Πρὸς τὸ ἱστολόγιο «Ἐν Τούτῳ Νίκα»:
Ἐρωτήσεις σχετικές μέ δημοσιευθέντα κείμενα.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί τοῦ ἱστολογίου «Ἐν Τούτῳ
Νίκα»,
Χαίρετε ἐν Κυρίῳ.
Ἐζήτησα νά μοῦ
ἀποσταλοῦν ἀπό τούς ἀδελφούς τά κείμενα τά ὁποῖα δημοσιεύσατε εἰς ἀπάντησι δικῶν
μου δημοσιεύσεων πρός τόν κ. Μάννη καί
τό ἱστολόγιο «Κρυφό Σχολειό» καί ἀφοῦ τά ἐμελέτησα ἔχω νά σᾶς προτείνω
τό ἑξῆς. Ἀντί νά πελαγοδρομοῦμε μέ ἀτέλειωτες συζητήσεις καί κείμενα, εἰς τά ὁποῖα
θά ἠδυνάμην καί ἐγώ νά ἀπαντήσω λεπτομερῶς μέ ἄλλα τόσα κείμενα, ἔχω νά σᾶς
προτείνω αὐτό τό ὁποῖο ἐπρότεινα καί στόν κ. Μάννη, καί ὁ ὁποῖος τελικά ἀρνήθηκε
αὐτοῦ τοῦ εἴδους τόν διάλογο καί θέλησε νά τόν σταματήση. Νά γίνεται δηλαδή ὁ
διάλογος βάσει συγκεκριμένων ἐρωτήσεων, τίς ὁποῖες θά θέτη ἡ κάθε πλευρά καί ἡ ἄλλη
θά εἶναι ὑποχρεωμένη νά ἀπαντήση. Δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου θά συζητοῦμε καί θά ἀπαντοῦμε
ὄχι ἐκεῖ ὅπου μᾶς ἐξυπηρετεῖ, ἀλλά ἐκεῖ ὅπου θά μᾶς κατευθύνη ἡ ἐρώτησις τοῦ ἄλλου.
Ἀπαραίτητη προϋπόθεσις νομίζω ὅτι πρέπει νά εἶναι τίς ἐρωτήσεις καί ἀπαντήσεις ἑκάστης
πλευρᾶς νά τίς δημοσιεύουν καί τά δύο ἱστολόγια, δηλαδή τό «Ἐν Τούτῳ Νίκα» καί ἡ
«Πατερική Παράδοσις», μέ την γραμμή τοῦ ὁποίου ἔχω δηλώσει ὅτι συμφωνῶ ἀπολύτως
καί ἔχω πνευματική ἐπικοινωνία μέ τούς διαχειριστές του.
Μέ βάσι τά ἀνωτέρω θά σᾶς ὑποβάλλω λοιπόν τρεῖς
ἐρωτήσεις, στηριζόμενος μάλιστα στά γραφόμενά σας. Φυσικά, ἄν δέν δέχεσθε καί ἐσεῖς
αὐτοῦ τοῦ εἴδους τόν διάλογο, δύνασθε νά μήν ἀπαντήσετε στίς ὑποβληθεῖσες ἐρωτήσεις,
πλήν ὅμως εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι δέν δύναμαι ἐγώ νά ἀσχοληθῶ μέ διαλόγους ἀπέραντους,
οἱ ὁποῖοι κατ’ οὐσίαν δέν ἔχουν κανένα ἀποτέλεσμα καί οὔτε φυσικά ἐξυπηρετοῦν
τήν ἀναζήτησι τῆς ἀληθείας, ἐφ’ ὅσον ὁμιλοῦμε, κατά τό δή λεγόμενο, «περί ἀνέμων
καί ὑδάτων» καί ἀναμασοῦμε αὐτά τά ὁποῖα πολλάκις ἔχουν εἰπωθῆ.
1. Θέλουμε νά μᾶς πῆτε ἄν, τό «δυνάμει καί ἐνεργείᾳ», τό ὁποῖο
προϋποθέτει τήν ἐνέργεια τῆς Συνόδου διά νά ἰσχύση μία ποινή καί εἶχε
πρωτοεισηγηθῆ, διά τούς νεοημερολογίτες Ἐπισκόπους καί τά μυστήριά των, ὁ
νεοανακηρυχθείς ἀπό τούς Γ.Ο.Χ. ἅγιος πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος, ἰσχύει καί διά
τα θέματα τῆς πίστεως.
Σᾶς ἐφιστοῦμε
τήν προσοχή διά τήν ἀπάντησί σας, διότι ἐπισυνάπτομε, ἄν
τό «δυνάμει καί ἐνεργείᾳ» ἰσχύει
καί διά τά θέματα τῆς πίστεως,
τότε δέν ἰσχύει τίποτε ἀπό αὐτά τά ὁποῖα γράφετε στά κείμενά σας περί ἀναθεμάτων
ἀπό τό Σιγγίλιο τοῦ 1583 τοῦ Νεοσκητιώτου μοναχοῦ Ἰακώβου, ἔστω καί ἄν αὐτό δέν
ἦταν πλαστό· δέν ἰσχύει ἡ ἀπόφασις τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 1848 διά τούς
«νεωτερίζοντας ἤ αἱρέσει ἤ σχίσματι» και, βεβαίως, δέν ἰσχύουν τά ἀναθέματα,
διά θέματα πίστεως, τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί ὅλων τῶν Συνόδων, ἐφ’
ὅσον πρέπει νά ἐνεργοποιηθοῦν τρόπον τινα ὑπό τῆς Συνόδου διά τά συγκεκριμένα
πρόσωπα καί τό συγκεκριμένο θέμα τῆς πίστεως (στήν προκειμένη περίπτωσι τήν ἀλλαγή
τοῦ ἡμερολογίου).
Ἄν
ἐκ τοῦ ἀντιθέτου δέν ἰσχύει τό
«δυνάμει καί ἐνεργείᾳ» διά τά θέματα
τῆς πίστεως, τότε μέ τό νά ἀποδεχθῆ ὁ πρώην Φλωρίνης καί ὅλοι οἱ
Παλαιοημερολογίτες (πλήν τῶν Ματθαιϊκῶν) ὅτι ἰσχύει, ἀπεδέχθησαν ἐν τῇ πράξει ὅτι
ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου τό 1924 δέν ἦτο θέμα πίστεως. Ἄν τώρα ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου
δέν εἶναι θέμα πίστεως, ἐφ’ ὅσον διά τούς ὑπευθύνους ἰσχύει τό περιβόητο
«δυνάμει καί ἐνεργείᾳ» σημαίνει, ὅπως καταλαβαίνετε, ὅτι ἡ ἀποτείχισις διά τήν ἀλλαγή
τοῦ ἡμερολογίου δέν δικαιολογεῖται, πολύ δε περισσότερο ἡ δημιουργία Συνόδων
κλπ.
Παραδόξως στά κείμενά σας, τά ὁποῖα μοῦ ἀπεστάλησαν
καί ἐμελέτησα, φαίνεται ὅτι ἀποδέχεσθε τήν περίπτωσι ὅτι τό «δυνάμει καί ἐνεργείᾳ»
δέν ἰσχύει διά τά θέματα τῆς πίστεως. Σᾶς
ἐπισυνάπτω κάποια ἀπό τά λόγια σας τοῦ τετάρτου τμήματος τῶν ἀπαντήσεών σας:
«Σέ ὅλους τούς καινοτόμους Νεοημερολογίτες ἀπευθύνεται ἡ Πανορθόδοξος
Σύνοδος τοῦ 1848 στήν Κωνσταντινούπολη, ὅταν σφραγίζει τήν Πίστιν καί τήν
Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας καί ἀναθεματίζει τούς νεωτεριστές καί τούς ἀποστάτες». Καί ἐπίσης: «2. Στή Σύνοδο τοῦ
1583 ἀναθεματίσθηκε ὅποιος τολμήσει νά ἀκολουθήσει τό
Νέον Πασχάλιον καί
τό νέον Μηνολόγιον, πού εἰσήγαγε ἡ παπική ἐκκλησία τό 1582. Ὅπου οἱ
Σύνοδοι μιλᾶνε γιά Καλενδάριον ἤ Γρηγοριανόν Ἡμερολόγιον, ὅπως εἶναι αὐτονόητο,
δέν ἐννοοῦν μόνον τό Πασχάλιον, ὅπως διαστρεβλώνουν τά πράγματα οἱ
Νεοημερολογίτες καί οἱ Θεόκλητοι Διονυσιάτες».
Αὐτό, ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε,
ἔρχεται σέ ὀξεία ἀντίθεσι μέ τόν νεοκηρυχθέντα ἅγιο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο
καί τήν πλειοψηφία τῶν Γ.Ο.Χ. Ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος ὅμως τοῦ 1848, τήν ὁποία ἀναφέρετε
στά κείμενά σας, ὄντως ἀπροκάλυπτα καί ξεκάθαρα ἀποδέχεται ὅτι γιά τά θέματα τῆς
πίστεως δέν ἰσχύει τό «δυνάμει καί ἐνεργείᾳ», ἐφ’ ὅσον ἀναφέρει ὅτι ὁ τολμῶν ἤ
πρᾶξαι, ἤ συμβουλεῦσαι, ἤ διανοηθῆναι νεωτερισμό ἤ ἀλλοίωσι τῆς πίστεως «ἤδη ἠρνήθη
τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἐκουσίως καθυπεβλήθη εἰς τό αἰώνιον ἀνάθεμα κλπ.»,
χωρίς δηλαδή τήν ἐπιπρόσθετη συγκεκριμένη ἀπόφασι κάποιας Συνόδου καί ἐπί πλέον ἐφ’ ὅσον «Ἅπαντες οἱ
νεωτερίζοντες ἤ αἱρέσει ἤ σχίσματι, ἑκουσίως ἐνεδύθησαν κατάραν ὡς ἱμάτιον, κἄν
τε Πάπαι κἄν τε Πατριάρχαι, κἄν τε κληρικοί, κἄν τε λαϊκοί, κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ». Ὁ ἀόριστος δηλαδή χρόνος «ἐνεδύθησαν» σημαίνει κάτι τετελεσμένο
(π.χ. ἔφαγαν, ἐφόνευσαν, ἐφυλακίσθηκαν κλπ.) καί τό «ἐκουσίως» τό ὁποῖο ὡς ἐπιρρηματικός προσδιορισμός συνοδεύει τό «ἐνεδύθησαν κατάραν ὡς ἱμάτιον» σημαίνει ὅτι
καταδικάζονται ἀπό τήν ἴδια τήν πρᾶξι των, χωρίς δηλαδή περαιτέρω ἀπόφασι
Συνόδου.
Τελειώνοντας μέ τήν πρώτη ἐρώτησι σᾶς ἐπισημαίνομε
ὅτι ἡ ὑπ’ ἀριθμ. (1) παράγραφος ἀποτελεῖ τήν ἐρώτησι καί τά ὑπόλοιπα εἶναι ἐπεξηγηματικά
καί ἄν θέλετε τά λαμβάνετε ὑπ’ ὄψιν σας, διά νά μήν βγῆτε ἐκτός θέματος.
2. Πῶς ἰσχυρίζεσθε ὅτι τό Σιγγίλιο τοῦ
Νεοσκητιώτου μοναχοῦ Ἰακώβου εἶναι γνήσιο, ὅτι οἱ Νεοημερολογίτες ὑπεστήριξαν ὅτι
εἶναι πλαστό καί ὅτι κανείς δέν ἐτεκμηρίωσε τήν
περί πλαστότητος κατηγορία σέ σοβαρή πηγή κλπ., τήν στιγμή κατά τήν ὁποία
οἱ ἴδιοι οἱ Γ.Ο.Χ. στήν μεγαλύτερη πλειοψηφία τους, ὄχι μόνο ἀμφισβητοῦν τήν ἐγκυρότητα
αὐτοῦ τοῦ Σιγγιλίου, ἀλλά καί μέ εἰδική μελέτη ἀποδεικνύουν τήν πλαστότητά του
καί τήν περί αὐτοῦ ἀπάτη;
Γράφετε στό τέταρτο τμῆμα τῶν ἀπαντήσεών σας
τά ἑξῆς:
«Προσπαθώντας νά ἀποφύγουν τήν βαρειά ἀπειλή τοῦ ἀναθέματος οἱ
Νεοημερολογίτες ὑποστήριξαν ὅτι τά Σιγγίλια τοῦ 1583 καί 1593 πού ἀναφέρονται
στόν ἀναθεματισμό ὅσων ἀκολουθήσουν Νέον Καλεντάριον καί Πασχάλιον εἶναι τάχα
πλαστά!
Τά λεγόμενα περί πλαστογραφίας μέ βάση ὅσα ἔχουν σημειωθεῖ ἀνωτέρω
εἶναι ἕνας ἄχαρος μῦθος, πού προσφέρεται ὡς παυσίπονο σέ ὅσους
τρέμουν τά ἐκκλησιαστικό αὐτό ἀνάθεμα»· καί ἐπίσης κατωτέρω: «Κανένας δέν ἔνιωσε
τήν ἀνάγκη νά τεκμηριώσει τήν κατηγορία σέ σοβαρή ἱστορική πηγή. Ποῦ νά βρεθεῖ ὅμως
τέτοια σοβαρή μαρτυρία!».
Πρός ἀπόδειξιν
τῶν λεγομένων σᾶς προσκομίζομε τήν εἰδική αὐτή μελέτη τῶν Ἐνισταμένων τοῦ
Παλαιοῦ Ἡμερολογίου ἀπό τήν περιοδική ἔκδοσί τους «Ὀρθόδοξος
Μαρτυρία καί Ἔνστασις» τοῦ μηνός Δεκεμβρίου του ἔτους 2011, ἀρ. 5,
κάποια τμήματα τῆς ὁποίας θά παρακαλοῦσα τούς ἀδελφούς πού διαχειρίζονται τό ἱστολόγιο
«Πατερική Παράδοσις» νά δημοσιεύσουν πρός ἐνημέρωσι τῶν ἐνδιαφερομένων Ὀρθοδόξων. (Δημοσιεύεται στὸ τέλος τῆς ἀνάρτησης). Νομίζω ὅτι ἡ ἄποψις αὐτή, περί τῆς πλαστότητος τοῦ Σιγγιλίου αὐτοῦ, θά εἶναι ἀποδεκτή
καί ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ Καλλινίκου, ἐπειδή ἑνώθηκαν τώρα οἱ δύο αὐτοί Σύνοδοι
καί ἀσφαλῶς στήν δεκατετράμηνη πορεία τῶν συζητήσεων διά τήν ἕνωσι αὐτή τῶν δύο
Συνόδων θά συζητήθηκε αὐτό τό σοβαρό
ζήτημα.
Μία σημαντική θέσις τῶν Ἐνισταμένων τοῦ Π. Ἡμερολογίου
εἶναι καί αὐτή πού καταγράφουν στήν 6η σελίδα τοῦ ἐν λόγῳ περιοδικοῦ:
«2. Στήν ἱεράν ἔνστασιν κατά τῆς ἐκκλησιολογικῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
ἡ ὁποία ἐμπεριέχει τὸ Ἡμερολογιακόν, τὸ δῆθεν «Σιγγίλιον» τοῦ 1583 οὐδὲν οὐσιαστικῶς
προσφέρει, ἐφ’ ὅσον καὶ ἐὰν ἀκόμη ἦταν γνήσιο, δὲν θὰ ἐνεργοῦσε αὐτομάτως καὶ ἀκαριαίως,
ἐκβάλον πάραυτα τοὺς Καινοτόμους ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, διότι τὸ ἀνάθεμα,
προκειμένου νὰ ἐνεργοποιηθῆ, ἀπαιτεῖ εἰδικὴν συνοδικὴν κρίσιν, βάσει τῆς ὀρθοδόξου
ἐκκλησιαστικῆς τάξεως».
Οἱ πατέρες λοιπόν
οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν στους Ἐνισταμένους τοῦ Π. Ἡμερολογίου δέχονται ὅτι διά τά
θέματα τῆς πίστεως ἰσχύει τό «δυνάμει καί
ἐνεργείᾳ» τοῦ πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου καί φέρνουν ὡς συνήγορο καί ὑπερασπιστή
αὐτῆς τῆς θεωρίας στήν ὑποσημείωσι καί τόν μεγάλο θεολόγο τῆς ἐποχῆς μας, Ἀριστ.
Δελήμπαση.
Οἱ Ἐνιστάμενοι πατέρες τοῦ Π. Ἡμερολογίου ἀναφέρουν
ἐπίσης ὅτι τό Γρηγοριανό (Νέο) Ἡμερολόγιο κατεδικάσθη ἀπό τίς Συνόδους τοῦ ΙΣΤ΄
αἰῶνος λόγῳ τοῦ Πασχαλίου ὡς ἀντιπίπτον δηλαδή εἰς τόν Ζ΄ Ἀποστολικό Κανόνα.
Τέλος σᾶς μεταφέρομε ἀπό τόν Δοσίθεο Ἱεροσολύμων
καί ὁλόκληρον τόν Η΄ Κανόνα τῆς Συνόδου τοῦ 1593 διά νά ἐπιβεβαιωθῆ καί ὁ κάθε
δύσπιστος ὅτι ὁ Κανών ὁμιλεῖ καί καταδικάζει τήν ἀλλαγή τοῦ Πασχαλίου τῶν Δυτικῶν
καί οὐδέν ἕτερον:
«Κανών ὄγδοος: Ἀσάλευτον διαμένειν βουλόμεθα τό τοῖς Πατράσι
διορισθέν περί τοῦ ἁγίου καί σωτηρίου Πάσχα, ἔχει καί οὕτως. ἅπαντας τούς τολμῶντας
παραλύειν τούς ὅρους τῆς ἁγίας καί οἰκουμενικῆς μεγάλης Συνόδου, τῆς ἐν Νικαίᾳ
συγκροτηθείσης, ἐπί παρουσίᾳ τῆς εὐσεβείας τοῦ θεοφιλεστάτου βασιλέως Κωνσταντίνου
περί τῆς ἁγίας ἑορτῆς τοῦ σωτηριώδους πάσχα ἀκοινωνήτους καί ἀποβλήτους εἶναι τῆς
ἐκκλησίας ἐπιμένοιεν φιλονεικότερον ἐνισταμένους πρός τά καλῶς δεδιδαγμένα, καί
ταῦτα εἰρήσθω περί τῶν λαϊκῶν. εἰ δέ τις τῶν προεστώτων τῆς ἐκκλησίας ἐπίσκοπος,
ἤ πρεσβύτερος, ἤ διάκονος, μετά τόν ὅρον τοῦτον τολμήσειεν ἐπί διαστροφῇ τῶν λαῶν
καί ταραχῇ τῶν ἐκκλησιῶν ἰδιάζειν, καί μετά τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεῖν τό Πάσχα, τοῦτον
ἡ ἁγία Σύνοδος ἐντεῦθεν ἤδη ἀλλότριον ἔκρινε τῆς ἐκκλησίας. δεῖ στοιχεῖν τῷ τῶν πατέρων κανόνι μέχρι καί
σήμερον Θεοῦ χάριτι, ὅ, καθ’ ὅ δή καί τά
λοιπά ἡ Θεοῦ ἐκκλησία διαφυλάττει» (Τόμος Ἀγάπης κατά Λατίνων σελ. 547).
Σημειώνομε καί
ἐδῶ, δοθείσης τῆς εὐκαιρίας, ὅτι καί ὁ Κανόνας τῆς Ἀντιοχείας, τόν ὁποῖο ἐπικαλοῦνται
οἱ πατέρες τῆς Συνόδου τοῦ 1593 καί αὐτολεξεί ἀναφέρουν, καταδικάζει μέ τήν
ποινή τοῦ ἀφορισμοῦ καί τούς μετά ταῦτα παραβάτας τοῦ Κανόνος, χωρίς δηλαδή ἄλλη
διαδικασία καί ἀπόφασι Συνόδου, ἐνάντια δηλαδή στόν πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο,
στούς Ἐνισταμένους τοῦ Π. Ἡμερολογίου καί φυσικά στόν Ἀριστ. Δελήμπαση.
Ἀπό τά ἀνωτέρω μόνο ἡ ὑπ’ ἀριθμ. (2)
παράγραφος ἀποτελεῖ τήν ἐρώτησι, τά δε ὑπόλοιπα ἐτέθησαν πρός ἐνημέρωσι καί
διευκρίνησι καί προκειμένου νά μήν ἀπαντήσετε ἐκτός θέματος.
3. Θέλουμε νά μᾶς ἀναφέρετε ἀδελφοί, διατί οἱ
τρεῖς αὐτές Σύνοδοι τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος, οἱ ὁποῖες εἶχαν τόσο σημαντικές ἀποφάσεις
καί ἀναθέματα κατά τήν ἄποψί σας, δέν ἀναφέρονται οὔτε ἔστω ἀκροθιγῶς, οὔτε κἄν
ὑπονοοῦνται στό Πηδάλιο ἀπό τόν Ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη; Ἐφ’ ὅσον δηλαδή διά
ἐσᾶς ἔχουν τόσο μεγάλη σημασία, παρουσιάζετε τό Πηδάλιο ὡς ἐλλιπές καί ἐπί
πλέον δημιουργεῖτε ἕνα νέο «Πηδάλιο» διευρημένο καί τρόπον τινά πληρέστερο.
Ὡς γνωστόν, ὁ Ἅγ. Νικόδημος ἔζησε δύο αἰῶνες
μετά τίς Συνόδους τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος, ἦταν γνώστης ὅλων τῶν Κανονικῶν Διατάξεων, εἶχε
μελετήσει τόν Δοσίθεο Ἱεροσολύμων, ὅπως φαίνεται ἀπό ἀναφορές του στό Πηδάλιο
καί εἶναι, κατά κοινή ὁμολογία, ὁ ἄριστος ἑρμηνευτής τῶν ἱερῶν Κανόνων. Εἶναι ἐντυπωσιακό
ὡς ἐκ τούτου ὅτι, ὄχι μόνον δέν ἀναφέρει ἀπολύτως τίποτα διά τίς Συνόδους αὐτές,
τούς Κανόνες καί τά ἀναθέματά των, ὥστε νά προστατεύση τούς Ὀρθοδόξους, ἀλλά
καί ἀντιθέτως πρός τίς ἰδέες καί ἀντιλήψεις τῶν σημερινῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἀναφέρει
τό περίφημο καί καταλυτικό διά τό θέμα αὐτό, τό ὁποῖο στίς ἀναφορές τους
πάντοτε τό παρακάμπτουν τεχνηέντως μέ τά ἀποσιωπητικά (τελίτσες) οἱ ἀκολουθοῦντες
τό Π. Ἡμερολόγιο. Ὅτι, δηλαδή, δέν εἶναι ἁμαρτία τό
νά ἑορτάση κανείς τό Πάσχα αὐτόν τόν καιρό ἤ ἐκεῖνο, σύμφωνα μέ τόν ὀρθόδοξο ὁρισμό
ἤ μέ τόν παπικό, ἀλλά εἶναι μεγίστη ἁμαρτία καί ἀσυγχώρητη τό νά κάνη σχίσμα
δι’ αὐτόν τόν λόγο τῶν ἑορτῶν, νά φιλονικῆ κάι νά ἀποκοπῆ ἀπό τή Σύνοδο (ὑποσημ. εἰς Ζ΄ Ἀποστ. Κανόνα). Φυσικό εἶναι, ἀδελφοί,
ὅλα αὐτά νά ἔρχωνται σέ ὀξεία ἀντίθεσι μέ τίς ἀποφάσεις τῶν ἐν λόγῳ Συνόδων καί
νά παρουσιάζετε ἔτσι τόν Ἅγ. Νικόδημο ὡς διδάσκαλο τῆς παρανομίας καί μάλιστα
μεγίστης παρανομίας, σέ θέματα πίστεως καί μέ ἐπιτίμιο τό ἀνάθεμα.
Σημειώνω καί ἐδῶ τελειώντας, ὅτι τήν τρίτη ἐρώτησι
τήν ἀποτελεῖ ἡ ὑπ’ αριθμ. (3) παράγραφος μόνο καί τά ὑπόλοιπα ἐτέθησαν πρός
διευκρίνησι διά τούς ἰδίους ὡς ἄνω λόγους.
Ἀναμένοντας τίς ἀπαντήσεις καί φυσικά τίς ἰδικές
σας ἐρωτήσεις, ἐφ’ ὅσον θελήσετε νά διεξαχθῆ δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὁ μεταξύ μας
διάλογος καί εὐχόμενος τά βέλτιστα διά τήν κατ’ ἄμφω ὑγεία, σᾶς χαιρετῶ μέ τήν ἐν
Κυρίῳ ἀγάπη.
20/1/2017
Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς
______________________________________________________________________________________________
†Ἐπισκόπου Ὠρεῶν Κυπριανοῦ
Ἀναπληρωτοῦ
Προέδρου
τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν Ἐνισταμένων
Τὸ «Σιγγίλιον» τοῦ 1583 κατὰ «τοῦ
καινοτομηθέντος καλενταρίου παρὰ Λατίνων»
Μῦθος ἢ πραγματικότης;
Α. Ἡ
τριπλῆ συνοδικὴ ἀποβολὴ τοῦ νέου Καλενταρίου
Β. Οἱ
Τόμοι τῶν συνοδικῶν ἀποβολῶν
Γ. Τὰ
Αγιορειτικὰ ἀντίγραφα τοῦ Μοναχοῦ Ιακώβου
Δ. Μία
ἄσκοπος διαμάχη
Ε. Παράρτημα
α. Τὸ
πλαστὸ «Σιγγίλιον»
β. Ὁ
«Τόμος» Κυρίλλου Λουκάρεως
Φυλὴ Ἀττικῆς 13η Μαΐου 2011 ἐκ.ἡμ.
Τὸ «Σιγγίλιον» τοῦ 1583 κατὰ «τοῦ
καινοτομηθέντος καλενταρίου παρὰ Λατίνων»*
Μῦθος ἢ πραγματικότης;
Α. Ἡ τριπλῆ συνοδικὴ ἀποβολὴ τοῦ νέου Καλενταρίου
1. Ὁ πάπας Γρηγόριος ΙΓ (1502-1585) μετερρύθμισε
τὸ Εκκλησιαστικὸ Ημερολόγιο καὶ εἰσήγαγε τὸν ἐπικληθὲν Γρηγοριανὸ Ημερολόγιο τὴν
5η Οκτωβρίου 1582, ἡ ὁποία ἀριθμήθηκε ὡς 15η Οκτωβρίου.
2. Ἐν
συνεχείᾳ, ὁ πάπας Γρηγόριος παρεκάλεσε, μέσῳ τριῶν εἰδικῶν Αντιπροσωπειῶν, τὸν
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Β τὸν Τρανὸν
(1536-1595) νὰ ἀποδεχθῆ τὸ Νέο
Ημερολόγιο.
3. Ὁ Ἱερεμίας ἀπέκρουσε τὸ «λατινικὸν καλενδάριον» καὶ ἐπανειλημμένως κατέκρινε αὐτό,
τόσον δι Επιστολῶν, ὅσον καὶ διὰ Συνοδικῶν Αποφάσεων κατὰ τὰ ἔτη 1583, 1587 καὶ
1593.
4. α. «Πατριαρχεύοντος τούτου τοῦ Ἱερεμίου, Σύνοδος
Μητροπολιτῶν συνήχθη ἐν Κωνσταντινουπόλει τῷ αφπγ (1583), ἐπιδημήσαντος καὶ
Σιλβέστρου τοῦ Ἀλεξανδρείας, ἥτις κατακρίνασα τὸ καινοτομηθὲν ὑπὸ Γρηγορίου τοῦ
Ρώμης Καλενδάριον, δὲν τὸ ἐδέχθη, κατὰ τὴν αἴτησιν τῶν Λατίνων»1.
β. «Ο
Ιερεμίας συνεκάλεσεν ἐν ἔτει 1583 Σύνοδον ἐν Κωνσταντινουπόλει, εἰς ἣν ἔλαβε μέρος
καὶ ὁ Αλεξανδρείας Σίλβεστρος. Η Σύνοδος αὕτη ἐξέδωκε Τόμον κατὰ τοῦ Γρηγοριανοῦ
Ημερολογίου καταδικάσασα οὕτω τὴν παπικὴν καινοτομίαν. Αλλὰ καὶ ὁ Μελέτιος [Πηγᾶς,
, ὡς Πρωτοσύγκελλος], εὐκαιρίας δοθείσης, κατεπολέμησε τὴν παπικὴν ἐνέργειαν,
συγγράψας, τῇ προτροπῇ τοῦ Πατριάρχου Σιλβέστρου, εἰδικὴν μελέτην, ἐπονομάσας
ταύτην ἕτερον Τόμον Αλεξανδρινὸν κατ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸν διαληφθέντα Τόμον τῆς
Κωνσταντινουπόλεως»2.
γ. «Οἱ
οὖν ἀνατολικοὶ Πατέρες, Σύνοδον ἐν Κωνσταντινουπόλει συγκροτήσαντες [ἐν ἔτει 1583],
ὅτε πρῶτον ἐξεφωνήθη ἡ τοῦ Πάσχα παρὰ τῆς Ρωμαϊκῆς Εκκλησίας ἐξερευνηθεῖσα
λεγομένη διόρθωσις, τὸν ἐνόντα γε τρόπον, τὴν τῶν Πατέρων Παράδοσιν διωρίσατο
κρατεῖν. Επεδήμει δὲ ἐν Κωνσταντινουπόλει ὁ ἀοίδιμος πρῴην Αλεξανδρείας Σίλβεστρος
ἡμᾶς τοῦ Θρόνου καταλιπὼν κυβερνήτας. Εκεῖθεν δὲ εἰς ἡμᾶς ἀναζεύξας ἠξίωσε καὶ
παρ ἡμῶν περὶ τούτου τι γραφῆναι. Υπήρχομεν δὲ ἡμεῖς καὶ πρὶν εἰς Ρώμην ἐπιστείλαντες,
δεικνῦντες μὲν ὑγιῶς ἔχειν τελούμενον τὸ Πάσχα κατὰ τὸ τῶν Πατέρων Κανόνιον,
παρακαλοῦντες δὲ μὴ αὔξειν τὰς τῶν Εκκλησιῶν διαφωνίας. Επειδὴ δὲ ἀντεπέστειλαν
μὲν ἐκεῖθεν, ὡς οὐκ ἀσυνέτως διεσκέψαντο Ρωμαῖοι περὶ τοῦ Πάσχα, καὶ οἷον ἀπόδειξιν
ἀναντίρρητον, τό, οὐκ ἀσυνέτως ἐσκέψαντο Ρωμαῖοι περὶ τοῦ Πάσχα προτείνοντες ὀρθῶς
ὁ δὲ Γέρων, ἔγραφον, ἐζήτει παρ ἡμῶν τῆς ὑποθέσεως ἔνδειξιν, ὑπακούσαμεν εἰκότως
καὶ Τόμον ἐγράψαμεν Αλεξανδρινὸν ἐπωνυμίαν εἰς ἀντιδιαστολὴν τοῦ ἐκ
Κωνσταντινουπόλεως περὶ τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως συντεθέντος Τόμου Συνοδικοῦ»3.
5. Εν
«ἔτει σωτηρίῳ 1587» «γίνεται καὶ δευτέρα Σύνοδος ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει, παρόντος
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τοῦδε τοῦ Ιερεμίου, τοῦ Αλεξανδρείας Μελετίου τοῦ
Πηγᾶ καὶ τοῦ Ιεροσολύμων Σωφρονίου, καὶ ἀπέβαλον συνοδικῶς τὴν ὑπὸ τοῦ πάπα
Γρηγορίου τοῦ ΙΓ γενομένην διόρθωσιν τοῦ Αγίου Πάσχα, ὡς ἐπισφαλῆ, ὡς μὴ ἀναγκαίαν,
ὡς πρόξενον πολλῶν σκανδάλων εἰς πάντα τὰ χριστιανικὰ ἔθνη»4.
6α. «Τῇ 12ῃ Φεβρουαρίου 1593», «συνεκροτήθη ἐνδημοῦσα
[Ἁγία καὶ Μεγάλη, “πληρεστάτη”] Σύνοδος [ἐν Κωνσταντινουπόλει] ἐν τῷ αὐτόθι ναῷ
τῆς “Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, τῆς Παμμακαρίστου,
τῆς καὶ Παραμυθίας ἐπωνομαζομένης”, καθ ἣν παρῆσαν ἐκτὸς τοῦ Οἰκουμενικοῦ
[Πατριάρχου Ιερεμίου Β ], οἱ Πατριάρχαι Αλεξανδρείας Μελέτιος, ἐπέχων καὶ τὴν θέσιν
τοῦ Αντιοχείας Ιωακείμ, καὶ Ιεροσολύμων Σωφρόνιος, καθὼς καὶ οἱ πανιερώτατοι
Αρχιερεῖς ἐκ πάσης Επαρχίας τῆς Ανατολικῆς Εκκλησίας τῶν Ορθοδόξων», προκειμένου
νὰ ἐπικυρώση τὸ Αὐτοκέφαλον τῆς Ρωσικῆς Εκκλησίας καὶ περὶ τῶν ἀποφάσεων Αὐτῆς ἐδημοσιεύθη
«Πρᾶξις συνοδική, ἐν ᾗ καὶ ἀποβολὴ τοῦ νέου καλενταρίου, ἤτοι τῆς περὶ τὸ Πάσχα
λατίνων καινοτομίας»5.
β. Η
Αγία καὶ Ιερὰ Μεγάλη Σύνοδος αὐτὴ «ἀκολούθως ἐξέδωκε κανόνας εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν
τάξιν ἀφορῶντας», ὁ ὄγδοος ἐκ τῶν ὁποίων ἀναφέρεται στὴν βούλησι τῶν Αρχιερέων
«ἀσάλευτον διαμένειν τὸ τοῖς Πατράσι διορισθὲν περὶ τοῦ ἁγίου καὶ σωτηρίου Πάσχα»,
τὸ δὲ «διορισθὲν» εἶναι ὁ Ιερὸς Κανὼν Α τῆς ἐν Αντιοχείᾳ Συνόδου (341), τὸν ὁποῖον
ἐπαναλαμβάνει αὐτολεξεὶ ἡ Σύνοδος τοῦ γ. Ο Ιερὸς Δοσίθεος Ιεροσολύμων, στὰ
Παραλειπόμενα τοῦ ΙΑ Βιβλίου τῆς Δωδεκαβίβλου (Κεφάλαιον ΙΑ, ιη΄), ἐπαναλαμβάνει
συνοπτικά, ὅτι ἡ «πληρεστάτη» Σύνοδος ἐν Κωνσταντινουπόλει τὸ 1593 ἀπεφάσισε «ἵνα
τὸ Πάσχα γίνηται καθὼς τὸ ἐδιώρισεν ἡ Πρώτη Σύνοδος καὶ τὸ νέον καλαντάριον τὸ ἐπινοηθὲν
παρὰ τῶν Λατίνων νὰ ἀναθεματίζεται»7.
Β. Οἱ Τόμοι τῶν συνοδικῶν ἀποβολῶν
1. «Τόμοι», δηλαδὴ Συνοδικὰ Ἔγγραφα,
μὲ τὰ ὁποῖα ἐπιλύονται σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα καὶ ἐκτίθενται τὰ ἐν Συνόδῳ
πραχθέντα καὶ ἀποφασισθέντα, τῶν Ιερῶν Συνόδων 1583, 1587 καὶ 1593 δὲν σώζονται,
μόνος δὲ σωζόμενος εἶναι ὁ προμνημονευθεὶς «Τόμος Αλεξανδρινὸς περὶ τοῦ Πασχαλίου»,
ὁ ὁποῖος συνετάγη, μὲ χαρακτῆρα ὅμως ἀντιρρητικόν, ὑπὸ τοῦ «μακαριωτάτου καὶ
παναγιωτάτου πάπα Αλεξανδρείας κυροῦ Μελετίου περὶ τοῦ Πάσχα»8.
2. Εν
τούτοις, δύνανται νὰ θεωρηθοῦν ὑπὸ εὐρεῖαν ἔννοιαν ὡς Τόμοι τῶν Συνόδων 1583 καὶ
1593 τὰ σωζόμενα κείμενα, διὰ μὲν τὴν τοῦ 1593 ἡ «Πρᾶξις Συνοδική»9,
διὰ δὲ τὴν τοῦ 1583 ἡ κοινὴ Επιστολὴ πρὸς Αρμενίους τῶν Πατριαρχῶν
Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου Β΄ καὶ Ἀλεξανδρείας Σιλβέστρου ὑπὸ ἡμερομηνίαν 20ὴ
Νοεμβρίου 1583, ἐφ ὅσον «ἡ ἐπιστολὴ αὕτη ἐγράφη συνεπείᾳ τῆς κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο
συγκροτηθείσης ἐν Κων/λει συνόδου, ἥτις κυρίως καταδικάζει τὸ γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον,
διότι κατ αὐτὸ συμβαίνει νὰ συνεορτάζωμεν τοῖς Ιουδαίοις, ὅπερ ἐναντίον τῆς ἐν
Νικαίᾳ συνόδου»10.
3. Η
θεώρησις αὐτή, ὅτι ἡ κοινὴ Επιστολὴ τῶν Ιερεμίου καὶ Σιλβέστρου πρὸς Αρμενίους,
δύναται νὰ θεωρηθῆ ὡς ὁ Τόμος τῆς Συνόδου τοῦ 1583, ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ ὅτι
χαρακτηρίζεται ὡς ἐκδοθεῖσα «συνοδικὴ ἀπόφασις» καὶ «ὡς ἐπίσημος πρᾶξις τῆς ὀρθοδόξου
Καθολικῆς ἐν τῇ Ανατολῇ Εκκλησίας», ἐπίσης δὲ ὅτι καὶ σὲ ἄλλες πηγὲς «πρὸς ταῖς
ὑπογραφαῖς τοῦ Ιερεμίου καὶ Σιλβέστρου εὕρηνται καὶ αἱ τοῦ Ιωακεὶμ Αντιοχείας
καὶ Γαβριὴλ Αχριδῶν»11.
Γ. Τὰ Αγιορειτικὰ ἀντίγραφα τοῦ Μοναχοῦ Ιακώβου
1. Ο
Αγιορείτης Μοναχὸς Ιάκωβος Νεασκητιώτης ἀντέγραψε τὸ 1858 διάφορα κείμενα ἐκ τῶν
ἀνωτέρω ἀναφερθέντων περὶ τῆς ἀποβολῆς καὶ κατακρίσεως τοῦ Γρηγοριανοῦ Ημερολογίου,
τὰ ὁποῖα εὑρίσκονται στὸν ὑπ ἀριθ. 258 Κώδικα τῆς Βιβλιοθήκης Καυσοκαλυβίων, ἀπὸ
τὸν ὁποῖο ἐν συνεχείᾳ καταρτίσθηκε ὁ ὑπ ἀριθ. 722 Κῶδιξ τῆς Μονῆς Αγίου Παντελεήμονος12.
2. Τὰ κείμενα τοῦ Μοναχοῦ Ιακώβου
πρωτογενῶς καὶ τὰ ἐξ αὐτοῦ προελθόντα στοὺς Κώδικες ἀποτελοῦν μίαν κραυγαλέως αὐθαίρετον
ἀνάμειξιν ἑτεροκλίτων καὶ ἑτεροχρονισμένων κειμένων, στὰ ὁποῖα μάλιστα ἔχουν ἐπενεχθῆ
ἐπίσης ἀλλοιώσεις καὶ προσθῆκες, ὥστε νὰ ἀπορῆ τις ποία τελικὰ ἦταν ἡ πρόθεσις
τοῦ πλαστογράφου, παραποιητοῦ καὶ διαστροφέως Ιακώβου.
3. Τὸ οἰκτρὸν ὄντως σύμφυρμα τοῦ
Νεασκητιώτου Μοναχοῦ χαρακτηρίσθηκε αὐθαιρέτως ὡς «Σιγγίλιον Πατριαρχικὸν καὶ
Συνοδικὸν» «μετ ἐπιτιμίου καὶ ἀναθέματος», κατὰ δὲ τὴν πορείαν τῆς ἰδιοτελοῦς
πλέον χρήσεώς του, 1924 καὶ ἑξῆς, ἐμφανίσθηκε σὲ πολλὲς παραλλαγές 13, ἡ μία
χειροτέρα τῆς ἄλλης, ἐν τέλει δὲ ἐπεκράτησε ἕνας τύπος μὲ τίτλον, ὁ ὁποῖος εἶναι
ἀμάρτυρος στὰ πρωτογενῆ κείμενα τοῦ ΙΣΤ καὶ ΙΖ αἰῶνος: «Σιγγίλιον πατριαρχικῆς
διατυπώσεως ἐγκυκλίου... μετ ἐπιτιμίου καὶ ἀναθέματος»14.
4. Στοὺς
προαναφερθέντας Αγιορειτικοὺς Κώδικας ἔχει γίνει ἀνάμειξις καὶ συγκόλλησις τῶν ἑξῆς
τριῶν κειμένων, ἀσχέτων μεταξύ των, στὰ ὁποῖα ὡς προελέχθη ἔχουν ἐπενεχθῆ ἀλλοιώσεις
καὶ προσθῆκες:
α. τῆς
κοινῆς Επιστολῆς πρὸς Αρμενίους τῶν Πατριαρχῶν Ιερεμίου καὶ Σιλβέστρου,
20.11.158315.
β. τῆς «Πράξεως Συνοδικῆς», τοῦ
159316.
γ. τοῦ
γ. τοῦ «Τόμου» Κυρίλλου Λουκάρεως, Πατριάρχου Αλεξανδρείας (1570-1638), ἐν
Τριγοβύστῳ τῆς Μολδοβλαχίας 161617.
5. Στὸν ἐπικρατήσαντα τύπον τοῦ «Σιγγιλίου» πέντε εἶναι
οἱ κραυγαλέες αὐθαιρεσίες τοῦ συμπιλητοῦ:
α. Ο τίτλος.
Καθαρὸ ἐπινόημα τοῦ πλαστογράφου.
β. Η ἡμερομηνία.
Φέρεται ὅτι συνετάγη τὴν 20.11.1583, παραπέμπουσα στὴν κοινὴ Επιστολὴ τῶν Ιερεμίου
καὶ Σιλβέστρου τοῦ ἔτους 1583, ἐνῶ τὸ παρατειθέμενο κείμενο συνετάγη τὸ ἔτος 1616.
γ. Οἱ ὑπογραφές.
Οἱ ὑπογράφοντες Πατριάρχες Ιερεμίας († 1595) καὶ Σίλβεστρος († 1590) δὲν εὑρίσκοντο
ἐν ζωῇ τὸ ἔτος 1616, ὁ δὲ Σωφρόνιος εἶχε ἤδη παραιτηθῆ ἀπὸ τοῦ 1608.
δ. Τὸ κείμενο.
Εἶναι τοῦ Λουκάρεως (1616) καὶ ὄχι τῆς Συνόδου τοῦ 1583, τὸ δὲ περιεχόμενό του
εἶναι ὄχι μόνον τελείως ἄσχετο μὲ τὸ Ημερολογιακὸ Ζήτημα, ἀλλὰ καὶ δεινῶς
παραπεποιημένο.
ε. Τὸ ἀνάθεμα.
Στὸ κείμενο τοῦ Λουκάρεως ὑπάρχουν ἕξι (6) ἀναθέματα, ἀφορῶντα παπικὲς διδασκαλίες,
στὸ δὲ «Σιγγίλιο» ἔχει προστεθῆ ὑπὸ τοῦ πλαστογράφου ἕνας ἕβδομος ἀναθεματισμὸς
γιὰ ὅσους ἀκολουθοῦν «τὸ νεοφεύρετον Πασχάλιον καὶ ΝΕΟΝ ΜΗΝΟΛΟΓΙΟΝ τῶν ἀθέων
Αστρονόμων τοῦ Πάπα» (sic)18.
6. Τὸ
ἐπιχείρημα, ὅτι δῆθεν τὸ περιεχόμενο τῶν δύο προαναφερθέντων Αγιορειτικῶν Κωδίκων
ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ χειρόγραφον Κώδικα τοῦ Σινᾶ, ἐκ τοῦ ὁποίου ἐδημοσιεύθη τὸ
«Σιγγίλιον» ἐν Ρουμανίᾳ ὑπὸ τοῦ Αρχιμανδρίτου Οὐσπένσκυ, ἐπισκεφθέντα τὸ Σινᾶ ἐν
ἔτει 1850, δὲν τεκμηριώνεται, διότι βάσει τῶν ρουμανικῶν πηγῶν μας, ὁ Πορφύριος
ἐδημοσίευσε ἐν μεταφράσει μόνο τὸν «Τόμον Αλεξανδρινὸν» τοῦ Μελετίου Πηγᾶ, ὡς
καὶ τὴν Επιστολὴν αὐτοῦ πρὸς τὸν Τσάρο τῆς Ρωσίας Θεόδωρον Ιωάννοβιτς, 2.9.159419.
Δ. Μία ἄσκοπος διαμάχη
1. Μετὰ
τὴν εἰσαγωγὴ τῆς Ημερολογιακῆς Καινοτομίας ἐν ἔτει 1924, ὡς τοῦ πρώτου βήματος
γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ σχεδίου προσεγγίσεως τῶν διηρημένων Χριστιανῶν, συμφώνως
πρὸς τὴν οἰκουμενιστικὴ Εγκύκλιο τοῦ 1920 τῆς Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, τὸ
λεγόμενον «Σιγγίλιον» τοῦ 1583 ἀνεδείχθη σὲ «πέτρα σκανδάλου» μεταξὺ Οἰκουμενιστῶν
καὶ Αντι-οικουμενιστῶν, Καινοτόμων καὶ Ακαινοτομήτων, οἱ ὁποῖοι ἀναλίσκονται σὲ
μίαν ἄσκοπον διαμάχην καὶ μεταθέτουν, ἀκουσίως ἢ ἑκουσίως, τὴν προσοχὴ σὲ ἕνα ἀσήμαντο
σχεδὸν ζήτημα.
2. Στὴν
ἱερὰν Ενστασιν κατὰ τῆς ἐκκλησιολογικῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία ἐμπεριέχει
τὸ Ημερολογιακόν, τὸ δῆθεν «Σιγγίλιον» τοῦ 1583 οὐδὲν οὐσιαστικῶς προσφέρει, ἐφ
ὅσον καὶ ἐὰν ἀκόμη ἦταν γνήσιο, δὲν θὰ ἐνεργοῦσε αὐτομάτως καὶ ἀκαριαίως, ἐκβάλλον
πάραυτα τοὺς Καινοτόμους ἐκ τῆς Εκκλησίας, διότι τὸ ἀνάθεμα, προκειμένου νὰ ἐνεργοποιηθῆ,
ἀπαιτεῖ εἰδικὴν συνοδικὴν κρίσιν, βάσει τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς τάξεως20.
3. Οὕτως
ἢ ἄλλως, ἡ Ορθόδοξος Ἔνστασις καὶ Ἀποτείχισις δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ χαλκευμένο
«Σιγγίλιον» τοῦ 1583, οὔτε κἂν ἀπὸ τὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τοῦ ΙΣΤ αἰ., διότι ἂν
καὶ εἶναι αὐτὲς ἀξιοσέβαστες καὶ ὁδηγητικές, δὲν ἀφοροῦν ἄμεσα τὴν σύγχρονη
μορφὴ τοῦ Ημερολογιακοῦ Ζητήματος, ἐφαρμοσθείσης τὸ 1924 ἐν μέρει τῆς παπικῆς
καινοτομίας τοῦ Γρηγορίου ΙΓ, ἐνῶ τὸ Ορθόδοξο Πασχάλιο περέμεινε ἄθικτον.
4. Αὐτὴ
ἡ ἐν μέρει ἀποδοχὴ τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου ἀπαιτεῖ μία νέα εἰδικὴ κρίσιν τοῦ
ζητήματος ὑπὸ Πανορθοδόξου Συνόδου, ὡς λίαν εὐστόχως ὑπεστήριζε ὁ Ὁμολογητὴς
Ιεράρχης πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος (Καβουρίδης, 1955), κατακρίνων αὐστηρότατα
τὴν ἄποψι, ὅτι δῆθεν «παρέλκει καὶ περιττεύει ἡ συγκρότησις Πανορθοδόξου Συνόδου
ἢ Μεγάλης Τοπικῆς Συνόδου, διὰ τὴν ἔγκυρον καὶ τελεσίδικον καταδίκην τῆς ἡμερολογιακῆς
καινοτομίας», «ἀφοῦ (δῆθεν) αἱ Πανορθόδοξοι Σύνοδοι 1583, 1587, 1593 κατεδίκασαν
τὸ Γρηγοριανὸν Ημερολόγιον» ἡ Καινοτομία τοῦ 1924, ἐφαρμόσασα «τὸ Γρηγοριανὸν
Ημερολόγιον μόνον διὰ τὰς ἀκινήτους ἑορτὰς καὶ οὐχὶ διὰ τὸ Πάσχα, δι ὃ κυρίως
κατεδικάσθη τὸ Γρηγοριανὸν Ημερολόγιον, ὡς ἀντιπίπτον πρὸς τὸν Ζ Αποστολικὸν
Κανόνα, ἀποτελεῖ ζήτημα, ὅπερ πρώτην φορὰν ἐμφανίζεται εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς
Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συνεπῶς ἡ σύγκλησις Πανορθοδόξου Συνόδου οὐ μόνον δὲν
περιττεύει, ἀλλὰ καὶ ἐπιβάλλεται, διὰ τὴν κανονικὴν καὶ ἔγκυρον καταδίκην τοῦ
ζητήματος τούτου»21.
†
Ὁ Ὠρεῶν Κυπριανὸς
Ἀναπληρωτὴς
Πρόεδρος
Φυλὴ
Αττικῆς
13η
Μαΐου 2011 ἐκ.ἡμ.
Ἁγίας
Μάρτυρος Γλυκερίας
______________________
(*) Στὴν παροῦσα περιληπτικὴ ἐργασία δὲν
χρησιμοποιεῖται ἡ πλήρης σχετικὴ βιβλιογραφία, προκειμένου νὰ ἑστιασθῆ ἡ προσοχὴ
κυρίως στὴν ὑπόθεσι τοῦ «Σιγγιλίου».
1. Μελετίου Μητροπολίτου Ἀθηνῶν, Ἐκκλησιαστικὴ
Ἱστορία, τ. Γ, σελ. 402, 9, ἐν Βιέννῃ 1784· Ἀθανασίου Κομνηνοῦ Ὑψηλάντου, Τὰ
Μετὰ τὴν Ἅλωσιν, σελ 88, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1870.
2. Ἀρχιμανδρίτου Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη,
Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, σελ. 88, ἐν Αθήναις 1971.
3. Μελετίου Πηγᾶ, Επιστολαί, ΚΓ, περιοδ.
«Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος», τόμ. ΝΓ 1971, IV, σελ. 611.
4. Ἀθανασίου Κομνηνοῦ Ὑψηλάντου, ἔνθ’ ἀνωτ.,
σελ. 113· Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, σελ. 1.169, ἐν Βουκουρεστίῳ 1715.
5. Ἀρχιμανδρίτου Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη,
ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 113 ἑ. καὶ Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Τόμος Ἀγάπης κατὰ Λατίνων,
σελ. 541-547, ἐν ἔτει 698.
6. Ἀρχιμανδρίτου Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη,
αὐτόθι.
7. Δωδεκάβιβλος, τ. 6, σελ. 232, ἐκδ.
Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη Émile Legrand, Lettres de Mélétius Pigas, σελ.
138-1155, Paris 1902· ὑπάρχουν καὶ δύο νεώτερες ἐκδόσεις ἐν Ελλάδι: 1924 καὶ 1984.
9. Βλ. ἀνωτέρω, Α, 6α.
10. Μητροπολίτου Διδυμοτείχου Φιλαρέτου
Βαφείδου, Ἐκκλησιαστικῃ Ἱστορία, τ. Γ, Μέρος Α΄, σελ. 125 ἡ κοινὴ Ἐπιστολὴ στὸ
Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Ἀγάπης κατὰ Λατίνων, σελ. 538-540, ἐν ἔτει 1678:
«Επειδὴ καὶ πάλιν ἡ ἐκκλησία τῆς πρεσβυτέρας ῥώμης...».
11. Ἀρχιμανδρίτου Γ. Καραβαγγέλη, Ἐπιστημονικὴ
διατριβὴ περὶ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, σελ. 121, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1894· Ἀρχιμανδρίτου
Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Τὸ Γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον ἐν τῇ Ανατολῇ, μέρος Β,
περιοδ. «Εκκλησιαστικὸς Κήρυξ» Αθηνῶν, ἀριθ. 147/14.4.1918, σελ. 172 καὶ 173, ὡς
καὶ ὑποσημ. 1.
12. Εὐλογίου Κουρίλα Λαυριώτου, Κατάλογος
τῶν Κωδίκων τῆς Ιερᾶς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων καὶ τῶν Καλυβῶν Αὐτῆς, σελ.
29-130, Κῶδιξ 258: «Βίβλος ἱερὰ ψυχωφελεστάτη περιέχουσα... συνήχθησαν ἐκ παλαιῶν
χειρογράφων... καὶ μετεφράσθησαν εἰς... ἁπλῆν φράσιν... πόνῳ καὶ σπουδῇ καὶ δαπάνῃ
Ιακώβου μοναχοῦ... ἐν ἔτει 1858 ἐν τῷ ὄρει τοῦ Αθω», 1930.
Σημείωμα:
Ὁ ἀναφερόμενος ἐνταῦθα ὑπ ἀριθ. 722 Κῶδιξ τῆς Μονῆς Αγίου Παντελεήμονος πιθανὸν
εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ρωσικῆς μεταφράσεως, μὲ τίτλο «Σιγγίλιον τῆς Τοπικῆς Συνόδου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1583», ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στὸ ἐπίσημο περιοδικὸ
τῆς Ιερᾶς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Εκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, «Εκκλησιαστικαὶ Εἰδήσεις»
[Βελιγράδι], ἀριθ. 15 καὶ 16, 1924, σελ. 18.
* Ὁ Μητροπολίτης πρώην Κιέβου Αντώνιος,
διαπρεπὴς Ἱεράρχης καὶ Πρωθιεράρχης τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς,
«ἐπίστευσεν ὡς γνήσιον τὸ περίφημον πλαστὸν Σιγγίλιον τοῦ Ιερεμίου, ὅπερ ὑπεδείχθη
αὐτῷ ἐν Αγίῳ Ορει» (Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου, Ἡ Διόρθωσις τοῦ Ἰουλιανοῦ
Ημερολογίου ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος, σελ. 35, Αθήνησι 1933).
13. Εὐλογίου Κουρίλα Λαυριώτου, αὐτόθι,
σελ. 130, Κῶδιξ 258, 27: «καὶ ἰδιαιτέρως τὰ πρακτικὰ τῆς Συνόδου [1593] ἐδημοσιεύθησαν
λίαν παραπεποιημένα παρὰ φανατικῶν ζηλωτῶν (!)».
14. Βλ. τὸ πλῆρες κείμενο στὸ Γρηγορίου
Εὐστρατιάδου, Η πραγματικὴ ἀλήθεια περὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου, σελ. 119-22,
Ἀθῆναι 1929.
15. Βλ. ἀνωτ., Β΄, § 2.
16. Βλ. ἀνωτ., Α, §6α.
17. Βλ. Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Τόμος Αγάπης
κατὰ Λατίνων, σελ 552-554, ἐν ἔτει 1698,
18. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτον, ὅτι ὁ ἕβδομος ἀναθεματισμὸς
τοῦ «Σιγγιλίου» ἐλλείπει καὶ ἀπὸ τὸ κείμενο τῶν Λατίνων, οἱ ὁποῖοι προσεπάθησαν
νὰ ἀναιρέσουν τὸν Τόμον τοῦ Λουκαρέως. Βλ. «Αποδοκιμασία καὶ Κατάκρισις... καὶ ἡ
τῶν Αναθεματισμῶν παρ αὐτοῦ δὴ τοῦ Κυρίλλου [Λουκάρεως] πάλαι ἐκφωνηθέντων Απόρριψις»,
σελ. 119-1156, Ρώμη 1671.
19. Βλ. Γρηγορίου Εὐστρατιάδου, ἔνθ ἀνωτ.,
σελ. 208-209· Ἐπισκόπου Μελχισεδέκ, «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Ἡμερολόγιον», περιοδ.
«Ρουμανικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία», τ. Ε, 1880-1881, σελ. Μελετίου Πηγᾶ, Επιστολαί,
«ΚΓ, Θεοδώρῳ τῷ εὐσεβεστάτῳ καὶ ὀρθοδοξοτάτῳ Βασιλεῖ Μοσκόβου καὶ Αὐτοκράτορι πάσης
Ρωσίας...», περιοδ. «Εκκλησιαστικὸς Φάρος», τόμ. ΝΓ 1971, IV, σελ. 611.
20. Βλ. Ἀριστοτέλους Δ. Δελήμπαση, Πάσχα
Κυρίου, σελ. 793-795, Ἀθῆναι 1985.
21. Θεοδωρήτου Μοναχοῦ Ἁγιορείτου, Τὸ Ἡμερολογιακὸν
Σχίσμα: Δυνάμει ἢ Ενεργείᾳ; Ἅγιον Ὄρος- Ἀθῆναι 1973, σελ. 22-29.
9 Ε. Παράρτημα
α. Τὸ πλαστὸ «Σιγγίλιον»(*)
«Σιγγίλιον
Πατριαρχικῆς διατυπώσεως ἐγκυκλίου τῆς ἀπανταχοῦ
Ορθοδόξοις Χριστιανοῖς εἰς τὸ μὴ παραδέχεσθαι τὸ νεώτερον Πασχάλιον ἢ καλενδάριον τοῦ καινοτομηθέντος μηνολογίου
ἀλλ ἐμμένειν τοῖς ἅπαξ καὶ καλῶς διατυπωθεῖσι παρὰ τῖς Αγίοις (318) τριακοσίοις
δέκα ὀκτὼ Θεοφόρα ς Πατράσι τῆς Αγ. Οἰκουμενικῆς πρώτης Συνόδου μετ ἐπιτιμίου καὶ ἀναθέματος.
Πάσι τοῖς ἐν Τριγοβύστι καὶ ἁπανταχοῦ
Χριστιανικοῖς γνησίοις τέκνοις τῆς Αγίας τοῦ Χριστοῦ Καθολικῆς καὶ Αποστολικῆς
Εκκλησίας τῆς Ανατολικῆς χάρις εἴη καὶ εἰρήνη καὶ ἔλεος παρὰ Θεοῦ Παντοκράτορος.
Οὐ μικρά τε ζάλη τὴν παλαιὰν ἐκείνην
Κιβωτὸν κατέλαβε, ὅτε σφοδρῶς κλυδωνιζομένη ἐφέρετο ἐπὶ τῶν ὑδάτων καὶ εἰ μὴ Κύριος
ὁ Θεὸς μνησθεὶς τοῦ Νῶε εὐδοκήσειε κοπᾶσαι τὸ ὕδωρ, οὐδεμία ἐλπὶς σωτηρίας αὐτῇ
ἧν Οὕτω καὶ τὴν Κέαν Κιβωτὸν τῆς καθ ἡμᾶς Εκκλησίας, ἐπὶ ἄσπονδον πόλεμον οἱ
κακόδοξοι ἤγειραν καθ ἡμῶν, κατὰ τούτων καὶ ἡμεῖς τὸν παρόντα τόμον ἐγκαταλιπεῖν
ἔγνωμεν, ὅπως τοῖς ἐν τούτῳ γεγραμμένοις ἔχετε κατὰ τῶν τοιούτων ἀσφαλεστέρως τὴν
ὑμετέραν ὀρθοδοξίαν συνηγορεῖν. Αλλ ἵνα μὴ τοῖς ἁπλουστέροις φορτηκὸν εἴη τὸ σύγγραμμα,
ἁπλῇ δαλέκτῳ πᾶσαν ὑμῖν τὴν ὑπόθεσιν καταρτῆσαι ἔγνωμεν, ἥτις ἔχει οὑτωσί.
Εἰς
ἁπλῆν διάλεκτον
Απὸ τὴν Παλαιὰν Ρώμην ἤλθασι τινές, ὁποῦ
ἔμαθον ἐκεῖ νὰ λατινοφρονοῦσι καὶ τὸ κακὸν εἶναι πῶς ἀπὸ Ρωμαῖοι τῆς Ρούμελης
γεννήματα καὶ θρέμματα ὄντες, ὄχι μόνον ἤλλαξαν τὴν πίστιν τους, ἀλλὰ καὶ
πολεμοῦσι τὰ Ορθόδοξα δόγματα καὶ ἀληθινὰ τῆς Ανατολικῆς Εκκλησίας ὅπου μᾶς ἐπαρέδωκεν
αὐτὸς ὁ Χριστὸς καὶ οἱ θεῖοι Απόστολοι, καὶ αἱ ἅγιαι Σύνοδοι τῶν Αγίων Πατέρων.
Οθεν τούτους ὡς σεσηπότα μέλη ἀποκόπτοντες ὁρίζομεν
Α΄) Οποιος δὲν ὁμολογεῖ καρδίᾳ καὶ στόματι
ὅτι εἶνε τέκνον τῆς Ανατολικῆς Εκκλησίας Ορθοδόξως βαπτισμένος, καὶ ὅτι τὸ Πνεῦμα
τὸ Αγιον ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρὸς μόνον, οὐσιωδῶς καὶ ὑποτακτικῶς, καθὼς λέγει
ὁ Χριστὸς εἰς τὸ Εὐαγγέλιον, χρονικῶς δὲ ἐκ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, ὁ τοιοῦτος ἂς εἶναι
ἔξω ἀπὸ τὴν Εκκλησίαν μας καὶ ἔστω ἀναθεματισμένος.
Β΄) Οποιος δὲν ὁμολογεῖ ὅτι εἰς τὸ Μυστήριον
τῆς Αγίας Κοινωνίας πρέπει καὶ οἱ Κοσμικοὶ νὰ μεταλαμβάνουν καὶ ἀπὸ τὰ δύο εἴδη
τοῦ Σώματος τοῦ Τιμίου καὶ Αἵματος, ἀμὴ λέγουν πῶς μόνον ἀπὸ τὸ Σῶμα καὶ ἀρκεῖ
μόνον νὰ μεταλάβῃ τὴν Σάρκα, ὅτι εἶναι ἐκεῖ καὶ τὸ Αἷμα, εἰς καιρὸν ὅπου ὁ
Χριστὸς εἶπε, καὶ ἔδωκε ξεχωριστὰ κάθε ἕνα, καὶ αὐτοὶ δὲν τὰ φυλάττουν, οἱ τοιοῦτοι
ἔστωσαν ἀναθεματισμένοι.
Γ΄) Οποιος λέγει ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ιησοῦς
Χριστὸς εἰς τὸν Μυστικὸν Δεῖπνον εἶχεν ἄζυμον (λειψὸν) καθὼς οἱ Εβραῖοι, καὶ ὄχι
ἄρτον εὔζυμον, ἤγουν ψωμὶ ἀναβατόν, ἂς ἦγε μακρὰν ἀπὸ ἡμᾶς καὶ ἔστω εἰς τὸ ἀνάθεμα
ὡς Ιουδαϊκὰ φρονῶν καὶ τὰ τοῦ Απαλιναρίου, καὶ τῶν Αρμενίων δόγματαπροσφέρων εἰς
τὴν Εκκλησίαν μας, διὰ τοῦτο καὶ ἐκ δευτέρου ἂς ἔχει τὸ ἀνάθεμα.
Δ΄) Οποιος λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς ὑμῶν,
ὅταν ἔλθῃ νὰ κρίνῃ, δὲν ἔρχεται νὰ κρίνῃ ψυχὰς ὁμοῦ καὶ σώματα, ἀμὴ ἔρχεται διὰ
νὰ ἀποφασίσῃ μόνον τὰ σώματα, ἀνάθεμα ἔστω εἰς αὐτόν.
Ε΄) Οποιος λέγει πῶς καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν
Χριστιανῶν ὅπου ἐμετανόησαν εἰς τὸν κόσμον, ἀφὴ δὲν ἔκαμαν τὸν κανόνα τους,
πηγαίνουν εἰς τὸ καθαρτήριον πῦρ ὅταν ἀποθάνουν, ὅπου εἶναι φωτιὰ καὶ κόλασις
καὶ καθορίζονται τὸ ὁ- ὁποῖον εἶνε μῦθος ἑλληνικὸς καὶ φρονοῦν πῶς δὲν κόλασις
αἰώνιος ὡς ὁ Ωριγένης καὶ δίδουν ἀφορμὴν μὲ αὐτὸ ἐλευθερίας εἰς τὸ νὰ ἁμαρτάνουν,
ἀνάθεμα ἔστω.
ΣΤ΄) Οποιος λέγει πῶς ὁ Πάπας εἶνε κεφαλὴ
τῆς Εκκλησίας καὶ οὐχὶ ὁ Χριστὸς καὶ ὅτι ἔχει Εξουσίαν νὰ ἐμβάζῃ εἰς τὸν Παράδεισον
μὲ τὰ γραμματά του, καὶ συγχωρεῖ καὶ τὰ ὅσα ἁμαρτήματα ἔχει νὰ πράξῃ ὅποιος μὲ
χρήματα λάβῃ ἀπὸ αὐτὸν ἰνδουλγειεντζιῶνα (συγχωροχάρτι) ἀνάθεμα ἐχετω ὁ τοιοῦτος.
Ζ΄)
Οποιος δὲν ἀκολουθεῖ τὰ ἔθιμα τῆς Εκκλησίας καθὼς αἱ Επτὰ Αγιαι Οἰκουμενικαὶ Σύνοδος
ἐθέσπισαν καὶ τὸ Αγιον Πάσχα, καὶ τὸ ΜΗΝΟΛΟΓΙΟΝ καλῶς ἐνομοθέτησαν νὰ ἀκολουθῶμεν,
καὶ θέλει νὰ ἀκολουθᾶ τὸ νεοφεύρετον Πασχάλιον καὶ ΝΕΟΝ ΜΗΝΟΛΟΓΙΟΝ τῶν ἀθέων Ἀστρονόμων
τοῦ Πάπα, καὶ ἐναντιώνεται εἰς αὐτὰ ὅλα, καὶ θέλει νὰ ἀνατρέψῃ καὶ νὰ χαλάσῃ τὰ
πατροπαράδοτα δόγματα καὶ ἔθιμα τῆς Ἐκκλησίας, ἂς ἔχῃ τὸ ἀνάθεμα καὶ ἔξω τῆς τοῦ
Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ τῆς τῶν Πιστῶν Ὁμηγύρεως ἂς ἦνε.
Η΄) Ἐσεῖς δὲ οἱ Εὐσεβεῖς καὶ Ὀρθόδοξοι
Χριστιανοὶ μένετε ἐν οἷς ἐμάθατε καὶ ἐγεννήθητε ἀνετράφητε καὶ ὅταν τὸ καλέση ὁ
καιρὸς καὶ ἡ χρεία αὐτὸ τὸ αἷμα σας νὰ χύνεται διὰ νὰ φυλάξετε τὴν Πατροπαράδοτον
Πίστιν καὶ ὁμολογίαν σας καὶ φυλάγεσθε ἀπὸ τῶν τοιούτων καὶ προσέχετε, ἵνα καὶ ὁ
Κύριος ὑμῶν Ιησοῦς Χριστὸς σᾶς βοηθᾶ ἅμα καὶ ἡ εὐχὴ τῆς ἡμῶν μετριότητος εἴτε
μετὰ πάντων ὑμῶν ἀμήν.
Ετους ἀπὸ Θεανθρώπου αφπγ΄. (1583). Ινδιτιῶνος
ιβ΄. Νοεμβρ. Κ΄.
Ο Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας
Ο Αλεξανδρείας Σίλβεστρος.
Ο Ιεροσολύμων Σωφρόνιος Καὶ οἱ λοιποὶ Αρχιερεῖς τῆς Συνόδου παρόντες».
(*) Γρηγορίου Εὐστρατιάδου, Η πραγματικὴ
ἀλήθεια περὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου, σελ. 119-122, Ἀθῆναι 1929. * Τὸ
κείμενο δημοσιεύεται ἀκριβῶς ὡς ἔχει, τ.ἔ. μὲ ὅλα τὰ τυπογραφικὰ καὶ συντακτικὰ
ἀβλεπτήματα.
β. Ὁ «Τόμος» Κυρίλλου Λουκάρεως,
Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας,
ἐν Τριγοβύστῳ τῆς Μολδαβίας 1616
Κύριλλος ἐλέῳ Θεοῦ πάπας
καὶ Πατριάρχης
τῆς μεγάλης πόλεως ἀλεξανδρείας καὶ κριτὴς τῆς Οἰκουμένης (*).
Πᾶσι
τοῖς ἐν τῷ Τριγοβύστῳ ὀρθοδόξοις χριστιανοῖς, τοῦ τε ἱεροῦ καταλόγου. καὶ τῆς
κοσμικῆς τάξεως, γνησίοις τέκνοις τῆς ἁγίας τοῦ χριστοῦ καθολικῆς καὶ Αποστολικῆς
ἐκκλησίας τῆς ἀνατολικῆς. τοῖς δικαίως πᾶσαν κενὴν φωνὴν καὶ προσθήκην τῶν τε αἱρετικῶν
καὶ τῶν λατίνων τῶν ὑπούλως τὴν ἡμετέραν ὀρθοδοξίαν πολεμούντων, ἀποστρεφομένοις
καὶ ἀποβάλλουσι διὰ τὴν ἀλήθειαν τὴν εὐαγγελικήν. χάρις εἴη καὶ εἰρήνη, καὶ ἔλεος
παρὰ Θεοῦ παντοκράτορος καὶ Κυρίου ἡμῶν Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ σωτῆρος ἡμῶν. Οὐ
μικρά τις ζάλη τὴν παλαιὰν κιβωτὸν ἐκείνην κατέλαβεν, ὅτε σφοδρῶς κλυδωνιζομένη
καὶ κυμαινομένη ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐφέρετο. τῶν καταρρακτῶν διὰ παραχώρησιν θείαν, ῥαγδαίους
ὑετοὺς καταπεμπόντων, καὶ οἷον ἀπειλούντων καὶ τοῖς ἐν τῇ κιβωτῷ. καὶ ἧν ἐλπὶς
οὐδεμία τοῖς ἐν αὐτῇ κεκλεισμένοις εὑρήσειν ἀπαλλαγήν, εἰ μὴ μνησθεὶς τοῦ
πηδαλιουχοῦντος Νῶε ὁ Θεὸς εὐδοκήσειε κοπᾶσαι τὸ ὕδωρ. τύποι ὡς οἶμαι, ταῦτ ἦσαν
τῶν κατεχόντων τό γε νῦν δεινῶν, τὴν νέαν κιβωτόν, τὴν καθ ἡμᾶς δηλαδὴ ἐκκλησίαν.
ἅτινα δεινὰ οὐ παύσεσθαι προσδοκῶμεν, εἰ μὴ Θεὸς τοὺς πονηροὺς καταρράκτας τούτους,
τῶν ἀκαιρεοτέρων ψυχῶν λυμεῶνας κατασιγάσειε καὶ καταστρέψειε. ἐπεὶ ἄσπονδον πόλεμον,
τὴν ἐν τῇ πόλει ταύτῃ βαθεῖαν εἰρήνην τῆς ἐκκλησίας φθονήσαντες, ἤγειραν καθ ἡμῶν
καὶ ταράξαι συνέσχοντο τὴν ἐνταῦθα γαλήνην. κατὰ τούτων οὖν σκοπὸν ἔχοντες τὸν
παρόντα τόμον ἐγκαταλιπεῖν. ὡς εἴη πᾶσιν ὑμῖν πανοπλία, καὶ τοῖς ἐν τούτῳ
γεγραμμένοις ἔχετε κατὰ τῶν τοιούτων ἀσφαλεστέρως τὴν ὑμετέραν ὀρθοδοξίαν
συνηγορεῖν. ὠήθημεν, ἵνα μὴ τοῖς ἁπλουστέροις φορτικὸν εἴη τὸ σύγγραμμα, ἁπλῇ
διαλέκτῳ πᾶσαν ὑμῖν τὴν ὑπόθεσιν καταστρῶσαι ἥτις ἔχει οὑτωσεί.
Ἀπὸ
τὴν παλαιὰν ῥώμην ἤλθασί τινες ὁποῦ ἔμαθαν ἐκεῖ νὰ λατινοφρονοῦσι. καὶ εἶναι τὸ
κακὸν πῶς ἀπὸ ῥωμαῖοι τῆς ῥούμελης γέννημα καὶ θρέμμα, ὁποῦ οἱ γονεῖς τους ἠμπορῶ
νὰ εἰπῶ φράγγον ποτὲ δὲν ἴδαν. μὲ τὸ νὰ διαβοῦν εἰς τὴν ῥώμην, ὄχι μόνον ἄλλαξαν
τὴν πίστιν τους. ἀλλὰ καὶ πολεμοῦσι τὰ δόγματα τὰ ἀληθινὰ καὶ ὀρθόδοξα τῆς ἀνατολικῆς
ἐκκλησίας ὁποῦ μᾶς ἐπαράδωκεν αὐτὸς ὁ Χριστός, οἱ θεῖοι καὶ ἱεροὶ μαθηταὶ τοῦ
Σωτῆρος, καὶ αἱ σύνοδοι τῶν ἁγίων Πατέρων. ἐπειδὴ μέλλομεν λοιπὸν ἡμεῖς νὰ λείψωμεν
ἀπ ἐδῶ, παραγγέλλομεν τῇ ὑμετέρᾳ ἀγάπῃ νὰ στέκεσθε στερεοὶ εἰς τὴν εὐσέβειάν
σας καὶ ὀρθοδοξίαν σας. καὶ οἱ τοιοῦτοι λατινόφρονες καὶ φθορεῖς τῶν ὑμετέρων
συνειδήσεων νὰ μὴν ἔχουν ποσῶς ἀκρόασιν ἀπὸ λόγου σας, ἀλλ ὡς αἱρετικοὺς καὶ ἐχθροὺς
τῆς σωτηρίας σας νὰ τοὺς ἀποβάλλετε, ὅσαις φοραῖς σᾶς συντυχένουν ἐνάντια ἀπὸ
τοῦτα ὁποῦ γράφομεν ἐδῶ κάτω, ἀλλὰ νὰ φρονῆτε οὕτως.
Καὶ
πρῶτον. ὅποιος ἐκεῖνος δὲν ὁμολογεῖ καρδίᾳ καὶ στόματι, μάλιστα ὅποιος λέγεται ῥωμαῖος
καὶ τῆς ἀνατολικῆς ἐκκλησίας παιδί, καὶ εἶναι βαπτισμένος ρωμάϊκα χριστιανικὰ ὡς
ἡμεῖς, ἔπειτα νὰ μὴν ὁμολογῇ ὅτι τὸ πανάγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρὸς μόνου,
οὐσιωδῶς καὶ ὑποστατικῶς. καὶ ὅτι χρονικῶς ἐκ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ. ὅστις δὲν ὁμολογεῖ
οὕτως, ἀλλὰ λέγει ἐκ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ ἐκπορεύεται τὸ Πνεῦμα. ἐκεῖνος ἄς εἶναι ἔξω
ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν μας, καὶ νὰ μὴν ἔχῃ μαζί μας κοινωνίαν, καὶ ἔστω ἀνάθεμα.
Δεύτερον.
ὅποιος δὲν ὁμολογεῖ ὅτι εἰς τὸ μυστήριον τῆς κοινωνίας πρέπει καὶ οἱ κοσμικοὶ νὰ
μεταλαμβάνουν τὸ τίμιον καὶ ἄχραντον σῶμα καὶ τὸ αἷμα. ἀμὴ λέγουν πῶς τὸ ἄχραντον
σῶμα μόνον πρέπει νὰ κοινωνοῦσι. καὶ ὄχι καὶ τὸ αἷμα, ἔστω ἔξω τῆς ἐκκλησίας καὶ
ἀνάθεμα. Καὶ σιμὰ εἰς αὐτὸ ὅποιος λέγει, πῶς ἀρκεῖ νὰ μεταλάβῃ μοναχὴν τὴν σάρκα,
ὅτι εἶναι ἐκεῖ καὶ τὸ αἷμα, ὅπου ὁ Χριστὸς, χωριστὰ, χωριστὰ, ἔδωκε κάθε ἕνα,
καὶ αὐτοὶ δὲν τὸ φυλάγουν, ἀνάθεμα.
Τρίτον.
ὅποιος λέγει ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ιησοῦς Χριστὸς εἰς τὸν μυστικὸν δεῖπνον εἶχεν ἄζυμον,
σἄν τοὺς ἰουδαίους, καὶ ὄχι ἄρτον ἔνζυμον, ἤγουν ψωμὶ ἀνεβατόν, ἐκεῖνος ἄς εἶναι
μακρὰν ἀπὸ λόγου μας, καὶ ἔστω ἀνάθεμα αὐτῷ ὡς ἰουδαϊκὰ φρονοῦντι καὶ τοῦ
Απολιναρίου, καὶ τῶν ἀρμένιδων δόγματα παρεισφέροντι εἰς τὴν ἐκκλησίαν μας. διὰ
τοῦτο καὶ ἐκ δευτέρου ἀνάθεμα.
Τέταρτον.
ὅποιος λέγει ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ιησοῦς Χριστὸς ὅταν ἔλθῃ νὰ κρίνῃ δὲν ἔρχεται διὰ
τὰς ψυχάς, ἀλλ ἔρχεται νὰ ἀποφασίσῃ τὰ κορμία. ἀνάθεμα.
Πέμπτον,
ὅποιος λέγει πῶς αἱ ψυχαὶ τῶν χριστιανῶν ὁποῦ ἐμετανόησαν εἰς τὸν κόσμον τοῦτον,
ἀμὴ δὲν ἔκαμαν τὸν κανόνα τους παγένουν σἂν χωριστοῦν ἀπὸ τὸ κορμὶ εἰς καθαρτήριον
πῦρ ὅπου εἶναι φωτία καὶ κόλασις καὶ τιμωρία, ὁποῦ εἶναι μῦθος ἑλληνικός, ἀνάθεμα.
ἐπειδὴ δίδουν ἐλευθερίαν εἰς τὸ ἁμαρτάνειν τοῖς Χριστιανοῖς.
Εκτον.
ὅποιος λέγει πῶς ὁ πάπας τῆς ῥώμης εἶναι κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας καὶ ὄχι ὁ Χριστός.
ἀνάθεμα. Οποιος ἐναντιώνεται εἰς ταῦτα διὰ νὰ τὰ ἀνατρέψῃ καὶ νὰ τὰ χαλάσῃ. ἀνάθεμα.
Εσεῖς
χριστιανοί μου, σᾶς παρακαλῶ διὰ τὸν Κύριον καὶ διὰ τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς σας,
νὰ φυλάγεσθε ἀπὸ τοὺς λύκους τούτους, ὅποιοι καὶ ἄν εἶναι, καὶ τοῦτον τὸν τόμον
συχνὰ νὰ τὸν διαβάζετε εἰς τὴν ἐκκλησίαν διὰ νὰ γνωρίζετε τὰ κεφάλαια εἰς τὰ ὁποῖα
ἔχουν νὰ σᾶς πολεμοῦν οἱ τοιοῦτοι. οἱ ὁποῖοι ὅλην τους τὴν ζωὴν δὲν ἔμαθαν ἄλλο
παρὰ πῶς τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς ἐμᾶς νὰ ἐναντιοῦνται. διὰ νὰ γίνεται πάλιν
ἡ φθορὰ καὶ ἡ κακοσύνη εἰς τό γένος μας ἀπὸ ῥωμαίους. ἀλλ ἡμεῖς δὲν ἀκούοντάς
τους ἂς στέκωμεν στεροὶ κατὰ τὸ δυνατόν μας, καὶ παρακαλεῖτε τὸν Θεὸν νὰ μήν εἰσέλθητε
εἰς πειρασμὸν διὰ τὴν πίστιν. ἀλλ ὅταν εἶναι χρεία πολλὰ γλυκὺ εἶναι νὰ χύσῃ ὁ ἄνθρωπος
τὸ αἷμα του διὰ τὴν εὐσέβειάν του. ὅμως εἰς τόσον πρᾶγμα δὲν θέλει τὸ παραχωρήσῃ
ὁ Θεός, διὰ νὰ εἶναι οἱ ἐναντίοι οὐδέ τι ποτένιοι. καὶ χάριτι Χριστοῦ ἀμαθεῖς
καὶ τυφλοί. πλὴν φυλάγεσθε, καὶ προσέχετε ἀπὸ τῶν τοιούτων. καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν
Ιησοῦς Χριστὸς νὰ σᾶς βοηθᾷ, νὰ σᾶς εὐλογᾷ καὶ νὰ σᾶς χαρίσῃ εἰρηναίαν κατάστασιν.
ἅμα καὶ ἡ εὐχὴ τῆς ἡμῶν μετριότητος εἴη μετὰ πάντων ὑμῶν, ἀμήν.
________________
(*) Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Αγάπης
κατὰ Λατίνων, σελ. 552-554, ἐν ἔτει 1698. * Τὸ κείμενο δημοσιεύεται ἀκριβῶς ὡς ἔχει καὶ μόνον
μερικὰ τυπογραφικὰ ἀβλεπτήματα ἔχουν διορθωθῆ σιωπηλῶς.