Τοῦ Λεοντίου Διονυσίου
«Ἀνησυχητικὴ ἐκκοσμίκευσις. Ἡ σημερινὴ ἀποστολικὴ καὶ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀλλὰ καὶ τὰ τροπάρια τῶν Αἴνων, ἐὰν δὲν ἀποτελοῦν εἶδος μουσειακό, ἐὰν ἡ ἀκρόασίς των δὲν ἀποσκοπῆ εἰς τέρψιν τῆς ἀκοῆς, ἀλλὰ ἐκλαμβάνονται ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ὡς θεία τροφή, ἐκ τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ὁποίων ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ προκαλοῦν φοβερὰ κρίσιν συνειδήσεως εἰς ὅλους καὶ ἰδίως εἰς τοὺς ποιμένας μας.
Συγκεκριμένως:
Α) Ὁ μέγιστος τῶν Ἀποστόλων Παῦλος
δίδει σαφῆ ἐντολὴν πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους: “Προσέχετε ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ”
τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ “ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος”. Καὶ ἀπὸ τί νὰ προσέχουμε Ἅγιε Παῦλε; Ποιὸς
κίνδυνος ὑπάρχει; Διότι (μᾶς ἀπαντᾶ) γνωρίζω “ὅτι εἰσελεύσονται λύκοι βαρεῖς εἰς
ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου… λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν μαθητὰς ὀπίσω
αὐτῶν”: θὰ εἰσέλθουν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ψευδοδιδάσκαλοι ἄγριοι καὶ σκληροί,
δηλαδή, αἱρετικοὶ (Πράξ. κ΄ 28–30).
Β) Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος εἰς τὸ σημερινὸν
Εὐαγγελικὸν ἀνάγνωσμα, ἀφʼ ἑνὸς μὲν παρακαλεῖ τὸν Πατέρα Του ἵνα διαφυλάξη τοὺς
πιστούς, ὥστε νὰ εἶναι ἑνωμένοι διὰ τῆς μιᾶς Πίστεως μεταξύ των καὶ μὲ τὸν
Θεόν, ἀφʼ ἑτέρου δὲ δηλώνει ὅτι, ἐνόσω ἦτο μαζί των εἰς τὸν κόσμον, αὐτὸ τὸ ἔργον
τὸ ἐφρόντιζεν ὁ Ἴδιος: “ὅτε ἤμην μετʼ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ
ὀνόματί σου” καὶ τοὺς “ἐφύλαξα”, ὥστε νὰ μὴ ἀπωλέσουν τὴν πίστιν καὶ τὴν
σωτηρίαν των (Ἰω. ιζ΄ 11–12). Καὶ ἔδωσεν Ἐντολὴν εἰς τοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς
διαδόχους τους Ἐπισκόπους, μὲ τὴν ἰδίαν ἀνύσταχτον φροντίδα νὰ ἐπιμελῶνται τὴν
διατήρησιν τῆς πίστεως, ἀφοῦ μόνον ὅσοι ἔχουν τὴν ἰδίαν πίστιν δύνανται νὰ ἐνωθῶσι
μετʼ Αὐτοῦ καὶ μετὰ τοῦ Θεοῦ Πατρός: “ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ ἐν ἐμοί,
καγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν” καὶ ἐφʼ ὅσον τότε, καὶ μόνον τότε,
εἶναι δυνατὸν νὰ λειτουργήση ἱεραποστολικῶς τὸ κήρυγμα καὶ νὰ προκύψη ὡς ἀγαθὸν
ἀποτέλεσμα ἡ εἰς τὸν Σωτῆρα Χριστὸν ὀρθόδοξος πίστις: “ἵνα ὁ κόσμος πιστεύση ὅτι
σύ μέ ἀπέστειλας” (Ἰω. ιζ΄ 21).
Γ) Αὐτὴν τὴν Χριστοθεϊκὴν Ἐντολὴν ἐφήρμοσεν
ὁ οὐράνιος Παῦλος, οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, οἱ ἅγιοι θεοφόροι Πατέρες, τῶν ὁποίων
σήμερον ἑορτάζομεν τὴν ἱερὰν μνήμην. Ἑνότητα καὶ ἕνωσιν μετὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ
Θεοῦ Πατρὸς εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐπιτευχθῆ (ἄρα καθίσταται ἀνέφικτος καὶ ἡ
σωτηρία), χωρὶς τὴν ἰδίαν πίστιν. Τοῦτο τὸ ἐννόησαν καλῶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Καὶ
διὰ τοῦτο συνέχισαν ἐπιστημονικῶς ἐφαρμόζοντες τὴν ποιμαντικὴν τέχνην τοῦ
Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων, τὴν ὁποίαν πολλοὶ σύγχρονοι διάδοχοί των εἰς τοὺς
θρόνους ἀλλʼ οὐχὶ καὶ εἰς τοὺς τρόπους, ἔχουν ρίψει εἰς τὸν κάλαθον τῶν ἀχρήστων,
ἀρνούμενοι προδοτικῶς τὸν θεῖον ρόλον, ποὺ τοὺς ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός. Καὶ ἀντὶ
νὰ “προσέχουν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ”, ἀντὶ νὰ “φυλάττουν καὶ νὰ “τηροῦν
τοὺς πιστοὺς ἐν τῷ ὀνόματί Του” (δηλαδὴ τὴν ἀκεραία Ὀρθόδοξον πίστιν), ἢ ἔχουν
γίνει οἱ ἴδιοι λύκοι βαρεῖς, ἢ ἔχουν ἐγκαταλείψει τὸ ποίμνιο εἰς τοὺς λύκους.
Ψάλαμε σήμερα εἰς τοὺς Αἴνους: “Ὅλην συλλεξάμενοι, ποιμαντικὴν ἐπιστήμην, καὶ
θυμὸν κινήσαντες, νῦν τὸν δικαιότατον ἐνδικώτατα, τοὺς βαρεῖς ἤλασαν, καὶ
λοιμώδεις λύκους, τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος, ἐκσφενδονήσαντες, τοῦ τῆς Ἐκκλησίας
πληρώματος, …οἱ θεῖοι Ποιμένες, ὡς δοῦλοι γνησιώτατοι Χριστοῦ...”.
Ἐρωτῶμεν μετὰ σεβασμοῦ (ὡς ἁρμόζει εἰς
τὸ ὑψηλὸν ἀξίωμά τους) τοὺς πνευματικούς μας Πατέρες Ἐπισκόπους: Μὲ ποῖον
τρόπον ἐφαρμόζουν ὅλες τὶς ἀνωτέρω ποιμαντικὲς ἐντολὲς καὶ προτροπές; Μετὰ
ποίας ἐπιστημονικῆς ποιμαντικῆς τακτικῆς χρησιμοποιοῦν τὴν παραδεδομένην πεῖραν
αἰώνων (ἣν συνέλεξαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες) ἢ ἐφαρμόζουν
τὴν ἐντολὴν τοῦ αἱρεσιάρχη Πατριάρχη Ἀθηναγόρα και τῶν διαδόχων του ἐν Οἰκουμενισμῷ,
ὅστις ἐσυμβούλευε ἵνα τοποθετήσωμεν εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον (ὡς μουσειακὸν ὑλικὸν
ἀχρείαστον διὰ τὰς ἡμέρας μας)τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας; Ἔχουν ἱερὸν “θυμὸν” (ὡς οἱ ἑορταζόμενοι
σήμερα Πατέρες) κατὰ τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν, ποὺ ἐπὶ δεκαετίες
“λυμαίνονται” τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἢ μήπως, οἱ Ἐπίσκοποί μας (καὶ ἡμεῖς
μαζί τους) οὔτε κἂν γνωρίζουν ποιοὶ εἶναι σήμερα “οἱ λοιμώδεις λύκοι” Οἰκουμενιστές;
(Οἱ ὁποῖοι εἶναι ὡς πρόσωπα ἀγαπητοί, καὶ ὁ ἀγώνας μας εἶναι δυνατὸν νὰ
συμβάλλη καὶ εἰς αὐτῶν τὴν σωτηρία). Ἂν ποιμένες καὶ ποιμαινόμενοι δὲν γνωρίζουν τοὺς αἱρετικούς, τότε
κατὰ ποίων θὰ ἐκσφενδονίσουν τὴν σφενδόνην τοῦ Πνεύματος; Καὶ πῶς, ἐν τοιαύτῃ
περιπτώσει μιμούμεθα καὶ τιμοῦμε τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ποὺ σήμερα ἑορτάζομε; Ἐπιτρέποντες
εἰς τοὺς αἱρετικοὺς νὰ ἁλώνουν τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ συμφυρόμενοι μετʼ αὐτῶν
καὶ τιμῶντες αὐτούς; Ἄς σκεφθοῦμε σοβαρά: Πόσο τίμιοι καὶ εἰλικρινεῖς εἴμεθα μὲ
τοὺς ἑαυτούς μας;
Καὶ ἐπιτέλους, μήπως ἡ ὑποκρισία ἔχει
καὶ τὰ ὅριά της;».