Ἡ σκιὰ τοῦ μεγάλου αἱρετικοῦ Ζηζιούλα καὶ ἡ δυσώδης κακοδοξία του περὶ Πρώτου εἶναι παρούσα καὶ τιμᾶται απὸ τὴ νέα "ἐκκλησία"! |
Πρώτος άνευ ίσων ή ίσοι άνευ πρώτου;
Γράφει ο κ. Παύλος Τρακάδας
Κωνσταντινουπόλεως. Δεν είναι καθόλου τυχαίον ότι εις την βιβλιοπαρουσίασιν συμμετείχεν ως ομιλητής ο π. Ιωάννης Χρυσαυγής, ο οποίος τα τελευταία δύο έτη έχει εκδώσει το δίτομον έργον «Το Πρωτείο στην Εκκλησία: Το λειτούργημα του Πρωτείου και η αυθεντία των Συνόδων», όπως επίσης και το βιβλίο «Βαρθολομαίος: Απόστολος και Οραματιστής. 25 έτη καθοδηγήσεως της χριστιανικής ανατολής»!
Ως διαφαίνεται η όλη προσπάθεια αποσκοπεί εις το να αποδεχθούν οι Ορθόδοξοι ειδικόν «Πρωτείον» εις τον Κωνσταντινουπόλεως, δια να το αποδεχθούν και δια τον Πάπαν, εφόσον αυτό είναι που εμποδίζει τα ενωτικά σχέδια.
Όλα αυτά επιστηρίζονται εις τα όσα γράφονται από τον ίδιον τον Σεβ. Περγάμου εις τον πρώτον τόμον των απάντων του. Παραθέτομεν ελάχιστα αλλά ενδεικτικά:
«(σ. 310:) Σε εκείνους μεταξύ των Ορθοδόξων, οι οποίοι θεωρούν τη σύνοδο ως υπεράνω του πρώτου, διαφεύγει απλώς ότι δεν υπάρχει «σύνοδος» χωρίς τον πρώτο. Η σύνοδος δεν είναι πάνω από τον πρώτο, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτόν… (σ. 752-753:) Στην Ορθόδοξη Εκκλησία θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε την εξουσία ενός π.χ. Πατριάρχη ως προς μία σύνοδο απλώς ως πρωτείο τιμής, όπως συχνά υποστηρίζεται από ορθοδόξους θεολόγους. Το περιεχόμενο αυτού του πρωτείου είναι ασφαλώς κάτι περισσότερο από απλή «τιμή»… Η παρουσία του είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για κάθε κανονική διαβούλευση, όπως για την εκλογή επισκόπων κ.λπ. Αυτό σημαίνει ότι η σύνοδος δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την κεφαλή της: οι πολλοί χωρίς τον ένα είναι κάτι το αδιανόητο. Ο πρώτος (primus), συνεπώς, παρέχει στη σύνοδο τη θεολογική της υπόσταση και όχι απλώς τιμή… (σ. 829-834:) Οι επίσκοποι των Εκκλησιών αυτών (ενν. των Πατριαρχείων) ανήλθαν υπεράνω των υπολοίπων επισκόπων και έγιναν ο καθένας από αυτούς πρώτος στην περιοχή του… οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν αποδεχτεί την ιδέα του πρωτείου, όπως αυτό ασκείται στην Ορθόδοξη Εκκλησία από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στο πνεύμα του 34ου αποστολικού κανόνα… Το πρωτείο αυτό χαρακτηρίζεται ενίοτε ως «πρωτείο τιμής», ένας όρος που οδηγεί σε παρανοήσεις, καθώς, όπως σημειώθηκε, δεν πρόκειται εδώ για ένα απλώς «τιμητικό» πρωτείο, αλλά για ένα πρωτείο που σχετίζεται με πραγματικά καθήκοντα και ευθύνες… Λαμβάνοντας υπόψη την καθιερωμένη δομή της Εκκλησίας το παγκόσμιο πρωτείο της Εκκλησίας της Ρώμης… θα έπρεπε να εξασκείται σε πλαίσιο κοινωνίας, και όχι σε απομόνωση η απευθείας πάνω σε ολόκληρη την Εκκλησία. Θα ήταν πρόεδρος όλων των επικεφαλής των εκκλησιών και ο εκφραστής της καθόλου Εκκλησίας… Ένας παγκόσμιος πρώτος, που ασκεί το πρωτείο του με ένα τέτοιο τρόπο, δεν είναι μονάχα «χρήσιμος» στην Εκκλησία, αλλά συνιστά και εκκλησιολογική αναγκαιότητα σε μία ενωμένη Εκκλησία».
Καθίσταται πλέον προφανής ο σκοπός όλων όσων εξυμνούν τα τελευταία χρόνια τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως…
Η προσεκτική μελέτη όλων των συγγραφών του κ. Ζηζιούλα κατατείνει εις το ότι μοναδικόν επιχείρημα, εις το οποίον στηρίζει τας εσφαλμένας απόψεις του, είναι ο 34ος Κανών των Αγίων Αποστόλων, ο οποίος αναφέρει τα εξής:
«Οι επίσκοποι κάθε περιοχής πρέπει να γνωρίζουν τον πρώτον ανάμεσά τους και να τον θεωρούν σαν κεφαλή και να μη πράττουν τίποτα χωρίς τη γνώμη του παρεκτός μόνο όσα είναι επιβεβλημένα στην επισκοπή τους και σε όσες περιοχές υπάγονται σε αυτήν. Αλλά ούτε και εκείνος να πράττει κάτι χωρίς την γνώμη όλων».Εις ποία ζητήματα απαιτείται η γνώμη του «πρώτου»; Οι κανονολόγοι Ιωάννης Ζωναράς και ο Αλέξιος Αριστηνός ερμηνεύοντες τον κανόνα γράφουν ότι πρόκειται δια ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος, όπως δογματικά, εξευρέσεις λύσεων εις προβλήματα, εκλογαί αρχιερέων και όμοια. Ο Θεόδωρος Βαλσαμών διευκρινίζει ότι πρόκειται δια κάθε ζήτημα, το οποίον υπερβαίνει τα στενά όρια διοικήσεως της επισκοπής και παραθέτει ένα παράδειγμα, συμφώνως προς το οποίον ο «πρώτος» δεν έχει δικαίωμα ούτε τοποτηρητήν να ορίση εις κάποιαν επισκοπήν, εάν δεν συναποφασίση με τους υπολοίπους. Από αυτά συμπεραίνεται ότι δεν υπάρχει γνώμη του «πρώτου» και γνώμη όλων των υπολοίπων, αλλά όλοι ως συνεπίσκοποι συνεδριάζουν και συναποφασίζουν δια όλα γενικώς τα εκκλησιαστικά ζητήματα. Επομένως, η έννοια του «πρώτου» έχει απλώς την έννοιαν ενός συμπεφωνημένου και γνωστού απ’ όλους «προέδρου», προκειμένου να μη τίθενται εκ νέου κάθε φορά τα ερωτήματα «που θα συνεδριάσουμε για το ζήτημα; ποιός θα ενημερώσει; ποιός το έμαθε και ποιός δεν το έμαθε; με ποιά σειρά θα λάβουμε τον λόγο;» κ.α. Αυτά βεβαίως δεν αναφέρονται ρητώς, διότι είναι αυτονόητα, ενώ απόδειξις ότι ο κανών δεν διαχωρίζει εις ουδέν τον «πρώτον» από τους συνεπισκόπους του είναι όσα γράφει ο Ζωναράς: «πλην αλλ’ ουδέ τω πρώτω επισκόπω παραχωρεί, τη τιμή καταχρώμενον, εις δυναστείαν ταύτην αμείβειν, και εναυθεντείν»! Πρόκειται περί «τιμής» άνευ άλλου περιεχομένου.
Την διαχρονικήν ερμηνείαν του 34ου κανόνος επιβεβαιώνει και η Σύνοδος της Ρουμανίας του 1882 εις την απάντησίν της προς προηγηθείσαν επιστολήν του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, απορρίπτουσα μάλιστα εφαρμογήν αυτού εις παγκόσμιαν κλίμακα ως θέλει ο Σεβ. Περγάμου:
«Ο καθείς κυβερνά την επισκοπήν αυτού κατά τους υπό της Εκκλησίας θεσπισθέντας κανόνας. Όταν παρουσιάζεται περίπτωσις μη προβλεπομένη υπό των εκκλησιαστικών κανόνων, ο αρμόδιος επίσκοπος συμβουλεύεται τον πρώτον ή τον αρχιεπίσκοπον περί του πώς οφείλει προσενεχθήναι εν τη περιπτώσει εκείνη. Αλλά και ο αρχιεπίσκοπος ή η των επισκόπων κεφαλή εις περιστάσεις μη προβλεπομένας υπό των εκκλησιαστικών κανόνων, μηδέν αυθαιρέτως ποιείτω, αλλά συμβουλευέσθω μετά των του έθνους επισκόπων, και ποιείτω, όπως δόξη τοις πάσι, διότι δια του τρόπου τούτου θα φυλαχθή η καλή συνεννόησις και η ομοφωνία εν τη εκκλησιαστική πειθαρχία… Αλλά ονομάζων τους επισκόπους πριμάτους, κεφαλάς των εαυτών εκκλησιών, ο αποστολικός κανών ουδόλως σημαίνει ενταύθα δύναμίν τινα αυτών απεριόριστον και εντελώς ανεξάρτητον, αλλά μόνον κύριόν τι πρωτείον, προτεραιότητα, αρχηγίαν ψήφου εν τοις εκκλησιαστικοίς ζητήμασιν… Τοιαύται πράξεις, αίτινες υπερβαίνουσι το μέτρον της μερικής αρχής παντός επισκόπου και αι οποίαι απαιτούσι την ψήφον και την απόφασιν των της εκκλησίας αντιπροσώπων, δύνανται να ώσι παραδείγματος χάριν οι ορισμοί των της πίστεως δογμάτων, η σύνθεσις των κανόνων και των νόμων δια την εκκλησίαν, η εκλογή των επισκόπων, η διαδικασία αυτών και άλλα τοιαύτα. Πας δε επίσκοπος ή μητροπόλεως ή επισκοπής κατά τον κανόνα έχει ισχύν μόνον εις τα της επαρχίας αυτού και εις όλα όσα αφορώσι την επαρχίαν και τους εις αυτήν ανήκοντας τόπους. Μεταγενέστεροι κανόνες επεκύρωσαν τον αποστολικόν τούτον θεσμόν, Α Οἰκουμενικῆς Συνόδου δ , στ , Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου β , Συνόδου Αντιοχείας ια . Ομοίως δύναται να παρατηρηθή ότι οι αποστολικοί κανόνες ομιλούσι μόνον περί της μερικής αρχηγίας εν ταις τοπικαίς εκκλησίαις, αλλ’ ουδεμίαν δεικνύουσι κεφαλήν καθολικήν συμπάσης της εκκλησίας, ουδέ υποθέτουσι καν τοιαύτην τινά, καθότι ουχί μόνον την των εκκλησιών διεύθυνσιν παριστώσι διηρημένην εκάστην υπό την εαυτής κεφαλήν, αλλά και περιορίζουσιν εκάστην τοιαύτην κεφαλήν δια της κοινής πάντων των τοπικών επισκόπων ψήφου».
Θα κατακλείσωμεν το παρόν με τα όσα έγραψε το 1976 ο Φίλιπ Σέραρντ (Η Εκκλησία, ο Παπισμός και το Σχίσμα), ο οποίος διείδεν εις τα έργα του κ. Ζηζιούλα την πορείαν δια την προώθησιν της ενώσεως με το να αξιώνη δια τον Πατριάρχην το «πρωτείον» και δια το Πατριαρχείον το «ιερόν κέντρον»:
«Κάθε τοπική εκκλησία που έχει ιδρυθεί κανονικά είναι εξ ίσου Εκκλησία με οποιαδήποτε άλλη τοπική εκκλησία. Και είναι εξ ίσου ένα ορατό κέντρο της καθολικότητας της Εκκλησίας, της αποστολικότητας και της ενότητάς της. Από την ίδια τη φύση της ίδρυσης μιας τοπικής εκκλησίας, δεν μπορεί να υπάρξει κάποια συγκεκριμένη τοπική εκκλησία που να μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι περισσότερο από κάποια άλλη το ορατό κέντρο ή έκφραση της αποστολικότητας, της καθολικότητας και της ενότητας της Εκκλησίας. Αυτών των τριών ιδιοτήτων ο επίσκοπος δεν αποτελεί απλώς ένα εξωτερικό σύμβολο. Είναι η ζωντανή τους έκφραση… έτσι και κάθε επίσκοπος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ενσαρκώνει τις διάφορες εξουσίες και λειτουργήματα –ιερατικά η άλλων αρμοδιοτήτων– που περιβάλλουν το αξίωμά του, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Από την ίδια τη φύση της θέσπισης του αξιώματός του, κάθε επίσκοπος πρέπει να είναι ουσιαστικά ίσος σε εξουσίες με οποιονδήποτε άλλον… Το 1870 οι αναγγελίες της πρώτης Βατικάνειας Συνόδου επιβεβαιώνουν «τον θεσμό του πρωτείου του ευλογημένου Πέτρου», ένα θεσμό «όχι μόνο τιμής αλλά και αληθινής δικαιοδοσίας»… Παρόμοια είναι και η απαίτηση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, την οποία πρόβαλλε κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα, να κατέχει κάποιες ειδικές και ανώτερες εξουσίες σε σχέση με άλλους επισκόπους –μία απαίτηση της οποίας τη συνεχιζόμενη επίδραση μπορούμε ακόμη και σε πρόσφατες εποχές να παρατηρήσουμε σε κάποιες έμμεσες ενέργειες και σε κάποια λεγόμενα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως».