Γράφει ο Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Ἐπειδὴ πολλοὶ ἀνενημέρωτοι πιστοὶ ρωτοῦν: Τί κακὸ ὑπάρχει στὸν λεγόμενο Οἰκουμενισμό; Γιατὶ μιλοῦν μερικοὶ γιὰ παναίρεση καὶ μολυσμό καὶ γιατὶ κατηγοροῦνται οἱ Ἐπίσκοποι καὶ οἱ Ἱερεῖς (ποὺ δὲν ἀπομακρύνονται ἀπο τοὺς Οἰκουμενιστές), μιᾶς καὶ ἡ ὅλη αὐτὴ ἡ κίνηση ἐπιβάλεται ἀπὸ τὶς σημερινὲς συνθῆκες, κρίνεται ἀναγκαῖο νὰ παρατεθοῦν οἱ παρακάτω διαπιστώσεις ἀναφορικὰ μὲ τὸν χαρακτῆρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ:
Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι:
Θεομάχος, ἀφοῦ ἀπαιτεῖ κατανόηση γιὰ τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ ἀναγνωρίζει στὶς αἱρέσεις
καὶ στὶς διαφορετικὲς θρησκεῖες συμμετοχὴ στὸ σωτηριακὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, μερικὲς
μάλιστα τὶς ὀνομάζει παρανόμως ἀβρααμικές. Κατὰ τὸν Παῦλο ὅμως οἱ τῆς Πίστεως οὗτοι
υἱοὶ Ἀβραὰµ κληθήσονται (πρὸς Γαλ. 3,7). «οἱ ἐκ πίστεως, οὗτοί εἰσιν
υἱοὶ Ἀβραάμ».
Χριστομάχος, ἀφοῦ κατὰ τὴν Ζηζιούλεια «θεολογία» ἀναγνωρίζεται πρωτεῖο στὸν Πατέρα, τὸ
ὁποῖο ὑποβιβάζει αὐτομάτως τὸ Υἱόν. Τὸν ὑποβιβασμὸ αὐτὸν προσπάθησαν νὰ ἐπιβάλουν
καὶ ὁ Ἀρειανισμός καὶ ὁ Νεστοριανισμός. Παράλληλα, ἀφοῦ ἀναγνωρίζουν τοὺς
Μονοφυσίτες ὡς Ἐκκλησίες, ἀναγνωρίζουν καὶ τὴν αἵρεσή τους -περὶ μίας φύσεως τοῦ
Χριστοῦ- ὡς δόγμα ἐρχόμενοι εἰς ἀντίθεση μὲ τὸ Ὀρθόδοξο Δόγμα Πίστεως.
Πνευματομάχος, ἀφοῦ ἀναγνωρίζει τοὺς Παπικοὺς παρὰ τὸ «φιλιόκβε» ὡς Ἐκκλησία καὶ τοὺς ἀποδίδει
ἱερωσύνη καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή.
Τριαδιομάχος, ἀφοῦ μὲ τὸ «πρωτεῖο τοῦ Πατρός» ὑποβιβάζονται ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Παράλληλα διδάσκουν, ὅτι «ἡ κοινωνία τῶν Τριῶν Προσώπων γίνεται ἑνότητα μόνο σὲ
ἕνα πρόσωπο, τὴν ὑπόσταση τοῦ Πατρός» (Συνοδικός θεσμός, Θεολογία 2/2009, σελ.
32). Αὐτὴ ἡ διδασκαλία εἶναι παντελῶς ἀντιορθόδοξη.
Ἐκκλησιομάχος, ἀφοῦ μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς Θεωρία τῶν Κλάδων, τῆς Θεωρίας τῆς
Περιεκτικότητας, καὶ μὲ τὰ πολλὰ σὲ διακηρύξεις ὑπογραφθέντα κείμενα ἀναγνωρίζονται
πολλὲς Ἐκκλησίες ἀντὶ γιὰ μία καὶ ἀκυρώνεται ἡ ἀρνητικὴ ἀπάντηση στὸ ρητορικὸ ἐρώτημα
«μεμέρισται ὁ Χριστός;» (Α Κορ. 1,13). Συγχρόνως ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς
ἀπόψεις περὶ ἐπανίδρυσης τῆς Ἐκκλησίας,
πράγμα ποὺ τοὺς ἀναδεικνύει πάλι καὶ ὡς Χριστομάχους.
πράγμα ποὺ τοὺς ἀναδεικνύει πάλι καὶ ὡς Χριστομάχους.
Θεοτοκομάχος, ἀφοῦ οἱ Οἰκουμενιστὲς συμπροσεύχονται μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀρνοῦνται τὴν Παρθενίαν
καὶ τὴν ὀνομασία «Θεοτόκος» τῆς Παναγίας μας ἢ ποὺ διδάσκουν, ὅπως οἱ Παπικοί, διδασκαλίες περὶ «ἀσπίλου συλλήψεως» τῆς Θεοτόκου.
Εἰκονομάχος, ἀφοῦ συμπροσεύχεται καὶ ἀναγνωρίζει ὡς «Ἐκκλησία» αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ὡς «ἅγιο»
τὸν Καρλομάγνο, ποὺ κατεδίκασε τὴν 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ αὐτοὺς
ποὺ ἀρνοῦνται τὴν θεολογία καὶ τὴν τιμὴ τῶν εἰκόνων.
Ἁγιομάχος, ἀφοῦ ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος στὴν προσφώνησή του, κατὰ τὴν θρονικὴ ἑορτὴ τοῦ Πατριαρχείου στὶς 30/11/1998
πρὸς τὴν παπικὴ ἀντιπροσωπεία ἰσχυρίστηκε ὅτι «Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχὴ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χείρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ.
πρὸς τὴν παπικὴ ἀντιπροσωπεία ἰσχυρίστηκε ὅτι «Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχὴ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χείρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ.
Κανονομάχος, ἀφοῦ πάλι ὁ Πατριάρχης χαρακτήρισε τοὺς Κανόνες ὡς «τείχη τοῦ αἴσχους»
ποὺ πρέπει νὰ διαγραφθοῦν καὶ οἱ οἰκουμενιστὲς ἐπίσκοποι τοὺς καταπατοῦν καὶ τοὺς
ἐρμηνεύουν κατὰ τὸ δοκοῦν.
Μυστηριομάχος, ἀφοῦ ἀναγνωρίζει μυστήρια, ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ βάπτισμα στοὺς αἱρετικούς.
Λειτουργομάχος, ἀφοῦ προωθεῖ ἀλλαγὲς καὶ ἀλλοιώσεις στὴν Θεία Λειτουργία καὶ στὴν
γλώσσα της.
Ἐπισκοπομάχος, ἀφοῦ ἀθετεῖ τὸν πραγματικὸ ρόλο τοῦ Ἐπισκόπου ὡς ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον
τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀληθείας, τὸν ἀναδεικνύει ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας,
παραμερίζοντας τὸν Χριστὸ καὶ ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας ἄνευ τοῦ Ἐπισκόπου,
ἀκόμα καὶ ἂν αὐτὸς εἶναι αἱρετικός.
Ποιμνιομάχος, ἀφοῦ ἀποκλείει τὸ ποίμνιο ἀπὸ τὸν ρόλο του στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ὑποβιβάζει
σὲ ἐπίπεδο «εὐσεβῶν βοῶν», τοῦ ἀφαιρεῖ τὸ δίκαίωμα τοῦ ἐλέγχειν σὲ θέματα
πίστεως καὶ ἀπαιτεῖ συμπόρευση στὴν αἵρεση.
Ἀνθρωπομάχος, ἀφοῦ ἀποκρύπτοντας καὶ παραχαράσσοντας τὴν Μίαν καὶ μοναδικὴ Ἀλήθεια τοῦ
Χριστοῦ, ἀποκλείει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ σωτηριολογικὸ ἔργο Του καὶ τοὺς
διδάσκει τὴν ὁδὸ τῆς ἀπωλείας.
Τέλος, ἐπειδὴ ὑπάρχει καὶ τὸ ἐρώτημα, ἐφ’ ὅσον δὲν διδάσκουν ὅλοι οἱ
Ἐπίσκοποι τὸν Οἰκουμενισμό, μάλιστα μερικοὶ τὸν καταδικάζουν, ἄρα γιατὶ
τοὺς καταδικάζουμε, ἡ ἀπάντηση εἶναι: Διότι γιὰ διάφορους λόγους καὶ
ἐνάντια στὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων σιωποῦν καὶ δὲν κατονομάζουν, δὲν
ἐφαρμόζουν τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων καὶ τὴν
προστασία τοῦ ποιμνίου τοῦ Θεοῦ ἀπ’ αὐτήν, συλλειτουργοῦν μὲ αὐτοὺς ποὺ
κατηγοροῦν ὡς αἱρετικούς, συγκαταβαίνουν στὴν πραγματοποίηση τῶν
παραπάνω κατηγοριῶν, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ ἐμπαιγμὸ τοῦ Ὑψίστου καὶ
συμβάλλουν στὴν κατοχύρωση καὶ καθιέρωση τῆς αἱρέσεως· αὐτή τους ἡ στάση
καθιστᾶ καὶ τοὺς ἴδιους συμμέτοχους στὴν αἵρεση.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου