Ἡ ἀδιαφορία τῶν σύγχρονων ποιμένων γιὰ τὴν Πίστη πολλαπλασιάζει τὴν ἀδιαφορία τῶν ποιμενομένων καὶ ἔτσι ἡ ἀποστασία ὑλοποιεῖται χωρὶς ἀντιδράσεις. Ἡ ἀποστασία τῶν ποιμένων εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τῆς ἀποστασίας τῶν ποιμενόμενων. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λένε ὅτι ὅσο περνάει ὁ καιρὸς καὶ θὰ πλησιάζει ἡ ἔνδοξη Δευτέρα Παρουσία, θὰ πηγαίνουμε ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο, σὲ σημεῖο νὰ κινδυνεύσουν στὸ τέλος νὰ πλανηθοῦν καὶ οἱ ἐκλεκτοί ώστε «… ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών, ἆρα εὑρήσει τὴν πίστην ἐπὶ τῆς γῆς;» (Λουκ. ιη΄, 8).
Ἡ ἀνθρωπότητα
βαδίζει πρὸς τὰ πίσω, στὶς μέρες τοῦ Νῶε καὶ τοῦ Λώτ (Λουκ. ιζ΄ 26,28). Οἱ
Οἰκουμενιστὲς σχηματίζουν ἐδῶ καὶ δεκαετίες τὴ μορφὴ ἑνὸς ψευδοχριστοῦ, ἑνὸς
εἰδώλου σμιλεμένου μὲ τὴ σμίλη τοῦ διαβόλου. Κατὰ τὸν Ἅγιο Νεῖλο τὸν Μυροβλήτη
«οἱ ποιμένες ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς θὰ μεταφορφωθοῦν
σὲ ἄνδρες κενόδοξους, μὴ γνωρίζοντες παντελῶς τὴν δεξιὰ ὁδὸ ἀπὸ τὴν ἀριστερά».
Τὸ ἐκκλησίασμα, συστηματικὰ ἀκατήχητο,
ἀρχίζει πλέον νὰ μὴν ἀνέχεται τὴν ὑγιῆ διδασκαλία. Οἱ κήρυκες ἐπιλέγουν
νὰ μιλοῦν γιὰ αὐτὰ ποὺ δὲν ἐνοχλοῦν τους προϊσταμένους τους παραχώνοντας στὸ
περιθώριο τις σωτηριώδεις διδασκαλίες.
Οἱ
Οἰκουμενιστές, οἱ νεοφανεῖς αὐτοὶ ἐπιβάτες τῆς Ὀρθοδοξίας προβάλλουν μόνο τὸ
ὅραμα τῆς εἰρήνης καὶ τῆς συμφιλίωσης,
γιατὶ εἶναι βολικὸ καὶ εὐχάριστο γιὰ ὅλους. Διδάσκουν κατὰ κόρον τὴν εἰρήνη καὶ την συμφιλίωση ἀφοῦ μὲ αὐτὰ
μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν τῆς γῆς. Εἶναι ἀνοιχτοὶ πρὸς κάθε συνεργασία μὲ τὸν
Ἄννα καὶ τὸν Καϊάφα ἀρκεῖ ὅλοι νὰ περνάνε καλά. Στοχεύουν στὴ συνεργασία γιὰ
μιὰ παγκόσμια συνεννόηση καὶ ἀλληλοκατανόηση
χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ αὐτὴ
(στὴν ἀνόθευτή της μορφὴ) εἶναι ἐμπόδιο.
(στὴν ἀνόθευτή της μορφὴ) εἶναι ἐμπόδιο.
Ἡ εἰρήνη γιὰ
τὴν ὁποία μιλάει σήμερα ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ ἡ «Νέα Τάξη» εἶναι ἡ συνθηκολόγηση μὲ τὸ ψεῦδος. Εἶναι ἕνας πολτὸς
συμβιβασμῶν καὶ ὑπολογισμῶν. Παζαρεύουν μιὰ εἰρήνη εὐνοϊκὴ γιὰ τὴν σάρκα καὶ
φονικὴ γιὰ τὸ πνεῦμα. Ἡ εἰρήνη ποὺ θέλουν νὰ φέρουν δὲν εἶναι ἐκείνη ποὺ
ἔρχεται ἀπὸ τὴν κατανίκηση τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴν ἀφασία
τῆς ἧττας. Ἡ εἰρήνη τῶν συνειδήσεων ποὺ ἐπιδιώκουν εἶναι τὸ τερατούργημα ποὺ
γεννιέται ἀπὸ τὴ μίξη τοῦ καλοῦ μὲ τὸ κακό, τῆς ἀρετῆς μὲ τὴν ἁμαρτία, τῆς Ἀλήθειας
μὲ τὸ ψέμα.
Οἱ
Οἰκουμενιστὲς προσπαθοῦν νὰ συγχωνεύσουν τὴν σωτηριώδη Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μὲ
μία παγκόσμια διοικητικὴ δεοντολογία ποὺ ἀφορᾷ στὶς κοινωνικὲς καὶ ἐθνικὲς
σχέσεις. Ζητοῦν μιὰ ἐπιφανειακή προσέγγιση ἀδιαφορῶντας γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ διάσταση.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅμως δὲν διαλέγονταν μὲ ἀλλόθρησκους καὶ αἱρετικοὺς
γιὰ νὰ βροῦν μιὰ βολικὴ μέση λύση. Ὁμολογοῦσαν τὴν ἀλήθεια καὶ ἀνέτρεπαν τοὺς
ἰσχυρισμούς τους, χωρὶς διπλωματικὲς καὶ δόλιες στρεβλώσεις. Ποτὲ δὲν ἦλθαν σὲ
συμβιβασμοὺς μὲ αἱρετικὲς ἐκκλησίες. Ὁ διάλογος ἦταν πάντοτε δημόσιος καὶ
ἀπέβλεπε στὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν κι ὄχι στὸν συμψηφισμό. Δὲν ἦταν συζήτηση
Ἐκκλησίας μὲ «Ἐκκλησία», ἀλλὰ διάλογος τῆς Ἐκκλησίας μὲ ψυχὲς ποὺ εἶχαν χάσει
τὸν δρόμο τους.
Ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία δὲν ψάχνει μιὰ χρυσὴ τομὴ γιὰ νὰ κόψει περισσότερα εἰσιτήρια στὸ
διεθνές θέατρο τῆς δημοφιλίας. Δὲν ψάχνει τίποτα, γιατὶ ἔχει τὸ πᾶν. Δὲν ζητᾷ ὁ Χριστὸς τὴν ἕνωση τῶν θρησκειῶν
ἀλλὰ ὁ κόσμος. Δὲν ζητᾷ ὁ Χριστὸς τὴν ἕνωση τῶν νοητικῶν θρησκευτικῶν
κατασκευασμάτων τῆς ἀνθρώπινης ὑπερηφάνειας μὲ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας Του. Ὅσοι μιλοῦν γιὰ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν
δέχονται ὅτι ὁ Χριστός ἔχει ἐγκαθιδρύσει μιὰ ἐλαττωματικὴ καὶ ἀτελῆ ἐκκλησία.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Καθολική, γιατὶ περιέχει τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Χάρη ὁλόκληρη, σὲ πληρότητα.
Ἡ ἔννοια τῆς Καθολικότητας δὲν εἶναι ἔννοια ἀριθμητική, γεωγραφικὴ ἢ ἕνας τύπος
παγκο-σμίου ὀργανώσεως, ὅπως τὴν ἀντιλαμβάνονται οἱ παπικοί.
Ἡ ἐπιχειρούμενη προσέγγιση τῶν ἑτερόδοξων πρὸς
τὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ὑποκριτικὴ καὶ δόλια. Δὲν δείχνει καμία πραγματικὴ νοσταλγία
ἐπιστροφῆς στὶς ρίζες τῆς Πίστεως. Ἂν ἐπιζητοῦσαν εἰλικρινὰ αὐτὴ τὴν ἐπιστροφὴ
θὰ ἀντλοῦσαν ἀπευθείας τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων
καὶ Ἁγίων κι ὄχι ἀπὸ τοὺς συσχετισμοὺς
τῶν δυνάμεων στὰ συνέδριά τους.
Οἱ ἐξ ὀρθοδόξων
Οἰκουμενιστὲς δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν σωτηρία ἀλλόθρησκων καὶ ἑτερόδοξων
γιατὶ δὲν πιστεύουν οἱ ἴδιοι στὴν
μοναδικότητα τῆς διὰ Χριστὸν σωτηρίας. Ἐργάζονται γιὰ μιὰ ἑνότητα ποὺ θὰ εἶναι μιὰ ἕνωση μὲ τὰ ἀντίθετα
καὶ ὄχι ἕνωση μὲ τὰ ἀντίθετα ποὺ μετεστράφησαν σὲ ὅμοια. Οἱ Οἰκουμενιστὲς
φτιάχνουν ἕναν Χριστὸ ποὺ νὰ τοὺς ὑπηρετεῖ. Ἕναν Χριστὸ ποὺ νὰ συμμετέχει στὸ
Διοικητικὸ Συμβούλιο τοῦ παγκόσμιου διευθυντηρίου. Ἕνα Χριστὸ ποὺ νὰ κάνει τὶς πέτρες ψωμιὰ γιὰ νὰ
χορτάσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ ἔτσι νὰ αὐξάνει ἡ δόξα καὶ ἐξουσία τους, ἀναγκάζοντας
τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὑποταχθοῦν.
Μὲ ἄλλα
λόγια, δὲν ἐργάζονται γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἀντίχριστο. Ὁ Χριστὸς θὰ μείνει μέχρι τὴν Δευτέρα Παρουσία ταπεινὸς
καὶ κρυμμένος. Μακριὰ ἀπὸ τὶς γήινες ἐξουσίες, μακριὰ ἀπὸ τὶς γήινες ἀνέσεις,
χωρὶς νὰ ἀναγκάζει κανέναν νά Τον ἀκολουθήσει καὶ ζητῶντας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ θὰ
ἔρθουν κοντά Του, νά Του μοιάζουν στὴν ταπείνωση καὶ στὴν ἀφάνεια. Οἱ
Οἰκουμενιστὲς κατάσκευάζουν ἕνα Χριστὸ ποὺ μιλᾷ γιὰ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ὄχι γιὰ τὴν
ἄλλη. Ἕνα Χριστὸ ποὺ προσφέρει τὰ ἀγαθὰ
αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ ὄχι τῆς ἄλλης. Τὰ πνευματικὰ σκαλιὰ ποὺ βάδισαν οἱ Πατέρες
καὶ μᾶς τὰ παρέδωσαν γιὰ νὰ ἀνεβοῦμε κι ἐμεῖς στὸν οὐρανό, τοὺς ἀηδιάζουν.
Δὲν ἐπιζητοῦν
τὸν ἀρχηγὸ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἀλλὰ τὸν ἀρχηγὸ τοῦ νῦν αἰῶνος. Δὲν
ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ
ποιμνίου. Τοὺς ἐνδιαφέρει μόνον ἡ
ἐπίγεια δύναμη, ποὺ δίνει ἡ ἑνότητα κάτω ἀπὸ μιὰ ἐνιαία ἐξουσία. Ὁ Χριστὸς
ἔβαλε μέσα στὸν κόσμο τὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ Οἰκουμενιστὲς βάζουν μέσα στὴν
Ἐκκλησία τὸν κόσμο. Ὁ Οἰκουμενισμός «Ἄλλον Ἰησοῦν κηρύσσει ὃν οὐκ ἐκηρύξαμεν»
(Β΄Κορ. ια΄ 4).
Ξέρουν πολὺ
καλὰ ὅτι Καθολικοί, Προτεστάντες, Μουσουλμάνοι
καὶ Ἰουδαῖοι δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ γίνουν Ὀρθόδοξοι. Ὅμως αὐτὸ δὲν τοὺς
ἐνδιαφέρει. Δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν χαμένων προβάτων στὴν
μάντρα τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιδιώκουν ἕναν
συμβιβασμὸ καὶ μιὰ φαινομενικὴ συμφωνία, ἀφοῦ ἔχουν πάψει νὰ εἶναι Ὀρθόδοξοι.
Δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ἀλήθεια, οὔτε γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ζωή. Μέσα τοὺς
ἐνεργεῖται ἤδη τὸ μυστήριο τοῦ Ἀντίχριστου. «Ὅ,τι
μέλλει νὰ γίνει, ἤδη γίνεται» (Ἐκκλ. γ΄ 15). Εἶναι
ἐργάτες τοῦ ἀντίχριστου σὰν τοὺς Ἑβραίους.
Οἱ Ἑβραῖοι
περίμεναν τὸν Μεσσία ἐπὶ αἰῶνες, καὶ ὅταν ἦλθε, δὲν τὸν δέχτηκαν, γιατὶ δὲν
ἦταν αὐτὸ ποὺ περίμεναν. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δὲν μπόρεσαν νὰ ἀναγνωρίσουν
τὸν Μεσσία. Γι’ αὐτὸ Τὸν σταύρωσαν καὶ ἄρχισαν νὰ ψάχνουν κάποιον ἄλλον. Αὐτὸν
ποὺ θὰ τοὺς δώσει ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ πόθησαν καὶ δὲν τοὺς ἔδωσε ὁ Χριστός.
Αὐτὸν ποὺ μὲ τὴν ἐξουσία του θὰ ὑποτάξει σὲ ἕνα κράτος ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τὶς
φυλὲς τῆς γῆς. Και αὐτό τό κράτος νά εἶναι τό Ἑβραϊκό.
Αὐτὸς (ὁ
ἀντίχριστος) ὅταν φανερωθεῖ μέσα στὴν ἱστορία δὲν θὰ ἔχει κέρατα καὶ οὐρά, οὔτε
θὰ κάνει ἀνήθικα ἔργα. Θὰ ἔλθει ἔτσι ποὺ
πολὺ λίγοι θὰ καταλάβουν ποιός εἶναι. Θὰ ἔλθει σὰν εὐεργέτης τῆς
ἀνθρωπότητας καὶ ἰδανικός ἀρχηγός της. Ἡ
ἀνθρωπότητα θὰ δεῖ στὸ πρόσωπό του τὸν μεγαλύτερο εὐεργέτη της καὶ μὲ
ἀγαλλίαση θὰ τοῦ παραχωρήσει τὴ γενικὴ ἀρχηγία τοῦ παγκόσμιου κράτους. Θὰ
ἐπιδιώξει νὰ καταργήσει τὴν πεῖνα καὶ τὴν ἀνέχεια καὶ νὰ γεμίσει τοὺς ἀνθρώπους
μὲ ὑλικὰ ἀγαθά. Γεμίζοντας ἔτσι τὶς καρδιές τους ἡδονὴ καὶ καλοπέραση, δέν θά
ἀφήνει χῶρο γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό.
Ἡ ἕνωση τῶν
«χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν» εἶναι ἀναπόφευκτη ὅπως καὶ γενικῶς ἡ ἕνωση ὅλων τῶν
θρησκειῶν. Στὸ βασίλειό του ὁ ἀντίχριστος δὲν θὰ ἀνεχθεῖ παραφωνίες, δὲν θὰ
ἀνεχθεῖ θρησκευτικὰ χαρακώματα, οὔτε μαλώματα γιὰ θεοὺς καὶ δόγματα. Θὰ καθίσει
στὸ θρόνο του ὡς Θεὸς καὶ θὰ προσκυνηθεῖ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς (Ἀποκ. 13,7-8).
Οἱ
Οἰκουμενιστὲς προσπαθοῦν νὰ «ἐξυγιάνουν» τὴν Ὀρθοδοξία σύμφωνα μὲ τὴν
πνευματικὴ τους σηψαιμία καὶ τὰ γούστα ἑνὸς παρηκμασμένου, ὑλιστικοῦ καὶ ἀδιάφορου
ὄχλου. Τιμὴ γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστὲς πλέον δὲν εἶναι ἡ συμπόρευση μὲ τοὺς Ἁγίους
Πατέρες ἀλλὰ μὲ τοὺς καθηγητὲς τῆς Προτεσταντικῆς θεολογίας καὶ
τὴν Ἰησουΐτικη αὐλὴ τοῦ Πάπα. Ἔγραφε ὁ π. Ἐπιφάνειος Θεοδωρόπουλος: «Πολλὰ
τέρατα ἐγέννησεν ἐν τοῖς καιροῖς ἡμῶν ὁ άδης, ἀλλ’ ἰσομέγεθες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
οὐδέν».[1]
Ὅσοι
πραγματικὰ ποθοῦν τὸν Θεὸ ἂς πάψουν νὰ μιλοῦν γιὰ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐπιδέχεται ἕνωση,
γιατὶ ποτὲ δὲν διεσπάστηκε. Ὅσοι ἔφυγαν ἀπὸ αὐτὴν δὲν πῆραν τίποτε μαζί τους
καὶ κανένα κομμάτι της δὲν κληρονόμησαν.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν κληρονομεῖται, οὔτε μεταβιβάζεται ὡς τίτλος ἰδιοκτησίας
σὲ ἄνομους καὶ ἀσεβεῖς παραλῆπτες. Ὅσοι ἀγνόησαν ἢ περιφρόνησαν τὸν Χριστό,
τοὺς περιμένει ἡ ρομφαία ποὺ ἀκονίζεται
(Ἰεζ. 21,9).
Τὸ πιὸ
τραγικὸ εἶναι ὅτι τὸ κακὸ θα ἐμφανίζεται στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων σὰν καλό. Ἡ
καταστροφὴ στὴν ὁποία ὁδηγεῖται ἡ ἀνθρωπότητα, θὰ ἔχει τὴν μορφὴ τῆς πιὸ μεγάλης
ἐπιτυχίας. Θὰ εἶναι ἡ κορυφὴ τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ, τὸ ἀποκορύφωμα τῆς
ἀνθρώπινης ματαιοδοξίας, ἡ κορώνα τῆς ἀνθρώπινης οἰήσεως. Ἡ καταστροφὴ θὰ εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση τῶν πόθων μιᾶς μᾶζας ἀνθρώπων, μέσα στὴν ὁποία θὰ κολυμπάει
ἐλεύθερα καὶ ἀνενόχλητα κάθε πάθος καὶ κάθε ψέμα.
Ὁ διάβολος θὰ
ἐνεργεῖ ὡς ἄγγελος φωτός. Θὰ κηρύσσει ἕναν Χριστιανισμὸ μὲ κάποιες «μικρές»
διαφορὲς ἀπὸ τὸν πραγματικό. Ὅπως μιὰ πυξίδα καραβιοῦ ἔχοντας κάποιες μικρὲς
ἀποκλίσεις ἀπὸ τὴν κανονικὴ ὁδηγεῖ τὸ καράβι στὰ βράχια, ἔτσι θὰ χάνονται καὶ
οἱ ἐκλεκτοί, μιὰ ποὺ οἱ ἄλλοι θὰ εἶναι
ἤδη δικοί του. Θὰ διδάσκεται ἕνας «βιοποριστικός» χριστιανισμός, εὐχάριστος, μεταλλαγμένος, βολικός, γεμάτος κοσμικὴ
ἀγάπη καὶ εἰρήνη. Πλάθεται ἀπὸ τώρα ἕνας Χριστιανισμὸς συμβατὸς μὲ τὶς πλάνες τοῦ
κόσμου.
Ὅταν εἶπε ὁ
Κύριος: «πολλοὶ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες, ἐγώ εἰμί ὁ Χριστός, καὶ
πολλοὺς πλανήσουσι» (Ματθ.
24,5), δὲν μιλοῦσε γιὰ τοὺς φανεροὺς ἐχθροὺς
τοῦ ποιμνίου Του, δηλαδὴ τοὺς ὑλιστές, τοὺς Μαρξιστές, τοὺς ἄθεους, τοὺς ἀλλόθρησκους
ἀλλὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐμφανίζονται σὰν φίλοι Του, σὰν δικοί Του. Ἀπὸ αὐτοὺς θέλει
νὰ γλιτώσει ὁ Χριστὸς τοὺς πιστούς, γιατὶ αὐτοὶ εἶναι ὁ μεγάλος ἐχθρός, οἱ ὑποκριτές, «οἱ δυνάμενοι πλανῆσαι».
Ὁ
Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ ἀντίχριστου. Μέσα σ’ αὐτὴν τὴν κοινωνία, οἱ λίγοι ποὺ θὰ μείνουν γνήσιοι
Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ θὰ ἀποτελοῦν τὴν πέτρα τοῦ σκανδάλου, τὴν μόνη παραφωνία
μέσα στὴν διαβολικὴ ἁρμονία. Ὅσοι πιστοὶ ἐμμένουν στὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων
Πατέρων, ἐμπαίζονται ἤδη, περιφρονοῦνται καὶ διώκονται. Χαρακτηρίζονται
«ψυχοπαθολογικὲς προσωπικότητες», «Ταλιμπάν», «ὑπερορθόδοξοι» καί «φανατικοί» ποὺ ἀπώλεσαν τὴν ἀγάπη. Ὁ Οἰκουμενισμὸς καθιερώνει
μιὰ κατάσταση ὅπου «Ἕν ἐστιν ἔγκλημα
νῦν σφοδρῶς ἐκδικούμενον [τιμωρούμενο],
ἡ ἀκριβὴς τήρησις τῶν πατρικῶν παραδόσεων».[2]
Οἱ
Ὀρθόδοξοι ὅμως δὲν ζοῦνε γιὰ τοῦτον τὸν κόσμο. Αὐτὸν τὸν κόσμο τῆς ἐξορίας δὲν
τὸν ἔχουν παραδεχτεῖ ποτὲ γιὰ πατρίδα τους καὶ οὔτε θελήσανε νὰ τὸν στολίσουνε
μὲ ψέματα, σὰ νὰ ἐπρόκειτο νὰ ζήσουνε σ’ αὐτὸν γιὰ πάντα. Ζοῦνε σὲ τούτη τὴ γῆ
σὰν προσφυγες. Μὲ μιὰ νοσταλγία. Τὴ νοσταλγία τοῦ Παραδείσου ποὺ ἔχασαν. Τὴν
νοσταλγία τῆς πατρίδας. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἑτοιμάζει καμιὰ ἐπίγεια βασιλεία, καμιὰ
ἐπίγεια πολιτεία. Δὲν ἔχει τίποτε τὸ κοινὸ μὲ τοὺς πολιτισμοὺς καὶ τὰ ἐγκόσμια
συστήματα. Δὲν ἔχει τίποτε τὸ κοινὸ μὲ τοὺς καίσαρες καὶ τοὺς παποκαίσαρες. Ὅλα
αὐτὰ ποὺ ἐπιδιώκουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου βρίσκονται στὸ ἐπίπεδο τῆς φθορᾶς. Ἡ
Ὀρθοδοξία σκέπτεται, ζεῖ καὶ κινεῖται μέσα στὸν κόσμο τῆς ἀφθαρσίας.
Κάποτε θὰ
κριθοῦμε γιὰ τίς ἁμαρτίες μας, τὰ ἀσήμαντα
καὶ ἐλλιπῆ μας ἔργα, ἂς μὴν κατηγορηθοῦμε ἐπιπλέον γιὰ τὴν ἀποδοχὴ νοθευμένων
καὶ διεστραμμένων δογμάτων. «Ἂς ξεκινήσουμε πρὸς τὰ κεῖ ποὺ οἱ μάρτυρες
τῆς πραγματικῆς Πίστης βάδισαν», κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου
Βελιμίροβιτς[3].
Αὐτὸς ὁ κόσμος κάποτε θὰ τελειώσει, εἶναι ἕνα πλοῖο ποὺ βυθίζεται. Ὁ Θεὸς δὲν
θὰ ζητήσει ἀπὸ ἐμένα καὶ σένα, ἀγαπητὲ ἀναγνώστη, νὰ σώσουμε τὸ πλοῖο. Τὸ αἷμα
τῶν πνιγμένων θὰ τὸ ἀπαιτήσει ἀπὸ τοὺς Ποιμένες, ἀλλὰ θὰ ἐλεγχθοῦμε κι ἐμεῖς γιὰ
τὸ ἂν δώσαμε ἕνα χέρι βοήθειας στοὺς ναυαγούς (Ἰεζ. 33,1-10).
Ἂς ἀκολουθήσουμε τοὺς Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, τοὺς Ἐπισκόπους τῶν διωγμῶν καὶ τοὺς Ἁγίους ποὺ ἔγιναν δοχεῖα τῆς
Χάριτος. Αὐτοὺς ποὺ μὲ τὰ σακατεμένα κόκαλα κάτω ἀπὸ τὰ φτωχά τους ρᾶσα περιέφεραν
τὴν Ἀλήθεια στὸν κόσμο. Ἂς ἔχουμε στὴν
καρδιά μας τὴν εἰκόνα τῶν Ἁγίων Παφνουτίου καὶ Ποτάμωνα νὰ μπαίνουν στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο ὑποβασταζόμενοι ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον. Μονόφθαλμοι καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὰ βασανιστήρια.
Ἂς ἔχουμε σὰν
φάρο τοὺς Ὁμολογητὲς ποὺ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ γλιτώσουν ἀπὸ τὰ ματωμένα χέρια τῶν
Διοκλητιανῶν καὶ Μαξιμιανῶν γιὰ νὰ ὁρίσουν στὶς Συνόδους τὰ σωτηριώδη δόγματα.
Ἂς
κρατήσουμε τὰ λόγια τοῦ Μ. Ἀθανασίου μέσα μας:
«Πρῶτα
καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα νὰ προβάλλεται ἡ Ἀλήθεια. Καλύτερα νὰ διωκόμαστε ἀπὸ τοὺς
αἱρετικοὺς παρὰ νὰ γίνουμε μιμητὲς τοῦ Ἰούδα».