Γρηγόριος ο Αρχιπελαγίτης (Ηγούμενος της Ι. Μ. Δοχειαρίου Αγίου Όρους): Αυτήν την περίοδο γιορτάζουμε την θεία Ανάληψη. Οι άγιοι Πατέρες την είπανε κορυφή όλων των δεσποτικών εορτών. Γι᾽ αυτό χαιρετούμαστε στον δρόμο με αυτήν την ωραία φράση: «Αναλήφθηκε ο Χριστός» και απαντά ο χριστιανός: «Αναλήφθηκα κι εγώ»
Μόλις ανέβαινε ο ήλιος απ᾽ την ανατολή, ο ένας στον άλλον έλεγε μια παχειά «Καλημέρα». Αν υπήρχαν αντιπάθειες και ψυχρότητες μεταξύ τους, λεγότανε πολύ πικρά και σαν αερικό φυσούσε στα αυτιά του συνοδοιπόρου.
Όταν μεσουράνιζε ο ήλιος, ανταλλάζαμε μεταξύ μας το «Χαίρετε». Ο χαιρετισμός αυτός, που τον απηύθυνε και ο αναστάς Ιησούς στις Μυροφόρες, χρησιμοποιείτο από τους αποστολικούς χρόνους. Αυτό μας το διασώζει και ο ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, όταν μας προτρέπει τοις αιρετικοίς μηδέ χαίρειν λέγειν. Αυτό τα τελευταία χρόνια έχει αντικατασταθή με το «Καλό μεσημέρι» και με άλλους χαιρετισμούς, όπως «Καλή συνέχεια» η το ψυχρότατο «Γειά σου», που είναι σαν να του λες του άλλου «Αι παράτα μας». «Χαίρετε» δεν ακούς πιά. Φαίνεται ότι ο τόπος μας δεν σηκώνει την χαρά, παρ᾽ ότι οι χριστιανοί αυτές τις ημέρες γιορτάζουμε την γιορτή της χαράς, που είναι η Ανάληψη. Η γιορτή της Αναστάσεως χαρακτηρίζεται ως η γιορτή της ελπίδας και η γιορτή της Αναλήψεως ως η γιορτή της χαράς, της αγαλλιάσεως και της ευφροσύνης, γιατί αλλάξαμε τόπο, φύγαμε από την τυραννισμένη γη, από την κοιλάδα του κλαυθμώνος, και ανεβήκαμε στον ουρανό και κάθισε η ανθρώπινη φύση, η πεσούσα, στα δεξιά του Πατέρα, εκεί που κάθεται ο Χριστός. Την ανέλαβε ολόκληρη και την μετέφερε στον ουρανό. Μας άφησε τον κυριακό χαιρετισμό «Χαίρετε» μετά την Ανάσταση, αλλ᾽ εμείς και αυτόν τον αρνηθήκαμε.
Κι όταν ο ήλιος έγερνε προς την δύση, λέγαμε το «Καλησπέρα». Κι όταν την νύχτα πλάκωνε το σκοτάδι και η αφεγγιά, λέγαμε το «Καληνύχτα». Αυτά αντικαταστάθηκαν με ένα ψυχρό χαιρετισμό ο ένας στον άλλο: «Καλό βράδυ». Οι πρόγονοί μας δεν εγνώριζαν τέτοιου είδους χαιρετισμούς. Σε κάθε συνάντηση ο ένας προκαλούσε τον άλλον να χαιρετιστούν. Αν δεν μιλούσε ο συναπαντώμενος, του έλεγαν: «Και τα γαιδούρια, όταν συναντούνται μεταξύ τους, μυρίζει το ένα το άλλο στο στόμα». Τα ακούσματα των χαιρετισμών όλη την ημέρα ήταν λύρα γλυκόφθογγη, ήταν αρμονία ανεπανάληπτη. Μόνον την νύχτα υπήρχε σιγή. Ο ψαράς που ώρθριζε και ο αγρότης γέμιζαν την ημέρα με ευχές ο ένας στον άλλον. Το να μη χαιρετάη κάποιος τον συνάνθρωπό του για την πνευματική ζωή θεωρείτο εμπόδιο να κοινωνήση.
− Δεν χαιρετώ τον αδελφό μου.
− Δεν θα κοινωνήσης −έλεγε ο πνευματικός.
− Μα του λέγω και δεν απαντά.
− Πες εσύ τον χαιρετισμό κι ας μη σού απαντήση.
Και οι συγκατοικούντες καλημέριζε ο ένας τον άλλον, αφού όμως πρώτα έπλεναν το πρόσωπό τους, σταυροσημειούντο και έλεγαν τις πρωινές τους προσευχές. Μετά άκουγες την μάμμη και την μάννα: «Καλημέρα, παιδί μου».
Μαζί με τους σπουδαίους αυτούς χαιρετισμούς, που ήταν τα κλειδιά που άνοιγαν την επαφή των ανθρώπων μεταξύ τους, επιμελής ήταν και η τήρηση σε κάθε γιορτή των θρησκευτικών η εκκλησιαστικών παραδόσεων, γιατί μερικές από αυτές είλκυαν την καταγωγή από τους αρχαιοτάτους χρόνους. Η θεία Ανάληψη συνοδευόταν όλη την ημέρα από πολλές μεγαλοπρέπειες. Αυτήν την ημέρα όσοι είχανε μάνδρες άρμεγαν το γάλα και δεν το τυροκομούσαν· το μοίραζαν στους γνωστούς και φίλους. Όλα τα σπίτια αυτήν την ημέρα έτρωγαν ρυζόγαλο.
Ήμουν παιδί και η μάννα μου με μία κατσαρόλα με χερούλι με έστελνε και στις πιο απομακρυσμένες γειτονιές να τους προσφέρω γάλα. Τα τελευταία χρόνια που έζησα στο χωριό μου, κρατώντας την κατασαρόλα το γάλα, συνάντησα την νέα γενιά, τους νταγλαράδες, όπως έλεγαν οι γιαγιάδες στο χωριό μου, οι οποίοι, επηρεασμένοι από διάφορα κινήματα να ανατρέψουνε, να θάψουνε, να εξαφανίσουνε τις παραδόσεις μας, μόλις με υπάντησαν με την κατσαρόλα με το γάλα, είπαν μεταξύ τους ειρωνευτικά: «Οι χωριάτες σήμερα μοιράζουν το γάλα, για να μη ψωριάσουν τα πρόβατά τους». Πάντα απαίσια ζωηρός, έρριξα την κατσαρόλα με το γάλα στο χώμα και είπα στην μάννα μου: «Τέλος αυτή η συνήθεια». Δεν γνωρίζω τι γίνεται σήμερα· αν σταμάτησε η αν υπάρχη η συνήθεια αυτή, την ημέρα της Αναλήψεως να μη μπαίνη γάλα στο καζάνι του τυροκομειού.
Άλλη συνήθεια ήτανε στις 12 το μεσημέρι να χτυπούν χαρμόσυνα όλες οι καμπάνες του χωριού. Προβόδιζαν τον Χριστό, που ανέβαινε στον ουρανό. Νύχτα η γέννηση, νύχτα η ανάσταση, μεσημέρι η ανάληψη. Αγιασμός σε όλα. Με τον ήχο των κωδωνοκρουσιών, όλοι βρισκόμασταν στην θάλασσα, γιατί πιστεύαμε ότι ο Χριστός αγίασε τα ύδατα. Νίπταμε τα πρόσωπά μας και τους πόδας μας. Και οι μητέρες, αν δεν είχαν θυμιατό στο σπίτι τους, με το φουγουδάκι γεμάτο κάρβουνα και λιβάνι, θύμιαζαν τον ουρανό, όπου ανέβηκε ο Χριστός. Όλοι χαιρόμασταν, όλοι γιορτάζαμε, όλοι πανηγυρίζαμε αυτόν τον αποχωρισμό. Όλοι κοιτάζαμε τον ουρανό και βλέπαμε τον Χριστό καθισμένο επάνω σε μια νεφέλη να ανεβαίνη. «− Αλήθεια τον βλέπατε; − Τον βλέπαμε και τον βλέπουμε και θα τον βλέπουμε!» Σύσσωμο το χωριό, στην κυριολεξία γλεντούσε αυτόν τον αποχαιρετισμό. Μου θύμιζε τα παλιά καράβια, τα ιστιοφόρα, που έβγαιναν στο πέλαγος και σφύριζε η μπουρού και ανεμίζαν τα πανιά και οι άνθρωποι κρατούσανε κάθε άσπρο πανί και αποχαιρετούσανε τους θαλασσοδαρμένους ναυτικούς μας.
Σε άλλα μέρη, μόλις έπεφτε το σκοτάδι της νύχτας, κάνανε λαμπαδοφορίες, για να βλέπη ο Χριστός να ανέβη στους ουρανούς. Πλήρης η μέρα πανηγύρια και γιορτές. Ο Χριστός στον ουρανό κι εμείς μέναμε στην γη με την προσμονή του Παρακλήτου, του Αγίου Πνεύματος. Κανείς δεν μαγάριζε την ημέρα αυτήν ούτε με την συζυγική συνεύρεση. Θεία και ιερά ωνόμασαν την Ανάληψη. Και μέχρι σήμερα οι χριστιανοί θεία Ανάληψη την ονομάζουνε και −φοβερό πράγμα− χαίρονται τον αποχωρισμό, γιατί περιμένουνε το Άγιο Πνεύμα, που θα παραμείνη μαζί μας μέχρι την εσχάτη ώρα.
Ο Χριστός με αλαλαγμό −λέγει ο προφήτης− ανέβηκε στον ουρανό. Και η Εκκλησία μας πιστεύει ότι ο Χριστός θα ᾽ρθη πάλι στον κόσμο με αλαλαγμό σάλπιγγος. Θα φέρη τους τύπους του πάθους του και θα ᾽ναι τα ιμάτιά του ερυθρά, όπως εκείνος που βγαίνει από το πατητήρι. Πάτησε κάθε αμαρτία, κάθε παρανομία κι ανέβηκε στον ουρανό με ερυθρά τα ιμάτιά του. Μας τα προανήγγειλαν οι Προφήτες, μας τα δίδαξαν οι Απόστολοι και οι Πατέρες, φερόμενοι υπό Αγίου Πνεύματος. Στον περίτεχνο αργαλειό της καρδιάς τους ύφαναν ύμνους γι᾽ αυτήν την ημέρα, περίτεχνους ύμνους, που εμείς σήμερα τους ψάλλουμε και τους τραγουδούμε, όπου και αν βρισκώμαστε.
Αναλήφθηκε ο Χριστός, αναλήφθηκα κι εγώ. Δόξα τω αναληφθέντι Χριστώ. Αμήν.
Η φωτό από το προσωπικό αρχείο του Δημοσιογράφου Ηλία Προύφα είναι από τον εορτασμό της Αναλήψεως του Κυρίου στο ομώνυμο εξωκλήσι της Ι.Μ. Δοχειαρίου όπου πραγματοποιείται το έθιμο της Λαμπαδηφορίας