Ἡ παροῦσα
ἀνάρτηση ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς χθεσινῆς, τῆς μελέτης δηλ. τοῦ καθηγητῆ Παν. Χρήστου μὲ
τίτλο «Ἡ προσπάθεια τοῦ Μ. Βασιλείου περὶ τῆς κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν» καὶ
δικό μας ὑπότιτλο «Ἀποτειχίσεις τοῦ Μ.
Βασιλείου».
* Τὴν πρώτη τὴν ἀπευθύνει σὲ
τρεῖς Αἰγύπτιους Ἐπισκόπους, ἐξόριστους στὴν Παλαιστίνη, οἱ ὁποῖοι, παρότι
εἶχον ἐπικοινωνία μετὰ αἱρετικῶν, ὅμως, «εἶχον ὀρθόδοξα φρονήματα οἱ ἴδιοι καὶ
ἐδιώχθησαν δι’ αὐτὰ καταφυγόντες εἰς Παλαιστίνην». Ἐκεῖ «ἐνημερώθησαν» γιὰ τὶς
κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν καὶ τὰ κατέκριναν. «Ταῦτα μαθὼν ὁ Μ. Βασίλειος γράφει
πρὸς αὐτοὺς τῆν παροῦσαν» ἐπιστολήν (Μπιλάλη Νικόδημου, Ἁγιορείτου μοναχοῦ).
* Τὴν δεύτερη Ἐπιστολὴ τὴν ἀπευθύνει
πρὸς τὸν ἐκλεγέντα ὡς διάδοχον τοῦ Μ. Ἀθανασίου, τὸν Ἐπίσκοπον Ἀλεξανδρείας
Πέτρον.
* Μὲ τὴν πρώτη ἐπιστολὴ ὁ Μ.
Βασίλειος ἐπαινεῖ τοὺς τρεῖς Ἐπισκόπους α) ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι ἀντελήφθησαν
ἐγκαίρως τὶς καινοτομίες τῶν αἱρετικῶν, ποὺ ἦσαν ἀντίθετες
μὲ τὶς ἀποστολικὲς διδασκαλίες β) ἀφ’ ἑτέρου δέ, διότι δὲν ἀνέχτηκαν νὰ ἀντιμετωπίζεται
μὲ σιωπὴ
ἡ βλάβη
ποὺ προκαλοῦν οἱ αἱρετικοὶ στοὺς πιστούς, γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς ἀντιμετώπιζαν φανερά,
παρότι εὑρίσκοντο σὲ ἄλλη ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία!
[Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς σύγχρονους
Ἐπισκόπους καὶ Ποιμένες ποὺ ἀρνοῦνται νὰ ἐνεργήσουν ὡς Ποιμένες (καὶ ἄρα δὲν
ὁμολογοῦν τῆν Πίστη εἰς Χριστόν), φοβούμενοι τὴν ὑποθετικὴ περίπτωση τῆς τυχὸν
καθαιρέσεώς τους ἀπὸ τοὺς σύγχρονους αἱρετικοὺς Πατριάρχες. Τοῦτο ὡμολόγησε
ἕνας ἀκριτικὸς Ἐπίσκοπος «παραδοσιακός», ὅπως ἀποκάλυψε πρωτοπρεσβύτερος καὶ
πρόσφατα δημοσιεύσαμε. Αὐτὸς εἶναι ὁ κύριος λόγος ποὺ δὲν μιλοῦν οἱ μὴ
οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι, ἐπιτρέποντας ἔτσι νὰ βλάπτονται οἱ πιστοί, τὰ
πνευματικά τους δηλ. παιδιά, μολυνόμενα ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ
ὁδηγεῖ (ὅσους ἐγκολπώνονται τὶς πολυπληθεῖς κακοδοξίες του) ἐκτὸς Ἐκκλησίας.
Καί, ὤ τῆς παραφροσύνης! Ὄχι μόνο δὲν ἀγωνίζονται ὑπὲρ τῆς διωκομένης σήμερα
Πίστεως, ἀλλὰ ἀντίθετα καθησυχάζουν τοὺς πιστούς, πὼς σώζονται παραμένοντας στὴν
Ἐκκλησία, ποὺ διοικεῖται ἀπὸ αἱρετικοὺς καὶ σιγά-σιγὰ ἁλώνεται ἀπὸ τὴν αἵρεση,
καὶ ἐνῶ κοινωνοῦν μὲ αἱρετικούς!].
* Ἐπίσης, ὁ Μ. Βασίλειος
καταθέτει τὸ αὐτονόητο καὶ ὁλοφάνερο συμπέρασμα ὅτι ὁ αἱρετικὸς γενικὰ στέκεται
ἐμπόδιο στὴν σωτηρία τῶν πιστῶν· πολὺ δὲ μεγαλύτερο
εἶναι τὸ κακὸ ποὺ προκαλεῖ,
ὅταν δὲν
ἔχει ἀκόμα –ὡς αἱρετικός– καταδικασθεῖ καὶ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας, γιατὶ προκαλεῖ σύγχυση στοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ
περιμένουν ἀπὸ ἕναν Ὀρθόδοξο Ποιμένα (ὅπως τὸν θεωροῦν) νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν Πίστη, αὐτός, ἀντίθετα, κρύβει κάτω ἀπὸ τὴν προβειὰ ποὺ φορεῖ ἕναν λύκο, ποὺ κατασπαράσσει τὰ πρόβατα.
περιμένουν ἀπὸ ἕναν Ὀρθόδοξο Ποιμένα (ὅπως τὸν θεωροῦν) νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν Πίστη, αὐτός, ἀντίθετα, κρύβει κάτω ἀπὸ τὴν προβειὰ ποὺ φορεῖ ἕναν λύκο, ποὺ κατασπαράσσει τὰ πρόβατα.
[Ἂν εἶναι, λοιπόν, δυνατὸν οἱ Πατέρες,
ἔχοντας διαπιστώσει αὐτὴν τὴν καταστροφικὴ δράση τῆς κάθε αἱρέσεως καὶ τοῦ κάθε
λυκοποιμένα, νὰ μὴ εἶχαν λάβει τὰ κατάλληλα μέτρα, γιὰ νὰ μὴ ἐπιτρέψουν τὴν
μόλυνση τῶν πιστῶν ἀπὸ τὸν μολυσματικὸ ἰὸ τῆς αἱρέσεως. Καὶ ἡ ἀντιμετώπιση ἦταν
ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ μνημοσύνου καθενὸς ποὺ δίδασκε καινοφανεῖς
ἰδέες, ἔστω κι ἂν αὐτὲς δὲν εἶχαν καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο. Πόσο μᾶλλον, ὅταν
αὐτὲς οἱ ἰδέες (ὅπως οἱ διαδιδόμενες σήμερα αἱρετικὲς διδασκαλίες περὶ “ἀδελφῶν
Ἐκκλησιῶν”, “διηρημένης Ἐκκλησίας” καὶ “βαπτισματικῆς θεολογίας”) ἔχουν
καταδικαστεῖ ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ στὴ συνέχεια ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες
Οἰκουμενικὲς καὶ τοπικὲς Συνόδους ποὺ ἐπαναλαμβάνουν τὴν Α΄ Οἰκουμενική].
* Ὅπως καὶ κατ’ ἄλλους
Πατέρες, καὶ κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον ὁ αἱρετικός, ἐξ αἰτίας τῶν ἀσεβῶν
διδασκαλιῶν του ἐξέρχεται
ἐκ τῆς Ἐκκλησίας: «δογμάτων ἕνεκεν ἀσεβῶν ἐξῆλθε τῆς
Ἐκκλησίας»!
* Ὁ Μ. Βασίλειος συνιστᾶ
στοὺς τρεῖς Ἐπισκόπους, ὅτι εἶναι ἀσφαλέστερο οἱ κρίσιμες γιὰ τὴν Ἐκκλησία
ἀποφάσεις νὰ λαμβάνονται ὄχι μονομερῶς, ἀλλὰ ἀπὸ κοινοῦ καὶ ἐκ συμφώνου.
* Ὁ Μ. Βασίλειος ἀναφέρει
καὶ στὶς δύο ἐπιστολές (265 καὶ 266) τὴν ὀδυνηρὴ ἐμπειρία τῆς ἐπιθέσεως καὶ
ἐχθρότητος, ὄχι τόσο τῶν ἐχθρῶν, ὅσο ἐκείνη ποὺ δέχεται κανεὶς ἀπὸ τοὺς φίλους
καὶ ὁμοδόξους.
(Ἐπιστολὴ 265): «Καὶ
πράγματι, τὸ νὰ πάθῃ κανεὶς κάτι ἀπὸ ἕνα φανερὸν ἐχθρόν, ἀκόμη καὶ ὅταν εἶναι
ὑπερβολικῶς ὀδυνηρόν, εἶναι κάπως ὑποφερτὸν εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος καταπονεῖται,
καθὼς (ἄλλωστε) ἔχει γραφῇ: “Διότι, ἐὰν ἤθελε μὲ ὑβρίσει ὁ ἐχθρός μου, θὰ τὸ
ὑπέφερον”. Τὸ νὰ ὑποστῇς ὅμως κάποιαν βλάβην ἀπὸ
ἕνα ὁμόφρονα καὶ ἰδικόν σου, τοῦτο εἶναι ἐντελῶς ἀνυπόφορον καὶ δὲν
ἐπιδέχεται καμμίαν παρηγορίαν».
(Ἐπιστολὴ 266): «Ὅσα λοιπὸν»
ὑφιστάμεθα ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανοὺς «ταῦτα
μᾶς εἶναι ὑποφερτά, λόγω τοῦ ὅτι γίνονται
ἀπὸ φανεροὺς ἐχθρούς... Ὅμως μᾶς λυποῦν καὶ μᾶς ταράσσουν ὅσα
γίνονται ἀπὸ τοὺς ὁμοψύχους
καὶ ὁμοδόξους».
* Στὴν συνέχεια τῆς πρὸς
Πέτρον ἐπιστολῆς του ὁ Μ. Βασίλειος, ἀπολογεῖται καὶ διαβεβαιώνει ὅτι «οἱ
θεοφιλέστατοι ἀδελφοί μας καὶ συλλειτουργοὶ Μελέτιος καὶ Εὐσέβιος» ἔχουν
ὀρθόδοξο φρόνημα, γι’ αὐτὸ καὶ ὑπέστησαν πόλεμο «ἐκ μέρους τῶν Ἀρειανῶν». Ἂν
δὲν εἶχαν ὀρθόδοξο φρόνημα, συνεχίζει ὁ ἅγιος πατήρ, τότε «ἡμεῖς τουλάχιστον, οὔτε κἂν μίαν
ὥραν δὲν θὰ ἐσυνεχίζομεν νὰ δεχώμεθα τὴν
ἐπικοινωνίαν
μαζί των, ἐὰν συνέβαινε νὰ διαπιστώσωμεν ὅτι οὗτοι χωλαίνουν ὡς πρὸς τὴν πίστιν».
[Δηλαδή, ὅταν διαπίστωναν οἱ Ἅγιοι ὅτι
κάποιος Ἐπίσκοπος ἢ ἱερωμένος εἶχε αἱρετικὲς θέσεις, δὲν περίμεναν κάποια
Σύνοδο νὰ τὸν καθαιρέσει, ἀλλὰ διέκοπταν τὴν μετ’ αὐτοῦ κοινωνία, καὶ δὲν
ἤθελαν νὰ παραμείνουν κοντά του οὔτε μιὰ ὥρα! Ἂς τὰ δοῦν ὅλα αὐτὰ οἱ
γνωρίζοντες ὅτι ὁ Πατριάρχης καὶ ἡ ὁμάδα του ἐπὶ χρόνια διαλύουν τὴν Πίστη,
καταλύουν τὸ Σύμβολο τῆς Νικαίας ποὺ ὁμιλεῖ περὶ μιᾶς Ἐκκλησίας καὶ ἑνὸς
βαπτίσματος (σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου, τοῦ ἀποστόλου Παύλου κ.λπ.)
καὶ διδάσκουν νέο Εὐαγγέλιο, καὶ δημιουργοῦν ΝΕΑ Ἐκκλησία, εἰς τὴν
ὁποία περιέχονται ὡς Ἐκκλησίες, ὅλες οἱ αἱρέσεις].
α) τὴν μετάφραση τῶν δύο
προαναφερθέντων Ἐπιστολῶν τοῦ Μ. Βασιλείου, ποὺ ἀνήκει στὸν προσφάτως
κοιμηθέντα π. Νικόδημο Μπιλάλη (καὶ ἂς λογισθεῖ ὡς ἕνα μικρὸ μνημόσυνο στὴν
μνήμη του) καὶ
β) τὸ κείμενο τῶν Ἐπιστολῶν.
Οἱ τρεῖς ὑποσημειώσεις εἶναι
κι αὐτὲς τοῦ μ. Νικοδήμου Μπιλάλη, Ἅπαντα τῶν Ἁγ. Πατέρων, Μ. Βασιλείου Ἅπαντα,
Ἔκδ. «Ὠφελίμου Βιβλίου», τόμ. 7ος, σελ. 130-139).
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 265 (ZΞE'-CCLXV)
ΠΡΟΣ ΕΥΛΟΓΙΟΝ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ
ΚΑΙ ΑΔΕΛΦΟΚΡΑΤΙΩΝΑ,
ΕΠI ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ
ΕΞΩΡIΣΜΕΝΟΥΣ
1. Εἰς ὅλα ἀνακαλύπτομεν ὅτι
εἶναι μεγάλη ἡ (φιλάνθρωπος) οἰκονομία τοῦ Ἀγαθοῦ Θεοῦ εἰς τὰς Ἐκκλησίας Του,
ὥστε ἀκόμη καὶ ὅσα φαίνονται ὅτι εἶναι λυπηρὰ καὶ ὅτι συμβαίνουν ὄχι ἐντελῶς
κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν μας, καὶ αὐτὰ νὰ οἰκονομοῦνται (καὶ νὰ κατευθύνωνται) πρὸς
ὠφέλειαν τῶν πολλῶν ἀπὸ τὴν ἀκατάληπτον σοφίαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὰς ἀνεξερεύνητους
ἀποφάσεις τῆς δικαιοσύνης Του. Καὶ ἰδού (παράδειγμα)·
ἀφοῦ ἐπῆρεν ὁ Κύριος τὴν ἀγαπήν σας ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Αἰγύπτου, σᾶς ὡδήγησε καὶ σᾶς ἐγκατέστησεν εἰς τὸ μέσον τῆς Παλαιστίνης, διὰ νὰ μιμηθῆτε (οὕτω) τοὺς παλαιοὺς Ἰσραηλίτας, τοὺς ὁποίους μὲ τὴν αἰχμαλωσίαν ὡδήγησεν εἰς τὴν χώραν τῶν Ἀσσυρίων καὶ ἔσβησε μὲ τὴν παρουσίαν τῶν ἁγίων τὴν ἐκεῖ εἰδωλολατρίαν. Καὶ τώρα λοιπόν, καθὼς σκεπτόμεθα (τὴν περίπτωσίν σας), εὑρίσκομεν παρομοίως (νὰ συμβαίνῃ). Ὅτι δηλαδὴ ὁ Κύριος διὰ τῆς προβολῆς ἐνώπιόν σας τοῦ ἀγῶνος ὑπὲρ τῆς εὐσέβειας ἀφ' ἑνὸς ἤνοιξεν εἰς σᾶς μὲ τὴν ἐξορίαν τὸ στάδιον τῶν μακαρίων ἀγωνισμάτων, ἐνῷ ἀφ' ἑτέρου ἐχάρισεν εἰς ὅσους θὰ γνωρίζουν τὴν ἀγαθήν σας προαίρεσιν φανερὰ ὑποδείγματα διὰ τὴν σωτηρίαν των.
ἀφοῦ ἐπῆρεν ὁ Κύριος τὴν ἀγαπήν σας ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Αἰγύπτου, σᾶς ὡδήγησε καὶ σᾶς ἐγκατέστησεν εἰς τὸ μέσον τῆς Παλαιστίνης, διὰ νὰ μιμηθῆτε (οὕτω) τοὺς παλαιοὺς Ἰσραηλίτας, τοὺς ὁποίους μὲ τὴν αἰχμαλωσίαν ὡδήγησεν εἰς τὴν χώραν τῶν Ἀσσυρίων καὶ ἔσβησε μὲ τὴν παρουσίαν τῶν ἁγίων τὴν ἐκεῖ εἰδωλολατρίαν. Καὶ τώρα λοιπόν, καθὼς σκεπτόμεθα (τὴν περίπτωσίν σας), εὑρίσκομεν παρομοίως (νὰ συμβαίνῃ). Ὅτι δηλαδὴ ὁ Κύριος διὰ τῆς προβολῆς ἐνώπιόν σας τοῦ ἀγῶνος ὑπὲρ τῆς εὐσέβειας ἀφ' ἑνὸς ἤνοιξεν εἰς σᾶς μὲ τὴν ἐξορίαν τὸ στάδιον τῶν μακαρίων ἀγωνισμάτων, ἐνῷ ἀφ' ἑτέρου ἐχάρισεν εἰς ὅσους θὰ γνωρίζουν τὴν ἀγαθήν σας προαίρεσιν φανερὰ ὑποδείγματα διὰ τὴν σωτηρίαν των.
Ἀφοῦ λοιπὸν μὲ τὴν χάριν τοῦ
Θεοῦ ἐπληροφορήθημεν διὰ τὴν ὀρθότητα τῆς πίστεώς σας καὶ τὸ ἐνδιαφέρον σας διὰ
τοὺς ἀδελφούς, καθὼς καὶ ὅτι δὲν παραμελεῖτε μὲ ἐπιπολαιότητα καὶ ἀδιαφορίαν τὰ
εἰς ὅλους ὠφέλιμα καὶ ἀναγκαία πρὸς σωτηρίαν, ἀλλ' ὅτι προθυμοποιεῖσθε νὰ
πράττετε κάθε τι πρὸς οἰκοδομὴν τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐκρίναμεν ὅτι εἶναι δίκαιον νὰ
γίνωμεν κοινωνοὶ (καὶ μέτοχοι) τῆς ἀγαθῆς μερίδος σας καὶ νὰ συνδέσωμεν τοὺς ἑαυτούς
μας μὲ τὴν εὐλάβειάν σας διὰ μέσου τῆς ἐπιστολῆς. Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς
ἀπεστείλαμεν καὶ τὸν λίαν ἀγαπητὸν υἱόν μας Ἐλπίδιον, τὸν συνδιάκονον, ὥστε ἀφ'
ἑνὸς νὰ μεταφέρῃ τὴν ἐπιστολὴν καὶ ἀφ' ἑτέρου ὡς ἱκανὸς ὁ ἴδιος νὰ σᾶς ἀναφέρη
ὅσα τυχὸν (μᾶς) διέφυγον εἰς τὴν ἔκθεσιν τῆς ἐπιστολῆς.
2. Πάρα πολὺ μᾶς ἐνίσχυσε
τὴν ἐπιθυμίαν τῆς ἐπικοινωνίας μαζί σας ἡ πληροφορία περὶ τοῦ ζήλου σας ὡς πρὸς τὴν ὀρθότητα τῆς εὐσεβοῦς πίστεως,
ὅτι δηλαδὴ οὔτε ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν
συγγραμμάτων οὔτε ἀπὸ τὴν ποικιλίαν τῶν
σοφισμάτων παρεσύρθη ἡ σταθερότης τῆς καρδίας σας.
Τουναντίον, ἀφ' ἑνὸς ἀνεγνωρίσατε ὅσους καινοτομοῦν
ἀντίθετα πρὸς τὰς ἀποστολικὰς διδασκαλίας καὶ ἀφ' ἑτέρου δὲν ἠνέχθητε νὰ συγκρατήσετε (καὶ ἀναχαιτίσετε
ἁπλῶς) μὲ σιωπὴν
τὴν βλάβην ἡ ὁποια γίνεται
ἀπὸ αὐτούς. Διότι ὄντως συνηντήσαμεν μεταξὺ ὅλων ὅσοι εἶναι προσηλωμένοι εἰς
τὴν εἰρήνην του Κυρίου πολλὴν λύπην διὰ τοὺς παντοειδεῖς νεωτερισμοὺς τοῦ Ἀπολιναρίου
Λαοδικείας, ὁ ὁποῖος ἐλύπησε (καί) ἡμᾶς τόσον περισσότερον, ὅσον ἀρχικῶς ἐφαίνετο
ὅτι ἀνήκει εἰς ἡμᾶς (τοὺς ὀρθοδόξους). Καὶ πράγματι, τὸ νὰ πάθῃ κανεὶς κάτι ἀπὸ
ἕνα φανερὸν ἐχθρόν, ἀκόμη καὶ ὅταν εἶναι ὑπερβολικῶς ὀδυνηρόν, εἶναι κάπως
ὑποφερτὸν εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος καταπονεῖται, καθὼς (ἄλλωστε) ἔχει γραφῇ:
«Διότι, ἐὰν ἤθελε μὲ ὑβρίσει ὁ ἐχθρός μου, θὰ τὸ ὑπέφερον». Τὸ νὰ ὑποστῇς ὅμως κάποιαν βλάβην ἀπὸ ἕνα ὁμόφρονα καὶ ἰδικόν
σου, τοῦτο εἶναι ἐντελῶς ἀνυπόφορον καὶ δὲν ἐπιδέχεται καμμίαν
παρηγορίαν.
Πράγματι, ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον
ἠλπίσαμεν ὅτι θὰ ἔχωμεν συνυπερασπιστὴν τῆς ἀληθείας, αὐτὸν εὑρήκαμεν τώρα εἰς
πολλὰ σημεῖα νὰ ἐμποδίζῃ ὅσους σῴζονται (ἐν
Χριστῷ), καθ' ὅτι τοὺς ἀναστατώνει τὸν νοῦν καὶ τοὺς ἀποσπᾷ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξον
διδασκαλίαν. Διότι καὶ ποῖον ἔργον δραστήριον καὶ παράτολμον δὲν διεπράχθη ἀπὸ
αὐτόν; Ἐξ ἄλλου καὶ ποῖος λόγος νεωτεριστικὸς καὶ παρακεκινδυνευμένος δὲν
ἐπενοήθη ἀπὸ αὐτόν (πέρα τῆς παραδεδομένης διδασκαλίας); Δὲν διῃρέθη ὅλη ἡ
Ἐκκλησία ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ της, ἀφοῦ μάλιστα ἐστάλησαν ἀπὸ αὐτὸν ἄνθρωποι εἰς
τὰς Ἐκκλησίας αἱ ὁποῖαι διοικοῦνται ἀπὸ ὀρθοδόξους, διὰ νὰ τὰς σχίσουν καὶ νὰ
ἐπιδιώξουν τὴν ἵδρυσιν ἰδικῆς των παρασυναγωγῆς; Δὲν περιγελᾶται τὸ «μέγα της
εὐσέβειας μυστήριον», ἀφ΄ ὅσον οἱ ἐπίσκοποι κατήντησαν πλάνητες χωρὶς λαὸν καὶ
κλῆρον καὶ περιφέρουν ἁπλῶς τὸ ὄνομα (τοῦ ἐπισκόπου), χωρὶς καὶ νὰ κατορθώνουν
τίποτε διὰ τὴν πρόοδον τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου τῆς σωτηρίας; Δὲν εἶναι οἱ
περὶ τοῦ Θεοῦ λόγοι του πλήρεις ἀσεβῶν διδασκαλιῶν, ἐφ' ὅσον μὲ τὰ συγγράμματά
του ἤδη ἀνενεώθη ἡ παλαιὰ ἀσεβὴς αἵρεσις τοῦ ματαιόφρονος Σαβελλίου; Διότι, ἐὰν
ὅσα περιφέρουν οἱ Σεβαστηνοὶ δὲν ἔχουν πλασθῆ ἀπὸ ἐχθρούς, ἀλλ' εἶναι ἀληθινὰ
συγγράμματα τοῦ ἰδίου, (τότε ὁ Ἀπολινάριος ἐν σχέσει πρὸς τὸν Σαβέλλιον) δὲν
ἀφῆκε καμμίαν ὑπερβολὴν ἀσέβειας (ἀδιάπρακτον), ἀφοῦ λέγει τὸ ἴδιον πρόσωπον
Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ τἀνάπαλιν Υἱὸν καὶ Πατέρα καὶ ἄλλα (τοιαῦτα) σκοτεινὰ καὶ
ἀσεβῆ λόγια, τὰ ὁποῖα ἡμεῖς οὔτε κἂν εἰς τὰ ὦτα μας δὲν ἠνέχθημεν νὰ δεχθῶμεν, διότι
ἐπιθυμοῦμεν (καὶ προσευχόμεθα) νὰ μὴ ἔχωμεν καμμίαν συμμετοχὴν πρὸς ὅσους
ἐξεστόμισαν ἐκεῖνα τὰ λόγια.
(Ἔπειτα) δὲν εἶναι
συγκεχυμένον εἰς αὐτὸν τὸ δόγμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως; Δὲν θεωρεῖται ἀμφίβολος ἀπὸ
τοὺς πολλοὺς ἡ σωτήριος Οἰκονομία τοῦ Κυρίου ἡμῶν ἐξ αἰτίας τῶν θολερῶν καὶ
σκοτεινῶν του προβλημάτων περὶ τῆς Σαρκώσεως (τοῦ Λόγου); Ὅλα ὅμως αὐτὰ νὰ τὰ
συγκεντρώσῃ κανεὶς καὶ νὰ τὰ ὑποβάλῃ εἰς ἔλεγχον χρειάζεται μακρὸν χρόνον καὶ
λόγον. Ἐξ ἄλλου τὸ θέμα τῶν ἐπαγγελιῶν, ποῖος τὸ ἐσκότισε καὶ τὸ ἐξηφάνισε
τόσον, ὅσον ἡ ἰδική του μυθολογία; Διότι αὐτὸς τουλάχιστον τὴν μακαρίαν ἐλπίδα,
ἡ ὁποια ἐπιφυλάσσεται εἰς ὅσους ἔζησαν συμφώνως πρὸς τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ,
ἐτόλμησε νὰ ἐξήγησῃ τόσον εὐτελῶς καὶ χαμηλῶς, ὥστε νὰ μετατραπῇ (τὸ θέμα αὐτό)
εἰς (ἀνόητους) λόγους γραιῶν καὶ μύθους ἰουδαϊκούς. (Οὕτω) κηρύττει ἐξ ἀρχῆς
ἀνανέωσιν τοῦ ναοῦ καὶ πιστὴν τήρησιν τῆς νομικῆς λατρείας καὶ πάλιν ἀρχιερέα
συμβολικόν, ἔπειτα ἀπὸ τὸν ἀληθινὸν Ἀρχιερέα, καὶ θυσίαν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν, ἔπειτα
ἀπὸ “τὸν Ἄμνον τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐσήκωσε τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου”, καὶ εἰδικὰ
βαπτίσματα, ἔπειτα ἀπὸ τὸ ἓν Βάπτισμα, καί... γενικῶς, ἐφ' ὅσον ἤδη “ὁ
νόμος τῶν ἐντολῶν ἐν εἴδει διαταγῶν (καὶ ἀφορισμῶν) ἔχει καταργηθῆ”, εἶναι
φανερὸν ὅτι ὡσαύτως ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἐν εἴδει νομικῶν διαταγῶν θὰ
ἀκυρωθῇ.
Ἕνεκα τούτων ἀφ' ἑνὸς ἐκάλυψεν
αἰσχύνη καὶ ἐντροπὴ τὰ πρόσωπά μας καὶ ἀφ' ἑτέρου βαρεῖα λύπη ἐγέμισε πλήρως
τὰς καρδίας μας. Διὰ τοῦτο σᾶς παρακαλοῦμεν, καθὼς εἶσθε ἐπιστήμονες ἰατροὶ καὶ
ἔχετε μάθει μὲ τὴν πραότητα νὰ σωφρονίζετε ὅσους ἔχουν ἀντίθετα φρονήματα, νὰ
προσπαθήσετε νὰ ἐπαναφέρετε αὐτὸν (τὸν Ἀπολινάριον) εἰς τὴν εὐταξίαν τῆς Ἐκκλησίας
καὶ νὰ τὸν πείσετε νὰ περιφρονήσῃ (καὶ ἐγκαταλείψῃ) τὴν πολυλογίαν τῶν
συγγραμμάτων [διότι ὄντως ἐπεβεβαίωσε τὸν λόγον τῆς Παροιμίας, ὅτι δηλαδὴ “δὲν
εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὴν πολυλογίαν νὰ ἀποφύγη κανεὶς τὴν ἁμαρτίαν”]. Ἄλλα καὶ νὰ
τοῦ ἀναπτύξετε μὲ ἀκρίβειαν τὰ δόγματα τῆς ὀρθοδοξίας, ὥστε καὶ ἐκείνου ἡ
διόρθωσις νὰ γίνη φανερὰ καὶ εἰς τοὺς ἀδελφοὺς νὰ γίνη γνωστὴ ἡ μεταμέλειά του.
3. Ἐξ ἄλλου εἶναι κατάλληλος
εὐκαιρία νὰ ὑπενθυμίσω εἰς τὴν εὐλάβειάν σας καὶ περὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Μαρκέλλου,
ὥστε νὰ μὴ ἀποφασίσετε δι' αὐτοὺς τίποτε ἀπερισκέπτως μήτε εὐκόλως. Τουναντίον,
ἐπειδὴ ἐξ αἰτίας τῶν ἀσεβῶν διδασκαλιῶν (του)
ἐξῆλθεν οὗτος ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησίαν, οἱ ὀπαδοὶ του εἶναι ἀνάγκη πρῶτον νὰ ἀναθεματίσουν τὴν αἵρεσιν αὐτὴν καὶ τότε νὰ γίνουν δεκτοὶ
εἰς κοινωνίαν. (Καὶ τοῦτο) διὰ νὰ γίνουν δεκτοὶ ἀπὸ ὅλους τους ἀδελφοὺς
ὅσοι ἑνώνονται μαζί μας μὲ τὴν ἰδικήν σας μεσολάβησιν, ἐπειδὴ τώρα τουλάχιστον
κατέλαβεν ὄχι μετρία λύπη τοὺς
περισσοτέρους, ὅταν ἤκουσαν ὅτι, ὅταν ἦλθον (οἱ Μαρκελλιανοὶ οὗτοι) εἰς τὴν
τιμιότητά σας, ἀμέσως τοὺς ἐδέχθητε καὶ τοὺς
προσεφέρατε τὴν ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν.
Καὶ ὅμως τουλάχιστον σεῖς
ἔπρεπε νὰ γνωρίζετε ὅτι μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δὲν
εἶσθε μόνοι εἰς τὴν Ἀνατολήν, ἀλλὰ βεβαίως ἔχετε πολλοὺς μὲ τὸ μέρος
σας, οἱ ὁποῖοι ὑπερασπίζονται τὴν Ὀρθοδοξίαν τῶν Πατέρων οἱ ὁποῖοι εἰς τὴν
Νίκαιαν διετύπωσαν τὸ εὐσεβὲς δόγμα τῆς πίστεως. Ἐπίσης καὶ οἱ Δυτικοὶ ὅλοι συμβαίνει
νὰ εἶναι σύμφωνοι μὲ σᾶς καὶ μὲ ἡμᾶς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους μάλιστα ἔχομεν λάβει τὸ
κείμενον (τοῦ Συμβόλου) τῆς Πίστεως, τὸ ὁποῖον κατέχομεν πλησίον μας καὶ
ἀκολουθοῦμεν τὴν ὑγιᾶ των διδασκαλίαν.
Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ἐνημερώνωνται
καλῶς ὅλοι ὅσοι εἶναι ἡνωμένοι μαζί σας, ὥστε καὶ ὅ,τι
γίνεται περισσότερον νὰ εἶναι σταθερὸν μὲ τὴν συγκατάθεσιν τῶν περισσοτέρων,
ἄλλα καὶ ἡ εἰρήνη νὰ μὴ διασπασθῆ μὲ τὴν ἀποδοχὴν μερικῶν (εἰς κοινωνίαν), ἐνῷ
ἄλλοι (ἕνεκα τούτου) ἀποχωρίζονται. Διὰ τοῦτο ἔπρεπε νὰ σκεφθῆτε σοβαρῶς καὶ ἠρέμως
διὰ ζητήματα τὰ ὁποῖα ἐνδιαφέρουν ὅλας τὰς Ἐκκλησίας τῆς Οἰκουμένης. Διότι δὲν
εἶναι ἀσφαλῶς ἀξιέπαινος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποφασίζει κάτι ταχέως, ἀλλ' ἐκεῖνος ὁ
ὁποῖος τὸ κάθε τι εἰς ὅλα κανονίζει σταθερῶς καὶ ἀμετακινήτως, ὥστε καὶ εἰς τὸν
μετέπειτα χρόνον, ὅταν θὰ κρίνεται ἡ ἀπόφασίς (του), νὰ ἀποδεικνύεται
δοκιμωτέρα (καὶ περισσότερον ἀποδεκτή). Αὐτὸς εἶναι εὐπρόσδεκτος (καὶ
εὐάρεστος) εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καθ' ὅτι «οἰκονομεῖ τοὺς λόγους
του μὲ κρίσιν» (καὶ σύνεσιν).
Αὐτὰ (λοιπόν), ὅσα μᾶς
ἐπέτρεπεν ἡ διὰ μέσου της ἐπιστολῆς ἐπικοινωνία, εἴχομεν νὰ εἴπωμεν εἰς τὴν εὐλαβειάν
σας. Εἴθε δὲ ὁ Κύριος νὰ δώσῃ καὶ νὰ εὑρεθῶμεν μαζὶ
κάποτε ἐπὶ τὸ αὐτό, ὥστε, ἀφοῦ διευθετήσωμεν
ὅλα πρὸς καταρτισμὸν τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ μαζί σας, μαζί σας ἐπίσης νὰ
λάβωμεν τὸν μισθὸν ὁ ὁποῖος ἔχει ἑτοιμασθῆ ἀπὸ τὸν Δίκαιον Κριτὴν διὰ «τοὺς
πιστοὺς καὶ φρονίμους οἰκονόμους». Ἤδη ὅμως τώρα κάμετέ μας τὴν τιμὴν νὰ μᾶς ἀποστείλετε τοὺς ὅρους ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ὁποίων ἐδέχθητε
τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Μαρκέλλου, ἐν γνώσει του ὅτι, καὶ ἂν ἀκόμη ὡς πρὸς τοὺς
ἑαυτούς σας θὰ εἶσθε ἀπολύτως ἐξησφαλισμένοι, δὲν
πρέπει νὰ ἐμπιστεύεσθε εἰς τοὺς ἑαυτούς σας μόνους τόσον σοβαρὸν ζήτημα,
ἀλλὰ πρέπει τόσον οἱ Δυτικοί, ὅσον καὶ οἱ Ἀνατολικοὶ οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται εἰς
ἐπικοινωνίαν νὰ συμφωνήσουν ὡς πρὸς τὴν ἀποκατάστασίν των.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 266 (ΣΞϚ'-CCLXVl)
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΕΤΡΟΝ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΝ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
1. Καλῶς καὶ ὡς ἁρμόζει εἰς
πνευματικὸν ἀδελφόν, ὁ ὁποῖος ἔχει διδαχθῆ τὴν ἀληθινὴν ἀγάπην ἀπὸ τὸν Κύριον,
μὲ κατηγόρησες, διότι δὲν σοῦ γνωστοποιοῦμεν ὅλα, εἴτε τὰ ἀσήμαντα εἴτε τὰ
σοβαρότερα ἀπὸ τὰ ἐδῶ γεγονότα. Διότι πράγματι ἐπιβάλλεται καὶ εἰς σὲ νὰ
φροντίζῃς διὰ τὰ ζητήματά μας, ἀλλὰ καὶ εἰς ἡμᾶς νὰ τὰ ἀναφέρωμεν εἰς τὴν
ἀγάπην σου. Μάθε ὅμως, τιμιώτατέ μας καὶ λίαν ἀγαπητὲ ἀδελφέ, ὅτι αἱ συνεχεῖς
θλίψεις καὶ ὁ μέγας οὗτος σάλος, ὁ ὁποῖος τώρα σαλεύει τὰς Ἐκκλησίας, συντελοῦν
ὥστε νὰ μὴ παραξενευώμεθα ἀπὸ τίποτε ἐξ ὅσων γίνονται. Ὅπως δηλαδὴ ὅσοι ἐργάζονται
εἰς τὰ σιδηρουργεῖα, λόγῳ τοῦ ὅτι συνεχῶς θορυβοῦνται τὰ ὦτα των, συνηθίζουν
τοὺς κρότους, τοιουτοτρόπως καὶ ἡμεῖς, λόγῳ τῆς συχνότητος τῶν παραδόξων
εἰδήσεων, ἐσυνηθίσαμεν πλέον νὰ ἔχωμεν ἀτάραχον καὶ ἄφοβον τὴν καρδίαν ἀπὸ τὰ
παράλογα (συμβαίνοντα).
Ὅσα λοιπὸν ἀφ' ἑνὸς δολιεύονται οἱ Ἀρειανοὶ ἀνέκαθεν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας,
μολονότι εἶναι πολλὰ καὶ μεγάλα καὶ διατυμπανισμένα εἰς ὅλην τὴν Οἰκουμένην,
παρὰ ταῦτα μᾶς εἶναι ὑποφερτά, λόγω τοῦ ὅτι γίνονται ἀπὸ φανεροὺς ἐχθροὺς καὶ πολεμίους τοῦ λόγου τῆς
ἀληθείας. Μάλιστα τοὺς θαυμάζομεν, ὅταν δὲν κάμουν ὅ,τι συνηθίζουν καὶ ὄχι ὅταν
τολμήσουν κάτι σοβαρὸν καὶ θρασὺ ἐνάντιον τῆς εὐσεβοῦς πίστεως. Ἀφ' ἑτέρου ὅμως
μᾶς λυποῦν
καὶ μᾶς ταράσσουν ὅσα γίνονται ἀπὸ τοὺς ὁμοψύχους καὶ ὁμοδόξους. Ἀλλ' ὅμως καὶ αὐτὰ
ἀκόμη, λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι πολλὰ καὶ συνεχῶς φθάνουν εἰς τὰ ὦτα μας, οὐδόλως καὶ
αὐτὰ μᾶς φαίνονται παράδοξα. Διὰ τοῦτο οὔτε (ἡμεῖς οἱ ἴδιοι) συνεκινήθημεν δι'
ὅσας ἀταξίας ἔγιναν τελευταίως οὔτε τὰ ὦτα σου ἠνωχλήσαμεν, ἐπειδὴ ἀφ' ἑνὸς
ἤμεθα βέβαιοι ὅτι μόνη της ἡ φήμη θὰ μεταφέρῃ τὰ γεγονότα, ἀφ' ἑτέρου διότι
ἀνεμένομὲν ἄλλους νὰ γίνουν ἀγγελιαφόροι τῶν λυπηρῶν (αὐτῶν γεγονότων), καὶ
τέλος διότι δὲν ἐκρίναμεν ὅτι εἶναι λογικὸν νὰ δυσαρεστούμεθα ἐξ αἰτίας
παρομοίων ζητημάτων, ὡσὰν ἀκριβῶς νὰ ἐλυπούμεθα διατὶ παρεβλέφθημεν.
Ἐν τούτοις εἰς αὐτοὺς οἱ
ὁποῖοι διέπραξαν αὐτὰ ἐγράψαμεν τὰ πρέποντα[2] καὶ
τοὺς παρακαλοῦμεν, ἐπειδὴ συνέβη νὰ διχονοήσουν κάπως οἱ ἐκεῖ ἀδελφοί,
νὰ μὴ ἀποχωρισθοῦν
βεβαίως ἀπὸ τὴν ἀγάπην, ἀλλὰ νὰ περιμένουν νὰ γίνῃ ἡ (ἀνάλογος)
ἀποκατάστασις ἀπὸ ὅσους δύνανται ἐκκλησιαστικῶς νὰ θεραπεύουν τὰ σφάλματα. Ὅταν
μάλιστα τὸ ἴδιον ἔκαμες καὶ σύ, καλῶς καὶ κανονικῶς ἐνεργῶν, σὲ ἐπηνέσαμεν καὶ
ηὐχαριστήσαμεν τὸν Κύριον, διότι συμβαίνει νὰ διατηρῆται εἰς σὲ κάποιο λείψανον
τῆς παλαιᾶς εὐταξίας καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχασε τὴν δύναμίν της μὲ τὸν ἰδικόν μας
διωγμόν. Διότι ἀσφαλῶς δὲν ἐδιώχθησαν μαζί μας καὶ
οἱ Κανόνες[3].
Ἐνῷ λοιπὸν πολλάκις ἠνωχλήθην
ἀπό τους Γαλάτας, δὲν ἠδυνήθην ποτὲ νὰ τοὺς ἀπαντήσω, καθ' ὅτι ἀνέμενον τὰς
ἰδικάς σου ἀποφάσεις. Καὶ τώρα ὅμως, ἐὰν ὁ Κύριος ἐπιτρέψῃ καὶ θελήσουν νὰ μᾶς
ἀναμείνουν, ἐλπίζομεν νὰ (ἐπανα)φέρωμεν τὸν λαὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ νὰ μὴ
κατηγορούμεθα ἡμεῖς οἱ ἴδιοι ὅτι ἔχομεν προσχωρήσει εἰς τοὺς Μαρκελλιανούς, ἀλλ'
ἀντιθέτως ἐκεῖνοι νὰ γίνουν μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, εἰς
τρόπον ὥστε ἡ κακόφημος μομφή, ἡ ὁποία ἔχει διαδοθῆ (εἰς βάρος των) λόγῳ τῆς
αἱρέσεως, νὰ ἐξαφανισθῇ μὲ τὴν ἰδικήν μας ἀποδοχήν των καὶ νὰ μὴ καταισχυνθῶμεν
(καὶ κατηγορηθῶμεν) ἡμεῖς ὅτι προσεχωρήσαμεν εἰς αὐτούς.
2. Ἐξ ἄλλου μᾶς ἐλύπησεν ὁ
ἀδελφὸς Δωρόθεος, διότι, ὅπως ὁ ἴδιος ἔγραψες, δὲν συνωμίλησε καθ' ὅλα μὲ
φιλοφροσύνην καὶ πραότητα πρὸς τὴν κοσμιότητά σου. Καὶ τοῦτο ἐπίσης τὸ
καταλογίζω εἰς τὴν δυσκολίαν τῶν περιστάσεων. Διότι φαινόμεθα ὅτι ἐξ αἰτίας τῶν
ἁμαρτιῶν μας εἰς τίποτε δὲν πηγαίνομεν καλῶς, ἐφόσον βεβαίως (καί) οἱ πλέον
σπουδαῖοι ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς δὲν κατορθώνουν νὰ εἶναι εὐπροσήγοροι καὶ
κατάλληλοι διὰ τὰς ἀποστολάς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ κάμνουν τὰ πάντα συμφώνως μὲ
τὴν γνώμην μας. Οὗτος (ὁ Δωρόθεος), ἀφοῦ ἐπανῆλθεν (ἀπὸ τὴν Ρώμην), μᾶς διηγήθη
περὶ τῶν συνομιλιῶν τοῦ σεβασμιωτάτου ἐπισκόπου Δαμάσου μὲ τὴν τιμιότητά σου
καὶ μᾶς ἐλύπει ἀναφέρων ὅτι συγκατηριθμοῦντο (κατὰ τὰς συνομιλίας) μὲ τοὺς Ἀρειομανίτας
καὶ οἱ θεοφιλέστατοι ἀδελφοί μας καὶ συλλειτουργοὶ Μελέτιος καὶ Εὐσέβιος. (Ἀλλά)
καὶ ἂν ἀκόμη τίποτε ἄλλο δὲν ἐδείκνυε τὴν ὀρθοδοξίαν των, τουλάχιστον ὁ
(ἐναντίον των) πόλεμος ἐκ μέρους τῶν Ἀρειανῶν ἀποτελεῖ ὄχι μικρὰν ἀπόδειξιν τοῦ
ὀρθοῦ φρονήματός (των) εἰς ὅσους σκέπτονται φρονίμως. Ἄλλωστε τὴν εὐλάβειάν σου
πρέπει νὰ συνδέῃ εἰς ἑνότητα ἀγάπης καὶ ἡ (συμ)μετοχὴ εἰς τὰ παθήματα χάριν τοῦ
Χριστοῦ. Παντως περὶ τοῦ ἑξῆς πρέπει νὰ εἶσαι πεπεισμένος, ὄντως τιμιώτατε, ὅτι
δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει κάποιος λόγος τῆς ὀρθοδοξίας ὁ ὁποῖος νὰ μὴ ἐκηρύχθη μὲ κάθε
παρρησίαν ἀπὸ τοὺς ἄνδρας αὐτούς, μὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν καὶ ἀκροατὰς ἡμᾶς. Διότι ἡμεῖς
τουλάχιστον οὔτε
κἂν μίαν ὥραν δὲν θὰ ἐσυνεχίζομεν νὰ δεχώμεθα τὴν ἐπικοινωνίαν μαζί των, ἐὰν
συνέβαινε νὰ διαπιστώσωμεν ὅτι οὗτοι
χωλαίνουν ὡς πρὸς τὴν πίστιν.
Ὅμως, ἐὰν νομίζῃς, ἂς
ἄφησωμεν τὰ περασμένα καὶ ἂς δώσωμεν εἰς τὰ
μέλλοντα κάποιαν εἰρηνικὴν ἀρχήν. Διότι ὅλοι χρειαζόμεθα ὁ εἷς τὸν
ἄλλον, συμφώνως μὲ τὸν νόμον τῆς κοινωνίας τῶν μελῶν (τοῦ σώματος), καὶ μάλιστα
τώρα, ὅτε αἱ Ἐκκλησίαι τῆς Ἀνατολῆς ἔχουν ἐστραμμένα τὰ βλέμματα εἰς σᾶς. Καὶ
ἀσφαλῶς αὗται τὴν ἰδικήν σας ὁμοφροσύνην (μαζί των) θὰ λάβουν ὡς μέσον πρὸς στηριγμὸν
καὶ στερέωσίν των, ἐνῷ ἀντιθέτως, ἐὰν σᾶς ἀντιληφθοῦν ὅτι κάπως ὑποπτεύεσθε ὁ
εἷς τὸν ἄλλον, θὰ παραλύσουν καὶ θὰ ἀφήσουν τὰς χεῖρας των νὰ πέσουν κάτω, ὥστε
νὰ μὴ δύνανται νὰ ἀντισταθοῦν εἰς τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως.
ΚΕΙΜΕΝΑ
ΕΥΛΟΓΙΩι
ΑΛΕΞΑΝΔΡΩι ΑΔΕΛΦΟΚΡΑΤΙΩΝΙ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΙΣ
ΑΙΓΥΠΤΙΟΙΣ ΕΞΟΡΙΣΘΕΙΣΙΝ
Μεγάλην ἐν πᾶσιν εὑρίσκομεν
τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ τὴν περὶ τὰς Ἐκκλησίας αὐτοῦ οἰκονομίαν, ὥστε καὶ τὰ δοκοῦντα
εἶναι σκυθρωπὰ καὶ μὴ πάντη κατὰ βούλησιν ἀπαντῶντα καὶ ταῦτα ἐπ' ὠφελείᾳ τῶν
πολλῶν οἰκονομεῖσθαι ἐν τῇ δυσθεωρήτῳ τοῦ Θεοῦ σοφίᾳ καὶ τοῖς ἀνεξιχνιάστοις
αὐτοῦ κρίμασιν τῆς δικαιοσύνης. Ἰδοὺ γὰρ καὶ τὴν ὑμετέραν ἀγάπην ἐκ τῶν κατ'
Αἴγυπτον τόπων ἀναστήσας ὁ Κύριος εἰς μέσην ἀγαγὼν τὴν Παλαιστίνην ἱδρύσατο,
κατὰ μίμησιν τοῦ πάλαι Ἰσραὴλ ὃν διὰ τῆς αἰχμαλωσίας ἀγαγὼν εἰς τὴν Ἀσσυρίων
γῆν ἔσβεσε τὴν ἐκεῖ εἰδωλολατρείαν διὰ τῆς τῶν ἁγίων ἐπιδημίας. Καὶ νῦν τοίνυν
οὕτως εὑρίσκομεν λογιζόμενοι ὅτι τὸν ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἆθλον ὑμῖν
προβαλλόμενος ὁ Κύριος ὑμῖν μὲν διὰ τῆς ἐξορίας στάδιον ἤνοιξε τῶν μακαρίων ἀγωνισμάτων,
τοῖς δὲ περιτυγχάνουσιν ὑμῶν τῇ ἀγαθῇ προαιρέσει ἐναργῆ τὰ πρὸς σωτηρίαν
ὑποδείγματα ἐχαρίσατο. Ἐπεὶ οὖν τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι ἐμάθομεν ὑμῶν τὴν ὀρθότητα
τῆς πίστεως, ἐμάθομεν τὸ περὶ τὴν ἀδελφότητα ἐπιμελὲς καὶ ὅτι οὐ παρέργως οὐδὲ
ἠμελημένως παρέρχεσθε τὰ κοινωφελῆ καὶ ἀναγκαῖα πρὸς σωτηρίαν, ἀλλ' εἴ τι πρὸς
οἰκοδομὴν τῶν Ἐκκλησιῶν ἐνεργεῖν προαιρεῖσθε, δίκαιον ἐνομίσαμεν κοινωνοὶ
γενέσθαι τῆς ἀγαθῆς μερίδος ὑμῶν καὶ συνάψαι ἑαυτοὺς διὰ τοῦ γράμματος τῇ
ὑμετέρᾳ εὐλαβείᾳ. Οὗπερ ἕνεκα ἀπεστείλαμεν καὶ τὸν ποθεινότατον υἱὸν ἡμῶν
Ἐλπίδιον τὸν συνδιάκονον ὁμοῦ μὲν τὴν ἐπιστολὴν διακομίζοντα, ὁμοῦ δὲ καὶ παρ'
ἑαυτοῦ δυνάμενον ἀναγγεῖλαι ὑμῖν ὅσα τὴν ἐκ τοῦ γράμματος διαπέφευγε
διδασκαλίαν.
Μάλιστα δὲ ἡμᾶς ἐπέρρωσε πρὸς
τὴν ἐπιθυμίαν τῆς συναφείας ὑμῶν ἡ ἀκοὴ τοῦ περὶ τὴν ὀρθότητα ζήλου τῆς
εὐσεβείας ὑμῶν, ὅτι οὔτε πλήθει συνταγμάτων οὔτε ποικιλίᾳ σοφισμάτων παρηνέχθη ὑμῶν τὸ στερρὸν
τῆς καρδίας, ἀλλ' ἐπέγνωτε μὲν τοὺς κατὰ τῶν ἀποστολικῶν δογμάτων
καινοτομοῦντας, σιωπῇ δὲ κατασχεῖν τὴν ἐνεργουμένην παρ' αὐτῶν βλάβην οὐ
κατεδέξασθε. Καὶ γὰρ τῷ ὄντι πολλὴν εὕρομεν λύπην παρὰ πᾶσι τοῖς ἀντεχομένοις
τῆς τοῦ Κυρίου εἰρήνης ἐπὶ ταῖς νεωτεροποιίαις ταῖς παντοδαπαῖς Ἀπολιναρίου τοῦ
Λαοδικέως, ὃς τοσούτῳ πλέον ἐλύπησεν ἡμᾶς ὅσῳ ἔδοξεν εἶναι ἐξ ἡμῶν τὸ ἐξ ἀρχῆς.
Τὸ μὲν γὰρ παρὰ φανεροῦ πολεμίου παθεῖν τι, κἂν ὑπερβάλλῃ τῷ ἀλγεινῷ, φορητόν
πώς ἐστι τῷ καταπονουμένῳ, καθὼς γέγραπται· «Ὅτι εἰ ἐχθρὸς ὠνείδισέ με,
ὑπήνεγκα ἄν». Τὸ δὲ παρ' ὁμοψύχου καὶ οἰκείου βλάβης τινὸς πειραθῆναι, τοῦτο
δύσφορον παντελῶς καὶ οὐδεμίαν ἔχον παραμυθίαν. Ὃν γὰρ προσεδοκήσαμεν
συνασπιστὴν ἕξειν τῆς ἀληθείας, τοῦτον εὕρομεν νῦν ἐν πολλοῖς ἐμποδίζοντα τοῖς
σωζομένοις ἐκ τοῦ περιέλκειν αὐτῶν τὸν νοῦν καὶ ἀποσπᾶν τῆς εὐθύτητος τῶν
δογμάτων. Τί γὰρ ἐν ἔργοις παρ' αὐτοῦ θερμὸν καὶ τολμηρὸν οὐκ ἐπράχθη; Τί δὲ ἐν
λόγοις οὐ παρεπενοήθη νεώτερον καὶ ἐπικεκινδυνευμένον; Οὐ πᾶσα μὲν Ἐκκλησία ἐφ'
ἑαυτὴν ἐμερίσθη, μάλιστα δὲ ταῖς παρὰ τῶν ὀρθοδόξων κυβερνωμέναις ἐπιπεμφθέντων
παρ' αὐτοῦ πρὸς τὸ σχίσαι καὶ ἰδίαν παρασυναγωγὴν ἐκδικῆσαι; Οὐχὶ γελᾶται τὸ μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον ὡς ἄνευ λαοῦ
καὶ κλήρου ἐπισκόπων περιερχομένων, ὄνομα ψιλὸν περιφερόντων, οὐδὲν δὲ
κατορθούντων εἰς προκοπὴν τοῦ Εὐαγγελίου τῆς σωτηρίας; Οὐχὶ οἱ περὶ Θεοῦ λόγοι
παρ' αὐτῷ πλήρεις εἰσὶν ἀσεβῶν δογμάτων, τῆς παλαιᾶς ἀσεβείας τοῦ ματαιόφρονος
Σαβελλίου δι' αὐτοῦ νῦν ἀνανεωθείσης τοῖς συντάγμασιν; Εἰ γὰρ ἃ περιφέρουσιν οἱ
Σεβαστηνοὶ μὴ συμπέπλασται παρ' ἐχθρῶν, ἀλλὰ κατ' ἀλήθειαν αὐτοῦ εἰσι
συγγραφαί, οὐδεμίαν εἰς ἀσέβειαν ὑπερβολὴν καταλέλοιπε τὸν αὐτὸν Πατέρα λέγων
καὶ Υἱὸν καὶ πάλιν Υἱὸν καὶ Πατέρα καὶ ἄλλα σκοτεινὰ ἀσεβῆ ῥήματα ἃ ἡμεῖς οὐδὲ
ταῖς ἀκοαῖς ἡμῶν κατεδεξάμεθα παραδέξασθαι εὐχόμενοι μηδεμίαν ἔχειν μερίδα πρὸς
τοὺς ἐκεῖνα τὰ ῥήματα φθεγξαμένους. Οὐχὶ συγκέχυται παρ' αὐτῷ ὁ τῆς
Ἐνανθρωπήσεως λόγος; Οὐκ ἀμφίβολος γέγονε τοῖς πολλοῖς ἡ σωτήριος τοῦ Κυρίου
ἡμῶν οἰκονομία ἐκ τῶν θολερῶν αὐτοῦ καὶ σκοτεινῶν περὶ σαρκώσεως ζητημάτων; Ἃ
πάντα συναγαγεῖν καὶ εἰς ἔλεγχον καταστῆσαι μακροῦ καὶ χρόνου καὶ λόγου δεῖται.
Τὸν δὲ τῶν ἐπαγγελιῶν τόπον τίς οὕτως ἠμαύρωσε καὶ ἠφάνισεν ὡς ἡ τούτου
μυθολογία; Ὅς γε τὴν μακαρίαν ἐλπίδα τὴν ἀποκειμένην τοῖς πολιτευσαμένοις κατὰ
τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ οὕτω ταπεινῶς καὶ ἐρριμμένως ἐτόλμησεν ἐξηγήσασθαι
ὥστε εἰς γραώδεις λόγους καὶ ἰουδαϊκοὺς μύθους ἐκτραπῆναι. Ἄνωθεν ἐπαγγέλλεται
τοῦ ναοῦ τὴν ἀνανέωσιν καὶ τῆς νομικῆς λατρείας τὴν παρατήρησιν καὶ πάλιν
ἀρχιερέα τυπικὸν μετὰ τὸν ἀληθινὸν ἀρχιερέα καὶ θυσίαν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν μετὰ τὸν
ἀμνὸν τοῦ Θεοῦ τὸν ἄραντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου καὶ βαπτίσματα μερικὰ μετὰ τὸ
ἓν βάπτισμα καὶ ...ὅλως, εἰ νῦν ὁ νόμος τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι κατήργηται,
δῆλον ὅτι τότε τὰ δόγματα τοῦ Χριστοῦ ἐν τοῖς νομικοῖς ἐν τάλμασιν
ἀκυρωθήσεται. Ἐπὶ τούτοις αἰσχύνη μὲν καὶ ἐντροπὴ ἐκάλυψεν ἡμῶν τὰ πρόσωπα,
λύπη δὲ βαρεῖα πεπλήρωκεν ἡμῶν τὰς καρδίας. Διὸ παρακαλοῦμεν ὑμᾶς, ὡς ἐπιστήμονας
ἰατροὺς καὶ δεδιδαγμένους ἐν τῇ πραΰτητι παιδεύειν τοὺς ἀντιδιατιθεμένους,
πειραθῆναι αὐτὸν ἐπαναγαγεῖν πρὸς τὴν εὐταξίαν τῆς Ἐκκλησίας καὶ πεῖσαι αὐτὸν
καταφρονῆσαι τῆς πολυφωνίας τῶν συνταγμάτων (ἐβεβαίωσε γὰρ τὸν τῆς Παροιμίας
λόγον ὅτι· «Οὐκ ἔστιν ἐκ πολυλογίας ἐκφυγεῖν ἁμαρτίαν«), στενῶς δὲ αὐτῷ
προβάλλειν τὰ τῆς ὀρθοδοξίας δόγματα, ἵνα κἀκείνου ἡ ἐπανόρθωσις φανερὰ γένηται
καὶ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ γνωρισθῇ ἡ μεταμέλεια.
Εὔλογον δὲ καὶ περὶ τῶν κατὰ
Μάρκελλον ὑπομνησθῆναι ὑμῶν τὴν εὐλάβειαν, ἵνα μηδὲν ἀπερισκέπτως μηδ' εὐκόλως
τυπώσητε περὶ αὐτῶν. Ἀλλ' ἐπειδὴ δογμάτων ἕνεκεν ἀσεβῶν ἐξῆλθε τῆς Ἐκκλησίας
ἐκεῖνος, τοὺς ἑπομένους αὐτῷ ἀναγκαῖον ἀναθεματίσαντας ἐκείνην τὴν αἵρεσιν οὕτω
δεκτοὺς γενέσθαι τῇ κοινωνίᾳ, ἵν' οἱ ἡμῖν συναπτόμενοι δι' ὑμῶν παρὰ πάσης
δεχθῶσι τῆς ἀδελφότητος, ἐπεὶ νῦν γε οὐ μετρία μετέσχε λύπη τοὺς πολλοὺς
ἀκούσαντας ὅτι παραγενομένους πρὸς τὴν ὑμετέραν τιμιότητα καὶ προσήκασθε καὶ
κοινωνίας αὐτοῖς ἐκκλησιαστικῆς μετεδώκατε. Καίτοιγε εἰδέναι ὑμᾶς ἐχρῆν ὅτι τῇ
τοῦ Θεοῦ χάριτι οὔτε κατὰ τὴν Ἀνατολὴν μόνοι ἐστέ, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ἔχετε τῆς
ἑαυτῶν μερίδος, οἳ τὴν τῶν Πατέρων ἐκδικοῦσιν ὀρθοδοξίαν τῶν κατὰ Νίκαιαν τὸ
εὐσεβὲς δόγμα τῆς πίστεως ἐκθεμένων, καὶ οἱ τῆς Δύσεως πάντες σύμφωνοι ὑμῖν τε
καὶ ἡμῖν τυγχάνουσιν, ὧν δεξάμενοι τῆς πίστεως τὸν τόμον ἔχομεν παρ' ἑαυτοῖς
ἑπόμενοι αὐτῶν τῇ ὑγιεῖ διδασκαλίᾳ. Ἔδει οὖν πάντας πληροφορεῖσθαι τοὺς ἐν τῇ
αὐτῇ συναφείᾳ τυγχάνοντας ὑμῖν, ἵνα καὶ τὸ γινόμενον μᾶλλον ἐβεβαιώθη ἐν τῇ τῶν
πολλῶν συγκαταθέσει καὶ ἡ εἰρήνη μὴ διέσπαστο ἐν τῇ τινων προσλήψει ἑτέρων
ἀφισταμένων. Οὕτως ἦν πρέπον βουλεύσασθαι ἡμᾶς στιβαρῶς καὶ πράως περὶ
πραγμάτων πάσαις ταῖς κατὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησίαις διαφερόντων. Οὐ γὰρ ὁ ταχύ
τι δογματίσας ἐπαινετός, ἀλλ' ὁ παγίως καὶ ἀσαλεύτως ἕκαστα κανονίσας ὥστε καὶ
εἰς τὸν μετὰ ταῦτα χρόνον ἐξεταζομένην τὴν γνώμην δοκιμωτέραν φαίνεσθαι, οὗτος
ἀπόδεκτος καὶ παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις ὡς «οἰκονομῶν τοὺς λόγους αὐτοῦ ἐν
κρίσει». Ταῦτα, ὅσα ἐδίδου ἡμῖν ἡ διὰ τοῦ γράμματος ὁμιλία, προσεφθεγξάμεθα
ὑμῶν τὴν εὐλάβειαν. Παράσχοι δὲ ὁ Κύριος καὶ εἰς ταὐτὸν ἡμᾶς ἀλλήλοις γενέσθαι
ποτέ, ἵνα πάντα πρὸς καταρτισμὸν τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ μεθ' ὑμῶν
οἰκονομήσαντες μεθ' ὑμῶν δεξώμεθα τὸν μισθὸν τὸν ἡτοιμασμένον παρὰ τοῦ δικαίου
Κριτοῦ τοῖς πιστοῖς καὶ φρονίμοις οἰκονόμοις. Τέως δὲ νῦν καταξιώσατε ἡμῖν
ἀποστεῖλαι τὰς προτάσεις ἐφ' αἷς ἐδέξασθε τοὺς Μαρκέλλου, ἐκεῖνο εἰδότες ὅτι,
κἂν πάνυ τὸ καθ' ἑαυτοὺς ἀσφαλίσησθε, μόνοις ἑαυτοῖς ἐπιτρέψαι πρᾶγμα τοσοῦτον
οὐκ ὀφείλετε, ἀλλὰ χρὴ καὶ τοὺς ἐν τῇ Δύσει καὶ τοὺς κατὰ τὴν Ἀνατολὴν
κοινωνικοὺς συμψήφους αὐτῶν τῇ ἀποκαταστάσει γενέσθαι.
ΠΕΤΡΩι ΕΠΙΣΚΟΠΩι ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
Καλῶς μου καθήψω καὶ πρεπόντως
πνευματικῷ ἀδελφῷ ἀληθινὴν ἀγάπην παρὰ τοῦ Κυρίου δεδιδαγμένῳ, ὅτι σοι μὴ πάντα
καὶ μικρὰ καὶ μείζω φανερὰ ποιοῦμεν τῶν τῇδε. Καὶ γὰρ ἐπιβάλλει καὶ σοὶ
φροντίζειν τῶν καθ' ἡμᾶς καὶ ἡμῖν τῇ σῇ ἀγάπῃ ἀναφέρειν τὰ ἡμέτερα. Ἀλλὰ
γίνωσκε, τιμιώτατε ἡμῖν καὶ ποθεινότατε ἀδελφέ, ὅτι τὸ συνεχὲς τῶν θλίψεων καὶ
ὁ πολὺς οὗτος κλόνος ὁ νῦν σαλεύων τὰς Ἐκκλησίας πρὸς οὐδὲν ἡμᾶς ξενίζεσθαι τῶν
γινομένων ποιεῖ. Ὡς γὰρ οἱ ἐν τοῖς χαλκείοις τὰς ἀκοὰς κατακτυπούμενοι ἐν
μελέτῃ εἰσὶ τῶν ψόφων, οὕτως ἡμεῖς τῇ πυκνότητι τῶν ἀτόπων ἀγγελιῶν εἰθίσθημεν
λοιπὸν ἀτάραχον ἔχειν καὶ ἀπτόητον τὴν καρδίαν πρὸς τὰ παράλογα. Τὰ μὲν οὖν
παρὰ τῶν Ἀρειανῶν ἔκπαλαι κατὰ τῆς Ἐκκλησίας σκευωρούμενα, εἰ καὶ πολλὰ καὶ
μεγάλα καὶ κατὰ πᾶσαν διαβεβοημένα τὴν οἰκουμένην, ἀλλ' οὖν φορητὰ ἡμῖν ἐστι
διὰ τὸ παρὰ φανερῶν ἐχθρῶν καὶ πολεμίων τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας γίνεσθαι· οὓς
ὅταν μὴ ποιήσωσι τὰ συνήθη, θαυμάζομεν, οὐχ ὅταν μέγα τι καὶ νεανικὸν κατὰ τῆς
εὐσεβείας τολμήσωσι. Λυπεῖ δὲ ἡμᾶς καὶ ταράσσει τὰ παρὰ τῶν ὁμοψύχων καὶ
ὁμοδόξων γινόμενα. Ἀλλ' ὅμως καὶ ταῦτα, διὰ τὸ πολλὰ εἶναι καὶ συνεχῶς
ἐμπίπτειν ἡμῶν ταῖς ἀκοαῖς, οὐδὲ ταῦτα παράδοξα καταφαίνεται. Ὅθεν οὔτε
ἐκινήθημεν ἐπὶ τοῖς πρῴην γινομένοις ἀτάκτως οὔτε τὰς σὰς διωχλήσαμεν ἀκοάς,
τοῦτο μὲν εἰδότες ὅτι αὐτομάτως φήμη διακομίσει τὰ πεπραγμένα, τοῦτο δὲ
ἀναμένοντες ἑτέρους ἀγγέλους τῶν λυπηρῶν γενέσθαι, ἔπειτα οὔτε κρίναντες
εὔλογον εἶναι ἡμᾶς ἀγανακτεῖν ἐπὶ τοῖς τοιούτοις ὥσπερ δυσχεραίνοντας διὰ τί
παρώφθημεν. Αὐτοῖς μέντοι τοῖς ταῦτα ποιήσασιν ἐπεστείλαμεν τὰ πρέποντα
παρακαλοῦντες αὐτούς, ἐπειδή τινα διχόνοιαν ἔπαθον οἱ ἐκεῖ ἀδελφοί, τῆς μὲν
ἀγάπης μὴ ἀποστῆναι, τὴν δὲ διόρθωσιν ἀναμένειν παρὰ τῶν δυναμένων
ἐκκλησιαστικῶς ἰατρεύειν τὰ πταίσματα. Ὅπερ ἐπειδὴ ἐποίησας καλῶς καὶ
προσηκόντως κινηθείς, ἐπῃνέσαμέν σε καὶ εὐχαριστήσαμεν τῷ Κυρίῳ ὅτι ἔστι τι
λείψανον τῆς παλαιᾶς εὐταξίας σωζόμενον παρὰ σοὶ καὶ ἡ Ἐκκλησία τὴν ἑαυτῆς
ἰσχὺν οὐκ ἀπώλεσεν ἐν τῷ ἡμετέρῳ διωγμῷ. Οὐ γὰρ μεθ' ἡμῶν ἐδιώχθησαν καὶ οἱ
κανόνες. Πολλάκις οὖν ὀχληθεὶς παρὰ τῶν Γαλατῶν οὐδέποτε ἠδυνήθην αὐτοῖς
ἀποκρίνασθαι ἀναμένων τὰς ὑμετέρας ἐπικρίσεις. Καὶ νῦν, ἐὰν ὁ Κύριος δῷ καὶ
θελήσωσιν ἀνασχέσθαι ἡμῶν, ἐλπίζομεν τὸν λαὸν προσάξειν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς μὴ
αὐτοὺς ἡμᾶς ὀνειδίζεσθαι Μαρκελλιανοῖς προσκεχωρηκέναι, ἀλλ' ἐκείνους μέλη
γενέσθαι τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὥστε τὸν πονηρὸν ψόγον τὸν
κατασκεδασθέντα ἐκ τῆς αἱρέσεως ἐναφανισθῆναι τῇ ἡμετέρᾳ προσλήψει καὶ μὴ ἡμᾶς
καταισχυνθῆναι ὡς προσθεμένους αὐτοῖς.
Ἐλύπησε δὲ ἡμᾶς ὁ ἀδελφὸς
Δωρόθεος, ὡς αὐτὸς ἐπέστειλας, μὴ πάντα προσηνῶς μηδὲ πράως διαλεχθεὶς τῇ
κοσμιότητί σου. Καὶ τοῦτο τῇ τῶν καιρῶν λογίζομαι δυσκολίᾳ. Ἐοίκαμεν γὰρ εἰς
μηδὲν εὐοδοῦσθαι ὑπὸ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, εἴπερ οἱ σπουδαιότατοι τῶν ἀδελφῶν οὐχ
εὑρίσκονται προσηνεῖς οὐδὲ εὔθετοι ταῖς διακονίαις τῷ μὴ πάντα κατὰ γνώμην
ἡμετέραν ἐπιτελεῖν. Ὃς ἐπανελθὼν διηγήσατο ἡμῖν τὰς ἐπὶ τοῦ σεμνοτάτου
ἐπισκόπου Δαμάσου πρὸς τὴν σὴν τιμιότητα γενομένας αὐτῷ διαλέξεις καὶ ἐλύπει
ἡμᾶς λέγων τοῖς Ἀρειομανίταις συγκαταριθμεῖσθαι τοὺς θεοφιλεστάτους ἀδελφοὺς
ἡμῶν τοὺς συλλειτουργοὺς Μελέτιον καὶ Εὐσέβιον. Ὧν εἰ καὶ μηδὲν ἄλλο συνίστη
τὴν ὀρθοδοξίαν, ὁ γοῦν παρὰ τῶν Ἀρειανῶν πόλεμος ἀπόδειξιν ἔχει ὀρθότητος οὐκ
ὀλίγην τοῖς εὐγνωμόνως λογιζομένοις. Τὴν δὲ σὴν εὐλάβειαν συνάπτειν αὐτοῖς εἰς
ἀγάπην ὀφείλει καὶ ἡ κοινωνία τῶν ὑπὲρ Χριστοῦ παθημάτων. Ἐκεῖνο δὲ πέπεισο, ὡς
ἀληθῶς τιμιώτατε, ὅτι οὐκ ἔστι τι ῥῆμα ὀρθοδοξίας ὃ μὴ μετὰ πάσης παρρησίας
παρὰ τῶν ἀνδρῶν τούτων ἐκηρύχθη ὑπὸ Θεῷ μάρτυρι καὶ ἀκροαταῖς ἡμῖν. Οἳ οὐδ' ἂν
πρὸς ὥραν αὐτῶν ἐπεδεξάμεθα τὴν συνάφειαν, εἰ σκάζοντας αὐτοὺς περὶ τὴν πίστιν
εὕρομεν. Ἀλλά, εἰ δοκεῖ, τὰ παρελθόντα ἐάσωμεν, τοῖς δὲ ἐφεξῆς ἀρχήν τινα δῶμεν
εἰρηνικήν. Χρῄζομεν γὰρ ἀλλήλων πάντες κατὰ τὴν τῶν μελῶν κοινωνίαν, καὶ
μάλιστα νῦν ὅτε αἱ τῆς Ἀνατολῆς Ἐκκλησίαι πρὸς ὑμᾶς ἀποβλέπουσι, καὶ τὴν μὲν
ὑμετέραν ὁμόνοιαν ἀφορμὴν εἰς στηριγμὸν καὶ βεβαιότητα λήψονται· ἐὰν δὲ
αἴσθωνται ὑμᾶς ἐν ὑποψίᾳ τινὶ πρὸς ἀλλήλους εἶναι, ἐκλυθήσονται καὶ παρήσουσιν
ἑαυτῶν τὰς χεῖρας πρὸς τὸ μὴ ἀντερεῖν τοῖς πολεμίοις τῆς πίστεως.
[1]
Καὶ οἱ τρεῖς τὸ πρῶτον ἐνταῦθα ἀπαντῶντες, ἦσαν δὲ ἐξόριστοι εἰς ΙΙαλαιστίνην.
Καὶ τὰ τρία ὀνόματα ταῦτα μνημονεύει, πλὴν κεχωρισμένως, ὁ Μ. Ἀθανάσιος, δὲν
δυνάμεθα ὅμως νὰ εἴπωμεν, ἂν πρόκηται περὶ τῶν αὐτῶν, ἐκτὸς ἴσως τοῦ
Ἀδελφοκρατίωνος, ταυτιζομένου μετὰ τοῦ Ἀρποκρατίωνος καὶ μνημονευομένου ὡς
ἐπισκόπου Βουβάστου. Ὡς Αἰγύπτιοι οὗτοι ἐπεκοινώνουν μετὰ τοῦ Παυλίνου
Ἀντιόχειας, ἄρα καὶ μετὰ Μαρκελλιανῶν. Παρὰ ταῦτα εἶχον ὀρθόδοξα φρονήματα οἱ
ἴδιοι καὶ ἐδιώχθησαν δι΄ αὐτὰ καταφυγόντες εἰς Παλαιστίνην, ὅπου ἐνημερώθησαν
περὶ τοῦ Ἀπολιναρίου καὶ κατέκριναν αὐτόν, ὑποπτεύοντο δὲ πλέον καὶ τὸν
Παυλῖνον. Ταῦτα μαθὼν ὁ Μ. Β. γράφει πρὸς αὐτοὺς τὴν παροῦσαν, τὴν ὁποίαν
ἀποστέλλει διὰ τοῦ διακόνου Ἐλπιδίου.
[2]
Πρόκειται περὶ τῆς προηγουμένης ἐπιστολῆς 265 πρὸς τοὺς ἐξόριστους Αἰγυπτίους
ἐπισκόπους Εὐλόγιον, Ἀλέξανδρον καὶ Ἀδελφοκρατίωνα.
[3]
Ἰδιαιτέρως χαρακτηριστικὰ καὶ πάντοτε ἐπίκαιρα ταῦτα. Διότι ἡ Ἐκκλησία ὡς
στρατευόμενη πάντοτε θὰ ἀγωνίζεται καὶ ἴσως διώκεται. Ἐπειδὴ ὅμως αἱ πολλαὶ
συγκαταβάσεις καὶ «οἰκονομίαι» γίνονται κυρίως εἰς παρομοίας περιστάσεις ἀγώνων
ἢ διωγμῶν κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ κανονικὴ αὐτῆς
τάξις πρέπει νὰ διαφυλάσσεται καὶ εἰς
περιπτώσεις ἐκτροπῶν νὰ ἐπαναφέρεται ἐν ἰσχύι.
Πηγή: https://paterikiparadosi.blogspot.gr/2014/07/blog-post_1218.html