέρι αποφασίσθηκε να παραµείνουµε σταθεροί στην
απόφαση της Ιεραρχίας και να προταθούν εναλλακτικές λύσεις, ήτοι να
γραφή «η Ορθόδοξος Εκκλησία γνωρίζει την ύπαρξιν ετεροδόξων» η «άλλων
Χριστιανών» η «µη Ορθοδόξων Χριστιανών».
Επειδή δεν γίνονταν αποδεκτές οι
προτάσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Οικουµενικός Πατριάρχης στην
απογευµατινή Συνεδρίαση της Παρασκευής πρότεινε δηµοσίως να γίνη
συνάντηση µεταξύ του Μητροπολίτου Περγάµου και εµού προκειµένου να βρεθή
λύση. Ο Μητροπολίτης Περγάµου δεν φάνηκε διατεθειµένος για κάτι τέτοιο
και εγώ δήλωσα ότι δεν είναι θέµα προσωπικό, για να αναλάβω τέτοια
ευθύνη, αλλά είναι θέµα όλης της αντιπροσωπίας. Τοτε ο Οικουµενικός
Πατριάρχης πρότεινε στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών να βρεθή οπωσδήποτε λύση.
Το Σαββατο το πρωΐ πριν την Συνεδρίαση, η
αντιπροσωπία µας συναντήθηκε, για να αποφασίση σχετικώς. Ο
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πασης Ελλάδος κ. Ιερώνυµος, φερόµενος
δηµοκρατικά, ανέφερε ότι υπάρχουν τρεις συγκεκριµένες λύσεις. Η πρώτη να
παραµείνουµε στην απόφαση της Ιεραρχίας, η δεύτερη να καταθέσουµε µιά
νέα πρόταση, για την οποία δεν γνωρίζω πως προέκυψε και ποιός την
πρότεινε, ήτοι «η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονοµασίαν
άλλων ετεροδόξων Χριστιανικών Εκκλησιών και Οµολογιων» µε το ιδιαίτερο
σκεπτικό και η τρίτη να δεχθούµε την πρόταση της Εκκλησίας της Κυπρου,
που έκανε λόγο για «ετερόδοξες Εκκλησίες». Έγινε συζήτηση και ψηφοφορία
µεταξύ των µελών της αντιπροσωπίας µας πάνω στις τρεις προτάσεις.
Προσωπικά υποστήριξα την πρώτη πρόταση µε τις εναλλακτικές της
διατυπώσεις που αναφέρθησαν προηγουµένως, ενώ όλοι οι άλλοι παρόντες
εψήφισαν την δεύτερη νέα πρόταση.
Θεώρησα ότι αυτή η πρόταση δεν ήταν η
πλέον ενδεδειγµένη από πλευράς ιστορικής και θεολογικής και δήλωσα
αµέσως ενώπιον όλων των παρόντων ότι δεν θα υπογράψω το κείµενο αυτό,
εάν κατατεθή αυτή η πρόταση, χάριν όµως της ενότητος θα επέχω από την
περαιτέρω συζήτηση. Εποµένως, δεν θα µπορούσα και για τον λόγο αυτό να
υπογράψω το κείµενο.
4. Ένας ακόµη λόγος, που δεν είναι
βέβαια και ουσιαστικός, αλλά έχει ένα ειδικό βάρος είναι ότι ασκήθηκε
έντονη λεκτική κριτική προς την Εκκλησία της Ελλάδος για την απόφασή
της. Βεβαια, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πασης Ελλάδος κ. Ιερώνυµος
απέρριψε µε πολύ σηµαντικό λόγο την υβριστική αυτή τοποθέτηση. Τελικά,
όµως, η αντίδραση αυτή έπαιξε ένα ψυχολογικό ρόλο στην διαµόρφωση της
άλλης πρότασης.
Τουλάχιστον εγώ προσωπικά δέχθηκα σοβαρή
πίεση και υβριστική αντιµετώπιση από Ιεράρχες για την στάση µου,
πληροφορήθηκα δε ότι πιέσεις δέχθηκαν και άλλοι Αρχιερείς της Εκκλησίας
µας. Και επειδή πάντοτε ενεργώ µε ψυχραιµία, νηφιαλιότητα και ελευθερία,
δεν µπορούσα να αποδεχθώ τέτοιες υβριστικές πρακτικές.
Αυτοί είναι οι βασικότεροι λόγοι που µε
έκαναν ενσυνειδήτως και θεολογικώς να αρνηθώ την υπογραφή µου. Βεβαια,
στο τελικό κείµενο που δηµοσιεύθηκε χρησιµοποιήθηκε και το όνοµά µου ως
δήθεν υπογράψαντα το κείµενο, προφανώς διότι ήµουν µελος της
αντιπροσωπίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Αυτά είναι µερικά στοιχεία από όσα
έγιναν για το θέµα αυτό. Περισσότερα θα γράψω αργότερα, όταν θα αναλύσω
και την προβληµατική – από πλευράς ιστορίας και θεολογίας– της τελικής
πρότασης που υπέβαλε η Εκκλησία της Ελλάδος και πέρασε στο επίσηµο
κείµενο.