Ο Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος για φανατικούς και ζηλωτές την Κυριακή της Ορθοδοξίας!
Ας αντισταθούμε στον πειρασμό να ανα-φερθούμε στην ποιότητα του
χαρακτήρος εκείνου που θεωρείται ποιμένας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και
επιλέγει την Κυριακή της Ορθοδοξίας για να κατασκανδαλίσει το λαό.
Ας παραβλέψουμε τη ρητορική του Ιεράρχου της Εκκλησίας της Ελλάδος, που είναι η ρητορική της Νέας Εποχής, θεμελιωμένη από τον Edward Bernay, (πατέρα της Propaganda) και τον Arthur Schopenhauer (Ερειστική διαλεκτική: Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο).
Ας
σκύψουμε με υϊικό σεβασμό και ενδιαφέρον στην ουσία των λόγων του. Όταν
ομιλεί για την αίρεση της Εικονομαχίας, αποσιωπά εντελώς τους
αιρετικούς Εικονομάχους. Όταν μιλά για φανατικούς και ζηλωτές στην εποχή μας, αποσιωπά εντελώς τους αιρετικούς Οικουμενιστές. Στη Φυσική ο τρίτος νόμος του Νεύτωνα, μας λέει πως κάθε δράση προκαλεί ίση και αντίθετη αντίδραση.
αιρετικούς Εικονομάχους. Όταν μιλά για φανατικούς και ζηλωτές στην εποχή μας, αποσιωπά εντελώς τους αιρετικούς Οικουμενιστές. Στη Φυσική ο τρίτος νόμος του Νεύτωνα, μας λέει πως κάθε δράση προκαλεί ίση και αντίθετη αντίδραση.
Αν
στο κήρυγμά του εξηγούσε επαρκώς, πως εκείνους που υπονοεί ως
φανατικούς και ζηλωτές, τους προκαλεί, τους ερεθίζει και τους ξεσηκώνει η
δράση, οι δηλώσεις, η ρητορική και οι πράξεις, των αιρετικών
οικουμενιστών, τότε δε θα μπορούσαμε να του προσάψουμε κάτι. Να ζυγίσει
και τους αιρετικούς Οικουμενιστές στον ζυγό της Αλήθειας και της Αγάπης
που επικαλείται.
Αφού δεν το κάνει, όλη του η συλλογιστική παραπέμπεται στη συνείδηση του πιστού λαού, ως ύποπτη για ενδεχόμενο δόλο…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Σεβ. Δημητριάδος: «Να στηρίξουμε το Ισλάμ»
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Η
Κυριακή της Ορθοδοξίας συνιστά την αδιάκοπη πρόκληση της Εκκλησίας που
θέτει σε κρίση κάθε φορά την ποιότητα της δικής μας ορθόδοξης
συνείδησης. Και τούτο, διότι μπορεί η ίδια η Ορθοδοξία να είναι το πιο
ευωδιαστό άνθος που φύεται πάνω στη γη, κατά τους Αγίους Πατέρες μας,
εμείς όμως οι θεωρούμενοι ορθόδοξοι χριστιανοί δεν είναι βέβαιο ότι
έχουμε πάντοτε τα υγιή αισθητήρια, προκειμένου να βλέπουμε και να
οσφραινόμαστε το άνθος αυτό. Κι αυτό σημαίνει ότι μπορεί η σωτηρία να
είναι παρούσα κατάσταση στη γη, οι χριστιανοί, όμως, τελικώς, να μην
έχουμε εμπειρία αυτής, μοιάζοντας έτσι με τον διψασμένο που έχει την
καθάρια πηγή δίπλα του, αλλά που δεν μπορεί να ξεδιψάσει, γιατί δεν την
βλέπει.
Πράγματι:
αξίζει, καταρχάς, να θυμηθούμε ότι η νίκη απέναντι στην εικονομαχία
ήταν η επιβεβαίωση της πραγματικότητας της ενσάρκωσης του ίδιου του
Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Η
εικονομαχία, με την άρνηση της δυνατότητας εξεικονισμού του Κυρίου και
των Αγίων, διότι τάχα έτσι υπήρχε εκτροπή προς την ειδωλολατρία, αρνείτο
το πιο καίριο στοιχείο της εν Χριστώ αποκάλυψης: ότι ο Θεός έγινε
άνθρωπος εν προσώπω Ιησού Χριστού. Η άρνηση αυτή, όμως, σήμαινε
ταυτοχρόνως και την μη αποδοχή της σωτηρίας του ανθρώπου, δεδομένου ότι
σωτηρία υπάρχει εκεί που ο άνθρωπος ενώνεται ζωντανά και αληθινά με τον
Θεό. Πάνω σ᾽ αυτήν την πραγματικότητα κρίθηκε απαρχής η αλήθεια της
πίστεως από την αίρεση, όπως το διατύπωσε ανάγλυφα ο Άγιος Ιωάννης ο
Θεολόγος: «Παν πνεύμα ο ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ
του Θεού εστι. και παν πνεύμα ο μη ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν εν σαρκί
εληλυθότα, εκ του Θεού ουκ εστι» (Α´Ιωάν. 4, 2-3). Η νίκη, λοιπόν, της
Εκκλησίας με την αποκατάσταση των εικόνων ήταν η διακήρυξη, για μία
ακόμη φορά, ότι «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιωάν. 1,
14) και ότι ταυτοχρόνως με τη σάρκωση του Θεού, αποκαταστάθηκε η
ζοφωμένη εικόνα Του στον άνθρωπο.
Έτσι
η ύπαρξη των εικόνων στην Εκκλησία μας λειτουργεί αφενός ως ένα είδος
εποπτικού Συμβόλου της Πίστεως, αφετέρου ως διαρκής προτροπή για τον
ορθό προσανατολισμό του πιστού: να βλέπει ότι ο Χριστός είναι ο σκοπός
της ζωής του. Οι εικόνες, δηλαδή, στην Εκκλησία δεν υπάρχουν για λόγους
αισθητικής. Αποτελούν την αισθητοποίηση της πίστεως και παραπέμπουν σε
ο,τι συνιστά αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας. Δεν είναι τυχαίο ότι
συνδέθηκαν απαρχής με την εορτή των Χριστουγέννων, γι᾽ αυτό και η
θεολογία των εικόνων συμβαδίζει με τη θεολογία της Γέννησης του Κυρίου.
Από την άποψη αυτή, καταλαβαίνει κανείς και τον πολυχρόνιο αγώνα της
Εκκλησίας για να κρατήσει τις εικόνες και το μαρτυρικό αίμα που χύθηκε
για την πίστη σ᾽ αυτές. Οποια χαρά, συνεπώς, έκανε η Εκκλησία, όταν
έβλεπε Αγίους της να επιστρέφουν από την εξορία, την ίδια χαρά έκανε και
όταν είδε τις εξόριστες από την πονηρή κρατική εξουσία εικόνες να
αναστηλώνονται και πάλι στους ναούς της και να δίνονται προς προσκύνηση
στους πιστούς.
Κριτήριο,
λοιπόν, στην Ορθοδοξία είναι ο,τι κρατάει ζωντανή τη σχέση του πιστού
με τον Χριστό, κι αυτό το κριτήριο λειτούργησε και στον αγώνα για τις
εικόνες. Η σχέση με τον Χριστό συνιστά την προτεραιότητα, αυτή αποτελεί
τον θησαυρό της πίστεως, γι᾽ αυτό και κάθε τι άλλο υποβαθμίζεται η
απορρίπτεται ως ανάξιο λόγου. Κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου
«ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλ. 3, 8).
Από
την άποψη αυτή, καταλαβαίνουμε και το γιατί στην πίστη μας δεν βρήκαν
καθόλου χώρο να παγιωθούν οι όποιες, κατά καιρούς, τάσεις παρουσιάστηκαν
ιδεολογοποιήσεως της Ορθοδοξίας η κατανόησής της με τρόπο φανατικό και
ζηλωτικό. Διότι και η ιδεολογία και ο φανατισμός και ο ζηλωτισμός
διαγράφουν εντελώς και διαμιάς τη ζωντανή σχέση με τον Κύριο: στην μεν
ιδεολογία ο πιστός εγκλωβίζεται σε μία διανοητικού τύπου
θρησκευτικότητα, στον δε φανατισμό και ζηλωτισμό συμφύρεται με τα
ταραγμένα του συναισθήματα. Και στις δύο περιπτώσεις ελλείπει ασφαλώς η
αγάπη, συνεπώς ο ίδιος ο Θεός. «Ο γαρ Θεός αγάπη εστί» (Α´ Ιωάν. 4,
16).
Κι
ακριβώς αυτό προβάλλει πάνω από όλα η Κυριακή της Ορθοδοξίας με την
αναστήλωση των εικόνων, γεγονός που συνιστά και την πρόκληση για να
μετρήσουμε και τις δικές μας ορθόδοξες αντοχές: το πόσο έχουμε αποδεχτεί
τη σάρκωση του Θεού Λόγου μέσα στο ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία, το
πόσο, δηλαδή, λειτούργησε ο ερχομός του Χριστού για να ξαναβρούμε τον
αυθεντικό εαυτό μας. Και αυθεντικός εαυτός δεν είναι άλλος από την
αποκαταστημένη εικόνα του Θεού μέσα μας, η οποία λειτουργεί σωστά, όταν
πορεύεται πάνω στις ράγες της αγάπης.
Με
άλλα λόγια, η Κυριακή της Ορθοδοξίας εορτάζεται όπως πρέπει, όταν μας
βρίσκει να ζούμε ως ο Χριστός επί της γης, έχοντας ως γνώρισμά μας την
αγάπη Εκείνου προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο. Η ύπαρξη της αγάπης
είναι αυτή που αποκαλύπτει τον βαθμό της ορθοδοξίας μας και όχι βεβαίως
οι εξεζητημένες κραυγές και κινήσεις μας, καθώς πολύ ορθά έχει ειπωθεί.
Από την άποψη αυτή, αυτό που προβάλλει η εορτή της Ορθοδοξίας είναι το
του Αποστόλου «αληθεύοντες εν αγάπη» (Εφ. 4, 15). Πατάμε στέρεα πάνω
στην αλήθεια της παράδοσης του Χριστού και των Αποστόλων και φανερώνουμε
το στέρεο αυτό πάτημά μας με το βίωμα της αγάπης μας. Αλήθεια και αγάπη
συνυπάρχουν στην πορεία της Εκκλησίας μας και συνεπώς η έκπτωση της
μίας εκ των δύο διαστρέφει και τις δύο.
Αγαπητοί
μου αδελφοί, σε μία εποχή σαν τη σημερινή, όπου πάμπολλοι
παραμορφωτικοί φακοί υπάρχουν που διαστρεβλώνουν την αλήθεια, ακόμη και
μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, η Κυριακή της Ορθοδοξίας, για μία ακόμη
φορά, έρχεται με την ανάμνηση της αναστήλωσης των εικόνων να μας
υπενθυμίσει την παρουσία του Θεού μας με την κατά σάρκα Γέννησή Του και
το μεγαλείο μας ως ανθρώπων, δηλαδή την αναμόρφωση της εικόνας Του μέσα
μας, την ίδια τη θέωσή μας.
Χρόνια Πολλά και Ευλογημένα
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ