Κυριακὴ ΙΕ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 19,1-10)
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Ὅταν
ὁ Κύριος, ἀγαπητοί μου, ἐκήρυττε στὰ παράλια τῆς Τιβεριάδος, στὰ χωριὰ
καὶ στὶς πόλεις τῆς Παλαιστίνης, στὸ βουνὸ ἢ στὴ συναγωγή, πλήθη
ἄκουγαν. Πόσοι ὅμως τὸν ἄκουγαν καὶ μὲ τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς; Πόσοι
δέχονταν τὸ φῶς του στὴν καρδιά τους καὶ δονοῦνταν ψυχικά; Πόσοι
ἄλλαζαν; Ὤ, λίγοι ἦταν οἱ θαυμασταὶ τοῦ κηρύγματος ποὺ δὲν ἔμεναν ἁπλῶς
στὸ θαυμασμὸ ἀλλὰ ἔκαναν πρᾶξι καὶ ζωὴ τὰ λόγια του. Γιατί οἱ
περισσότεροι ἔφευγαν χωρὶς μεταβολή, χωρὶς ψυχικὸ συγκλονισμό; Τὴν
ἀπάντησι στὸ τρομακτικὸ αὐτὸ ἐρώτημα δίδει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει
τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο; Τὸ προσέξατε;
* * *
Περνοῦσε ὁ Χριστὸς μέσ᾿ ἀπὸ μιὰ
ὡραία πόλι, τὴν Ἰεριχώ. Στὸ ἄκουσμα ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, γιὰ τὸν ὁποῖο
τόσα διαδίδονταν, οἱ κάτοικοι ἄφησαν τὰ σπίτια τους καὶ πετάχτηκαν
ἔξω. Ἀπ᾿ ὅλον αὐτὸ τὸ συρφετὸ ἔνιωσε ἆραγε κανεὶς τὸ Χριστό; αἰσθάνθηκε
στὴν καρδιά του τὸ θεϊκὸ ῥεῦμα τῆς ἀγάπης του, συγκλονίστηκε ἡ ψυχή
του, ἦρθαν στὸ μυαλό του νέες σκέψεις; Ὤ, κλεισμένες οἱ καρδιὲς τῶν
κατοίκων τῆς Ἰεριχοῦς· μπετὸν ἀρμέ! Δὲν ἄνοιξαν μπροστὰ στὸ φῶς τοῦ
Χριστοῦ· τὰ πάθη δὲν παραμέρισαν διόλου. Μία περιέργεια νὰ δοῦν τοὺς
τράβηξε στὸ δρόμο, τίποτε περισσότερο. Λοιπὸν ἔτσι ἄκαρπη θὰ ἔμενε αὐτὴ
ἡ ὁδοιπορία τοῦ Χριστοῦ στὴν ὄμορφη αὐτὴ πόλι; Ὄχι.
Μέσα στὸν κόσμο ποὺ κατέκλυσε τοὺς δρόμους καὶ μῆλο νὰ ἔρριχνες δὲν ἔπεφτε, κάποιος ἔνιωσε τὸ Χριστό· μιὰ καρδιὰ δέχθηκε τὸ φῶς του, τὴν διαπέρασε τὸ ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα τῆς ἀγάπης του. Αὐτὸς μόνο κατάλαβε τὸ Χριστὸ ᾿κείνη τὴ μέρα. Ποιός ἦταν;
Ἦταν, ἀγαπητοί μου, ἕνας μεγάλος κλέφτης! Ὄχι ἀπ᾿ τοὺς κλέφτες ποὺ ζοῦν στὰ βουνά, ἀλλ᾿ ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν στὶς πόλεις καὶ κλέβουν καὶ λῃστεύουν μὲ τὸ γάντι. Τέτοιος κλέφτης ἦταν ὁ Ζακχαῖος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Ἦταν «ἀρχιτελώνης» (Λουκ. 19,2), δηλαδὴ γενικὸς εἰσπράκτωρ τῶν φόρων. Καὶ σὰν τέτοιος, διεφθάρη ἀπὸ τὸ χρῆμα. Ἔκλεψε, λῄστεψε, ἅρπαξε οἰκονομίες φτωχῶν, πάτησε ἐπὶ πτωμάτων, καὶ ἔτσι πλούτισε.
Ἀλλὰ ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ ἐλέγχου τῆς συνειδήσεως. Ἡ φωνούλα αὐτή, ποὺ ἔβαλε μέσα μας ὁ Θεός, ἐλέγχει τοὺς ἐνόχους. Ἐλέγχει τὸν κλέφτη, τὸ φονιᾶ, τὸ διεφθαρμένο. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ἤλεγξε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, τὸν Κάϊν, τὸν Ἰούδα, τὸν Ἀνανία καὶ τὴ Σαπφείρα. Αὐτὴ τώρα ἐλέγχει καὶ τὸ Ζακχαῖο. «Ζακχαῖε,» τοῦ λέει, «εἶσαι ἕνας κλέφτης, ἕνας λῃστής· ἔκανες νὰ πεινάσουν ὀρφανά, νὰ κλάψῃ ἡ χήρα μάνα, νὰ πονέσῃ ὁ τίμιος ἐργάτης, νὰ κλέψῃ ὁ μικρὸς βιοπαλαιστὴς γιὰ νὰ ζήσῃ. Ζακχαῖε, εἶσαι ἔνοχος, εἶσαι ἁμαρτωλός». Ἡ συνείδησι λοιπὸν τὸν ἔκανε νὰ ξυπνήσῃ, νὰ νιώσῃ τὴ θέσι του, νὰ πεταχτῇ στὸ δρόμο, νὰ ζητάῃ πάσῃ θυσίᾳ νὰ δῇ τὸν Ἰησοῦ· ἐκεῖνον ποὺ γαληνεύει τὶς συνειδήσεις, ἐκεῖνον ποὺ σῴζει.
Καὶ τὸν εἶδε τὸν Ἰησοῦ. Μὰ πῶς τὸν εἶδε, ἀφοῦ ἦταν κοντὸς καὶ τόσοι ἄνθρωποι εἶχαν κάνει τοῖχο μπροστά του; Ὤ! ὅταν θέλῃς νὰ πλησιάσῃς τὸ Χριστό, τὰ ἐμπόδια ὑπερπηδοῦνται. Καὶ ὁ Ζακχαῖος ὑπερπήδησε τὰ ἐμπόδια τοῦ ἀναστήματος. Ἀνέβηκε σ᾿ ἕνα δέντρο, σὲ μιὰ συκομορέα, κι ἀπὸ ᾿κεῖ ἀντίκρυσε τὸ μεγαλεῖο τῆς Θεότητος τοῦ Ἰησοῦ. Γιὰ νὰ δῇς ἕνα πανόραμα, τὴ θάλασσα λ.χ. μὲ τὶς ἀκτές της, τὰ χωριουδάκια μὲ τὰ κάτασπρα σπιτάκια ἢ τὶς πολιτεῖες μὲ τὶς καμινάδες τῶν ἐργοστασίων, πρέπει ν ᾿ ἀνεβῇς κάπου ψηλά, στὸ βουνό· καὶ γιὰ νὰ δῇς τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, νὰ αἰσθανθῇς τὴ θεϊκή του δύναμι, πρέπει νὰ ὑψωθῇς πάνω ἀπ᾿ τὸ χῶμα, πάνω ἀπ᾿ τὴν ὕλη, πάνω ἀπ᾿ τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς, ἡ σκέψι σου νὰ πετάξῃ ψηλότερα, ν᾽ ἀγγίξῃ τὰ ἄστρα, νὰ κατοπτεύσῃ τὴν αἰωνιότητα. Τότε θὰ νιώσῃς ἐντός σου τὸ μεγαλεῖο τὴς Θεότητος. Ὁ Ζακχαῖος, λοιπόν, στὴ συκομορέα, μετέωρος μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς. Καὶ ἡ συκομορέα εἶνε ἕνας τύπος, γιὰ νὰ καταλάβουμε, ὅτι ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἡ σκέψι του ἀνέβηκε ὑψηλότερα.
Ἀντίκρυσε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, εἶδε τὸ ὕψος Του. Ἦταν ὁ προστάτης τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν, ἐκεῖνος ποὺ διήρχετο «εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος» τοὺς ἀνθρώπους (Πράξ. 10,38), ποὺ δὲν εἶχε μιὰ δραχμὴ στὴν τσέπη, ποὺ δὲν εἶχε «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20. Λουκ. 9,58), καὶ αὐτὴ ἡ ἰδανικὴ ζωή του τὸν ἠλέκτρισε. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος εἶδε τὴ δική του ἀθλιότητα. Ἦταν ἕνας κλέφτης τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν, ποὺ καθημερινῶς ἀδικοῦσε δεκάδες ἀνθρώπους. Τὰ χρήματά του ἄφθονα, ἡ κατοικία του καλλιμάρμαρο μέγαρο. Αὐτὴ ἡ τρομακτικὴ ἀντίθεσι τῆς ζωῆς του πρὸς τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ τὸν συγκλόνισε. Ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἄρωμα, ἡ δική του ζωὴ δυσωδία.
Ἀπὸ ᾿δῶ καὶ πέρα ἀρχίζει ἡ μεταβολή. Ἂν ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ βγῆκαν νὰ δοῦν τὸ Χριστὸ ἐπέστρεψαν στὰ σπίτια τους χωρὶς ὠφέλεια, αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἀντίκρυσαν μόνο τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ δοῦν καὶ τὴ δική τους ἀθλιότητα. Ὁ Ζακχαῖος ὠφελήθηκε, μετεβλήθη ψυχικά, γιατὶ ἔρριξε τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ πάνω ἀλλὰ καὶ πρὸς τὰ κάτω. Γι᾿ αὐτὸ μετεβλήθη. Κ᾿ εἶνε ἀληθινὴ ἡ μεταβολή του. Δὲν ἀκοῦτε; Προηγουμένως, τὸ χέρι νὰ τοῦ ἔκοβες, δὲν ἔπαιρνες δραχμή· τώρα λέει· «Τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν» (Λουκ. 19,8)· τὰ μισὰ ἀπ᾿ τὰ ὑπάρχοντά μου δίνω στοὺς φτωχούς, καὶ σ᾿ ὅποιον ἔγινε φτωχὸς ἐξ αἰτίας μου, ἐπειδὴ τὸν ἀδίκησα ἐγώ, σ᾿ αὐτὸν θὰ ἐπιστρέψω τετραπλάσια. Τί μεταβολὴ ἀλήθεια! Ὁ κλέφτης, ὁ λῃστής, ὁ ἄσπλαχνος, τώρα ἐλεήμων, δίκαιος, σπλαχνικός. Τὸν ἑλκύει τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ. Ὦ Χριστὲ ἀστείρευτη, ἀνεξάντλητη ἡ δύναμί σου νὰ μεταβάλλῃς τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, νὰ ἐκθρονίζῃς τὰ πάθη καὶ νὰ ἐγκαθιστᾷς τὴν ἀρετή, τὴν ἀγάπη, τὴ δικαιοσύνη.
Μέγα θαῦμα συντελέσθηκε στὴν Ἰεριχώ, ἡ μετάνοια τοῦ φιλαργύρου Ζακχαίου. Νά λοιπὸν ποὺ δὲν πῆγε χαμένη ἡ ὁδοιπορία τοῦ Χριστοῦ· κέρδισε ἕνα μεγάλο ἁμαρτωλό.
Μέσα στὸν κόσμο ποὺ κατέκλυσε τοὺς δρόμους καὶ μῆλο νὰ ἔρριχνες δὲν ἔπεφτε, κάποιος ἔνιωσε τὸ Χριστό· μιὰ καρδιὰ δέχθηκε τὸ φῶς του, τὴν διαπέρασε τὸ ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα τῆς ἀγάπης του. Αὐτὸς μόνο κατάλαβε τὸ Χριστὸ ᾿κείνη τὴ μέρα. Ποιός ἦταν;
Ἦταν, ἀγαπητοί μου, ἕνας μεγάλος κλέφτης! Ὄχι ἀπ᾿ τοὺς κλέφτες ποὺ ζοῦν στὰ βουνά, ἀλλ᾿ ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν στὶς πόλεις καὶ κλέβουν καὶ λῃστεύουν μὲ τὸ γάντι. Τέτοιος κλέφτης ἦταν ὁ Ζακχαῖος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Ἦταν «ἀρχιτελώνης» (Λουκ. 19,2), δηλαδὴ γενικὸς εἰσπράκτωρ τῶν φόρων. Καὶ σὰν τέτοιος, διεφθάρη ἀπὸ τὸ χρῆμα. Ἔκλεψε, λῄστεψε, ἅρπαξε οἰκονομίες φτωχῶν, πάτησε ἐπὶ πτωμάτων, καὶ ἔτσι πλούτισε.
Ἀλλὰ ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ ἐλέγχου τῆς συνειδήσεως. Ἡ φωνούλα αὐτή, ποὺ ἔβαλε μέσα μας ὁ Θεός, ἐλέγχει τοὺς ἐνόχους. Ἐλέγχει τὸν κλέφτη, τὸ φονιᾶ, τὸ διεφθαρμένο. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ἤλεγξε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, τὸν Κάϊν, τὸν Ἰούδα, τὸν Ἀνανία καὶ τὴ Σαπφείρα. Αὐτὴ τώρα ἐλέγχει καὶ τὸ Ζακχαῖο. «Ζακχαῖε,» τοῦ λέει, «εἶσαι ἕνας κλέφτης, ἕνας λῃστής· ἔκανες νὰ πεινάσουν ὀρφανά, νὰ κλάψῃ ἡ χήρα μάνα, νὰ πονέσῃ ὁ τίμιος ἐργάτης, νὰ κλέψῃ ὁ μικρὸς βιοπαλαιστὴς γιὰ νὰ ζήσῃ. Ζακχαῖε, εἶσαι ἔνοχος, εἶσαι ἁμαρτωλός». Ἡ συνείδησι λοιπὸν τὸν ἔκανε νὰ ξυπνήσῃ, νὰ νιώσῃ τὴ θέσι του, νὰ πεταχτῇ στὸ δρόμο, νὰ ζητάῃ πάσῃ θυσίᾳ νὰ δῇ τὸν Ἰησοῦ· ἐκεῖνον ποὺ γαληνεύει τὶς συνειδήσεις, ἐκεῖνον ποὺ σῴζει.
Καὶ τὸν εἶδε τὸν Ἰησοῦ. Μὰ πῶς τὸν εἶδε, ἀφοῦ ἦταν κοντὸς καὶ τόσοι ἄνθρωποι εἶχαν κάνει τοῖχο μπροστά του; Ὤ! ὅταν θέλῃς νὰ πλησιάσῃς τὸ Χριστό, τὰ ἐμπόδια ὑπερπηδοῦνται. Καὶ ὁ Ζακχαῖος ὑπερπήδησε τὰ ἐμπόδια τοῦ ἀναστήματος. Ἀνέβηκε σ᾿ ἕνα δέντρο, σὲ μιὰ συκομορέα, κι ἀπὸ ᾿κεῖ ἀντίκρυσε τὸ μεγαλεῖο τῆς Θεότητος τοῦ Ἰησοῦ. Γιὰ νὰ δῇς ἕνα πανόραμα, τὴ θάλασσα λ.χ. μὲ τὶς ἀκτές της, τὰ χωριουδάκια μὲ τὰ κάτασπρα σπιτάκια ἢ τὶς πολιτεῖες μὲ τὶς καμινάδες τῶν ἐργοστασίων, πρέπει ν ᾿ ἀνεβῇς κάπου ψηλά, στὸ βουνό· καὶ γιὰ νὰ δῇς τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, νὰ αἰσθανθῇς τὴ θεϊκή του δύναμι, πρέπει νὰ ὑψωθῇς πάνω ἀπ᾿ τὸ χῶμα, πάνω ἀπ᾿ τὴν ὕλη, πάνω ἀπ᾿ τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς, ἡ σκέψι σου νὰ πετάξῃ ψηλότερα, ν᾽ ἀγγίξῃ τὰ ἄστρα, νὰ κατοπτεύσῃ τὴν αἰωνιότητα. Τότε θὰ νιώσῃς ἐντός σου τὸ μεγαλεῖο τὴς Θεότητος. Ὁ Ζακχαῖος, λοιπόν, στὴ συκομορέα, μετέωρος μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς. Καὶ ἡ συκομορέα εἶνε ἕνας τύπος, γιὰ νὰ καταλάβουμε, ὅτι ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἡ σκέψι του ἀνέβηκε ὑψηλότερα.
Ἀντίκρυσε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, εἶδε τὸ ὕψος Του. Ἦταν ὁ προστάτης τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν, ἐκεῖνος ποὺ διήρχετο «εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος» τοὺς ἀνθρώπους (Πράξ. 10,38), ποὺ δὲν εἶχε μιὰ δραχμὴ στὴν τσέπη, ποὺ δὲν εἶχε «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20. Λουκ. 9,58), καὶ αὐτὴ ἡ ἰδανικὴ ζωή του τὸν ἠλέκτρισε. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος εἶδε τὴ δική του ἀθλιότητα. Ἦταν ἕνας κλέφτης τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν, ποὺ καθημερινῶς ἀδικοῦσε δεκάδες ἀνθρώπους. Τὰ χρήματά του ἄφθονα, ἡ κατοικία του καλλιμάρμαρο μέγαρο. Αὐτὴ ἡ τρομακτικὴ ἀντίθεσι τῆς ζωῆς του πρὸς τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ τὸν συγκλόνισε. Ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἄρωμα, ἡ δική του ζωὴ δυσωδία.
Ἀπὸ ᾿δῶ καὶ πέρα ἀρχίζει ἡ μεταβολή. Ἂν ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ βγῆκαν νὰ δοῦν τὸ Χριστὸ ἐπέστρεψαν στὰ σπίτια τους χωρὶς ὠφέλεια, αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἀντίκρυσαν μόνο τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ δοῦν καὶ τὴ δική τους ἀθλιότητα. Ὁ Ζακχαῖος ὠφελήθηκε, μετεβλήθη ψυχικά, γιατὶ ἔρριξε τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ πάνω ἀλλὰ καὶ πρὸς τὰ κάτω. Γι᾿ αὐτὸ μετεβλήθη. Κ᾿ εἶνε ἀληθινὴ ἡ μεταβολή του. Δὲν ἀκοῦτε; Προηγουμένως, τὸ χέρι νὰ τοῦ ἔκοβες, δὲν ἔπαιρνες δραχμή· τώρα λέει· «Τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν» (Λουκ. 19,8)· τὰ μισὰ ἀπ᾿ τὰ ὑπάρχοντά μου δίνω στοὺς φτωχούς, καὶ σ᾿ ὅποιον ἔγινε φτωχὸς ἐξ αἰτίας μου, ἐπειδὴ τὸν ἀδίκησα ἐγώ, σ᾿ αὐτὸν θὰ ἐπιστρέψω τετραπλάσια. Τί μεταβολὴ ἀλήθεια! Ὁ κλέφτης, ὁ λῃστής, ὁ ἄσπλαχνος, τώρα ἐλεήμων, δίκαιος, σπλαχνικός. Τὸν ἑλκύει τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ. Ὦ Χριστὲ ἀστείρευτη, ἀνεξάντλητη ἡ δύναμί σου νὰ μεταβάλλῃς τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, νὰ ἐκθρονίζῃς τὰ πάθη καὶ νὰ ἐγκαθιστᾷς τὴν ἀρετή, τὴν ἀγάπη, τὴ δικαιοσύνη.
Μέγα θαῦμα συντελέσθηκε στὴν Ἰεριχώ, ἡ μετάνοια τοῦ φιλαργύρου Ζακχαίου. Νά λοιπὸν ποὺ δὲν πῆγε χαμένη ἡ ὁδοιπορία τοῦ Χριστοῦ· κέρδισε ἕνα μεγάλο ἁμαρτωλό.
* * *
Καὶ σήμερα, ἀγαπητοί μου,
περιοδεύει ὁ Χριστός. Μιὰ Ἰεριχὼ εἶνε καὶ ἡ κοινωνία μας. Πολλοὶ ἔχουν
τὴν περιέργεια νὰ τὸν δοῦν. Οἱ περισσότεροι ὅμως Χριστιανοὶ τὸν
πλησιάζουν τυπικά, ἀπὸ μιὰ συνήθεια. Ἀκοῦνε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ
μένουν μόνο ἐκεῖ, χωρὶς καμμιά ὠφέλεια, χωρὶς ἀλλαγή.
Στὴ ζωή μας οἱ περισσότεροι μοιάζουμε ἀσφαλῶς μὲ τὸ Ζακχαῖο. Μήπως ἔλειψαν σήμερα ἐκεῖνοι ποὺ τρῶνε καὶ κλέβουν τὸ ψωμὶ τῆς χήρας καὶ τοῦ ὀρφανοῦ; ἐκεῖνοι ποὺ κατακρατοῦν τὸ μισθὸ τοῦ ἐργαζομένου, τοῦ ὑπαλλήλου; Μήπως οἱ σημερινοὶ πλούσιοι πλούτισαν μὲ τὸν τίμιο ἱδρῶτα τους; Μὲ κλεψιές, ἀτιμίες καὶ ἁρπαγὲς ἔκαναν τὰ μέγαρά τους. Ζακχαῖοι καὶ σήμερα πολλοί. Γιατί ὅμως δὲν βλέπουμε κανένα νὰ πλησιάζῃ τὸν Ἰησοῦ, νὰ ὑψώνεται πάνω ἀπὸ τὴν ὕλη, νὰ σκαρφαλώνῃ στὴ συκομορέα, νὰ συγκλονίζεται ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, νὰ βλέπῃ τὴ δική του ἀθλιότητα καὶ νὰ παίρνῃ ἀπόφασι ἀλλαγῆς;
Ζακχαῖοι τῆς ἐποχῆς μας, ξυπνῆστε! Κάνατε τὸ χρῆμα θεὸ καὶ ἁμαρτήσατε διπλᾶ· ὄχι μόνο κλέψατε, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ κλεμμένα ἀσωτεύσατε· ἁρπάξατε, καὶ μετὰ ξωδέψατε τὰ κλεμμένα στὸ γλέντι· κάνατε θύματά σας πρῶτα ὅσους λῃστέψατε καὶ μετὰ ὅσους ἀποπλανήσατε καὶ διαφθείρατε μὲ τὰ κλεμμένα.
Ἐλᾶτε στὸ Χριστὸ νὰ σωθῆτε. Ἀκολουθῆστε τὸ παράδειγμα τοῦ ὁμοίου σας, τοῦ Ζακχαίου. Δῶστε κ᾿ ἐσεῖς «τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων» σας, γιὰ νὰ σταματήσουν μερικὰ κλάματα, νὰ σκορπίσῃ ἡ χαρὰ σὲ κάποια φτωχόσπιτα. Ὑπάρχει κανεὶς Ζακχαῖος ἀνάμεσά μας, ποὺ αἰσθάνεται τὴν ἁμαρτία νὰ τὸν πιέζῃ; Ἔλα, Ζακχαῖε μου, στὸ Χριστό, ν᾿ ἀκούσῃς κ᾿ ἐσὺ «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο» (ἔ.ἀ. 19,9).
Στὴ ζωή μας οἱ περισσότεροι μοιάζουμε ἀσφαλῶς μὲ τὸ Ζακχαῖο. Μήπως ἔλειψαν σήμερα ἐκεῖνοι ποὺ τρῶνε καὶ κλέβουν τὸ ψωμὶ τῆς χήρας καὶ τοῦ ὀρφανοῦ; ἐκεῖνοι ποὺ κατακρατοῦν τὸ μισθὸ τοῦ ἐργαζομένου, τοῦ ὑπαλλήλου; Μήπως οἱ σημερινοὶ πλούσιοι πλούτισαν μὲ τὸν τίμιο ἱδρῶτα τους; Μὲ κλεψιές, ἀτιμίες καὶ ἁρπαγὲς ἔκαναν τὰ μέγαρά τους. Ζακχαῖοι καὶ σήμερα πολλοί. Γιατί ὅμως δὲν βλέπουμε κανένα νὰ πλησιάζῃ τὸν Ἰησοῦ, νὰ ὑψώνεται πάνω ἀπὸ τὴν ὕλη, νὰ σκαρφαλώνῃ στὴ συκομορέα, νὰ συγκλονίζεται ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, νὰ βλέπῃ τὴ δική του ἀθλιότητα καὶ νὰ παίρνῃ ἀπόφασι ἀλλαγῆς;
Ζακχαῖοι τῆς ἐποχῆς μας, ξυπνῆστε! Κάνατε τὸ χρῆμα θεὸ καὶ ἁμαρτήσατε διπλᾶ· ὄχι μόνο κλέψατε, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ κλεμμένα ἀσωτεύσατε· ἁρπάξατε, καὶ μετὰ ξωδέψατε τὰ κλεμμένα στὸ γλέντι· κάνατε θύματά σας πρῶτα ὅσους λῃστέψατε καὶ μετὰ ὅσους ἀποπλανήσατε καὶ διαφθείρατε μὲ τὰ κλεμμένα.
Ἐλᾶτε στὸ Χριστὸ νὰ σωθῆτε. Ἀκολουθῆστε τὸ παράδειγμα τοῦ ὁμοίου σας, τοῦ Ζακχαίου. Δῶστε κ᾿ ἐσεῖς «τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων» σας, γιὰ νὰ σταματήσουν μερικὰ κλάματα, νὰ σκορπίσῃ ἡ χαρὰ σὲ κάποια φτωχόσπιτα. Ὑπάρχει κανεὶς Ζακχαῖος ἀνάμεσά μας, ποὺ αἰσθάνεται τὴν ἁμαρτία νὰ τὸν πιέζῃ; Ἔλα, Ζακχαῖε μου, στὸ Χριστό, ν᾿ ἀκούσῃς κ᾿ ἐσὺ «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο» (ἔ.ἀ. 19,9).
* * *
Ἀλλὰ νά, βλέπω κάποιον Ζακχαῖο
ποὺ ἔρχεται, ἀνεβαίνει στὴ συκομορέα, κι ἀπὸ ᾿κεῖ ἀπολαμβάνει τὸ
μεγαλεῖο. Ἀλλὰ συγχρόνως τί βλέπω· στὴ ῥίζα τῆς συκομορέας πλῆθος
τσεκούρια, ἕτοιμα νὰ τὴν κόψουν καὶ νὰ ῥίξουν τὸν Χριστιανὸ κάτω, νὰ τὸν
παραδώσουν καὶ πάλι στὴν παλιά του ζωή.
Χριστιανὲ Ζακχαῖε μου, μεῖνε στὴ συκομορέα! Ἂν εἶσαι σταθερός, χίλια τσεκούρια νὰ χτυποῦν, θὰ σπάσουν. Ἂν ὅμως εἶσαι ἀσταθὴς καὶ πηγαίνῃς πότε μὲ τὸ Χριστὸ – πότε μὲ τὸν κόσμο, μὲ τό ᾿να χέρι κρατᾷς τὸ σταυρὸ καὶ μὲ τ᾿ ἄλλο κλέβῃς, τότε μὲ τὶς πρῶτες τσεκουριὲς θὰ πέσῃς σὰν σάπιο δέντρο, θὰ σὲ πάρῃ πάλι ὁ κόσμος. Μεῖνε, Ζακχαῖε μου, στὴ συκομορέα· ψηλὰ ἀπ᾿ τὸ χῶμα, πάνω ἀπ᾿ τὴ σαπίλα, γιὰ ν᾿ ἀκούσῃς μιὰ μέρα τὸ «Εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου» (Ματθ. 25,21,23).
Χριστιανὲ Ζακχαῖε μου, μεῖνε στὴ συκομορέα! Ἂν εἶσαι σταθερός, χίλια τσεκούρια νὰ χτυποῦν, θὰ σπάσουν. Ἂν ὅμως εἶσαι ἀσταθὴς καὶ πηγαίνῃς πότε μὲ τὸ Χριστὸ – πότε μὲ τὸν κόσμο, μὲ τό ᾿να χέρι κρατᾷς τὸ σταυρὸ καὶ μὲ τ᾿ ἄλλο κλέβῃς, τότε μὲ τὶς πρῶτες τσεκουριὲς θὰ πέσῃς σὰν σάπιο δέντρο, θὰ σὲ πάρῃ πάλι ὁ κόσμος. Μεῖνε, Ζακχαῖε μου, στὴ συκομορέα· ψηλὰ ἀπ᾿ τὸ χῶμα, πάνω ἀπ᾿ τὴ σαπίλα, γιὰ ν᾿ ἀκούσῃς μιὰ μέρα τὸ «Εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου» (Ματθ. 25,21,23).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ζωοδ. Πηγῆς τοῦ χωρίου Ἅγιος Ἀθανάσιος – Θεσσαλονίκης τὴν 26-1-1958.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ζωοδ. Πηγῆς τοῦ χωρίου Ἅγιος Ἀθανάσιος – Θεσσαλονίκης τὴν 26-1-1958.