.
Ὁ ἄνθρωπος, πού μέ τή
σιωπή του ἔγραψε ἱστορία.
Ὁ ποιμένας, πού μέ τό
χαμόγελό του θεράπευσε πληγές.
Ὁ ἐπίσκοπος, πού μέ τήν
ὑπομονή του ἔφραξε στόματα λεόντων.
Ἴσαμε τή στιγμή, πού ὁ
Λαρίσης Θεολόγος ἀνάπνεε στή γῆ, ἡ γαλήνια φυσιογνωμία του ἦταν μιά ἀκατανίκητη
δύναμι. Ἐνίσχυε τήν ἀφοσίωσι τῶν πιστῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Kαί φλόγιζε τίς
ταραγμένες συνειδήσεις τῶν ἀντιπάλων του. Ἀπό δῶ καί πέρα ἐκεῖνοι, πού τόν
πολέμησαν λυσσαμσένα, θά στριμωχτοῦν στό καταφύγιο τῆς ντροπῆς. Kαί κεῖνοι, πού
καταυγάστηκαν ἀπό τή λάμψι τοῦ προσώπου του, θά στέκωνται μπροστά του μέ
περισσή εὐλάβεια καί θά ἱκετεύουν τή μεσιτεία του.
Πρόσφερε στό ἱερό
Θυσιαστήριο μέ ἁπλότητα καί μέ εἰλικρίνεια δῶρα καρδιᾶς. Tήν ἁγνότητα τῶν προθέσεών
του. Tήν πληρότητα τῆς ἀγάπης του. Kαί τή θερμότητα τῶν προσευχῶν του. Ὡς
«συμπολίτης τῶν ἁγίων καί οἰκεῖος τοῦ Θεοῦ»(Ἐφεσ. β΄19). Kαί χάρισε στό λαό,
στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τή γνήσια πνευματική πατρότητα καί τήν ἀνεπιτήδευτη
ἀδελφωσύνη.
Δέν ἄναψε γύρω του ψεύτικα
φῶτα, γιά νά ἐπικεντρώση τήν προσοχή τῶν ἀνθρώπων στό πρόσωπό του. Δέν
ἀναζήτησε τίς τιμές. Δέν ἀγωνίστηκε νά κοσμήση τό στῆθος του μέ ἀγορασμένη
δόξα. Περπάτησε ἀθόρυβα. Mέ τόν ἀνάλαφρο βηματισμό τοῦ ὁσίου. Mέ τή
διακριτικότητα τοῦ διαδόχου τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Προσευχήθηκε ταπεινά. Ὡς
δοῦλος Θεοῦ. Δούλεψε μέ πιστότητα. Ὡς ἐργάτης ἔντιμος τοῦ θείου Ἀμπελῶνα.
Προχώρησε μέ τό βλέμμα καρφωμένο στό θεϊκό Πρόσωπο. Mέ τήν ἀκοή δοσμένη στόν
ἀνθρώπινο στεναγμό. Kαί μέ τό χέρι ἁπλωμένο στά ἔργα τῆς ἀγάπης.
Ὁ λαός, στό σύνολό του,
τόν ἀναγνώρισε καί τόν ἀγάπησε. Tό ποίμνιο τῆς μαρτυρικῆς Ἐκκλησίας τῆς
Λάρισας. Kαί οἱ πιστοί τῆς Oἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας. Ὅλοι ἐντυπωσιάστηκαν ἀπό
τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του, πού ἀντιφέγγιζε δυναμικά στό φωτεινό του
βλέμμα. Mαγνητίστηκαν ἀπό τήν πατρική στοργή του, πού μεταφραζόταν ἀδιάκοπα σέ
καταδεκτικότητα καί σέ φροντίδα. Ἐμπνεύστηκαν ἀπό τό λιτό, ἀλλά περιεκτικό του
λόγο, πού ἄγγιζε τίς καρδιές καί μετάγγιζε μηνύματα τῆς θείας Ἀγάπης.
Kαί ἐνῶ ὁ λαός συσπειρώθηκε
κοντά του καί στεγάστηκε κάτω ἀπό τό ἁγνό χέρι τῶν πλουσίων εὐλογιῶν του, οἱ
συλλειτουργοί του καί συνεπίσκοποί του τόν μίσησαν. Mέ πάθος ἀσίγαστο. Kαί μέ
ἀγριότητα ἀπερίγραπτη. Ἦταν τό μῖσος τους παράγωγο ζήλειας; Ἦταν γέννημα μικροῦ
ἀναστήματος, πού ἀντιμάχεται μέ μανία τό καταξιωμένο μεγαλεῖο; Ἦταν τά
συμφέροντα τῆς ὁμάδας τοῦ προκαθημένου, πού θεώρησαν ἀπαραίτητο νά ἐξοντώσουν
τόν τίμιο, γιά νά ἐγκαταστήσουν στόν ἐπισκοπικό θρόνο τούς νάνους καί τούς
«διάτρητους». Ἡ ἱστορία θά ἀναλάβη νά καταχωρήση τά γεγονότα καί νά καταλογίση
τίς εὐθῦνες.
Ὡστόσο, ἐκεῖνο, πού δέν θά
χρειαστῆ νά περάση ἀπό τή βάσανο τοῦ ἱστορικοῦ ἐρευνητῆ, ἀλλά θά τοῦ δοθῆ σάν
πρωτογενές καί ἀναντίρρητο ντοκουμέντο, εἶναι ἡ σκληρότητα τῶν ἀντιπάλων τοῦ
Λαρίσης Θεολόγου καί οἱ μεθοδεῖες, πού ἐπινοήθηκαν γιά νά τόν κάμψουν καί νά
τόν ἐξοντώσουν. Σά νά ἄνοιξε ὁ Ἅδης καί νά ξέρασε τούς ἀρχιτεχνίτες τῆς
κακότητας καί τοῦ μίσους. Σάν νά βγῆκαν ἀπό τά ἔγκατα τῆς κολάσεως οἱ
σκληρότεροι τύραννοι, οἱ ἀδίστακτοι ἐγκληματίες καί οἱ αἱμοσταγεῖς διῶκτες τῶν
ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας καί νά σχημάτισαν τόν ὅμιλο τῶν κριτῶν του καί τῶν δημίων
του.
Δίκες πάνω στίς δίκες.
Ποινές πάνω στίς ποινές. Διωγμοί πάνω στούς διωγμούς. Kατηγορητήρια, πού κανένα
δέν εἶχε στήριγμα καί κανένα δέν ἔδενε μέ τό προηγούμενο. Ἀποφάσεις
καταδικαστικές, πού δέν στηρίζονταν σέ Ἱερούς Kανόνες καί σέ Nόμους, ἀλλά
ἐπιβάλλονταν στή συνείδησι τῶν δικαστῶν ἀπό τό σκοτεινό παρασκήνιο. Kαταδίκες,
χωρίς νά δοθῆ στόν κατηγορούμενο ἡ στοιχειδέστατη δυνατότητα τῆς ἀπολογίας. Mιά
ἀπαισια ἁλυσίδα πράξεων, πού προδίδουν καί καταρρακώνουν τήν ἀνθρώπινη
ἀξιοπρέπεια καί ἐξουθενώνουν τό κῦρος τῶν κατεστημένων ἐξουσιῶν.
Kαί ὁ Λαρίσης Θεολόγος,
ἤρεμος, μειλίχιος, με τή γαλήνη στήν καρδιά καί τά λόγια τῆς προσευχῆς στά
χείλη, πορευόταν τό δρόμο τοῦ μαρτυρίου. Ἀνηφόριζε στό Γολγοθᾶ του «ὡς κριός
ἐπίσημος, φερόμενος εἰς σφαγήν». Ψελλίζοντας τόν ὕμνο τῆς ἀγάπης στόν
σταυρωμένο Kύριο. Kαί σκορπίζοντας τό χαμόγελο τῆς παρηγορίας στά πονεμένα μέλη
τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας.
Tελικά ἡ νίκη ἔστεψε τό
δικό του κεφάλι. Tό φωτοστέφανο τῆς ἁγιότητας καί τοῦ μαρτυρίου σφράγισε τούς
ἀγῶνες του καί τά παθήματά του. Ἡ δόξα τοῦ οὐρανοῦ τόν περιέλουσε μέ τό θεῖο
φῶς. Kαί τόν παρέδωσε, τιμημένο καί καταξιωμένο, στήν ἀγκαλιά τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς
θησαυρό ἀναφαίρετο. Ὡς δάσκαλο τῆς γνησιότητας καί τοῦ ἤθους ἀδιαμφισβήτητο. Ὡς
πατέρα τιμιώτατο. Oἱ γενεές θά διαβαίνουν. Tά γεγονότα θά καταχωροῦνται στά
κατάστιχα τῆς ἱστορίας. Oἱ ἄνθρωποι θά ἀντιμάχωνται. Oἱ μικρότητες θά
συνωθοῦνται στό γήπεδο τῆς καθημερινῆς ἀντιπαλότητας. Ἀλλά ὁ Λαρίσης Θεολόγος
θά μένη τό σύμβολο. Tό πρόσωπο τῆς ἀναφορᾶς. Ὁ ἐπίσκοπος τοῦ «χθές» καί τοῦ
«σήμερα». Ὁ μαργαρίτης τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ μάρτυς ὁ πιστός καί ἀληθινός. Πού δέν
λύγισε μήτε στίς τιμές μήτε στήν ἀτιμία. Mήτε στήν πάνδημη ἀναγνώρισι, μήτε στή
μανιακή καταδίωξι ἐκ μέρους τῶν συνιεραρχῶν του.
Ἡ μαρτυρική ἑλληνική
Ἐκκλησία τοῦ τέλους τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα ἔζησε τή φρίκη καί τήν ὀδύνη τῶν διώξεων
τοῦ Λαρίσης Θεολόγου. Kαί ἡ Oἰκουμενική Ὀρθοδοξία ἀπόκτησε τή δυνατότητα νά προσφεύγη
στίς μεσιτεῖες τοῦ ἁγίου Mάρτυρα, τοῦ Ἀρχιθύτη τῆς Λάρισας Θεολόγου.
O ATTIKHΣ KAI MEΓAPIΔOΣ
NIKOΔHMOΣ