Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

«Κατεγνωσμένη αίρεσις», «κατεγνωσμένος» αιρετικός, και καταδικασμένος αιρετικός.



   
  Ἡ αἵρεσις διά τήν ὁποίαν ἐπιτρέπει καί ἐπιβάλλει ὁ παρών Κανών (ὁ ΙΕ΄ τῆς ΑΒ Συνόδου) τήν ἀποτείχισι πρό συνοδικῆς κρίσεως, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ὅτι, πρέπει νά εἶναι «κατεγνωσμένη παρά τῶν ἁγίων Πατέρων καί Συνόδων», δηλαδή νά εἶναι μία γνωστή αἵρεσις διά τήν ὁποία ἔχουν ὁμιλήσει καί καταδικάσει κάποια ἐγκεκριμένη Σύνοδος ἤ κάποιοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ἀσφαλῶς δημιουργεῖ μία ἀσφάλεια δι’ αὐτούς πού ἀποτειχίζονται, ἐπειδή ἕπονται κατ’ ἴχνος τῶν ἁγίων Πατέρων ὄχι μόνο θεωρητικῶς (δηλαδή ὡς πρός τήν διάγνωσι τῆς αἱρέσεως) ἀλλά καί πρακτικῶς (δηλαδή ὡς πρός τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς). Διότι ἡ θεωρητική μόνο διάγνωσις ἤ καί καταδίκη τῆς αἱρέσεως χωρίς τήν πρακτική, σημαίνει Ὀρθοδοξία μόνο διά τῶν λόγων, πίστι ἄνευ τῶν ἔργων, κάτι δηλαδή τό ὁποῖον σύμφωνα μέ τήν ἁγ. Γραφή, Ἰακ. 2,19  δύνανται νά τό ἔχουν καί οἱ δαίμονες.
    Αὐτή ἡ ἔκφρασις τοῦ παρόντος Κανόνος σημαίνει, ἐπίσης, ὅτι τό κῦρος τῶν ἐγκεκριμένων Συνόδων καί τῶν ἁγ. Πατέρων ὑπέρκειται τοῦ κύρους οἱουδήποτε Ἐπισκόπου, Μητροπολίτου, Πατριάρχου ἤ καί ὁλοκλήρου ἐνδημούσης Συνόδου· ὅτι ἡ Παράδοσις διασώζεται καί συνεχίζεται μέ τήν συμπόρευσι καί συνταύτησι μέ τούς ἁγίους καί ὅτι οὐδείς ἔχει δικαίωμα νά ἀναιρέση ἤ ἀλλοιώση ὅσα οἱ Πατέρες ἐθέσπισαν.
    Ἡ ἔκφρασις αὐτή ἐπίσης τοῦ παρόντος Κανόνος, «κατεγνωσμένη παρά τῶν ἁγίων Πατέρων ἤ Συνόδων», δέν σημαίνει ὅτι διά μία «μή κατεγνωσμένη» αἵρεσι ὀφείλομε ὑπακοή εἰς τούς Ἐπισκόπους καί
τούς φορεῖς τῆς αἱρέσεως πρό συνοδικῆς κρίσεως, ἀλλά ὅτι, ἐφ’ ὅσον ἡ αἵρεσις δέν εἶναι κατεγνωσμένη (καταδικασμένη), ὁ δρόμος τῆς ἀποτειχίσεως δέν εἶναι ἀσφαλής. Σέ τέτοια ἀποτείχισι, μή κατεγνωσμένης αἱρέσεως, προέβησαν οἱ Ὀρθόδοξοι εἰς τήν περίπτωσι τῆς Εἰκονομαχίας κατά τό χρονικό διάστημα ἀπό τῆς ἐνάρξεώς της μέχρι τήν Ζ΄ Οἰκουμενική, ἡ ὁποία τήν κατέστησε κατεγνωσμένη. Ἐδῶ ὑπάρχει καί ἐπιπλέον τό γεγονός ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντέστησαν καί ἀπετειχίσθησαν ὄχι μόνο εἰς μή κατεγνωσμένην αἵρεσι, ἀλλά καί ἐπισφραγισθεῖσα ἀπό Σύνοδο 348 Ἐπισκόπων (εἰς τήν Σύνοδον τήν λεγομένην τῆς Ἱερείας), σύμφωνα μέ τό χρονικόν τοῦ Θεοφάνους (P.G. 108, 861A).
    Ἐπίσης ἡ ἔκφρασις «κατεγνωσμένη παρά τῶν ἁγίων Πατέρων ἤ Συνόδων» δέν περιθωριοποιεῖ τήν ἁγ. Γραφή, οὔτε καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἐπιβουλεύεται τήν αὐθεντίαν της, ἀλλά σημαίνει τό ἐπιπλέον· δηλαδή ἄν ὑπάρξη αἵρεσις, ἡ ὁποία ἀντιστρατεύεται στήν ἁγ. Γραφή ἤ ἀκυρώνει κάποια ἐντολή καί διδασκαλία της, πρέπει ἀμέσως νά ἀποτειχισθοῦμε ἀπό τούς φορεῖς της, χωρίς νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό ἄν ἔχη καταδικασθῆ ἀπό τούς ἁγ. Πατέρες ἤ τίς Συνόδους. Ἐπί παραδείγματι, ἄν κάποιος Ἐπίσκοπος διδάσκη δημοσίως καί ἐπ’ Ἐκκλησίας ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπό τόν πίθηκο ἤ διδάσκη οἱαδήποτε ἐξελικτική θεωρία, ἀπό αὐτόν πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι ἀμέσως νά ἀποτειχίζωνται, διότι ἡ ἁγ. Γραφή ὑπέρκειται τῶν Συνόδων καί τῶν Πατέρων. Κατά τόν ἴδιο τρόπο πρέπει νά ἀποτειχίζωνται οἱ Ὀρθόδοξοι ἄν ὁ Ἐπίσκοπος ἀκυρώνη διά τῶν διαζυγίων τό νόμιμο γάμο ἤ ἀθετῆ δημοσίως οἱαδήποτε εὐαγγελική ἐντολή.  Διότι, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς σημαίνει τήν δημοσία καί συνοδική ἀθέτησι ὅλου τοῦ Εὐαγγελικοῦ νόμου, τό ὁποῖο διδάσκεται σαφῶς καί ἀπό τήν ἴδια τήν ἁγ. Γραφή (Ἰακ. 2,10 –Λουκ. 16,17).
   Εἶναι σημαντικό καί πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι, ὁ ἱερός Κανών (ὁ ΙΕ΄ τῆς ΑΒ Συνόδου) δὲν ὁμιλεῖ γιὰ «κατεγνωσμένο» αἱρετικό, ἀλλὰ γιά «κατεγνωσμένη αἵρεσι»·  Αὐτό σημαίνει ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ κατεγνωσμένη αἵρεσις καί ἄλλο ὁ κατεγνωσμένος αἱρετικός. Δηλαδή, ἄν κάποιος Ἐπίσκοπος ποὺ δὲν εἶχε χαρακτηρισθῆ  ὡς αἱρετικός, ἀρχίζει νὰ κηρύττη μία κατεγνωσμένη αἵρεσι, καθίσταται κι αὐτὸς κατεγνωσμένος ὡς φορέας κατεγνωσμένης αἱρέσεως, ἔστω καί ἄν ὁ ἴδιος δέν ἔχη καταδικασθῆ ἀπό κάποια Σύνοδο. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως, ὡς ἀπομάκρυνσις ἀπό κάτι νόθο, ἐπιβλαβές καί ἀλλότριο πρός τήν ὑγιᾶ πίστι τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ὡς μία ἔνδειξις διαμαρτυρίας ἤ ἐπισπεύσεως τῶν ἀναλόγων διαδικασιῶν τῆς Συνόδου, διά τήν καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ.
    Σ’ αὐτό συνηγοροῦν οἱ ἴδιες οἱ ἐκφράσεις τοῦ παρόντος Κανόνος, ὁ ὁποῖος, τούς φορεῖς κατεγνωσμένης αἱρέσεως, τούς ὀνομάζει «ψευδεπισκόπους καί ψευδοδιδασκάλους» καί πρίν τήν καταδίκη των ἀπό τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο. Αὐτό τό ἀναφέρομε καί θά τό ἐκθέσωμε ἐκτενέστερα κατωτέρω, ἐπειδή στὶς ἡμέρες μας ἔχουν διαστραφῆ οἱ ἔννοιες καὶ ἐμεῖς σήμερα, θεωροῦμε κατεγνωσμένο αἱρετικό, ὄχι τόν φορέα κατεγνωσμένης αἱρέσεως, ἀλλά τόν καταδικασμένο ἀπό τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο. Αὐτό ὅμως εἶναι ἐξώφθαλμα λανθασμένο σύμφωνα μέ τόν ὑπό ἐξέτασι Κανόνα διότι τότε,
   α) δὲν ὑπῆρχε οὐδεμία ἀνάγκη νὰ γραφῆ τὸ ἀκροτελεύτιο μέρος τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος, ἀφοῦ εἶναι γνωστὸ ὅτι οὐδεὶς ὀρθόδοξος κοινωνοῦσε μὲ καταδικασμένο αἱρετικό, καὶ ἂν κοινωνοῦσε, θεωρεῖτο παρευθὺς κι αὐτὸς αἱρετικός,
    β) δὲν ἀξίζει καμιὰ ἰδιαίτερη τιμὴ σὲ κάποιον ποὺ ἀποφεύγει τὸν αἱρετικό, ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι στοιχειῶδες καθῆκον του,
   γ) διότι ὁ Κανών ἀναφέρεται σὲ Ἐπίσκοπο ποὺ κηρύττει αἵρεσι, ἀλλὰ δὲν ἔχει καταδικασθῆ ἀκόμα ἀπὸ Σύνοδο. Παρόλα αὐτὰ ὁ ἱερὸς κανὼν δὲν τὸν ὀνομάζει Ἐπίσκοπον, ἀλλὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὸν «καλούμενον Ἐπίσκοπον», αὐτὸν δηλαδή ποὺ μόνον τὸ ὄνομα φέρει τοῦ Ἐπισκόπου, στὴν πραγματικότητα ὅμως δὲν εἶναι Ἐπίσκοπος, ἀλλά, ὅπως ξεκάθαρα τὸν ἀποκαλεῖ στὴν συνέχεια, εἶναι «ψευδεπίσκοπος καὶ ψευδοδιδάσκαλος»,
  δ) ἄν ὑποτεθῆ ὅτι ὁ φορέας τῆς κατεγνωσμένης αἱρέσεως εἶναι «ὄντως» Ἐπίσκοπος, τότε, οἱ ἀποσχιζόμενοι ἀπό αὐτόν, ἐφ’ ὅσον ἀποσχίζονται ἀπό κανονικό Ἐπίσκοπο, δημιουργοῦν σχίσμα καί δέν θεραπεύουν τό σχίσμα ὅπως διδάσκει ὁ παρών Κανών καὶ ἄρα ὁ Κανών αὐτὸς θὰ περιεῖχε ἀντιφατικὰ καὶ μεταξύ τους ἀντικρουόμενα στοιχεῖα. 
    Ὡς ἐκ τούτου ἡ καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ κατεγνωσμένης αἱρέσεως ἀπό τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο δέν ἔχει τόσο τήν ἔννοια τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό αὐτόν (διότι ἡ καταδίκη ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια θά βοηθοῦσε μόνον ὅσους εἶναι τελείως ξένοι καί ἄγευστοι στά θέματα τῆς πίστεως), ἀλλά κυρίως ἔχει σκοπό τήν προστασία τῶν Ὀρθοδόξων καί τήν ὁμολογία καί συμπόρευσι τῆς Συνόδου μέ τήν διαχρονική πίστι τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν ὑποτεθῆ ὅτι οἱ αἱρετικοί κατεγνωσμένης αἱρέσεως μέχρι τήν καταδίκη των εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τότε τό σῶμα αὐτό δέν εἶναι διαχρονικά ὁμοιόμορφο κατά τήν πίστι, ἀλλά ὅταν ἐπικρατοῦσε ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν Ὀρθόδοξο, ὅταν ἐπικρατοῦσε ὁ Ἀρειανισμός ἦτο Ἀρειανικό, Πνευματομάχο, Μονοφυσιτικό, Εἰκονομαχικό, Παπικό, ἀνάμεικτο κατά τόν τύπο τοῦ ἱπποκενταύρου, σήμερα δέ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι Οἰκουμενιστικό, ἐφ’ ὅσον σήμερα ὁ Οἰκουμενισμός ἐπεκτείνεται παντοῦ, ὅπως κάποτε ὁ Ἀρειανισμός.
    Ἀπό ὅσα λοιπόν ἀναφέραμε γίνεται φανερό ὅτι ὁ φορέας κατεγνωσμένης αἱρέσεως εἶναι, λόγῳ τῆς αἱρέσεως, ξένος πρός τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὡς ἐκ τούτου «ψευδεπίσκοπος καί ψευδοδιδάσκαλος» σύμφωνα μέ τήν ἔκφρασι τοῦ παρόντος Κανόνος. Ἡ ἀπόφασις δέ τῆς Συνόδου περί ἀποκοπῆς καί καταδίκης του ἔχει τήν ἔννοια τῆς ἀποδοχῆς τῆς λόγῳ αἱρέσεως ἀποκοπῆς του ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κατά τόν τύπο τῆς παραιτήσεως κάποιου δι’ αἰτήσεώς του ἀπό  κάποιο ὀργανισμό, Σύλλογο κλπ. Αὐτό ἀκριβῶς ἀναφέρει καί τό Συνοδικό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς.


   (Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, Ἡ διαχρονικὴ συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων… περὶ διακοπῆς μνημονεύσεως Ἐπισκόπου,σελ. 27-31).