Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Η νέα έκδοση του βιβλίου για τον Εθνομάρτυρα Χρυσόστομο Σμύρνης




Προλεγόμενα εἰς τὴν β΄ ἔκδοση

Εἶναι γεγονός ὅτι ὅταν ἐκδώσαμε τό βιβλίο αὐτό, σχετικά μέ τήν ἀναίρεσι τῆς παρανόμου ἁγιοποιήσεως τοῦ Ἐθνομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης, δέν ἀναμέναμε ἀνθρωπίνως  μία συγκλονιστική ἤ ἔστω νωχελική καί βραδεία ἀφύπνισι τῶν ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν καί ποιμένων, ἀλλά καί αὐτοῦ τοῦ φύλακος τῆς πίστεως, δηλαδή τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Διότι γνωρίζουμε καλά ὅτι οἱ μέν ἐκκλησιαστικοί ταγοί καί ποιμένες, ἐφ’ ὅσον ἐγνώριζαν τό τί ἐστί Χρυσόστομος Σμύρνης καί ἐφ’ ὅσον εὑρίσκονται στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί προσέτι κατευθύνονται, κατά κοινῇ ὁμολογίᾳ, ἀπό τίς σκοτεινές δυνάμεις καί δή τήν Μασονία, εἰς τήν ὁποία ἀνῆκε καί ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης, καί λειτουργοῦν κατά τό δή λεγόμενο ὡς ἀνδρείκελα αὐτῶν, ἦτο ἀδύνατον νά ὁμολογήσουν τό λάθος των καί νά ἀναιρέσουν τίς πράξεις των, συνεπικουροῦντος εἰς αὐτό καί τοῦ κατηραμένου πάθους τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τὸ ὁποῖο, πέραν τῶν ἄλλων, δέν ἀνέχεται ἀναγνώρισι λάθους.
Ὁ λαός, ἀφ’ ἑτέρου, ἔχει ἀπωλέσει ὄχι μόνον τά παλαιά γνωρίσματα τῶν πρώτων Χριστιανῶν, δηλαδή τό μαρτυρικό φρόνημα καί τήν ἀποδοχή τοῦ σταυρικοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά ἔχει ἀπωλέσει καί τά μετά τούς πρώτους αἰῶνες τῶν διωγμῶν γνωρίσματα τῶν Χριστιανῶν, δηλαδή τό ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον καί τήν προσωπική ἐνασχόλησι μέ τά ἐκκλησιαστικά θέματα, ἀλλά καί τήν αἴσθησι τῆς προσωπικῆς εὐθύνης διά τά θέματα τῆς πίστεως· ἀρέσκεται καί νοιώθει ἀσφάλεια, ἀκολουθῶντας τυφλά τήν ἐξουσία, ἔστω καί ἄν αὐτή εὑρίσκεται σέ ὁδό πλάνης καί αἱρέσεως.
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων ἡ διά τοῦ παρόντος πονήματος ἀναίρεσις τῆς παρανόμου «ἁγιοποιήσεως» τοῦ ἐν λόγῳ Ἐθνομάρτυρος ἔγινε κατ’ ἀρχάς γιά λόγους συνειδήσεως καί εὐθύνης, διότι λέγει  ἡ Ἁγ. Γραφή:
«Καὶ ὁ σκοπός, ἐὰν ἴδῃ τὴν ρομφαίαν ἐρχομένην καὶ μὴ σημάνῃ τῇ σάλπιγγι, καὶ ὁ λαὸς μὴ φυλάξηται, καὶ ἐλθοῦσα ἡ ρομφαία λάβῃ ἐξ αὐτῶν ψυχήν, αὕτη διὰ τὴν αὐτῆς ἀνομίαν ἐλήφθη, καὶ τὸ αἷμα ἐκ χειρὸς τοῦ σκοποῦ ἐκζητήσω» (Ἰεζεκιήλ 33,6).
Δηλαδή ὁ φρουρός ἐάν ἴδη κάποιον κίνδυνο καί δέν προειδοποιήση τόν λαό καί δι’ αὐτόν τόν λόγο χαθῆ ἔστω καί μία ψυχή, ἄσχετα ἄν γιά τήν ἀπώλειά της φταίει ἡ ἀνομία της, ὅμως θά ζητηθῆ ἡ εὐθύνη γιά τήν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς ἀπό τόν φρουρό.  Πρό αὐτοῦ τοῦ χωρίου ὁ προφήτης ἀνέφερε ὅτι, ἄν ὁ ἐκλεγείς φρουρός προειδοποιήση γιά τόν κίνδυνο καί ὁ λαός ἀμελήση καί δέν φυλαχθῆ, τότε ἡ εὐθύνη θά βαρύνη ἀποκλειστικά τόν λαό, καί ὁ φρουρός θά εἶναι ἀνεύθυνος δι’ αὐτήν τήν ἀπώλεια.
Κατά δεύτερον λόγο, ἐξ’ ἴσου σημαντικό μέ ἐκκλησιαστικές διαστάσεις, ἡ συγγραφή αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ἔγινε διότι θεωροῦμε βλασφημία καί ριζική ἐκθεμελίωσι τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί μάλιστα στόν ἱερώτερο χῶρο, στό Ἁγιολόγιο, τήν τοποθέτησι μεταξύ τῶν Ἁγίων ἑνός Μασόνου καί αἱρετικοῦ μέ εἰδωλολατρικές βλέψεις καί δοξασίες, μέ ἐκκοσμικευμένη ἀντίληψι γιά τήν Ἐκκλησία, κατά τά πρότυπα τῶν προτεσταντῶν, μέ ἀκραῖες καί πρωτοφανεῖς οἰκουμενιστικές θέσεις καί ἰδέες περί ἑνώσεως, ὄχι μόνο τῶν αἱρέσεων μέ τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά καί ὅλων τῶν θρησκειῶν, καί
βεβαίως μέ ἄκρατες καί ἀνεξέλεγκτες πατριωτικές πεποιθήσεις σέ σημεῖο ὥστε ἡ ἀγάπη του καί ἡ λατρεία του γιά τήν πατρίδα νά εἶναι τό πρῶτο του καί κύριο ἰδανικό, εἰς τό ὁποῖο ὑπετάσσοντο καί ἡ πίστις καί ἡ Ὀρθοδοξία καί χάριν τοῦ ὁποίου ἦτο ἕτοιμος νά θυσιάση τήν ἀρχιερωσύνη του· νά θυσιάση ὄχι μόνο τήν σωτηρία του ἀλλὰ καί τήν σωτηρία τοῦ ποιμνίου του.
Ὡς ἐκ τούτου πιστεύομε ὅτι ἡ Σύνοδος, ἄν ἦτο Ὀρθόδοξος, θά ἔπρεπε νά ἀσχοληθῆ μέ τόν Χρυσόστομο Σμύρνης μόνο καί μόνο γιά νά ἀποφασίση, ἄν θά τόν θεωρῆ ἀκόμη μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι βεβαίως ἄν, λόγῳ τοῦ μαρτυρικοῦ του τέλους ὑπέρ τῆς λατρευτῆς του πατρίδος, θά τόν κατέτασσε μεταξύ τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἐμαρτύρησαν μόνο καί μόνο γιά τήν Πίστι καί τήν ἀγάπη των εἰς τόν Χριστό.

Εἰς τόν παρόντα πρόλογο τῆς δευτέρας ἐκδόσεως πρέπει νά ἀναφερθῆ καί ἡ μέχρι τώρα ἐξέλιξις αὐτῆς τῆς «ἁγιοποιήσεως», διότι καί αὐτή σηματοδοτεῖ τήν εὐθύνη μας καί καθορίζει τήν περαιτέρω στάσι μας στίς ἐξελίξεις τῆς Ν. Ἐποχῆς, τῆς Παγκοσμιοποιήσεως καί τῆς παγκοσμίας Δικτατορίας, μέ τελικό κυβερνήτη τόν Ἀντίχριστο.
Εἶναι γεγονός ὅτι κατά τά δέκα πέντε (15) ἔτη πού παρῆλθον ἀπό τήν πρώτη ἔκδοσι ἐγράφ
+ηκαν καί εἰπώθηκαν πολλά γιά τόν ἐθνομάρτυρα Χρυσόστομο Σμύρνης. Ἐμεῖς εὐκαίρως ἀκαίρως ἐδημοσιεύσαμε σέ ἐφημερίδες καί περιοδικά διάφορα ἄρθρα σχετικά μέ τήν ζωή καί τά φρονήματα τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης, ὅπου ἐτονίζαμε τό πόσο ἀνοίκειο καί παράλογο εἶναι νά ὑπάρχη στό Ὀρθόδοξο Ἁγιολόγιο καί νά τιμᾶται ὡς ἅγιος ἕνας Μασόνος καί αἱρετικός ὅλων τῶν ἀποχρώσεων καί αἱρέσεων καί τό μέγεθος τῆς εὐθύνης μας νά ἀφήσωμε νά μεταφερθῆ αὐτή ἡ παρανομία καί ἀπάτη στίς ἑπόμενες γενεές.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἔγραψαν ἄρθρα κάποιοι, κυρίως κληρικοί, ὑπερασπιζόμενοι τόν ἐν λόγῳ ἐθνομάρτυρα καί στηριζόμενοι κυρίως στήν περί «ἁγιοποιήσεως» ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Ποτέ μέχρι τώρα δέν ἀσχολήθηκε κάποιος ἀπό τούς ὑπερασπιστάς τῆς «ἁγιοποιήσεως» αὐτῆς μέ τήν ἀντικρούση, ἀναίρεση καί ἀνασκευή τῶν στοιχείων και τῶν ἐπιχειρημάτων, τά ὁποῖα καταθέταμε σχετικά μέ τή ζωή καί τά φρονήματά του. Ἁπλῶς, προσπαθῶντας νά δικαιολογήσουν τόν Χρυσόστομο Σμύρνης, ἰσχυρίζοντο ὅτι καί ἄλλοι Ἅγιοι ἔπεσαν σέ λάθη καί μάλιστα δογματικά.
Κατ’ ἀρχάς, δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου στηρίζοντας τίς δικαιολογίες των γιά τόν «ἅγιό» τους, ἀποδεικνύουν ὅτι ἔχουν πλήρη ἐπίγνωσι περί τοῦ πῶς ἐβίωνε καί τοῦ τί ἐπίστευε ὁ «ἅγιος».  Ἀποδεικνύουν ἐπίσης ὅτι ὅλα τά στοιχεῖα τά ὁποῖα καταθέσαμε εἶναι ἀληθινά καί δέν τά ἀμφισβητοῦν.  Παραβλέπουν ὅμως ἠθελημένα, ὅτι ἐδῶ δέν πρόκειται γιά κάποιον ὁ ὁποῖος ἀπό ἀφέλεια ἤ ἄγνοια ἤ προκειμένου νά πολεμήση κάποιαν αἵρεσι ἔπεσε σέ πλάνη καί ἐτοποθετήθη στήν ἀπέναντι ὄχθη. Ἐδῶ πρόκειται γιά πλήρη γνῶσι καί ἀποδοχή τῶν πλανῶν τῶν αἱρετικῶν, χάριν ἴσως τῆς πατρίδος· πρόκειται γιά κάποιον ὁ ὁποῖος δέν ἔπεσε ἁπλῶς σέ κάποια πλάνη, ἀλλά εἶχε τόσες πλάνες σέ σημεῖο μάλιστα πού νά μήν δύναται κάποιος, ὁ ὁποῖος μελετᾶ τά κείμενά του καί τήν ζωή του, νά εὕρη κάτι σωστό καί ὀρθόδοξο.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐπέτυχαν οἱ ἁγιοποιήσαντες αὐτόν νά τοποθετήσουν στό Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδοξίας ἕναν «ἅγιο» ὄχι μόνο τελείως ἀταίριαστο μέ τούς ἄλλους Ἁγίους, ἀλλά ἕναν «ἅγιο» ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ κυριολεκτικά ὕβριν καί ἐμπαιγμό τῶν Ἁγίων, ἕναν «ἅγιο» πραγματικά διδάσκαλο καί παιδαγωγό στή Ν. Ἐποχή, ἕναν «ἅγιο» ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δέν προασπίζει τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἀπεναντίας τό προετοιμάζει γιά να ὑποδεχθῆ και να προσκυνήση τόν Ἀντίχριστο.
Μετά ἀπό τήν  πρώτη δηλαδή ἔκδοσι τοῦ παρόντος, μεταξύ ἄλλων, ἐγράφη ἕνα βιβλίο ἀπό κάποιον Ἁγιορείτη Μοναχό, τό ὁποῖο φέρει τόν τίτλο «Ὁ πολύαθλος Μητροπολίτης Δράμας-Σμύρνης Χρυσόστομος ἥρως καί μάρτυς». Πρόκειται γιά μία πλουσιωτάτη ἔκδοσι, ἡ ὁποία  «Ἐκδίδεται φιλοτίμῳ δαπάνῃ τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν: Νεαπόλεως καὶ Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβα, Δράμας κ. Παύλου»,  ὅπως σημειώνεται στὰ πρωτοσέλιδά της. Τό βιβλίο αὐτό, ὅπως καταλαβαίνει ὅποιος τό μελετήση, ἐκδόθηκε γιά νά ἐντυπωσιάση μέ τό πλῆθος τῶν φωτογραφιῶν του, οἱ ὁποῖες οὐδόλως συνηγοροῦν εἰς τήν ἁγιότητα τοῦ Ἐθνομάρτυρος, ἐφ’ ὅσον παρουσιάζουν λεπτομερῶς τούς ἀνδριάντες του, τά πολύτιμα ἄμφιά του, τά κτίρια τά ὁποῖα οἰκοδόμησε καί ἄλλα ἄσχετα προς την Ὀρθόδοξο Πίστι και Παράδοσι πράγματα, ὅπως τόν Ἑλληνικό στρατό στή Μικρά Ἀσία, τή σύγχρονη καί παλαιά Τουρκία, διαφόρους συλλόγους, στιγμιότυπα ἀπό ἐκδρομές στή Μκρά Ἀσία κλπ.  Παρουσιάζει  γιά τόν σκοπό αὐτό καί ἄλλα στοιχεῖα ἀπό τή ζωή καί τό ἔργο τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης, τά ὁποῖα συνοψίζονται στούς πατριωτικούς του ἀγῶνες, στό πολιτιστικό  καί κοινωνικό του ἔργο, στήν δημιουργία διαφόρων συλλόγων (μουσικῶν, ἀθλητικῶν, ἐμπορικῶν), σχολείων, παρθεναγωγείων, σωμάτων προσκόπων κλπ. Ἀποδίδει στόν Χρυσόστομο Σμύρνης τόν τίτλο «Ἐθνοϊερομάρτυς», πρᾶγμα πρωτοφανές καί πρωτάκουστο γιά τό Ὀρθόδοξο Ἁγιολόγιο, ἐπειδή πάντοτε ὑπῆρχε σαφής διαχωρισμός μεταξύ Ἐθνομαρτύρων καί Ἱερομαρτύρων.  Τό τραγικό εἶναι ὅτι ὁ συγγραφέας τοῦ ἐν λόγῳ βιβλίου δέν ἀσχολεῖται μέ τό νά ἀναιρέση ἔστω καί μία ἀπό τίς δεκάδες κατηγορίες, οἱ ὁποῖες ἐπιβαρύνουν τό πρόσωπο τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης, ὥστε νά ἀποδείξη κατά κάποιον τρόπο τήν ἁγιότητά του. Τό μόνο πού ἀναφέρει γιά τίς κατηγορίες αὐτές καί μάλιστα σέ κάποια ὑποσημείωσι εἶναι τό ἑξῆς:
«Μέ τήν Ἁγιοκατάταξιν τοῦ Χρυσοστόμου καί τῶν σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων ἐν Μικρασίᾳ τό 1922 ὑπῆρξαν εἰς τόν ἐν Ἑλλάδι μέσον ἐκκλησιαστικόν κλῆρον καί ὡρισμέναι διαφωνίαι.  Ὁ πανεπιστημιακός καθηγητής πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης γράφει μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς εἰς τό ἐν ἔτει 2003 ἐκδοθέν πόνημά του, ὑπό τίτλον Ἱεράρχες Ἐθνάρχες: “Ἡ ἀνακήρυξη σέ ἁγίους ἀγωνιστῶν τῶν ἐθνικῶν μας ἀγώνων δέν στηρίζεται σέ ὀρθά ἐκκλησιολογικά καί πνευματικά κριτήρια, καί γι’ αὐτό ἔχουν δικαιολογημένα ἐκφρασθῆ σοβαρότατες ἐπιφυλάξεις... Πολύ καλά κατοχυρωμένη εἶναι ἡ κριτική γιά τήν ἀνακήρυξη τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης σέ ἅγιο πού ἀσκεῖ ὁ Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς στό βιβλίο του: Ὁ Ἐθνομάρτυς Χρυσόστομος Σμύρνης. Ἀναίρεσις τῆς παρανόμου ἁγιοποιήσεώς του καί δογματική προσέγγισις αὐτῆς, ἐκδόσεις «Ὀρθοδοξία», Λάρισα 2000. Μεγάλος ἥρωας καί ἐθνομάρτυς, ὁμηρική ὄντως μορφή, ἀξία ἐπαίνων καί θαυμασμοῦ γιά τήν ἐθνική του προσφορά. Γιά τήν συμπερίληψή του ὅμως μεταξύ τῶν Ἁγίων ἀπαιτοῦνται ἄλλα κριτήρια.  Διολισθαίνουμε σέ ἐθνοφυλετισμό καί σέ παπική μεθοδολογία ἀνακηρύξεως Ἁγίων (βλ. Ζήση Θεοδώρου (Πρωτοπρεσβυτέρου, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), Ἱεράρχες, Ἐθνάρχες, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 78).
»Μέ τόν ἐλλογιμώτατον π. Θεόδωρον Ζήση καί τούς λοιπούς διαφωνοῦντας, συμφωνοῦμεν εἰς τό ἑξῆς θέμα: ὅτι πρέπει νά εἴμεθα προσεκτικοί εἰς ὅλας γενικῶς τάς Ἁγιοποιήσεις. Εἰς τήν περίπτωσιν ὅμως τοῦ Ἐθνοϊερομάρτυρος Χρυσοστόμου, τά πράγματα διαφέρουν.  Ὁ Χρυσόστομος εἶχεν ἐπίγνωσιν τῆς μεγάλης διακονίας του ὡς Ἱεράρχου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἐμαρτύρησεν ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος. Ἀνήκει εἰς τήν χορείαν τῶν Μεγαλομαρτύρων-Ἐθνοϊερομαρτύρων καί δέν πρέπει νά συγκρίνηται μέ ἄλλους ἀγωνιστάς, οἵτινες εἶχον μόνον τό πατριωτικόν φρόνημα.  Ἄλλως τε καί αὐτό τοῦτο τό πατριωτικόν φρόνημα εἰς τούς Ἕλληνας εἶναι συνδεδεμένον μέ τήν εἰς Χριστόν πίστιν. Ὅπως εἶναι παγκοίνως γνωστόν, ἡ Ἐκκλησία μας προμαχεῖ ἀνέκαθεν εἰς ὅλους τούς ἀγῶνας τοῦ περιουσίου ἑλληνικοῦ Ἔθνους μας μέ ἑκατόμβας θυμάτων κληρικῶν παντός βαθμοῦ.  Εἰς τούς 20 Πατριάρχας, 100 Ἀρχιερεῖς καί ὑπέρ τούς 6.000 κληρικούς ἀνέρχεται ὁ ἀριθμός τῆς ἑκατόμβης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ὑπέρ του Ἔθνους.  Ὁ πατριωτισμός διά τόν ἑλληνικόν λαόν, τόν νέον λαόν τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὑψίστη ἀρετή καί δέν πρέπει νά ἐπιχειρῆται ἡ οἱαδήποτε ὑποβάθμισις τοῦ ἐν λόγῳ φρονήματος, καθότι περιβαλλόμεθα ὑπό πολλῶν ἐχθρῶν καί τό τίμημα θά εἶναι ἀκριβόν ἐν ὥρᾳ κινδύνου. Αὐτό μᾶς διδάσκουν οἱ Μακκαβαῖοι, ὁ γηραιός Ἐλεάζαρ ὅστις ἐνέπνευσεν εἰς τόν παλαιόν Ἰσραήλ τήν ἀγάπην διά τήν Πατρίδα, ὁ Προφήτης Μωϋσῆς, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κ.ἄ.» [Μοναχοῦ Μαξίμου Ἰβηρίτου (Νικολοπούλου), «Ὁ πολύαθλος μητροπολίτης Δράμας-Σμύρνης Χρυσόστομος, ἥρως και μάρτυς», Ἅγιον Ὄρος, 2010, σελ. 199-201 (ὑποσ. 51)].
Αὐτή εἶναι ἡ ἐνασχόλησις τοῦ συγγραφέως μέ ὅ,τι αἱρετικό βαρύνει τόν Χρυσόστομο Σμύρνης. Οὔτε λέξι γιά τά αἱρετικά του φρονήματα, τόν ἄκρατο Οἰκουμενισμό, τίς εἰδωλολατρικές του ἀντιλήψεις, τήν ἐπιθυμία του για τόν ἐκμοντερνισμό  καί τήν ἐκκοσμίκευσι τῆς Ἐκκλησίας κατά τά πρότυπα τῶν Προτεσταντῶν κλπ.· τήν δέ πατριδολατρεία του τήν ἀνήγαγε σέ ὑψίστη ἀρετή, ὁπότε ἀδικοῦνται ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἐθνομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι κατεῖχαν καί αὐτοί τήν ὑψίστη αὐτή ἀρετή, ἀλλά δέν ἔτυχον τῆς ἁγιοποιήσεως τοῦ Χρυσοστόμου.
Γιά τήν μασονική ἰδιότητα τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης, ὁ Ἁγιορείτης συγγραφέας τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἀναφέρει λακωνικά, στην ἴδια ὑποσημείωσι, τά ἑξῆς:
«Οἱ περί τεκτονισμοῦ ψίθυροι [ἐννοεῖται γιά τόν Χρυσόστομο Σμύρνης] ἔχουν ἀπό καιροῦ  ἀποδειχθῆ ἕωλοι καί ἀνυπόστατοι – post mortem=κατασκευάσματα (προβλ. Καργάκου Σαράντου Ἰ., Ὁ Ἐθνομάρτυς Χρυσόστομος Μητροπολίτης Σμύρνης ὁ «περίβλεπτος», Ἐκκλησιαστική Βιβλιοθήκη Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, ἐκδόσεις «Τροχαλία», Γρ. Τρουφάκος & Σία Ε.Ε. 1996, σελ.123 καί 127-128).» [Βλ. ὅπ. ἀν., σελ. 201 (ὑποσημ.)].
Ἐδῶ πρέπει νά ἐπαινέσωμε τόν Ἁγιορείτη συγγραφέα γιά τήν ἀπαράμιλλη τέχνη του νά ἰσορροπῆ τά ἀνισόρροπα καί νά γεφυρώνη τά ἀγεφύρωτα. Διότι ἐάν ἐπρόκειτο γιά κάποιους ψιθύρους αὐτοί προφανῶς θά προήρχοντο μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ὁπωσδήποτε θά ἀφοροῦσαν ἕνα ἐπουσιῶδες θέμα γιά τό ὁποῖο ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία τόν «ἁγιοποίησε», δέν ἔπρεπε νά δώση ἰδιαίτερη προσοχή. Ὅταν ὅμως οἱ ἴδιοι οἱ Μασόνοι προφορικῶς καί γραπτῶς διακηρύσσουν τήν μασονική ἰδιότητα τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης, ὅταν τόν ἀποκαλοῦν «ὁ ἅγιος Τέκτων» καί ὅταν ἰσχυρίζονται ὅτι χάρις στή Μασονία ἔφθασε στό μαρτύριο καί στήν ἁγιότητα, τότε ἀσφαλῶς δέν πρόκειται περί ψιθύρων, ἀλλά περί διεκδικήσεως τοῦ «ἁγίου» ἀπό ἄλλη θρησκεία.  Καί ὅταν οἱ ὑπέρμαχοι τῆς ἁγιοποιήσεως αὐτό τό σοβαρώτατο καί οὐσιῶδες θέμα τό παρακάμπτουν μέ αὐτόν τόν παραπλανητικό τρόπο, τότε κατ’ οὐσίαν δηλώνουν ἡττημένοι καί ἀνίκανοι νά ἀποσπάσουν τόν «ἅγιο» ἀπό τά νύχια καί τά δίχτυα τῶν Μασόνων.
Ἀλλά καί ἡ παραπομπή τήν ὁποία δίδει ὁ Ἁγιορείτης Μοναχός εἶναι παραπλανητική, διότι ἀφορᾶ σέ ἔρευνα πού ἔγινε στή μασονική στοά «Μέλη» καί ὄχι στή στοά «Ἰωνία».  Δι’ αὐτά ἔχουμε γράψει ἀρκούντως στό βιβλίο αὐτό καί ἀποροῦμε πῶς ἐθελοτυφλοῦν ὄχι μόνο οἱ ἁγιοποιήσαντες στόν Χρυσόστομο Σμύρνης, ἀλλά καί οἱ ἀναλαβόντες τήν ὑπεράσπισί του (Βλ. εἰς το παρόν, σελ. 266-267).
Γιά νά ἀποδείξωμε ὅτι οἱ Μασόνοι διακηρύσσουν στεντορίως ὅτι ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης ἦτο ὁμογάλακτος ἀδελφός των, ἀναφέρομε τήν ἔκδοσι τοῦ διτόμου Μασονικοῦ βιβλίου: «Επιφανείς και Διάσημοι Έλληνες Ελευθεροτέκτονες 1800-1970». Εἰς τόν πρῶτο τόμο αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, τό ὁποῖο σημειωτέον ἐκδόθηκε τό 2008, δύο χρόνια δηλαδή πρίν ἀπό τήν ἔκδοσι τοῦ βιβλίου τοῦ Ἁγιορείτου μοναχοῦ, ὑπάρχει στό ἐξώφυλλο μαζί μέ ἄλλους Μασόνους καί ἡ φωτογραφία τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης, στίς σελίδες δέ 192-197 ὑπάρχει εἰδικό κεφάλαιο ἀφιερωμένο εἰς αὐτόν. Στό τέλος τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ ἀναφέρονται τά ἑξῆς:
«Ο Χρυσόστομος υπήρξε ενεργό μέλος της Στοάς Ιωνία Σμύρνης κυρίως την τριετία 1919-1922, ενώ δεν είναι γνωστή η Στοά, στην οποία μυήθηκε» (σελ. 197).
Τώρα πῶς γίνεται ἀφ’ ἑνός μέν ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τό 1933 μέ εἰδική ἐγκύκλιο νά καταδικάζη τή Μασονία καί νά διακηρύσση ὅτι δέν δύναται νά συμβιβασθῆ ἡ ἰδιότης τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ καί τοῦ Μασόνου καί ἀφ’ ἑτέρου ἡ Σύνοδος τοῦ 1992 νά ἀνακηρύσση ἕναν Μασόνο ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή νά διακηρύσση ἀντιθέτως, ὅτι δύναται  νά συμβιβασθῆ ἡ ἰδιότης τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ καί τοῦ Μασόνου καί μάλιστα στόν ὕψιστο βαθμό τῆς Ἁγιότητος· αὐτό ὄντως εἶναι ἕνα ἀνεξήγητο μυστήριο, τό ὁποῖο μόνο οἱ Μασόνοι καί οἱ Οἰκουμενιστές δύναται νά κατανοήσουν.
  
Οἱ ὑπέρμαχοι τῆς «ἁγιοποιήσεως» στά κείμενα καί τήν ἐν γένει ἀρθρογραφία των μᾶς κατηγόρησαν ὡς ἁγιομάχους, χωρίς ὅμως νά ἀποδείξουν τήν ἁγιότητα τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης καί βεβαίως, χωρίς νά τόν ἀπαλλάξουν ἀπό τίς βαρύτατες κατηγορίες οἱ ὁποῖες τόν ἐπιβαρύνουν. Ἡ μόνη ἀπόδειξις τῆς ἁγιότητός του εἶναι ἡ ἀπόφασις τῆς 12μελοῦς Διαρκοῦς Ἱερᾶς  Συνόδου. Καί μάλιστα μίας Συνόδου ἡ ὁποία δέν ἔχει τό σθένος νά διακηρύξη ὅτι οἱ Παπικοί εἶναι αἱρετικοί καί νά καταδικάση τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἤ νά σταματήση νά συμπορεύεται μέ τό ἄθεο κράτος καί νά εἶναι ὁ καλύτερος ὑποτακτικός του καί ὁ πρῶτος ἀποδέκτης τῶν νόμων του.  Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον ἐπιβάλλεται ἡ Δικτατορία στήν Ἐκκλησία, θάπτεται ἡ ἀλήθεια, δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, καί δέν ἀνοίγει ἁπλῶς ἡ κατά τά παπικά πρότυπα βιομηχανία παραγωγῆς «ἁγίων», ἀλλά ἐπιβάλλεται στήν Ὀρθοδοξία αὐτός τοῦτος ὁ Παπισμός ὡς νοοτροπία καί τακτική στήν θεωρία καί στήν πρᾶξι.
Καί ὅλα αὐτά βεβαίως εἶναι ἀξιοσημείωτα διότι συμβαίνουν μέσα στή Ν. Ἐποχή καί τήν Παγκοσμιοποίησι, τήν ὁποία βιώνουμε σήμερα, ἐνῶ παράλληλα ἀποτελοῦσαν καί τά πρώϊμα ὁράματα τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης. Ἀλλ’ αὐτά πού συμβσαίνουν σήμερα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀκριβῶς και τά πρώϊμα ὁράματα τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης· και διακαῶς ἐπιθυμοῦσε να ἀκολουθήσει ἡ Ἐκκλησία τά προγράμματα πού κατήρτιζε, σύμφωνα με αύτά τά ὁράματα. Τώρα λοιπόν πού «ἁγιοποιήθηκε», ἀποδείχθηκε ὅτι τά προγράμματα καί οἱ μύχιοι πόθοι του, πού περιλαμβάνονται στο ὁμότιτλο ἔργο τό ὁποῖο συνέγραψε καί ἄφησε ὡς παρακαταθήκη στίς μετέπειτα γενεές, ἐκπληρώνονται μέ τόν καλύτερο τρόπο ἀπό ὁμοϊδεάτες καί ὁμοπίστους μέ αὐτόν ἐπισκόπους, χωρίς ὅμως τήν συμφωνία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί τῆς διδασκαλίας ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Ἁγίων.
   Τελικῶς τό θέμα τῆς «ἁγιοποιήσεως» τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης παραμένει ἀνοικτό, ἐφ΄ ὅσον οἱ ἁγιοποιήσαντες αὐτόν καί οἱ ὑπέρμαχοι αὐτῆς δέν τόν ἀθωώνουν καί δέν τόν ἀπαλλάσσουν ἀπό τίς βαρύτατες κατηγορίες οἱ ὁποῖες τον βαρύνουν, ἐφ’ ὅσον τόν διεκδικοῦν στεντορείως προφορικῶς καί γραπτῶς οἱ Μασόνοι καί ἐφ’ ὅσον ἦτο ἀποδέκτης καί ὑπέρμαχος ὅλων τῶν αἱρέσεων ἀπό τόν προηγμένο καί ξέφρενο Οἰκουμενισμό μέχρι τήν Πανθρησκεία καί τη Νεοειδωλολατρεία. Ὅπως ἔχομε Ἁγίους, προστάτες γιά κάποια πράγματα (π.χ. τήν Ἁγ. Παρασκευή γιά τά μάτια, τόν Ἅγ. Στυλιανό γιά τά νήπια, τόν Ἅγ. Μόδεστο γιά τά ζῶα κλπ.) ἐπιβάλλεται ἀπό τή Νέα Τάξι νά εἶναι ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης προστάτης τῆς Νέας Ἐποχῆς, τῆς Παγκοσμιοποιήσεως καί βεβαίως προστάτης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς Μασονίας καί τῆς Πανθρησκείας.

   Στήν δευτέρα αὐτή ἔκδοσι τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ὑπάρχουν καί κάποια καινούρια στοιχεῖα, τά ὁποῖα προσφάτως ἔπεσαν στήν ἀντιλήψί μας σχετικά μέ τόν Χρυσόστομο Σμύρνης καί ὡς ἐκ τούτου δέν ἐμπεριέχονται στήν πρώτη ἔκδοσι.  Ἡ παρούσα ἔκδοσις ἔγινε μέ τήν εὐγενῆ προσφορά πνευματικῶν ἀδελφῶν καί θά διανέμεται δωρεάν πρός ἐνημέρωσι καί ἀφύπνισι τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.

Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς