Ὅπως ὁ ἴδιος
σημειώνει:
«η μελέτη αυτή επικεντρώνεται με ουσιαστική ιστορική τεκμηρίωση στα
καίρια σημεία του προβλήματος της εορτολογικής ασυμφωνίας που εμφανίστηκε ανά
τους αιώνες μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Παρουσιάζεται ο τρόπος που
αντιμετωπίστηκε αυτή η ασυμφωνία με αποκορύφωμα το ημερολογιακό Σχίσμα του 1924».
Πιστεύουμε, ὅσοι μελετήσουν τὰ νέα στοιχεῖα ποὺ
παραθέτει ὁ συγγραφέας, νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι τὸ Ἡμερολόγιο, παρ’ ὅτι κακῶς εἰσήχθη,
δὲν ἀποτελεῖ δόγμα, οὔτε ἅπτεται κάποιου δόγματος. Σὲ καιρὸ Παναιρέσεως ἐσχατολογικῆς
(ὅπως ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὁ Οἰκουμενισμός), ὅσοι θέλουν νὰ εἶναι Ὀρθόδοξοι καὶ νὰ
πολεμήσουν τὴν Παναίρεση, πρέπει νὰ εἶναι ἑνωμένοι στὴν Πίστη, ἀφήνοντες μὴ
δογματικὰ θέματα γιὰ ἀργότερα.
«Π.Π.»
«Οὐ
βουλόμεθα ζῆν ψευδολογοῦντες»
Τοῦ κ. Ἰωάννη Ρίζου
Α΄ μέρος
Πρόλογος
Η μελέτη
αυτή, παρ΄ όλο που επιδιώχθηκε να είναι
σύντομη, επικεντρώνεται με ουσιαστική ιστορική τεκμηρίωση στα καίρια σημεία του
προβλήματος της εορτολογικής ασυμφωνίας που εμφανίστηκε ανά τους αιώνες μέσα
στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Παρουσιάζεται ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε αυτή η
ασυμφωνία με αποκορύφωμα το ημερολογιακό
Σχίσμα του 1924.
Αυτή η εργασία δεν άπτεται δευτερογενών και τριτογενών ζητημάτων, τα οποία νομίζω τακτοποιούνται και αξιολογούνται με βάση την παρούσα πρωταρχική και ουσιώδη ανάλυση. Η παρούσα εργασία δεν γράφτηκε για την ενίσχυση της αντιπαράθεσης, αλλά αντιθέτως για την δυνατότητα διευθέτησής της και είναι δεκτική ελέγχου από κάθε ειδικό, ο οποίος θα διαπιστώσει διαφωνία ανάμεσα στα γραφόμενα, την ιστορία και την Πατερική διδασκαλία.
Αυτή η εργασία δεν άπτεται δευτερογενών και τριτογενών ζητημάτων, τα οποία νομίζω τακτοποιούνται και αξιολογούνται με βάση την παρούσα πρωταρχική και ουσιώδη ανάλυση. Η παρούσα εργασία δεν γράφτηκε για την ενίσχυση της αντιπαράθεσης, αλλά αντιθέτως για την δυνατότητα διευθέτησής της και είναι δεκτική ελέγχου από κάθε ειδικό, ο οποίος θα διαπιστώσει διαφωνία ανάμεσα στα γραφόμενα, την ιστορία και την Πατερική διδασκαλία.
Ευχαριστώ
θερμά τον κ. Αδαμάντιο Τσακίρογλου, κλασσικό φιλόλογο, και ιστορικό,
για τα σημαντικά στοιχεία που μου παρείχε αναφορικά με την
πολύ δύσκολη –από άποψη ιστορικών πηγών– χρονική περίοδο του 4ου-6ου
μ.Χ. αιώνα και που εν πολλοίς εμφανίζονται για πρώτη φορά στην ελληνική
βιβλιογραφία.
Ευχαριστώ
θερμά αυτούς που ανήκουν στο παλαιό ημερολόγιο και θέλησαν να με βοηθήσουν,
μπαίνοντας στη θυσία να μου διαθέσουν αξιόλογη βιβλιογραφία απαραίτητη στην
παρούσα έρευνα.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. Πρόλογος
2. Εισαγωγή
3. Τι όρισε η
Α΄ Οικουμενική Σύνοδος
4. Ιουλιανό
και Γρηγοριανό ημερολόγιο
5. Το
Πανορθόδοξο Συνέδριο του 1923
6. Το «άγιο»
Ιουλιανό ημερολόγιο
Πρίν την Α΄ Οικουμενική
Μετά την Α΄ Οικουμενική
Το τέλος της διαμάχης
Συμπεράσματα
7. Ήταν το
πρώτο βήμα του Οικουμενισμού;
8. Οι
Πανορθόδοξοι Σύνοδοι του 1583, 1587,1593
9. Η
αντικανονική απόφαση
10. Η αθέτηση
των Παραδόσεων
11. Επίλογος
© Ιωάννης Ε.
Ρίζος 2017
rzsster@gmail.com, 24630-27005, κιν. 6976786356.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι έκφραση του
αγίου Ομολογητού και Μάρτυρα Ιουστίνου.
Εισαγωγή
Από τα αρχαία χρόνια μέχρι και σήμερα, η εαρινή
ισημερία[1]
συνδέθηκε με ορισμένες θρησκευτικές γιορτές. Σηματοδοτούσε την γιορτή των
Αρχαίων Αιγυπτίων, το "Πισάχ", που στα Αιγυπτιακά σημαίνει διάβαση και
εννοούνταν η διάβαση του Ηλίου από τον
Ισημερινό, σηματοδοτόντας το τέλος του χειμώνα και τον ερχομό της
άνοιξης. Είναι επίσης γιορτή των Εβραίων, το "Πεσάχ" (peshah), που σημαίνει επίσης διάβαση, άλλα
με αυτό οι Εβραίοι γιόρταζαν την διάβαση τους δια της Ερυθράς θαλάσσης και
σηματοδοτούσε την απελευθέρωση του Εβραϊκού λαού από την αιγυπτιακή αιχμαλωσία
και την πορεία τους προς τη Γη της Επαγγελίας.
Είναι και γιορτή των Χριστιανών, το Πάσχα,
που θεωρείται η διάβαση από τον
θάνατο προς την ζωή. Συμβολίζει δηλαδή, την διάβαση από τον θάνατο
της αμαρτίας προς την ζωή της αληθείας που πραγματώθηκε με τον θάνατο και την
Ανάσταση του Ιησού Χριστού.
Επειδή οι πρώτοι Χριστιανοί, προέρχονταν από τους
Εβραίους και επειδή το Μαρτύριο και η Ανάσταση του Ιησού έλαβαν χώρα κατά τη
διάρκεια του Εβραϊκού Πάσχα, παρέλαβαν αυτή την ονομασία και για την εορτή της
ανάμνησης της Αναστάσεως. Κατά τα πρώτα χρόνια, οι Χριστιανοί, συνεόρταζαν μαζί
με τους άλλους Εβραίους το Πάσχα. Η διαφορά ήταν ότι το Πάσχα των πρώτων
Χριστιανών τελούνταν με χαρά, διότι προεικόνιζε και την μέλλουσα ζωή, ενώ των
Εβραίων ήταν μια θλιβερή εορτή.
Σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο, το Εβραϊκό Πάσχα (λέγεται
και Νομικό Φάσκα) ορίζεται να εορτάζεται την ημέρα όπου συνέπιπτε η πρώτη
εαρινή πανσέληνος. Με το εβραϊκό μηνολόγιο, ο μήνας, του οποίου η πανσέληνος
συμβαίνει αμέσως μετά την εαρινή ισημερία, καλείται Νισάν και είναι ο πρώτος
μήνας του θρησκευτικού εβραϊκού έτους. Είναι γνωστό, ότι η πανσέληνος απέχει
από την νέα σελήνη περίπου δεκατέσσερις ημέρες και επομένως, η 14η Νισάν
θεωρείται ως σταθερή ημερομηνία εορτασμού του Νομικού Φάσκα.
Η συνήθεια αυτή του εορτασμού του Πάσχα μαζί με τους
Ιουδαίους παρέμεινε σε μερικούς Χριστιανούς μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ.
Όμως, το 51 μ.Χ. όταν συνήλθε η πρώτη Σύνοδος των Αγίων Αποστόλων θεωρείται ότι
σε αυτήν την Σύνοδο αποφασίστηκε να μην
εορτάζεται το χριστιανικό Πάσχα με το Εβραϊκό. Έτσι ο έβδομος Κανόνας των αγίων
Αποστόλων, αποδοκίμαζε αυτούς, που εόρταζαν το Πάσχα μαζί με τους Εβραίους την
14η του Νισάν που αποκαλούνταν "τεσσαρεσκαιδεκατίτες" ή «Τετραδίτες».
Παρά ταύτα, ειδικά στην Ανατολή εξακολουθούσαν οι Χριστιανοί να γιορτάζουν το
Πάσχα μαζί με το Ιουδαϊκό Πάσχα, ενώ στη Δύση το Πάσχα τελούνταν την επόμενη
Κυριακή της εβραϊκής εβδομάδας των Αζύμων. Άλλοι Χριστιανοί γιόρταζαν το Πάσχα
την 15η Νισάν, άλλοι την 16η Νισάν ακόμη και ημέρες διαφορετικές της Κυριακής.
Και ενώ η Σύνοδος της Εφέσου αποφάσισε όπως το Πάσχα να εορτάζεται στις 14
Νισάν, η Σύνοδος της Ρώμης το 196 μ.Χ. αποφάσισε να εορτάζεται Κυριακή, πράγμα
που δεν συνέπιπτε με την απόφαση της Εφέσου.
Φυσικά, καταβλήθηκαν προσπάθειες εναρμονισμού, αλλά
χωρίς αποτέλεσμα. Λύση στο ζήτημα δεν έδωσε ούτε η Σύνοδος στην Αρελάτη το 314
μ.Χ. υπό τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ο οποίος επανέφερε
το ζήτημα και στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ., αξιώνοντας το
Πάσχα να εορτάζεται κοινή μέρα για όλους τους Χριστιανούς μετά από το Εβραϊκό
Πάσχα και ημέρα Κυριακή, επειδή ήταν γνωστό ότι η Ανάσταση του Κυρίου έλαβε χώρα την μία
του Σαββάτου, δηλαδή την επόμενη μέρα από το Σάββατο, που αργότερα
ονομάστηκε "Κυριακή", δηλαδή ημέρα του Κυρίου. Η
επιθυμία αυτή του νεοφώτιστου στην πίστη αυτόκράτορα Κωνσταντίνου είχε μάλλον
πολιτικά κίνητρα –ενότητα στην αυτοκρατορία– κι όχι θεολογικά. Αυτόν τον
ισχυρισμό τον στηρίζω στο γεγονός ότι –ένα χρόνο πριν– σε επιστολή του προς τον
Άρειο, ο Κωνσταντίνος δείχνει παντελή άγνοια για την σημασία της διαμάχης
μεταξύ Αρειανών και Ορθοδόξων. Γράφει πώς θεωρεί το σημείο της έριδας μεταξύ
ορθοδόξων και αρειανών «ειλικρινώς
ασήμαντο» και «ουσιαστικά μηδαμινό
και μικρής χρονικής διάρκειας».[2]
Η Σύνοδος της Νίκαιας –Α΄ Οικουμενική– καταδίκασε τους
"τεσσαρεσκαιδεκατίτες" και προχώρησε σε ρυθμίσεις του εορτασμού του
Πάσχα. Επειδή η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ήταν τότε πνευματικό και αστρονομικό
κέντρο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με εξ ίσου μεγάλο κύρος και στην
Δυτική, ανατέθηκε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και ειδικότερα στον αστρονόμο και
Επίσκοπο Χωνών Αχιλλέα Τάτιο να καθορίζει την ημέρα του Πάσχα, αλλά και να την
μεταδώσει στον πρώτο τη τάξη Επίσκοπο Ρώμης, ο οποίος θα την ανακοίνωνε και σε
όλες τις απομακρυσμένες Χριστιανικές Εκκλησίες της Δύσης. Το Πατριαρχείο
Αλεξανδρείας εξέδωσε έναν κανόνα για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα
που ονομάστηκε Πασχάλιος Κανών.
Η Εκκλησία της Ρώμης διατύπωσε διαφωνίες στον
τρόπο υπολογισμού του Πασχαλίου Κανόνα, διατηρώντας έναν πασχάλιο κανόνα, που
είχε εισάγει πολλά χρόνια νωρίτερα ο Ρωμαίος μαθηματικός και επίσκοπος Ωστίας
(μετέπειτα Ρώμης) άγιος Ιππόλυτος. Έτσι, το Πάσχα στη Δύση εορταζόταν σε
διαφορετικές ημέρες από ότι στην Ανατολή. Μετά από πέντε αιώνες (περίπου τέλη 8ου
αι.) ο Καρλομάγνος επέβαλε στη Δύση τον κανόνα του Πατριαρχείου
Αλεξανδρείας και τότε επήλθε συμφωνία μεταξύ των Χριστιανών, οι οποίοι πλέον
εόρταζαν το Πάσχα την ίδια Κυριακή μέχρι το 1582. Εκείνη τη χρονιά, ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ' αντικατέστησε το Ιουλιανό ημερολόγιο με ένα νέο, που ονομάστηκε Γρηγοριανό. Από τότε μέχρι σήμερα ο εορτασμός
του Πάσχα από την Δυτική και την Ανατολική Εκκλησία δεν είναι κατά κανόνα
ταυτόχρονος.
Το 1924 ο
αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος –με τρόπο αντικανονικό–
εφαρμόζοντας τις αποφάσεις ενός Πανορθόδοξου συνεδρίου του 1923, προέβη σε μια
ημερολογιακή-εορτολογική μεταβολή υιοθετώντας το Γρηγοριανό ημερολόγιο
για τις ακίνητες εορτές του εκκλησιαστικού έτους και το Ιουλιανό ημερολόγιο (το
παλαιό) για το τμήμα των κινητών εορτών
στο οποίο περιλαμβάνεται και η εορτή του Πάσχα. Αυτή η ημερολογιακή μεταβολή
δημιούργησε Σχίσμα στο σώμα της Εκκλησίας της Ελλάδος το οποίο διαρκεί μέχρι
σήμερα.
1. Tι όρισε η Α΄ Οικουμενική,
ο Ζ΄ Αποστολικός Kανόνας
και ο Α΄ Αντιοχείας.
Η Α΄
Οικουμενική Σύνοδος άρχισε στις 19 Ιουνίου 325 μ.Χ. και έληξε στις 25 Αυγούστου[3]
στη Νίκαια της Βιθυνίας: «Εν υπατείᾳ
Παυλίνου και Ιουλιανού των λαμπροτάτων, έτους
από Αλεξάνδρου χλς΄, εν μηνί Δεσίω ιθ΄ τη προ ιγ΄ καλανδών
Ιουλίων εν Νικαίᾳ τη Μητροπόλει Βιθυνίας»[4]
έληξε δε «Εν μηνί Λώω, προ ζ΄ καλανδών Γορπιαίω». Η πρώτη εντυπωσιακή
παρατήρηση που κάνουμε διαβάζοντας τα Πρακτικά της Β΄ Οικουμενικής
Συνόδου, τα οποία περιγράφουν κάποια στοιχεία της Α΄ Οικουμενικής[5],
είναι ότι, ενώ η Εκκλησία μέχρι την Α΄ Οικουμενική ακολουθούσε το Μακεδονικό ημερολόγιο (του Μ.
Αλεξάνδρου, στο οποίο το έτος είχε 354 ημέρες), εμμέσως πλην σαφώς στις
εργασίες της Συνόδου Νίκαιας έγινε αποδεκτό το Ιουλιανό ημερολόγιο (των 365,25
ημερών) ως πολύ ακριβέστερο. Δηλαδή εμφανίζεται εδώ η πρώτη αλλαγή ημερολογίου, χωρίς κάποια
καταγεγραμμένη συνοδική και επίσημη πράξη. Την εισαγωγή του Ιουλιανού ημερολογίου ενέκριναν κατ΄
αρχήν οι Πατέρες της Συνόδου και ανέθεσαν στον Επίσκοπο Χωνών Αχιλλέα Τάτιο, να συνεννοηθεί με τους αστρονόμους
της Αλεξάνδρειας για την εισαγωγή του Ιουλιανού
ημερολογίου και τη διόρθωση ισημεριών και πανσελήνων σε σχέση με το Μακεδονικό. Βεβαίως δεν γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες της απόφασης με την οποία έγινε αυτή η μεταβολή, όχι μόνο σε ότι αφορούσε στα ονόματα των μηνών του Μακεδονικού ημερολογίου που άλλαξαν με εκείνα του λατινικού ημερολογίου, άλλα και στην προσθήκη των 11,25 επιπλέον ημερών που προσμετρούσε το Ιουλιανό ημερολόγιο ως διάρκεια του έτους!
ημερολογίου και τη διόρθωση ισημεριών και πανσελήνων σε σχέση με το Μακεδονικό. Βεβαίως δεν γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες της απόφασης με την οποία έγινε αυτή η μεταβολή, όχι μόνο σε ότι αφορούσε στα ονόματα των μηνών του Μακεδονικού ημερολογίου που άλλαξαν με εκείνα του λατινικού ημερολογίου, άλλα και στην προσθήκη των 11,25 επιπλέον ημερών που προσμετρούσε το Ιουλιανό ημερολόγιο ως διάρκεια του έτους!
Το
Μακεδονικό ημερολόγιο που ακολουθούσαν μέχρι τότε οι άγιοι Απόστολοι και όλη η
Εκκλησία δεν φαίνεται να αποτελούσε «ιερά παράδοση» γιατί αλλιώς δεν θα το
άλλαζαν ασχολίαστα οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής. Αντιθέτως δέχτηκαν την εισήγηση των αστρονόμων να εισαχθεί το
ακριβέστερο Ιουλιανό, θεωρώντας το θέμα μη δογματικό. Αυτό μπορούμε να το
συμπεράνουμε από την απουσία σχετικής αναφοράς στους Κανόνες και Όρους της
Συνόδου που αφορούν το ζήτημα. Γιατί τα δογματικά ζητήματα πάντα και πρωτίστως
εμπεριέχονταν στους Κανόνες και Όρους κάθε Συνόδου. Η Σύνοδος δέχτηκε επί της αρχής θα λέγαμε τη διόρθωση της
ισημερίας, κατά 3 ημέρες, (από τις 24 Μαρτίου στις 21 Μαρτίου), που της προτάθηκε από τους αστρονόμους, χωρίς
να ορίσει κάποια απαγόρευση μελλοντικής μεταβολής του
ημερολογίου. Δεν εμφάνισε το ημερολόγιο ως Κανόνα και Όρο Πίστεως, κάτι που
επιβεβαιώνει ο Σωζομενός: «Παυσαμένη τε της περί τα δογματικά
συζητήσεως, έδοξε [αποφάσισε]
τη Συνόδω και την Πασχάλιον εορτήν…..».[6]
Οι θεοφόροι
Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής αποφάσισαν να υπάρχουν 4 απαράβατοι κανόνες για τον
εορτασμό του Πάσχα[7]:
1. Να εορτάζεται
μετά την εαρινή ισημερία.[8]
2. Να
εορτάζεται μετά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας.
3. Να
εορτάζεται μετά το Εβραϊκό Πάσχα (Νομικό Φάσχα.)
4. Να
εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά από όλα τα παραπάνω.
Αυτές οι 4
προϋποθέσεις ονομάστηκαν «Πασχάλιος Κανόνας».
Ο Πασχάλιος Κανόνας που έκανε δεκτό η Α΄ Οικουμενική,
εξασφάλιζε ότι το χριστιανικό Πάσχα δεν θα εορτάζονταν ποτέ μαζί ή πριν από το
Εβραϊκό Πάσχα και έτσι ικανοποιούσε και την απαίτηση του Ζ΄ Αποστολικού Κανόνα που όριζε το
χριστιανικό Πάσχα να μην εορτάζεται πριν την εαρινή ισημερία, μαζί ή πριν από
το Εβραϊκό.[9]
Όταν έλαβε
χώρα η Α΄ Οικουμενική η ισημερία έπεφτε στις 21 Μαρτίου, όμως τόσο η Α΄
Οικουμενική, όσο και ο Ζ΄ Αποστολικός δεν καθιέρωσαν μια συγκεκριμένη και
ενιαία ημερομηνία για τον εορτασμό του Πάσχα, επειδή ο χρόνος της εαρινής
ισημερίας ποικίλει ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος που βρίσκεται κανείς σε
διάφορα σημεία της γης. Δέν υπάρχει
τέτοιος όρος στην απόφαση της Συνόδου που να επιβάλλει αυτήν την ημερομηνία ως
μόνιμη ισημερία. Πουθενά δεν αναφέρεται
η λέξη: «Δύστρου κα΄»
(21 Μαρτίου) στην απόφαση των Πατέρων. Δεν
συντάχθηκε κανένας Πασχάλιος πίνακας στα πλαίσια των εργασιών της
Συνόδου και ούτε φυσικά εγκρίθηκε κάποιος τέτοιος για τα επερχόμενα χρόνια.
Στην Σύνοδο έγινε αποδεκτό, ότι η σύνταξη του πίνακα για τις ημέρες εορτασμού
του Πάσχα –που ικανοποιούν τον Πασχάλιο
Κανόνα– είναι δουλειά των αστρονόμων και όχι της εν Αγίω Πνεύματι
αποφασίζουσας Συνόδου. Η τήρηση βεβαίως του όποιου πασχαλίου πίνακα θα έφτιαχναν οι αστρονόμοι τηρώντας τον Πασχάλιο Κανόνα, θα ήταν υποχρεωτική για
όλους κατά την απαίτηση της Συνόδου. (Θα δούμε παρακάτω πόσο και πότε
τηρήθηκε).
Δείξαμε ότι
οι υπολογισμοί της εαρινής ισημερίας από
τους χριστιανούς της Ρώμης και της Αλεξάνδρειας δεν συμφωνούσαν πάντα, έτσι ακόμα και το επόμενο έτος της Συνόδου της
Νικαίας, το 326 μ.Χ., οι Εκκλησίες της Ρώμης και της Αλεξάνδρειας εόρτασαν το
Πάσχα σε διαφορετικές ημερομηνίες!
Ο Α΄ Κανόνας
της Συνόδου της Αντιοχείας[10]
επίσης ορίζει να μην εορτάζεται το χριστιανικό Πάσχα μαζί με το Πάσχα των
Εβραίων επισύροντας την ποινή της καθαίρεσης όχι μόνο για τους ιερείς που
διέπραξαν αυτήν την παρανομία άλλα και για αυτούς που κοινωνούν με τους
παρανομούντες. Δεν ορίζει τίποτε άλλο!
Το ίδιο ισχύει και με τον Ζ΄ Αποστολικό Κανόνα.[11]
2. Ιουλιανό και Γρηγοριανό ημερολόγιο από αστρονομική άποψη.
Εμείς οι
απλοί άνθρωποι όταν δούμε στο ημερολόγιο μια ημερομηνία π.χ. 18 Απριλίου 2017,
λέμε ότι πέρασε ακριβώς ένας χρόνος από την αντίστοιχη ημερομηνία του
προηγούμενου έτους, δηλαδή από τις 18 Απριλίου 2016.
Όμως η
πραγματική κυκλική πορεία του ήλιου, στην πλήρη ολοκλήρωση της οποίας
ολοκληρώνεται ένα πλήρες (πραγματικό) ηλιακό έτος, ολοκληρώνεται λίγο πιο
γρήγορα από την αντίστοιχη ημερολογιακή ολοκλήρωση του. Έτσι το Ιουλιανό
ημερολόγιο, σηματοδοτεί την ολοκλήρωση του έτους με μια καθυστέρηση 0,007783
ημέρες αργότερα από την πραγματική (ηλιακή) ολοκλήρωση του έτους. Αυτή η
απειροελάχιστη διαφορά στο πέρασμα 800 ετών δημιουργεί μια καθυστέρηση 6,22
ημερών. Δηλαδή ενώ το πραγματικό έτος (ένας κύκλος του ήλιου) έχει ολοκληρωθεί
στον ουράνιο θόλο, στο ημερολόγιο που έχουμε στο σπίτι, χρειάζεται να περάσουν
ακόμα 6 έξι μέρες για να ολοκληρωθεί και εκεί η ημερολογιακή χρονιά.
Το 1582, ο
αστρονόμος Lilio για να
διορθώσει αυτό το πρόβλημα αποφάσισε να αφαιρέσει τις ημέρες κάποιων δίσεκτων ετών ώστε αφαιρουμένων αυτών να μην
υπάρχει αυτή η διαφορά. Ο πάπας Γρηγόριος ο ΙΓ΄ υιοθέτησε την πρόταση του
αστρονόμου και την εισήγαγε στην Δύση ως Γρηγοριανό ημερολόγιο, με την διόρθωση
να περιλαμβάνει την προώθηση του ημερολογίου κατά 13 ημέρες. Πράγματι
αστρονομικώς η διόρθωση αυτή ήταν σωστή.
Όμως ο Πάπας
έκανε ένα σοβαρότατο εκκλησιαστικό λάθος. Προσάρμοσε σε αυτό το ημερολόγιο του
και τον εορτασμό του Πάσχα, παραβαίνοντας τον Πασχάλιο Κανόνα, με αποτέλεσμα το Πάσχα του Γρηγοριανού, να
εορτάζεται πότε μαζί με το Εβραϊκό και πότε πριν από αυτό.
Η υιοθέτηση
του Γρηγοριανού ημερολογίου το 1924 από την Εκκλησία της Ελλάδας, όμως, δεν
συμπεριέλαβε την μεταβολή τον εορτασμό του Πάσχα και των κινητών εορτών που
εξαρτώνται από την ημέρα εορτασμού του Πάσχα (Πεντηκοστή κ.λ.π) και στην οποία
προέβησαν οι Λατίνοι. Συνεπώς η αποδοχή του Γρηγοριανού ημερολογίου ήταν μόνο
στο αστρονομικό, πολιτικό-κοινωνικό του τμήμα και δεν αθέτησε τον Πασχάλιο Κανόνα.
Και οι αποκαλούμενοι Παλαιοημερολογίτες και οι
αντιστοίχως αποκαλούμενοι Νεοημερολογίτες[12]
εορτάζουν το Πάσχα κοινά και σε συμφωνία με τον Πασχάλιο Κανόνα, τον Ζ΄ Αποστολικό και τον Α΄ Αντιοχείας. Όμως οι
νεοημερολογίτες έχουν ημερολόγιο κατά 13 ημέρες πιο μπροστά (για την διόρθωση)
από αυτό των παλαιοημερολογιτών.
Αυτή η μικρή
απόκλιση που έχουν το Γρηγοριανό και το διορθωμένο Γρηγοριανό δεν είναι αρκετή
για να δημιουργήσει παρατηρήσιμη
διαφορά, μέχρι το 2800 μ.Χ. Εξ αιτίας αυτού οι παλαιοημερολογίτες λένε,
ότι τα δύο ημερολόγια είναι ταυτιζόμενα. Μετά το 2800 όμως γίνεται εμφανής η
διαφορά. Έτσι, το 2800 την ίδια ημέρα, το Ιουλιανό ημερολόγιο θα δείχνει 10
Φεβρουαρίου, το Γρηγοριανό 29 Φεβρουαρίου και το διορθωμένο Ιουλιανό 1 Μαρτίου.
Δύο καράβια
που ξεκινάνε ταυτόχρονα από την Πορτογαλία και έχουν διαφορά στην πυξίδα τους
ένα χιλιοστό της μοίρας, μπορεί να δείχνουν ότι πλέουν παράλληλα για πολλές
εκατοντάδες μίλια και κάποιος μπορεί να πει ότι έχουν ταυτόσημη πορεία. Όμως το
ένα καράβι θα καταλήξει στην Βραζιλία και το άλλο στον Παναμά και τότε θα γίνει
φανερό ότι η αρχική επί μίλια παράλληλη πλεύση δεν ήταν μια ταυτόσημη πορεία.
3. To Πανορθόδοξο Συνέδριο του 1923.
Στις
10.5.1923 συγκλήθηκε στην ΚΠολη Πανορθόδοξο
Συνέδριο, με βασικό σκοπό τη διόρθωση της ισημερίας και την εξ αυτού του
λόγου
διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου, και όχι την επίτευξη του κοινού
εορτασμού
ανάμεσα στις Εκκλησίες, γιατί αυτός υπήρχε. Εκπροσωπήθηκαν οι Εκκλησίες
ΚΠόλεως, Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Ελλάδος και Κύπρου. Δεν παρέστησαν
οι
Εκκλησίες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Οι μετέχοντες στο
Συνέδριο
αποφάσισαν να αναθέσουν στους αστρονόμους
Σέρβο Μιλάνκοβιτς και Ρουμάνο Δράγγιτς, που μετείχαν στο Συνέδριο να
προβούν
στη διόρθωση της ισημερίας. Έτσι, προέκυψε μια διόρθωση του Ιουλιανού
ημερολογίου κατά 13 ημέρες. Με τις
ρυθμίσεις αυτές το διορθωμένο Ιουλιανό ημερολόγιο έχει 365.242222221
ημέρες,
ενώ το Γρηγοριανό 365.2425 ημέρες και το Ιουλιανό (παλαιό) 365.25
ημέρες. Από τα στοιχεία αυτά φαίνεται σαφώς, ότι το διορθωμένο Ιουλιανό
ημερολόγιο και το
Γρηγοριανό δεν έχουν –σε επιστημονικό επίπεδο– καμία σχέση μεταξύ τους.
Η διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου έφερε την επιτακτική ανάγκη της
διόρθωσης
και του Πασχαλίου. Προς τούτο το Συνέδριο παρακάλεσε τους αστρονόμους
των Αστεροσκοπείων Αθηνών,
Βελιγραδίου, Βουκουρεστίου και Πετρούπολης να καταρτίσουν πίνακες του
Πασχαλίου, βάσει του νέου ημερολογίου, πλην όμως η Εκκλησία της Ελλάδος
παρακάλεσε το Πατριαρχείο ΚΠολης να μην προβεί στη διόρθωση του
Πασχαλίου «άχρι
καιρού». Η διόρθωση του ημερολογίου απαιτούσε να προστεθούν 13 μέρες
στην
τρέχουσα ημερομηνία. Έτσι όταν έφτασε η 10η Μαρτίου ονομάστηκε 23η
Μαρτίου. Το Πάσχα θα εορταζόταν με όλες τις Εκκλησίες την ίδια ημέρα, με μόνη
διαφορά την αρίθμηση της ημερομηνίας.
Το
διορθωμένο Ιουλιανό ημερολόγιο ακολούθησαν τελικά 10 από τις 14 Ορθόδοξες
Εκκλησίες. Όπως παλαιότερα η Ρώμη, δεν ακολούθησε την απόφαση της Α΄ Συνόδου,
χωρίς να υπάρξει τότε σχίσμα, έτσι και εδώ οι Εκκλησίες συνέχισαν την μεταξύ
τους εκκλησιαστική κοινωνία. Η διόρθωση αυτή έγινε δεκτή από το Συνέδριο και το
Πατριαρχείο κλήθηκε να την εφαρμόσει.
H Ελληνική Πολιτεία με το Νομοθετικό Διάταγμα της 18.1.1923 εισήγαγε το Γρηγοριανό
ημερολόγιο που είχε ήδη υιοθετήσει η υπόλοιπη Ευρώπη, με την προσθήκη 13 ημερών
στο Ιουλιανό ημερολόγιο, δηλ. εισήγαγε «εν
ταις πολιτικαίς και κοινωνικαίς σχέσεσι το Γρηγοριανόν, λεγόμενον,
ημερολόγιο».[13]
Έτσι, η Ελληνική Πολιτεία ακολουθεί έκτοτε το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Όμως το
Πανορθόδοξο Συνέδριο της ΚΠολης το 1923 δέχτηκε μεν το Γρηγοριανό στην
αστρονομική του ακρίβεια άλλα με διαφοροποιήσεις σε ότι αφορά το Πασχάλιο και
τις κινητές εορτές, για να μη συμμετέχει στην αναίρεση της Α΄ Οικουμενικής, του
Ζ΄ Αποστολικού και Α΄ Αντιοχείας στην οποία ενέπεσαν οι παπικοί. Αυτό το μείγμα
αρχικού Ιουλιανού και Γρηγοριανού η Πανορθόδοξη το ονόμασε «διορθωμένο Ιουλιανό ημερολόγιο», και
το οποίο φυσικά δεν ταυτίζεται με το εκκλησιαστικό Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Σήμερα
μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας, ότι οι Νεοημερολογήτες που εφαρμόζουν το
«διορθωμένο» Ιουλιανό, εορτάζουν το Πάσχα πάντα μαζί με τους Παλαιοημερολογίτες
που κρατούν το «αυθεντικό» Ιουλιανό. Άρα άξιον απορίας είναι, ότι οι Παλαιοημερολογίτες
κατηγορούν τους Νεοημερολογίτες, ότι βρίσκονται κάτω από τα αναθέματα των
Οικουμενικών Συνόδων και του Ζ΄ Αποστολικού για την ημερολογιακή καινοτομία
τους.
Το 1924,
όταν έγινε η ημερολογιακή και εορτολογική μεταβολή, οι υπερασπιστές του
αμετάβλητου Ιουλιανού ημερολογίου διακήρυξαν ότι αυτή η μεταβολή επιφέροντας
διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε αυτούς που το αποδέχτηκαν και σε αυτούς που δεν την
αποδέχτηκαν, διέσπασε το δόγμα περί ενότητας της Εκκλησίας και έτσι προκλήθηκε
αθέτηση του 9ου άρθρου του Συμβόλου της Πίστεως περί της «…Μίας, Αγίας και Καθολικής Εκκλησίας».
Εκλήφθηκε δε, ως επαρκής λόγος για την καταγγελία της Ελλαδικής Εκκλησίας ως
σχισματικής.[14]
Και μέχρι σήμερα οι διδάσκαλοι του παλαιού
ημερολογίου διατηρούν και κηρύττουν την ίδια θέση.[15]
[1] Ισημερία είναι η ημέρα κατά
την οποία η νύχτα έχει ίση διάρκεια με την ημέρα.
[2] Ευσεβίου Καισαρείας, Βίος του Κωνσταντίνου 2.64-65, 68.
[3] Λεπτομερείς πληροφορίες για
τη διεξαχθείσα συζήτηση δεν υπάρχουν, το μόνο γνωστό είναι ότι διεξήχθη με
ηρεμία και ομοφωνία: «Περί του Πάσχα
ομοφωνήσαντες» (Σωκράτους Εκκλ. Ιστορία Ε΄). Πληροφορίες για την απόφαση
έχουμε από την εγκύκλια επιστολή της
Συνόδου, αλλά και από την επιστολή του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄, προς
τους Επισκόπους και τους λαούς (Σωκράτους. Εκκλ. Ιστ. Ε΄). Επίσης και ο Κύπρου
Επιφάνιος την αναφέρει στο βιβλίο του: Περί
αιρέσεων, 7.
[4] Μήλια Σπ., Πρακτικά
Οικουμενικών Συνόδων, Β΄ πράξη της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
[5] Τα πρακτικά της Α΄ Οικουμενικής
δεν διασώθηκαν.
[7] Πηδαλίον, σελ. 9 και Ἰω.
Καρμίρη, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα..., τόμος α΄, σελ. 121.
[8] Δηλ. η ημέρα της Άνοιξης
που η διάρκεια της είναι ίση με την
διάρκεια της νύχτας. Όταν έγινε η Α΄ Οικουμενική
η ισημερία έπεφτε στις 21 Μαρτίου.
[9] Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο
Ζ΄ Αποστολικός Κανόνας επικυρώθηκε επίσημα στην εν Τρούλλω Σύνοδο το 692 μ.Χ.
Δεν είναι κατά τον άγιο Νικόδημο επιβεβαιωμένος ως «αυτολεξεί βεβαιούμενος» ως
Αποστολικός Κανών, άλλα ούτε και εμπεριέχεται και στους «κατ΄ όνομα»
Αποστολικούς (σελ.21 Πηδαλίου).
[10] Κανὼν Α´ Συνόδου Αντιοχείας.
«Πάντας τοὺς τολμῶντας παραλύειν τὸν ὅρον
τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου τῆς ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθείσης ἐπὶ παρουσίᾳ τῆς
εὐσεβείας τοῦ θεοφιλεστάτου βασιλέως Κωνσταντίνου, περὶ τῆς ἁγίας ἑορτῆς τοῦ
σωτηριώδους Πάσχα, ἀκοινωνήτους καὶ ἀποβλήτους εἶναι τῆς ἐκκλησίας, εἰ
ἐπιμένοιεν φιλονεικότερον ἐνιστάμενοι πρὸς τὰ καλῶς δεδογμένα, καὶ ταῦτα
εἰρήσθω περὶ τῶν λαϊκῶν. Εἰ δέ τις τῶν προεστώτων τῆς ἐκκλησίας, ἐπίσκοπος, ἢ
πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, μετὰ τὸν ὅρον τοῦτον τολμήσειεν ἐπὶ διαστροφῇ τῶν λαῶν
καὶ ταραχῇ τῶν ἐκκλησιῶν ἰδιάζειν, καὶ μετὰ τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεῖν τὸ Πάσχα·
τοῦτον ἡ ἁγία σύνοδος ἐντεῦθεν ἤδη ἀλλότριον ἔκρινε τῆς ἐκκλησίας, ὡς οὐ μόνον
ἑαυτῷ ἁμαρτίας ἐπισωρεύοντα, ἀλλὰ πολλοῖς διαφθορᾶς καὶ διαστροφῆς γινόμενον
αἴτιον· καὶ οὐ μόνον τοὺς τοιούτους καθαιρεῖ τῆς λειτουργίας, ἀλλὰ καὶ τοὺς
τολμῶντας τούτοις κοινωνεῖν μετὰ τὴν καθαίρεσιν. Τοὺς δὲ καθαιρεθέντας
ἀποστερεῖσθαι καὶ τῆς ἔξωθεν τιμῆς, ἧς ὁ ἅγιος Κανὼν καὶ τὸ τοῦ Θεοῦ ἱερατεῖον
μετείληφεν».
[11] Ζ΄ Ἀποστολικὸς Κανών: «Εἲ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος,
τὴν ἁγίαν τοῦ Πάσχα ἡμέραν πρὸ τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας μετὰ Ἰουδαίων ἐπιτελέσοι,
καθαιρείσθω».
[12] Αναγκαστικά θα δεχτούμε
αυτούς τους όρους από εδώ και πέρα.
[13] Αρχ. Αθηνών Χρυσόστομος Α΄,
αγόρευση ενώπιον της ΙΣΙ στις 16.4.1923.
[14] Άπαντα πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου Καβουρίδη, τ. Α΄, σελ. 81, εκδ. Ι.
Μ. Αγ. Νικοδήμου Γορτυνίας, 1997. Και Θεοδωρήτου Ιερομονάχου Αγιορείτου, Παλαιόν και Νέον, εκδ. β΄, Αγιον Όρος
2000, σελ. 25-28.