Κυριακή 7 Μαΐου 2017

Διδάσκει ο γ. Σωφρόνιος την Παπική κακοδοξία περί "actus purus" (καθαρά ενέργεια);



Διάλογος περί Ουσίας
και Ενεργείας

Του κ. Γεωργίου Καραλή

Γ. Σωφρόνιος Έσσεξ
l Η επιστημονική ακρίβεια πιστοποιεί ότιο ορισμός που δίνει ο Ακινάτης για το Actus Purus είναι ο ίδιος με του π. Σωφρονίου και σημαίνει σαφέστατα ταυτότητα ουσίας και ενέργειας επί Θεού.
l Δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε τηναριστοτελική μέθοδο, για να ορίσουμε και καταλάβουμε τον Θεό, όπως κάνει ο Ακινάτηςή ο π. Σωφρόνιος.
l Αν χρησιμοποιούμε την ορολογία τουΑκινάτου και την μπερδεύουμε με την ορθόδοξη τότε ο σκοπός μας δεν είναι να κάνουμε θεολογία, αλλά να βάλουμε γέφυρες μεταξύ ορθοδόξου και λατινικής θεολογίας, σ’ ένα κόσμο που βαδίζει προς θεολογική ασάφεια.
l …Αν όποιο βιβλίο του π. Σωφρονίου κι αν ανοίξει κανείς θα βρει μη δόκιμες διατυπώσεις σε σχέση προς αυτές των Πατέρων, τότε τι συμπέρασμα βγάζουμε; π.χ. ο π. Σωφρόνιος τονίζει ότι η περίοδος της Παλαιάς Διαθήκης ήταν εγκλωβισμένη «εντός των ορίων του ενός Θεού νοουμένου υπό την έννοιαν του …εξωχριστιανικού ενοθεϊσμού»!!!


Ερώτημα κ. Εμμανουήλ Περσυνάκη


Νέα Μουδανιά 20 Απριλίου 2017
   
     Αξιότιμε Κύριε Διευθυντά.

    Στο υπ’ αριθμ. 2156 φύλλο της 10ης Μαρτίου τρέχοντος έτους του «Ορδοδόξου Τύπου» και ειδικότερα στο άρθρο του κ. Γεωργίου Καραλή διάβασα με έκπληξη ότι:


    «Αυτά που γράφει ο π. Σωφρόνιος σε κάποια σημεία δεν είναι ούτε ορθόδοξα, ούτε πατερικά. Έρχεται σε αντίθεση με τους Πατέρες της Εκκλησίας, όπως για παράδειγμα με τον Γρηγόριο Παλαμά και τις πανορθόδοξες συνόδους της εποχής του, γράφοντας ότι ο Θεός είναι actus purus, καταλύοντας με αυτό τον τρόπο τον διαχωρισμό ουσίας και ενεργειών  στον Θεό που είναι μία σημαντική διαφορά μας με την Ρωμαιοκαθολική θεολογία» (σ. 5).

     Δεν είμαι ειδικός στην δογματική θεολογία, όπως φαίνεται να είναι ο Διδάκτωρ της Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Γένοβας κ. Καραλής. Διαβάζοντας όμως ως καλόπιστος αναγνώστης το σχετικό σημείο, στο οποίο αναφέρεται προφανώς ο  κ. Καραλής, είδα ότι ο π. Σωφρόνιος γράφει τα εξής:

    «Ως Ον εν Εαυτώ και Ουσία εν Εαυτή, το θείο Είναι υπερβαίνει οποιονδήποτε προσδιορισμό και αποκλείοντας κάθε θεογονική διαδικασία παρουσιάζεται στα κτιστά πνεύματα που το βλέπουν ως Καθαρό Δεδομένο. Ως Ον απολύτως πραγματοποιημένο, άρα ως πραγματικότητα απόλυτη η τέλεια έκφραση της Ουσίας το θείο Είναι αποκλείει την παρουσία μέσα Του δυνατοτήτων μη πραγματοποιημένων και, επομένως, μπορεί να ορισθεί ως Καθαρά Ενέργεια»(Αρχιμ. Σωφρονίου, Άσκηση και θεωρία, Έσσεξ Αγγλίας 2010, σ. 132).

    Τι άλλο έπρεπε να πει ο π. Σωφρόνιος, για να πεισθεί ο κ. Καραλής ότι  ότι δεν καταλύει τον διαχωρισμό Ουσίας και Ενεργειών  στον Θεό; Η μήπως  σφάλλει ο π. Σωφρόνιος που δεν αναγνωρίζει την παρουσία δυνατοτήτων μη πραγματοποιημένων στο θείο Είναι;
   Παρακαλώ για την δημοσίευση του παρόντος, ώστε να γίνει γνωστή η θέση του πατρός Σωφρονίου και να οδηγηθούν οι αναγνώστες της εφημερίδας σας σε ορθά συμπεράσματα.

Απάντησις κ. Γεωργίου Καραλή


   Αξιότιμε κύριε Περσυνάκη σας ευχαριστώ για την ερώτηση που υποβάλλετε, αλλά για να είμαι ειλικρινής απέναντί σας με εκπλήσσει. Καταλαβαίνω ότι δεν είστε ειδικός επί του θέματος, αλλά η ορθόδοξος πίστη μας δεν χρειάζεται ειδικούς, χρειάζεται ανθρώπους που πρωτίστως έχουν μελετήσει τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους έχουν κατανοήσει με σωστό τρόπο, ώστε να μη απομακρύνονται από αυτούς. Τα κείμενα του π. Σωφρονίου σας πληροφορώ ότι είναι πιο δυσνόητα από τους Πατέρες. Δεν δικαιολογείται ένας άνθρωπος να έχει διαβάσει κείμενα και έργα του Σωφρονίου και να μη έχει διαβάσει Αγ. Μάξιμο Ομολογητή και Αγ. Γρηγόριο Παλαμά. Πρώτα μελετάμε τα έργα των πατέρων και μετά μπορούμε να διαβάσουμε τα κείμενα θεολόγων και φιλοσόφων της σημερινής εποχής. Αν δεν γίνει αυτό τότε απαραιτήτως θα πέσουμε σε αίρεση, γιατί δεν θα είμαστε σε θέση να καταλάβουμε τους Πατέρες και την Ορθοδοξία.

    Εγώ δεν είμαι θεολόγος, ξεκινώ από πρακτικές σπουδές. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω μελετήσει με προσοχή και από την παιδική μου ηλικία τα κείμενα των Πατέρων. Οι πρακτικές σπουδές με δίδαξαν όμως ότι όταν δίνω  ορισμό καρδιάς δεν εννοώ εγκέφαλο. Αν κάνω κάτι τέτοιο σημαίνει ότι χάνω κάθε επιστημονική αξιοπιστία.

   Ορισμένοι θεολογικοί κύκλοι στην Ελλάδα δυστυχώς μπερδεύουν πολλά πράγματα, γιατί δεν διαθέτουν επιστημονική ακρίβεια. Η επιστημονική ακρίβεια πιστοποιεί ότι ο ορισμός που δίνει ο Ακινάτης για το Actus Purus είναι ο ίδιος με του π. Σωφρονίου και σημαίνει σαφέστατα ταυτότητα ουσίας και ενέργειας επί Θεού. Για να το καταλάβετε, αν δεν γνωρίζετε λατινικά θα σας πω πρωτίστως ότι Αctus Purus στα ελληνικά μεταφράζεται Καθαρή Ενέργεια. Θα σας παραθέσω τα ίδια τα λόγια του Ακινάτου και παραπομπές, για να μπορέσετε να επαληθεύσετε. Βέβαια ο Ακινάτης είναι πιο επεξηγηματικός από τον Σωφρόνιο, ο οποίος απλώς αντιγράφει την θέση του. Στο δεύτερο μέρος θα δούμε τι λένε οι Πατέρες, για να καταλάβει ο κόσμος ποιές είναι οι διαφορές.

Θωμάς Ακινάτης


   Γιατί λοιπόν ο Ακινάτης χρησιμοποιεί τον όρο Καθαρή Ενέργεια; Αρκεί κανείς να σκεφθεί ότι η Αριστοτελική φιλοσοφία μελετά την σχέση μεταξύ  Ενέργειας και ουσίας.  Ο Ακινάτης το εφαρμόζει αυτό στην Θεία ουσία λέγοντας ότι στον Θεό υπάρχει πληρότητα τελειότητος και γι’ αυτό δεν παραδεχόμαστε σε Αυτόν  μίξη  με καμμία παθητική δυνατότητα μη πραγματοποιημένη. Ο Θωμάς ο Ακινάτης μιλάει για Καθαρή Ενέργεια, όταν μελετάει το θέμα της θεϊκής απλότητος λέγοντας ότι στον Θεό δεν υπάρχει σύνθεση ύλης και μορφής και εξ αιτίας αυτού δεν μπορεί να αποδοθεί σε Αυτόν καμμία μορφή παθητικής δυνατότητος μη πραγματοποιημένης. «deus est actus purus non babens aliquid de potentalitate» (STIqIII Ι). Σε πολλά άλλα σημεία στη Summa Theologiae  μιλώντας για το αμετάβλητο του Θεού μας λέει et quod huiusmodi primum ens oportet esse purum actum absque permixtione alicuius potentiae (STIqIX Ι). Όταν ομιλεί για τον τρόπο που ο Θεός μπορεί  να γνωριστεί από τα κτίσματά Του αναφέρει ότι δεν υπάρχει καμμία παθητική δυνατότητα μη πραγματοποιημένη: qui est actus purus absquw omni permixtione potentiae. Όσο αφορά την γνώση του Θεού μας αναφέρει ότι αυτή δεν είναι ποιότητα αλλά ουσία και καθαρή Ενέργεια. Scientia non est qualitas in Deo vel habitus, sed substantia et actus purus (STIqXIV a1). Σ’ αυτό το σημείο ο Θωμάς ταυτίζει την ουσία του Θεού με την Ενέργειά Του  κι επειδή ταυτίζονται όλη η ουσία του Θεού είναι Ενέργεια και ονομάζεται καθαρή Ενέργεια. Εφ’ όσον στον Θεό δεν υπάρχει καμμιά δυνατότητα μη πραγματοποιημένη (ο Θεός λοιπόν είναι Ενεργεία ον) όλη η ουσία του Θεού θα πρέπει να ταυτίζεται με την ενέργειά Του. Αν η ουσία στον Θεό δεν ταυτιζόταν με την ενέργειά Του τότε ο ίδιος ο Θεός θα γινόταν δυνάμει ον,δηλαδή θα υπήρχαν μέσα στον Θεό δυνατότητες μη πραγματοποιημένες, γιατί η ουσία είναι μετοχή της ύλης στο είδος.   Ο Θεός είναι όλος Καθαρή Ενέργεια και για τα υπαρκτά όντα και για τα νοητά: est sicut actus purus tam in ordine existentium quam in ordine intelligibilium (.STIqXIV a2).  Γίνεται φανερό ότι ο Θωμάς θέλει να πει ότι ο Θεός παρουσιάζεται για τα πλάσματά Του σαν ένα Καθαρό Δεδομένο, μία πληρότητα της τελειότητας και βέβαια  καθετί που δημιουργείται θα πρέπει να βρίσκεται στο δυνάμει ον και δεν μπορεί να είναι Καθαρά Ενέργεια, που είναι μόνο χαρακτηριστικό του Θεού. (βλέπε STIqXLIV a1). Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι λέγοντας ότι ο Θεός είναι καθαρή Ενέργεια σημαίνει ότι για τον Θωμά ο Θεός από τη φύση Του είναι απλός και τέλειος και έχει την πληρότητα της τελειότητας χωρίς να μπορεί να επαυξάνεται η να ελαττώνεται η να διαιρείται σε μέρη, η να έχει  δυνατότητα να αλλάξει, αλλά πρέπει να είναι άπειρος, μεγαλειώδης και αναλλοίωτος. Όλα αυτά εκλαβάνονται όχι σαν έλλειψη, αλλά σαν τελειότητα. non proprer eius defectum, sed quia superexcedit.

   Ο Όρος λοιπόν Καθαρή Ενέργεια σημαίνει ότι στον Θεό δεν υπάρχουν δυνατότητες μη πραγματοποιημένες, (ο Θεός δεν είναι δυνάμει ον) και γι’ αυτό η ουσία Του ταυτίζεται με την καθαρή Ενέργεια (ο Θεός είναι ενεργεία ον). Δηλαδή το ίδιο πράγμα ακριβώς  που αναλύει και ο π. Σωφρόνιος, την ίδια ακριβώς ερώτηση που μου κάνετε κι εσείς. Και βέβαια ο π. Σωφρόνιος δεν το δανείζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά από τον ίδιο τον Θωμά τον Ακινάτη η αντιγράφει από γαλλική η ρωσσική δογματική το πιθανώτερο γραμμένη με την λογική μέθοδο  του Ακινάτου. Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο καθαρή Ενέργεια δηλώνουμε ταυτόχρονα ότι όλη η ουσία του Θεού ταυτίζεται με την Ενέργειά Του. Δηλώνουμε επίσης ότι ο Θεός ενεργεί πάντοτε χωρίς ποτέ να υπάρχει μία παύση των ενεργειών Του, ακριβώς όπως ισχυρίζεται ο Ακινάτης.

    Σ’ αυτό εδώ το σημείο μπορούμε να θέσουμε και τα εξής ερωτήματα στον Ακινάτη, τον π. Σωφρόνιο και σε σας κύριε Περσυνάκη: Είναι σε θέση οποιαδήποτε «κτιστά πνεύματα» να δουν τον Θεό «ως καθαρό δεδομένο»;  Επίσης αν δεχθούμε τον Θεό ως «απολύτως πραγματοποιημένο Ον» δεν σημαίνει αυτό, κατ’ ανάγκην, ότι κάποια στιγμή μέσα στην Αιωνιότητα ο Θεός «πραγματοποιήθηκε»,  δηλαδή  μετεβλήθη  από  απρα­γματοποίητο ον  σε απολύτως πραγματοποιημένο ον;  Και τέλος: Μπορεί να «ορισθή» το Θείον;

Αριστοτελική και Πατερική λογική


   Για τους Πατέρες όμως δεν τίθενται τέτοιες ερωτήσεις, γιατί χρησιμοποιούν μία άλλη λογική. Η λογική των Πατέρων μας λέει ότι μπορούμε μεν να ισχυριστούμε ότι ο Θεός είναι καλός, αγαθός, δημιουργός…  Αλλά το κάλλος η η αγαθότης δεν  ανήκουν στην ουσία του Θεού, επειδή αυτή είναι παντελώς άγνωστη σε μας και αμέθεκτη. Προέρχονται μεν εκ της ουσίας, αλλά δεν είναι ουσία.  Η αγαθότης και το κάλλος αποτελούν Άκτιστες Ενέργειες του Ακτίστου Θεού. Μπορούμε να δώσουμε ένα παράδειγμα και να πούμε ότι ο Θεός δημιουργεί. Αυτή η δημιουργικότητα είναι Άκτιστη Ενέργεια. Στην θεολογική γλώσσα λέμε ότι ο Θεός θεοποιεί τον άνθρωπο, δηλαδή τον καθιστά κατά χάριν θεό με την θεοποιό Του ενέργεια. Όταν μιλάμε για τις δραστηριότητες του Θεού εννοούμε πάντοτε τις ενέργειές Του. Για την ουσία του Θεού δεν θα μπορέσουμε ποτέ να πούμε τίποτε.   Οι πατέρες ονομάζουν τον Θεό Υπερούσιο και Υπερούσια κρυφιότητα.
    Αυτό σημαίνει, αξιότιμε κύριε Περσυνάκη, ότι δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε την αριστοτελική μέθοδο, για να ορίσουμε και καταλάβουμε τον Θεό, όπως κάνει ο Ακινάτης η ο π. Σωφρόνιος. Ο Θεός δεν είναι ούτε δυνάμει ον (δυνατότητες μη πραγματοποιημένες) ούτε όλη Του η ουσία είναι Ενέργεια, Ενεργεία ον (γιατί δεν υπάρχουν δυνατότητες μη πραγματοποιημένες). Είναι απλώς Υπερούσιος υπεράνω του νου και κάθε ουσίας και γνώσεως. Η μέθοδος του Αριστοτέλη χρησιμοποιείται, για τα δημιουργημένα όντα, τις ουσίες αυτών και ποτέ για την Υπερούσιον Κρυφιότητα. Αν μας ενδιέφερε το δόγμα δεν θα θέταμε την ερώτηση: «μήπως  σφάλλει ο π. Σωφρόνιος που δεν αναγνωρίζει την παρουσία δυνατοτήτων μη πραγματοποιημένων στο θείο Είναι;». Προσέξτε την απάντηση των Πατέρων, για να καταλάβετε την απόκλιση από αυτούς του π. Σωφρονίου.

    Όλες οι θεϊκές πραγματικότητες και όσα μας φανερώνονται από τον Θεό μόνο με την συμμετοχή μας σ’ αυτές μας γίνονται γνωστές. Ποιές όμως είναι οι θείες πραγματικότητες καθ’ εαυτές ως προς την πηγή και ίδρυσή τους, αυτό  είναι υπεράνω του νου και κάθε ουσίας και γνώσεως. Έτσι, αν ονομάσουμε την υπερ­ούσια κρυφιότητα Θεό η ζωή η ουσία η φως η λόγο, δεν εννοούμε τίποτε άλλο παρά τις ενέργειες που προβάλλονται από το Θεό προς εμάς, είτε θεωτικές είναι, είτε ουσιοποιές, είτε ζωογόνες, είτε σοφοδώρες. Την ίδια όμως την υπερούσια κρυφιότητα την προσεγγίζουμε με την απαλλαγή μας απ’ όλες τις διανοητικές μας δραστηριότητες, χωρίς να είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε καμμιά σύμπτωση της θέωσης, ή της  ζωής,  ή της ουσίας με την αιτία τους που είναι απομακρυσμένη υπερβατικώς απ’ όλα.[1] Άλλο  λοιπόν  η ουσία του Θεού, που είναι και  παραμένει αμέθεκτη και άγνωστη και άλλο η ενέργεια του Θεού, η οποία γίνεται μεθεκτή από τον άνθρωπο. 

    Μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι η άκτιστη ενέργεια του Θεού, είναι  δραστηριότητα της ουσίας Του, με την οποία δημιουργεί τα κτίσματα και διατηρείται σε κοινωνία με όλα και φυσικά και με τον άνθρωπο. Λέγοντας κάτι τέτοιο δεν επιδιώκουμε βέβαια να χωρίσουμε τον Θεό σε δραστηριότητα και ουσία. Ο Θεός είναι και παραμένει Ένας. Παραμένει κρυφός και αμέθεκτος ως θείος γνόφος  και συνάμα παραμένει μεθεκτός και μπορεί να κοινωνεί με όλα Του τα Κτίσματα. Έχουμε εδώ μία λογική αντινομία που ανατρέπει την λογική του Αριστοτέλους. Ο Αριστοτέλης λέει ότι υπάρχει το πρώτο κινούν, του οποίου  η ουσία  είναι ενέργεια[2]. Δηλαδή ο Αριστοτέλης  φαίνεται να ταυτίζει την ενέργεια του Θεού με την ουσία Του. Αλλά ο Θεός είναι τόσο η άκτιστη ενέργειά του όσο και η Ουσία Του. Γι’ αυτό τον λόγο ο Θεός είναι ταυτόχρονα μεθεκτός και αμέθεκτος, σύμφωνα με τους θεωμένους Πατέρες.

    Ο Γρηγόριος Παλαμάς, απαντώντας στον Βαρλαάμ, επεξηγεί με σαφή και κατανοητό τρόπο: όλα αυτά που στην πραγματικότητα υπάρχουν, μπορούν να μετέχουν του Θεού και, παρ’ όλα αυτά, η υπερούσια ουσία του Θεού μένει τελείως αμέθεκτη. Επομένως θα πρέπει να υπάρχει κάτι άλλο μεταξύ της αμέθεκτης ουσίας του Θεού και των μετεχόντων σε Αυτήν. Εξ αιτίας αυτού του  άλλου κάθε πραγματικότης που υπάρχει, μετέχει στην δημιουργική και συνεκτική δραστηριότητα του Θεού. Θα ήταν τρομακτική απώλεια αν εξαφανίζετο ο ενωτικός αυτός κρίκος μεταξύ  αμέθεκτης ουσίας και κτισμάτων μετεχόντων στις ενέργειές Του.  Αν θέλεις να μας κάνεις μετόχους του Θεού, μη μας απομακρύνης από την πραγματική αυτή ενότητα  κατασκευάζοντας  αγεφύρωτο χάσμα είτε μεταξύ του Θεού και  δημιουργίας, είτε μεταξύ της πρόνοιάς Του και της κάθε υπαρκτής πραγματικότητος!  Αν  κάνεις κάτι τέτοιο  πρέπει να ψάξουμε να βρούμε  άλλον Θεόν, όχι μόνο αυτοτελή, αυτενέργητο (Απόλυτον, Ελεύθερον από κάθε μεταβλητότητα), που δεν ασχολείται μόνο με τον εαυτό Του, αλλά είναι και αγαθός. Και μέσα από το πλήθος της αγαθότητάς Του, δεν  ικανοποιείται να ενεργεί μόνο για τον εαυτό Του, ούτε βέβαια να μένει χωρίς ενεργοποιημένα θελήματα, αλλά  στρέφεται υπεράγαθα προς τα κτίσματά Του.  Μόνο έτσι είναι σε θέση να μας ευεργετεί και βέβαια δεν προτιμά να παραμένει ανίκανος προς ευεργεσία. Με αυτόν τον τρόπο  είναι και ακίνητος και κινούμενος. Έτσι παραμένει σταθερά μεθεκτός σε όλη την δημιουργία  μέσω των δημιουργικών του επαφών και των προνοητικών Του δραστηριοτήτων. Γιατί αν δεν είναι σε θέση να γίνεται μεθεκτός, θα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε άλλον Θεόν που θα είναι μεθεκτός έτσι ώστε μετέχοντας σε Αυτόν  να μπορούμε να υπάρχουμε, να ζούμε και να γινόμαστε ένθεοι [3]

Περί Ακτίστου Ενεργείας


   Σύμφωνα με τους Πατέρες, η Άκτιστη Ενέργεια, προέρχεται εκ της μιας ουσίας του Τριαδικού Θεού, «και από αγαθότητα πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται, σε πολλές επιμέρους ενέργειες μένοντας υπερενωμένη”. Οι δημιουργικές ενέργειες  δίνουν ζωή στα κτίσματα, οι σοφοποιές  δίνουν σοφία, και άλλες ενέργειες δίνουν άλλες δωρεές της θείας αγαθότητας, η οποία είναι αιτία όλων και στη πραγματικότητα όλες οι ενέργειες είναι κοινές και ενωμένες «και ένα σε όλη την θεότητα και όλη της μετέχεται από τον καθένα μέτοχο ολόκληρη και συγχρόνως από κανένα με κανένα τρόπο.  Όπως συμβαίνει μ’ ένα σημείο που είναι στη μέση ενός κύκλου και μετέχεται από όλες τις ευθείες που ξεκινούν από την περιφέρεια του κύκλου.
    Ένα άλλο παράδειγμα είναι το πλήθος των εκτυπωμάτων μιας σφραγίδας που μετέχουν όλα της αρχέτυπης σφραγίδας, αλλά κανένα από αυτά δεν περιλαμβάνει ολόκληρη και αυτούσια την σφραγίδα κατά κανένα μέρος της. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σφραγίδα δεν είναι σε όλα τα εκμαγεία όλη και η αυτή. Αυτό όμως δεν εξαρτάται από την σφραγίδα, γιατί αυτή προσφέρει στον καθένα ολόκληρο και τον ίδιο  εαυτόν της. Η διαφορά αυτών που μετέχουν είναι που καθιστά ανόμοια τα εκτυπώματα της μιας και ολικής  αρχετυπίας. Για παράδειγμα, αν οι μετέχοντες είναι απαλοί και καλοτύπωτοι, λείοι και αχάρακτοι, και δεν είναι ελαστικοί και σκληροί, ούτε ευδιάχυτοι και ρευστοί, θα δεχθούν καθαρό, σαφές και μόνιμο εκτύπωμα. Αν όμως λείπει κάτι από τις ιδιότητες που αναφέραμε, αυτό θα λείπει εξ αιτίας  του αμεθέκτου, ατυπώτου και  ασαφούς σφραγίσματος και εξ αιτίας όλων των άλλων ατελειών που προκαλούνται από  ακαταλληλότητα  μετοχής»…
     Η Μονάς λοπόν  «αφού έχει δωρίσει και έχει εκχύσει σε όλα τα όντα την μετουσία όλων των αγαθών, διακρίνεται ενωμένως, πληθύνεται ενικώς και πολλαπλασιάζεται αμεταδότως από την μοναδική πηγή της. Έτσι λοπόν, επειδή ο Θεός είναι υπερ­ούσιος, ενώ από το άλλο μέρος χαρίζει την ύπαρξη στα όντα και παράγει όλες τις ουσίες, και λέγεται ότι το ένα εκείνο ον πολλαπλασιάζεται με την από αυτό παραγωγή των πολλών όντων, ενώ αυτό παραμένει ένα  ενωμένο κατά την ενέργεια και πλήρες ως προς τις  διακρίσεις, εξ αιτίας του ότι είναι υπερουσίως απομακρυσμένο από όλα τα όντα και εξ αιτίας του ενιαίου τρόπου παραγωγής των όλων και της αμείωτης εκχύσεως των αμειώτων μεταδόσεών του…». «Επίσης, επειδή δια της θεώσεως που προέρχεται από Αυτόν, σύμφωνα με την δυνατότητα του καθενός, πολλοί γίνονται θεοί,  φαίνεται μεν ότι υπάρχει διάκριση και πολλαπλασιασμός του ενός Θεού, αλλά όμως δεν είναι λιγότερο ένας θεός, αμέριστος ανάμεσα στα μεριστά ενωμένος στον εαυτό του, αμιγής και απλήθυντος σε σύγκριση  με  τα  πολλά».[4]  Σύμφωνα λοιπόν με τους Πατέρες η ενέργεια του Θεού είναι μία και προέρχεται εκ της ουσίας του Τριαδικού Θεού. Αυτή την ενέργεια μπορούμε να την διακρίνουμε σε δημιουργική, προγνωστική προνοητική, αγιαστική, θεοποιό και τα λοιπά. Και βέβαια η άκτιστη ενέργεια του Θεού είναι αΐδιος παρά το γεγονός ότι δεν είναι αγέννητη και άναρχη και χωρίς παύση. Για να το καταλάβουμε αυτό ας σκεφτούμε ότι και ο Λόγος είναι αΐδιος παρά το γεγονός ότι δεν είναι αγέννητος και άναρχος, αφού είναι γεννητός και συνάναρχος με τον Πατέρα.[5]  Όταν λοιπόν ο Λόγος δημιουργεί  ονομάζουμε την ενέργειά Του δημιουργική,  η οποία δεν έχει αρχή αλλά έχει  τέλος (παύση), εκεί που τελειώνει η κάθε συγκεκριμένη δημιουργία. Η προγνωστική ενέργεια  αρχή δεν έχει, αλλά έχει  τέλος εκεί που ολοκληρώνεται η πρόγνωση των όντων[6], τα οποία προέγνωσε και η θεοποιός ενέργεια που δραστηριοποιείται με την θεοποίηση του ανθρώπου δεν έχει όμως κανένα τέλος. Η δημιουργική ενέργεια του Θεού  είναι  άκτιστη ενέργεια  που το αποτέλεσμά της είναι κτιστό:  ο δημιουργημένος κόσμος

    Ο Θεός είναι Άκτιστος, κανένας δεν τον δημιούργησε, και η Ουσία του είναι αναίτιος. Από την άλλη μεριά ο κόσμος δεν  προέρχεται από την  ουσία  του Θεού. Δεν είναι δηλαδή άκτιστος. Ο άνθρωπος είναι βιολογικό ον, αλλά τα κατασκευάσματα του ανθρώπου  είναι από ορισμένα υλικά που σίγουρα δεν ανήκουν στη φύση του ανθρώπου. Τα ανθρώπινα κατασκευάσματα όμως, προέρχονται από την δημιουργική του ενέργεια, είναι  προϊόντα ανθρώπινης ενέργειας, όχι της ουσίας του ανθρώπου. Το παιδί που γεννιέται από μία μάνα έρχεται όμως από την ίδια φύση με τον άνθρωπο, είναι δηλαδή προϊόν της ουσίας του. Τηρώντας τις αναλογίες, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τον Θεό. Ο άνθρωπος είναι προϊόν της δημιουργικής ενέργειας του Θεού, αλλά διάφορος από την φύση Του. Ο άνθρωπος είναι  βιολογικό ον, έχει  βιολογική ζωή, ο Θεός έχει ζωή που δεν είναι βιολογική. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη ζωή του ως βιολογική. Ξεκινάει  από ένα κύτταρο και φτάνει στους πιο πολύπλοκους οργανισμούς. Πως όμως θα μπορέσει να αντιληφθεί κανείς  την ζωή του Θεού που δεν είναι βιολογική; Πως ο εγκέφαλός μας θα μπορέσει να την καταλάβει; Τι σημαίνει για μας το ότι Κάποιος έχει άκτιστη ζωή, αλλά δεν  είναι βιολογικό ον;  Πως θα μπορέσουμε ποτέ να  περιγράψουμε αυτή τη ζωή; Και τι θα μπορούσαμε ποτέ να πούμε για την ζωή του Θεού, καθώς και για την ουσία Του; Η ζωή του Θεού, δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε, είναι  ενέργειά Του.

    Κατά συνέπεια οι ενέργειες του Θεού είναι μεν μεθεκτές στον άνθρωπο, δηλαδή ο άνθρωπος μπορεί να κοινωνεί μαζί Τους, παραμένουν δε Άκτιστες, ενώ ο άνθρωπος παραμένει κτιστός. Και μεταξύ κτιστού και Ακτίστου δεν υπάρχει analogia entis.  Δεν θα μπορέσει ποτέ ο άνθρωπος με διανοητική διαδικασία να καταλάβει, όχι μόνο την ουσία του Θεού, μα ούτε και την ενέργειά Του. Παρ’ όλα αυτά η ουσία  δεν παύει να είναι αμέθεκτη και η ενέργεια δεν παύει να είναι μεθεκτή. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει ποτέ να ζήσει την ίδια τη ζωή του Θεού. Αυτό πραγματοποιείται από την θεοποιητική Του ενέργεια. Αυτή απάγει τον άνθρωπο και τον πηγαίνει στην Βασιλεία του Θεού, δηλαδή στην άκτιστη ζωή του Θεού, και τον κάνει να ζει την ίδια ζωή με τον Θεό. Έτσι ο Απόστολος Παύλος ανηρπάγη μέχρι τρίτου ουρανού, και αν και μετέσχε προσωρινά της ζωής του Θεού, δεν μπόρεσε ποτέ  διανοητικά να εξηγήσει τι του συνέβη. Το μόνο που μπόρεσε να εκφράσει είναι  άρρητα ρήματα.[7]  Κανένα μάτι δεν είδε ποτέ και κανένα αυτί δεν άκουσε, αυτά που ετοίμασε ο Θεός γι’ αυτούς που τον αγαπούν.[8

    Η θεοποιός ενέργεια, όπως και οι άλλες ενέργειες, του Θεού είναι άκτιστη,  προέρχεται από την ουσία του Θεού και είναι ατελεύτητος και το αποτέλεσμά της είναι επίσης άκτιστο. Η θεοποιός ενέργεια κάνει τον άνθρωπο άκτιστο κατά χάρη, δηλαδή παντογνώστη, πανταχού παρόντα, χωρίς αρχή και τέλος, τον κάνει να περνάει δια του σώματος κεκλεισμένων των θυρών, που δεν είναι ιδιότητες του κτιστού, αλλά του ακτίστου. Αυτό οι πατέρες το ονόμασαν θεοποίηση του ανθρώπου. Και βέβαια έβλεπαν ότι αυτό γινότανε δια της θεοποιητικής ενέργειας, που όχι μόνο η αρχή της είναι άκτιστη αλλά και το αποτέλεσμά της.
   Καθώς ωραιότατα το περιγράφει ο Μάξιμος ο Ομολογητής ο Λόγος διεισδύει σε αυτόν (στον άνθρωπο του Θεού) μέχρι μερισμού  ψυχής και  πνεύματος χάρις στην αρετή και στην γνώση και δεν υπάρχει πλέον σε αυτόν κανένα μέρος άμοιρο της παρουσίας Του- και λοιπόν αυτός έγινε χωρίς αρχή και χωρίς τέλος, αφού δεν έχει μέσα του να κινείται την χρονική ζωή, η οποία έχει αρχή και τέλος, και  δονείται από πολλά πάθη, αλλά έχει μόνη τη θεία και αΐδια ζωή του Λόγου, ο οποίος κατοίκησε μέσα του, ζωή που δεν έχει πέρας με κανένα θάνατο.[9]

Εν κατακλείδι


   Για μένα, αξιότιμε κύριε Περσυνάκη, θα προτιμούσα από ένα ορθόδοξο συγγραφέα να ισχυρίζεται ότι ο Θεός είναι Υπερούσιος και όταν μιλάει για Ενέργεια του Θεού να μη την ονομάζει Καθαρή ενέργεια που σημαίνει ταύτιση ουσίας και ενεργειών, αλλά Άκτιστες Ενέργειες του Ακτίστου Θεού. Έτσι επιστημονικά διαχωρίζουμε τις δύο διαφορετικές αντιλήψεις και δεν κάνουμε μία μίξη ορολογιών με διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο η κάθε μία. Όταν πηγαίνω σε συνέδρια και παρουσιάζω εργασίες στους συναδέλφους μου δεν μπερδεύω την ορολογία, γιατί η κάθε εργασία μου θα χάσει την επιστημονική της ακρίβεια και κανένας συνάδελφος δεν θα καταλάβει τίποτε.
  Αν χρησιμοποιούμε την ορολογία του Ακινάτου και την μπερδεύουμε με την ορθόδοξη τότε ο σκοπός μας δεν είναι να κάνουμε θεολογία, αλλά να βάλουμε γέφυρες μεταξύ ορθοδόξου και λατινικής θεολογίας, σ’ ένα κόσμο που βαδίζει προς θεολογική ασάφεια.
    Αν η μοναδική θεολογική ατοπία του π. Σωφρονίου ήταν αυτή (η απόλυτη ταύτιση δηλαδή ουσίας και ενέργειας του Θεού υπό την σχολαστική διατύπωση «actus purus» (=καθαρά ενέργεια), ίσως να άξιζε τον κόπο να πεισθούμε για την ορθή διατύπωση του πατρός Σωφρονίου… Αν όμως όποιο βιβλίο του π. Σωφρονίου κι αν ανοίξει κανείς θα βρει μη δόκιμες διατυπώσεις σε σχέση προς αυτές των Πατέρων, τότε τι συμπέρασμα βγάζουμε;  π.χ. στο ίδιο βιβλίο “Άσκησις και Θεωρία” ο π. Σωφρόνιος τονίζει ότι η περίοδος της Παλαιάς Διαθήκης ήταν εγκλωβισμένη «εντός των ορίων του ενός Θεού νοουμένου ουχί υπό την έννοιαν του χριστιανικού μονοθεϊσμού, αλλά του εξωχριστιανικού ενοθεϊσμού, δηλαδή Θεού εν μια Υποστάσει»!!! (σελίς 111).
    
Και ερωτώ:
1) Ο άπειρος και απεριόριστος Θεός έχει ΟΡΙΑ εντός των οποίων και είναι δυνατόν να «νοηθεί» δηλαδή να συλληφθεί υπό του νοός;
2) Η μοναδική Υπόσταση του Παλαιοδιαθηκικού Θεού τριπλασιάσθηκε ξαφνικά στην Καινή Διαθήκη  κι έτσι άρχισε να υπάρχει η Αγία Τριας;
3) Η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη βρίσκονται σε ασυνέχεια μεταξύ τους;

Σημειώσεις:

[1] Διονύσιος Αρεοπαγίτης: Περί Θείων ονομάτων Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς. Φιλοκαλία Τόμος 3 σελίδα 74 :«Αυτή δε κατά την πασών των νοερών ενεργειών απόλυσιν επιβάλλομεν, ουδεμίαν ορώντες θέωσιν η ζωήν η ουσίαν, ήτις ακριβώς εμφερής επί τη πάντων εξηρημένη κατά πάσαν υπεροχήν αιτία».
[2] Μεταφυσικά 1071, 20:  “Δει άρα είναι αρχήν τοιαύτην ης η ουσία ενέργεια» : πρέπει επομένως να υπάρχει μία αρχή της οποίας, η ουσία να είναι ενέργεια.
[3] Δεύτερη Τριάδα 24: «ου μην αλλ’ επειδήπερ εισίν τα μετέχοντα Θεού, η δε υπερούσιος ουσία του Θεού παντάπασιν αμέθεκτος, έστιν άρα τι μεταξύ της αμεθέκτου ουσίας και των μετεχόντων, δι’ ου ταύτα του Θεού μετέχουσιν».
[4] Διονύσιος Αρεοπαγίτης: Περί Θείων ονομάτων Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς . Φιλοκαλία Τόμος 3 σελίδα 70-72, σελ. 80,5-25
[5] Ρωμανίδης Το Προπατορικό αμάρτημα σελίδα 44
[6] Η πρόγνωσις δε του Θεού αρχήν ουκ έχουσα, μετά το γενέσθαι περί ων προέγνω τέλος έχει. Ώστε ου το τέλος έχον ανάγκη και αρχήν έχει. Μέγας Βασίλειος PG 29,680.
[7] 2 Κορ 12, 4.
[8] βλέπε 1 Κορ 2, 9.
[9] Μάξιμος Ομολογητής  Περί διαφόρων αποριών; Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς Τόμος 14Δ σελίδα 176.

Πηγή