''Τὰ τσιμπητά''. Επίκαιρο άρθρο του Καθηγουμένου της Ι.Μ Δοχειαρίου Αγ. Όρους Γέροντα Γρηγορίου
Τὸ Ἀρχιπέλαγος, τὸ κατακοσμημένο ἀπὸ τὰ πανέμορφα νησάκια, εἶναι γνωστὸ πιὰ σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Ἀφοῦ σηκώθηκε καὶ κομματιάστηκε τὸ καραβόπανο τοῦ μουσουλμανισμοῦ, ἔγιναν ἀγαπητὰ ἀπὸ ὅλους τοὺς λαοὺς ποὺ κατοικοῦνε στὶς μεγάλες στεριές.
Αὐτὰ τὰ ἄνυδρα καὶ ἄνικμα νησάκια βρίθουν ἀπὸ νόστιμα καὶ ὠφέλιμα βότανα. Τοὺς πρώτους μῆνες τοῦ χειμῶνα βγάζουν τὰ λεγόμενα πορίχια (ἄγρια ραδίκια). Αὐτὰ ἀποτελοῦσαν τὸ δεῖπνο τῶν νησιωτῶν. Ὅταν ὅμως παρήρχετο ὁ χειμώνας καὶ ἄρχιζε νὰ φέγγη ἡ ἄνοιξη, μὲ τὸ λάλημα τῶν πρώτων πουλιῶν καὶ μάλιστα τοῦ γλυκόφθογγου πετροκότσυφα, τὰ σταροχώραφα ἀνέμιζαν ἕνα βότανο ποὺ μοιάζει μὲ τὴν βρούβα, ἀλλὰ δὲν εἶναι βρούβα. Τὰ τρυφερὰ βλασταράκια ἀπὸ τὸ φυτὸ αὐτό, προτοῦ ἐμφανίσουν τὸ κίτρινο λουλουδάκι τους, οἱ καταπονημένες νησιώτισσες τὰ τσιμποῦσαν μὲ τὰ ροζιασμένα τους χέρια. Ἀπὸ τὸν τρόπο λοιπὸν ποὺ τὰ συλλέγανε ὠνομάστηκαν τσιμπητά. Μάλιστα γιὰ τὶς νηστεύτριες οἰκογένειες ἦταν πολὺ σπουδαῖα, γιατὶ ἀφοῦ τὰ ζεματούσανε, τρώγονταν πολὺ εὐχάριστα χωρὶς λάδι καὶ χωρὶς λεμόνι. Γιατὶ καὶ τὸ λαδάκι ἦταν λιγοστὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα καὶ τὸ λεμόνι ἀνύπαρκτο. Ἡ λειψυδρία καὶ οἱ ἰσχυροὶ ἄνεμοι, ποὺ πνέουν στὰ νησιὰ σχεδὸν ὅλες τὶς ἐποχές, δὲν ἀφήνουν τὴν εὐαίσθητη λεμονιὰ νὰ τελεσφορήση.
Αὐτὰ λοιπὸν τὰ τσιμπητὰ ἦταν μιὰ πλούσια παραγωγὴ προτοῦ καταφθάσουν οἱ καύσωνες οἱ μαγιάτικοι. Μέσα στὴν ἁγία Σαρακοστὴ ἦταν δῶρα Θεοῦ. Μὲ δυὸ-τρεῖς ἐλιὲς δειπνοῦσες καὶ τὸν Θεὸν ἐδόξαζες ποὺ γέμισε τὸ ξύλινο τραπέζι μὲ δῶρα ἀπολαυστικά. Στὸ καζάνι μάλιστα ποὺ τὰ ἔβραζαν βάζανε καὶ τὰ ξερόψωμα, γιὰ νὰ γίνουν σοῦπες.
Μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς στοχασμούς (ποὺ σίγουρα εἶναι τοῦ παλιοῦ καιροῦ, γιατὶ ἡ σημερινὴ γυναίκα μᾶλλον δὲν γνωρίζει ὅτι καὶ ἡ ἔρημος ἑτοιμάζει τράπεζα, παρὰ μόνον τὸ σοῦπερ-μάρκετ), ἔρχομαι στοὺς στερνοὺς καιρούς. Οἱ κρατοῦντες λοιπόν, ἀκούγοντας γιὰ τσιμπητά, δὲν ἐννόησαν ὅτι αὐτὰ ἐμφανίζονται μόνον λίγο πρὸ τῆς ἀνοίξεως, καὶ ἄρχισαν μὲ τὰ τρυφερά τους χέρια νὰ ψάχνουν, ὄχι μόνον στὰ σταροχώραφα, ἀλλὰ καὶ στὰ μπαΐρια, νὰ συνάξουνε τσιμπητά, γιὰ νὰ γεμίσουν τὸ καζάνι τῆς Εῤωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ὄχι ὅμως μόνον δὲν φρακάρει τὸ καζάνι αὐτό, ἀλλὰ ξεπάτωτο ὄν, οὔτε φαίνονται μέσα αὐτὰ ποὺ ρίχνουνε. Οἱ παλιὲς ἐκεῖνες νοικοκυρὲς ἔκοβαν μόνον τὰ βλαστάρια ἀπὸ τὰ τσιμπητά, ἀλλὰ ἐσεῖς βγάζετε καὶ τὸ φυτό! Χωρὶς νὰ ἀναλογίζεστε «Θὰ βροῦμε σὲ λίγο τσιμπητά; Θὰ βροῦμε σὲ λίγο κόσμο, νὰ τοῦ παίρνουμε τὴν μπουκιὰ μέσα ἀπὸ τὸ στόμα;». Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἐπικρατεῖτε δὲν ξημέρωσε μιὰ μέρα καλύτερη ἀπὸ τὴν ἄλλη. Οὔτε οἱ σουλτάνοι δὲν φορολογοῦσαν καὶ δὲν ἐπινοοῦσαν φόρους μὲ τέτοιες ὡραῖες λέξεις, ἀπίθανες λέξεις: Ε9, ΑΦΜ, ΕΝΦΙΑ… Τέτοιες λέξεις δὲν χρησιμοποιοῦσαν οὔτε οἱ Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες.
Ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση διαθέτει στοὺς δήμους τροφὲς γιὰ τὰ ἀδέσποτα ζῶα, τὰ σκυλιά, τὶς γάτες. Γι᾽ αὐτὸν τὸν φτωχὸ κόσμο, γιὰ τὰ ἄνεργα παλληκάρια, δὲν περισσεύει τίποτα; Ὅταν ἀνεβήκατε στὴν έξουσία, ὑποσχεθήκατε ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Δαβίδ: «Ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα, τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος». Ἀντὶ αὐτοῦ ἐσεῖς ἔχετε τὶς παλάμες σας πάντοτε πρὸς τὰ πάνω καὶ ζητᾶτε χωρὶς νὰ δίνετε. Σὰν τὶς χῆνες, ὅ,τι βρῆτε μπροστά σας τὸ τσιμπολογᾶτε. Πέστε μας ξεκάθαρα «Θὰ σταματήση αὐτὸ τὸ τσιμπολόγημα;» Γιὰ νὰ εὐχώμαστε γιὰ τὴν βασιλεία σας, ἢ νὰ ἀπευχώμαστε, νὰ ἀπέλθετε εἰς τὰ ἄπατα βάθη τῆς θαλάσσης καὶ νὰ μὴν ξαναεμφανισθῆτε.
Σὲ ὅλα τὰ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα τὴν προεδρία τὴν εἶχε ὁ ἐπίσκοπος τῆς κάθε περιοχῆς. Πάλαιψαν καὶ μάχηκαν κυριολεκτικὰ οἱ κυβερνήσεις νὰ χάσουν αὐτὴν τὴν προεδρία οἱ ἐπίσκοποι. Καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι ἀδύναμη γιὰ κάθε φιλανθρωπικὸ ἔργο. Παντοδύναμη ὅμως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ σὲ κάθε ἐνορία ὠργάνωσε συσσίτια, γιὰ νὰ χορτάση τὰ πεινασμένα καὶ ταλαιπωρημένα Ἑλληνόπουλα. Ἡ Ἐκκλησία δὲν θὰ σταματήση νὰ εἶναι ἡ μάννα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Δὲν θὰ σταματήσουν τὰ κουδούνια τῶν προβάτων της νὰ ἠχοῦν ἁρμονικὰ στὶς νάπες καὶ στὶς κοιλάδες τῆς ἑλληνικῆς γῆς.
Ἕνας παλιὸς ἄνθρωπος, λαϊκός, ποὺ χρόνια ζοῦσε στὸ Ἅγιον Ὄρος, βγῆκε ἕνα καλοκαίρι γιὰ μιὰ μέρα ἔξω στὸν κόσμο, κι ὅταν γύρισε ὁ μπαρμπα-Γιάννης ἔκοβε βόλτες γύρω ἀπὸ τὸ Πρωτᾶτο καὶ ἔλεγε καὶ συνεχῶς μονολογοῦσε: «Μήτε στοχάζονται μήτε ντρέπονται». Ἀκροάστηκα ἀπὸ μιὰ γωνιὰ τὸν μονόλογο τοῦ μπαρμπα-Γιάννη. Τὸν πλησίασα.
-Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ μονολογεῖς;
-Πῆγες -μοῦ λέει- Γέροντα, στὴν Οὐρανούπολη;
-Ἔχω καιρό.
-Ὅταν πᾶς καὶ σηκώσης τὰ μάτια σου καὶ δῆς τὸν κόσμο, θὰ λὲς κι ἐσὺ αὐτὸ ποὺ λέγω τώρα ἐγὼ «Μήτε στοχάζονται μήτε ντρέπονται».
Αὐτὸ λέγω τώρα κι ἐγὼ γιὰ σᾶς «Μήτε στοχάζεστε μήτε ντρέπεσθε»!
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης
Αὐτὰ τὰ ἄνυδρα καὶ ἄνικμα νησάκια βρίθουν ἀπὸ νόστιμα καὶ ὠφέλιμα βότανα. Τοὺς πρώτους μῆνες τοῦ χειμῶνα βγάζουν τὰ λεγόμενα πορίχια (ἄγρια ραδίκια). Αὐτὰ ἀποτελοῦσαν τὸ δεῖπνο τῶν νησιωτῶν. Ὅταν ὅμως παρήρχετο ὁ χειμώνας καὶ ἄρχιζε νὰ φέγγη ἡ ἄνοιξη, μὲ τὸ λάλημα τῶν πρώτων πουλιῶν καὶ μάλιστα τοῦ γλυκόφθογγου πετροκότσυφα, τὰ σταροχώραφα ἀνέμιζαν ἕνα βότανο ποὺ μοιάζει μὲ τὴν βρούβα, ἀλλὰ δὲν εἶναι βρούβα. Τὰ τρυφερὰ βλασταράκια ἀπὸ τὸ φυτὸ αὐτό, προτοῦ ἐμφανίσουν τὸ κίτρινο λουλουδάκι τους, οἱ καταπονημένες νησιώτισσες τὰ τσιμποῦσαν μὲ τὰ ροζιασμένα τους χέρια. Ἀπὸ τὸν τρόπο λοιπὸν ποὺ τὰ συλλέγανε ὠνομάστηκαν τσιμπητά. Μάλιστα γιὰ τὶς νηστεύτριες οἰκογένειες ἦταν πολὺ σπουδαῖα, γιατὶ ἀφοῦ τὰ ζεματούσανε, τρώγονταν πολὺ εὐχάριστα χωρὶς λάδι καὶ χωρὶς λεμόνι. Γιατὶ καὶ τὸ λαδάκι ἦταν λιγοστὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα καὶ τὸ λεμόνι ἀνύπαρκτο. Ἡ λειψυδρία καὶ οἱ ἰσχυροὶ ἄνεμοι, ποὺ πνέουν στὰ νησιὰ σχεδὸν ὅλες τὶς ἐποχές, δὲν ἀφήνουν τὴν εὐαίσθητη λεμονιὰ νὰ τελεσφορήση.
Αὐτὰ λοιπὸν τὰ τσιμπητὰ ἦταν μιὰ πλούσια παραγωγὴ προτοῦ καταφθάσουν οἱ καύσωνες οἱ μαγιάτικοι. Μέσα στὴν ἁγία Σαρακοστὴ ἦταν δῶρα Θεοῦ. Μὲ δυὸ-τρεῖς ἐλιὲς δειπνοῦσες καὶ τὸν Θεὸν ἐδόξαζες ποὺ γέμισε τὸ ξύλινο τραπέζι μὲ δῶρα ἀπολαυστικά. Στὸ καζάνι μάλιστα ποὺ τὰ ἔβραζαν βάζανε καὶ τὰ ξερόψωμα, γιὰ νὰ γίνουν σοῦπες.
Μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς στοχασμούς (ποὺ σίγουρα εἶναι τοῦ παλιοῦ καιροῦ, γιατὶ ἡ σημερινὴ γυναίκα μᾶλλον δὲν γνωρίζει ὅτι καὶ ἡ ἔρημος ἑτοιμάζει τράπεζα, παρὰ μόνον τὸ σοῦπερ-μάρκετ), ἔρχομαι στοὺς στερνοὺς καιρούς. Οἱ κρατοῦντες λοιπόν, ἀκούγοντας γιὰ τσιμπητά, δὲν ἐννόησαν ὅτι αὐτὰ ἐμφανίζονται μόνον λίγο πρὸ τῆς ἀνοίξεως, καὶ ἄρχισαν μὲ τὰ τρυφερά τους χέρια νὰ ψάχνουν, ὄχι μόνον στὰ σταροχώραφα, ἀλλὰ καὶ στὰ μπαΐρια, νὰ συνάξουνε τσιμπητά, γιὰ νὰ γεμίσουν τὸ καζάνι τῆς Εῤωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ὄχι ὅμως μόνον δὲν φρακάρει τὸ καζάνι αὐτό, ἀλλὰ ξεπάτωτο ὄν, οὔτε φαίνονται μέσα αὐτὰ ποὺ ρίχνουνε. Οἱ παλιὲς ἐκεῖνες νοικοκυρὲς ἔκοβαν μόνον τὰ βλαστάρια ἀπὸ τὰ τσιμπητά, ἀλλὰ ἐσεῖς βγάζετε καὶ τὸ φυτό! Χωρὶς νὰ ἀναλογίζεστε «Θὰ βροῦμε σὲ λίγο τσιμπητά; Θὰ βροῦμε σὲ λίγο κόσμο, νὰ τοῦ παίρνουμε τὴν μπουκιὰ μέσα ἀπὸ τὸ στόμα;». Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἐπικρατεῖτε δὲν ξημέρωσε μιὰ μέρα καλύτερη ἀπὸ τὴν ἄλλη. Οὔτε οἱ σουλτάνοι δὲν φορολογοῦσαν καὶ δὲν ἐπινοοῦσαν φόρους μὲ τέτοιες ὡραῖες λέξεις, ἀπίθανες λέξεις: Ε9, ΑΦΜ, ΕΝΦΙΑ… Τέτοιες λέξεις δὲν χρησιμοποιοῦσαν οὔτε οἱ Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες.
Ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση διαθέτει στοὺς δήμους τροφὲς γιὰ τὰ ἀδέσποτα ζῶα, τὰ σκυλιά, τὶς γάτες. Γι᾽ αὐτὸν τὸν φτωχὸ κόσμο, γιὰ τὰ ἄνεργα παλληκάρια, δὲν περισσεύει τίποτα; Ὅταν ἀνεβήκατε στὴν έξουσία, ὑποσχεθήκατε ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Δαβίδ: «Ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα, τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος». Ἀντὶ αὐτοῦ ἐσεῖς ἔχετε τὶς παλάμες σας πάντοτε πρὸς τὰ πάνω καὶ ζητᾶτε χωρὶς νὰ δίνετε. Σὰν τὶς χῆνες, ὅ,τι βρῆτε μπροστά σας τὸ τσιμπολογᾶτε. Πέστε μας ξεκάθαρα «Θὰ σταματήση αὐτὸ τὸ τσιμπολόγημα;» Γιὰ νὰ εὐχώμαστε γιὰ τὴν βασιλεία σας, ἢ νὰ ἀπευχώμαστε, νὰ ἀπέλθετε εἰς τὰ ἄπατα βάθη τῆς θαλάσσης καὶ νὰ μὴν ξαναεμφανισθῆτε.
Σὲ ὅλα τὰ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα τὴν προεδρία τὴν εἶχε ὁ ἐπίσκοπος τῆς κάθε περιοχῆς. Πάλαιψαν καὶ μάχηκαν κυριολεκτικὰ οἱ κυβερνήσεις νὰ χάσουν αὐτὴν τὴν προεδρία οἱ ἐπίσκοποι. Καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι ἀδύναμη γιὰ κάθε φιλανθρωπικὸ ἔργο. Παντοδύναμη ὅμως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ σὲ κάθε ἐνορία ὠργάνωσε συσσίτια, γιὰ νὰ χορτάση τὰ πεινασμένα καὶ ταλαιπωρημένα Ἑλληνόπουλα. Ἡ Ἐκκλησία δὲν θὰ σταματήση νὰ εἶναι ἡ μάννα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Δὲν θὰ σταματήσουν τὰ κουδούνια τῶν προβάτων της νὰ ἠχοῦν ἁρμονικὰ στὶς νάπες καὶ στὶς κοιλάδες τῆς ἑλληνικῆς γῆς.
Ἕνας παλιὸς ἄνθρωπος, λαϊκός, ποὺ χρόνια ζοῦσε στὸ Ἅγιον Ὄρος, βγῆκε ἕνα καλοκαίρι γιὰ μιὰ μέρα ἔξω στὸν κόσμο, κι ὅταν γύρισε ὁ μπαρμπα-Γιάννης ἔκοβε βόλτες γύρω ἀπὸ τὸ Πρωτᾶτο καὶ ἔλεγε καὶ συνεχῶς μονολογοῦσε: «Μήτε στοχάζονται μήτε ντρέπονται». Ἀκροάστηκα ἀπὸ μιὰ γωνιὰ τὸν μονόλογο τοῦ μπαρμπα-Γιάννη. Τὸν πλησίασα.
-Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ μονολογεῖς;
-Πῆγες -μοῦ λέει- Γέροντα, στὴν Οὐρανούπολη;
-Ἔχω καιρό.
-Ὅταν πᾶς καὶ σηκώσης τὰ μάτια σου καὶ δῆς τὸν κόσμο, θὰ λὲς κι ἐσὺ αὐτὸ ποὺ λέγω τώρα ἐγὼ «Μήτε στοχάζονται μήτε ντρέπονται».
Αὐτὸ λέγω τώρα κι ἐγὼ γιὰ σᾶς «Μήτε στοχάζεστε μήτε ντρέπεσθε»!
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης
ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΔΟΧΕΙΑΡΙΤΕΣ (ΟΜΑΔΑ ΦΙΛΩΝ Ι.Μ. ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ ΑΓ. ΟΡΟΥΣ) ΕΔΩ