ΤO ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
«Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λουκ. 17,17)
Ὁ
δεσπότης, ἀγαπητοί μου, ἦρθε σήμερα στὸ ναό σας νὰ κάνῃ ἕνα παράπονο.
Ποιός δεσπότης; Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸς εἶν᾿ ὁ ἀφέντης μας,
στὰ χέρια του εἶνε ὅλα. Καὶ τί παράπονο ἔχει ὁ Χριστὸς μ᾿ ἐμᾶς; θὰ
πῆτε. Ἐμένα ρωτᾶτε; Ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο. Τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ
ἀκούγεται σήμερα ἐκεῖ. Γιὰ σᾶς μιλάει, ὄχι γιὰ ἄλλον. Τί λέει λοιπὸν τὸ
εὐαγγέλιο; Ποιό εἶνε τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ;
* * *
Λέει, ὅτι σὲ κάποιο μέρος ἔξω
ἀπὸ ἕνα χωριό, μέσα σὲ μιὰ σπηλιά, χειμῶνα – καλοκαίρι ζοῦσαν δέκα
δυστυχισμένοι ἄνθρωποι. Ἦταν ἄρρωστοι. Μόλις εἶδαν τὸ Χριστὸ νὰ περνάῃ,
ἄρχισαν ἀπὸ μακριὰ νὰ φωνάζουν, νὰ ζητοῦν τὴ βοήθειά του. Γιατί ἀπὸ
μακριά; Διότι ἡ ἀρρώστια τους ἦταν ἄσχημη, κολλητική, ἐπικίνδυνη καὶ
τὴν ἐποχὴ
ἐκείνη ἀθεράπευτη (μόνο τὰ νεώτερα χρόνια βρέθηκε φάρμακο καὶ
θεραπεύεται). Εἶχαν λέπρα. Τὸ κορμί τους γέμιζε σπυριὰ καὶ πληγές, κάτι
σὰν τὰ λέπια τοῦ ψαριοῦ, σὰν τὴν ψώρα. Ὅλη νύχτα δὲν μποροῦσαν νὰ
κοιμηθοῦν. Ἔπαιρναν κεραμίδια καὶ πέτρες κ᾿ ἔξυναν τὸ δέρμα. Σάπιζαν οἱ
μύτες καὶ τ᾿ αὐτιά, ἔπεφταν οἱ σάρκες. Κάτι φοβερό.Ἕνας λεπρὸς ἔφτανε νὰ μολύνῃ ὁλόκληρο χωριό. Γι᾿ αὐτὸ τοὺς λεπροὺς τοὺς ἀπομάκραιναν ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τοὺς μάζευαν ὅλους σ᾿ ἕνα μέρος. Τέτοιος τόπος ἦταν ἡ Σπιναλόγγα, ἕνα ἐρημονήσι στὰ βόρεια τῆς Κρήτης, ὅπου δὲν ἐπιτρεπόταν κανεὶς νὰ πλησιάσῃ. Ἔτσι καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ. Τοὺς κρατοῦσαν μακριά, τοὺς κρεμοῦσαν καὶ κουδούνια στὸ λαιμό, ὅπως στὰ ζῷα, γιὰ ν᾿ ἀκοῦνε οἱ ἄλλοι καὶ νὰ φεύγουν. Οὔτε ἡ γυναίκα τους οὔτε τὸ παιδί τους οὔτε ἄλλος τοὺς πλησίαζε. Ζοῦσαν σὰν τ᾿ ἀγρίμια μέσ᾿ στὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια.
Ἀπελπισμένοι λοιπὸν ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους οἱ δέκα λεπροί, ὅταν εἶδαν τὸ Χριστὸ μὲ τοὺς μαθητάς του, ἄρχισαν νὰ φωνάζουν μὲ ὅλη τὴ δύναμί τους· «Ἐπιστάτα», ἀφέντη, σῶσε μας (Λουκ. 17,13). Εἶχαν ἀκούσει γιὰ τὰ θαύματά του καὶ πίστευαν ὅτι μπορεῖ νὰ κάνῃ κι αὐτοὺς καλά. Καὶ ὁ Χριστός; Τοὺς θεράπευσε ἀμέσως; Ὄχι. Τοὺς εἶπε· «Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι» (ἔ.ἀ. 17,14). Θέλετε νὰ γίνετε καλά; πηγαίνετε στοὺς παπᾶδες. Ἀκοῦτε; Κάτι καφενόβιοι ποὺ παίζουν πρέφα ἀκοῦς καὶ λένε· «Ἄλλο ὁ Χριστός, ἄλλο οἱ παπᾶδες· ἐγὼ πιστεύω τὸ Χριστό, μὲ παπᾶδες ὅμως δὲν ἔχω σχέσι…». Εἶνε ἀνώτεροι αὐτοὶ ἀπὸ τὸ Χριστό; Ἐδῶ ὅμως ὁ Χριστός, ὅταν τοῦ ζήτησαν βοήθεια οἱ λεπροί, δὲν τοὺς θεραπεύει ἀμέσως, ἀλλὰ τοὺς λέει νὰ πᾶνε στοὺς ἱερεῖς.
Γιατί τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ Χριστός; Γιὰ τρεῖς λόγους. Πρῶτον γιὰ νὰ δοκιμάσῃ τὴν πίστι τους. Γιατὶ μποροῦσαν νὰ ποῦν· Ἐμεῖς ζητήσαμε τὴ δική σου βοήθεια, ὄχι τῶν ἱερέων. Δεύτερον τὸ εἶπε, γιὰ νὰ δείξῃ ὅτι τιμᾷ τοὺς ἱερεῖς· μᾶς διδάσκει ἔτσι, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχῃ Ἐκκλησία χωρὶς ἱερεῖς. Καὶ τρίτον τὸ εἶπε, διότι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη αὐτοὶ ἐκτελοῦσαν δημοσία ὑπηρεσία· ὅπως σήμερα ἐκδίδουν πιστοποιητικά, ἔτσι καὶ τότε οἱ ἱερεῖς ἦταν σὰν γιατροὶ καὶ πιστοποιοῦσαν ἂν κάποιος εἶνε καλὰ ἢ ὄχι. Ἔτσι αὐτοὶ θὰ βεβαιώσουν τώρα τὴ θεραπεία τῶν λεπρῶν καὶ θὰ εἶνε μάρτυρες ποὺ θὰ βεβαιώσουν τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ.
Τρέξτε στοὺς ἱερεῖς, εἶπε ὁ Χριστός. Κι αὐτοὶ χωρὶς ἀντίρρησι ὑπήκουσαν. Καὶ πηγαίνοντας ἔγινε τὸ θαῦμα. Τὸ δέρμα τους καθάρισε, ἔγινε σὰν βελοῦδο, ἔφυγαν ὅλες οἱ πληγές.
Ὅταν τώρα εἶδαν ὅτι θεραπεύθηκαν, τί ἔπρεπε νὰ κάνουν οἱ δέκα αὐτοί; Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς τοὺς ἔκανε καλά, θά ᾿πρεπε νὰ γυρίσουν νὰ τὸν εὐχαριστήσουν. Τό ᾿καναν; Ὄχι. Μόλις ἔγιναν καλά, φτερὰ στὰ πόδια· νὰ πᾶνε – ποῦ; Ἄλλος στὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά του, ἄλλος στοὺς γονεῖς του, ἄλλος στὸ χωράφι του, ἄλλος στὸ μαγαζί του· κανείς δὲν εἶπε εὐχαριστῶ.
Ἕνας μόνο ἀπὸ τοὺς δέκα –κι αὐτὸς ὄχι Ἰσραηλίτης ἀλλὰ Σαμαρείτης, ἀλλογενὴς δηλαδὴ καὶ ἀλλόπιστος– γύρισε δοξάζοντας τὸ Θεό. Γονάτισε μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε. Τότε ὁ Χριστὸς εἶπε τὸ παράπονό του – κ᾿ εἶνε μία ἀπ᾿ τὶς λίγες φορὲς ποὺ παραπονέθηκε ὁ Κύριος. «Ἐγώ», λέει, «δέκα θεράπευσα· οἱ ἐννέα ὅμως ποῦ εἶνε; δὲν γύρισαν νὰ εὐχαριστήσουν τὸ Θεό, παρὰ μόνο αὐτὸς ὁ ξένος; Αὐτὸ εἶνε τὸ παράπονό του.
* * *
Σήμερα τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ εἶνε πιὸ μεγάλο. Διότι ἐμεῖς εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς λεπροὺς ποὺ θεραπεύθηκαν.
–Σ᾿ αὐτούς, θὰ πῇς, ἔκανε καλὸ ὁ Χριστός, τοὺς θεράπευσε· σ᾿ ἐμένα τί καλὸ ἔκανε;
Δὲν ντρέπεσαι νὰ τὸ λὲς αὐτό; Τί καλὸ σοῦ ἔκανε ὁ Χριστός; Σοῦ ἔκανε πιὸ μεγάλο καλὸ ἀπ᾿ ὅ,τι στοὺς λεπρούς. Γιατὶ ὅ,τι ἔχεις τοῦ Χριστοῦ εἶνε. Ὁ ἀέρας, τὸ νεράκι, τὸ ψωμί, τὰ λουλούδια, οἱ καρποὶ τῶν δέντρων, τὰ ζῷα, ὁ ἥλιος, ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ ἔχεις, ἡ πατρίδα ποὺ ζῇς, τοῦ Χριστοῦ δῶρα εἶνε. Γιά δεῖξε μου ἔχεις τίποτα δικό σου; Τὸ μόνο δικό μας εἶνε οἱ ἁμαρτίες. Αὐτὲς εἶνε ἡ «λέπρα» μας. Καὶ θά ᾿πρεπε γι᾿ αὐτὲς ν᾿ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιῇ· γιατὶ φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό. Καὶ δὲν φτάνει ποὺ εἴμαστε παραβάται τῶν ἐντολῶν του, εἴμαστε καὶ ἀχάριστοι ἔναντι τῶν εὐεργεσιῶν του.
Οἱ λεγόμενοι Χριστιανοὶ γίναμε χειρότεροι ἀπ᾿ ὅλους. Οἱ ξένοι, οἱ «Σαμαρεῖται», οἱ ἀλλογενεῖς καὶ ἀλλόθρησκοι, εἶνε συνεπέστεροι μὲ τὴν πίστι τους· οἱ Τοῦρκοι Παρασκευὴ δὲν δουλεύουν, τρέχουν στὰ τζαμιά τους· οἱ Ἑβραῖοι τὸ Σάββατο ἔχουν ἀργία, εἶνε ὅλοι στὶς χάβρες τους· οἱ ἄγριοι στὴν Ἀφρικὴ λατρεύουν κι αὐτοὶ τοὺς θεούς των. Ἐμεῖς γίναμε χειρότεροι κι ἀπὸ Τούρκους κι ἀπὸ Ἑβραίους κι ἀπὸ τοὺς ἀγρίους, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὰ ζῷα καὶ τὰ θηρία ἀκόμα. Ἕνα σκύλο ἔχεις, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο καὶ κουνάει τὴν οὐρά του, σὰ νὰ λέῃ «σ᾿ εὐχαριστῶ, ἀφέντη»· κι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ μπουκιὰ στὸ στόμα βλαστημάει τὸ Θεό. Σὰν λυσσασμένο σκυλί· διότι μόνο τὸ λυσσασμένο σκυλὶ δὲν γνωρίζει τὸν ἀφέντη του καὶ τὸν δαγκώνει. Ὑπάρχουν πολλὲς ἱστορίες γιὰ τὰ ζῷα. Λένε, ὅτι ἕνας χωριάτης ἄκουσε μιὰ μέρα μέσ᾿ στὸ δάσος μουγκρητό· μούγκριζε ἕνα λιοντάρι, ἀλλὰ σὰν κλαμένο. Πλησιάζει, τί νὰ δῇ; Τὸ λιοντάρι εἶχε πατήσει ἕνα ἀγκάθι, δὲν μποροῦσε νὰ τὸ βγάλῃ καὶ πονοῦσε. Πλησίασε μὲ φόβο καὶ τοῦ ᾿βγαλε τὸ ἀγκάθι ἀπὸ τὸ πόδι προσεκτικά. Τὸ λιοντάρι τοῦ ἔγλειφε τὰ χέρια, κι ἀπὸ τότε τὸν ἀκολουθοῦσε σὰν χωροφύλακας. Δὲν εἶνε παραμύθι αὐτό. Καὶ τὰ ἄγρια θηρία δείχνουν εὐγνωμοσύνη. Ἐμεῖς γίναμε χειρότεροι κι ἀπὸ τὰ ζῷα.
–Σ᾿ αὐτούς, θὰ πῇς, ἔκανε καλὸ ὁ Χριστός, τοὺς θεράπευσε· σ᾿ ἐμένα τί καλὸ ἔκανε;
Δὲν ντρέπεσαι νὰ τὸ λὲς αὐτό; Τί καλὸ σοῦ ἔκανε ὁ Χριστός; Σοῦ ἔκανε πιὸ μεγάλο καλὸ ἀπ᾿ ὅ,τι στοὺς λεπρούς. Γιατὶ ὅ,τι ἔχεις τοῦ Χριστοῦ εἶνε. Ὁ ἀέρας, τὸ νεράκι, τὸ ψωμί, τὰ λουλούδια, οἱ καρποὶ τῶν δέντρων, τὰ ζῷα, ὁ ἥλιος, ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ ἔχεις, ἡ πατρίδα ποὺ ζῇς, τοῦ Χριστοῦ δῶρα εἶνε. Γιά δεῖξε μου ἔχεις τίποτα δικό σου; Τὸ μόνο δικό μας εἶνε οἱ ἁμαρτίες. Αὐτὲς εἶνε ἡ «λέπρα» μας. Καὶ θά ᾿πρεπε γι᾿ αὐτὲς ν᾿ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιῇ· γιατὶ φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό. Καὶ δὲν φτάνει ποὺ εἴμαστε παραβάται τῶν ἐντολῶν του, εἴμαστε καὶ ἀχάριστοι ἔναντι τῶν εὐεργεσιῶν του.
Οἱ λεγόμενοι Χριστιανοὶ γίναμε χειρότεροι ἀπ᾿ ὅλους. Οἱ ξένοι, οἱ «Σαμαρεῖται», οἱ ἀλλογενεῖς καὶ ἀλλόθρησκοι, εἶνε συνεπέστεροι μὲ τὴν πίστι τους· οἱ Τοῦρκοι Παρασκευὴ δὲν δουλεύουν, τρέχουν στὰ τζαμιά τους· οἱ Ἑβραῖοι τὸ Σάββατο ἔχουν ἀργία, εἶνε ὅλοι στὶς χάβρες τους· οἱ ἄγριοι στὴν Ἀφρικὴ λατρεύουν κι αὐτοὶ τοὺς θεούς των. Ἐμεῖς γίναμε χειρότεροι κι ἀπὸ Τούρκους κι ἀπὸ Ἑβραίους κι ἀπὸ τοὺς ἀγρίους, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὰ ζῷα καὶ τὰ θηρία ἀκόμα. Ἕνα σκύλο ἔχεις, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο καὶ κουνάει τὴν οὐρά του, σὰ νὰ λέῃ «σ᾿ εὐχαριστῶ, ἀφέντη»· κι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ μπουκιὰ στὸ στόμα βλαστημάει τὸ Θεό. Σὰν λυσσασμένο σκυλί· διότι μόνο τὸ λυσσασμένο σκυλὶ δὲν γνωρίζει τὸν ἀφέντη του καὶ τὸν δαγκώνει. Ὑπάρχουν πολλὲς ἱστορίες γιὰ τὰ ζῷα. Λένε, ὅτι ἕνας χωριάτης ἄκουσε μιὰ μέρα μέσ᾿ στὸ δάσος μουγκρητό· μούγκριζε ἕνα λιοντάρι, ἀλλὰ σὰν κλαμένο. Πλησιάζει, τί νὰ δῇ; Τὸ λιοντάρι εἶχε πατήσει ἕνα ἀγκάθι, δὲν μποροῦσε νὰ τὸ βγάλῃ καὶ πονοῦσε. Πλησίασε μὲ φόβο καὶ τοῦ ᾿βγαλε τὸ ἀγκάθι ἀπὸ τὸ πόδι προσεκτικά. Τὸ λιοντάρι τοῦ ἔγλειφε τὰ χέρια, κι ἀπὸ τότε τὸν ἀκολουθοῦσε σὰν χωροφύλακας. Δὲν εἶνε παραμύθι αὐτό. Καὶ τὰ ἄγρια θηρία δείχνουν εὐγνωμοσύνη. Ἐμεῖς γίναμε χειρότεροι κι ἀπὸ τὰ ζῷα.
* * *
Ποιό εἶνε, λοιπόν, τὸ παράπονο
τοῦ Χριστοῦ; Ὅτι λίγοι ἐκκλησιάζονται. Οἱ ἄλλοι ποῦ εἶνε; Ξέρω ποῦ εἶνε·
ἄλλοι περιμένουν πότε θ᾿ ἀνοίξῃ τὸ καφενεῖο, ἄλλοι ἀνεβαίνουν στὰ
τρακτὲρ καὶ πᾶνε στὶς δουλειές τους, ἄλλοι παίρνουν τὸ ὅπλο καὶ πᾶνε γιὰ
κυνήγι, κι ἄλλοι δεξιὰ – ἀριστερά. Ἔτσι δὲν ἔρχονται στὴν ἐκκλησία νὰ
ποῦν εὐχαριστῶ στὸ Χριστό. Ἔτσι καὶ ἡ Κυριακὴ δὲν τιμᾶται. Ἂν ἤμουν
κυβερνήτης, –μὴ φανῇ παράξενο– θὰ καταργοῦσα τὴν Κυριακή! Διότι τότε
γίνονται τὰ πιὸ πολλὰ ἐγκλήματα. Ρωτῆστε τὸν εἰσαγγελέα καὶ τὴν
ἀστυνομία. Ἡ Κυριακὴ στάζει αἷμα! Ἂν πρόκειται λοιπὸν τὴν Κυριακὴ νὰ
βγάζουμε τὰ μάτια μας, προτιμότερο νὰ καταργηθῇ. Καὶ θὰ τὴν καταργήσῃ ὁ
Θεός. Κάπου – κάπου θὰ μείνουν μερικοὶ ποὺ θὰ ἐκκλησιάζωνται. Δὲν ἔχει
ἀνάγκη ὁ Θεὸς ἀπὸ τὶς ἐκκλησιές μας! Ἔχει ἐκκλησιὰ μεγάλη τὸν οὐρανὸ μὲ
τ᾿ ἄστρα. Τί νὰ περιμένῃ ἀπὸ μᾶς τὰ σκουλήκια; Κι ἅμα ἐμεῖς δὲν πᾶμε
στὴν ἐκκλησιά, ἔχει τίποτα νὰ ζημιωθῇ; Ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι τὸν ὑμνοῦν
καὶ τὸν λατρεύουν. Ὅλες οἱ βλαστήμιες τῶν ἀπίστων δὲν φτάνουν νὰ
σβήσουν τὴν Θεότητα· θὰ ὑπάρχῃ.
Ὑπάρχει Χριστός, ὑπάρχει Παναγία, ὑπάρχουν ἅγιοι, ὑπάρχει ψυχή, ὑπάρχει παράδεισος, ὑπάρχει κόλασις. Νὰ τὰ πιστεύετε αὐτά. Φράξτε τ᾿ αὐτιά σας μὲ βουλοκέρι νὰ μὴν ἀκοῦτε τοὺς ἀθέους. Καὶ ἂν ἐμεῖς οἱ ἀχάριστοι ἀρνηθοῦμε τὸ Χριστό, κι αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ πατοῦμε θὰ φωνάξουν «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω νὰ τὰ κάνετε. Στὸ σπίτι ὅταν πᾶτε, νὰ μὴν τρῶτε ψωμὶ ἐὰν δὲν πῆτε τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Ἅμα βραδιάσῃ, νὰ μὴν πέφτετε στὰ κρεβάτια τὰ ἀντρόγυνα χωρὶς προσευχή. Ἅμα ξημερώσῃ, ξεκινῆστε πάλι μὲ προσευχή. Ἂν πᾶτε γιὰ δουλειά, νὰ σταυρώνετε τὰ χωράφια σας. Σπέρνετε, προσευχή. Θερίζετε, προσευχή. Μπαίνει χειμώνας, προσευχή. Νυχτώνει, προσευχή. Τὰ μεσάνυχτα, προσευχή. Παντοῦ στὸ Θεό. Μόνο ἔτσι θὰ σωθοῦμε.
Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἂς ἐλεήσῃ ὅλους μας.
Ὑπάρχει Χριστός, ὑπάρχει Παναγία, ὑπάρχουν ἅγιοι, ὑπάρχει ψυχή, ὑπάρχει παράδεισος, ὑπάρχει κόλασις. Νὰ τὰ πιστεύετε αὐτά. Φράξτε τ᾿ αὐτιά σας μὲ βουλοκέρι νὰ μὴν ἀκοῦτε τοὺς ἀθέους. Καὶ ἂν ἐμεῖς οἱ ἀχάριστοι ἀρνηθοῦμε τὸ Χριστό, κι αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ πατοῦμε θὰ φωνάξουν «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω νὰ τὰ κάνετε. Στὸ σπίτι ὅταν πᾶτε, νὰ μὴν τρῶτε ψωμὶ ἐὰν δὲν πῆτε τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Ἅμα βραδιάσῃ, νὰ μὴν πέφτετε στὰ κρεβάτια τὰ ἀντρόγυνα χωρὶς προσευχή. Ἅμα ξημερώσῃ, ξεκινῆστε πάλι μὲ προσευχή. Ἂν πᾶτε γιὰ δουλειά, νὰ σταυρώνετε τὰ χωράφια σας. Σπέρνετε, προσευχή. Θερίζετε, προσευχή. Μπαίνει χειμώνας, προσευχή. Νυχτώνει, προσευχή. Τὰ μεσάνυχτα, προσευχή. Παντοῦ στὸ Θεό. Μόνο ἔτσι θὰ σωθοῦμε.
Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἂς ἐλεήσῃ ὅλους μας.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Νικολάου Ἀμμοχωρίου – Φλωρίνης 21-1-1973)