Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ και ΜΗΝΥΣΗ κατά του μητροπολίτη ΚΥΔΩΝΙΑΣ για το ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ εκ ΠΡΟΘΕΣΕΩΣ

 
Προς τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου
κ. Δαμασκηνό
Ιερά Μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου, Πλατεία Πατριάρχου Αθηναγόρου, Χανιά
ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ – ΕΓΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟ 20-1-2017 ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΜΗΝΥΣΕΩΣ ΜΟΥ
Του Ιερέα π. Παναγιώτη Μητριτσάκη, Εφημερίου της Ενορίας Κάμπων Κυδωνίας κλπ., Κάμποι
 ........................................
 Σεβασμιώτατε (με την Ορθόδοξη εκκλησιολογική έννοια),
            Σας εγχειρίζω, μέσω τυπικής ιεραρχικής διαδικασίας, με την παρούσα Εξώδικη Δήλωσή μου, η οποία επιδίδεται νόμιμα με δικαστικό επιμελητή, την από 20-1-2017 Κανονική Μήνυσή μου, προκειμένου να τη διαβιβάσετε στην Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Ημι-αυτόνομης Εκκλησίας της Κρήτης και εκείνη, εν συνεχεία, να την αποστείλει αρμοδίως στην Πατριαρχική Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως.  
     Παρακαλώ να μου επιδώσετε το έγγραφό σας, μαζί με τον αριθμό πρωτοκόλλου του, με το οποίο έγγραφό σας διαβιβάζετε την εν λόγω Κανονική μου Μήνυση στην Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο Κρήτης μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από της επιδόσεως της παρούσας Εξώδικης Δήλωσής μου. Άλλως, και εφόσον δεν μου επιδώσετε το ως άνω έγγραφό  σας μέσα στη συγκεκριμένη προθεσμία, θα υποβάλλω την εν λόγω Κανονική μου Μήνυση απευθείας στην Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο Κρήτης.
Αρμόδιος δικαστικός επιμελητής παραγγέλλεται να επιδώσει την παρούσα στον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου κ. Δαμασκηνό, Ιερά Μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου, Πλατεία Πατριάρχου Αθηναγόρου, Χανιά, προς γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες.
Χανιά, 23-1-2017
Ο εξωδίκως δηλών και μηνυτής Ιερέας
  
____________________________________________________________________

 Προς την Πατριαρχική Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως

(με ένσταση ελλείψεως δικαστικής δικαιοδοσίας κατά της παρούσας σύνθεσής της, η οποία αποδέχεται τις κακόδοξες αποφάσεις της Ψευδο-συνόδου της Κρήτης)
……………………………………………………………
ΚΑΝΟΝΙΚΗ  ΜΗΝΥΣΗ
Του Ιερέα π. Παναγιώτη Μητριτσάκη, Εφημερίου της Ενορίας Κάμπων Κυδωνίας
ΚΑΤΑ
Του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου κ. Δαμασκηνού, Ιερά Μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου, Χανιά Κρήτης
(εφόσον εν μετανοία επιστρέψει στην ορθοτόμηση του Λόγου της Αληθείας, δηλαδή του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού,
ως προς το Σώμα Του που είναι η Εκκλησία των Αποστόλων και όχι η Νεοφανής Ψευδο-Εκκλησία του Οικουμενισμού  ή Γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού, με τα Νεοφανή της Δόγματα που περιέχονται στην ψευδο-συνοδική παναιρετική απόφαση «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», η οποία Νεοφανής Ψευδο-Εκκλησία ιδρύθηκε από μόνες τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες που μετείχαν στο Συνέδριο της Αποστασίας της Κρήτης, και οι οποίες εκπροσωπούν μόνο το ένα τρίτο (1/3) των Ορθόδοξων πιστών
ήτοι ως προς τα Άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν» και «Ομολογώ έν  βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών»,
όπως
ο καταδικασθείς σε καθαίρεση και αφορισμό, στη Σύνοδο του 1344 από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καλέκα, Αγιορείτης ιερομόναχος Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο μαθητής του μοναχός Ιωσήφ ο Καλόθετος απάντησαν στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καλέκα το 1344 (δηλαδή πριν την καθαίρεση αυτού του τελεταίου το 1347) για την καινοτομία του στην Ορθόδοξη Πίστη που αφορά τη λατινόφρονη αίρεση της κτιστής Χάριτος, δηλαδή  ότι ο τότε Πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας, αποδεχόμενος την εν λόγω καινοτομία, ίδρυσε την Νεοφανή Ψευδο-εκκλησία του με τα νεοφανή του δόγματα, και δεν μπορεί να αφορίσει από την Εκκλησία του Χριστού τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και τον μαθητή του μοναχό Ιωσήφ Καλόθετο, οι οποίοι διώχθηκαν από τον Πατριάρχη Καλέκα επειδή παραμένουν στην Εκκλησία των Αποστόλων ως Σώμα Χριστού)
…………………………………………………………….
1 - ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ 
      Το εκκλησιαστικό ποινικό αδίκημα της αιρέσεως στοιχειοθετείται με την εκ προθέσεως 1) απόκλιση από την Ορθόδοξη πίστη, δηλαδή από τους Όρους (ή αποφάσεις)  πίστεως που  ψήφισαν Σύνοδοι Επισκόπων, ιδίως Οικουμενικές ή Πανορθόδοξες, και οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί από το πλήρωμα της Εκκλησίας, ή 2) προσχώρηση σε δογματική διδασκαλία
καταδικασμένη ως αιρετική από τους Αποστόλους, τις Συνόδους ή τους Πατέρες της Εκκλησίας, ή 3) εκδήλωση μυστηριακής ή προσευχητικής επικοινωνίας (intercommunio) με ετερόδοξη (ή αιρετική) ομολογία που κηρύσσει δογματική διδασκαλία που αποκλίνει από την Ορθόδοξη πίστη.
         Το αδίκημα της αιρέσεως προβλέπεται ιδίως από τους εξής Κανόνες: 45, 46 και 64 Αγίων Αποστόλων, 6 Γ΄ Οικουμενικής, 2 Αντιοχείας, 32 και 33 Λαοδικείας, 1, 5 και 20 Μεγάλου Βασιλείου.
         Ο κηρυσσόμενος ένοχος διαπράξεως του αδικήματος της αιρέσεως τιμωρείται, αν είναι κληρικός, με την ποινή της καθαίρεσης και του μεγάλου αφορισμού, αν είναι λαϊκός ή μοναχός, με την ποινή του μεγάλου αφορισμού.
2 - Η ΨΕΥΔΟ-ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ Ή ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ Ή ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ
Η Ψευδο-Σύνοδος της Κρήτης εισήγαγε «συνοδικώς», δηλ. δεσμευτικά για τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες που συμμετείχαν, την Παναίρεση του Οικουμενισμού. Ο Οικουμενισμός, Διαχριστιανικός και Διαθρησκειακός, είναι Νεο-γνωστικισμός ή Θρησκευτικός Συγκρητισμός, και αναμειγνύει την Ορθοδοξία με αιρέσεις, με θρησκεύματα, με φιλοσοφικά συστήματα, με τον Σατανισμό. Τον πολέμησαν σθεναρά οι Απόστολοι, όπως ο Ιωάννης και ο Παύλος, και οι Πατέρες των πρώτων χριστιανικών αιώνων, όπως ο Άγιος Ειρηναίος, Επίσκοπος Λουγδούνου (σημερινής Λυών της Γαλλίας) στο έργο του «Έλεγχος και Ανατροπή της Ψευδωνύμου Γνώσεως». Διότι ανατρέπει συνολικά την Ορθόδοξη πίστη, μέσω της αντιπατερικής ή μεταπατερικής θεολογίας, η οποία αλλοιώνει τους θεολογικούς όρους με δαιμονικές και ορθολογιστικές ερμηνείες τους.
         Η λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη ή Πανορθόδοξη Σύνοδος» δεν είναι Ορθόδοξη Σύνοδος, αλλά Ψευδο-Σύνοδος. Τούτο σημαίνει ότι δεν είναι έγκυρη, ούτε αυτοδικαίως άκυρη, αλλά είναι ακυρώσιμη, ήτοι μπορεί να ακυρωθεί από μια όντως Ορθόδοξη Πανορθόδοξη Σύνοδο, η οποία μπορεί ενδεχομένως να συγκληθεί στο μέλλον. Αυτή η Ψευδο-Σύνοδος συγκλήθηκε ουσιαστικά από το Υπουργείο Εξωτερικών  των ΗΠΑ δια στόματος της κυρίας Ελισάβετ Προδρόμου, αξιωματούχου του ίδιου Υπουργείου και Ειδικής Συμβούλου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην εν λόγω Ψευδο-Σύνοδο.
         Οι λόγοι για τους οποίους η λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη ή Πανορθόδοξη Σύνοδος» είναι Ψευδο-Σύνοδος είναι οι ακόλουθοι:
1 – Δεν καταδίκασε την Παναίρεση του Οικουμενισμού, αλλά την εισήγαγε «συνοδικώς», δηλ. δεσμευτικά για τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες που συμμετείχαν.
2 – Στην Ψευδο-Σύνοδο δεν συμμετείχαν όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, αλλά μόνον δέκα (10), που εκπροσωπούν μόνο το ένα τρίτο (1/3) των Ορθοδόξων πιστών, ενώ τέσσερις (4) Αυτοκέφαλες δεν συμμετείχαν που εκπροσωπούν τα δύο τρίτα (2/3) των Ορθοδόξων.
3 – Η Ψευδο-Σύνοδος συγκλήθηκε χωρίς έγκυρη απόφαση σύγκλησης, δηλ. κατά παράβαση της πάγιας αρχής της ομοφωνίας στη συνεργασία των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, δεδομένου ότι δεν υπογράφηκε από το Πατριαρχείο Αντιοχείας.
4 – Λειτούργησε χωρίς έγκυρο κανονισμό, δηλ. κατά παράβαση της πάγιας αρχής της ομοφωνίας στη συνεργασία των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, δεδομένου ότι δεν υπογράφηκε από το Πατριαρχείο Αντιοχείας.
5 – Είχε, μη έγκυρα, στην ημερήσια διάταξή της ως θέματα το σχέδιο κειμένου «Το μυστήριον του γάμου και τα κωλύματα αυτού», το οποίο δεν είχε υπογραφεί από τα Πατριαρχεία Αντιοχείας και Γεωργίας στη Σύναξη των Προκαθημένων του Σαμπεζύ του Ιανουαρίου 2016, όπως και τα λοιπά πέντε (5) σχέδια κειμένων τα οποία δεν είχαν υπογραφεί από το Πατριαρχείο Αντιοχείας, δηλ. κατά παράβαση της πάγιας αρχής της ομοφωνίας στη συνεργασία των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών.
6 – Μέλη με αποφασιστική ψήφο στην Ψευδο-Σύνοδο δεν ήταν οι συμμετέχοντες Αρχιερείς, αλλά οι δέκα (10) Αυτοκέφαλες Εκκλησίες [τόσο κατά το πρότυπο του Συνεδρίου Εκκλησιών της Κωνσταντινούπολης του 1923 επί Πατριάρχη Μελετίου Δ΄ (Μεταξάκη), το οποίο επέτρεψε στις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες να εισάγουν καινοτομίες (νέου εορτολογίου, δευτέρου γάμου κληρικών κλπ.) όσο και κατά το πρότυπο του λεγόμενου Παγκοσμίου Συμβουλίου «Εκκλησιών], ενώ όλα τα είδη Ορθοδόξων Συνόδων έχουν ως μέλη τους μόνον Αρχιερείς με αποφασιστική ψήφο, κατά την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και κατά το κοινό Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο. Τούτο συνιστά εκκλησιολογική αίρεση.
7 – Η Ψευδο-Σύνοδος αυτοαναγορεύθηκε σε ανώτατη αυθεντία σε θέματα πίστης, πράγμα το οποίο συνιστά αίρεση, ενώ η ανώτατη αυθεντία σε σχέση με το απλανώς θεολογείν (ή το αλάνθαστο σε θέματα πίστης) ανήκει μόνο στο Σώμα της Εκκλησίας (δηλ. στις Συνόδους των Συνοδικών Αρχιερέων, εφόσον οι αποφάσεις τους σε θέματα πίστης εκ των υστέρων εγκρίνονται από τους λοιπούς Αρχιερείς και γίνονται δεκτές από τους λοιπούς κληρικούς, τους μοναχούς και τους λαïκούς, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και το κοινό Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο.
8 – Στις «συνοδικές» (ή δεσμευτικές) αποφάσεις της η Ψευδο-Σύνοδος απαρνήθηκε την Ορθόδοξη μέθοδο επιστημονικής θεολογίας, και υιοθέτησε την αντιπατερική ή μεταπατερική δαιμονική θεολογία, η οποία συνδυάζει την αλήθεια με το ψεύδος, ως μέθοδο δήθεν «Ορθόδοξης» θεολογίας στα πλαίσια της Νέας Εποχής, καθ’ υπόδειξη του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ δια στόματος της ανωτέρω αναφερόμενης κυρίας Ελισάβετ Προδρόμου.
9 – Η συμμετοχή στην Ψευδο-Σύνοδο όχι του Κανονικού Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. Ειρηναίου, αλλά του Ιερώτατου Αρχιεπισκόπου Θαβωρίου κ. Θεοφίλου, ο οποίος εξελέγη αντικανονικά στον Πατριαρχικό Θρόνο Ιεροσολύμων, διότι αντικανονικώς και αυθαιρέτως η λεγόμενη «Πανορθόδοξη Αγία και Ιερά Σύνοδος» αποφάσισε στις 24-5-2005 την έκπτωση του Κανονικού Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. Ειρηναίου, κατόπιν πολιτικής παρέμβασης, χωρίς κατηγορητήριο και χωρίς δίκη, και χωρίς να υφίσταται κανονική παραίτησή του από τον Πατριαρχικό Θρόνο.
10 – Ο Κανονικός Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ.κ. Ειρηναίος, με το υπ’ αριθ. 86/20-6-2015 Διάγγελμά του προς το Ποίμνιό του, τους Αγιοταφίτες, τους Προκαθημένους των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών και το Χριστεπώνυνο Πλήρωμα της ανά την Οικουμένη Ορθοδοξίας, καθιστά σαφές ότι καταψηφίζει τις αποφάσεις της Ψευδο-Συνόδου, οι οποίες εισάγουν «συνοδικώς» την Παναίρεση του Οικουμενισμού, και κατά συνέπεια, 1) δεν είναι έγκυρη η θετική ψήφος για τις εν λόγω αποφάσεις του Αρχιεπισκόπου Θαβωρίου κ. Θεοφίλου, ο οποίος εξελέγη αντικανονικά στον Πατριαρχικό Θρόνο Ιεροσολύμων, αλλά είναι έγκυρη η αρνητική ψήφος του Κανονικού Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. Ειρηναίου, και 2) δεν ελήφθησαν εγκύρως οι αποφάσεις της Ψευδο-Συνόδου, διότι δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των δέκα (10) Αυτοκεφάλων που συμμετείχαν στην εν λόγω Ψευδο-Σύνοδο (όπως ορίζει ο, κατά τα ανωτέρω, μη έγκυρος Κανονισμός της), δεδομένου ότι ο Κανονικός Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ.κ. Ειρηναίος καταψήφισε τις αποφάσεις της ίδιας Ψευδο-Συνόδου.
11 -  Δεν είναι έγκυρη η ψήφος του Πατριάρχη Σερβίας κ. Ειρηναίου, διότι παραβιάζει τον Κανονισμό της Ψευδο-συνόδου της Κρήτης (άρθρο 12 παρ. 3), επειδή η συντριπτική πλειοψηφία των Μητροπολιτών που αποτελούσαν την αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Σερβίας, δηλαδή δεκαεπτά (17) από τους είκοσι πέντε (25), ήταν αντίθετη στην ψήφο του Πατριαρχείου Σερβίας υπέρ της δογματικής απόφασης με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», όπως προκύπτει από το γεγονός ότι οι εν λόγω δεκαεπτά (17) Μητροπολίτες δεν υπέγραψαν την συγκεκριμένη δογματική απόφαση.
12 – Ενώ αναγνωρίζει τις αιρετικές ομάδες ως Εκκλησίες και το Παγκόσμιο Συμβούλιο «Εκκλησιών» ως διαχριστιανικό οργανισμό που προάγει την «Εκκλησία του Οικουμενισμού» ως την δήθεν Καθολική Εκκλησία του Συμβόλου της Πίστεως, αποφεύγει να αναγνωρίσει τυπικά ως Οικουμενικές Συνόδους τις ήδη αναγνωρισμένες στη συνείδηση του Χριστεπωνύμου Πληρώματος της Εκκλησίας – Σώματος Χριστού, Η΄ Οικουμενική Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου και Θ΄ Οικουμενική Σύνοδο επί Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως έπρατταν, κατά πάγια πρακτική, οι Άγιες και Μεγάλες ή Οικουμενικές Σύνοδοι σε σχέση με τις προηγηθείσες.
         Η Παναίρεση του Οικουμενισμού εισήχθη «συνοδικώς» μέσω της δογματικής απόφασης της Ψευδο-Συνόδου με τον τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Αυτή η δογματική απόφαση αλλοιώνει δογματικά τα άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως «Και εις το Πνεύμα το Άγιον … το εκ του Πατρός εκπορευόμενον», «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν» και «Ομολογώ έν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών». Διότι:
Α - Αναγνωρίζει τον Παπισμό ως Εκκλησία εντασσόμενη στο «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν», χωρίς οι εκπρόσωποι και οι οπαδοί του να μετανοήσουν για τις πλάνες τους, το μη προβλεπόμενο στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και στο Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο  «δογματικό» πρωτείο επισκοπικής εξουσίας επί όλης της Εκκλησίας, το filioque (που έχει καταδικαστεί από την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο και το οποίο έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο της Πίστεως «Και εις το Πνεύμα το Άγιον… το εκ του Πατρός εκπορευόμενον…», τη σχολαστική νεοπλατωνική αυγουστίνεια θεολογία η οποία δεν έχει καμία σχέση με την Ορθόδοξη Πνευματικότητα της θεραπευτικής μεθόδου της κάθαρσης – φωτισμού – θέωσης κλπ
Β – Αναγνωρίζει, μαζί με τον Παπισμό, και τις λοιπές αιρέσεις, Μονοφυσίτες, Παλαιοκαθολικούς, Αγγλικανούς και λοιπούς Προτεστάντες ως Εκκλησίες εντασσόμενες στο «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν».
Γ – Αναγνωρίζει το Παγκόσμιο Συμβούλιο των «Εκκλησιών», τα κείμενά του και τους σκοπούς του, ήτοι:
1) Ότι εν λόγω Παγκόσμιο Συμβούλιο είναι «Αδελφότητα Εκκλησιών», στη βάση της ισότητας ως προς την κατεχόμενη από αυτές θεολογική αλήθεια (αρθ. 1 Καταστατικού ΠΣΕ). Δηλ. όταν μια Εκκλησία (ορθόδοξη ή προτεσταντική), γίνει μέλος του Π.Σ.Ε. αναγνωρίζει ως Εκκλησίες τις λοιπές ορθόδοξες ή προτεσταντικές Εκκλησίες – μέλη.
2) Ότι οι «Εκκλησίες – μέλη του» (12 Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και περίπου 340 Προτεσταντικές «Εκκλησίες») έχουν στόχο την ορατή ενότητά τους, η οποία είναι διαφορετική από την ενότητα εν Χριστώ των Ορθοδόξων Εκκλησιών (αρθ. 3 Καταστατικού ΠΣΕ). Δηλ. έχουν ως στόχο τους την ενότητα της «Εκκλησίας του Οικουμενισμού» ή της Πράσινης Παγκόσμιας Θρησκείας του Σατανά, με βάση τη λεγόμενη «βαπτισματική θεολογία» (του Κειμένου Β.Ε.Μ. της Λίμα – Περού του 1982 για μερική αποδοχή των ετερόδοξων τελετών βαπτίσματος, ευχαριστίας και ιερωσύνης), δηλ. την ένταξη στην ακόμη αόρατη αδιαίρετη Εκκλησία «Εκκλησία του Οικουμενισμού» («θεολογία της ενωμένης αόρατης, αλλά διαιρεμένης ορατής Εκκλησίας») των Χριστιανών εν γένει μέσω βαπτίσματος στο όνομα της Αγίας Τριάδος χωρίς να απαιτείται ούτε ο κανόνας του τύπου της τριπλής κατάδυσης στο νερό ούτε η ακριβής Ορθόδοξη πίστη. Η μεν  «θεολογία της αδιαίρετης αόρατης Εκκλησίας» αλλοιώνει δογματικά το άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν», η δε «βαπτισματική θεολογία» αλλοιώνει δογματικά το άρθρο «Ομολογώ έν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών».
         Το εκκλησιολογικό κείμενο «Προσκεκλημένοι να είμαστε η Μία Εκκλησία (= του Οικουμενισμού) (Called to be the One Church)» της 23-2-2006 της Θ΄ Γενικής Συνέλευσης του Παγκοσμίου Συμβουλίου «Εκκλησιών» στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας το 2006, το οποίο αποδέχθηκε η πλειονότητα των Ορθόδοξων εκπροσώπων, αμφισβητεί και προσβάλλει δογματικά το άρθρο της Πίστεως «Εις Μίαν… Καθολικήν… Εκκλησίαν» και συγκεκριμένα τις ιδιότητες της «Μίας» (δηλ. της ενότητας στην πίστη των τοπικών ορθόδοξων εκκλησιών) και της «Καθολικής»σ (δηλ. της πληρότητας της πίστης). Διότι οι εν λόγω Ορθόδοξοι εκπρόσωποι αποδέχθηκαν το εν λόγω κείμενο το οποίο προβλέπει:
1 – Η Ορθόδοξη Εκκλησία, της οποίας δώδεκα (12) Αυτοκέφαλες Εκκλησίες είναι μέλη του Π.Σ.Ε., δεν αποτελεί καθ’ εαυτήν την Καθολική Εκκλησία, αλλά η Καθολική Εκκλησία ταυτίζεται με την «Εκκλησία του Οικουμενισμού». Κατά την παρ. 6 του εν λόγω εκκλησιολογικού κειμένου, «… Κάθε εκκλησία (είτε ορθόδοξη είτε προτεσταντική) είναι η Καθολική Εκκλησία, αλλά δεν είναι το σύνολο αυτής. Κάθε εκκλησία (ορθόδοξη ή προτεσταντική) εκπληρώνει την καθολικότητά της σε κοινωνία με τις άλλες εκκλησίες. Επιβεβαιώνουμε ότι η καθολικότητα της Εκκλησίας εκφράζεται πιο ορατά στη συμμετοχή στη θεία κοινωνία και σε αμοιβαία αναγνωρισμένους και συμφιλιωμένους (δηλ. χωρίς ακριβή Ορθόδοξη πίστη) κληρικούς (“… Each church is the Church catholic, but not the whole of it. Each church fulfils its catholicity when it is in communion with the other churches. We affirm that the catholicity of the Church is expressed most visibly in sharing holy communion and in a mutually recognized and reconciled ministry”).
2 – Είναι θεμιτή η ύπαρξη ποικιλίας δογμάτων μέσα στην «Εκκλησία του Οικουμενισμού», δηλαδή η ενότητα μέσα στη διαφορετικότητα των πίστεων (unity in diversity), ήτοι η περιεκτικότητα των πίστεων (comprehensiveness) αντί της αποκλειστικότητας της ακριβούς Ορθόδοξης πίστης (exclusiveness). Κατά την παρ. 5 του ίδιου εκκλησιολογικού κειμένου, «… Αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν διαφορετικές εκκλησιολογικές αφετηρίες και ένα φάσμα απόψεων για τη σχέση της «Εκκλησίας του Οικουμενισμού» με τις εκκλησίες (μέλη του Π.Σ.Ε., ορθόδοξες ή προτεσταντικές). Μερικές διαφορές εκφράζουν … την καλοσύνη… Άλλες διαφορές διαιρούν την  «Εκκλησία του Οικουμενισμού», αυτές πρέπει να υπερπηδηθούν.. έτσι ώστε ο χωρισμός και η απόκλιση να μην έχουν την τελευταία λέξη…». (… We acknowledge that there are different ecclesiological starting points, and a range of views on the relation of the Church to the churches. Some differences express … goodness… Other differences divide the Church, these must be overcome… so that separation and exclusion do not have the last word”).
         Και το εκκλησιολογικό κείμενο «Δήλωση Ενότητας – Αναθεωρημένη (Unity Statement Revised)» της 10ης Γενικής Συνέλευσης του Παγκοσμίου Συμβουλίου «Εκκλησιών» στο Πουσάν της Νοτίου Κορέας (8-11-2013), το οποίο αποδέχθηκαν επίσης οι περισσότεροι Ορθόδοξοι εκπρόσωποι, αναφέρεται σε «διαιρέσεις μεταξύ των εκκλησιών μας και μέσα σε αυτές (divisions among and within our churches)” (παρ. 14), δηλ. δεν αναφέρεται σε αιρετικές αποσχίσεις των αιρετικών από την Αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία. Η παρ. 15 του ίδιου κειμένου, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Σε πιστότητα προς την κοινή κλήση μας, θα επιζητήσουμε μαζί με την πλήρη ορατή ενότητα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας όταν θα εκφράσουμε την ενότητά μας γύρω από τη μία Τράπεζα του Κυρίου (in faithfulness to this our common calling, we will seek together the full visible unity of the One, Holy, Catholic and Apostolic Church when we shall express our unity around one Table of the Lord)». Επιβεβαιώνεται δηλ., μετά το ανωτέρω κείμενο του Πόρτο Αλέγκρε, και σε αυτό το κείμενο του Πουσάν,  ότι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν είναι η Αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά η νέα «Εκκλησία του Οικουμενισμού» ή Πράσινη Παγκόσμια Θρησκεία του Σατανά, ο οποίος είναι ο «Κύριος» αυτού του κειμένου και η προγραμματιζόμενη Τράπεζά του είναι η «Τράπεζα των δαιμονίων».
3 - Η ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ Ή ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ Ή ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ ΚΑΤΕΓΝΩΣΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ, ΤΙΣ ΣΥΝΟΔΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ
Η Παναίρεση του Οικουμενισμού ή Γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού, η οποία εισήχθη ψευδο-συνοδικώς από το Συνέδριο της Αποστασίας της Κρήτης, είναι ήδη κατεγνωσμένη:
α) από τους Αποστόλους και ενδεικτικά τον Απόστολο Ιωάννη (Α΄ Καθολική Επιστολή του , Αποκάλυψη κλπ.) και τον Απόστολο Παύλο (Επιστολές του προς Κολασσαείς, προς Τιμόθεο Α΄ και Β΄, προς Τίτο κλπ.),
β) από τις Οικουμενικές Συνόδους και ενδεικτικά
β.1. την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (Κανόνας 7, ο οποίος, μεταξύ άλλων, συγκαταλέγει μεταξύ των αιρέσεων τους Γνωστικούς Μοντανιστές),
β.2. την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο [η οποία καταδίκασε το δόγμα του Γνωστικού Απελλή, μαθητή του Γνωστικού Μαρκίωνα (κατά τον οποίο «ο γαρ γέρων Απελλής συμμίξας ημίν, πολλά μεν κακώς λέγων ηλέγχθη. Όθεν και έφασκε μη δειν όλως εξετάζειν τον λόγον, αλλ’ έκαστον, ως πεπίστευκε, διαμένειν. Σωθήσεσθαι γαρ τους επί τον εσταυρωμένον ηλπικότας απεφαίνετο, μόνον εάν εν έργοις αγαθοίς ευρίσκωνται», δηλ. «Ο γέροντας Απελλής πράγματι, όταν μας συναναστρεφόταν, αποδείχθηκε ότι έλεγε πολλές πλάνες. Γι’ αυτό έλεγε ότι δεν είναι καθόλου ανάγκη να εξετάζουμε τους λόγους, αλλά καθένας να παραμείνει στις πεποιθήσεις του. Διότι ισχυριζόταν ότι θα σωθούν οι ελπίζοντες στον εσταυρωμένο, μόνον αν βρεθούν πράττοντας αγαθά έργα», βλ. Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, Βιβλίο Ε΄, κεφάλαιο 13, στίχος 5, σε: ΕΠΕ, Ευσεβίου Καισαρείας, τομ. 2, σελ. 162-165) μαζί με τους Μαρκιωνιστές (βλ. Μελετίου Καλαμαρά, Η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος, Κεφάλαια δογματικά, ΙΒ΄ Κεφάλαιον, Αθήναι 1985, σελ. 592-593)],
β.3. την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο (Κανόνας 95, ο οποίος, μεταξύ άλλων, συγκαταλέγει στους αιρετικούς τους Γνωστικούς Μανιχαίους, Ουαλεντιανούς, Μαρκιωνιστές),
γ) από τους Πατέρες της Εκκλησίας και ενδεικτικά τον Άγιο Ειρηναίο Λουγδούνου (στο έργο του με τίτλο «Έλεγχος και Ανατροπή της Ψευδωνύμου Γνώσεως»), τον Άγιο Ιππόλυτο Ρώμης (στο έργο του με τίτλο «Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος», P.G., τομ. 16, ΙΙΙ, σελ. 3017-3454), Μέγα Φώτιο (στο έργο του με τίτλο «Διήγησις περί της Μανιχαίων Αναβλαστήσεως», Λόγοι 4, ΕΠΕ, Μ. Φώτιος, τομ. 4, σελ. 10-337)
4 - Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΥΔΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ (ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΩΤΕΡΩ ΕΝΝΟΙΑ) ΑΠΟΔΕΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΔΕΙ ΤΗΝ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ Ή ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ Ή ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ
Ο Μητροπολίτης Κυδωνίας και Αποκορώνου (με την ανωτέρω έννοια):
 Α. Στην ως άνω Αναφορά του προς το Επισκοπικό Δικαστήριο Χανίων (σελ. 3), ομολογεί επί λέξει: «Την Σύνοδο εις Κολυμβάρι την αποδέχομαι πλήρως».
Β. Ως μέλος της Επαρχιακής Συνόδου της Ημι-αυτόνομης της Κρήτης, αποδέχθηκε και διέδωσε τόσο τα προσυνοδικά κείμενα της Σύναξης των Προκαθημένων των Αυτοκέφαλων στο Σαμπεζύ, όσο και τις ψευδο-συνοδικές αποφάσεις του Συνεδρίου της Αποστασίας της Κρήτης, με τα εξής έγγραφα:
1 – ανακοινωθέν της Επαρχιακής Συνόδου της Κρήτης, σε έκτακτη συνεδρία, της 3-2-2016,
2 – ανακοινωθέν της Επαρχιακής Συνόδου της Κρήτης της 7-4-2-16,
3 – εγκύκλιος της Επαρχιακής Συνόδου της Κρήτης, με αριθ. πρωτ. 309/18-4-2016,
4 – ανακοινωθέν της Επαρχιακής Συνόδου της Κρήτης της 12-5-2016,
5 – ενημερωτικό φυλλάδιο της Επαρχιακής Συνόδου της Κρήτης με τίτλο «Η εν Κρήτη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Γ. Ο Μητροπολίτης Κυδωνίας και Αποκορώνου (με την ανωτέρω έννοια) οργάνωσε την  εσπερίδα της 27-5-2016  στο Πολιτιστικό Κέντρο της Ιεράς Μητροπόλεως, για να διαδώσει τα προσυνοδικά κείμενα της Σύναξης των Προκαθημένων των Αυτοκέφαλων στο Σαμπεζύ.
Δ. Ο Μητροπολίτης Κυδωνίας και Αποκορώνου (με την ανωτέρω έννοια) ουδέποτε κατήγγειλε τις κακοδοξίες εκκλησιαστικών ηγετών ιδίως του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίες αποδελτιώνονται στο βιβλίο με τίτλο «Άγιο Όρος – Διαχρονική μαρτυρία στους αγώνες υπέρ της Πίστεως», έκδοση Αγιορειτών Πατέρων – Άγιον Όρος 2014 (http://www.filoumenos.com/download/periodiko.pdf), και, παρά ταύτα, εξακολουθεί να μνημονεύει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ενώ, όφειλε κατά τον 15ο Κανόνα, παράγραφος 4, της Πρωτοδευτέρας Συνόδου της συγκληθείσης επί Μεγάλου Φωτίου, να έχει ήδη παύσει το μνημόσυνό του.
         Κατόπιν των ανωτέρω, μηνύω κανονικώς τον Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου (με την ανωτέρω έννοια) για διάπραξη του εκκλησιαστικού ποινικού αδικήματος της αιρέσεως, η οποία προκάλεσε την αιρετική απόσχισή του από την Εκκλησία των Αποστόλων ως Σώμα Χριστού [που είναι άσπιλη και άμωμη από οποιαδήποτε αίρεση («και πύλαι Άδου ού κατισχύσουσιν αυτής», Ματθ. 16, 18)], και η οποία αίρεση τιμωρείται με καθαίρεση και μεγάλο αφορισμό για κληρικό (Κανόνες 45, 46 και 64 Αγίων Αποστόλων, Κανόνας 1 Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, Κανόνας 2 Αντιοχείας, Κανόνες 32 και 33 Λαοδικείας, Κανόνες 1, 5 και 20 Μεγάλου Βασιλείου, σε συνδυασμό με τον Κανόνα 2 Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου), ενώπιον των ως άνω αρμόδιων εκκλησιαστικών δικαστηρίων με το παρόν δικόγραφο κανονικής μηνύσεως, για να δικαστεί όταν τα εν λόγω αρμόδια εκκλησιαστικά δικαστήρια έχουν Ορθόδοξη συνοδική σύνθεση, όπως συνέβη με την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο που δίκασε τους εικονομάχους επισκόπους.
         Επειδή, συνακόλουθα, η συμπεριφορά του μηνυόμενου κληρικού πληροί τη νομοτυπική μορφή (ή την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση) του εκκλησιαστικού ποινικού αδικήματος της αιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
         Μηνύω τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου κ. Δαμασκηνό (με την ανωτέρω έννοια) για την αποδοχή και διάδοση της Παναίρεσης του Οικουμενισμού ή Γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού, η οποία εισήχθη ψευδο-συνοδικώς από το Συνέδριο της Αποστασίας της Κρήτης, και ζητώ την, κατά τους Ιερούς Κανόνες, εκκλησιαστική ποινική του δίωξη και επιβολή των προβλεπόμενων κανονικών κυρώσεων.
         Εξουσιοδοτώ τον πληρεξούσιο δικηγόρο και νόμιμο αντίκλητό μου Κυριάκο Κυριαζόπουλο, Δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω  (ΑΜ-ΔΣΘ 7232), Καθηγητή (επ.) του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης και Θεολόγο, κάτοικο Τριαδίου Θέρμης Θεσσαλονίκης, οδός Πλαστήρα, αριθ. 6, να υποβάλλει αρμοδίως την εν λόγω κανονική μήνυση.
Υποβάλλω συνημμένα τα ως άνω αναφερόμενα έντυπα και σελίδες διαδικτύου.                             
Χανιά, 20-01-2017
Ο μηνυτής
ΠΑΠΑ-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΗΤΡΙΤΣΑΚΗΣ