Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων
(5, 34-38):
«Ἀναστὰς δέ τις ἐν τῷ συνεδρίῳ Φαρισαῖος ὀνόματι
Γαμαλιήλ, νομοδιδάσκαλος τίμιος παντὶ τῷ λαῷ, ἐκέλευσεν ἔξω βραχύ τι τοὺς ἀποστόλους
ποιῆσαι, εἶπέ τε πρὸς αὐτούς· ἄνδρες Ἰσραηλῖται, προσέχετε ἑαυτοῖς ἐπὶ τοῖς ἀνθρώποις
τούτοις τί μέλλετε πράσσειν. πρὸ γὰρ τούτων τῶν ἡμερῶν ἀνέστη Θευδᾶς, λέγων εἶναί
τινα ἑαυτόν, ᾧ προσεκλίθη ἀριθμὸς ἀνδρῶν ὡσεὶ τετρακοσίων· ὃς ἀνῃρέθη, καὶ πάντες
ὅσοι ἐπείθοντο αὐτῷ διελύθησαν καὶ ἐγένοντο εἰς οὐδέν. Μετὰ τοῦτον ἀνέστη Ἰούδας
ὁ Γαλιλαῖος ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ἀπογραφῆς καὶ ἀπέστησε λαὸν ἱκανὸν ὀπίσω αὐτοῦ·
κἀκεῖνος ἀπώλετο, καὶ πάντες ὅσοι ἐπείθοντο αὐτῷ διεσκορπίσθησαν. καὶ τὰ νῦν
λέγω ὑμῖν, ἀπόστητε ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τούτων καὶ ἐάσατε αὐτούς· ὅτι ἐὰν ᾖ ἐξ ἀνθρώπων
ἡ βουλὴ αὕτη ἢ τὸ ἔργον τοῦτο, καταλυθήσεται· εἰ δὲ ἐκ Θεοῦ ἐστιν, οὐ δύνασθε
καταλῦσαι αὐτό, μή ποτε καὶ θεομάχοι εὑρεθῆτε. ἐπείσθησαν δὲ αὐτῷ».
Βλέπουμε στὸ
κεφάλαιο αὐτὸ τοὺς Φαρισαίους νὰ συνδιαλέγονται, γιὰ τὸ ἂν πρέπει νὰ διώξουν τοὺς
Ἀποστόλους καὶ τελικὰ νὰ παίρνουν τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν τὸ κάνουν, γιατὶ ὑπῆρχε ἡ
πιθανότητα ἢ οἱ Ἀπόστολοι νὰ ἐξαφανιστοῦν ἀπὸ μόνοι τους ἢ οἱ ἴδιοι νὰ ἀποδειχθοῦν
θεομάχοι. Καὶ μόνο αὐτὴ ἡ εἰκασία τῆς θεομαχίας ἦταν ἀρκετὴ νὰ σταματήσει ἀκόμα
καὶ αὐτοὺς τοὺς Φαρισαίους.
Ὄχι ὅμως τοὺς Οἰκουμενιστὲς
σφετεριστὲς τῶν δεσποτικῶν θρόνων καὶ τῶν δουλικῶν αὐλικῶν τους. Αὐτοὺς οὔτε κἂν
ὁ φόβος, ὅτι μπορεῖ νὰ ἀντιμάχονται τὸν Θεό, δὲν τοὺς σταματάει. Ἴσα ἴσα τοὺς
κάνει ἀκόμα πιὸ ἐριστικούς, πιὸ ἐπιθετικούς, πιὸ ἀσεβεῖς, πιὸ θεομάχους καὶ ἀπὸ
τοὺς Φαρισαίους. Αὐτὴ ἡ μανία νὰ καθυποτάξουν καὶ νὰ ἐξαφανίσουν κάθε φωνὴ καὶ
πράξη ἀντίδρασης τοῦ ἀσεβοῦς ἔργου τους ἀποτελεῖ καὶ καταφανὴ ἀπόδειξη τῆς αἱρέσεως
καὶ τῶν κακοδοξιῶν τους, τοῦ ψεύδους καὶ τῆς διπροσωπείας τους, τῆς ἰδιοτέλειας
καὶ τῆς ἔπαρσής τους, τῆς ξεκάθαρης ἀφιλαδελφίας τους .
Ὅπως ὅλους τοὺς αἱρετικοὺς
τοῦ παρελθόντος, κάθε ἀντίδραση τοὺς κάνει νὰ ὀδύρονται ἀναλογιζόμενοι, ὅτι εἶναι
αὐθάδεια χειρίστου εἶδους νὰ ὑπάρχουν ἀκόμα Χριστιανοί, ποὺ ἀντιτίθενται στὰ ἑωσφορικὰ
σχέδιά τους. Διώχνουν μοναχοὺς ἀπὸ τὰ μοναστήρια, ἱερεῖς ἀπὸ τοὺς ναούς, ἀφορίζουν
καὶ ἀνακηρύττουν ἀποσυνάγωγους λαϊκούς, μοιράζουν ἀπλόχερα ἐπιτίμια, ἀκοινωνησία,
ἀνακηρύττουν, ὅποιον ἀναδείξει τὴν παναίρεσή τους, δικτατορικὰ ἐκτὸς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζοντας
παράλληλα τοὺς αἱρετικοὺς «ἐντός». Ἀδιαφοροῦν ἂν κάποιος τὰ ἄφησε ὅλα γιὰ νὰ
μπεῖ στὸ μοναστῆρι, ἄν ἀπαρνῆθηκε τὰ κοσμικὰ γιὰ νὰ γίνει ἱερέας τοῦ Ὑψίστου, ἂν
ἔχουν γυναῖκες καὶ παιδιὰ νὰ θρέψουν ἐν μέσῳ κρίσεως.
Ἡ μάσκα τῆς «ἀγάπης»
καὶ τοῦ «διαλόγου» ποὺ φοροῦν στὶς οἰκουμενιστικὲς καὶ πολιτιστικὲς ἐκδηλώσεις
πέφτει καὶ ἐμφανίζεται τὸ ἀπὸ ἔπαρση, ὀργὴ καὶ μῖσος παραμορφωμένο πρόσωπό
τους. Ἕνα πρόσωπο ποὺ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὸν ρόλο τους ὡς «τύπος Χριστοῦ».
Ἡ συνεχὴς ἐπαφή τους μὲ παπικοὺς καὶ προτεστᾶντες τοὺς μόλυνε, κατὰ τὴν
διδασκαλία τῶν Ἁγίων, καὶ τοὺς μεταμόρφωσε σὲ Πάπες καὶ ἱεροεξεταστές.
Μὲ προφασιολογικὴ
ψευδὴς εὐλάβεια, μὲ ἀλαζονικὴ καὶ νοησιαρχικὴ πολυγνωσία θὰ μιλήσουν γιὰ
τὸν Ἅγιο Νικηφόρο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ξεχνώντας, ὅτι ὁ Ἅγιος ἔβαζε τὸν
Ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, ὅταν ἔτρωγε, νὰ κάθεται δεξιά του, ὡς ἔνδειξη τιμῆς,
παρόλο ποὺ ὁ Ἅγιος εἶχε κόψει τὴν μνημόνευσή του.
Θὰ «τιμήσουν» τὸν
Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ξεχνώντας, ὅτι ὁ «ὀρθόδοξος» Πατριάρχης τὸν φυλάκισε καὶ
τὸν καθαίρεσε.
Θὰ
«τιμήσουν» τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή,
ξεχνώντας, ὅτι ὁ «ὀρθόδοξος» Πατριάρχης τὸν φυλάκισε καὶ τὸν καθαίρεσε.
Θὰ
«τιμήσουν» τοὺς Ἁγίους Κολλυβᾶδες
Πατέρες, ξεχνώντας ὅτι «ὀρθόδοξοι» τοὺς ἔδιωξαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Θὰ
«τιμήσουν» τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν
Χρυσόστομο, ξεχνώντας, ὅτι «ὀρθόδοξοι»
Πατριάρχες τὸν φθόνησαν καὶ Ἐπίσκοποι τὸν καθαίρεσαν.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν
μακρυγορῶ θὰ «τιμήσουν» τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας πράττοντας ἀκριβῶς αὐτὰ
ποὺ ἔπραξαν οἱ διῶκτες τῶν Ἁγίων, θέτοντας τὸν ἑαυτόν τους μὲ τὴν μεριὰ τῶν
διωκτῶν.
Ἕνα μόνο ξέχασαν ἢ
δὲν θέλουν νὰ θυμοῦνται: Δὲν πολεμοῦν μεμονωμένα ἄτομα πολεμοῦν τὴν Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ καὶ γι’ αὐτὸ θὰ ἡττηθοῦν.
Εἴθε ὁ
παντελεήμων Θεός νὰ τοὺς συγχωρέσει.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου