«Καὶ ἀνέστη ᾿Ηλίας προφήτης ὡς πῦρ, καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ ὡς λαμπὰς ἐκαίετο» (Σοφ. Σειρ. 48, 1)
Γράφει: Ο Ηγούμενος της Ι. Μ. Αγ. Γρηγορίου
του Παλαμά Φιλώτα Παΐσιος Παπαδόπουλος
Γράφει ο Φώτης Κόντογλου:
«Ὁ προφήτης Ἠλίας εἶναι πολὺ
τιμημένος ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες. Ὅπου νὰ πᾶς θὰ δεῖς ρημοκλήσια του ἀπάνω στὶς
κορφὲς τῶν βουνῶν, ἀπὸ τὰ μικρὰ ὡς τὰ μεγάλα. Ὁ ἅγιος Νικόλας φυλάγει τὴ
θάλασσα κι᾿ ὁ προφήτης Ἠλίας τὰ βουνά. Μέσα στὰ ρημοκλήσια του εἶναι
ζωγραφισμένος ἀπὸ κείνους τοὺς παληοὺς μαστόρους…».
«Αὐτὸς ὁ ἅγιος ξεχωρίζει ἀνάμεσα στοὺςἄλλους, καὶ μὲ
ὅλο ποὺ ἤτανε ἄνθρωπος, φαίνεται σὰν κάποιο ὑπερφυσικὸ καὶ μυστηριῶδες πλάσμα,
ποὺἔρχεταικαὶ ξανάρχεται στὸν κόσμο». Εμφανίζεται κατ’ αρχήν σε μια δύσκολη
εποχή για τον Ισραήλ όταν βασίλευσε ο Αχαάβ, ένας κακός βασιλιάς, που
επηρεαζόταν από την ειδωλολάτρισσα σύζυγό του Ιεζάβελ. Η ιστορία του Ηλία
ξεκινάει όταν πηγαίνει ως απεσταλμένος του Θεού προς τον ασεβή βασιλιά του
Ισραήλ Αχαάβ (Γ' Βασιλέων 17,1)
για να προφητεύσει για τα τρία χρόνια ανομβρίας που θα έρχονταν. Για να
γλιτώσει από την οργή του Αχαάβ, ο Θεός λέει στον Ηλία να πάει ανατολικά και να
κρυφτεί κοντά στο χείμαρρο Χορράθ από όπου θα πίνει νερό (Γ' Βασιλέων 17,3), και
για φαγητό τον προμήθευε κόρακες
«ἄρτους τὸ πρωΐ καὶ κρέα τὸ δείλης» (Γ' Βασιλέων 17,3-6).
Αυτό το στιγμιότυπο ιστορεί κυρίως η ορθόδοξη
εικονογραφία «σὰν τσομπάνος μὲ τὴ φλοκάτα, μὲ μαλλιὰ καὶ γένια ἀνακατεμένα καὶ
στριφτὰ σὰν ἀγριόπρινος, γερακομύτης σὰν ἀητός, μὲ μάτια φλογερά. Κάθεται ἀπάνω
σὲ μιὰ πέτρα, μπροστὰ σὲμιὰ σπηλιά, σὰν τὸ ὄρνιο στὴ φωλιά του. Ἔχει
ἀκουμπισμένο τὸ κεφάλι του στὴν ἀπαλάμη του, καὶ κοιτάζει κατὰ πίσω, σὰν νὰ
ἀκούγει τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ τοῦ μιλᾶ μέσα σὲ κεῖνα τὰ ἄσπλαχνα κράκουρα. Ἀπὸ
πάνω του πετᾶ ὁ κόρακας μ᾿ ἕνα κομμάτι κρέας, καὶ χυμίζει κατὰ κάτω νὰ τοῦ τὸ
δώσει. Ὅπως εἶναι ζωγραφισμένος μέσα στὸ ρημοκλήσι του, θαρρεῖς πὼς βρίσκεσαι
ἀληθινὰ μέσα στὴ σπηλιά του, καὶ ἀκοῦς τὸν ἀγέρα ποὺ βουΐζει στὰ χορτάρια καὶ
τὰ ὄρνια ποὺ κράζουνε κόβοντας γύρους ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ βουνό. Κανένα παμπάλαιο
θυμιατήρι εἶναι κρεμασμένο δίπλα τοῦ ἀπάνω στὸν καπνισμένον τοῖχο, κανένα κερὶ
σβηστὸ στέκεται μπηγμένο στὸνἄμμο σ᾿ ἕνα μανουάλι βουνίσιο σὰν τὸν ἅγιο ποὺ
εἶναι ὁ νοικοκύρης ἐκείνου τοῦ ρημοκλησιοῦ. Κάθε χρόνο, στὶς 20 Ἰουλίου,
ἔρχουνται ἀποβραδὺς οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ τὸ χωριὸ μὲ τὸν παπά, καὶ τὸν προσκυνᾶνε
τὸν προφήτη Ἠλία, ἀνάβουνε τὰ καντήλια, θυμιάζουνε, καὶ ψέλνει κανένας γέρος
καὶ λέγει τὰ στιχηρὰ τῆς μνήμης του, καὶ κεῖνος ἀκούγει μὲ τὸ ἄγριο κεφάλι του
ἀκουμπισμένο στὸ χέρι του, κι᾿ ὁ κόρακας βαστᾶ τὸ ἴσιο μὲ τὴ βραχνὴ φωνή του:
«Χαίροις ἐπίγειε Ἄγγελε καὶ οὐράνιε ἄνθρωπε,
Ἠλία μεγαλώνυμε. Χαίροις Ἠλία ζηλωτά, τῶν παθῶν αὐτοκράτωρ. Ὢ τοῦ θαύματος! Ὁ
πήλινος ἄνθρωπος, οὐρανοὺς τοῦ βρέχειν ὑετὸν οὐκ ἔδωκεν, καὶ οὐρανοὺς ἀνατρέχει
ἐν πυρίνῳ ἄρματι».
Καὶ τὴν ἄλλη μέρα, ἅμα τελειώσει ἡ λειτουργία,
φεύγουνε οἱ ἄνθρωποι, κι᾿ ὁ Ἠλίας κάθεται πάλι ὁλομόναχος «μονώτατος», βουβός,
τυλιγμένος στὴν προβιά του, σὰν ἀγιούπας κουρνιασμένος. Χιλιάδες χρόνια κάθεται
ἔτσι, ἄλλες πολλὲς θὰ κάθεται, «ἕως τοῦ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην
καὶ ἐπιφανή».
Τί να συλλογίζεται άραγε τώρα για τον οικουμενισμό ο προφήτης εκεί, στην περίγειο, που τον
κρατά ο Θεός μέχρι να τον παρουσιασθεί ξανά για να δώσει την τελευταία μάχη με
τον αντίχριστο;
Και σήμερα τα ίδια, στο νέο Ισραήλ της χάριτος! Ο πόνος και θλίψη για την
παρανομία μέσα στην Εκκλησία έγιναν ο καθημερινός μας άρτος. «Τὰ θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, κἀγὼ
ὑπελείφθην μόνος, καὶ ζητοῦσιν τὴν ψυχήν μου» (Ρωμ.11, 3) θα έλεγε.
Καθώς ατενίζω όμως νοερά την ηρωική αυτή θωριά του
προφήτη αναρωτιέμαι, τί θα έκανε σήμερα αν θα βρισκόταν μπροστά τα
εκκλησιαστικά τεκταινόμενα. Θα ήταν και
αυτός της πολλής συνέσεως; Σύνεση, σύνεση, σύνεση! Με πολύ
σύνεση πρέπει να ενεργήσουμε ακούω και ξανακούω. Και σωστά, γιατί αν δεν
ενεργήσουμε με σύνεση ο αγώνας μας θα πάει χαμένος.
Ξέρετε όμως κάτι; Μας χρειάζεται και λίγο η φλόγα του πύρινου προφήτη και, βέβαια, αρκετή από
την αγία τρέλα του γιατί απ’ την πολύ μας γλυκύτητα ο οικουμενιστές δεν καταλαβαίνουν!
Εσείς, οι όποιοι αγωνιστές, παύσατε αυτό το ρήμα σύνεση, σύνεση, διότι
γνωρίζουμε πως όταν ακούγεται πολύ να λέγεται μια λέξη χάνει το νόημά
της. Έχουμε κάνει πολύ υπομονή
με αυτά που κάνει ο πατριάρχης και οι περί αυτόν. Έως εδώ! Τώρα
θα γνωρίσουν την τρέλα μας! Τέτοια τρέλα σαν και εκείνη που ζήτησε ο
προφήτης Ελισαίος από τον Ηλία λέγοντάς του· «γενηθήτω δὴ διπλᾶ ἐν πνεύματί σου
ἐπ᾿ ἐμέ» (Δ΄ βασ.2, 9). Θέλω
τοῦ εἶπε νὰ μοῦ δώσεις διπλῆ τὴν προφητικὴ χάρη σου καὶ νὰ κάμω κι ἐγὼ διπλάσια
ἔργα ἀπὸ τὰ δικά σου.
Θέλει απόφαση σαν και εκείνη που πήραν οι αγωνιστές
για να κάνουν την έξοδο του Μεσολογγίου. Έξοδο από τον Οικουμενισμό και το παγκόσμιο
συμβούλιο των “εκκλησιών” (των
αιρέσεων δηλαδή )πρέπει να οργανώσουμε και όχι όπως-όπως αλλά με στρατηγική.
Εκεί χρειάζεται σύνεση.
Σύνεση χρειάζεται πρωτίστως για να τεθεί θέμα στη σύνοδο
της Ιεραρχίας γι αυτό που έγινε στην Κρήτη. Διότι άλλη απόφαση έβγαλε η σύνοδος
της Ιεραρχίας και άλλη πρόταση ψηφίστηκε εκεί στο Κολυμβάρι Χανίων.
Σύνεση χρειάζεται για να αγωνισθούμε
όλοι μαζί και να μην αφήσουμε τους αγιορείτες μόνους όταν θα
παύσουν το μνημόσυνο.
Σύνεση χρειάζεται όταν ο ένας γράφει, ο άλλος να
προσεύχεται και αντίστροφα, ώστε και ο ίδιος να παίρνει επίσημα θέση μην
αφήνοντας εκτεθειμένο και ακάλυπτο τον αδερφό του αλλά και να παρέχει την
δυνατότητα στον άλλο να γεμίζει και εκείνος τις πνευματικές του μπαταρίες με
την προσευχή.
Σύνεση χρειάζεται ώστε με το ένα άρθρο να δίνεται
“πάσα” για άλλο από τον επόμενο, και ο επόμενος να κατοχυρώνει με επιχειρήματα
τον προηγούμενο.
Χρειάζεται όμως και πνεύμα Ηλιού! Αν οι μητροπολίτες
δεν έχουν την τρέλα να δεσμευθούν ότι θα θέσουν το θέμα στην ιεραρχία όχι ένας
αλλά πολλοί τότε τα πράγματα θα είναι πολύ σοβαρά. Και θα είναι πολύ σοβαρά,
διότι θα αναγκασθούμε να αποκτήσουμε “διπλή τρέλα” για να
διακόψουμε το μνημόσυνό τους
ταυτοχρόνως, όλοι μαζί όσοι έχουμε τα ίδια φρονήματα για να μην πέσουμε θύματα.
Άγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμάς σαφώς συνιστά:
«Φύγωμεν οὖν τοὺς τὰς πατρικὰς ἐξηγήσεις μὴ παραδεχομένους, ἀλλὰ
παρ’ ἑαυτῶν πειρωμένους εἰσάγειν τὰ ἐναντία, καὶ τὰςμὲνἐντῷ γράμματι λέξεις
περιέπειν ὑποκρινομένους, τὴν δὲ εὐσεβῆ διάνοιαν ἀπωθουμένους· καὶ φύγωμεν
μᾶλλον ἢ φεύγει τις ἀπὸ ὄφεως. Ὁ μὲν γὰρ ἐν δακώντὸ σῶμα θανατοῖ πρόσκαιρα,
τῆς ἀθανάτου ψυχῆς χωρίσας· οἱδὲ τῆς ψυχῆς αὐτῆς λαβόμενοι τοῖς ὀδοῦσι
χωρίζουσιν αὐτὴν τοῦ Θεοῦ, ὅπερ ἐστί θάνατος αἰώνιος τῆς ἀθανάτου ψυχῆς. Φεύγωμεν
οὖν τούς τοιούτους πάσῃ δυνάμει, καὶ προσφεύγωμεν τοῖς ὑποτιθεμένοις τὰ
εὐσεβῆ καὶ σωτήρια, ὡς συνάδοντα ταῖς πατρικαῖς παραδόσεσι» (ΕΠΕ 10,
356)