Κάθε ἐχέφρων Νεοέλληνας, ὅταν μετρᾶ τὶς κυβερνήσεις στὰ μεταπολεμικὰ χρόνια, σίγουρα δὲν θὰ λογαριάση καὶ τοὺς Τσιπραίους γιὰ κρατοῦντες σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο
Βέβαια, δὲν εἶναι ἐποχὴ θερισμοῦ. Θεριστὴς στὶς μεσογειακὲς χῶρες
ὀνομάζεται ὁ Ἰούνιος μήνας καὶ ὁ Ἰούλιος ἁλωνάρης. Ἡ παλιακὴ μάννα, ποὺ
δὲν γνώριζε τὰ ὀνόματα τῶν μηνῶν, τοὺς χαρακτήριζε ἀπὸ τὴν ἐργασία ποὺ
ἔκαναν.
− Πότε γεννήθηκα, μάννα;
− Τὸν θεριστὴ, παιδί μου.
Ἂν καὶ Μάρτιος μήνας λοιπόν, θὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν θεριστὴ καὶ τὸ δρεπάνι σ᾽ αὐτὴν τὴν μικρὴ προσλαλιὰ. Ἄλλωστε, καὶ ὁ Χριστός, ὅταν πείνασε καὶ πλησίασε τὴν συκιὰ καὶ δὲν βρῆκε σῦκα, γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν ὑπάρχουν σῦκα. Δὲν τὸν ἔμελε τὸν Χριστὸ γιὰ τὴν ἀκαρπία τῆς συκιᾶς, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀκαρπία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἄφησε σ᾽ αὐτὸ τὸ ὄμορφο δένδρο μία ἄσχημη εὐχή.
Ἂς προσγειωθοῦμε τώρα σιγά-σιγὰ στὴν πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὶς φάσεις τῆς σελήνης καὶ τοῦ ἡλίου.
Ὁ γύφτος, ὅταν μετρᾶ τοὺς μῆνες τοῦ χρόνου, ἀπὸ τὸν Μάρτιο πηδᾶ στὸν Μάϊο. Καὶ τὸν ρωτᾶς:
− Γιατί ὄχι καὶ τὸν Ἀπρίλιο;
− Γιατὶ αὐτὸν τὸν μῆνα φύσηξε κάποτε τόσο δυνατά, ποὺ μᾶς κατέστρεψε τὰ τσαντήρια.
Ἔτσι καὶ κάθε ἐχέφρων Νεοέλληνας, ὅταν μετρᾶ τὶς κυβερνήσεις στὰ μεταπολεμικὰ χρόνια, σίγουρα δὲν θὰ λογαριάση καὶ τοὺς Τσιπραίους γιὰ κρατοῦντες σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο (χωρὶς νὰ λησμονοῦμε βέβαια ὅτι δὲν ὑπῆρξε καλύτερη καὶ ἡ συμπεριφορὰ τῶν προαπελθόντων μακαριστῶν κυβερνήσεων).
Ὁ ἔμπειρος θεριστὴς τὸ δρεπάνι ποὺ βαστᾶ γιὰ νὰ θερίση στάχυα στὸν εὔφορο κάμπο −ὅπου μάλιστα σήμερα μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήση καὶ τὸ τρακτέρ− δὲν τὸ βάζει καὶ στὰ μπαΐρια καὶ στὶς πλαγιές. Καὶ ὁ σωστὸς καὶ λογικὸς κυβερνήτης δὲν μπορεῖ νὰ βάλη τοὺς ἴδιους φόρους σὲ ὅλους τοὺς πολίτες καὶ σὲ ὅλες τὶς περιοχές.
Ἐμεῖς μένουμε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Σ᾽ αὐτὸν τὸν ἅγιο τόπο, ἄλλα μοναστήρια εὐτύχησαν νὰ κληρονομήσουν κάμπους καὶ πεδιάδες καὶ ἄλλα κατάξερα μπαΐρια. Ἔτσι, κάποια −δόξα τῷ Θεῷ− ἔχουν τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἐνῶ ἄλλα βιοπορίζονται καὶ καλύπτουν τὶς χρεῖες τους ἀπὸ ἐλεημοσύνες τῶν ἀνθρώπων. Ὅλα αὐτὰ τὰ καθιδρύματα ἀνήκουν στὴν ἐλευθερωμένη Ἑλλάδα. Ὁ ἐκπρόσωπος τῆς πολιτείας, ποὺ λέγεται πολιτικὸς διοικητής, γνωρίζει τὰ τοῦ Ὄρους καὶ μπορεῖ νὰ ἐπιστήση τὴν προσοχὴ τῶν κρατούντων, ποῦ μποροῦν νὰ βάλουν δρεπάνι καὶ ποῦ πρέπει νὰ τὸ ἀφήσουν κάτω.
Τὸ Ὄρος ἔζησε χίλια χρόνια, γιατὶ ὅλοι οἱ κρατοῦντες φέρθηκαν διακριτικὰ καὶ θυσίασαν πολλὰ συμφέροντα, γιὰ νὰ κρατηθῆ καὶ νὰ συμπληρώση πολλὲς χιλιετίες.
Ὁ νησιώτης ἀγρότης, προτοῦ ἀρχίσει τὸ θέρο, ἔκανε μιὰ βόλτα στὰ χωράφια ποὺ εἶχε σπαρτά. Κι ὅταν γύριζε τὸ βράδυ, ἔλεγε στὴν κυρά του:
− Δυστυχῶς, στὰ τάδε καὶ τάδε χωράφια δὲν μποροῦμε νὰ βάλουμε δρεπάνι· δὲν σηκώθηκε τὸ στάρι.
Ἐὰν ὑπάρχη καὶ αὐτὴ ἡ ἐλάχιστη σύνεση τοῦ νησιώτη ἀγρότη στοὺς κρατοῦντες, ἂς τὸ ἐννοήσουνε πὼς μὲ τὸ ἴδιο δρεπάνι δὲν μποροῦνε νὰ θερίσουν ἀπὸ ὅλους τοὺς τόπους.
Ἔπειτα, τὸ κάθε μοναστήρι εἶναι μία ξεχωριστὴ Κοινότητα. Καὶ στὴν πιὸ μικρὴ Κοινότητα τὸ κράτος δίνει μιὰ ἐνίσχυση. Ἐδῶ τίποτα. Καὶ γιὰ φύλακες νὰ μᾶς ἔχη, πρέπει νὰ λογαριάζη ὅτι καὶ νερὸ θέλουμε καὶ δρόμους χρειαζόμαστε καὶ φῶς θέλουμε καὶ διατροφὴ προσδοκοῦμε. Κι ἐμεῖς ἐδῶ δεχόμαστε θεομηνίες καὶ ἄσχημες καιρικὲς συνθῆκες ποὺ καταστρέφουν τὰ πάντα. Ἡ δύστυχη Ἑλλαδίτσα περίμενε νὰ συμβάλη ἡ ἄθεη Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, γιὰ νὰ ἀναστηλωθῆ αὐτὴ ἡ πόλη ποὺ εἶναι πάνω ἀπ᾽ ὅλες τὶς πόλεις τοῦ κόσμου, τὸ Ἅγιον Ὄρος. Καθόλου ὅμως δὲν σκέπτεται ὅτι ὅλα αὐτὰ ἐδῶ τὰ οἰκοδομήματα δέχονται πολλὲς φθορὲς καὶ ζημιὲς καὶ ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ ἀπὸ τὶς κακὲς καιρικὲς συνθῆκες, καὶ ἔχουν κάθε χρόνο ἀνάγκη συντήρησης, γιὰ νὰ μὴν εἶναι τὰ ἔσχατά τους χείρονα τῶν πρώτων.
Ἔκκληση ποιῶ ὄχι στὰ μυαλὰ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ στὴν καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων ποὺ σέβονται καὶ εὐλαβοῦνται αὐτὸν τὸν ἅγιο τόπο, νὰ μαζέψουν οἱ θεριστὲς τὰ χέρια καὶ τὰ δρεπάνια, γιατὶ θὰ πῶ στοὺς θεριστές: «Ἐσεῖς κακὸ χειρόβολο κι ἐγὼ κακὸ δεμάτι».
Οἱ ψαράδες σήμερα ἔχουνε βυθόμετρο, τὸ ὁποῖο τοὺς ἐπισημαίνει τοὺς ψαρότοπους. Ἂν δὲν διαθέτετε, ἀξιότιμοι κύριοι ὑπουργοί, μάτια νὰ διακρίνετε τὰ χωράφια ποὺ θερίζονται, τοὐλάχιστον χρησιμοποιῆστε τοῦ ψαρᾶ τὸ βυθόμετρο, γιὰ νὰ ξέρετε ποῦ θὰ κάνετε καλάδες. Κι ἐσᾶς τὸ δίχτυ σας νὰ γεμίση κι ἐμᾶς νὰ μὴ μᾶς ἀφανίση καὶ νὰ μὴ μᾶς κατακλύση ὁ γογγυσμὸς καὶ ποῦμε τὴν εὐχὴ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὴν ἄκαρπη συκῆ: «Νὰ ξεραθῆς καὶ εἰς τὸν αἰῶνα καρπὸ νὰ μὴ δώσης».
− Πότε γεννήθηκα, μάννα;
− Τὸν θεριστὴ, παιδί μου.
Ἂν καὶ Μάρτιος μήνας λοιπόν, θὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν θεριστὴ καὶ τὸ δρεπάνι σ᾽ αὐτὴν τὴν μικρὴ προσλαλιὰ. Ἄλλωστε, καὶ ὁ Χριστός, ὅταν πείνασε καὶ πλησίασε τὴν συκιὰ καὶ δὲν βρῆκε σῦκα, γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν ὑπάρχουν σῦκα. Δὲν τὸν ἔμελε τὸν Χριστὸ γιὰ τὴν ἀκαρπία τῆς συκιᾶς, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀκαρπία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἄφησε σ᾽ αὐτὸ τὸ ὄμορφο δένδρο μία ἄσχημη εὐχή.
Ἂς προσγειωθοῦμε τώρα σιγά-σιγὰ στὴν πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὶς φάσεις τῆς σελήνης καὶ τοῦ ἡλίου.
Ὁ γύφτος, ὅταν μετρᾶ τοὺς μῆνες τοῦ χρόνου, ἀπὸ τὸν Μάρτιο πηδᾶ στὸν Μάϊο. Καὶ τὸν ρωτᾶς:
− Γιατί ὄχι καὶ τὸν Ἀπρίλιο;
− Γιατὶ αὐτὸν τὸν μῆνα φύσηξε κάποτε τόσο δυνατά, ποὺ μᾶς κατέστρεψε τὰ τσαντήρια.
Ἔτσι καὶ κάθε ἐχέφρων Νεοέλληνας, ὅταν μετρᾶ τὶς κυβερνήσεις στὰ μεταπολεμικὰ χρόνια, σίγουρα δὲν θὰ λογαριάση καὶ τοὺς Τσιπραίους γιὰ κρατοῦντες σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο (χωρὶς νὰ λησμονοῦμε βέβαια ὅτι δὲν ὑπῆρξε καλύτερη καὶ ἡ συμπεριφορὰ τῶν προαπελθόντων μακαριστῶν κυβερνήσεων).
Ὁ ἔμπειρος θεριστὴς τὸ δρεπάνι ποὺ βαστᾶ γιὰ νὰ θερίση στάχυα στὸν εὔφορο κάμπο −ὅπου μάλιστα σήμερα μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήση καὶ τὸ τρακτέρ− δὲν τὸ βάζει καὶ στὰ μπαΐρια καὶ στὶς πλαγιές. Καὶ ὁ σωστὸς καὶ λογικὸς κυβερνήτης δὲν μπορεῖ νὰ βάλη τοὺς ἴδιους φόρους σὲ ὅλους τοὺς πολίτες καὶ σὲ ὅλες τὶς περιοχές.
Ἐμεῖς μένουμε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Σ᾽ αὐτὸν τὸν ἅγιο τόπο, ἄλλα μοναστήρια εὐτύχησαν νὰ κληρονομήσουν κάμπους καὶ πεδιάδες καὶ ἄλλα κατάξερα μπαΐρια. Ἔτσι, κάποια −δόξα τῷ Θεῷ− ἔχουν τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἐνῶ ἄλλα βιοπορίζονται καὶ καλύπτουν τὶς χρεῖες τους ἀπὸ ἐλεημοσύνες τῶν ἀνθρώπων. Ὅλα αὐτὰ τὰ καθιδρύματα ἀνήκουν στὴν ἐλευθερωμένη Ἑλλάδα. Ὁ ἐκπρόσωπος τῆς πολιτείας, ποὺ λέγεται πολιτικὸς διοικητής, γνωρίζει τὰ τοῦ Ὄρους καὶ μπορεῖ νὰ ἐπιστήση τὴν προσοχὴ τῶν κρατούντων, ποῦ μποροῦν νὰ βάλουν δρεπάνι καὶ ποῦ πρέπει νὰ τὸ ἀφήσουν κάτω.
Τὸ Ὄρος ἔζησε χίλια χρόνια, γιατὶ ὅλοι οἱ κρατοῦντες φέρθηκαν διακριτικὰ καὶ θυσίασαν πολλὰ συμφέροντα, γιὰ νὰ κρατηθῆ καὶ νὰ συμπληρώση πολλὲς χιλιετίες.
Ὁ νησιώτης ἀγρότης, προτοῦ ἀρχίσει τὸ θέρο, ἔκανε μιὰ βόλτα στὰ χωράφια ποὺ εἶχε σπαρτά. Κι ὅταν γύριζε τὸ βράδυ, ἔλεγε στὴν κυρά του:
− Δυστυχῶς, στὰ τάδε καὶ τάδε χωράφια δὲν μποροῦμε νὰ βάλουμε δρεπάνι· δὲν σηκώθηκε τὸ στάρι.
Ἐὰν ὑπάρχη καὶ αὐτὴ ἡ ἐλάχιστη σύνεση τοῦ νησιώτη ἀγρότη στοὺς κρατοῦντες, ἂς τὸ ἐννοήσουνε πὼς μὲ τὸ ἴδιο δρεπάνι δὲν μποροῦνε νὰ θερίσουν ἀπὸ ὅλους τοὺς τόπους.
Ἔπειτα, τὸ κάθε μοναστήρι εἶναι μία ξεχωριστὴ Κοινότητα. Καὶ στὴν πιὸ μικρὴ Κοινότητα τὸ κράτος δίνει μιὰ ἐνίσχυση. Ἐδῶ τίποτα. Καὶ γιὰ φύλακες νὰ μᾶς ἔχη, πρέπει νὰ λογαριάζη ὅτι καὶ νερὸ θέλουμε καὶ δρόμους χρειαζόμαστε καὶ φῶς θέλουμε καὶ διατροφὴ προσδοκοῦμε. Κι ἐμεῖς ἐδῶ δεχόμαστε θεομηνίες καὶ ἄσχημες καιρικὲς συνθῆκες ποὺ καταστρέφουν τὰ πάντα. Ἡ δύστυχη Ἑλλαδίτσα περίμενε νὰ συμβάλη ἡ ἄθεη Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, γιὰ νὰ ἀναστηλωθῆ αὐτὴ ἡ πόλη ποὺ εἶναι πάνω ἀπ᾽ ὅλες τὶς πόλεις τοῦ κόσμου, τὸ Ἅγιον Ὄρος. Καθόλου ὅμως δὲν σκέπτεται ὅτι ὅλα αὐτὰ ἐδῶ τὰ οἰκοδομήματα δέχονται πολλὲς φθορὲς καὶ ζημιὲς καὶ ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ ἀπὸ τὶς κακὲς καιρικὲς συνθῆκες, καὶ ἔχουν κάθε χρόνο ἀνάγκη συντήρησης, γιὰ νὰ μὴν εἶναι τὰ ἔσχατά τους χείρονα τῶν πρώτων.
Ἔκκληση ποιῶ ὄχι στὰ μυαλὰ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ στὴν καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων ποὺ σέβονται καὶ εὐλαβοῦνται αὐτὸν τὸν ἅγιο τόπο, νὰ μαζέψουν οἱ θεριστὲς τὰ χέρια καὶ τὰ δρεπάνια, γιατὶ θὰ πῶ στοὺς θεριστές: «Ἐσεῖς κακὸ χειρόβολο κι ἐγὼ κακὸ δεμάτι».
Οἱ ψαράδες σήμερα ἔχουνε βυθόμετρο, τὸ ὁποῖο τοὺς ἐπισημαίνει τοὺς ψαρότοπους. Ἂν δὲν διαθέτετε, ἀξιότιμοι κύριοι ὑπουργοί, μάτια νὰ διακρίνετε τὰ χωράφια ποὺ θερίζονται, τοὐλάχιστον χρησιμοποιῆστε τοῦ ψαρᾶ τὸ βυθόμετρο, γιὰ νὰ ξέρετε ποῦ θὰ κάνετε καλάδες. Κι ἐσᾶς τὸ δίχτυ σας νὰ γεμίση κι ἐμᾶς νὰ μὴ μᾶς ἀφανίση καὶ νὰ μὴ μᾶς κατακλύση ὁ γογγυσμὸς καὶ ποῦμε τὴν εὐχὴ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὴν ἄκαρπη συκῆ: «Νὰ ξεραθῆς καὶ εἰς τὸν αἰῶνα καρπὸ νὰ μὴ δώσης».