ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΡΗΤΗΣ
Σχολιασμός με τα μάτια ενός απλού Χριστιανού
ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΡΗΤΗΣ
Σχολιασμός με τα μάτια ενός απλού Χριστιανού
Τελείωσε λοιπόν και η πολυδιαφημισμένη Πανορθόδοξος Σύνοδος ή άλλως των 14 Ορθοδόξων Προκαθημένων και από αυτά που διαβάζω, ακούω και μαθαίνω , τα αποτελέσματα δεν ήταν τα προσδοκώμενα για καμία πλευρά. «Άνθρακες ο θησαυρός» λένε ορισμένοι. Αντί να λύσει προβλήματα, μάλλον δημιούργησε νέα. Κατ άλλους η περιλάλητος Σύνοδος απέθανε και ετάφη! Μέσα σε ένα πρωτόγνωρο κλίμα χλιδής πετάχτηκαν 2.500.000 εκατομμύρια ευρώ, σε καιρό οικονομικής κρίσης, μόνο και μόνο για να περάσει το μήνυμα ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ακολουθεί την πολιτική της Νέας Τάξης Πραγμάτων και θεωρεί αδελφές εκκλησίες όχι μόνο τους Παπικούς και Προτεστάντες , αλλά και κάθε αντίχριστοι ομολογία. Το πνεύμα του κόσμου τούτου ήταν έντονα παρόν στο Κολυμπάρι, κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Φοβούμαι ότι απουσίαζε − αν καί ημέρες Πεντηκοστής − το Πνεύμα το Άγιο, διότι αυτό δεν γνωρίζει τη γλώσσα της εκκλησιαστικής διπλωματίας, του συμβιβασμού, των συμψηφισμών, του ναι καί του όχι ταυτόχρονα. Δικαίως λοιπόν ο Βλαδιβοστόκ Βενιαμίν αποφαίνεται «Πιθανόν η Σύνοδος να εκπλήρωσε πολιτικούς στόχους των ΗΠΑ και όχι της Ορθοδοξίας» . Στους κατοίκους της Κρήτης έκανε αρνητική αίσθηση ότι ουδείς Επίσκοπος φιλοτιμήθηκε να μείνει ταπεινά σε ένα από τα δεκάδες Μοναστήρια. Όλοι τους προτίμησαν τις πολυτελέστατες Βίλλες και διαμερίσματα που κόστιζαν εκατοντάδες ευρώ τη βραδιά. Κρίμα, που στους δύσκολους αυτούς καιρούς και οι ποιμένες της Εκκλησίας φθίνουν ως προς την συνέπειά τους στην πίστη και στο φρόνημα των Αγίων. Μιμούνται τα κοσμικά τερτίπια και δεν πείθουν με την πολιτεία τους. Δεν «αποφαίνονται» αγιωτικά αλλά διπλωματικά. Φάνηκε δε καθαρά η στάση τους αυτή στο κοντινό χθες με όλα τα διαδραματισθέντα στη Σύνοδο.
Ας
σχολιάσουμε λοιπόν τα θέματα της Συνόδου κατά ενότητα.
ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Βασική προτεραιότητα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου
υπήρξε η διακήρυξη της ενότητας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επίσημα τουλάχιστον έτσι ελέχθη. Μα
αυτή είναι δεδομένη στο σύμβολο της πίστεως. Η ενότητα με τους αιρετικούς; Δεν ειπώθηκε επίσημα κάτι
τέτοιο. Τότε ποία ενότητα εννοούν; Στην
πράξη απέδειξαν ότι μοναδική επιδίωξη των Πατριαρχικών ήταν να αποχαρακτηρισθούν από αιρετικοί και να
θεωρηθούν ως Εκκλησίες, όχι μόνο οι Παπικοί, αλλά και όλες οι άλλες
χριστεπώνυμες αντίχριστες παραφυάδες! (Νεστοριανοί,
Μονοφυσίτες, Προχαλκηδόνιοι, Αντιχαλκηδόνιοι, Μονοθελήτες, Ρωμαιοκαθολικοί,
Διαμαρτυρόμενοι, Προτεστάντες, Αγγλικανοί κλπ).
Παραπλάνησαν, επομένως οι
Οικουμενιστές Ορθόδοξοι Επίσκοποι τους υπολοίπους , για να μην χρησιμοποιήσω
την λέξη εκβίασαν, για να περάσουν δολίως κάποια οικουμενιστικά θέματα. Όμως
την ΕΝΟΤΗΤΑ που επεδίωκαν τους την χάλασε η απουσία των τεσσάρων Πατριαρχείων,
που αντιπροσωπεύουν συντριπτικά περισσότερους πιστούς, απ’ όσους αντιπροσωπεύτηκαν
από τους δέκα Προκαθημένους, που συμμετείχαν σ’ αυτήν. Το πόσο πίστευαν στην ΕΝΟΤΗΤΑ φάνηκε και από
την αδιαφορία τους να επιλύσουν, πριν προσέλθουν στην Σύνοδο, το θέμα της
«διακοπής» της διαμυστηριακής κοινωνίας
ανάμεσα στα δύο Πρεσβυγενή Πατριαρχεία των Ιεροσολύμων και της Αντιοχείας
. Παρατηρητές
Ουδέποτε στην ιστορία
της Εκκλησίας μας οι άγιοι Πατέρες διανοήθηκαν
να προσκαλέσουν σε Οικουμενικὴ Σύνοδο καταδικασμένους από προηγούμενη Οικουμενική
Σύνοδο αιρετικούς, για να παραστούν ως
μέλη, προκειμένου να προσδώσουν οικουμενικό κύρος στην υπ’ αυτοὺς συγκροτούμενη
Σύνοδο.
Ποτέ στην ιστορία των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων της βυζαντινής περιόδου δεν υπήρξε το φαινόμενο των «παρατηρητών». Παρατηρείται δηλαδή ότι Εκείνοι, στους οποίους έχει ανατεθεί το έργο του φύλακα, σκοπού και τσομπάνη των λογικών προβάτων της ποίμνης του Χριστού, αντί να εντοπίζουν και να εξουδετερώνουν τους νοητούς λύκους, τους προβατόσχημους αιρετικούς, τους αγκαλιάζουν, ενώ παράλληλα κατηγορούν όσους αντιδρούν «ως ομοφοβικούς» ως φανατικούς, ως οπισθοδρομικούς .
H τιμητική παρουσία στη Πανορθόδοξο Σύνοδο ως «παρατηρητών», εκπροσώπων αιρετικών Κοινοτήτων και Ομολογιών που έχουν καταδικαστεί από την πατερική συνείδηση και τις Οικουμενικὲς Συνόδους, νομιμοποιεί την πλάνη και την αίρεση και ουσιαστικά υποσκάπτει το κύρος της ίδιας της Συνόδου και κυρίως με την μη καταδίκη της παναιρέσεως του Οικουμενισμού αλλά τη νομιμοποίησή της.
Ποτέ στην ιστορία των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων της βυζαντινής περιόδου δεν υπήρξε το φαινόμενο των «παρατηρητών». Παρατηρείται δηλαδή ότι Εκείνοι, στους οποίους έχει ανατεθεί το έργο του φύλακα, σκοπού και τσομπάνη των λογικών προβάτων της ποίμνης του Χριστού, αντί να εντοπίζουν και να εξουδετερώνουν τους νοητούς λύκους, τους προβατόσχημους αιρετικούς, τους αγκαλιάζουν, ενώ παράλληλα κατηγορούν όσους αντιδρούν «ως ομοφοβικούς» ως φανατικούς, ως οπισθοδρομικούς .
H τιμητική παρουσία στη Πανορθόδοξο Σύνοδο ως «παρατηρητών», εκπροσώπων αιρετικών Κοινοτήτων και Ομολογιών που έχουν καταδικαστεί από την πατερική συνείδηση και τις Οικουμενικὲς Συνόδους, νομιμοποιεί την πλάνη και την αίρεση και ουσιαστικά υποσκάπτει το κύρος της ίδιας της Συνόδου και κυρίως με την μη καταδίκη της παναιρέσεως του Οικουμενισμού αλλά τη νομιμοποίησή της.
Παράνομη
Κατά
πρώτον η σύγκληση της Συνόδου είναι παράνομη, αφού σύμφωνα με τον Κανονισμό Λειτουργίας,
πού οι ίδιοι οι εμπνευστές της ψήφισαν, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, εάν
έστω καί μία Εκκλησία δεν συμφωνούσε. Από
τις 14 Ορθόδοξες Εκκλησίες απείχαν 4 Εκκλησίες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν όμως
τη μεγάλη πλειοψηφία των Ορθοδόξων, τα Πατριαρχεία Αντιοχείας, Ρωσίας,
Βουλγαρίας καί Γεωργίας.
Ήδη το Πατριαρχείο
της Ρωσίας δήλωσε, διά στόματος Μητροπολίτου Ιλαρίωνος, ότι ἡ Σύνοδος είναι άκυρη
ως παρανόμως συγκαλουμένη και συνεπώς, η Εκκλησία της Ρωσίας δεν θα δεχθεί τις αποφάσεις
της.
Κατά
δεύτερον για να θεωρηθεί νόμιμη μία Σύνοδος, μας εξηγεί ο Καθηγητής του
Κανονικού Δικαίου του ΑΠΘ Κυριάκος Κυριαζόπουλος, πρέπει να έχει 4 βασικές προϋποθέσεις που δυστυχώς δεν τηρήθηκαν εν
προκειμένω: α- Να καταδικάζει αιρέσεις και δεν το έκανε και δυστυχώς σήμερα
υπάρχουν πολλές. β-Να αναγνωρίζει τυπικά
τις αποφάσεις των προηγούμενων Η και Θ Οικουμενικών Συνόδων που θέσπισαν
δογματικά θέματα και δεν το έκανε γ - να ψηφίζουν όλοι οι συμμετέχοντες Επίσκοποι
και όχι οι 14 Αυτοκέφαλες Εκκλησίες δια των προκαθημένων τους και δ- Οι
όποιες αποφάσεις που αφορούν θέματα
πίστεως πρέπει να γίνουν αποδεκτές από τους Μοναχούς , τους Ιερείς και το
Χριστεπώνυμο πλήρωμα. Από τα στοιχεία που γνωρίζουμε η Σύνοδος της Κρήτης,
μάλλον δεν έχει αυτές τις προϋποθέσεις.
Ανατροπή της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας,
με την παροχή εκκλησιαστικότητας στους Ρωμαιοκαθολικούς
καί Προτεστάντες και αποδοχή των μυστηρίων τους
Επιχειρήθηκε θεσμική νομιμοποίηση του παναιρετικού
και πνευματικώς δυσώδους σιωνιστικού Οικουμενισμού, με μία απόφαση
Πανορθοδόξου Συνόδου.
Για
τους μυημένους και γνώστες , η σπουδή των Οικουμενιστών Ιεραρχών και της Οικουμενιστικής κίνησης ήταν δια μέσω της Πανορθοδόξου Συνόδου
να επιτύχουν την ανατροπή της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας με την παροχή εκκλησιαστικότητας
στους Ρωμαιοκαθολικούς και Προτεστάντες και την αποδοχή των μυστηρίων τους. Την
νομιμοποίηση των αιρέσεων και την θεσμική αποδοχή των αντορθοδόξων Κειμένων του
ΠΣΕ και την αποδοχή των κακόδοξων θεωριών της λεγόμενης «Βαπτισματικής Θεολογίας». Nα αναγνωρίσει δηλαδή η Ορθόδοξη Εκκλησία όλες τις
άλλες Χριστιανικές Ομολογίες ως Κανονικές Εκκλησίες (Νεστοριανοί, Μονοφυσίτες,
Προχαλκηδόνιοι, Αντιχαλκηδόνιοι,
Μονοθελήτες, Ρωμαιοκαθολικοί, Διαμαρτυρόμενοι, Προτεστάντες, Αγγλικανοί
κλπ) και να έχει «μερική ένωση με
αυτές». Μάλιστα οι εν λόγω αντιπρόσωποι
προσφωνήθηκαν ως «εκπρόσωποι αδελφών Εκκλησιών» από τον Οικουμενικό Πατριάρχη
κ. Βαρθολομαίο, προτού ακόμη η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος αποφανθεί περί της
εκκλησιαστικότητος, η μη των εν λόγω αιρετικών κοινοτήτων. Έτσι ο κ.
Βαρθολομαίος δημιουργώντας ένα τετελεσμένο γεγονός, έστειλε ένα δεύτερο μήνυμα,
στα μέλη της Συνόδου αυτή τη φορά, ότι δεν έχει καμιά διάθεση να ονομάσει τους
ετεροδόξους αιρετικούς, αλλά αδελφές Εκκλησίες. Τις ημέρες μάλιστα που συγκλήθηκε και συνεδρίαζε η Αγία
και Μεγάλη Σύνοδος στην Κρήτη, παρατηρήσαμε ένα πρωτόγνωρο για την
εκκλησιαστική μας ιστορία και παράδοση φαινόμενο: να εύχονται διακαώς ο
Πάπας και οι αιρετικοί για την επιτυχία
της! Είναι όπως αναφέραμε ένα φαινόμενο καινοφανές, το οποίο ουδέποτε στο
παρελθόν επαναλήφθηκε.
ΤΟ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΚΑΙ Ο ΔΙΧΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ
Ειδικότερα: Αυτό
πού κατάφερε η εκκοσμικευμένη Σύνοδος του Κολυμπαρίου, μετά από 100 σχεδόν
χρόνια προετοιμασίας (!) ήταν να αγκαλιάσει τους αιρετικούς και να διχάσει τους Ορθοδόξους! Συγκεκριμένα στο κεφάλαιο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας
προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», μετά από έντονο διάλογο 2
ημερών, ψηφίστηκε το εξής; «η
Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την
ιστορική ύπαρξη άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής» .
Έρχεται δηλαδή η Πανορθόδοξος και αντί να
καταδικάσει ως όφειλε, τις υπάρχουσες αιρέσεις
μεταξύ των οποίων και τον
Παπισμό, ακυρώνει στην ουσία τις προηγούμενες αποφάσεις
των οικουμενικών Συνόδων 879, 1170, 1341, 1450, 1722,1838,1895 που
απεριφράστως καταδικάζουν τον Παπισμό ως αίρεση και αντί για καταδίκη αποφαίνεται (δια του σατανικού
πνεύματος του Οικουμενισμού), ότι οι Χριστιανικές αυτές Ομολογίες δεν είναι αιρέσεις αλλά κανονικές εκκλησίες.
Η αντιφατική και αιρετική αυτή απόφαση, θεωρεί τις ετερόδοξες Θρησκευτικές Κοινότητες
ως τμήματα της δήθεν διηρημένης Εκκλησίας. Θεολογικά είναι αδιανόητο
να ονομαστούν καί να αναγνωριστούν, ως εκκλησίες, εκείνες οι Θρησκευτικές
Κοινότητες, πού καταδικάστηκαν ως αιρετικές. Μόνο αν
επιστρέψουν εν μετανοίᾳ από
εκεί πού έφυγαν και αρνηθούν την ετεροδοξία τους, θα μπορέσουν να ενταχθούν
στο Ζωοποιό, Μυστηριακό Σώμα τού Χριστού».
Η
ψήφιση λοιπόν αυτού του καθαρά δογματικού θέματος, δίχασε όπως ήταν επόμενο , τον Χριστιανικό κόσμο
διότι α-Αναιρεί την μέχρι σήμερα Πατερική Θεολογία περί της έννοιας ποία είναι
η κανονική εκκλησία του Χριστού και εισάγει τον αιρετικό όρο των οικουμενιστών όπου εκτός της ΜΙΑΣ ,
Εκκλησίας υπάρχουν και άλλες εκκλησίες. και
β-δέχεται ότι Σωτηριολογικά δεν σώζει μόνο τον άνθρωπο η Μια Αγία Αποστολική
και Καθολική Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός κατά την Ορθόδοξη αντίληψη , αλλά
σώζει και κάθε «εκκλησία» που ιδρύει ο κάθε τυχάρπαστος Επίσκοπος άλλων
Ετερόδοξων Χριστιανικών Ομολογιών. Για το θέμα αυτό ο Ναυπάκτου Ιερόθεος
αναφέρει «Ο Χριστός είναι η κεφαλή της εκκλησίας, η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού
και εμείς είμαστε μέλη του σώματος του Χριστού και δια του Χριστού μετέχουμε
των άκτιστων ενεργειών του Τριαδικού Θεού». Οι απομακρυθέντες επομένως
από την πίστη και ζωή της Μιας Αγίας , Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, παύουν να είναι μέλη της. Η Εκκλησία ήταν, είναι και θα παραμείνει «Μία» και
αδιαίρετη έως της συντέλειας διότι ο Χριστός είναι κεφαλή αυτού του ακεραίου
σώματος, το οποίο παραμένει ακέραιο είτε εμπλουτίζεται ιστορικώς με αναρίθμητα
μέλη είτε περιορίζεται ιστορικώς σε ελάχιστα. Ο Χριστός δεν μπορεί να είναι, όπως
υποστηρίζετε, κεφαλή ενός διηρημένου ή πολυδιηρημένου σώματος. Η Εκκλησία δεν μπορεί να είναι ποτέ «Μία»
και διηρημένη. Αν η Εκκλησία είναι
διηρημένη, δεν είναι «Μία». Eπιπροσθέτως, αν είναι διηρημένη, δεν είναι ούτε «Αγία»
ούτε «Καθολική» ούτε «Αποστολική».
Τι είναι Οικουμενισμός
Ο Οικουμενισμός (κατά τον Καθηγητή Δογματικής κ..Δημήτρη
Τσελεγγίδη ) είναι η μεγαλύτερη εκκλησιολογική αίρεση, αλλά και η
επικινδυνότερη πολυαίρεση, πού εμφανίστηκε ποτέ στην Ιστορία της Εκκλησίας. Και
τούτο, γιατί ο Οικουμενισμός, εξαιτίας του συγκρητιστικού χαρακτήρα του,
συνιστά την πιο δόλια αμφισβήτηση της πίστεως της Εκκλησίας, αλλά και την πιο
σοβαρή νόθευσή της. Αμβλύνει σε απαράδεκτο βαθμό την δογματική συνείδηση του
πληρώματος της Εκκλησίας και δημιουργεί σύγχυση γύρω από την ταυτότητα της
Πίστεώς μας. Κενώνει πονηρά την ακεραιότητα της σώζουσας Πίστεως της Εκκλησίας
–πράγμα που έχει ολέθριες σωτηριολογικές συνέπειες- με το να θεωρεί όλες τις
θρησκευτικές Ομολογίες νόμιμες σωτηριολογικώς, όταν υποστηρίζει, ότι όλες οι
ετερόδοξες και ετερόθρησκες Ομολογίες
είναι οδοί, πού οδηγούν στην ίδια σωτηρία.
Δεν πληροί τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις πού πρέπει να πληρούν
οι Οικουμενικές Σύνοδοι.
Η όλη μεθόδευση εν μέσῳ τυμπανοκρουσιών καί ευρυτάτης
προβολής της λεγόμενης «Αγία καί Μεγάλη
Σύνοδος της ορθοδόξου Εκκλησίας», ήταν
καινοφανής και απαράδεκτη, με τον αποκλεισμό της μεγάλης πλειοψηφίας των επισκόπων.
- Παντελώς αμάρτυρη στην Ορθόδοξη Παράδοση και γι’ αυτό απαράδεκτη,
είναι και η απόφαση, ότι κάθε Εκκλησία διαθέτει μία ψήφο. Το ορθό είναι ότι
κάθε επίσκοπος διαθέτει μία ψήφο και όχι κάθε Τοπική Εκκλησία. Μία σύναξης των 14 Αυτοκεφάλων Προκαθημένων μπορεί να θεωρηθεί Σύνοδος; Αυτό είναι εντελώς αμαρτύρητο στην
Ορθόδοξη εκκλησιαστική ιστορία.
Ποιά λογική, φερ’ ειπείν, υπάρχει όταν στη Σύνοδο αυτήν
δεν ψηφίζουν όλοι οι Επίσκοποι, πλην των Προκαθημένων, ενώ όλοι υπογράφουν; Πως είναι δυνατόν να υπογράφεις αλλά
να μην ψηφίζεις; Τι νόημα έχει η υπογραφή
σου όταν δεν προσμετράτε στο αποτέλεσμα του Επισήμου Κειμένου της Συνόδου; Καί
ποιό είναι, τελικά, το ηρωικό στοιχείο όσων δεν υπέγραψαν; Αβίαστα προκύπτει ότι και όσοι δεν υπέγραψαν,
ουδέν εποίησαν!
Είναι υποβάθμισης επίσης της ίδιας της
Συνόδου, όταν ο Επίσκοπος είναι μέλος μιας ομάδος Επισκόπων με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπό
τους και να αποφασίζει και να υπογράφει μόνο ο Αρχιεπίσκοπος. Αυτά είναι
αντιορθόδοξα, καινοφανή και αντισυνοδικά κόλπα. Κινδυνεύει ,επομένως οι αποφάσεις
και η ίδια η Πανορθόδοξος Σύνοδος , που εμπνέεται με Οικουμενιστικό πνεύμα να μην γίνει αποδεκτή
και να καταγραφεί στην εκκλησιαστική ιστορία ως ψευδονύνοδος, ληστρική και αιρετική ή το ολιγότερο ως μια απλή
σύναξης μερικών Προκαθημένων , διότι
δεν πληροί τις παραπάνω θεμελιώδεις προϋποθέσεις πού πρέπει να πληρούν
οι Οικουμενικές Σύνοδοι.
Πρώτος ή πρώτοι χωρίς ίσους
Ο Πατριάρχης
επεδίωξε αλλά τελικά δεν τα κατάφερε να προβάλει τον εαυτό του ως «Πρώτο άνευ ίσων» (primus sine paribus). Τό «Πρώτος άνευ ίσων» πού ξεστόμισε ο
Μητροπολίτης Προύσσης Ελπιδοφόρος, εισηγείται την μονοκρατορία
στην Εκκλησία, πράγμα πού προϋποθέτει, ουσιαστικά, την κατάλυση
της αγιοπνευματικής λειτουργίας της Συνοδικότητας. Απερίφραστα
και με κάθε σαφήνεια, πρέπει να πούμε, ότι δεν υπήρξε ποτέ στην Ορθόδοξη
Εκκλησία κάποιος Επίσκοπος ως πρώτος άνευ ίσων.
Γι’ αυτό και όσοι Επίσκοποι προβάλλουν
το «Πρωτείο» για τον Οικουμενικό Πατριάρχη, συγχέουν ανεπίτρεπτα τα
«Πρεσβεία τιμής» με την παπική αντίληψη τοῦ Πρωτείου καί σφάλλουν
δογματικώς, ευρισκόμενοι «εις πλάνη οικτράν».
Έγινε επίσης προσπάθεια να θεσμοθετηθεί ως «Πρώτοι
χωρίς ίσους οι Προκαθήμενοι και να υποκαθιστούν το σώμα των Επισκόπων τους» .Το αν θα το
πετύχουν , απομένει να το δούμε στη πράξη. Στη περίπτωση αυτή θα διερωτηθεί
κάποιος, τελικά οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν Προκαθημένους ή
πάπες; Μήπως κάποιοι με αφορμή την Αγία
και Μεγάλη Σύνοδο θέλουν να παραχωρήσουν στους Προκαθημένους και παπικές αρμοδιότητες;
Με συγχωρείτε! αλλά από πότε οι Προκαθήμενοι των
Ορθοδόξων Τοπικών Εκκλησιών έγιναν … πάπες; Από πότε η προσωπική
απόφαση-επιλογή ενός Προκαθημένου δεσμεύει τελεσίδικα και υποχρεώνει σε
συμμόρφωση τη Σύνοδο της Ιεραρχίας στην οποία αυτός ανήκει;
Ο Προκαθήμενος ή η Σύνοδος
των Ιεραρχών αποτελεί το ανώτατο όργανο διοικήσεως των Τοπικών Ορθοδόξων
Εκκλησιών σύμφωνα με την Ορθόδοξη παράδοση; Η κάθε Εκκλησία αποφαίνεται εν
Συνόδω και εκφράζεται διά της Συνόδου, δεν την δεσμεύει η όποια άποψη του
Προκαθημένου. Το επικίνδυνο για την ίδια την Ορθοδοξία είναι ότι αυτό
το μοτίβο λειτουργίας της≪Συνόδου≫ ορισμένων Πατριαρχείων θέλουν κάποιοι να το επιβάλλουν σε όλες
τις Εκκλησίες και μέσω της Πανορθοδόξου Συνόδου προσπαθούν να εξυψώσουν τους
Προκαθημένους από ≪primus inter pares≫ σε ≪primus sine paribus≫ και μάλιστα με παπική αρμοδιότητα! Έτσι είναι πιο
εύκολο να αναγνωριστεί ο Πρώτος των Πρώτων και αυτός πάλι sine paribus≫. Το ζήτημα αυτό είναι καθοριστικό
και άπτεται της ίδιας της ουσίας της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας. Δεν είναι
δυνατόν για τον οποιονδήποτε Κανονισμό Λειτουργίας μιας Συνόδου να μην έχουν το
τελικό λόγο οι Ιεραρχίες των Εκκλησιών.
Υποχρεωτικές οι αποφάσεις της
Η Σύνοδος επεχείρησε προκαταβολικώς να δεσμεύσει τις
Τοπικές Εκκλησίες ισχυριζόμενη δια χειλέων του Πατριάρχου ότι οι αποφάσεις θα
καθίσταντο υποχρεωτικές δι’ όλους ακόμη και τους απόντας! Η επιβολή όμως
αποτελεί Παπικόν γνώρισμα και μόνον ένας «Πάπας της Ανατολής» θα ηδύνατο να αρθρώσει
τοιούτον λόγον. Αυτό εξόργισε τις απούσες Εκκλησίες και τώρα απειλούν ότι αφού
μελετήσουν τα επίσημα κείμενα, ενδεχομένως να μην αναγνωρίσουν τις αποφάσεις της
Συνόδου και τόσον η Εκκλησία της Ρωσίας, αποτελούσα το πέμπτον Πατριαρχείον της
Πενταρχίας των Πατριαρχών, συμφώνως προς συνοδικό γράμμα του Πατριαρχείου
Κων/πόλεως, όσον και το παλαίφατο Πατριαρχείο Αντιοχείας, της πόλεως «μητρός
των Χριστιανών», ονομάζουν αυτήν «Συνέλευση»!
Γιατί Πανορθόδοξη και όχι Οικουμενική
Δεν
ονομάσθηκε Οικουμενική ως όφειλε για χατίρι των Ρωμαιοκαθολικών και των
Προτεσταντών. Παντελώς αβάσιμος
ο ισχυρισμός αυτός του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ότι δήθεν
η Ορθόδοξη Εκκλησία αδυνατεί να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο, αλλά μόνο
Πανορθόδοξη, διότι δεν θα συμμετέχει σ’
αυτὴν η Ρωμαιοκαθολική «Εκκλησία». Για
την ιστορία να αναφέρουμε ότι ὁ αριθμός
των επισκόπων που έλαβαν μέρος κατά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο ήταν 318, κατά την
Β΄ 150, κατά την Γ΄ 200, κατά την Δ΄ 630, κατά την Ε΄ 165, κατά τον ΣΤ΄ 289, κατά
την Πενθέκτη 240, κατά την Ζ΄ 367, ενώ κατά την Η΄ 383. Στη σημερινή
υπολογίζεται ότι παρευρέθησαν τελικά 156 εκ των οποίων δικαίωμα ψήφου είχαν
μόνο οι 14 Προκαθήμενοι. Η επίσημη θέση
της Ορθοδόξου εκκλησίας στην λανθασμένη
άποψη «όχι οικουμενική λόγω απουσίας των Παπικών» , είναι ότι «η αποκοπή των αιρετικών από το σώμα της Εκκλησίας
δεν απομειώνει την Καθολικότητά της» .
Συγκεκριμένως δια την Εκκλησία της Ελλάδος η Σύνοδος αυτή
υπήρξε μία πανωλεθρία. Μία Εκκλησία περί
τους 80 Μητροπολίτες, με την καλύτερη θεολογική παιδεία, η οποία στηρίζει υλικώς
και εμψύχως το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, δεν επέτυχε ώστε να επικρατήσουν
οι τροποποιήσεις της. Ακριβώς, επειδή επεκράτησε η άποψης ότι ήσαν αρκετές οι
τροποποιήσεις δι’ αυτό τελικώς επήλθε ναυάγιο… Το πρώτον ζήτημα εις το οποίον
ηττήθηκε η Εκκλησία της Ελλάδος ήτο η υιοθέτησης της ορολογίας του «προσώπου». Η
τροποποίηση που προτάθηκε δεν έγινε δεκτή αλλά «πέρασε» η γραμμή του Σεβ.
Περγάμου. Η δευτέρα ήττα ήτο εις το ζήτημα των Μητροπόλεων της Βορείου Ελλάδος,
δια το οποίον έλαβε μίαν μόνον ανακλητή -ανά πάσα ώρα και στιγμή- προφορική
διαβεβαίωση του σημερινού Πατριάρχου. Είναι όντως σπουδαίο ότι κατεγράφη εις
τα πρακτικά; Η τρίτη ήττα ήτο ότι δεν υπήρξε καμία καταδίκη δια την Ουνία και
τον Παπικό Έξαρχο που προσφάτως εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και πλέον οργώνει όλη
την Ελλάδα, καθιστάμενος και αυτός «πάσης Ελλάδος»! Η τετάρτη ήττα ήτο ότι δεν εθίγει το ζήτημα των
Μητροπόλεων των Δωδεκανήσων. Ο Πατριάρχης απαξίωσε να συμπεριλάβει εις την αντιπροσωπία
κάποιον από τις νήσους αυτές, αλλά αυτό δεν απασχόλησε κανένα! Τα μέρη αυτά
παραμένουν αποκομμένα από τον γενικό συντονισμό της Εκκλησίας της Ελλάδος αλλά
και ανυπεράσπιστα, όταν π.χ. παραδίδεται εις την Πάτμο ένας ναός εις τους Παπικούς!
Βέβαια, η Σύνοδος δεν καταδέχθηκε να ασχοληθεί ούτε με την Αγία Σοφία
Κωνσταντινουπόλεως θα ασχολείτο με ένα Ναό της Πάτμου; Αν η Πάτμος ανήκε εις
την Εκκλησία της Ελλάδος θα ασχολείτο ναι ή όχι;! Η πέμπτη ήττα ήτο ότι ο Πατριάρχης ανακηρύχθηκε εις
κριτή των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών εις περίπτωσιν αποδόσεως αυτονομίας! Αυτό λησμόνησαν
οι παρόντες ότι δεν σχετίζεται μόνον με τις «Νέες Χώρες» αλλά και με τα
Δωδεκάνησα και με την Κρήτη… Μία ακόμη ήττα ήτο ότι με το κλείσιμο την Συνόδου επισφραγίστηκε
και πάλιν η θεολογία του Σεβ. Περγάμου εις το κείμενο με τις διαχριστιανικές
σχέσεις που αναφέρει: «η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορική ονομασία
των μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής άλλων ετεροδόξων χριστιανικών
Εκκλησιών και Ομολογιών»). Ως έβδομη ήττα
είναι ότι ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας μας, αντί να υποστηρίξει τη ομόφωνη θέση της
Ιεραρχίας της Εκκλησίας μας στο Στ΄ Κείμενο, εισηγήθηκε άλλη θέση, η οποία
έγινε αποδεκτή από τις εννέα άλλες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Πρακτικώς, αυτό
σημαίνει, ότι η θέση του Σώματος της Ελλαδικής Ιεραρχίας δεν εκπροσωπήθηκε,
οπότε με βάση τον Κανονισμό Λειτουργίας της «Διάσκεψης», στο Στ΄ Κείμενο δεν
υπήρξε ομοφωνία. Άρα, το Κείμενο είναι Άκυρο. Ως όγδοη ήττα θεωρείται ότι στη Σύνοδο της Κρήτης ο Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών και Πάσης Ελλάδος απεκλήθη Προκαθήμενος, ενώ δεν αναγνωρίζεται από
το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ως «Πρώτος» εν
Ελλάδι, αλλά αποδίδεται ο τίτλος του Πρώτου της εν Ελλάδι Εκκλησίας στον
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως! Άλλο, λοιπόν, «Πρώτος» και άλλο «Προκαθήμενος»;
1-
Από τα παραπάνω είναι
σαφές, ότι η εν λόγω Σύνοδος δεν είναι «ἑπομένη τοῖς ἁγίοις Πατράσι»,
δεν εκφράζει δηλαδή την γνήσια Πατερική Θεολογία που ίσχυε μέχρι το 1901 , αλλά
την Μεταπατερική ή άλλως Οικουμενιστική Θεολογία που εκπορεύεται κυρίως από το
Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και κατά συνέπεια, δεν μπορεί να είναι Αγία, αλλά ούτε
και Μεγάλη.
Κανονικά, θα έπρεπε να αυτοχαρακτηρισθεί ως Προσυνοδική
Διάσκεψη Αρχιερέων» των Αυτοκέφαλων
Εκκλησιών. Ούτε καν
Τοπική Σύνοδος , αφού σ’ αυτήν παρευρέθησαν λίγοι, καί μάλιστα κατ’ επιλογήν
Επίσκοποι. Ἡ συντριπτική πλειοψηφία των Επισκόπων των Ορθοδόξων
Τοπικών Εκκλησιών ήσαν απόντες καί χωρίς δυνατότητα ψήφου , αδυνατώντας
έτσι να εκφράσουν την δογματική συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας τους.
2-
Δεν
προχώρησε, ως όφειλε, στην αναγνώριση
των Συνόδων Η
επί Φωτίου (879) και Θ επί
Γρηγορίου Παλαμά (1351) ως Οικουμενικών,
ούτε καταδικάζει τις ψευτοσυνόδους της Λυών (1274) και Φεράρας (1438) .
3-
Προδικάζει,
αυθαιρέτως, το αλάθητο των αποφάσεών της (άρθρο 22}.
4-
Δεν
προχωρεί στην δημιουργία Αυτοκέφαλων εκκλησιών σε Αμερική, Καναδά και Αυστραλία
5-
Άμεσος
κίνδυνος διαίρεσης των Ορθοδόξων μεταξύ γνησίων και Οικουμενιστών.
6-
Επαινεί
τούς αποτυχημένους οικουμενιστικούς διαλόγους και αναγνωρίζει το Προτεσταντικό λεγόμενο Παγκόσμιο
Συμβούλιο Εκκλησιών.
7- Έχει έλλειμμα συνοδικότητας. Δεν
εκπροσωπούνται δηλαδή σ’ αυτήν όλοι οι Επίσκοποι, αλλά κατ επιλογήν
και μάλιστα συμμετέχουν Επίσκοποι που δεν έχουν καν ποίμνιο. Στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι η μη συμμετοχή όλων των επισκόπων, αλλά
μόνον εικοσιτεσσέρων από κάθε Τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, είναι ξένη προς την
Κανονική και Συνοδική μας Παράδοση.
8-
Έχει σοβαρό έλλειμμα Ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας.
9-
Δεν προχωρεί στην καταδίκη των συγχρόνων αιρέσεων, ούτε τις κατονομάζει.
10-
Δεν καταδίκασε την Ουνίαν.
11-
Δεν καταδικάζει τις συμπροσευχές
με αιρετικούς.
12- Ένα άλλο σημαντικό κενό αποτελεί το γεγονός, ότι στο εν λόγω κείμενο πουθενά δεν
γίνεται λόγος για αιρέσεις και πλάνες,
σαν αυτές να έπαυσαν να εμφανίζονται στην ιστορία της Εκκλησίας από του 8ου αιώνος
και εντεύθεν.
13- Δεν έλυσε το ημερολογιακό.
14-
Η τιμητική παρουσία στην Πανορθόδοξο Σύνοδο
ὡς «παρατηρητών», εκπροσώπων αιρετικών Κοινοτήτων και Ομολογιών που έχουν
καταδικαστεί από την πατερική συνείδηση και τις Οικουμενικὲς Συνόδους, νομιμοποιεί
την πλάνη και την αίρεση και ουσιαστικά υποσκάπτει το κύρος της ίδιας της
Συνόδου.
15-
Ακολούθησε
καινοφανείς μεθοδεύσεις στην θεματολογία και τι πρακτικές της.
16-
Απέκλεισε τούς Επισκόπους καί κατέλυσε την Ορθόδοξη συνοδικότητα και εν
γένει χρησιμοποιήθηκαν αντορθόδοξοι μέθοδοι στον τρόπο λειτουργίας της.
17-
Καθιερώνει την μεταπατερική θεολογία.
18-
Νομιμοποιεί επίσημα καί συνοδικά την παναίρεση
τοῦ Οικουμενισμού.
19-
Επετεύχθη
τελικά ὁ στόχος της εκκλησιαστικοποιήσεως των αιρέσεων, δηλαδή έγινε δεκτό ότι ὁ
Παπισμός καθώς καί λοιποί αιρετικοί είναι Εκκλησίες και όχι αιρέσεις.
20-
Δεν εκφράζει την αγιοπνευματική εμπειρία του εκκλησιαστικού
σώματος.
21-
Καταλύει αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων.
22-
Παραγκωνίσθηκε και αγνοήθηκε ο ρόλος τού
Μοναχισμού, και ιδιαίτερα η στάση των Αγιορειτών έναντι τού Παπισμού καί τού Οικουμενισμού.
ΕΠΊΛΟΓΟΣ
Ἡ «Ορθόδοξος
Εκκλησίας μας» -έγραφε ο Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης σε Επιστολή
του προς τον Πατριάρχη Αθηναγόρα στις 23/1/1969- «δεν έχει καμίαν έλλειψη.
Η μόνη έλλειψης που παρουσιάζεται, είναι η έλλειψης σοβαρών Ιεραρχών
καί Ποιμένων με πατερικές αρχές. Είναι ολίγοι οι εκλεκτοί, όμως δεν
είναι ανησυχητικό. Η Εκκλησία είναι του Χριστού καί Αυτός την κυβερνάει».
Δυστυχώς, αυτή η
έλλειψης των φωτισμένων Ιεραρχών, ήταν το κυρίαρχο
δράμα της συνόδου αυτής. Όλοι μας παρακολουθήσαμε ένα λιβανωτό να προσφέρεται στα πρόσωπα, στις
Ετερόδοξες Χριστιανικές Ομολογίες και στη νέα τάξη πραγμάτων και όχι ως όφειλαν
προς τον ιδρυτή και αρχηγό της ΜΙΑΣ Εκκλησίας
που είναι ο Χριστός. Αμφιβάλλει κανείς;
Ιάκωβος Κουτλάκης